ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρες διαιτησίας – Συμφωνία Pocemon η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Υποχρέωση επιστροφής των καταβληθέντων ποσών – Ανταγωγή»

Στην υπόθεση C-172/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Απριλίου 2017,

ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Παλιού, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal και την Α. Κυρατσού,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Levits, πρόεδρο τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια) και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιανουαρίου 2017, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑768/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:28), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέρριψε την αγωγή της με αίτημα να αναγνωριστεί ότι οι δαπάνες που είχε δηλώσει για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «Πλατφόρμα παρακολούθησης και διάγνωσης για τα αυτοάνοσα νοσήματα» (στο εξής: έργο Pocemon), το οποίο χρηματοδοτήθηκε δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 216088 (στο εξής: συμφωνία Pocemon), αντιστοιχούσαν σε επιλέξιμες δαπάνες και, αφετέρου, δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αίτημα την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/1929 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 286, σ. 1), το οποίο επιγράφεται «Βεβαίωση απαίτησης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Βεβαίωση μιας απαίτησης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης:

α)      επαληθεύει την ύπαρξη οφειλής·

β)      προσδιορίζει ή επαληθεύει την ύπαρξη και το ποσό της οφειλής·

γ)      επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή.

2.      Οι ίδιοι πόροι που αποδίδονται στην Επιτροπή, καθώς και κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, βεβαιώνονται με ένταλμα είσπραξης στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.

3.      Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται.

4.      Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τη βεβαίωση των απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας και των δικαιολογητικών εγγράφων, και για τους τόκους υπερημερίας.»

3        Το άρθρο 81 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1), το οποίο επιγράφεται «Βεβαίωση απαιτήσεων», ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για:

α)      τον βέβαιο χαρακτήρα της απαίτησης, δηλαδή ότι δεν συνοδεύεται από όρους·

β)      τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαίτησης, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια·

γ)      τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαίτησης, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία·

δ)      την ακρίβεια του προσδιορισμού του οφειλέτη·

ε)      την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό των προς είσπραξη ποσών·

στ)      την κανονικότητα των δικαιολογητικών εγγράφων· και

ζ)      τη συμμόρφωση προς την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.»

4        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 391, σ. 1), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1), η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2007, με την PCS Professional Clinical Software GmbH, υπό την ιδιότητά της ως συντονιστή της κοινοπραξίας στην οποία μετείχε η αναιρεσείουσα, τη συμφωνία Pocemon.

5        Η ως άνω συμφωνία περιλαμβάνει, εκτός από την κύρια σύμβαση χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια σύμβαση), έξι παραρτήματα που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, μεταξύ των οποίων το παράρτημα Ι, που περιέχει περιγραφή των προς εκτέλεση εργασιών, και το παράρτημα II, το οποίο αφορά τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι).

6        Το σημείο II.14 των γενικών όρων, το οποίο αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες, έχει ως εξής:

«1.      Προκειμένου να θεωρηθούν επιλέξιμες, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εκτέλεση του έργου θα πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές·

b)      πρέπει να πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο·

c)      πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του έργου, εξαιρουμένων των δαπανών για τις τελικές εκθέσεις και τις εκθέσεις που αντιστοιχούν στην τελευταία περίοδο, καθώς και για τα πιστοποιητικά οικονομικών καταστάσεων, όταν ζητούνται κατά την τελευταία περίοδο, και τις τελικές επανεξετάσεις, αν απαιτείται, δαπάνες οι οποίες μπορούν να έχουν πραγματοποιηθεί εντός το πολύ εξήντα ημερών μετά τη λήξη του έργου ή την ημερομηνία καταγγελίας της συμφωνίας, αναλόγως του ποια από τις δύο είναι προγενέστερη·

d)      πρέπει να καθορίζονται βάσει των συνήθων λογιστικών και διαχειριστικών αρχών και πρακτικών του δικαιούχου. Στις λογιστικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την εγγραφή των δαπανών και των εσόδων τηρούνται οι λογιστικοί κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο δικαιούχος. Οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου του δικαιούχου πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση συμφωνία των δαπανών και εσόδων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά·

e)      πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του έργου και των αναμενόμενων από αυτό αποτελεσμάτων, κατά τρόπο που να συνάδει με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας·

f)      πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς του δικαιούχου· σε περίπτωση συνεισφοράς τρίτων, πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς των τρίτων·

g)      πρέπει να αναφέρονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό του παραρτήματος Ι.

[...]»

7        Το σημείο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων έχει ως εξής:

«Στην περίπτωση που, μετά την καταγγελία ή την ολοκλήρωση συμφωνίας επιχορήγησης βάσει του [εβδόμου προγράμματος-πλαισίου] πρέπει να ανακτηθεί ποσό το οποίο οφείλει στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση ένας δικαιούχος, η Επιτροπή ζητά, μέσω εντάλματος ανάκτησης που εκδίδεται στο όνομα του οικείου δικαιούχου, την επιστροφή του οφειλόμενου ποσού. [...]»

