Υπόθεση C‑493/17

Διαδικασία κινηθείσα από τον Heinrich Weiss κ.λπ.

(αίτηση του Bundesverfassungsgericht
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Απόφαση (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Κύρος – Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Άρθρα 119 και 127 ΣΛΕΕ – Αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών – Διατήρηση της σταθερότητας των τιμών – Αναλογικότητα – Άρθρο 123 ΣΛΕΕ – Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 11ης Δεκεμβρίου 2018

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Υποβολή ερωτήματος από εθνικό δικαστήριο που δεν αναγνωρίζει δεσμευτική ισχύ στην απόφαση του Δικαστηρίου – Ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος ενωσιακής πράξης – Παραδεκτό

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Ερώτημα σχετικό με το κύρος ενωσιακής πράξης γενικής ισχύος για την οποία δεν έχουν ληφθεί μέτρα εφαρμογής στο εθνικό δίκαιο – Περίπτωση όπου ο εθνικός δικαστής έχει επιληφθεί πραγματικής διαφοράς στην οποία ανακύπτει, παρεμπιπτόντως, το ζήτημα του κύρους – Παραδεκτό

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  3. Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Ερώτημα σχετικό με το κύρος πράξης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών – Πράξη που αφορά την εφαρμογή προγράμματος αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Παραδεκτό

    (Άρθρο 5 § 2 ΣΕΕ· άρθρο 267 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  4. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Πεδίο εφαρμογής – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Εμπίπτει

    (Άρθρα 127 § 1 ΣΛΕΕ και 282 § 2 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο 4 που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρο 18 § 1· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αιτιολογική σκέψη 4)

  5. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Πεδίο εφαρμογής – Πρόγραμμα πράξεων open market το οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών – Εμπίπτει – Μέτρο που έχει επί της οικονομικής πολιτικής αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν να προβλεφθούν και είχαν συνειδητά γίνει αποδεκτά – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 119 ΣΛΕΕ, 127 § 1 ΣΛΕΕ, 130 ΣΛΕΕ και 282 § 3 ΣΛΕΕ)

  6. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 5 § 4 ΣΕΕ· άρθρα 119 § 2 ΣΛΕΕ και 127 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αιτιολογικές σκέψεις 4 και 7 και άρθρο 5)

  7. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης – Πεδίο εφαρμογής – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 123 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  8. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης – Παραβίαση – Προϋποθέσεις – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Ύπαρξη εγγυήσεων ικανών να αποκλείσουν οποιαδήποτε βεβαιότητα των ιδιωτικών φορέων σχετικά με τη μελλοντική επαναγορά, από το ΕΣΚΤ, στις δευτερογενείς αγορές των κρατικών ομολόγων που οι ίδιοι έχουν τυχόν αγοράσει από τα κράτη μέλη – Δεν συντρέχει παραβίαση

    (Άρθρο 123 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  9. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης – Παραβίαση – Προϋποθέσεις – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Δεν αφαιρείται από τα κράτη μέλη το κίνητρο για την άσκηση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής – Δεν συντρέχει παραβίαση

    (Άρθρο 123 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  10. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης – Παραβίαση – Προϋποθέσεις – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Διακράτηση, από το ΕΣΚΤ, των αγορασθέντων κρατικών ομολόγων μέχρι τη λήξη τους – Δεν συντρέχει παραβίαση

    (Άρθρο 123 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  11. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης – Παραβίαση – Προϋποθέσεις – Πρόγραμμα αγοράς, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Αγορά κρατικών ομολόγων με αρνητική απόδοση στη λήξη – Δεν συντρέχει παραβίαση

    (Άρθρο 123 § 1 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο 4 που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρα 18 § 1· απόφαση 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

  1.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 18, 19)

  2.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 20, 21)

  3.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 23-25)

  4.  Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στη νομισματική πολιτική, πρέπει να εξετάζονται κυρίως οι σκοποί που επιδιώκονται με το εν λόγω μέτρο. Σημασία έχουν επίσης τα μέσα που προβλέπει το μέτρο αυτό προς επίτευξη των σκοπών του (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψεις 53 και 55, καθώς και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 46).

