Υπόθεση C-312/17

Surjit Singh Bedi

κατά

Bundesrepublik Deutschland και Bundesrepublik Deutschland in Prozessstandschaft für das Vereinigte Königreich von Großbritannien und Nordirland

(αίτηση του Landesarbeitsgericht Hamm
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Συλλογική σύμβαση εργασίας για την κοινωνική ασφάλιση – Προσωρινό επίδομα καταβαλλόμενο στους πρώην πολιτικούς υπαλλήλους των συμμαχικών δυνάμεων στη Γερμανία – Παύση της καταβολής του επιδόματος αυτού άπαξ και ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη πρόωρης συντάξεως καταβαλλόμενης σε άτομα με αναπηρία δυνάμει του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 19ης Σεπτεμβρίου 2018

Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Προσωρινό επίδομα χορηγούμενο για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος σε εργαζόμενο που απώλεσε την εργασία του – Παύση της καταβολής του επιδόματος αυτού αφης στιγμής ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με αναπηρία, στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως – Έμμεση διάκριση στηριζόμενη στην αναπηρία – Μη συνεκτίμηση του αυξημένου κινδύνου που διατρέχουν τα άτομα με αναπηρία – Υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών κοινωνικής πολιτικής – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2)

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, χορηγούμενου για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος σε εργαζόμενο που απώλεσε την εργασία του και μέχρις ότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, αφ’ ης στιγμής ο εργαζόμενος αυτός πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία, στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος.

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο c, της TV SozSich έχει ως συνέπεια ότι το εισόδημα ενός εργαζομένου με σοβαρή αναπηρία, για την περίοδο κατά την οποία του χορηγείται πρόωρη σύνταξη γήρατος, είναι χαμηλότερο από το εισόδημα που εισπράττει ένα άτομο χωρίς αναπηρία. Συνεπώς, φαίνεται ότι ο κανόνας που προβλέπει η διάταξη αυτή είναι δυνατόν να θέτει σε μειονεκτική θέση τους εργαζόμενους με αναπηρία και, τοιουτοτρόπως, να συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη εμμέσως στην αναπηρία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

Πρέπει να προστεθεί ότι τα άτομα με σοβαρή αναπηρία έχουν ειδικές ανάγκες που συνδέονται τόσο με την προστασία που απαιτείται λόγω της καταστάσεώς τους όσο και με την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο επιδεινώσεώς της. Έτσι, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος τα άτομα με αναπηρία να έχουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις λόγω της αναπηρίας τους και/ή, με την πάροδο των ετών, αυτές οι οικονομικές υποχρεώσεις να αυξηθούν (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Odar, C‑152/11, EU:C:2012:772, σκέψη 69).

Ως εκ τούτου, οι κοινωνικοί εταίροι, επιδιώκοντας την επίτευξη θεμιτών στόχων, όπως είναι η χορήγηση αποζημιώσεως για το μέλλον των απολυθέντων εργαζομένων και η υποβοήθηση της επαγγελματικής τους επανεντάξεως, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη την ανάγκη δίκαιης κατανομής των περιορισμένων οικονομικών πόρων, παρέλειψαν να συνεκτιμήσουν κρίσιμα στοιχεία που αφορούν, ειδικότερα, τους εργαζομένους με σοβαρή αναπηρία.

(βλ. σκέψεις 53, 75, 76, 79 και διατακτ.)