8        Η παράγραφος 6 του σημείου II.22 των γενικών όρων, το οποίο επιγράφεται «Οικονομικοί και άλλοι έλεγχοι», έχει ως εξής:

«Βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ενταλμάτων ανάκτησης σχετικά με το σύνολο ή μέρος των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει και της επιβολής τυχόν εφαρμοστέων κυρώσεων.»

9        Κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της κύριας συμβάσεως, η συμφωνία Pocemon διεπόταν, προεχόντως, από τους όρους της εν λόγω συμβάσεως, από τις σχετικές με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο πράξεις της Κοινότητας και της Ένωσης, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), καθώς και από άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο.

10      Το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της κύριας συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο και, κατ’ αναίρεση, στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ένωσης και, αφετέρου, των δικαιούχων των επιχορηγήσεων, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της εν λόγω συμφωνίας.

 Το βελγικό δίκαιο

11      Κατά το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα, οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη.

12      Το άρθρο 1156 του ως άνω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Στις συμβάσεις πρέπει να αναζητείται ποια ήταν η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων.»

13      Το άρθρο 1315 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«Όποιος απαιτεί την εκπλήρωση της ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της. Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

14      Η αναιρεσείουσα είναι ελληνική εταιρία, η οποία έχει μετάσχει στην εκτέλεση πολλών έργων χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα ή την Ένωση.

15      Κατόπιν οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή ζήτησε από την αναιρεσείουσα την επιστροφή σημαντικού μέρους των εισπραχθέντων από αυτήν ποσών, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.21, παράγραφοι 1 και 2, και του σημείου II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων.

 Η αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16      Η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, με αγωγή την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και της ρήτρας διαιτησίας που περιείχε η συμφωνία Pocemon, πρώτον, να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν για την εκτέλεση του έργου Pocemon αντιστοιχούν σε επιλέξιμες δαπάνες και, δεύτερον, να απορρίψει ως αβάσιμη την ανταγωγή της Επιτροπής.

17      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας και δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

18      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει επί της ουσίας και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα από αυτήν αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν είχε ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της να αποδείξει ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως αντικατόπτριζαν τις πραγματικές ώρες απασχολήσεως στο έργο Pocemon, δεδομένου ότι κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση δεν μπορούσε να κλονίσει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου.

21      Ως προς το σημείο αυτό, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ιδίως ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε παντελώς και παρέλειψε να κρίνει επί του «γενικού αρχείου απουσιών» του προσωπικού της, το οποίο η ίδια είχε επισυνάψει στο υπόμνημα απαντήσεως και είχε επίσης παραδώσει στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια του εν λόγω οικονομικού ελέγχου.

22      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και, επιπλέον, αλυσιτελής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από τα έγγραφα της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, να εκτιμήσει τα περιστατικά αυτά. Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, επί του νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών και επί των εννόμων συνεπειών τις οποίες συνήγαγε εντεύθεν το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Επομένως, η εκτίμηση αυτή, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, C‑472/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:885, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο αναιρεσείων οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση αυτή. Εξάλλου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 99, καθώς και της 23ης Νοεμβρίου 2017, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, C‑472/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:885, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το εφαρμοζόμενο από την αναιρεσείουσα σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως παρατίθεται, όσον αφορά την αξιοπιστία του συστήματος αυτού, ιδίως στις σκέψεις 77 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες πρέπει να εξετασθούν ως σύνολο.

26      Ως εκ τούτου, η σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα παρέβη οικονομική υποχρέωση την οποία προβλέπει η συμφωνία Pocemon, καθόσον δεν ήταν σε θέση να παράσχει, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως για να δικαιολογήσει τις δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού, και ότι η μη τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως αποτελεί επαρκή λόγο για την απόρριψη του συνόλου των δαπανών αυτών, δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεως.

27      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «[…] το εφαρμοζόμενο από την [αναιρεσείουσα] σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού δεν παρείχε τη βεβαιότητα ότι καταλογίζονταν στο έργο Pocemon μόνον οι δαπάνες για ώρες πραγματικής απασχολήσεως στο πλαίσιο της εκτελέσεως του εν λόγω έργου οι οποίες πραγματοποιούνταν από πρόσωπα που εκτελούσαν απευθείας τις συγκεκριμένες εργασίες, όπως επιτάσσει το σημείο II.15, παράγραφος 1, των γενικών όρων, ούτε ότι, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι δηλωθείσες στην Επιτροπή δαπάνες στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Pocemon πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπει το σημείο II.14, παράγραφος 1, στοιχεία a έως c, των εν λόγω όρων».

