ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 25ης Ιουλίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C-452/17

ZAKO SPRL

κατά

Sanidel SA

[αίτηση του tribunal de commerce de Liège
(εμποροδικείο Λιέγης, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Άρθρο 1 – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Έννοια του όρου “εμπορικός αντιπρόσωπος” – Ανεξάρτητος μεσολαβητής ο οποίος δεν προσελκύει και δεν επισκέπτεται τους πελάτες ή τους προμηθευτές εκτός των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως του αντιπροσωπευομένου και ο οποίος ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο»

I. Εισαγωγή

1.

Η ετυμολογία του όρου «περιοδεύων αντιπρόσωπος» αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος αυτού, ήτοι ότι, παραδοσιακά, τα πρόσωπα τα οποία ασκούσαν το επάγγελμα αυτό ταξίδευαν για να προσελκύσουν πελάτες και να παρουσιάσουν οι ίδιοι τα πλεονεκτήματα των προϊόντων ώστε να τα πωλήσουν. Σήμερα, χρησιμοποιείται περισσότερο ο όρος «εμπορικός αντιπρόσωπος» για να περιγράψει τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην πώληση προϊόντων στο όνομα και για λογαριασμό άλλου προσώπου. Κατά πόσον η παραδοσιακή έννοια του όρου «περιοδεύων αντιπρόσωπος» εξακολουθεί να ισχύει σήμερα όσον αφορά τον όρο «εμπορικός αντιπρόσωπος»;

2.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de commerce de Liège (εμποροδικείο Λιέγης, Βέλγιο), το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει τη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ ( 2 ).

3.

Στο ίδιο πνεύμα, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την άσκηση από εμπορικό αντιπρόσωπο καθηκόντων τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το κεφάλαιο Ι της οδηγίας 86/653, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 και 2. Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής:

«1.   Τα μέτρα εναρμόνισης που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευμένους από αυτούς.

2.   Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.

3.   Εμπορικοί αντιπρόσωποι κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να είναι, ιδίως:

τα πρόσωπα τα οποία, υπό την ιδιότητα του οργάνου, έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μια εταιρεία ή ένωση προσώπων,

οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους,

οι διαχειριστές που ορίζονται από το δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως.»

5.

Επιπλέον, το άρθρο 2 της οδηγίας 86/653 ορίζει ότι:

«1.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για:

τους μη αμειβόμενους εμπορικούς αντιπροσώπους,

τους εμπορικούς αντιπροσώπους, εφόσον συναλλάσσονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων ή στις αγορές πρώτων υλών,

τον οργανισμό που είναι γνωστός με την ονομασία “Crown Agents for Overseas Governments and Administrations”, όπως θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του νόμου του 1979, σχετικά με τους “Crown Agents”, ή τους θυγατρικούς του οργανισμούς.

2.   Κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα που ασκούν εκείνες τις δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου οι οποίες θεωρούνται παρεπόμενες σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.»

Β. Το βελγικό δίκαιο

6.

Η οδηγία 86/653 μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον νόμο περί συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας, της 13ης Απριλίου 1995 (Moniteur belge της 2ας Ιουνίου 1995, σ. 15621). Το άρθρο 1 του νόμου αυτού, το οποίο κωδικοποιείται στο άρθρο Ι.11.1 του code de droit économique [κώδικα οικονομικού δικαίου], ορίζει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ως εξής:

«Η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει την υποχρέωση, σε μόνιμη βάση και έναντι αμοιβής από τον άλλο συμβαλλόμενο, τον αντιπροσωπευόμενο, να διαπραγματεύεται και, ενδεχομένως, να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες, χωρίς να υπόκειται στην εξουσία του τελευταίου, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. O εμπορικός αντιπρόσωπος οργανώνει τις δραστηριότητές του κατά την κρίση του και διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο του.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

7.

Η Sanidel SA, εταιρία βελγικού δικαίου, ανέθεσε την προώθηση και την πώληση εξοπλισμού κουζίνας στις εγκαταστάσεις της στο Βέλγιο στη ZAKO SPRL, εταιρία βελγικού δικαίου, η οποία έχει συσταθεί, μεταξύ άλλων, από τον André Ghaye.

8.

