Υπόθεση C‑207/17

Rotho Blaas Srl

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli

(αίτηση του Commissione tributaria di primo grado di Bolzano
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή εμπορική πολιτική – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – Δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος έχει κριθεί ασυμβίβαστος προς τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου από το όργανο επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 18ης Οκτωβρίου 2018

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Ερώτημα ως προς το κύρος κανονισμού κατά του οποίου δεν ασκήθηκε προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ – Προσφυγή ασκηθείσα στο πλαίσιο της κύριας δίκης από εταιρία η οποία δεν είναι προφανές ότι δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό

    (Άρθρα 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ και 267, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ)

  2. Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – GATT του 1994 – Δεν χωρεί επίκληση των συμφωνιών ΠΟΕ προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης – Εξαιρέσεις – Πράξη της Ένωσης που αποσκοπεί στην εφαρμογή τους ή στην οποία παραπέμπουν ρητώς και συγκεκριμένα οι συμφωνίες αυτές – Δεν υφίσταται

    (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994, άρθρο VI· κανονισμός 91/2009 του Συμβουλίου· εκτελεστικός κανονισμός 924/2012 του Συμβουλίου· εκτελεστικός κανονισμός 2015/519 της Επιτροπής)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 28-41)

  2.  Όσον αφορά τις συμφωνίες ΠΟΕ, κατά πάγια νομολογία, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, οι συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C-149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 47, της 1ης Μαρτίου 2005, Van Parys, C-377/02, EU:C:2005:121, σκέψη 39, καθώς και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C-659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 85).

    Μόνο σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει ο ίδιος τη διακριτική ευχέρειά του κατά την εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, εφόσον απαιτείται, να ελέγξει τη νομιμότητα πράξεως της Ένωσης και των πράξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή της υπό το πρίσμα των συμφωνιών ΠΟΕ ή μιας αποφάσεως του ΟΕΔ με την οποία διαπιστώνεται η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψη 40).

    Πρόκειται, πρώτον, για την περίπτωση κατά την οποία βούληση της Ένωσης ήταν η εκπλήρωση μιας ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών και, δεύτερον, για την περίπτωση που η επίμαχη πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C-21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Επομένως, υπό το πρίσμα αυτών των κριτηρίων πρέπει να προσδιοριστεί, εν προκειμένω, αν το κύρος των επίδικων κανονισμών μπορεί να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 και της αποφάσεως του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011.

    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τον επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονισμό 91/2009, πρέπει να επισημανθεί ότι η πράξη αυτή δεν παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 ούτε από αυτή προκύπτει ότι, με τη θέσπιση του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο θέλησε να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής ή, γενικότερα, των Συμφωνιών ΠΟΕ.

    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τους εκτελεστικούς κανονισμούς 924/2012 και 2015/519, καίτοι οι κανονισμοί αυτοί αποτελούν σε κάποιο βαθμό έκφραση της βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να εφαρμόσει την απόφαση του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται ο έλεγχος νομιμότητας υπό το πρίσμα των κανόνων του ΠΟΕ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, για να γίνει δεκτό ότι, με την έκδοση των εν λόγω κανονισμών, η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ικανή να δικαιολογήσει εξαίρεση από την αδυναμία επικλήσεως των κανόνων του ΠΟΕ ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και να καταστήσει δυνατό τον εκ μέρους αυτού έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης με γνώμονα τους εν λόγω κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2005, Van Parys, C-377/02, EU:C:2005:121, σκέψεις 42 έως 48, καθώς και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψεις 93 έως 98).

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η νομιμότητα των επίδικων κανονισμών μπορεί να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 ή υπό το πρίσμα της αποφάσεως του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011.

    (βλ. σκέψεις 44, 47-50, 52, 56)