Υπόθεση C‑56/17
Bahtiyar Fathi
κατά
Predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite
(αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Άρθρο 3 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποβαλλόμενης εντός ενός από τα κράτη μέλη από υπήκοο τρίτης χώρας – Εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας χωρίς έκδοση ρητής αποφάσεως περί προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση κράτους μέλους – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρα 9 και 10 – Λόγοι διώξεως αναγόμενοι στη θρησκεία – Απόδειξη – Ιρανική νομοθεσία περί αποστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46, παράγραφος 3 – Αποτελεσματική προσφυγή»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Κανονισμός 604/2013 – Εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας παρά την έλλειψη ρητής αποφάσεως περί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αυτή – Επιτρέπεται
(Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο δʹ, και 3 § 1)
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32 – Προσφυγή κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής – Υποχρέωση εξετάσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων – Περιεχόμενο – Υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως της τηρήσεως των κριτηρίων και των μηχανισμών προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως κράτους μέλους – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 46 § 3)
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα – Κίνδυνος διώξεως – Λόγοι διώξεως αναγόμενοι στη θρησκεία – Έννοια της θρησκείας
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 10· οδηγία 2011/95 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1, στοιχείο βʹ)
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα – Κίνδυνος διώξεως – Λόγοι διώξεως αναγόμενοι στη θρησκεία – Εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων – Στοιχεία που πρέπει να προσκομίζει ο αιτών – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιες αρχές
(Οδηγία 2011/115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 10 § 1, στοιχείο βʹ)
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα – Κίνδυνος διώξεως – Έννοια της πράξεως διώξεως – Ποινή θανάτου ή φυλακίσεως επιβαλλόμενη για πράξεις αντίθετες προς την επίσημη θρησκεία της χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία – Περιλαμβάνεται – Προϋπόθεση – Πραγματικός κίνδυνος επιβολής μια τέτοιας κυρώσεως
(Οδηγία 2011/95 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 §§ 1 και 2)
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, έχει την έννοια ότι, σε καταστάσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν εμποδίζει τις αρχές κράτους μέλους να προβαίνουν στην επί της ουσίας εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, όταν δεν υφίσταται καμία ρητή απόφαση των αρχών αυτών διαπιστώνουσα, βάσει των προβλεπόμενων από τον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων, ότι υπεύθυνο για μια τέτοια εξέταση είναι το κράτος μέλος αυτό.
(βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1)
Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, έχει την έννοια ότι, σε καταστάσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, προκειμένου περί προσφυγής που ασκείται από αιτούντα διεθνή προστασία κατά αποφάσεως με την οποία κρίνεται αβάσιμη η εκ μέρους του αίτηση διεθνούς προστασίας, το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν εφαρμόστηκαν ορθώς τα κριτήρια και οι μηχανισμοί προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως κράτους μέλους κατά τον κανονισμό 604/2013.
Ασφαλώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 54 της οδηγίας 2013/32 η οδηγία αυτή πρέπει να ισχύει για τους αιτούντες στους οποίους εφαρμόζεται ο κανονισμός Δουβλίνο III, επιπλέον και υπό την επιφύλαξη του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, από αιτούντα διεθνή προστασία κατά αποφάσεως με την οποία κρίνεται αβάσιμη η αίτησή του διεθνούς προστασίας, το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει να εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως την ορθή εφαρμογή των κριτηρίων και των μηχανισμών του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας κράτους μέλους, όπως προβλέπονται από τον κανονισμό Δουβλίνο III.
Πράγματι, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 53 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αυτή δεν προορίζεται να έχει εφαρμογή στις μεταξύ κρατών μελών διαδικασίες που διέπονται από τον κανονισμό Δουβλίνο III.
Αφετέρου, το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III ορίζει ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού αυτού, η «εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας» καλύπτει «το σύνολο των εξεταστικών μέτρων, αποφάσεων ή δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται για μια αίτηση διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία [2013/32] και την οδηγία [2011/95], εξαιρουμένων των διαδικασιών προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους σύμφωνα με τον [εν λόγω] κανονισμό».