Ο A. Ghaye εργαζόταν από τα τέλη του 2007 ως υπεύθυνος του τομέα εξοπλισμού κουζίνας της Sanidel χωρίς να έχει καταρτιστεί έγγραφη σύμβαση μεταξύ των δύο μερών. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ο A. Ghaye ασκούσε τις δραστηριότητές του στις εγκαταστάσεις της Sanidel χωρίς να πραγματοποιεί μετακινήσεις.

9.

Επιπλέον, τα καθήκοντα του A. Ghaye περιελάμβαναν την επιλογή των προϊόντων, των προμηθευτών και της εμπορικής πολιτικής, την υποδοχή πελατών, την υλοποίηση σχεδίων κουζίνας, την κατάρτιση προσφορών, τη διαπραγμάτευση των τιμών, την υπογραφή των παραγγελιών, τις επιτόπιες μετρήσεις, τον διακανονισμό διαφορών, τη διαχείριση του προσωπικού του τμήματος εξοπλισμού κουζίνας, την υλοποίηση και διαχείριση της ιστοσελίδας διαδικτυακών πωλήσεων, την ανάπτυξη πωλήσεων καθώς και τη διαπραγμάτευση και οριστικοποίηση των συμβάσεων υπεργολαβίας για λογαριασμό της Sanidel.

10.

Τον Οκτώβριο του 2012, η Sanidel γνωστοποίησε στη ZAKO την καταγγελία της συμβάσεως χωρίς την τήρηση προθεσμίας προειδοποιήσεως και χωρίς αποζημίωση.

11.

Η αγωγή που άσκησε ο A. Ghaye ενώπιον του tribunal du travail de Marche-en-Famenne (πρωτοβάθμιο εργατοδικείο της Marche-en-Famenne, Βέλγιο) κατά της Sanidel, με την οποία ζήτησε την καταβολή αμοιβής για την παροχή διαφόρων υπηρεσιών, κρίθηκε αβάσιμη. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο A. Ghaye δεν είχε αποδείξει ότι είχε ασκήσει τα καθήκοντά του στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας. Η απόφαση του δικαστηρίου αυτού επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιο εργατοδικείο Λιέγης, Βέλγιο). Ωστόσο, ούτε το εν λόγω πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε το δευτεροβάθμιο κλήθηκαν να αποφανθούν επί του ερωτήματος αν η επίμαχη σύμβαση ήταν σύμβαση έργου ή σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.

12.

Στις 6 Ιουνίου 2016, η ΖΑΚΟ άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου επικαλούμενη την ύπαρξη συμβάσεως έργου.

13.

Ωστόσο, κατά τη Sanidel, η επίμαχη σύμβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, λόγος για τον οποίο η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη, καθώς η τελευταία ασκήθηκε μετά την πάροδο της ενιαύσιας προθεσμίας που προβλέπεται από τη σχετική βελγική νομοθεσία.

14.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που προσδίδουν τα μέρη στη σύμβασή τους. Ωστόσο, διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμβάσεως, ο οποίος είναι καθοριστικός για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις προθεσμίες εντός των οποίων οι δικαιούχοι πρέπει να υποβάλλουν τα αιτήματά τους ενώπιον των δικαστηρίων.

IV. Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal de commerce de Liège (εμποροδικείο Λιέγης) διέταξε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, [της οδηγίας 86/653] την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να προσελκύει και να επισκέπτεται τους πελάτες ή τους προμηθευτές εκτός των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως του αντιπροσωπευομένου;

2)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, [της οδηγίας 86/653] την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να μην μπορεί να ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως επί του δευτέρου ερωτήματος, έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, [της οδηγίας 86/653] την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να μην μπορεί να ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, παρά μόνον κατά τρόπο παρεπόμενο;»

16.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιουλίου 2017.

17.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Sanidel, η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη, πλην της Ιταλικής Κυβερνήσεως, συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 17 Μαΐου 2018.

V. Ανάλυση

Α. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

18.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 απαιτεί να έχουν οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου περιοδεύοντα χαρακτήρα και να ασκούνται εκτός των εγκαταστάσεων του αντιπροσωπευομένου.

19.

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που κατέθεσαν παρατηρήσεις συμφωνούν ότι θα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Γενικώς, υποστηρίζουν ότι η οδηγία 86/653 δεν προβλέπει ότι οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου πρέπει να έχουν περιοδεύοντα χαρακτήρα.

1.   Επί των όρων που ενισχύουν την επιλογή του χαρακτηρισμού ως εμπορικού αντιπροσώπου (θετικά κριτήρια)

20.

