ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 30ής Ιανουαρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C-628/17

Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów

παρισταμένης της:

Orange Polska S.A.

[αίτηση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Έννοια της επιθετικής εμπορικής πρακτικής – Σύστημα συνάψεως εξ αποστάσεως συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών – Υποχρέωση των καταναλωτών να λαμβάνουν οριστική απόφαση συναλλαγής παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών που τους παραδίδει το υπόδειγμα συμβάσεως»

1. 

Ένα νέο προδικαστικό ερώτημα παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει τη νομολογία του σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, αυτή τη φορά στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/29/ΕΚ ( 2 ), επί της εφαρμογής της οποίας εκδόθηκε πρόσφατα η απόφαση Wind Tre και Vodafone Italia ( 3 ).

2. 

Σύμφωνα με τη νομολογία που καθιέρωσε η απόφαση αυτή, πρέπει να κριθεί εν προκειμένω αν συνιστά επιθετική εμπορική πρακτική (σε κάθε περίπτωση ή μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις) το σύστημα συνάψεως εξ αποστάσεως συμβάσεως που εφαρμόζεται στην Πολωνία από εταιρία τηλεπικοινωνιών, βάσει του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να λάβει την τελική απόφαση συναλλαγής παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών που του παραδίδει το πρότυπο συμβάσεως, σχετικά με το περιεχόμενο της οποίας ενημερώθηκε προηγουμένως από το διαδίκτυο ή τηλεφωνικώς.

I. Το νομοθετικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης. Η οδηγία 2005/29

3.

Κατά την έβδομη, τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη:

«(7)

[…] Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και ιδίως των γενικών ρητρών της, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι περιστάσεις της οικείας μεμονωμένης περίπτωσης.

[…]

(16)

Οι διατάξεις για τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές θα πρέπει να καλύπτουν τις πρακτικές εκείνες που περιορίζουν σημαντικά την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή. Πρόκειται για πρακτικές που χρησιμοποιούν παρενόχληση, καταναγκασμό συμπεριλαμβανόμενης και της χρήσης σωματικής βίας και της κατάχρησης επιρροής.

(17)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, χάριν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Στο παράρτημα Ι περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών. Είναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9. Ο κατάλογος μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της οδηγίας.»

4.

Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«[…]

ε)

“ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών”: η χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε·

[…]

ι)

“κατάχρηση επιρροής”: η εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση·

ια)

“απόφαση συναλλαγής”: απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσον, πώς και υπό ποίους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλει τίμημα πλήρως ή εν μέρει, θα κρατήσει ή θα διαθέσει προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, είτε ο καταναλωτής αποφασίσει να προβεί σε ενέργεια είτε όχι·

[…]».

5.

Το άρθρο 5 («Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών») ορίζει τα εξής:

«1.   Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.   Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)

είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β)

στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

3.   Εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή ακρισίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο εμπορευόμενος να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, εν τη κυριολεξία τους.

4.   Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν

α)

είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

ή

β)

είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.

5.   Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Ο ίδιος ενιαίος κατάλογος ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.»

6.

Το άρθρο 8 («Επιθετικές εμπορικές πρακτικές») της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.»

7.

Το άρθρο 9 («Παρενόχληση, καταναγκασμός ή κατάχρηση επιρροής») έχει ως εξής:

«Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής πρέπει να συνεκτιμώνται τα ακόλουθα:

α)

η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή·

β)

η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς·

γ)

η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν·

δ)

κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο εμπορευόμενος σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον εμπορευόμενο·

ε)

κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.»

Β.   Το εθνικό δίκαιο. Ο νόμος της 23ης Αυγούστου 2007, περί καταπολεμήσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ( 4 )

8.

Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν συνιστά κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς ένα προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση να συνάψει σύμβαση, την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

9.

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, ως κατάχρηση επιρροής θεωρείται κάθε μορφή εκμεταλλεύσεως της θέσεως ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή, ιδίως η χρήση ή η απειλή σωματικής ή ψυχικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του μέσου καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση σε σχέση με μια σύμβαση.

II. Πραγματικά περιστατικά

10.

Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η Orange Polska συνάπτει συμβάσεις υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος ή τηλεφωνικώς (τηλεαγορά), βάσει διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

1)

επίσκεψη του καταναλωτή σε ιστοσελίδα και ενημέρωση σχετικά με την προσφορά της επιχειρήσεως. Μέσω συνδέσμου τού παρέχεται πρόσβαση στα πρότυπα συμβάσεων που προσφέρει η εταιρία·

2)

επιλογή προϊόντος ή συμβάσεως·

3)

αποστολή παραγγελίας. Σε αυτό το χρονικό σημείο δεν προβλέπεται δήλωση του καταναλωτή ότι γνωρίζει το προσφερόμενο πρότυπο συμβάσεως·

4)

επιβεβαίωση της παραγγελίας·

5)

υλοποίηση της παραγγελίας με τη συνδρομή εταιρίας ταχυμεταφορών. Ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών παραδίδει στον καταναλωτή σχέδιο συμβάσεως (όταν πρόκειται για νέα υπηρεσία ή νέο πελάτη) ή προσθήκη (όταν πρόκειται για υφιστάμενο πελάτη) μαζί με όλα τα παραρτήματα, τους όρους συναλλαγών, τους τιμοκαταλόγους και άλλα έγγραφα, τα οποία μετά την υπογραφή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως·

6)

σύναψη της συμβάσεως και, ενδεχομένως, παράδοση του προϊόντος. Με την υπογραφή της συμβάσεως ή της προσθήκης ο καταναλωτής δηλώνει ότι έλαβε γνώση όλων των εγγράφων που του παραδόθηκαν και ότι αποδέχεται το περιεχόμενό τους. Η σύμβαση ή η προσθήκη πρέπει να υπογραφεί κατά την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών. Εάν η σύμβαση δεν υπογραφεί, δεν οριστικοποιείται και ο καταναλωτής πρέπει να επισκεφθεί κατάστημα ή να πραγματοποιήσει νέα παραγγελία στην ιστοσελίδα ή μέσω τηλεαγοράς· και

7)

ενεργοποίηση της συμβάσεως.

11.

Με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2010, η Urzad Ochrony Konkurencji i Konsumentów (υπηρεσία προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, Πολωνία) αναγνώρισε ότι η προεκτεθείσα πρακτική θίγει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, καθόσον περιορίζει την αυτονομία τους απαιτώντας από αυτούς να λάβουν απόφαση σχετικά με την υπογραφή της συμβάσεως παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών, χωρίς να τους παρέχεται η δυνατότητα να λάβουν ανεμπόδιστα γνώση του περιεχομένου της.