    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τους σκοπούς της απόφασης 2015/774, η αιτιολογική σκέψη 4 καθιστά σαφές ότι η απόφαση αυτή επιδιώκει να συμβάλει στη μεσοπρόθεσμη επάνοδο των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα πλησίον, καίτοι χαμηλότερα, του 2 %. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι οι συντάκτες των Συνθηκών επέλεξαν να ορίσουν τον πρωταρχικό σκοπό της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, ήτοι τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, με τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να προσδιορίσουν πώς ακριβώς συγκεκριμενοποιείται ο ως άνω σκοπός από ποσοτική άποψη. Πάντως, δεν προκύπτει ότι η συγκεκριμενοποίηση του σκοπού της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών μέσω του στόχου για μεσοπρόθεσμη διατήρηση των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα, αλλά πλησίον του 2 %, τον οποίο έχει θέσει το ΕΣΚΤ από το 2003, ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, ούτε ότι εξέρχεται του πλαισίου που καθορίζεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Όπως εξέθεσε η ΕΚΤ, υφίστανται βάσιμοι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν την επιλογή αυτή, όπως, μεταξύ άλλων, η ανακρίβεια των δεικτών μέτρησης του πληθωρισμού, η ύπαρξη αισθητών πληθωριστικών αποκλίσεων εντός της ζώνης του ευρώ και η ανάγκη διατήρησης ενός περιθωρίου ασφαλείας για την πρόληψη τυχόν κινδύνου εμφάνισης αποπληθωρισμού. Επομένως, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ και επισημαίνει άλλωστε και το αιτούν δικαστήριο, ο ειδικός στόχος που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της απόφασης 2015/774 μπορεί να ενταχθεί στον πρωταρχικό σκοπό της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, όπως αυτός απορρέει από το άρθρο 127, παράγραφος 1, και από το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το ότι, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, το πρόγραμμα PSPP έχει σημαντικό αντίκτυπο επί του ισολογισμού των εμπορικών τραπεζών, καθώς και επί των όρων χρηματοδότησης των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.

    Δεύτερον, όσον αφορά τα μέσα που επιστρατεύονται στο πλαίσιο της απόφασης 2015/774 προς επίτευξη του σκοπού της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών, δεν αμφισβητείται ότι το πρόγραμμα PSPP στηρίζεται στην αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές. Από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV του ως άνω Πρωτοκόλλου, προκύπτει όμως σαφώς ότι, για την επίτευξη των σκοπών και την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ όπως καθορίζονται στο πρωτογενές δίκαιο, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν, καταρχήν, να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ. Επομένως, στο πλαίσιο των πράξεων στις οποίες αναφέρεται η απόφαση 2015/774, χρησιμοποιείται ένα από τα μέσα της νομισματικής πολιτικής που προβλέπονται στο πρωτογενές δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 54). Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, γίνεται δεκτό ότι, με βάση τον σκοπό της απόφασης 2015/774 και τα μέσα που προβλέπονται για την επίτευξή του, πρόκειται για απόφαση η οποία εμπίπτει στον τομέα της νομισματικής πολιτικής.

    (βλ. σκέψεις 53-58, 68-70)

  5.  Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει ειδικότερα, αφενός, ότι το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, υπό την επιφύλαξη του πρωταρχικού του σκοπού, που έγκειται στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και, αφετέρου, ότι το ΕΣΚΤ οφείλει, κατά τη δράση του, να τηρεί τις αρχές του άρθρου 119 ΣΛΕΕ. Εξ αυτού συνάγεται ότι, μέσα στο όλο πνεύμα της θεσμικής ισορροπίας που καθιερώνεται με τις διατάξεις του τίτλου VIII της Συνθήκης ΣΕΕ, όπου εντάσσεται και η ανεξαρτησία την οποία κατοχυρώνουν υπέρ του ΕΣΚΤ το άρθρο 130 και το άρθρο 282, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οι συντάκτες των Συνθηκών δεν θέλησαν να διαχωρίσουν απολύτως την οικονομική από τη νομισματική πολιτική. Σε συνέχεια των ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι ένα μέτρο νομισματικής πολιτικής δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί με μέτρο οικονομικής πολιτικής για τον λόγο και μόνον ότι ενδέχεται να παραγάγει έμμεσα αποτελέσματα των οποίων η επίτευξη μπορεί να επιδιωχθεί και στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 56, καθώς και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 52). Δεν πρέπει να γίνει δεκτή η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου ότι είναι σφάλμα να θεωρείται ως «έμμεσο αποτέλεσμα» ενός προγράμματος πράξεων ανοικτής αγοράς κάθε αποτέλεσμα του προγράμματος αυτού το οποίο το ΕΣΚΤ είχε συνειδητά αποδεχθεί και μπορούσε να προβλέψει με βεβαιότητα κατά την κατάρτιση του εν λόγω προγράμματος.

