ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών – Oδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Ανάθεση εκτός διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης – Έννοια “συμβάσεων εξ επαχθούς αιτίας” – Έννοια “δημοσίου φορέα”»

Στην υπόθεση C‑606/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

IBA Molecular Italy Srl

κατά

Azienda ULSS no 3,

Regione Veneto,

Ministero della Salute,

Ospedale dell’Angelo di Mestre,

παρισταμένων των:

Istituto Sacro Cuore ‐ Don Calabria di Negrar,

Azienda ULSS no 22,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του ογδόου τμήματος, J. Malenovský και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Regione Veneto, εκπροσωπούμενη από την C. Zampieri, τον E. Zanon, τον A. Manzi, την C. Drago και τον B. Barel, avvocati,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και P. Ondrůšek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49, 56, 105 επ. ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της IBA Molecular Italy Srl (στο εξής: IBA) και, αφετέρου, των Azienda ULSS no 3 (τοπικής υγειονομικής μονάδας αριθ. 3, Ιταλία), Regione Veneto (περιφέρειας του Βένετο, Ιταλία), Ministero della Salute (Yπουργείου Υγείας, Ιταλία) και Ospedale dell’Angelo di Mestre (νοσοκομείου Angelo του Μέστρε, Ιταλία) σχετικά με την απευθείας ανάθεση, από την τοπική υγειονομική μονάδα αριθ. 3 και το νοσοκομείο Angelo του Μέστρε, της προμήθειας επί τρία έτη του ραδιοφαρμάκου με βάση τη 18 F-φθοροδεοξυγλυκόζη το οποίο καλείται «fluorodésoxyglucose (18F) IBA» (στο εξής: φάρμακο 18-FDG), στο Istituto Sacro Cuore ‐ Don Calabria di Negrar (στο εξής: Sacro Cuore).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/18, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει, στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, και στην παράγραφο 9, τα εξής:

α)

Οι “δημόσιες συμβάσεις” είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και [μίας] ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

[…]

9   Ως “αναθέτουσες αρχές” νοούνται: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μίας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου” νοείται κάθε οργανισμός:

α)

ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα·

β)

ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και

γ)

η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

[…]»

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, που φέρει τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων», προβλέπει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

Το ιταλικό δίκαιο

5

Από το άρθρο 1 του legge no 132, recante norme sugli enti ospedalieri e sull’assistenza ospedaliera (νόμου 132 περί κανόνων για τα νοσηλευτικά ιδρύματα και για τη νοσοκομειακή περίθαλψη), της 12ης Φεβρουαρίου 1968 (GURI αριθ. 68, της 12ης Μαρτίου 1968), προκύπτει ότι τα «πιστοποιημένα» νοσοκομεία είναι «επισήμως αναγνωρισμένα εκκλησιαστικά ιδρύματα και φορείς που παρέχουν νοσοκομειακή περίθαλψη». Το πέμπτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει ειδικότερα τα εξής:

«Πλην της επιβλέψεως από τεχνικής και υγειονομικής απόψεως που αποτελεί ευθύνη του Υπουργείου Υγείας, δεν επέρχονται τροποποιήσεις στις ισχύουσες διατάξεις περί του νομικού και διοικητικού καθεστώτος των επισήμως αναγνωρισμένων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και φορέων που παρέχουν νοσοκομειακή περίθαλψη.»

6

Κατά το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ιδίως από το άρθρο 41 του legge no 833 ‐ Istituzione del servizio sanitario nazionale (νόμου 833 περί ιδρύσεως του εθνικού συστήματος υγείας), της 23ης Δεκεμβρίου 1978 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 360 της 28ης Δεκεμβρίου 1978, στο εξής: νόμος 833), αφενός, ότι «οι σχέσεις των κατά τόπον αρμόδιων τοπικών υγειονομικών μονάδων με τα κατά το πρώτο εδάφιο ιδρύματα, οργανισμούς και νοσοκομεία που έχουν πιστοποιηθεί κατά την έννοια του νόμου 132, της 12ης Φεβρουαρίου 1968, καθώς και με το νοσοκομείο Galliera της Γένοβας και με το Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα της Μάλτας διέπονται από ειδικές συμβάσεις» και, αφετέρου, ότι τα «αναγνωρισμένα ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης τα οποία ασκούν έργο δημόσιας αρωγής διατηρούν τη θέση τους ως ενεργοί φορείς του δημοσίου συστήματος αρωγής».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Η IBA είναι επιχείρηση η οποία εξειδικεύεται στην παραγωγή ραδιοφαρμάκων. Είναι αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Ιταλία του φαρμάκου 18‑FDG το οποίο είναι ισότοπο ιχνηθέτησης που χρησιμοποιείται σε ορισμένες απεικονιστικές εξετάσεις.