12.

Στις 27 Οκτωβρίου 2014, το Sąd Okregowy w Warszawie (πρωτοδικείο Βαρσοβίας, Πολωνία) ακύρωσε τη διοικητική απόφαση. Με απόφαση της 4ης Μαρτίου 2017, το Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείο Βαρσοβίας, Πολωνία) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

13.

Ο Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów (πρόεδρος της υπηρεσίας προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών) κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του εφετείου ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία), το οποίο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

III. Το προδικαστικό ερώτημα

14.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι «κλίνει υπέρ της θέσεως των δικαστών των δύο προηγούμενων βαθμών δικαιοδοσίας», αλλά διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων στην υπόθεση συμπεριφορών.

15.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υφίσταται επιθετική εμπορική πρακτική όταν η επιχείρηση δεν ασκεί πίεση στον καταναλωτή, αλλά αναμένει μόνον από αυτόν να λάβει τελική απόφαση σε σχέση με τη σύμβαση της οποίας τη σύναψη αποδέχθηκε προσωρινά, παρέχοντας τη συγκατάθεσή του στο στάδιο της παραγγελίας της υπηρεσίας, αφού απέκτησε πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχουν τους όρους παροχής των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών.

16.

Κατά το αιτούν δικαστήριο,

1.

το επίμαχο σύστημα συνάψεως της συμβάσεως δεν παρεμποδίζει την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, δεδομένου ότι στο στάδιο της παραγγελίας στην ιστοσελίδα της επιχειρήσεως, ή κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας με πωλητή, ο καταναλωτής λαμβάνει ήδη καταρχήν απόφαση (καίτοι προσωρινή και μη δεσμευτική)·

2.

η ελευθερία του καταναλωτή να προβεί ή να μην προβεί σε αντίστοιχη δήλωση βουλήσεως δεν παρεμποδίζεται ούτε με την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο καταναλωτής πρέπει να επικυρώσει την απόφασή του με την υπογραφή της συμβάσεως ή να αρνηθεί τη σύναψή της·

3.

η προϋπόθεση ότι ο καταναλωτής «[πρέπει να] λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε» θα πληρούνταν εάν ο πάροχος κοινοποιούσε, μέσω υπαλλήλου εταιρίας ταχυμεταφορών, σε καταναλωτή σύμβαση ή πρότυπα συμβάσεων με όρους διαφορετικούς από εκείνους τους οποίους είχε δηλώσει προηγουμένως ότι γνωρίζει ο καταναλωτής. Μόνο σε τέτοια περίπτωση θα υφίστατο η πίεση την οποία συνεπάγεται η παρουσία υπαλλήλου εταιρίας ταχυμεταφορών που αναμένει τη λήψη ταχείας αποφάσεως την οποίαν ο καταναλωτής δεν θα λάμβανε διαφορετικά, καθώς είχε συμφωνήσει με την επιχείρηση συμβατικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που του παραδόθηκαν εν τέλει.

17.

Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων του άρθρου 9 της οδηγίας 2005/29 και απουσία σωματικών ή φραστικών απειλών, η επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών στον τόπο και στην ώρα που συμφωνήθηκαν με τον καταναλωτή δεν συνιστά πρακτική δυνάμενη αφ’ εαυτής να χαρακτηριστεί επιθετική.

18.

Για τους λόγους αυτούς, στις 8 Νοεμβρίου 2017, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 8, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, και το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29 […], την έννοια ότι η εφαρμογή από επιχείρηση συστήματος για τη σύναψη εξ αποστάσεως συμβάσεων για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο ο καταναλωτής πρέπει να λάβει την τελική απόφαση συναλλαγής παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών ο οποίος του παραδίδει το πρότυπο συμβάσεως [γενικοί όροι συναλλαγών], πρέπει να θεωρείται ως επιθετική εμπορική πρακτική με κατάχρηση επιρροής

α)

πάντοτε, καθόσον ο καταναλωτής κατά την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών δεν μπορεί να λάβει ανεμπόδιστα γνώση του περιεχομένου των προτύπων συμβάσεων που του παραδίδονται·

β)

μόνον όταν ο καταναλωτής δεν έχει λάβει εκ των προτέρων και ατομικά (π.χ. στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, στη διεύθυνση κατοικίας του) το σύνολο των προτύπων συμβάσεων, ακόμη και αν είχε τη δυνατότητα να λάβει ο ίδιος γνώση του περιεχομένου τους από την ιστοσελίδα της επιχειρήσεως πριν από την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών·

γ)

μόνον όταν από συμπληρωματικές διαπιστώσεις συνάγεται ότι ακολουθήθηκαν από την εν λόγω επιχείρηση ή κατ’ εντολήν της αθέμιτες πρακτικές με σκοπό τον περιορισμό της ελευθερίας επιλογής ως προς τη λήψη “αποφάσεως συναλλαγής” εκ μέρους του καταναλωτή;»

IV. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

19.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Orange Polska, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι οποίες παρέστησαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Νοεμβρίου 2018.

20.

Η Orange Polska υποστηρίζει ότι ένα σύστημα συνάψεως εξ αποστάσεως συμβάσεων, στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει την απόφασή του στηριζόμενος στα έγγραφα που τέθηκαν στη διάθεσή του στο διαδίκτυο και το οποίο ολοκληρώνεται κατά την άφιξη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιθετική εμπορική πρακτική. Κατά την άποψή της, ως «κατάχρηση επιρροής» πρέπει να νοείται σκόπιμη επιρροή ασκούμενη από τον επαγγελματία στον καταναλωτή ώστε αυτός να λάβει, με παράνομες ή αντιφατικές μεθόδους, αποφάσεις συναλλαγής τις οποίες δεν θα λάμβανε διαφορετικά.

21.

Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, όπως και κατά την Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του καταλόγου που περιέχεται στο παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, η επίμαχη συμπεριφορά δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί (επιθετική) αθέμιτη εμπορική πρακτική, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά κάθε περιπτώσεως, των οποίων η εκτίμηση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.

22.

Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, απόκειται στο Δικαστήριο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο ερμηνευτικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, και τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2005/29. Κατά τις ίδιες, η έννοια της «καταχρήσεως επιρροής» που χρησιμοποιείται στην οδηγία δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην «παράνομη επιρροή», κατά την ατυχή έκφραση που χρησιμοποιήθηκε στην απόδοση της οδηγίας στην πολωνική γλώσσα.

23.

Η Πολωνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι είναι καθοριστικό να εξακριβωθεί αν, πριν από την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών, ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα ελεύθερης προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα, ώστε να λάβει πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση. Η δυνατότητα μεταγενέστερης υπαναχωρήσεως δεν ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση της υπάρξεως επιθετικής εμπορικής πρακτικής.

