Υπόθεση T‑275/17
Michela Curto κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
«Υπαλληλική υπόθεση – Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Αίτηση αρωγής – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας, η οποία εξετάζει καταγγελίες διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών κατά βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής – Πλάνη εκτιμήσεως – Περιεχόμενο του καθήκοντος αρωγής – Εύλογη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Άρνηση κοινοποιήσεως των εκθέσεων που συνέταξε η συμβουλευτική επιτροπή»
Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 13ης Ιουλίου 2018
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Πρώην υπάλληλοι ή πρώην μέλη του λοιπού προσωπικού – Πρώην διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Εφαρμογή επί ηθικής παρενοχλήσεως – Υποβολή αιτήσεως αρωγής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Διάρκεια της προθεσμίας
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 90 § 1)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Περιεχόμενο – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)
Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την απαξίωση του ενδιαφερομένου ή την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του – Απαίτηση υπάρξεως επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς – Απαίτηση υπάρξεως συμπεριφοράς εκ προθέσεως – Περιεχόμενο – Δεν απαιτείται κακόβουλη πρόθεση του παρενοχλούντος
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)
Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Πηγή της παρενοχλήσεως – Εικαζόμενος δράστης της παρενοχλήσεως – Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Εμπίπτει
(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Περιεχόμενο – Υποχρέωση της Διοικήσεως να εξετάζει τις καταγγελίες που αφορούν ηθική παρενόχληση και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την έκβαση της καταγγελίας του – Προϋπόθεση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 90 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 11)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Εφαρμογή επί ηθικής παρενοχλήσεως – Εξέταση αιτήσεως αρωγής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Περιεχόμενο
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Υποχρέωση του θύματος ηθικής παρενοχλήσεως να αναζητήσει αποκατάσταση της ζημίας του κατά προτεραιότητα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)
Υπαλληλικές προσφυγές – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως – Ηθική βλάβη δυνάμενη να διαχωριστεί από την παράνομη πράξη ή παράλειψη και μη δυνάμενη να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση
(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)
Το καθήκον αρωγής δεν προβλέπεται μόνον υπέρ των εν ενεργεία υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού, αλλά είναι δυνατή η επίκλησή του και από πρώην υπαλλήλους ή πρώην μέλη του λοιπού προσωπικού.
Ειδικότερα, στην περίπτωση που η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή επιλήφθηκε νομοτύπως αιτήσεως αρωγής σε χρόνο κατά τον οποίο τόσον η διαπιστευμένη κοινοβουλευτική βοηθός όσο και το οικείο μέλος του Κοινοβουλίου ασκούσαν τα αντίστοιχα καθήκοντά τους εντός του θεσμικού οργάνου, η αρχή αυτή εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση διεξαγωγής διοικητικής έρευνας σχετικά με προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως, ανεξαρτήτως του αν, εν τω μεταξύ, η προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση έπαυσε ή όχι, λόγω της αποχωρήσεως ενός εκ των πρωταγωνιστών.
(βλ. σκέψεις 57, 58)
Στο μέτρο που ούτε το άρθρο 24 ούτε το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπουν προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η αίτηση αρωγής, πρέπει να εφαρμοστεί η απαίτηση κατά την οποία μια τέτοια αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την περίοδο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αίτηση αυτή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει, κατ’ αρχήν, τα πέντε έτη.
(βλ. σκέψη 61)
Όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως εξετάσεως αιτήσεως αρωγής που περιέχει αιτιάσεις περί ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, εκ μέρους μέλους θεσμικού οργάνου, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ως προς την επιλογή των μέτρων και των μέσων για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο συναφής έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται, επομένως, στο ζήτημα αν το οικείο θεσμικό όργανο ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.
O ορισμός της ηθικής παρενόχλησης που προβλέπει το άρθρο 12α του ΚΥΚ συνιστά αντικειμενική έννοια η οποία, μολονότι στηρίζεται στον εντός του εκάστοτε πλαισίου χαρακτηρισμό πράξεων και συμπεριφορών μονίμων υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού, ο οποίος δεν είναι πάντα ευχερής, εντούτοις, δεν συνεπάγεται πολύπλοκες εκτιμήσεις –ανάλογες με εκείνες που ενδεχομένως απαιτούνται αναφορικά με έννοιες οικονομικής φύσεως, επιστημονικής φύσεως ή ακόμη τεχνικής φύσεως–, οι οποίες δικαιολογούν την αναγνώριση περιθωρίου εκτιμήσεως στη Διοίκηση κατά την εφαρμογή της εν λόγω έννοιας. Ως εκ τούτου, εφόσον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, πρέπει να διερευνηθεί αν η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία έχει προβεί η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή σε σχέση με τον ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή ενέχει πλάνη και όχι εάν ενέχει πρόδηλη πλάνη.
(βλ. σκέψεις 74, 75)
Ως ηθική παρενόχληση νοείται η «καταχρηστική διαγωγή» η οποία, πρώτον, εκδηλώνεται με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή με πράξεις που λαμβάνουν χώρα «επί ορισμένο χρονικό διάστημα, κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», ορισμός ο οποίος συνεπάγεται ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να γίνεται νοητή ως μια μεταχείριση που έχει κατ’ ανάγκη ορισμένη χρονική διάρκεια και προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανομένων ή εξακολουθητικών επιλήψιμων ενεργειών οι οποίες τελούνται «με πρόθεση», σε αντίθεση με εκείνες που συνιστούν «ατυχές περιστατικό». Δεύτερον, οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες, εκδηλώσεις προφορικού ή γραπτού λόγου, προκειμένου να εμπίπτουν στην έννοια αυτή, απαιτείται να έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχολογικής ακεραιότητας του προσώπου.