(βλ. σκέψεις 67-70, 72, διατακτ. 2)
Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, «[κ]ατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: [...] η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις».
Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/83, ότι η διάταξη αυτή ορίζει ευρέως την έννοια της «θρησκείας», περιλαμβάνοντας το σύνολο των συνιστωσών της, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικές, συλλογικές ή ατομικές (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 63).
Συναφώς, από το γράμμα της διατάξεως αυτής και, μεταξύ άλλων, από τη χρησιμοποίηση του όρου «ιδίως» προκύπτει σαφώς ότι ο βάσει της διατάξεως αυτής προσδιορισμός της έννοιας της «θρησκείας» περιέχει μόνον έναν μη εξαντλητικό κατάλογο των στοιχείων που μπορούν να χαρακτηρίζουν την εν λόγω έννοια στο πλαίσιο αιτήσεως διεθνούς προστασίας στηριζόμενης στον φόβο διώξεως λόγω θρησκείας.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον ως άνω προσδιορισμό, η έννοια «θρησκεία» καλύπτει, αφενός, την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, γεγονός το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα των χρησιμοποιούμενων όρων, τονίζει ότι αφορά τόσο τις παραδοσιακές «θρησκείες» όσο και τις λοιπές πεποιθήσεις, και, αφετέρου, τη συμμετοχή, κατά μόνας ή από κοινού, ή τη μη συμμετοχή, σε τυπική λατρεία, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι η μη ένταξη σε μια θρησκευτική κοινότητα δεν μπορεί να αποτελεί αυτή καθαυτήν κρίσιμο στοιχείο κατά την εκτίμηση της έννοιας αυτής.
Όσον αφορά, εξάλλου, την έννοια της «θρησκείας» περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), που πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95, κατά την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, το Δικαστήριο υπογράμμισε την ευρεία ερμηνεία της έννοιας αυτής, που είναι ικανή να καλύψει τόσο το forum internum, ήτοι το γεγονός ότι κάποιο άτομο έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις, όσο και το forum externum, ήτοι τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως, καθόσον η θρησκεία μπορεί να εκδηλώνεται με τη μία ή την άλλη μορφή (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ., C‑426/16, EU:C:2018:335, σκέψη 44, καθώς και της 10ης Ιουλίου 2018, Jehovan todistajat, C‑25/17, EU:C:2018:551, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
(βλ. σκέψεις 77-81)
Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχει την έννοια ότι ο αιτών διεθνή προστασία ο οποίος προβάλλει, προς στήριξη της αιτήσεώς του, κίνδυνο διώξεως για λόγους αναγόμενους στη θρησκεία, για να θεμελιώσει τη δήλωσή του σχετικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, δεν πρέπει να προσκομίσει δηλώσεις ή έγγραφα σχετικά με όλα τα στοιχεία της έννοιας της «θρησκείας», περί της οποίας γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή. Εναπόκειται ωστόσο στον αιτούντα να θεμελιώσει με αξιόπιστο τρόπο τα εν λόγω επιχειρήματα, προσκομίζοντας στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να βεβαιωθεί αν αληθεύουν τα λεγόμενά του.
Πράγματι, και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 43 και 44 των προτάσεών του, οι πράξεις στις οποίες υπάρχει κίνδυνος να προβούν σε βάρος του αιτούντος οι αρχές της χώρας καταγωγής του σε περίπτωση επιστροφής του για λόγους που συνδέονται με τη θρησκεία πρέπει να εκτιμώνται σε συνάρτηση με τη βαρύτητά τους. Επομένως, με βάση το κριτήριο αυτό, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δίωξη» χωρίς να απαιτείται να θίγουν κάθε ένα από τα στοιχεία της έννοιας της θρησκείας.
Πρέπει ωστόσο ο αιτών να στηρίξει δεόντως τα επιχειρήματά του σχετικά με την προβαλλόμενη θρησκευτική μεταστροφή του, καθόσον μόνον οι δηλώσεις περί θρησκευτικών πεποιθήσεων ή περί εντάξεως σε μια θρησκευτική κοινότητα συνιστούν απλώς το σημείο αφετηρίας της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 διαδικασίας εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 49, καθώς και της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 28).