Όπως ανέφερα στην εισαγωγή των προτάσεων αυτών, τα πρόσωπα των οποίων η δραστηριότητα συνίστατο στην πώληση εμπορευμάτων σε πελάτες καλούνταν παραδοσιακά «περιοδεύοντες αντιπρόσωποι». Ο όρος αυτός μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι η ασκούμενη από τα πρόσωπα αυτά δραστηριότητα είχε περιοδεύοντα χαρακτήρα.

21.

Επιπλέον, ενώ το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρει ότι μέρος της θεωρίας, την οποία παραθέτει η Sanidel, υποστηρίζει ότι οι μετακινήσεις για την προσέλκυση πελατείας δεν αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, επισημαίνω ότι, σύμφωνα με άλλο μέρος της θεωρίας, οι μετακινήσεις για την προσέλκυση πελατείας αποτελούν εγγενές στοιχείο της ιδιότητας του αντιπροσώπου, έτσι ώστε ένα πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στην υποδοχή πελατών, χωρίς να δραστηριοποιείται στην αυτόκλητη προσέλκυση πελατών, δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου ( 3 ).

22.

Ωστόσο, πρώτον, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν χρησιμοποίησε τον όρο «περιοδεύων αντιπρόσωπος» στην οδηγία 86/653. Συνεπώς, η χρήση του όρου «εμπορικός αντιπρόσωπος» στην οδηγία αυτή συνιστά ένδειξη υπέρ του ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, ορίζοντας το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, να απομακρυνθεί από την παραδοσιακή έννοια της σχετικής με την πώληση εμπορευμάτων σε πελάτες δραστηριότητας.

23.

Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, η προστασία της οδηγίας 86/653 παρέχεται σε πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται, ιδίως, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ( 4 ). Επομένως, η εισαγωγή πρόσθετων προϋποθέσεων θα περιόριζε το εύρος της προστασίας όπως προβλέφθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προστασία της οδηγίας 86/653 δεν μπορεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, εις βάρος των προσώπων που ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ( 5 ).

24.

Όσον αφορά το ζήτημα που τίθεται με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν εντοπίζω ούτε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 ούτε σε άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής ενδείξεις που να συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα που ασκούν τις προβλεπόμενες στην πρώτη αυτή διάταξη δραστηριότητες χωρίς να πραγματοποιούν μετακινήσεις αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ( 6 ).

25.

Τρίτον, όπως η Γερμανική Κυβέρνηση, εκτιμώ ότι αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 θα απέκλειε από την προστασία της τα πρόσωπα που, με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, ασκούν καθήκοντα παρόμοια με εκείνα που ασκούν, κατά τρόπο περιοδεύοντα, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι οι οποίοι μετακινούνται. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τέτοια σύγχρονα τεχνολογικά μέσα συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην προώθηση της απασχόλησης ατόμων που πάσχουν από κινητικά προβλήματα.

26.

Το ενδιάμεσο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι, πρώτον, ότι ο περιοδεύων χαρακτήρας της ασκούμενης δραστηριότητας δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση από τον όρο «εμπορικός αντιπρόσωπος». Δεύτερον, κανένα στοιχείο της οδηγίας 86/653 δεν υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει προϋπόθεση σχετική με τη μετακίνηση στον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου κατ’ άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Τέλος, τρίτον, η απουσία ουσιωδών διαφορών μεταξύ των προσώπων που ασκούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας καθήκοντα κατά τρόπο περιοδεύοντα και εκείνων που τα ασκούν άνευ μετακινήσεων δεν δικαιολογεί την εισαγωγή μιας τέτοιας προϋπόθεσης.

2.   Επί των όρων που εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό ως εμπορικού αντιπροσώπου (αρνητικά κριτήρια)

27.

Επιπλέον, συμφωνώ με την Επιτροπή ως προς το ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να ασκεί τη δραστηριότητά του άνευ μετακινήσεων εφόσον αυτή η έλλειψη μετακινήσεων δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του έναντι του αντιπροσωπευομένου.

28.

Από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 προκύπτει ότι η δραστηριότητα ενός εμπορικού αντιπροσώπου πρέπει να έχει ανεξάρτητο χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, τρόποι άσκησης των καθηκόντων ενός μεσολαβητή οι οποίοι ενδέχεται να προκαλέσουν απώλεια της ανεξαρτησίας του εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό ως εμπορικού αντιπροσώπου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

29.