Δεν απαιτείται, συνεπώς, να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή εκδηλώσεις γραπτού ή προφορικού λόγου έλαβαν χώρα με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του προσώπου. Τουτέστιν, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση χωρίς να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που παρενοχλεί επιδίωξε, με τις επιλήψιμες ενέργειές του, να απαξιώσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εκ προθέσεως τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί οι εν λόγω επιλήψιμες ενέργειες, εφόσον ήταν εκούσιες, να προκάλεσαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες. Τέλος, δεδομένου ότι η επίμαχη επιλήψιμη ενέργεια πρέπει, βάσει του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, έπεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας ενέργειας ως «παρενοχλήσεως» υπόκειται στην προϋπόθεση να είναι η ενέργεια αυτή, κατ’ αρκούντως αντικειμενική εκτίμηση, υποστατή, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, θα θεωρούσε την επίμαχη συμπεριφορά ή πράξη ακραία και αποδοκιμαστέα.
(βλ. σκέψεις 76-78)
Τα άρθρα 9, παράγραφος 2, και 11, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου επιβάλλουν στα μέλη του εν λόγω θεσμικού οργάνου να τηρούν την κατά το άρθρο 12α του ΚΥΚ απαγόρευση ηθικής παρενοχλήσεως, δεδομένου ότι η απαγόρευση της συμπεριφοράς αυτής, όπως διατυπώνεται στον ΚΥΚ, διαπνέεται στην πραγματικότητα από τις αξίες και τις αρχές που καθορίζονται με τις θεμελιώδεις νομικές πράξεις της Ένωσης, και εμπίπτει στο άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατά το οποίο «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του».
(βλ. σκέψεις 80, 81)
Η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή ή, κατά περίπτωση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενός θεσμικού οργάνου, όταν επιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αιτήσεως αρωγής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, οφείλει, δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής που υπέχει και εφόσον πρόκειται για επεισόδιο που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την απαιτούμενη ενεργητικότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, εν γνώσει του θέματος, τις ενδεδειγμένες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου του να προσκομίσει αρχή αποδείξεως ως προς το υποστατό των επιθέσεων που υποστηρίζει ότι υφίσταται. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, εναπόκειται στο εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, διενεργώντας ιδίως διοικητική έρευνα, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.
Σε περίπτωση που έχουν προβληθεί αιτιάσεις περί παρενοχλήσεως, η υποχρέωση αρωγής συνεπάγεται, ειδικότερα, την υποχρέωση της Διοικήσεως να εξετάσει σοβαρά, ταχέως και απολύτως εμπιστευτικά την αίτηση αρωγής στην οποία αναφέρεται παρενόχληση και να ενημερώσει τον αιτούντα για τις επόμενες ενέργειες που εξετάζει σε σχέση με την αίτηση αυτή.
(βλ. σκέψεις 97, 98)
Στον βαθμό που ο ΚΥΚ δεν περιέχει ειδική διάταξη όσον αφορά την προθεσμία εντός της οποίας η Διοίκηση πρέπει να διενεργήσει τη διοικητική έρευνα, ιδίως σε υποθέσεις ηθικής παρενοχλήσεως, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή υπέχει συναφώς υποχρέωση τηρήσεως του κανόνα της εύλογης διάρκειας. Στο πλαίσιο αυτό, το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης οφείλει, κατά τη διενέργεια της διοικητικής έρευνας, να μεριμνά ώστε κάθε πράξη να εκδίδεται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη.
Συναφώς, η παραβίαση του κανόνα της τηρήσεως εύλογης διάρκειας δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας μόνον όταν η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος μπορεί να έχει επιπτώσεις στο ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.
(βλ. σκέψεις 101, 104)
Η υποχρέωση αρωγής που θεσπίζει το άρθρο 24 του ΚΥΚ αποβλέπει στην εκ μέρους του θεσμικού οργάνου προστασία των υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού κατά των επιλήψιμων ενεργειών τρίτων και όχι κατά πράξεων του ίδιου του οργάνου, των οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις του ΚΥΚ. Συνεπώς, ως τρίτοι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορούν να θεωρηθούν άλλοι υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού ή μέλη θεσμικού οργάνου.
Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, όσον αφορά την ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη υπάλληλος λόγω των επιλήψιμων ενεργειών μέλους ορισμένου θεσμικού οργάνου της Ένωσης, ο υπάλληλος αυτός πρέπει να ζητήσει κατ’ αρχάς την ανόρθωση της βλάβης αυτής μέσω αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως του ΚΥΚ, μόνον στην περίπτωση που η βλάβη αυτή δεν είναι δυνατόν να ανορθωθεί, έχει η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή την υποχρέωση να αποκαταστήσει αλληλεγγύως τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων υπάλληλος από τέτοιες ενέργειες «τρίτου» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Εντούτοις, δυνάμει του καθήκοντος αρωγής, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή είναι δυνατόν να έχει την υποχρέωση να παράσχει στον υπάλληλο συνδρομή, ιδίως χρηματοοικονομική, προς αναζήτηση αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.
(βλ. σκέψεις 111-113)
Η ακύρωση παράνομης πράξεως είναι δυνατόν να συνιστά, αφ’ εαυτής, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εκτός εάν ο προσφεύγων‑ενάγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.
(βλ. σκέψη 114)