    Πιο συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε η ΕΚΤ ενώπιον του Δικαστηρίου, η διευκόλυνση της παροχής πιστώσεων στην οικονομία και η μεταβολή της συμπεριφοράς των οικονομικών φορέων και των ιδιωτών σε θέματα επενδύσεων, κατανάλωσης και αποταμίευσης αποτελούν διαύλους μέσω των οποίων τα μέτρα της νομισματικής πολιτικής του ΕΣΚΤ επιδρούν στην εξέλιξη των τιμών. Συνεπώς, το ΕΣΚΤ αναγκάζεται, προκειμένου να είναι σε θέση να επηρεάσει τους ρυθμούς πληθωρισμού, να θεσπίσει μέτρα που έχουν επί της πραγματικής οικονομίας ορισμένα αποτελέσματα των οποίων η επίτευξη θα μπορούσε επίσης να επιδιωχθεί, για άλλους σκοπούς, στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα, αν επιβάλλεται, για να διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών, να επιδιώξει το ΕΣΚΤ την αύξηση του πληθωρισμού, τα μέτρα τα οποία θα πρέπει να θεσπιστούν από το ΕΣΚΤ ώστε να επέλθει, προς τον σκοπό αυτό, χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοδοτικών συνθηκών στη ζώνη του ευρώ ενδέχεται να συνεπάγονται παρέμβαση στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, ιδίως λόγω της αποφασιστικής επιρροής που έχουν αυτά τα επιτόκια για τον καθορισμό του ύψους των επιτοκίων τα οποία εφαρμόζονται στους διάφορους οικονομικούς παράγοντες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 78 και 108). Κατόπιν τούτου, ο αποκλεισμός κάθε δυνατότητας του ΕΣΚΤ να θεσπίσει τέτοια μέτρα σε περίπτωση που μπορεί να προβλέψει τα αποτελέσματά τους και να τα αποδεχθεί συνειδητά, θα σήμαινε ότι απαγορεύεται, στην πράξη, στο ΕΣΚΤ να χρησιμοποιήσει τα μέσα τα οποία τίθενται στη διάθεσή του από τις Συνθήκες προς υλοποίηση των σκοπών της νομισματικής πολιτικής και θα μπορούσε να δημιουργήσει, ιδίως σε μια συγκυρία οικονομικής κρίσης η οποία ενέχει τον κίνδυνο εμφάνισης αποπληθωρισμού, ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εκπλήρωση της αποστολής που του ανατίθεται από το πρωτογενές δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 60-62, 65-67)

  6.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 72-76, 78, 80, 85, -92, 98, 100)

  7.  Ως προς την απόφαση 2015/774, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP, επιτρέπεται μεν στο ΕΣΚΤ να αγοράζει ομόλογα, πλην όμως όχι απευθείας από τους δημόσιους φορείς και οργανισμούς των κρατών μελών, αλλά μόνον εμμέσως, στις δευτερογενείς αγορές. Συνεπώς, η παρέμβαση του ΕΣΚΤ την οποία προβλέπει αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μέτρο χρηματοοικονομικής συνδρομής προς κράτος μέλος. Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει δύο πρόσθετα όρια στο ΕΣΚΤ, όταν το τελευταίο θεσπίζει πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που έχουν εκδοθεί από δημόσιους φορείς και οργανισμούς της Ένωσης και των κρατών μελών.

    Αφενός, το ΕΣΚΤ δεν μπορεί νομίμως να αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές υπό συνθήκες που θα προσέδιδαν, πρακτικώς, στην παρέμβασή του αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο της απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τους δημόσιους φορείς και οργανισμούς των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 97). Αφετέρου, το ΕΣΚΤ πρέπει να συνοδεύει την παρέμβασή του με επαρκείς εγγυήσεις που να την καθιστούν σύμφωνη με τη συναγόμενη από το άρθρο 123 ΣΛΕΕ απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, διασφαλίζοντας ότι το σχετικό πρόγραμμα δεν αφαιρεί από τα οικεία κράτη μέλη το κίνητρο για την άσκηση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο επιδιώκει να δημιουργήσει η διάταξη αυτή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 100 έως 102 και 109). Οι εγγυήσεις που οφείλει να προβλέψει το ΕΣΚΤ προκειμένου να τηρούνται τα δύο προαναφερθέντα όρια εξαρτώνται ταυτόχρονα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προγράμματος και από την οικονομική συγκυρία στην οποία εντάσσεται η θέσπιση και η εφαρμογή του προγράμματος. Ο επαρκής χαρακτήρας των εγγυήσεων αυτών θα πρέπει, σε περίπτωση που αμφισβητηθεί, να ελεγχθεί εν συνεχεία από το Δικαστήριο.