Εκτιμώ ότι η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την ανάλυση των προπαρασκευαστικών εργασιών που κατέληξαν στην έκδοση της οδηγίας 86/653.

30.

Όπως προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο e, της πρότασης για την οδηγία 86/653 ( 7 ), η Επιτροπή είχε προτείνει αρχικά να διευκρινιστεί το εύρος της υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς τις υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου, υπό την έννοια ότι η υποχρέωση αυτή θα εναπέκειτο στον εμπορικό αντιπρόσωπο «εφόσον [οι οδηγίες αυτές] δεν επηρεάζουν κατ’ ουσίαν την ανεξαρτησία του αντιπροσώπου».

31.

Φρονώ πως μια τέτοια διευκρίνιση καταδεικνύει το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο τρόπος με τον οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες οι σχετικές με τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη των πράξεων της αγοράς ή της πωλήσεως μπορούσε να δημιουργήσει σχέση εξαρτήσεως η οποία, όπως προέκυπτε από το άρθρο 2 της αρχικής προτάσεως για την οδηγία 86/653, δεν θα επέτρεπε τον χαρακτηρισμό ως εμπορικού αντιπροσώπου.

32.

Βεβαίως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 86/653 δεν προβλέπει αντίστοιχη διευκρίνιση όσον αφορά το εύρος της υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς τις υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ειδικότερα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου.

33.

Ωστόσο, εκτιμώ ότι η απουσία, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 86/653, μιας τέτοιας διευκρινίσεως σχετικά με τον συσχετισμό μεταξύ της εξαρτήσεως από τις υποδείξεις ενός αντιπροσωπευομένου και της ανεξαρτησίας ενός εμπορικού αντιπροσώπου δεν πρέπει να εκληφθεί ως αποκλίνουσα από το πνεύμα της αρχικής προτάσεως της Επιτροπής. Πράγματι, φρονώ ότι μια τέτοια διευκρίνιση δεν ήταν απαραίτητη καθόσον η ανεξαρτησία συνιστά το βασικό στοιχείο του ορισμού του εμπορικού αντιπροσώπου που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

34.

Περαιτέρω, κατά την άποψή μου, από την απουσία της διευκρινίσεως αυτής πρέπει να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η ανεξαρτησία του εμπορικού αντιπροσώπου δεν πρέπει να αμφισβητείται αποκλειστικά λόγω της συμμορφώσεως στις υποδείξεις ενός αντιπροσωπευομένου αλλά επίσης και λόγω άλλων στοιχείων σχετικών με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων ενός αντιπροσώπου.

35.

Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμώ ότι η συνεχής φυσική παρουσία στις εγκαταστάσεις ενός αντιπροσωπευομένου, που οδηγεί σε πλήρη εξάρτηση από τον εξοπλισμό και το προσωπικό του, ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιφέρει απώλεια της ανεξαρτησίας του εμπορικού αντιπροσώπου. Ωστόσο, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο A. Ghaye είχε πλήρη ανεξαρτησία και δραστηριοποιούταν με πλήρη αυτονομία στις σχέσεις του με τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους επιχειρηματίες.

36.

Υπό πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 δεν απαιτεί να έχουν οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου περιοδεύοντα χαρακτήρα και να ασκούνται εκτός των εγκαταστάσεων του αντιπροσωπευομένου.

Β. Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

37.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο όρος «εμπορικός αντιπρόσωπος» κατά την έννοια της οδηγίας 86/653 απαγορεύει να ασκεί ο αντιπρόσωπος αυτός άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τέτοιου είδους καθήκοντα μπορούν να ασκούνται από εμπορικό αντιπρόσωπο όταν η σπουδαιότητά τους δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό τους ως παρεπόμενων της βασικής δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, όπως αυτή προβλέπεται από την οδηγία αυτή. Το τρίτο ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι οι δύο αυτές κατηγορίες καθηκόντων είναι δυνατό να σωρευθούν.

38.

Η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό του τρίτου ερωτήματος. Κατ’ αυτή, καθόσον η απόφαση περί παραπομπής διευκρινίζει ότι τα καθήκοντα που άσκησε η ΖΑΚΟ με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου καθώς και τα λοιπά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί από τη Sanidel ήταν εξίσου σημαντικά, το τρίτο ερώτημα είναι υποθετικό.

39.

Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, οι δύο αυτές κατηγορίες καθηκόντων είναι εξίσου σημαντικές. Επίσης, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, είναι σημαντικό να εξεταστεί αν τα καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 είναι δυνατό να ασκούνται όταν η σπουδαιότητά τους δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό τους ως παρεπόμενων της βασικής δραστηριότητας ενός εμπορικού αντιπροσώπου. Για τους λόγους αυτούς, εκτιμώ ότι το τρίτο ερώτημα είναι παραδεκτό.

40.

Περαιτέρω, λόγω της φύσεως του δεύτερου ερωτήματος και προκειμένου να δοθεί απάντηση σε αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το νομικό ζήτημα που εγείρεται με το τρίτο ερώτημα. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, λόγω της συνάφειάς τους, πρέπει να δοθεί από κοινού απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα.

1.   Οι θέσεις των διαδίκων

41.

Η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνουν να απαντηθούν από κοινού το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, ενώ η Sanidel και η Επιτροπή προτείνουν να απαντηθούν χωριστά. Ωστόσο, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούν ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να ασκεί καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653.

42.

Εντούτοις, παρατηρώ ότι παρουσιάζονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη δύο διαφορετικές θέσεις όσον αφορά τη φύση των μη σχετικών αυτών καθηκόντων που μπορεί να ασκηθούν από έναν εμπορικό αντιπρόσωπο.

43.

Αφενός, σύμφωνα με τη Γερμανική Κυβέρνηση, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών στο όνομα και για λογαριασμό του εμπορευόμενου.

44.

Στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να ασκεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο. Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τέτοια καθήκοντα δεν θα πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο παρεπόμενο. Επιπλέον, κατά το μέτρο που ασκούνται εξίσου οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου και εκείνες του μισθωτού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, υπάρχουν δύο είδη συμβάσεων που υφίστανται παράλληλα, ήτοι μία σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας που καλύπτει τις συναφείς δραστηριότητες και μία σύμβαση για τις επιχειρηματικές ή μισθωτές δραστηριότητες. Κάθε μία από τις συμβάσεις αυτές θα πρέπει να διέπεται από τους κανόνες που προσιδιάζουν σε αυτή.

45.

Αφετέρου, η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα από κοινού η απάντηση ότι η σύμβαση αντιπροσωπείας μπορεί να περιλαμβάνει υποχρεώσεις παρεπόμενες της εμπορικής αντιπροσωπείας, εφόσον αυτές δεν μεταβάλλουν τη φύση της συμβάσεως διατηρώντας μια οργανική απλώς σχέση με την κύρια υποχρέωση του αντιπροσώπου αυτού.

46.

Σε αυτό το πνεύμα, η Sanidel εκτιμά ότι, όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, δεν προκύπτει από την οδηγία 86/653 ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να αφιερώνει όλο τον χρόνο του αποκλειστικά στα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Ωστόσο, όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, η Sanidel διευκρινίζει ότι είναι σημαντικό τα άλλα καθήκοντα να συνδέονται με τη δραστηριότητα της διαπραγματεύσεως και της πωλήσεως, δηλαδή να είναι αναγκαία ή απαραίτητα για την εκτέλεση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας.

2.   Ανάλυση

47.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί η οδηγία 86/653 ούτως ώστε να διευκρινιστεί αν, κατ’ αρχήν, απαγορεύει να ασκεί ένας εμπορικός αντιπρόσωπος καθήκοντα που δεν εμπίπτουν στη βασική του δραστηριότητα, όπως αυτή προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία. Δεύτερον, εκτιμώ πως είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμβάσεως υπό το πρίσμα της οδηγίας 86/653.

α)   Επί της ασκήσεως καθηκόντων μη σχετικών με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653

48.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα που ασκούν τις δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου οι οποίες θεωρούνται παρεπόμενες σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

49.

Λίγα κράτη έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής ( 8 ). Ωστόσο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 δυνατότητας, το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης με οδηγεί στη σκέψη ότι, κατ’ αρχήν, μπορούν να σωρευθούν και άλλα καθήκοντα με εκείνα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ( 9 ).

50.

Περαιτέρω, δεν προκύπτει ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη διάταξη της οδηγίας 86/653 ότι ένα πρόσωπο, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος, μπορεί να ασκεί καθήκοντα που δεν εμπίπτουν στην πρώτη αυτή διάταξη μόνο κατά τρόπο παρεπόμενο. Αντιστρόφως, ουδόλως απαγορεύεται στο πρόσωπο αυτό να ασκεί τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας κατά τρόπο παρεπόμενο.