24.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση υπογραφής μιας συμβάσεως παρουσία υπαλλήλου εταιρίας ταχυμεταφορών μπορεί να συνεπάγεται την άσκηση κάποιας πιέσεως στον καταναλωτή. Εντούτοις, το ενδεχόμενο αυτό δεν αρκεί για να συναχθεί ότι κάτι τέτοιο συνιστά συστηματικά επιθετική εμπορική πρακτική, καθώς, για να συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρέπει να συντρέχουν παράγοντες ικανοί να επηρεάσουν αθέμιτα την απόφαση του καταναλωτή.

25.

Τέτοιας φύσεως παράγοντες είναι οι μνημονευόμενοι από το αιτούν δικαστήριο στα στοιχεία βʹ και γʹ του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, καίτοι κανένας εξ αυτών δεν θα συνεπάγεται αφ’ εαυτού τη διαπίστωση επιθετικών εμπορικών συμπεριφορών, καθώς πρέπει να εξετάζεται ο ενδεχόμενος αντίκτυπος της επίμαχης πρακτικής στην απόφαση του καταναλωτή.

26.

Κατά την Επιτροπή, η πώληση στο διαδίκτυο και η τηλεφωνική πώληση απαιτούν χωριστή εξέταση, προκειμένου να προσδιοριστεί κάθε φορά ο μέσος καταναλωτής και να εξεταστεί η ύπαρξη καταχρήσεως επιρροής. Τέλος, τίθεται το ερώτημα αν η απλή απόφαση του καταναλωτή να ζητήσει την επίσκεψη υπαλλήλου εταιρίας ταχυμεταφορών με σκοπό την υπογραφή συμβάσεως μπορεί να συνιστά «απόφαση συναλλαγής» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

V. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν η εμπορική πρακτική που περιγράφει στη διάταξη περί παραπομπής μπορεί να χαρακτηριστεί επιθετική λόγω «καταχρήσεως επιρροής», κατά την έννοια του άρθρου 8, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 και το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29.

28.

Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το επίμαχο σύστημα εξ αποστάσεως συνάψεως συμβάσεων συνιστά επιθετική εμπορική πρακτική: α) σε κάθε περίπτωση· β) μόνο όταν συντρέχει κάποια από τις δύο ακόλουθες περιστάσεις:

1.

ο καταναλωτής «δεν έχει λάβει εκ των προτέρων και ατομικά το σύνολο των προτύπων συμβάσεων, ακόμη και αν είχε τη δυνατότητα να λάβει ο ίδιος γνώση του περιεχομένου τους από την ιστοσελίδα της επιχειρήσεως πριν από την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών»·

2.

από συμπληρωματικές διαπιστώσεις συνάγεται ότι ακολουθούνται από τον εν λόγω επαγγελματία ή κατ’ εντολήν του «αθέμιτες πρακτικές με σκοπό τον περιορισμό της ελευθερίας επιλογής ως προς τη λήψη αποφάσεως συναλλαγής εκ μέρους του καταναλωτή».

29.

Αυτή είναι η αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου, εφόσον ληφθεί υπόψη το ερώτημα όπως διατυπώθηκε. Διατυπώνω την επιφύλαξη αυτή, επειδή οι γλωσσικές αποδόσεις του κειμένου δεν ταυτίζονται απολύτως, ιδίως όσον αφορά τη μετάφραση του στοιχείου αʹ του προδικαστικού ερωτήματος.

30.

Κατά την απόδοση στην ισπανική γλώσσα, το στοιχείο αʹ έχει ως εξής: «siempre, si el consumidor durante la visita del mensajero no puede tomar conocimiento con libertad del contenido del contrato tipo» ( 5 ). Η ιταλική μετάφραση της φράσεως έχει ως εξής: «sempre, qualora il consumatore, al momento della visita del corriere, non possa consultare liberamente il contenuto dei modelli contrattuali» ( 6 ). Η γερμανική απόδοση έχει ως εξής: «immer, wenn der Verbraucher beim Besuch des Kuriers den Inhalt der Vertragsmuster nicht ungehindert zur Kenntnis nehmen kann» ( 7 ). Η πορτογαλική απόδοση διατυπώνεται ως ακολούθως: «sempre que o consumidor não possa, por ocasião da visita do mensageiro, tomar livremente conhecimento do conteúdo do modelo do contrato» ( 8 ).

31.

Κατά τις ως άνω γλωσσικές αποδόσεις, το ερώτημα δεν είναι αν το επίμαχο σύστημα συνάψεως συμβάσεων συνιστά επιθετική εμπορική πρακτική σε κάθε περίπτωση, ήτοι, «πάντοτε» άνευ ετέρου, αλλά μόνον «όταν» συντρέχει συγκεκριμένη περίσταση: ο καταναλωτής δεν μπορεί να λάβει ανεμπόδιστα γνώση του περιεχομένου της συμβάσεως. Όπως και στα στοιχεία βʹ και γʹ του προδικαστικού ερωτήματος, το ερώτημα του δικαστηρίου αφορά συγκεκριμένη περίσταση.

32.

Εντούτοις, η γαλλική απόδοση του προδικαστικού ερωτήματος έχει ως εξής: «toujours, parce que, durant la visite du livreur, le consommateur ne peut pas prendre connaissance librement du contenu des modèles [de contrat] qui lui sont remis» ( 9 ). Η μετάφραση αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί καλύτερα στο πολωνικό πρωτότυπο, στο οποίο το στοιχείο αʹ του ερωτήματος ξεκινά με τις λέξεις «zawsze, gdyż» («πάντοτε, επειδή»). Αντιθέτως, τα στοιχεία βʹ και γʹ ξεκινούν με τις λέξεις «tylko, gdy» (μόνον όταν). Η μικρή διαφορά στη γραφή των λέξεων «gdyż» και «gdy» οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η χρήση της πρώτης συνιστά παρόραμα και ότι, επομένως, και στις τρεις περιπτώσεις, η ορθή λέξη είναι «gdy» ( 10 ).

33.

Κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παρόραμα. Πρωτίστως, και προδήλως, επειδή τεκμαίρεται ότι το αιτούν δικαστήριο συνέταξε το ερώτημά του με ακρίβεια και προσοχή. Ειδικότερα, όμως, επειδή, στις δύο περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιεί τη λέξη «gdy» (στοιχεία βʹ και γʹ), έχει προηγηθεί η λέξη «tylko» (μόνο), ενώ στο στοιχείο αʹ της λέξεως «gdyż» προηγείται η λέξη «zawsze» (πάντοτε). Εάν επρόκειτο για παρόραμα και η ορθή λέξη στην περίπτωση του στοιχείου αʹ ήταν επίσης «gdy» (όταν), το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου θα ήταν αν το επίμαχο σύστημα συνιστά επιθετική εμπορική πρακτική κάθε φορά που συντρέχει συγκεκριμένη περίσταση, φράση που θα είχε την έννοια μόνο στην περίπτωση αυτή. Το ζήτημα θα ήταν τότε για ποιον λόγο το αιτούν δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί επίσης τη λέξη «tylko» (μόνο) στο στοιχείο αʹ, όπως στα στοιχεία βʹ και γʹ.

34.

Χωρίς να θεωρείται παρόραμα, η μνημονευόμενη στο στοιχείο αʹ περίσταση αποκτά σαφές νόημα εξ αντιδιαστολής προς τις περιπτώσεις που εκτίθενται στα δύο άλλα στοιχεία. Ενώ στα δύο αυτά στοιχεία γίνεται παραπομπή σε πολύ ακριβείς και συγκεκριμένες καταστάσεις (μη λήψη εκ των προτέρων και ατομικά όλων των προτύπων συμβάσεων, ενδεχόμενες διαπιστώσεις αθέμιτων πρακτικών), στο στοιχείο αʹ μνημονεύεται παράγοντας ο οποίος, σύμφωνα με τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, είναι εγγενής στην εκτεθείσα πρακτική, δηλαδή στην απαίτηση να υπογράφεται η σύμβαση παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών, περίσταση η οποία συνεπάγεται, σχεδόν εξ ορισμού, ότι, λόγω της βιασύνης που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα των υπαλλήλων των εταιριών ταχυμεταφορών, ο καταναλωτής δεν «μπορεί να λάβει ανεμπόδιστα γνώση του περιεχομένου του προτύπου συμβάσεως». Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για περίσταση η οποία μπορεί να συντρέχει ή να μη συντρέχει, αλλά για εγγενές χαρακτηριστικό της εκτιθέμενης καταστάσεως, το οποίο καταγράφεται επομένως ως επεξήγηση του λόγου για τον οποίον το επίμαχο σύστημα συνάψεως συμβάσεων μπορεί να συνιστά πάντοτε («zawsze») επιθετική εμπορική πρακτική. Έτσι το αποδίδει, επιτυχώς κατά την άποψή μου, η γαλλική απόδοση του προδικαστικού ερωτήματος, την οποία θα λάβω υπόψη στη συνέχεια.

Β.   Επί της ουσίας

35.

Στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2005/29 προβλέπεται ρητώς ότι, κατά την εφαρμογή της οδηγίας, «θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι περιστάσεις της οικείας μεμονωμένης περίπτωσης». Στο ίδιο πνεύμα, και βάσει του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, για να μπορεί μια εμπορική πρακτική να χαρακτηριστεί επιθετική πρέπει να εξετάζεται «λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων».

36.

Όπως υποστηρίζουν η Πολωνική Κυβέρνηση ( 11 ) και η Επιτροπή ( 12 ), το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο, χωρίς να το υποκαταστήσει στην κρίση του, τις κατευθυντήριες οδηγίες για την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29, οι οποίες θα το βοηθήσουν να χαρακτηρίσει το επίμαχο σύστημα συνάψεως συμβάσεων, καθήκον το οποίο δεν είναι μεταβιβάσιμο. Επισημαίνεται εκ νέου ότι ο χαρακτηρισμός αυτός εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου ( 13 ).

37.

Με αφετηρία την παραδοχή αυτή, θα εξετάσω τα διάφορα ζητήματα που εγείρει το προδικαστικό ερώτημα.

1. Επιθετική εμπορική πρακτική υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις;

38.

Αποφαινόμενο επί του στοιχείου αʹ του προδικαστικού ερωτήματος, το Δικαστήριο μπορεί ευχερώς να τηρήσει, στην προκειμένη περίπτωση, την προεκτεθείσα υποχρέωση.

39.

Πράγματι, η αμφιβολία που διατυπώνεται στον ανωτέρω τίτλο περιορίζεται στο αν το σύστημα συνάψεως συμβάσεων που εφαρμόζει η Orange Polska, όπως εκτίθεται από το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να θεωρηθεί επιθετική εμπορική πρακτική «πάντοτε», δηλαδή «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις».

40.

Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29, μια «επιθετική εμπορική πρακτική» συνιστά «αθέμιτη εμπορική πρακτική» εάν –και μόνον εάν– έχει τα χαρακτηριστικά που μνημονεύονται στα άρθρα 8 και 9 της ίδιας οδηγίας.

41.

Εάν το σύστημα συνάψεως συμβάσεων που εφαρμόζει η Orange Polska συνεπάγεται «πάντοτε»«επιθετική εμπορική πρακτική», αυτό θα σημαίνει ότι συνιστά «αθέμιτη εμπορική πρακτική» υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις (πάντοτε). Εντούτοις, οι πρακτικές οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν αθέμιτες σε κάθε περίπτωση είναι μόνον αυτές που παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, κατά το άρθρο της 5, παράγραφος 5.

42.

Δεδομένου ότι στις τριάντα μία πρακτικές που παρατίθενται στη λεγόμενη «μαύρη λίστα» του παραρτήματος I δεν περιλαμβάνεται η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εάν το Δικαστήριο κατέληγε στη διαπίστωση ότι η εφαρμοζόμενη από την Orange Polska πρακτική συνιστά πάντοτε επιθετική εμπορική πρακτική, και, επομένως, αθέμιτη εμπορική πρακτική, θα υποκαθιστούσε τον νομοθέτη, κατά παράβαση του περιεχομένου και του σκοπού της οδηγίας 2005/29 ( 14 ). Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι στο συγκεκριμένο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

2. Επιθετική εμπορική πρακτική λόγω καταχρήσεως επιρροής υπό ορισμένες περιστάσεις;

43.

Οι συμπεριφορές που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο υπό τα στοιχεία βʹ και γʹ του προδικαστικού ερωτήματος θα μπορούσαν, αντιθέτως, να συνεπάγονται «επιθετική εμπορική πρακτική με κατάχρηση επιρροής» εάν, λαμβανομένων υπόψη «των περιστάσεων της οικείας μεμονωμένης περίπτωσης» στο σύνολό τους, διαπιστωνόταν η εν λόγω κατάχρηση επιρροής.

44.

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29 ορίζει ως «επιθετική» την εμπορική πρακτική η οποία, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών και των πραγματικών περιστάσεων της υποθέσεως, καταλήγει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα με τη χρήση ορισμένων μέσων:

1.