8

Με προσφυγή της 29ης Απριλίου 2015, η IBA προσέβαλε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) τα μέτρα και τις συμβατικού χαρακτήρα πράξεις με τις οποίες η τοπική υγειονομική μονάδα αριθ. 3 και το νοσοκομείο Angelo του Μέστρε ανέθεσαν στο Sacro Cuore τη σύμβαση προμήθειας του φαρμάκου 18‑FDG για τρία έτη, απευθείας και χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης.

9

Το Sacro Cuore, μολονότι είναι ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου με θρησκευτικό χαρακτήρα, μετέχει στο δημόσιο σύστημα υγειονομικού προγραμματισμού της περιφέρειας του Βένετο επί τη βάσει ειδικής συμβάσεως, υπό την ιδιότητά του ως «πιστοποιημένου» νοσοκομείου που εξομοιώνεται έτσι με δημόσιο ίδρυμα.

10

Η συμφωνία που έχει συναφθεί στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως προμήθειας προβλέπει ότι το Sacro Cuore οφείλει να προμηθεύσει δωρεάν το φάρμακο 18‑FDG στα εννέα περιφερειακά δημόσια νοσοκομεία, έναντι καταβολής μεταφορικών δαπανών καθοριζόμενων κατ’ αποκοπήν σε 180 ευρώ ανά αποστολή.

11

Προς στήριξη του αιτήματός της να ακυρωθεί η απευθείας ανάθεση στο Sacro Cuore της συμβάσεως προμήθειας του φαρμάκου 18‑FDG και να διοργανωθεί εν συνεχεία διαδικασία διαγωνισμού για την προμήθεια του φαρμάκου αυτού, η IBA προσέβαλε τις ακόλουθες πράξεις:

τη χορήγηση επιδοτήσεως ύψους 700000 ευρώ την οποία καταβάλλει η περιφέρεια του Βένετο στο Sacro Cuore και η οποία προορίζεται να καλύψει το κόστος που αντιπροσωπεύει η δωρεάν προμήθεια του φαρμάκου 18‑FDG προς όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς υγειονομικής περίθαλψης της περιφέρειας αυτής·

το υπόδειγμα συμβάσεως για τη σύσταση της σχέσεως εφοδιασμού μεταξύ κάθε περιφερειακού ιδρύματος δημόσιας υγείας και του Sacro Cuore, το οποίο κατήρτισε η περιφέρεια του Βένετο, και

διάφορες πράξεις σε περιφερειακό και κρατικό επίπεδο σχετικά με την επίδικη ανάθεση και τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται η παραγωγή και η προμήθεια του εν λόγω φαρμάκου.

12

Με απόφαση της 26ης Απριλίου 2016, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) απέρριψε την προσφυγή της IBA για δύο κυρίως λόγους.

13

Πρώτον, η επίμαχη προμήθεια του φαρμάκου 18‑FDG έχει κατά βάση δωρεάν χαρακτήρα στο μέτρο που ούτε η χορηγούμενη στο Sacro Cuore περιφερειακή επιδότηση ύψους 700000 ευρώ ούτε η κάλυψη των μεταφορικών δαπανών του φαρμάκου έχουν τον χαρακτήρα άμεσης αντιπαροχής.

14

Δεύτερον, έστω και αν υποτεθεί ότι η σύμβαση για την προμήθεια του εν λόγω φαρμάκου έχει επαχθή χαρακτήρα, η επίδικη ανάθεση συνιστά συμφωνία μεταξύ δημοσίων αρχών στην οποία το δίκαιο της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις δεν έχει εφαρμογή.

15

Η IBA προσέβαλε ως εκ τούτου την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία). Τούτο εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι η εκτίμηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της συμβάσεως εξ επαχθούς αιτίας είναι εσφαλμένη. Συμφωνεί όμως με την εκτίμηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η επίδικη σύμβαση προμήθειας καθιερώνει συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων μη εμπίπτουσα στο πεδίο της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις.