51.

Βεβαίως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 απαιτεί να είναι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος επιφορτισμένος με τα καθήκοντα που προβλέπονται στη διάταξη αυτή σε μόνιμη βάση. Ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να έχει λάβει από τον αντιπροσωπευόμενο πάγια εντολή ( 10 ). Ωστόσο, η θεωρία υποστηρίζει ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται κατά τρόπο παρεπόμενο μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση μονιμότητας ( 11 ). Πράγματι, η απαίτηση αυτή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, δεν πρέπει να συγχέεται με την απαίτηση υπεροχής η οποία δεν επιβάλλεται από την οδηγία αυτή ( 12 ).

52.

Τέλος, όπως προκύπτει από την ανάλυσή μου όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ( 13 ), οι τρόποι άσκησης των καθηκόντων ενός εμπορικού αντιπροσώπου δεν μπορούν να συνεπάγονται την απώλεια της ανεξαρτησίας του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος ασκεί επίσης και άλλα καθήκοντα πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 ενδέχεται να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του. Ωστόσο, με την εξαίρεση του περιορισμού αυτού, η σώρευση των καθηκόντων φρονώ ότι επιτρέπεται υπό το καθεστώς που προβλέπεται από την οδηγία αυτή. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, εν προκειμένω, ο A. Ghaye είχε πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία.

53.

Συνοπτικά, οι ανωτέρω σκέψεις συνηγορούν υπέρ του ότι η οδηγία 86/653 δεν απαγορεύει να ασκεί ένας εμπορικός αντιπρόσωπος καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Περαιτέρω, δεν έχει σημασία αν τα καθήκοντα αυτά ασκούνται κατά τρόπο παρεπόμενο ή μη.

β)   Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης συμβάσεως και της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 86/653

1) Οριοθέτηση της προβληματικής

54.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να χαρακτηριστεί η σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης ούτως ώστε να αποφασίσει αν εν προκειμένω έχει εφαρμογή η σχετική με τις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας προθεσμία. Σε αυτό το πλαίσιο, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η άσκηση άλλων καθηκόντων πέραν των σχετικών με τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου μπορεί να μεταβάλει τη φύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα.

55.

Οι προβληματισμοί αυτοί βρίσκουν απήχηση στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά το μέτρο που η τελευταία θεωρεί ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης όπου ασκούνται εξίσου οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου και εκείνες του μισθωτού, υπάρχουν δύο είδη συμβάσεων. Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι, εφόσον, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, δεν είναι δυνατή η κατάτμηση μιας συμβάσεως, η σύμβαση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί σύμφωνα με τα προέχοντα στοιχεία της.

56.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις γραπτές παρατηρήσεις της Sanidel και της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά το μέτρο που εκτιμούν ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να ασκεί καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν μεταβάλλουν τη φύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας.

57.

Φρονώ ότι όλες αυτές οι σκέψεις αντανακλούν την κλασική προσέγγιση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνίσταται στον χαρακτηρισμό της συμβάσεως προκειμένου να εφαρμοστεί το καθεστώς που προσιδιάζει σε αυτή. Ορισμένοι εθνικοί νομοθέτες ορίζουν είδη συμβάσεων ( 14 ). Ένας τέτοιος ορισμός καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από συγκεκριμένο είδος συμβάσεως.

58.

Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η μεταξύ των μερών συναφθείσα σύμβαση περιλαμβάνει χαρακτηριστικά στοιχεία πολλών τύπων συμβάσεων. Αυτές οι καλούμενες μικτές συμβάσεις ενίοτε προκαλούν προβλήματα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους.

59.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να επιλέξει μεταξύ πολλών επιλογών. Μια από αυτές, η οποία προτάθηκε από την Επιτροπή, θα ήταν η κατάτμηση της συναφθείσας μεταξύ των μερών συμβάσεως σε δύο συμβάσεις. Μια άλλη επιλογή θα ήταν η θεώρηση της συμβάσεως ως μίας μικτής συμβάσεως αποτελούμενης από δύο μέρη, όπου κάθε ένα από αυτά τα μέρη θα έπρεπε να διέπεται από τους προσιδιάζοντες σε αυτό κανόνες. Μια τέτοια μικτή σύμβαση θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι ρυθμίζεται μόνο από τις γενικές διατάξεις του δικαίου των συμβατικών ενοχών. Η επιλογή λύσης σχετικά με τον χαρακτηρισμό των μικτών συμβάσεων εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη.