το αποτέλεσμα είναι ακριβώς η πραγματική ή δυνητική παρεμπόδιση ή μείωση της ελευθερίας επιλογής του καταναλωτή σε σχέση με το προϊόν, η οποία είναι τόσο «σημαντική» ώστε να οδηγεί, ή να μπορεί να οδηγήσει, σε απόφαση την οποία ο καταναλωτής δεν θα λάμβανε διαφορετικά ( 15 ).

2.

Τα μέσα που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο ως πρόσφορα για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού είναι «παρενόχληση, καταναγκασμός, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής», το δε αιτούν δικαστήριο μνημονεύει εξ αυτών μόνον την κατάχρηση επιρροής.

45.

Κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/29, η «κατάχρηση επιρροής» δεν είναι «παράνομη επιρροή», αλλά επιρροή η οποία, ανεξαρτήτως νομιμότητας, συνεπάγεται με ενεργό τρόπο, μέσω ασκήσεως πιέσεως, τη χειραγώγηση της βουλήσεως του καταναλωτή ( 16 ).

46.

Βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29, η κατάχρηση επιρροής συνίσταται στην εκμετάλλευση της θέσεως ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την «άσκηση πιέσεως, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση».

47.

Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Wind Tre και Vodafone Italia ( 17 ), είναι αναγκαίο να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο πτυχών της θέσεως ισχύος:

αφενός, της εκμεταλλεύσεως της θέσεως ισχύος, η οποία παρέχει στον εμπορευόμενο τη δυνατότητα να περιορίσει την ελευθερία του καταναλωτή όσον αφορά την αγορά προϊόντος·

αφετέρου, της θέσεως ισχύος στην οποία ευρίσκεται από νομικής απόψεως ο εμπορευόμενος, ο οποίος μπορεί, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, να απαιτήσει από τον καταναλωτή την αντιπαροχή για την οποία αυτός δεσμεύτηκε κατά τη σύναψη της συμβάσεως.

48.

Αναμφίβολα «επιθετική εμπορική πρακτική» είναι η πρώτη, δηλαδή αυτή με την οποίαν ο εμπορευόμενος, εκμεταλλευόμενος την πιο αδύναμη θέση στην οποία ευρίσκεται ο καταναλωτής ( 18 ) και καταχρώμενος της θέσεως ισχύος που απέκτησε παρανόμως –με παρενόχληση, καταναγκασμό, βία ή κατάχρηση επιρροής– περιορίζει την ελευθερία του καταναλωτή, ωθώντας τον να συνάψει σύμβαση την οποία δεν θα αποδεχόταν αν δεν υπήρχε το ως άνω παράνομο πλεονέκτημα.

49.

Ακριβώς επειδή η σύναψη συμβάσεως συνεπάγεται την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων, των οποίων την εκπλήρωση μπορεί νόμιμα να αξιώσει δικαστικώς ο αντισυμβαλλόμενος, η οδηγία 2005/29 προστατεύει την ελευθερία του καταναλωτή προκειμένου αυτός να συμβάλλεται εν πλήρη επιγνώσει, αποδεχόμενος μόνο τις υποχρεώσεις τις οποίες προτίθεται όντως να αναλάβει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας. Επομένως, η οδηγία δεν παρέχει προστασία έναντι των έννομων υποχρεώσεων τις οποίες ο καταναλωτής έχει αναλάβει ελεύθερα, αλλά έναντι της αναλήψεως υποχρεώσεων που συνιστούν απόρροια αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, ανεξάρτητα από το αν συμβαίνει να πρόκειται για νόμιμη πρακτική.

50.

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια εμπορική πρακτική εμπεριέχει, στο μέτρο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, κατάχρηση επιρροής, πρέπει, βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 2005/29, να εξεταστούν διάφοροι παράγοντες. Μεταξύ άλλων, ενδεικτικώς, έχουν σημασία η χρονική στιγμή και ο τόπος στον οποίο λαμβάνει χώρα η πρακτική, η φύση της ή ο επίμονος χαρακτήρας της, η χρήση συγκεκριμένων εκφράσεων, η συμπεριφορά, η εκμετάλλευση κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή η επιβολή επαχθών ή υπέρμετρων μη συμβατικών εμποδίων.

51.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, τρεις είναι οι παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν, εν προκειμένω, να συνεπάγονται «κατάχρηση επιρροής» εκ μέρους του επαγγελματία έναντι του αγοραστή:

πρώτον, η περίσταση ότι ο καταναλωτής αναγκάζεται να λάβει την τελική απόφαση επί της συναλλαγής παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών που του παραδίδει το πρότυπο συμβάσεως (αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η ουσία της πραγματικής περιστάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς)·

δεύτερον, η περίσταση ότι ο καταναλωτής δεν έλαβε εκ των προτέρων και ατομικά όλα τα πρότυπα συμβάσεων, καίτοι μπορούσε να τα συμβουλευθεί προηγουμένως στο διαδίκτυο (στοιχείο βʹ του προδικαστικού ερωτήματος)·

τρίτον, η ενδεχόμενη ύπαρξη αθέμιτων πράξεων που τείνουν στη μείωση της αυτονομίας κατά τη λήψη της αποφάσεως από τον καταναλωτή (στοιχείο γʹ του προδικαστικού ερωτήματος).

52.

Ανάλογα με τη βαρύτητα καθενός από τους παράγοντες αυτούς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συνιστούν αφ’ εαυτών κατάχρηση επιρροής. Συγκεκριμένα:

1.

εάν η συμπεριφορά ή οι ενέργειες του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών είναι ιδιαίτερα πιεστικές ή επιθετικές, αυτό αρκεί για να εκτιμηθεί ότι η συμπεριφορά του συνιστά κατάχρηση επιρροής έναντι του καταναλωτή.

2.

Εάν ο καταναλωτής έλαβε εκ των προτέρων αντικειμενικά περιορισμένη, αποσπασματική ή μεροληπτική ενημέρωση ή ενημέρωση η οποία δεν αντιστοιχεί σε αυτήν που του παρέχει εν συνεχεία ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών, το στοιχείο αυτό μπορεί να αρκεί για να διαπιστωθεί παραπλανητική πράξη ή παράλειψη κατά την έννοια των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2005/29 και επιπλέον, ενδεχομένως, κατάχρηση επιρροής, εάν αποδειχθεί ενεργή συμπεριφορά του επαγγελματία με σκοπό τον αθέμιτο επηρεασμό της βουλήσεως του καταναλωτή.

3.

Τέλος, ενδεχόμενες αθέμιτες πράξεις άλλης φύσεως θα αρκούσαν επίσης, ανάλογα με τη δυνατότητά τους να επηρεάσουν τη βούληση του καταναλωτή, εάν αντιστοιχούν σε πρόθεση ασκήσεως αθέμιτης επιρροής από την επιχείρηση.

