7.8.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 256/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Budai Központi Kerületi Bíróság (Ουγγαρία) στις 16 Μαΐου 2017 — Rózsavölgyi Zoltán και Rózsavölgyi Zoltánné κατά Unicredit Leasing Hungary Zrt. και Unicredit Leasing Immo Truck Zrt.

(Υπόθεση C-259/17)

(2017/C 256/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Budai Központi Kerületi Bíróság

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: Rózsavölgyi Zoltán, Rózsavölgyi Zoltánné

Εναγόμενες: Unicredit Leasing Hungary Zrt., Unicredit Leasing Immo Truck Zrt.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι, οσάκις ο ορισμός του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως κρίνεται καταχρηστικός, η σύμβαση πάσχει ολική (και όχι μερική) ακυρότητα, μπορεί η κήρυξη ως καταχρηστικής της ρήτρας περί ορισμού του κυρίου αντικειμένου συμβάσεως δανείου (όπερ επάγεται ότι η εν λόγω ρήτρα δεν θα πρέπει πλέον να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος του καταναλωτή) να συνεπάγεται (παραδείγματος χάριν, κατ’ εφαρμογήν δικαστικής αποφάσεως, ειδικής έννομης συνέπειας προβλεπόμενης σε εθνικό κανόνα, νομοθετικής διατάξεως ή των οριζόμενων σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα προς ενοποίηση της νομολογίας) τροποποίηση, εν τοις πράγμασι ή ως προς τα αποτελέσματά του, του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως, κατά τρόπο ώστε, συγκεκριμένα, σύμβαση δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα (στην οποία οι απαιτήσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση δανείου καθορίζονται και εκφράζονται σε αλλοδαπό νόμισμα –στο εξής: νόμισμα πιστώσεως– και η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω πιστωτικών ποσών πραγματοποιείται στο εθνικό νόμισμα –στο εξής: νόμισμα αποπληρωμής–) να μετατρέπεται σε σύμβαση δανείου σε φιορίνια;

1.1

Εάν υποτεθεί ότι η κήρυξη ως άκυρης λόγω καταχρηστικότητας της ρήτρας περί ορισμού του κυρίου αντικειμένου συμβάσεως δανείου επάγεται τροποποίηση, εν τοις πράγμασι ή ως προς τα αποτελέσματά του, του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως, δύναται η εν λόγω τροποποίηση του νομικού χαρακτηρισμού να επιφέρει (παραδείγματος χάριν, κατ’ εφαρμογήν δικαστικής αποφάσεως, ειδικής έννομης συνέπειας προβλεπόμενης σε εθνικό κανόνα, νομοθετικής διατάξεως ή των οριζόμενων σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα προς ενοποίηση της νομολογίας) μεταβολή σημαντικών οικονομικών παραμέτρων της έννομης σχέσεως ακόμη και εις βάρος του καταναλωτή (παραδείγματος χάριν, αναδρομική εφαρμογή του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας ή του εφαρμοζόμενου στα δάνεια σε φιορίνια επιτοκίου της αγοράς αντί του συνομολογηθέντος στη σύμβαση χαμηλότερου επιτοκίου);

2)

Αποτελούν οι έννομες συνέπειες της καταχρηστικότητας [ρήτρας] αμιγώς νομικό ζήτημα, απόλυτου χαρακτήρα, ή πρέπει, μάλλον, για τους σκοπούς του καθορισμού των εννόμων συνεπειών της καταχρηστικότητας, να λαμβάνονται υπόψη:

(1)

η ακολουθούμενη συμβατική πρακτική σε άλλα είδη συμβάσεων διαφορετικών αυτής που κρίνεται καταχρηστική·

(2)

η τεκμαιρόμενη επισφαλής θέση συγκεκριμένων φορέων που θίγονται άμεσα από οικονομικής απόψεως (παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των συμβάσεων δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, της ομάδας οφειλετών σε αλλοδαπό νόμισμα και του τραπεζικού συστήματος)· ή

(3)

τα συμφέροντα συγκεκριμένων τρίτων ή ομάδων που δεν θίγονται άμεσα από οικονομικής απόψεως, παραδείγματος χάριν, το γεγονός ότι, συνεπεία της ακυρότητας, τα μέλη της ομάδας οφειλετών σε αλλοδαπό νόμισμα μπορούν να βρεθούν εν τέλει, λαμβανομένης υπόψη της λογιστικής εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, ακόμη και στην πλειονότητά τους, σε καλύτερη θέση απ’ ό, τι τα μέλη της ομάδας οφειλετών σε φιορίνια;

3)

Μπορεί να γίνει δεκτό, για τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 4, παράγραφος 2, του άρθρου 5 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (1) (ήτοι, για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα και των εννόμων συνεπειών του), ότι η ρήτρα περί μεταθέσεως του συναλλαγματικού κινδύνου στον καταναλωτή (ήτοι, ο όρος ή το σύνολο των όρων της συμβάσεως που διέπουν την ανάληψη του κινδύνου) αποτελείται από ένα σύνολο ρητρών της συμβάσεως;

4)

Πρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (σύμφωνα με το οποίο οι καταχρηστικές ρήτρες σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές) να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι συγκεκριμένη ρήτρα (όχι συγκριμένο τμήμα αυτής, αλλά η εξεταζόμενη ρήτρα στο σύνολό της) μπορεί είτε να είναι καταχρηστική σε όλη την έκτασή της, είτε ταυτοχρόνως εν μέρει καταχρηστική και εν μέρει μη καταχρηστική, οπότε παραμένει εν μέρει εφαρμοστέα, ήτοι, ότι η εν λόγω ρήτρα (παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με τη δικαστική εκτίμηση επί της συγκεκριμένης υποθέσεως) μπορεί να δεσμεύει τον καταναλωτή έως ορισμένο βαθμό (δηλαδή, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της, η ρήτρα είναι σε αμφότερες τις περιπτώσεις καταχρηστική μόνον έως έναν βαθμό), παραδείγματος χάριν, κατ’ εφαρμογήν δικαστικής αποφάσεως, ειδικής έννομης συνέπειας προβλεπόμενης σε εθνικό κανόνα, νομοθετικής διατάξεως ή των οριζόμενων σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα προς ενοποίηση της νομολογίας;

4.1

Εάν υποτεθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι συγκεκριμένη ρήτρα ενδέχεται να είναι είτε καταχρηστική σε όλη την έκτασή της, είτε ταυτοχρόνως εν μέρει καταχρηστική και εν μέρει μη καταχρηστική, οπότε παραμένει εν μέρει εφαρμοστέα, ήτοι, ότι η εν λόγω ρήτρα μπορεί να δεσμεύει τον καταναλωτή έως ορισμένο βαθμό (δηλαδή, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της, η ρήτρα είναι σε αμφότερες τις περιπτώσεις καταχρηστική μόνον έως έναν βαθμό), δύναται η κήρυξη ως ανίσχυρης της συμβάσεως δανείου στο σύνολό της λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της εξεταζόμενης ρήτρας, η οποία ορίζει το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, να συνεπάγεται, λαμβανομένης υπόψη της λογιστικής εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, την εν γένει επιδείνωση της θέσεως του καταναλωτή και τη βελτίωση της θέσεως του επαγγελματία συμβαλλομένου εάν, εκ του ιδίου λόγου, η σύμβαση δανείου κηρύσσεται μερικώς μόνον καταχρηστική (οπότε οι λοιπές ρήτρες της συμβάσεως εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη ως έχουν);

5)

 

5.1

Δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς ότι το ποσό των δόσεων αποπληρωμής οι οποίες πρέπει να καταβάλλονται σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό των εισοδημάτων του καταναλωτή, όπως αυτά έχουν υπολογιστεί κατόπιν εξετάσεως του αξιόχρεου του από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι ο κρίσιμος εθνικός κανόνας επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος του δανείου του;

5.2

Δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς ότι το ποσό του εναπομένοντος κάθε στιγμή οφειλόμενου κεφαλαίου μπορεί να είναι ανώτερο από την αξία της περιουσίας του καταναλωτή, όπως αυτή έχει υπολογιστεί κατόπιν εξετάσεως του αξιόχρεου του από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος του δανείου του;

5.3

Δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς ότι 1) οι διακυμάνσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία δεν έχουν ανώτατο όριο, 2) η πιθανότητα μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι πραγματική, ήτοι, μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως δανείου, 3) για τον λόγο αυτόν, το ποσό των δόσεων αποπληρωμής μπορεί να αυξάνεται απεριόριστα, 4) συνεπεία των διακυμάνσεων στη συναλλαγματική ισοτιμία, όχι μόνον το ποσό των δόσεων αποπληρωμής, αλλά και το ποσό του οφειλόμενου κεφαλαίου μπορεί να αυξάνεται απεριόριστα, 5) οι πιθανές απώλειες μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες, 6) τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας έχουν περιορισμένο εύρος και χρήζουν συνεχούς προσοχής, 7) ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος δεν δεσμεύεται να επιδεικνύει την ίδια προσοχή, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος του δανείου του;