28      Επιπλέον, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «[υ]πενθυμίζεται συναφώς ότι η [αναιρεσείουσα], μολονότι όφειλε να αποδείξει ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως που παρέδωσε στους ελεγκτές αντικατόπτριζαν τις πραγματικές ώρες απασχολήσεως στα έργα των ατόμων που είχαν εκτελέσει τις συγκεκριμένες εργασίες, δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της αυτή, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να κλονίσει τα πορίσματα του ελέγχου».

29      Ως εκ τούτου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλε αξιόπιστα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως τα οποία να παρέχουν τη βεβαιότητα ότι οι δαπάνες των οποίων την επιστροφή ζητούσε ήταν πραγματικές και επιλέξιμες. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε ότι το εφαρμοζόμενο από την αναιρεσείουσα σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως δεν ήταν σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο II.14, παράγραφος 1, στοιχείο d, της συμφωνίας Pocemon, ότι ήταν ανεπαρκές και ότι δεν καθιστούσε δυνατό να εξακριβωθεί αν οι δηλωθείσες ώρες εργασίας αντιστοιχούσαν στις δαπάνες στις οποίες η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι είχε υποβληθεί. Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συμπέρανε ότι, στο πλαίσιο του έργου Pocemon, όλες οι δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού είχαν απορριφθεί ως μη επιλέξιμες και μη αποδοτέες.

30      Αξιολογώντας, ιδίως στις σκέψεις 77 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία είχαν στηριχθεί οι διαπιστώσεις του οικονομικού ελέγχου, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεν υποχρεούται εξάλλου να αναφερθεί χωριστά σε κάθε αποδεικτικό στοιχείο, εκτίμησε ότι το γενικό αρχείο απουσιών αποτελεί απλώς ένα μόνον από τα πλείονα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της αξιοπιστίας του συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως και δεν θεώρησε ότι η σημασία του αποδεικτικού αυτού στοιχείου ήταν τέτοια ώστε να μεταβάλει τα συμπεράσματα που συνάγονται από την έκθεση του οικονομικού ελέγχου.

31      Διαπιστώνεται επίσης ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο το αποδεικτικό στοιχείο «γενικό αρχείο απουσιών» θα μπορούσε να κλονίσει τα γενικά συμπεράσματα όσον αφορά την έλλειψη αξιοπιστίας των υποβληθέντων φύλλων καταγραφής και δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει προδήλως ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα από αυτήν αποδεικτικά στοιχεία.

32      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του. Πλην όμως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, υπό την επιφύλαξη της υποχρεώσεως τηρήσεως των γενικών αρχών και των δικονομικών κανόνων περί του βάρους και της διεξαγωγής των αποδείξεων και της υποχρεώσεως μη παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί, ιδίως όταν κρίνει ότι τα στοιχεία αυτά δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ή είναι απρόσφορα για την επίλυση της διαφοράς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑237/98 P, EU:C:2000:321, σκέψεις 50 και 51).

33      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παρέχει αιτιολογία που να καλύπτει αναλυτικώς και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, C-7/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:407, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, το σκεπτικό που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 77 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, αφ’ εαυτού, σαφές, κατανοητό και ικανό να αιτιολογήσει επαρκώς το συμπέρασμα προς στήριξη του οποίου αναπτύχθηκε.

35      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο και διαδικαστικές πλημμέλειες όσον αφορά το αντικείμενο της αποδείξεως και το βάρος αποδείξεως ως προς την αγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 67 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της αγωγής, πάσχουν, αφενός, διαδικαστική πλημμέλεια καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει επί των επιχειρημάτων της σε σχέση με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων και την ανταπόδειξη και, αφετέρου, πλάνη περί το δίκαιο ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως.

37      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απάλλαξε την Επιτροπή από το βάρος αποδείξεως του ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα δεν ήταν κατάλληλα ή δεν ήταν επαρκή, κρίνοντας ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου που κατάρτισε η Επιτροπή αρκούσε αφ’ εαυτής για να αποδειχθεί ότι οι δαπάνες της αναιρεσείουσας ήταν μη επιλέξιμες. Συνεπώς, κατά την αναιρεσείουσα, η επιλεξιμότητα των δαπανών της απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επειδή η ίδια δεν «κλόνισε» την ως άνω έκθεση οικονομικού ελέγχου.