53.

Ενδέχεται επίσης, κανένας από τους παράγοντες αυτούς, εάν εξεταστούν μεμονωμένα, να μην έχει αφ’ εαυτού επαρκή βαρύτητα ώστε να συνεπάγεται κατάχρηση επιρροής, αλλά να οδηγούν από κοινού στο ίδιο αποτέλεσμα, λόγω της αμοιβαίας αλληλεπιδράσεώς τους.

54.

Όπως ήδη επισήμανα, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει σε κάθε περίπτωση τη συγκεκριμένη εμβέλεια που μπορούν να έχουν, μεμονωμένα ή από κοινού, περιστάσεις όπως οι εκτιθέμενες στη διάταξη περί παραπομπής. Εν προκειμένω, όπως εξέθεσε συνοψίζοντας την άποψή του ( 19 ), το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) φαίνεται να κλίνει προς την ανυπαρξία επιθετικής πρακτικής, επιβεβαιώνοντας την κρίση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

55.

Προσωπικώς, επισημαίνω ότι είναι δύσκολο για το Δικαστήριο να δώσει απάντηση η οποία αφίσταται από την ομόφωνη εκτίμηση των εθνικών δικαστικών οργάνων (εν προκειμένω, συμπίπτουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων των δύο προηγούμενων βαθμών δικαιοδοσίας και η προκαταρκτική εκτίμηση του αναιρετικού δικαστηρίου) σε υποθέσεις, όπως η υπό κρίση, στις οποίες είναι πρόδηλη η σημασία των ιδιαιτεροτήτων των επίμαχων μεμονωμένων συμπεριφορών. Τα εν λόγω δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις εν λόγω συμπεριφορές και, επομένως, είναι σε καλύτερη θέση, σε σχέση με το Δικαστήριο, να αξιολογήσουν σε ποιο μέτρο κάποια διαφοροποίηση της συμπεριφοράς της επιχειρήσεως έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στις ενέργειες του μέσου καταναλωτή.

56.

Ωστόσο, προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο κάποια βοήθεια στο έργο της ερμηνείας και της εφαρμογής ad casum της οδηγίας 2005/29, μπορούν να είναι χρήσιμες οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

3. Παράγοντες οι οποίοι μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη διατύπωση κρίσεως όσον αφορά την κατάχρηση επιρροής από τον επαγγελματία

57.

Είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της πωλήσεως στο διαδίκτυο και της τηλεφωνικής πωλήσεως, δεδομένου ότι, λόγω των χαρακτηριστικών τους, σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές η θέση του καταναλωτή είναι διαφορετική.

Στην πώληση στο διαδίκτυο, ο καταναλωτής είναι, συνήθως, αυτός που αποφασίζει οικειοθελώς να επισκεφθεί τον διαδικτυακό τόπο του επαγγελματία και τίποτε δεν τον εμποδίζει να διαθέσει τον χρόνο που εκτιμά αναγκαίο για να λάβει γνώση των διαθέσιμων προσφορών, των τιμών και των λοιπών όρων τους, καθώς και των τρόπων συνάψεως συμβάσεων.

Στην τηλεφωνική πώληση, καίτοι δεν αποκλείεται η πρωτοβουλία του καταναλωτή, συχνά είναι ο επαγγελματίας αυτός που επικοινωνεί μαζί του για να του προτείνει τη σύναψη συμβάσεως ( 20 ). Η θέση του καταναλωτή είναι συνήθως μάλλον παθητική, ενώ, επιπλέον, ο παράγοντας της εκπλήξεως, ο οποίος μπορεί να ασκεί κάποιο βαθμό ψυχολογικής πιέσεως, ενδέχεται να μην είναι αμελητέος ( 21 ).

58.

Επιπλέον, σε καθεμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη διαφορετικός «μέσος καταναλωτής», υπό την έννοια αυτού που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων ( 22 ), καθώς και του πλαισίου και του συνόλου των περιστάσεων υπό τις οποίες εξελίσσονται οι σχέσεις μεταξύ του επαγγελματία και των καταναλωτών:

ο καταναλωτής που επισκέπτεται με δική του πρωτοβουλία διαδικτυακό τόπο θα διαθέτει μια ελάχιστη εξοικείωση με τις διαδικασίες στο διαδίκτυο και θα μπορεί να τις διαχειριστεί μέχρι του σημείου να επιλέξει προσφορά και να χειριστεί τη διαδικασία παραγγελίας·

αντιθέτως, στην περίπτωση των προσφορών που λαμβάνονται ανεπίκλητα τηλεφωνικώς, ο μέσος καταναλωτής ενδέχεται να είναι λιγότερο προσεκτικός και ενημερωμένος, καθώς αρκεί να μπορεί να διαχειριστεί τηλεφωνική κλήση. Ο βαθμός προστασίας πρέπει να είναι μεγαλύτερος στην περίπτωση αυτή.

59.

Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στον καταναλωτή. Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Wind Tre και Vodafone Italia, ουσιαστικό εννοιολογικό στοιχείο της «επιθετικής εμπορικής πρακτικής» είναι ότι «παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς ορισμένο προϊόν[,] [και ότι,] [κ]ατά συνέπεια, η ζήτηση ορισμένης υπηρεσίας πρέπει να αποτελεί ελεύθερη επιλογή εκ μέρους του καταναλωτή[,] [και], [π]ρος τούτο, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, οι πληροφορίες που παρέχει ο εμπορευόμενος στον καταναλωτή να είναι σαφείς και κατάλληλες» ( 23 ).

60.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η πληροφόρηση, πριν [από] τη σύναψη της συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της εν λόγω συνάψεως» είναι ουσιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Βάσει ιδίως της πληροφορήσεως αυτής ο καταναλωτής «αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμεύεται από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας» ( 24 ).

61.

Στην υπό κρίση υπόθεση, ένα από τα ενδεχόμενα που εξετάζει το αιτούν δικαστήριο είναι ότι «ο καταναλωτής δεν έχει λάβει εκ των προτέρων και ατομικά (π.χ. στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, στη διεύθυνση κατοικίας του) το σύνολο των προτύπων συμβάσεων, ακόμη και αν είχε τη δυνατότητα να λάβει ο ίδιος γνώση του περιεχομένου τους από την ιστοσελίδα της επιχειρήσεως πριν από την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών» ( 25 ).

62.

Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι παρεχόμενες στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των προτύπων συμβάσεων είναι επαρκείς και αληθείς και ότι ο καταναλωτής μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτές χωρίς ιδιαίτερες δυσχέρειες. Στην περίπτωση της τηλεφωνικής πωλήσεως, κατά το αιτούν δικαστήριο ( 26 ), ο καταναλωτής θα μπορούσε επίσης να ζητήσει από τον πωλητή όσες πληροφορίες κρίνει αναγκαίες. Εντούτοις, εκτιμώ ότι η ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας δύσκολα μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη των πληροφοριών που μπορεί να εξασφαλίσει ο καταναλωτής μέσω έρευνας στο διαδίκτυο.

63.

Επομένως, το ζήτημα που τίθεται συγκεκριμένα είναι αν ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει εκ των προτέρων και στην κατοικία ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του όλα τα πρότυπα συμβάσεων που προσφέρει ο επαγγελματίας και αν, σε διαφορετική περίπτωση, υφίσταται επιθετική εμπορική πρακτική.

64.

Κατά την άποψή μου, ο επαγγελματίας οφείλει να εκθέτει στον καταναλωτή τα διάφορα υφιστάμενα πρότυπα συμβάσεων ( 27 ), γνωστοποιώντας τα στον καταναλωτή, χωρίς να είναι αναγκαίο να τα έχει αποστείλει ατομικά στον καταναλωτή πριν από την επίσκεψη του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών.

65.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο εστιάζει την προσοχή του στο ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο ο καταναλωτής πρέπει να λάβει την τελική απόφαση –ήτοι, το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών του παραδίδει το πρότυπο συμβάσεως το οποίο επέλεξε στο πλαίσιο τηλεφωνικής συνομιλίας ή επισκέψεως στην ιστοσελίδα του επαγγελματία–, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν η περίσταση ότι ο καταναλωτής δεν διαθέτει, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, όλα τα πρότυπα συμβάσεων μπορεί να συνεπάγεται ότι αναγκάζεται να λάβει απόφαση την οποία δεν θα είχε λάβει διαφορετικά ( 28 ).

66.

Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, εάν ο καταναλωτής τρέφει αμφιβολίες σχετικά με το αν η σύμβαση που καλείται να υπογράψει είναι αυτή που είχε τη δυνατότητα να διαβάσει στο διαδίκτυο ή αυτή που του εξέθεσε ο πωλητής κατά την τηλεφωνική συνομιλία και, παρ’ όλα αυτά, ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών είτε δεν μπορεί να δώσει απάντηση στις αμφιβολίες αυτές είτε αρνείται στον καταναλωτή τη δυνατότητα να επαληθεύσει κάτι τέτοιο και τον πιέζει να υπογράψει τη σύμβαση.

67.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαιώθηκε ότι η Orange Polska χρησιμοποιεί για τα καθήκοντα αυτά συνήθεις υπηρεσίες ταχυμεταφορών, εκτός του τομέα της τηλεφωνίας, οι οποίες δεν είναι σε θέση να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του καταναλωτή και της τηλεφωνικής εταιρίας.

68.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών δεν μπορεί να δώσει απάντηση στις αμφιβολίες του καταναλωτή, καθοριστικό στοιχείο θα είναι πάντοτε η συμπεριφορά του στο πλαίσιο της καταστάσεως στην οποία ευρίσκεται ο καταναλωτής, ως αποτέλεσμα των πληροφοριών που διαθέτει κατά τον χρόνο που του παραδίδεται η σύμβαση προς υπογραφή.

69.

Εάν οι πληροφορίες αυτές είναι ανεπαρκείς ή εσφαλμένες, ενδέχεται να συντρέχει παραπλανητική εμπορική πρακτική, ήτοι πρακτική η οποία, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε».

70.

Πάντως, οι παραπλανητικές αυτές πληροφορίες θα συνιστούν «επιθετική εμπορική πρακτική» μόνο εάν, χάρη σε αυτές, ο επαγγελματίας, ή τρίτος εξ ονόματος αυτού (εν προκειμένω, ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών), μπορεί να εκμεταλλευθεί αποτελεσματικά και παρανόμως θέση ισχύος την οποία απέκτησε με παραπλανητικές πράξεις ή παραλείψεις.

71.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ενέργειες του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών δεν συνιστούν κατάχρηση επιρροής, δεν έχουν σημασία τόσο οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στον καταναλωτή κατά τα προγενέστερα στάδια της διαδικασίας αγοράς ( 29 ) όσο το να προσαρμόζεται δεόντως η συμπεριφορά του υπαλλήλου ούτως ώστε να αποκλείεται ή να περιορίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο το στοιχείο της ψυχολογικής πιέσεως το οποίο ενδέχεται να ενέχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, η πρόσκληση σε υπογραφή συμβάσεως.

72.

Υπ’ αυτή την έννοια, εάν ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών συνδέεται με την επιχείρηση τηλεφωνίας, θα πρέπει να είναι σε θέση να δώσει απάντηση στις αμφιβολίες της τελευταίας στιγμής που ενδέχεται να προβληματίζουν τον καταναλωτή· για παράδειγμα, να παρέχει ο ίδιος επί τόπου στον καταναλωτή τα πρότυπα συμβάσεων ή να προτείνει τη δυνατότητα νέας επισκέψεως, μετά την ανάγνωσή τους από τον καταναλωτή. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο εν λόγω υπάλληλος δεν πιέζει σε καμία περίπτωση τον καταναλωτή να υπογράψει, προειδοποιώντας ότι η άρνηση ή η καθυστέρηση να υπογράψει μπορούν να συνεπάγονται κάποια ευθύνη ή λιγότερο ευνοϊκούς συμβατικούς όρους στο μέλλον.

73.

Εάν, αντιθέτως, πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για υπάλληλο εταιρίας ταχυμεταφορών ο οποίος δεν συνδέεται με την επιχείρηση τηλεφωνίας και, επομένως, δεν είναι σε θέση να παράσχει στον καταναλωτή οποιαδήποτε πληροφορία ή να αναλάβει δεσμεύσεις εξ ονόματος της εταιρίας, θα πρέπει να αποφεύγεται τουλάχιστον η επιμονή του εν λόγω υπαλλήλου στην αναγκαιότητα υπογραφής της συμβάσεως από τον καταναλωτή.

74.

Κατά την άποψή μου, αυτοί είναι, μεταξύ άλλων, παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να εξεταστούν στη σχέση συνεργασίας που υφίσταται μεταξύ του επαγγελματία και της επιχειρήσεως ταχυμεταφορών που ενεργεί εξ ονόματός του. Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να τους εξετάσει προκειμένου να διαπιστώσει αν η παρέμβαση του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών μπορεί, στο πλαίσιο εντός του οποίου υπογράφεται η σύμβαση, να συνιστά κατάχρηση επιρροής (άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29).