5.4

Λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι είναι πιθανόν, ή ενδεχομένως έχει ήδη συμβεί, να γίνεται δεκτό κατά την εθνική νομολογία ή νομοθεσία ότι, στην περίπτωση των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, ο καταναλωτής συνήψε σύμβαση δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα λόγω του ευνοϊκότερου κατά την οικεία περίοδο εφαρμοστέου επιτοκίου εν σχέσει προς τις συμβάσεις δανείου σε φιορίνια και, σε αντάλλαγμα, ανέλαβε αποκλειστικώς τα αποτελέσματα των διακυμάνσεων στη συναλλαγματική ισοτιμία· ότι είναι επίσης πιθανόν, ή ενδεχομένως έχει ήδη συμβεί, να γίνεται δεκτό κατά την εθνική νομολογία ή νομοθεσία ότι η μετάθεση των συμβατικών βαρών σε ένα από τα μέρη μετά τη σύναψη της συμβάσεως δανείου —μη προβλεπόμενη εκ των προτέρων— δεν μπορεί να εκτιμάται σύμφωνα με τα κριτήρια περί καταχρηστικότητας, δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως· λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τον κίνδυνο, δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς την αναμενόμενη πορεία των διακυμάνσεων στη συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως (τουλάχιστον, κατά το αρχικό διάστημά της) ούτε τα κατώτατα και/ή ανώτατα επίπεδά της (παραδείγματος χάρη, βάσει της μεθόδου υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας forward ή/και της αρχής της ισοδυναμίας επιτοκίων, κατά την οποία, για τους σκοπούς των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, είναι δυνατόν να προβλεφθεί με μεγάλη βεβαιότητα ότι ένα πλεονέκτημα από απόψεως επιτοκίου, ήτοι, το γεγονός ότι το επιτόκιο LIBOR [London Interbank Offered Rate] ή EURIBOR [Euro Interbank Offered Rate] είναι χαμηλότερο από το επιτόκιο BUBOR [Budapest Interbank Offered Rate] θα επιφέρει απώλειες στον καταναλωτή από απόψεως συναλλαγματικής ισοτιμίας, ήτοι, ότι το νόμισμα αποπληρωμής θα υποχωρήσει έναντι του νομίσματος πιστώσεως);

5.5

Δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς κατά τρόπο συγκεκριμένο (παραδείγματος χάρη, προσδιορίζοντας ποσοτικώς βάσει σειράς στοιχείων ή μέσω διαγράμματος την εξέλιξη κατά το παρελθόν της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του νομίσματος αποπληρωμής και του νομίσματος πιστώσεως για ορισμένο χρονικό διάστημα ίσο τουλάχιστον με αυτό για το οποίο ο καταναλωτής έχει αναλάβει δέσμευση) τον πραγματικό κίνδυνο για τον οφειλέτη που αναμένεται να προκύψει από την μετάθεση του συναλλαγματικού κινδύνου στον καταναλωτή, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος του δανείου του;

5.6

Λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι είναι πιθανόν, ή ενδεχομένως έχει ήδη συμβεί, να γίνεται δεκτό κατά την εθνική νομολογία ή νομοθεσία ότι, στην περίπτωση των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, ο καταναλωτής συνήψε σύμβαση δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα λόγω του ευνοϊκότερου κατά την οικεία περίοδο εφαρμοστέου επιτοκίου εν σχέσει προς τις συμβάσεις δανείου σε φιορίνια και, σε αντάλλαγμα, ανέλαβε αποκλειστικώς τα αποτελέσματα των διακυμάνσεων στη συναλλαγματική ισοτιμία· λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία επιτάσσει τον προσδιορισμό του κινδύνου γραπτώς, και δεν αρκεί, επομένως, απλή δήλωση περί της υπάρξεως κινδύνου και της κατανομής του, και, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, με την εκδοθείσα στην υπόθεση C-26/13 απόφασή του, σκέψη 74, ότι ο επαγγελματίας συμβαλλόμενος οφείλει όχι μόνο να ενημερώσει τον καταναλωτή για τον κίνδυνο, αλλά είναι επίσης αναγκαίο, χάρη στην πληροφόρηση αυτή, ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογήσει τον κίνδυνο, δύναται να θεωρηθεί μη καταχρηστική, ήτοι, ότι είναι σαφής και κατανοητή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών, συμβατική ρήτρα που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσα (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, η οποία, όμως, δεν αναφέρει ρητώς κατά τρόπο συγκεκριμένο (παραδείγματος χάρη, κατά τρόπο ρητό και ποσοτικώς προσδιορισμένο βάσει παλαιότερων στοιχείων που αφορούν χρονικό διάστημα ίσο τουλάχιστον με αυτό για το οποίο ο καταναλωτής έχει αναλάβει δέσμευση) το ποσό των αναμενόμενων κερδών από απόψεως τόκων κατ’ εφαρμογήν του BUBOR στην περίπτωση των δανείων σε φιορίνια και του LIBOR ή του EURIBOR στην περίπτωση των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα;

6)

Για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που μεταθέτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, συνταχθείσας (από τον επαγγελματία συμβαλλόμενο ως γενικός όρος συναλλαγών χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως) σε συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπομένη υποχρέωση πληροφορήσεως, κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα, πώς πρέπει να κατανεμηθεί το βάρος αποδείξεως μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία συμβαλλομένου προκειμένου να κριθεί εάν ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως δανείου, της επίμαχης ρήτρας την οποία απεδέχθη αμετάκλητα (άρθρο 3, παράγραφος 3, και σημείο 1, στοιχείο θ', του παραρτήματος, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ);

7)

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για τους σκοπούς των συμβάσεων δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα -ήτοι, για τους σκοπούς συναλλαγών σχετικών με υπηρεσίες η τιμή των οποίων υπόκειται στις διακυμάνσεις επιτοκίου της χρηματαγοράς–, τα πιστωτικά ιδρύματα που συμβάλλονται με καταναλωτή εφαρμόζοντας τη δική τους συναλλαγματική ισοτιμία θεωρούνται επαγγελματίες που δεν ελέγχουν την εξέλιξη της τιμής κατά την έννοια του σημείου 2, στοιχείο γ', του παραρτήματος της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ;


(1)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).