Υπόθεση C-34/17

Eamonn Donnellan

κατά

The Revenue Commissioners

[αίτηση του High Court (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων – Οδηγία 2010/24/ΕΕ – Άρθρο 14 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δυνατότητα της προς ην η αίτηση αρχής να αρνηθεί την παροχή συνδρομής για την είσπραξη με την αιτιολογία ότι η απαίτηση δεν έχει κοινοποιηθεί δεόντως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 26ης Απριλίου 2018

  1. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων–Αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης–Περιεχόμενο–Περιορισμοί–Συσταλτική ερμηνεία

    (Οδηγία 2010/24 του Συμβουλίου)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων–Μέτρα είσπραξης ή ασφαλιστικά μέτρα–Διαφορές–Εξουσία της προς ην η αίτηση αρχής–Εξουσία να αρνηθεί την παροχή συνδρομής για την είσπραξη–Προϋποθέσεις

    (Οδηγία 2010/24 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 2· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων–Μέτρα είσπραξης ή ασφαλιστικά μέτρα–Διαφορές–Αίτηση για την είσπραξη απαίτησης σχετικής με χρηματική ποινή επιβληθείσα εντός άλλου κράτους μέλους–Άρνηση της προς ην η αίτηση αρχής να εκτελέσει την αίτηση λόγω μη ορθής κοινοποίησης της απαίτησης–Επιτρέπεται

    (Οδηγία 2010/24 του Συμβουλίου, άρθρο 14 §§ 1 και 2· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

  1.  Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει, στο δίκαιο της Ένωσης, θεμελιώδη σημασία, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Η αρχή αυτή επιβάλλει, προκειμένου ιδίως για τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σε καθένα από τα κράτη μέλη να αποδέχονται ως δεδομένο, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό θεμελιώδη δικαιώματα [γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 191 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

    Η οδηγία 2010/24, η οποία εμπίπτει μεν στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, αλλά όχι στο πεδίο εφαρμογής του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στηρίζεται επίσης στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που υπενθυμίζεται ανωτέρω. Πράγματι, η εφαρμογή του συστήματος αμοιβαίας συνδρομής που θεσπίζει η οδηγία αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη τέτοιας εμπιστοσύνης μεταξύ των οικείων εθνικών αρχών.

    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, οι περιορισμοί της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž, C-60/12, EU:C:2013:733, σκέψη 29, της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C-681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 41, της 25ης Μαΐου 2016, Meroni, C-559/14, EU:C:2016:349, σκέψη 38, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski, C-367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 48).

    (βλ. σκέψεις 40, 41, 50)

  2.  Η οδηγία 2010/24 όχι μόνο δεν παρέχει στις αρχές του προς ό η αίτηση κράτους μέλους την εξουσία να ελέγχουν τις πράξεις του αιτούντος κράτους μέλους, αλλά περιορίζει ρητώς, με το άρθρο 14, παράγραφος 2, την εξουσία ελέγχου των εν λόγω αρχών στις πράξεις του προς ό η αίτηση κράτους μέλους.

    Μολονότι, βεβαίως, οι πράξεις που εκδίδουν τα κράτη μέλη δυνάμει του συστήματος αμοιβαίας συνδρομής το οποίο καθιερώνει η οδηγία 2010/24 πρέπει να συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, στα οποία συγκαταλέγεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, εντούτοις, ουδόλως συνάγεται ότι οι πράξεις του αιτούντος κράτους μέλους θα πρέπει να μπορούν να προσβληθούν τόσο ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους όσο και ενώπιον εκείνων του προς ό η αίτηση κράτους μέλους. Αντιθέτως, στο μέτρο που το καθεστώς αυτό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθιστά δυνατή την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τον προσδιορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο να επιλαμβάνεται των διαφορών και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αποτροπή του forum shopping (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C-493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 79).

    Επομένως, η προσφυγή που ασκεί ο ενδιαφερόμενος στο προς ό η αίτηση κράτος μέλος με αίτημα να απορριφθεί η αίτηση πληρωμής που του απηύθυνε η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους προς είσπραξη απαίτησης γεννηθείσας στο αιτούν κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απαίτησης.