Στο πλαίσιο της εξετάσεως που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας, οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος διεθνούς προστασίας δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές λαμβάνονται υπόψη μόνον αν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ έως εʹ, της ίδιας οδηγίας. Οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το ότι οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του, καθώς και το ότι η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 33). Ενδεχομένως, η αρμόδια αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εξηγήσεις που παρέχονται σχετικά με την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και τη γενική αξιοπιστία του αιτούντος (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών του, στο πλαίσιο αιτήσεων διεθνούς προστασίας που στηρίζονται στον φόβο διώξεως για λόγους θρησκείας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, επιπλέον της ατομικής ιδιότητας και της προσωπικής καταστάσεως του αιτούντος, ιδίως οι πεποιθήσεις του όσον αφορά τη θρησκεία και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές διαμορφώθηκαν, ο τρόπος με τον οποίο αυτός τις εννοεί και εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή την έλλειψη θρησκευτικών πεποιθήσεων, η σχέση με τις θεωρητικές ή λατρευτικές πτυχές ή τους κανόνες της θρησκείας την οποία δηλώνει ότι ασπάζεται ή την οποία επιθυμεί να εγκαταλείψει, τον ενδεχόμενο ρόλο του στη μετάδοση της πίστεώς του ή ακόμη η συνδρομή θρησκευτικών παραγόντων και παραγόντων συνδεόμενων με την ταυτότητα του ατόμου, την εθνική καταγωγή ή το φύλο του.
(βλ. σκέψεις 83, 84, 86-88, 90, διατακτ. 3)
Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση, επί ποινή εκτελέσεως ή φυλακίσεως, πράξεων κατά της θρησκείας του κράτους καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία μπορεί να συνιστά «πράξη δίωξης», κατά το άρθρο αυτό, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι, σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω απαγορεύσεως, επιβάλλονται όντως στην πράξη τέτοιες ποινές από τις αρχές της χώρας αυτής, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι για να θεμελιώνεται ύπαρξη «σοβαρής προσβολής» της θρησκευτικής ελευθερίας η οποία να θίγει ουσιαστικά τον ενδιαφερόμενο απαιτείται να μπορούν να θεωρηθούν οι σχετικές πράξεις ως δίωξη (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 59). Η εν λόγω απαίτηση ικανοποιείται όταν ο αιτών διεθνή προστασία διατρέχει, λόγω της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής στη χώρα καταγωγής του, πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή να του επιβληθούν απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας «φορείς διώξεως» (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 67).
Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι μια νομοθετική ρύθμιση, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης νόμος περί αποστασίας, προβλέπει ως κύρωση θανατική ποινή ή ποινή φυλακίσεως μπορεί από μόνο του να αποτελεί «πράξη δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, αρκεί η κύρωση αυτή να επιβάλλεται όντως εντός της χώρας καταγωγής η οποία έχει θεσπίσει μια τέτοια ρύθμιση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 56). Πράγματι, τέτοιες ποινές συνιστούν κύρωση δυσανάλογη ή μεροληπτική κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 57).
Το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο σχετικά με το κατά πόσον, στη χώρα καταγωγής, η ως άνω απαγόρευση, με τις σχετικές ποινές για την περίπτωση παραβάσεώς της, θεωρείται αναγκαία προς διασφάλιση της δημόσιας τάξεως ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Κατά την εξέταση αιτήσεως περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα, η αρμόδια αρχή πρέπει να προσδιορίσει αν υφίσταται βάσιμος φόβος διώξεως κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95, χωρίς να έχει σημασία αν το μέτρο της χώρας καταγωγής από την οποία προέρχεται ο κίνδυνος διώξεως υπαγορεύεται ή δεν υπαγορεύεται από λόγους δημοσίας τάξεως ή προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών στη χώρα αυτή.
(βλ. σκέψεις 94-97, 99, 101, διατακτ. 4)