16

Πρώτον, κρίνει, κατά κύριο λόγο, ότι το Sacro Cuore από τυπικής απόψεως δεν λαμβάνει, πλην της αποδόσεως των μεταφορικών δαπανών του φαρμάκου 18‑FDG, καμία αμοιβή ως αντάλλαγμα για την προμήθεια του φαρμάκου αυτού στα δημόσια ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης που είναι οι παραλήπτες του.

17

Πλην όμως, βάσει τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18, ο επαχθής χαρακτήρας συμβάσεως αποδεικνύεται εφόσον ο φορέας που προμηθεύει το επίμαχο αγαθό λαμβάνει σημαντικό οικονομικό ωφέλημα από δημόσια αρχή άλλη από την αναθέτουσα αρχή και εφόσον είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η χρηματοδότηση αυτή προορίζεται ακριβώς για την προμήθεια του ως άνω αγαθού. Εν προκειμένω, αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της επιδοτήσεως ύψους 700000 ευρώ την οποία χορηγεί η περιφέρεια του Βένετο στο Sacro Cuore.

18

Δεύτερον, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) εκτιμά ότι ο ιταλικός κώδικας δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις εφαρμόζονται σε διαδικασία όπως η εκτιθέμενη στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως.

19

Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται μεταξύ δύο δημοσίων αρχών συνιστούν δημόσιες συμβάσεις, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως στην οποία η αρχή η οποία ενεργεί ως ιδιώτης επιχειρηματίας δεν επιδιώκει κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό σκοπό. Η σύμβαση δεν παύει να αποτελεί δημόσια σύμβαση ούτε απλώς και μόνο διότι το αντάλλαγμα περιορίζεται στην απόδοση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για την παροχή της συμφωνηθείσας υπηρεσίας.

20

Εξάλλου, στη διαφορά της κύριας δίκης δεν στοιχειοθετείται καμία από τις δύο περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υφίσταται ούτε σύμβαση την οποία συνήψε μια αρχή με άλλο νομικώς διακριτό δημόσιο φορέα επί του οποίου η αρχή αυτή ασκεί «έλεγχο ανάλογο» προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών, κατά την έννοια της αποφάσεως της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal (C‑107/98, EU:C:1999:562), ούτε σύμβαση που καθιερώνει συνεργασία μεταξύ δημόσιων φορέων με σκοπό την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, κοινής στους εν λόγω μετέχοντες φορείς, κατά την έννοια ιδίως της αποφάσεως της 13ης Ιουνίου 2013, Piepenbrock (C‑386/11, EU:C:2013:385).

21

Πλην όμως, κατά το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το Sacro Cuore, ως πιστοποιημένο νοσοκομείο, πρέπει να εξομοιωθεί πλήρως με αναθέτουσα αρχή, έστω και αν δεν συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου.

22

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη κληθεί να αποφανθεί σχετικά με την εντελώς ειδική περίπτωση οργανισμών όπως τα «πιστοποιημένα» νοσοκομεία, τα οποία είναι από λειτουργικής απόψεως ενταγμένα στο περιφερειακό σύστημα υγείας, μολονότι η διαχείρισή τους, όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τον διορισμό των διαχειριστών και τον εσωτερικό κανονισμό, εξακολουθεί να έχει ιδιωτικό χαρακτήρα.

23

Στο πλαίσιο αυτό, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και ειδικότερα στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας [2004/18] και οι σύνθετες πράξεις με τις οποίες αναθέτουσα αρχή προτίθεται να χορηγήσει απευθείας σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα χρηματοδότηση ειδικού σκοπού που διατίθεται εξ ολοκλήρου για την παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων να παραδοθούν δωρεάν, χωρίς διοργάνωση διαδικασίας διαγωνισμού, σε διάφορες αρχές οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή οποιουδήποτε ανταλλάγματος στον προαναφερόμενο προμηθευτή; Κατά συνέπεια, αντιτίθεται η προαναφερθείσα νομοθεσία της Ένωσης σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την απευθείας χορήγηση χρηματοδοτήσεως ειδικού σκοπού που διατίθεται για την παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων να παραδοθούν δωρεάν, χωρίς διοργάνωση διαδικασίας διαγωνισμού, σε διάφορες δημόσιες αρχές, οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή οποιουδήποτε ανταλλάγματος στον προαναφερόμενο προμηθευτή;