38      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39      Όσον αφορά τη φερόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με το αντικείμενο της αποδείξεως και την ανταπόδειξη ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών της, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, εξέθεσε, στις σκέψεις 67 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη της επιλεξιμότητας των δαπανών της δεν συνιστούσαν αποδείξεις του υποστατού των δηλωθεισών δαπανών. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, αλλά τα έκρινε αβάσιμα για τους νομικούς και πραγματικούς λόγους που εκτίθενται στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

40      Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως, από τα σημεία των γενικών όρων στα οποία γίνεται αναφορά στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι οι δαπάνες που δήλωσε η αναιρεσείουσα μπορούν να της επιστραφούν μόνον εφόσον αυτή αποδείξει ότι είναι πραγματικές, ότι συνδέονται με την επίμαχη συμφωνία επιχορηγήσεως και ότι πληρούνται τα λοιπά κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπει η συμφωνία αυτή.

41      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 67 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της από τους γενικούς όρους ιδίως επειδή δεν εφάρμοζε αρκούντως αξιόπιστο σύστημα καταγραφής των δαπανών προσωπικού και δεν παρέσχε πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές.

42      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το βάρος αποδείξεως ως προς την ανταγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 146 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε το εφαρμοστέο δίκαιο και την ισχύουσα ενωσιακή νομολογία σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως ως προς την ανταγωγή.

44      Κατά την αναιρεσείουσα, εφόσον η Επιτροπή προέβαλε αυτοτελή αξίωση με την ανταγωγή, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εάν αυτή είχε αποδείξει τους ισχυρισμούς που προέβαλε με την ανταγωγή, σύμφωνα με τους οποίους οι δαπάνες ήταν μη επιλέξιμες, κάτι που δεν έπραξε.

45      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και αλυσιτελής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46      Επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν λαμβάνουν υπόψη τη στενή σχέση μεταξύ της αγωγής της και της ανταγωγής της Επιτροπής.

47      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τα τεκμηριώνουν, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως προς στήριξη της ανταγωγής.

48      Δεδομένου ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, εναπέκειτο στην αναιρεσείουσα να τους αντικρούσει. Αφού το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα δεν το έπραξε, ορθώς δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής.

49      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ουσιώδης διαδικαστική πλημμέλεια σε σχέση με το βέβαιο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό της απαιτήσεως της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επικαλείται ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια σε σχέση με το βέβαιο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό της απαιτήσεως της Επιτροπής, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε, στις σκέψεις 154 έως 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την κρίση του ότι η απαίτηση της Επιτροπής πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

51      Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι μια απαίτηση της οποίας η ύπαρξη και το ακριβές ποσό αμφισβητούνται από τον οφειλέτη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να καταστεί βεβαία μόνον αφού γίνει αμετάκλητη η σχετική κρίση του δικαστηρίου αυτού. Κατά συνέπεια, η κρίση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Εντούτοις, κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως περιέχει συνεκτική και νομικά τεκμηριωμένη αιτιολογία σε σχέση με το βέβαιο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό της απαιτήσεως της Επιτροπής.

52      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 78, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ότι κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή βεβαιώνεται με ένταλμα εισπράξεως στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει ότι βεβαίωση μιας απαιτήσεως είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης επαληθεύει την ύπαρξη οφειλής, προσδιορίζει ή επαληθεύει την πραγματική υπόσταση και το ποσό της οφειλής, και επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή.

54      Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 81, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 διευκρινίζει ότι ο όρος «βεβαία» σημαίνει ότι η απαίτηση δεν πρέπει να συνοδεύεται από όρους, ότι με τον όρο «εκκαθαρισμένη» νοείται απαίτηση το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια και ότι το «απαιτητό» σημαίνει ότι η απαίτηση δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία.

55      Συνεπώς, η αναιρεσείουσα παρερμηνεύει το περιεχόμενο των όρων «βεβαία», «εκκαθαρισμένη» και «απαιτητή», εφόσον τους προσδίδει την έννοια ότι η απαίτηση ή το ποσό της δεν πρέπει να αμφισβητούνται δικαστικώς από τον αντισυμβαλλόμενο. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη κατά το μέτρο που συνεπάγεται ότι η Επιτροπή αδυνατεί να κινήσει τη διαδικασία εισπράξεως ορισμένης οφειλής εάν αυτή αμφισβητείται δικαστικώς.

56      Τούτο επιρρωννύεται ιδίως από το ότι ο συμψηφισμός βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν αποκλείεται όταν αμφισβητείται μία από τις οφειλές ή όταν διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οφειλέτη όσον αφορά τις οφειλές αυτές. Στην αντίθετη περίπτωση, ο οφειλέτης θα μπορούσε να καθυστερεί επ’ αόριστον την εξόφληση του χρέους του. Ως εκ τούτου και κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η έκδοση χρεωστικού σημειώματος, η οποία προηγείται του συμψηφισμού, στην περίπτωση αμφισβητήσεως της οφειλής από τον οφειλέτη.

57      Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

58      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

60      Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

Levits

Berger

Biltgen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του δέκατου τμήματος

A. Calot Escobar

 

E. Levits


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.