    Αντιθέτως, όπως έχει ήδη τονίσει το Δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα της προς ην η αίτηση αρχής να αποφασίσει, κατ’ εξαίρεση, να μην παράσχει τη συνδρομή της στην αιτούσα αρχή. Η εν λόγω αρχή μπορεί, λόγου χάρη, να αρνηθεί την εκτέλεση της αίτησης είσπραξης της απαίτησης εάν διαπιστωθεί ότι η εκτέλεση θα μπορούσε να διαταράξει τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται η προς ην η αίτηση αρχή (βλ. όσον αφορά το άρθρο 12 της οδηγίας 76/308, στο οποίο αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν το άρθρο 14 της οδηγίας 2010/24, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, Kyrian, C-233/08, EU:C:2010:11, σκέψη 42).

    Ωστόσο, απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τα όρια εντός των οποίων οι αρχές κράτους μέλους μπορούν να αρνούνται, προσφεύγοντας σε έννοιες του εθνικού τους δικαίου όπως είναι οι σχετικές με τη δημόσια τάξη, να παράσχουν τη συνδρομή τους σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο συστήματος συνεργασίας θεσπιζόμενου από τον νομοθέτη της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης, C-420/07, EU:C:2009:271, σκέψεις 56 και 57, καθώς και της 25ης Μαΐου 2016, Meroni, C-559/14, EU:C:2016:349, σκέψεις 39 και 40).

    (βλ. σκέψεις 44-47, 49)

  3.  Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα των αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν την εκτέλεση αίτησης είσπραξης όσον αφορά απαίτηση σχετική με χρηματική κύρωση επιβληθείσα σε άλλο κράτος μέλος, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη, με το αιτιολογικό ότι η απόφαση περί επιβολής της κύρωσης αυτής δεν κοινοποιήθηκε δεόντως στον ενδιαφερόμενο προτού υποβληθεί η αίτηση είσπραξης στην εν λόγω αρχή, κατ’ εφαρμογή της ως άνω οδηγίας.

    Όπως όμως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 70 των προτάσεών του, μια κατάσταση κατά την οποία η αιτούσα αρχή ζητεί την είσπραξη απαίτησης βασιζόμενης σε απόφαση μη κοινοποιηθείσα στον ενδιαφερόμενο δεν πληροί την προϋπόθεση που διέπει τις αιτήσεις είσπραξης και η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/24. Πράγματι, δεδομένου ότι, κατά την ανωτέρω διάταξη, αίτηση είσπραξης υπό την έννοια της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να υποβληθεί εάν και εφόσον η απαίτηση και/ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της στο αιτούν κράτος μέλος αμφισβητείται στο κράτος μέλος αυτό, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί ούτε και στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν ενημερώθηκε για την ίδια την ύπαρξη αυτής της απαίτησης, καθόσον η ενημέρωση αυτή συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να καταστεί δυνατή η αμφισβήτησή της.

    Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το άρθρο 47 του Χάρτη και από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών πράξεων. Από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, προκειμένου να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 47, πρέπει να εξασφαλίζεται όχι μόνον ότι ο παραλήπτης πράξης όντως λαμβάνει την επίμαχη πράξη, αλλά και ότι αυτός είναι σε θέση να πληροφορηθεί και να κατανοήσει αποτελεσματικά και πλήρως τη σημασία και το περιεχόμενο της διαδικασίας που έχει κινηθεί σε βάρος του στην αλλοδαπή, ώστε να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τα δικαιώματά του στο κράτος μέλος προέλευσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Alpha Bank Cyprus, C-519/13, EU:C:2015:603, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι εκτιμήσεις αυτές ασκούν επιρροή και στο πλαίσιο της οδηγίας 2010/24. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια εξαιρετική περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία αρχή κράτους μέλους ζητεί από αρχή άλλου κράτους μέλους να εισπράξει απαίτηση σχετική με χρηματική κύρωση, της οποίας ο ενδιαφερόμενος δεν έλαβε γνώση, μπορεί βασίμως να οδηγήσει την τελευταία αυτή αρχή να αρνηθεί την παροχή συνδρομής για την είσπραξη. Η συνδρομή που προβλέπεται στην οδηγία 2010/24 χαρακτηρίζεται ως «αμοιβαία», όπως προκύπτει από τον τίτλο και από διάφορες αιτιολογικές σκέψεις της τελευταίας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι εναπόκειται στην αιτούσα αρχή, πριν υποβάλει αίτηση είσπραξης, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η προς ην η αίτηση αρχή θα μπορέσει να παράσχει συνδρομή λυσιτελώς και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 57, 58, 61, 62 και διατακτ.)