2)

Αντιτίθεται η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και ειδικότερα τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2004/18 και τα άρθρα 49, 56, 105 επ. [ΣΛΕΕ] σε εθνική ρύθμιση η οποία, εξομοιώνοντας τα “πιστοποιημένα” ιδιωτικά νοσοκομεία με τα δημόσια νοσοκομεία, μέσω της εντάξεώς τους στο σύστημα εθνικού δημόσιου υγειονομικού προγραμματισμού το οποίο διέπεται από ειδικές συμβάσεις, διαφορετικές από τις συνήθεις σχέσεις διαπιστεύσεως με τους λοιπούς ιδιωτικούς φορείς που μετέχουν στο σύστημα χορηγήσεως παροχών υγείας, ενώ τα ως άνω “πιστοποιημένα“ νοσοκομεία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την αναγνώρισή τους ως οργανισμών δημοσίου δικαίου ούτε τις προϋποθέσεις απευθείας αναθέσεως σύμφωνα με το πρότυπο της “in house” αναθέσεως, τα εξαιρεί από την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες τα εν λόγω νοσοκομεία είναι επιφορτισμένα με την παραγωγή και δωρεάν προμήθεια στα δημόσια ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης συγκεκριμένων προϊόντων απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων υγείας, ενώ συγχρόνως λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση που προορίζεται για την πραγματοποίηση των προμηθειών αυτών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

24

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας» καταλαμβάνει την απόφαση με την οποία αναθέτουσα αρχή χορηγεί απευθείας σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, χωρίς επομένως να διοργανώσει διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, χρηματοδότηση που προορίζεται εξ ολοκλήρου για την παρασκευή προϊόντων τα οποία ο φορέας αυτός πρέπει να προμηθεύσει δωρεάν σε διάφορες αρχές, οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή οποιουδήποτε ανταλλάγματος στον εν λόγω προμηθευτή, εξαιρουμένης της καταβολής, ως μεταφορικών εξόδων, κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 180 ευρώ ανά αποστολή.

25

Καταρχάς, προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η περιφέρεια του Βένετο και το Sacro Cuore συνήψαν σύμβαση με την οποία το δεύτερο αναλαμβάνει τη δέσμευση να παράγει και να διανέμει το φάρμακο 18‑FDG στα περιφερειακά δημόσια νοσοκομεία δωρεάν μεν, αλλά πάντως έναντι καταβολής από τα εν λόγω νοσοκομεία κατ’ αποκοπήν μεταφορικών εξόδων ύψους 180 ευρώ ανά αποστολή. Προς τον σκοπό αυτό, η ως άνω περιφέρεια καταβάλλει στο Sacro Cuore επιδότηση ύψους 700000 ευρώ που προορίζεται εξ ολοκλήρου για την παραγωγή του φαρμάκου αυτού.

26

Ο επαχθής χαρακτήρας μιας τέτοιας συμβάσεως είναι αναμφίβολος.

27

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18, προκειμένου να εμπίπτει στην έννοια των δημοσίων συμβάσεων, σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μίας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών πρέπει να έχει συναφθεί «εξ επαχθούς αιτίας».

28

Από τη δε συνήθη νομική έννοια του όρου «εξ επαχθούς αιτίας» προκύπτει ότι αυτός δηλώνει τη σύμβαση με την οποία καθένα εκ των μερών αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώσει μια παροχή έναντι αντιπαροχής.

29

Συνεπώς, σύμβαση η οποία προβλέπει ανταλλαγή παροχών εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας συμβάσεως ακόμη και όταν η προβλεπόμενη αμοιβή περιορίζεται στη μερική απόδοση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για την παροχή της συμφωνηθείσας υπηρεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Ordine degli Ingegneri della Provincia di Lecce κ.λπ., C‑159/11, EU:C:2012:817, σκέψη 29, καθώς και της 13ης Ιουνίου 2013, Piepenbrock, C‑386/11, EU:C:2013:385, σκέψη 31).