    (βλ. σκέψεις 104-108)

  8.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 110, 111, 113, 117, 127)

  9.  Υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι η εφαρμογή προγράμματος πράξεων ανοικτής αγοράς διευκολύνει, σε ορισμένο βαθμό, τη χρηματοδότηση των οικείων κρατών μελών δεν είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι η άσκηση της νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται διαρκή παρέμβαση επί των επιτοκίων και των προϋποθέσεων αναχρηματοδότησης των τραπεζών, πράγμα που, κατ’ ανάγκην, επηρεάζει τους όρους χρηματοδότησης του δημοσίου ελλείμματος των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 108 και 110). Συνεπώς, μολονότι ομολογουμένως η χρηματοδότηση ενός κράτους μέλους ενδέχεται να διευκολυνθεί από το γεγονός ότι, λόγω της ύπαρξης τέτοιου προγράμματος, μπορεί να αναμένεται ότι, στους προσεχείς μήνες, ένα μη αμελητέο ποσοστό των εκδιδόμενων από το συγκεκριμένο κράτος μέλος ομολόγων θα επαναγοραστεί πιθανώς από το ΕΣΚΤ, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, από μόνο του, ότι το σχετικό πρόγραμμα είναι αντίθετο προς το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, προκειμένου να μην αφαιρεθεί από τα κράτη μέλη το κίνητρο για την άσκηση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής, δεν επιτρέπεται η θέσπιση και η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος να δημιουργεί βεβαιότητα ως προς τη μελλοντική επαναγορά των εκδιδόμενων από τα κράτη μέλη ομολόγων, λόγω της οποίας τα τελευταία θα μπορούσαν είτε να υιοθετήσουν μια δημοσιονομική πολιτική που δεν θα λαμβάνει υπόψη ότι, σε περίπτωση ελλείμματος, θα αναγκαστούν να αναζητήσουν χρηματοδότηση στις αγορές είτε να προστατεύονται από τις συνέπειες που ενδέχεται έχει, συναφώς, η εξέλιξη της μακροοικονομικής ή δημοσιονομικής κατάστασής τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 113 και 114).

    Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως καθιστά σαφές η αιτιολογική σκέψη 7 της απόφασης 2015/774, το πρόγραμμα PSPP προβλεπόταν να εφαρμοστεί μέχρις ότου το διοικητικό συμβούλιο παρατηρήσει στην πορεία του πληθωρισμού μια χρονικώς σταθερή διόρθωση, συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Μολονότι, στην πράξη, η διάρκεια της εφαρμογής του προγράμματος PSPP παρατάθηκε επανειλημμένως σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη, η εκάστοτε παράταση αποφασιζόταν πάντοτε χωρίς να τίθεται εν αμφιβόλω η ως άνω αρχή, όπως επιβεβαιώνουν η αιτιολογική σκέψη 3 της απόφασης 2015/2464 και η αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης 2017/100. Επομένως, το ΕΣΚΤ, και στις μεταγενέστερες αποφάσεις του, προέβλεπε την αγορά κρατικών ομολόγων μόνο στο μέτρο που ήταν αναγκαίο για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, επανεξέταζε τακτικώς το μέγεθος του προγράμματος PSPP και ενέμενε παγίως στον προσωρινό χαρακτήρα του προγράμματος αυτού.

    Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν αποκτούν την ευχέρεια, λόγω της απόφασης 2015/774, να καθορίζουν τη δημοσιονομική τους πολιτική χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι, μεσοπρόθεσμα, η συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος PSPP δεν είναι σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη και ότι, κατ’ επέκταση, θα αναγκαστούν, σε περίπτωση ελλείμματος, να αναζητήσουν χρηματοδότηση στις αγορές δίχως να μπορούν να τύχουν ελαφρύτερων όρων χρηματοδότησης, όπως ενδεχομένως συμβαίνει με την εφαρμογή του προγράμματος PSPP (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 112 και 114). Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η απόφαση 2015/774 και οι κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν μια σειρά εγγυήσεων που προορίζονται να περιορίσουν τον αντίκτυπο τον οποίο έχει το πρόγραμμα PSPP επί του κινήτρου για την άσκηση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής.

    (βλ. σκέψεις 130-134, 136, 137)

  10.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 146-149)

  11.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 153-157)