VI. Πρόταση

75.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) ως εξής:

«Το άρθρο 8, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 και το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι:

σύστημα συνάψεως εξ αποστάσεως συμβάσεων, σχετικών με παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, βάσει του οποίου ο καταναλωτής πρέπει να λάβει τελική απόφαση συναλλαγής παρουσία του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών που παραδίδει το πρότυπο συμβάσεως, σε περίπτωση που ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί πλήρως για τους όρους της συμβάσεως είτε από τον διαδικτυακό τόπο του εμπορευομένου είτε τηλεφωνικώς, δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, επιθετική εμπορική πρακτική·

εάν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της οικείας μεμονωμένης περιπτώσεως, η εφαρμογή του συστήματος αυτού παρεμποδίζει σημαντικά την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, μέσω καταχρήσεως επιρροής του εμπορευομένου έναντι του καταναλωτή, πρόκειται για επιθετική εμπορική πρακτική·

προκειμένου να διασφαλιστεί, κατά το δυνατόν, ότι η στάση του υπαλλήλου της εταιρίας ταχυμεταφορών δεν συνιστά κατάχρηση επιρροής, η συμπεριφορά του πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, ούτως ώστε να αποκλείεται κάθε στοιχείο ασκήσεως ψυχολογικής πιέσεως στον καταναλωτή.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

( 3 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710).

( 4 ) Dziennik Ustaw Rzeczypospolitej Polskiej του 2007, αριθ. 171, θέση 1206, όπως έχει τροποποιηθεί.

( 5 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 6 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 7 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 8 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 9 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 10 ) Σημείο 21, υποσημείωση 2, των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 11 ) Σημεία 15 και 16 των γραπτών παρατηρήσεων της Πολωνικής Κυβερνήσεως.

( 12 ) Σημεία 28 και 29 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 13 ) Κατά πάγια νομολογία, «το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί όμως, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της διάταξης του δικαίου αυτού». Βλ., αντί άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Ingsteel και Metrostav (C-76/16, EU:C:2017:549, σκέψη 25).

( 14 ) Κατά την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Επιτροπή κατά Βελγίου (C-421/12, EU:C:2014:2064, σκέψη 61), «εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει γενικώς πρακτικές μη διαλαμβανόμενες στο παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, χωρίς τη διενέργεια εξατομικευμένης εξέτασης του “αθέμιτου” χαρακτήρα των πρακτικών αυτών βάσει των κριτηρίων των άρθρων 5 έως 9 της οδηγίας αυτής, προσκρούει στο περιεχόμενο του άρθρου 4 αυτής και έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της πλήρους εναρμόνισης που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, ακόμη και εάν σκοπός της κανονιστικής αυτής ρύθμισης είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών».

( 15 ) Παραπέμπω στις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Wind Tre και Vodafone Italia (C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:377, σημείο 63).

( 16 ) Όπ.π. (σημείο 65).

( 17 ) Υποθέσεις C-54/17 και C-55/17 (EU:C:2018:377, σημεία 67 έως 70).

( 18 ) Απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C-388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 53).

( 19 ) Σημεία 14 έως 17 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καίτοι δεν αρνήθηκε ότι μπορεί να έχει εφαρμόσει τη συγκεκριμένη εμπορική τεχνική (ανεπιθύμητες εμπορικές κλήσεις), η Orange Polska υποστήριξε ότι αυτή απαγορεύτηκε με μεταγενέστερο νόμο στην Πολωνία.

( 21 ) Αυτό γίνεται δεκτό για τις συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 37 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64). Εντούτοις, η εγγενής σε αυτό το είδος συμβάσεων «ψυχολογική πίεση» (η οποία αντισταθμίζεται με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως) δεν είναι καθεαυτή της ίδιας ποιότητας με εκείνη με την οποία επιδιώκεται κατάχρηση επιρροής έναντι του καταναλωτή.

( 22 ) Υπ’ αυτή την έννοια, για παράδειγμα, αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2000, Estée Lauder (C‑220/98, EU:C:2000:8, σκέψη 27), και της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige (C-122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 22).

( 23 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia (C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710, σκέψη 45).

( 24 ) Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C-310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 40).

( 25 ) Στοιχείο βʹ του προδικαστικού ερωτήματος.

( 26 ) Σημείο 14 της διατάξεως περί παραπομπής.

( 27 ) Σε διαφορετική περίπτωση, θα συντρέχει παράλειψη η οποία μπορεί να είναι καθοριστική για την απόφαση που θα λάβει ο καταναλωτής. Εάν γνώριζε την ύπαρξη άλλων πιο ευνοϊκών συμβάσεων, ο καταναλωτής θα μπορούσε να είχε επιλέξει κάποια εξ αυτών και όχι αυτήν που επέλεξε, την οποία πιθανώς θα είχε απορρίψει. Εντούτοις, όπως εξέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Wind Tre και Vodafone Italia (C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:377, σημείο 65), αυτό δεν θα πρέπει να νοείται ως «κατάχρηση επιρροής» εκ μέρους του επαγγελματία, δεδομένου ότι «η επιρροή περί της οποίας κάνουν λόγο τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2005/29 δεν είναι απλώς αυτή που προκύπτει από την παραπλάνηση –ήτοι, η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας–, αλλά αυτή που συνεπάγεται με ενεργό τρόπο, μέσω ασκήσεως πιέσεως, τη χειραγώγηση της βουλήσεως του καταναλωτή». Επισήμανα τότε (υποσημείωση 28) ότι «[β]άσει του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29, πρόκειται για συμπεριφορά συνιστάμενη στην “εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή” με σκοπό “την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση”. Επομένως, δεν αρκεί η παραπλάνηση του καταναλωτή, ώστε αυτός να πιστεύσει εσφαλμένα ότι λαμβάνει ελεύθερη και τεκμηριωμένη απόφαση, αλλά απαιτείται εξαναγκασμός του, ώστε να συνάψει σύμβαση παρά την αντίθετη βούλησή του».

( 28 ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο υπάλληλος της εταιρίας ταχυμεταφορών προσκομίζει τουλάχιστον τα παραρτήματα, τους όρους συναλλαγών, τους τιμοκαταλόγους «και άλλα έγγραφα», τα οποία μετά την υπογραφή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως (σημείο 3 της διατάξεως περί παραπομπής).

( 29 ) Επαναλαμβάνω ότι η ποιότητα των πληροφοριών αυτών έχει κυρίως σημασία από την άποψη της παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής, αλλά δεν είναι καθοριστική αφ’ εαυτής ώστε να συνιστά επιθετική εμπορική πρακτική (η οποία μπορεί, επιπλέον, να εκδηλωθεί και σε συνθήκες παροχής επαρκών και αληθών πληροφοριών).