30

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την εκτίμηση του επαχθούς χαρακτήρα της συμβάσεως για την παραγωγή και την προμήθεια ενός φαρμάκου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη της αντιπαροχής που καταβάλλεται στον προμηθευτή του φαρμάκου αυτού μέσω επιδοτήσεως από την περιφέρεια του Βένετο ύψους 700000 ευρώ.

31

Επομένως, σύμβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία οικονομικός φορέας αναλαμβάνει τη δέσμευση να παρασκευάσει και να προμηθεύσει ένα προϊόν σε διάφορες αρχές έναντι χρηματοδοτήσεως η οποία προορίζεται εξ ολοκλήρου για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, εμπίπτει στην κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18 έννοια της συμβάσεως «εξ επαχθούς αιτίας», έστω και αν το κόστος παρασκευής και διανομής του εν λόγω προϊόντος δεν αντισταθμίζεται πλήρως από την ως άνω επιδότηση ή από τις μεταφορικές δαπάνες που μπορούν να χρεωθούν στις εν λόγω αρχές.

32

Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας» καταλαμβάνει την απόφαση με την οποία αναθέτουσα αρχή χορηγεί απευθείας σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, χωρίς επομένως να διοργανώσει διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, χρηματοδότηση που προορίζεται εξ ολοκλήρου για την παρασκευή προϊόντων τα οποία ο φορέας αυτός πρέπει να προμηθεύσει δωρεάν σε διάφορες αρχές, οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή οποιουδήποτε ανταλλάγματος στον εν λόγω προμηθευτή, εξαιρουμένης της καταβολής, ως μεταφορικών εξόδων, κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 180 ευρώ ανά αποστολή.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

33

Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, εξομοιώνοντας τα «πιστοποιημένα» ιδιωτικά νοσοκομεία με τα δημόσια νοσοκομεία λόγω της εντάξεώς τους στο σύστημα εθνικού δημόσιου υγειονομικού προγραμματισμού το οποίο διέπεται από ειδικές συμβάσεις, διαφορετικές από τις συνήθεις σχέσεις διαπιστεύσεως με τους λοιπούς ιδιωτικούς φορείς που μετέχουν στο σύστημα χορηγήσεως παροχών υγείας, τα εξαιρεί από την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες τα εν λόγω νοσοκομεία είναι επιφορτισμένα με την παρασκευή και δωρεάν προμήθεια στα δημόσια ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης συγκεκριμένων προϊόντων απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων υγείας έναντι δημόσιας χρηματοδοτήσεως που προορίζεται για την παρασκευή και την προμήθεια των προϊόντων αυτών.

34

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18, προκειμένου να αποτελεί δημόσια σύμβαση και, συνεπώς, να υπαχθεί στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, η επίμαχη σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας πρέπει να έχει συναφθεί μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μίας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών.

35

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δύο τύποι συμβάσεων που συνάπτουν δημόσιοι φορείς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Ordine degli Ingegneri della Provincia di Lecce κ.λπ., C‑159/11, EU:C:2012:817, σκέψη 31).

36

Πρόκειται, πρώτον, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός δημόσιου φορέα ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18 για τον χαρακτηρισμό του ως «αναθέτουσας αρχής» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και ενός νομικώς διακριτού από αυτόν προσώπου, εφόσον ο φορέας αυτός ασκεί επί του ως άνω προσώπου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών, συγχρόνως δε το εν λόγω πρόσωπο πραγματοποιεί το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων του με τον ελέγχοντα φορέα ή τους ελέγχοντες φορείς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal, C‑107/98, EU:C:1999:562, σκέψη 50, καθώς και της 11ης Ιανουαρίου 2005, Stadt Halle και RPL Lochau, C‑26/03, EU:C:2005:5, σκέψη 49).

37

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ούτε η περιφέρεια του Βένετο ούτε οι αναθέτουσες αρχές των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως ασκούν επί του Sacro Cuore έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών.

38

Συνεπώς, εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν μπορεί να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός ιδρύματος όπως το Sacro Cuore και ενός δημόσιου φορέα βασιζόμενη στην εξαίρεση που υπενθυμίζεται στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως.

