18.4.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 121/44


Προσφυγή της 20ής Φεβρουαρίου 2017 — Spiegel-Verlag Rudolf Augstein und Sauga κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-116/17)

(2017/C 121/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Spiegel-Verlag Rudolf Augstein GmbH & Co. KG (Αμβούργο, Γερμανία) και Michael Sauga (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: A. Koreng και T. Feldmann, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την μέσω επιστολής της 15ης Δεκεμβρίου 2016 κοινοποιηθείσα απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των προσφευγόντων να τους χορηγηθεί πρόσβαση στα εξής δύο έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «The impact on government deficit and debt from off-market swaps. The Greek case» (SEC/GovC/X/10/88a) και «The Titlos transaction and possible existence of similar transactions impacting on the euro area government debt or deficit levels» (SEC/GovC/X/10/88b)·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν δύο λόγους.

1.

Πρώτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', δεύτερη περίπτωση της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3 (1)

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η ΕΚΤ δεν απέδειξε με επαρκή ακρίβεια ότι η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων θα υπονόμευε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική, τη νομισματική ή την οικονομική πολιτική της Ένωσης ή ενός κράτους μέλους.

Η εκ μέρους της ΕΚΤ προβαλλόμενη επαπειλούμενη υπονόμευση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι πλέον πράγματι ανησυχητική, δεδομένου ότι έχουν παρέλθει 6 και πλέον μήνες από την κατάρτιση των εγγράφων, το δε πλαίσιο έχει μεταβληθεί ουσιαστικά.

2.

Δεύτερος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, υποπαράγραφος 1, της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν χρησίμευσαν στην προετοιμασία συγκεκριμένων αποφάσεων, αλλά εξυπηρέτησαν απλώς και μόνον τη γενικότερη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την ενημέρωση εντός της ΕΚΤ.

Δεν αναμενόταν, εξάλλου, ότι το ενδεχόμενο δημοσίευσης των εγγράφων θα εκφόβιζε εργαζόμενος της ΕΚΤ.

Επιπλέον, κατά την παρούσα κατάσταση δεν τίθεται, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα, ζήτημα κακής επιρροής εκ μέρους τρίτων στις διαβουλεύσεις της ΕΚΤ.

Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ούτε στάθμισε το δημόσιο συμφέρον στην πρόσβαση στην πληροφορία.

Τέλος, δεν απόκειται στην ΕΚΤ αλλά στον Τύπο, να καθορίσει πως εμπλουτίζεται ο δημόσιος διάλογος, γεγονός που απορρέει από την «αποστολή εποπτείας» της, όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.


(1)  Απόφαση 2004/258/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2004/3) (ΕΕ 2004, L 80, σ. 42).