Υπόθεση C‑190/17

Lu Zheng

κατά

Ministerio de Economía y Competitividad

(αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Madrid για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Έλεγχοι ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή εξέρχονται από αυτή – Κανονισμός (ΕΚ) 1889/2005 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος μεταφέρει στις αποσκευές του σημαντικό ποσό ρευστών διαθεσίμων το οποίο δεν έχει δηλώσει – Υποχρέωση δηλώσεως του ποσού αυτού κατά την έξοδο από το ισπανικό έδαφος – Κυρώσεις – Αναλογικότητα»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 31ης Μαΐου 2018

  1. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και ελευθερία των πληρωμών–Έλεγχοι ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή εξέρχονται από αυτή–Κανονισμός 1889/2005–Υποχρέωση δηλώσεως–Έκταση–Δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν εθνικούς ελέγχους στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης–Επιτρέπεται

    (Άρθρο 65 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2 και 3 § 1)

  2. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων–Περιορισμοί–Υποχρέωση προς δήλωση σημαντικών ποσών ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται στο έδαφος ή εξέρχονται από το έδαφος κράτους μέλους–Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την επιβολή προστίμου το οποίο μπορεί να ανέλθει έως το διπλάσιο του μη δηλωθέντος ποσού σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής–Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας–Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 29, 31, 33, 34)

  2.  Τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως προς δήλωση σημαντικών ποσών ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται στο έδαφος ή εξέρχονται από το έδαφος του κράτους αυτού τιμωρείται με πρόστιμο το οποίο μπορεί να ανέλθει έως το διπλάσιο του μη δηλωθέντος ποσού.

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1889/2005, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των κυρώσεων που θεσπίζουν για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού υποχρέωση δηλώσεως, πρόστιμο επαπειλούμενο σε περίπτωση παραβάσεως της ως άνω υποχρεώσεως το ύψος του οποίου ανέρχεται στο 60 % του μη δηλωθέντος ποσού ρευστών διαθεσίμων, σε περίπτωση που το ποσό αυτό υπερβαίνει τα 50000 ευρώ, δεν έχει αναλογικό χαρακτήρα, συνεκτιμωμένης της φύσεως της οικείας παραβάσεως. Ειδικότερα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ένα τέτοιο πρόστιμο υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για τη διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την εν λόγω υποχρέωση και για την επίτευξη των σκοπών του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η κατά το ως άνω άρθρο 9 κύρωση σκοπεί στον κολασμό όχι τυχόν δολίων ή παράνομων δραστηριοτήτων αλλά αποκλειστικώς της παραβάσεως της συγκεκριμένης αυτής υποχρεώσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Chmielewski, C‑255/14, EU:C:2015:475, σκέψεις 29 έως 31).

    Εξάλλου, ακόμη και αν ένα τέτοιο πρόστιμο επιμετράται κατά συνεκτίμηση ορισμένων επιβαρυντικών περιστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, το γεγονός ότι το μέγιστο ποσό του προστίμου αυτού μπορεί να ανέλθει στο διπλάσιο του μη δηλωθέντος ποσού ρευστών διαθεσίμων και ότι εν πάση περιπτώσει, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το πρόστιμο μπορεί να καθοριστεί σε ύψος που αντιστοιχεί σχεδόν στο 100 % του ως άνω μη δηλωθέντος ποσού υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για τη διασφάλιση της συμμορφώσεως προς υποχρέωση δηλώσεως.

    (βλ. σκέψεις 43, 45, 46 και διατακτ.)