39

Δεύτερον, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις επίσης δεν εμπίπτουν οι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που καθιερώνουν συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων με σκοπό την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, κοινής στους εν λόγω μετέχοντες φορείς, εφόσον οι συμβάσεις αυτές έχουν συναφθεί αποκλειστικώς από δημόσιους φορείς, χωρίς τη συμμετοχή ιδιώτη, εφόσον κανένας ιδιώτης παρέχων υπηρεσίες δεν περιέρχεται σε προνομιακή θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και εφόσον η συνεργασία την οποία καθιερώνουν οι συμβάσεις αυτές διέπεται αποκλειστικώς από εκτιμήσεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημόσιου συμφέροντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑480/06, EU:C:2009:357, σκέψεις 44 και 47, καθώς και της 13ης Ιουνίου 2013, Piepenbrock, C‑386/11, EU:C:2013:385, σκέψεις 36 και 37).

40

Τα κριτήρια που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως είναι σωρευτικά, οπότε σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ δημόσιων φορέων αποκλείεται βάσει της εξαιρέσεως αυτής από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις μόνον εφόσον ανταποκρίνεται σε όλα τα κριτήρια αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Piepenbrock, C‑386/11, EU:C:2013:385, σκέψη 38).

41

Το πρώτο από τα εν λόγω κριτήρια αφορά ακριβώς το ότι η ως άνω μορφή συνεργασίας πραγματοποιείται μεταξύ δημοσίων φορέων.

42

Διαπιστώνεται ότι το κριτήριο αυτό προδήλως δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ειδικότερα, τα «πιστοποιημένα» νοσοκομεία, όπως το Sacro Cuore, συνιστούν νομικά πρόσωπα η διαχείριση των οποίων, όσον αφορά τόσο τη χρηματοδότηση και τον διορισμό των διαχειριστών όσο και τον εσωτερικό κανονισμό, εξακολουθεί να έχει πλήρως ιδιωτικό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως.

43

Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, εξομοιώνοντας τα «πιστοποιημένα» ιδιωτικά νοσοκομεία με τα δημόσια νοσοκομεία λόγω της εντάξεώς τους στο σύστημα εθνικού δημόσιου υγειονομικού προγραμματισμού το οποίο διέπεται από ειδικές συμβάσεις, διαφορετικές από τις συνήθεις σχέσεις διαπιστεύσεως με τους λοιπούς ιδιωτικούς φορείς που μετέχουν στο σύστημα χορηγήσεως παροχών υγείας, τα εξαιρεί από την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες τα εν λόγω νοσοκομεία είναι επιφορτισμένα με την παρασκευή και δωρεάν προμήθεια στα δημόσια ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης συγκεκριμένων προϊόντων απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων υγείας έναντι δημόσιας χρηματοδοτήσεως που προορίζεται για την παρασκευή και την προμήθεια των προϊόντων αυτών.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας» καταλαμβάνει την απόφαση με την οποία αναθέτουσα αρχή χορηγεί απευθείας σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, χωρίς επομένως να διοργανώσει διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, χρηματοδότηση που προορίζεται εξ ολοκλήρου για την παρασκευή προϊόντων τα οποία ο φορέας αυτός πρέπει να προμηθεύσει δωρεάν σε διάφορες αρχές, οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή οποιουδήποτε ανταλλάγματος στον εν λόγω προμηθευτή, εξαιρουμένης της καταβολής, ως μεταφορικών εξόδων, κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 180 ευρώ ανά αποστολή.

2)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, εξομοιώνοντας τα «πιστοποιημένα» ιδιωτικά νοσοκομεία με τα δημόσια νοσοκομεία λόγω της εντάξεώς τους στο σύστημα εθνικού δημόσιου υγειονομικού προγραμματισμού το οποίο διέπεται από ειδικές συμβάσεις, διαφορετικές από τις συνήθεις σχέσεις διαπιστεύσεως με τους λοιπούς ιδιωτικούς φορείς που μετέχουν στο σύστημα χορηγήσεως παροχών υγείας, τα εξαιρεί από την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες τα εν λόγω νοσοκομεία είναι επιφορτισμένα με την παρασκευή και δωρεάν προμήθεια στα δημόσια ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης συγκεκριμένων προϊόντων απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων υγείας έναντι δημόσιας χρηματοδοτήσεως που προορίζεται για την παρασκευή και την προμήθεια των προϊόντων αυτών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.