2) Επί του προσδιορισμού του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 86/653

60.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο νομικό ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμβάσεως, πρέπει να στραφούμε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/653. Συναφώς παρατηρώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν όρισε τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής. Αντιστρόφως, μόνον η έννοια «εμπορικός αντιπρόσωπος» ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

61.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/653 χρησιμοποιώντας τον ορισμό της έννοιας «εμπορικός αντιπρόσωπος». Επιπλέον, τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας αυτής περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής». Η λογική αυτή προκύπτει ακόμη και από τον τίτλο της οδηγίας 86/653: αυτή δεν συντονίζει το δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, αλλά το δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους. Η προσέγγιση αυτή όσον αφορά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας αντανακλάται επίσης στη νομολογία σύμφωνα με την οποία σκοπός της οδηγίας αυτής είναι η προστασία των προσώπων που διαθέτουν την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου ( 15 ).

62.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσέγγιση αυτή όσον αφορά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 86/653 διαφέρει από εκείνη που ακολουθείται σε άλλες οδηγίες οι οποίες εναρμονίζουν επιλεγμένες πτυχές του ιδιωτικού δικαίου. Ενδεικτικά, η οδηγία 2008/48/ΕΚ ( 16 ) εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, σε συμβάσεις πίστωσης. Πέρα από τον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, οι οποίοι θεωρούνται αδύναμα μέρη στις συμβατικές σχέσεις, θα μπορούσε να αναφερθεί η οδηγία 2002/47/ΕΚ ( 17 ) η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και θεσπίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ως ειδικό νομικό μέσο ( 18 ).

3) Συνέπειες αντλούμενες από τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 86/653

63.

Μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης εισήγαγε τον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, φρονώ ότι ορισμένοι εθνικοί νομοθέτες προτίμησαν να ορίσουν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ( 19 ). Υποθέτω πως, όσον αφορά τους νομοθέτες αυτούς, η ρύθμιση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας στο εθνικό δίκαιο ήταν δικαιολογημένη για πρακτικούς λόγους. Περαιτέρω, η οδηγία 86/653 περιέχει τους βασικούς όρους μιας συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ( 20 ) και, κατά πάγια νομολογία, σκοπεί στην εναρμόνιση του δικαίου των κρατών μελών όσον αφορά τις έννομες σχέσεις των συμβαλλομένων μερών στην περίπτωση συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ( 21 ).

64.

Ωστόσο, ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 86/653 με βάση την έννοια του «εμπορικού αντιπροσώπου» και όχι την έννοια της εμπορικής αντιπροσωπείας με οδηγεί στη σκέψη ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε να διασφαλίσει την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αυτής ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού ως μικτής της συμβάσεως που συνδέει ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας καθήκοντα με τον αντισυμβαλλόμενό του. Επιπλέον, ένας τέτοιος καθορισμός του πεδίου εφαρμογής εντάσσεται στη λογική της ίδιας αυτής οδηγίας κατά το μέτρο που το καθεστώς που θεσπίστηκε από την τελευταία παρουσιάζει, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένες από τις πτυχές του, χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου ( 22 ).

65.

Επομένως, κατ’ αρχάς, εφόσον διαπιστώνεται ότι ένα πρόσωπο ασκεί τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 καθήκοντα υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία του και τη μονιμότητα της εντολής του, χωρίς να εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται κατά το μέτρο που το πρόσωπο αυτό ασκεί καθήκοντα εμπορικού αντιπροσώπου. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ασκεί επίσης καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας αυτής οδηγίας δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να στερήσει το πρόσωπο αυτό από την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου κατά την έννοια της οδηγίας 86/653.

66.

Δεύτερον, όσον αφορά το νομικό ζήτημα σχετικά με τον χαρακτηρισμό της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμβάσεως, το οποίο οδήγησε το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, επισημαίνω ότι η οδηγία 86/653 δεν εναρμονίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων οι εμπορικοί αντιπρόσωποι πρέπει να ασκήσουν αγωγή σχετικά με την άσκηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής καθηκόντων. Το ίδιο ισχύει και για τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση καθηκόντων τα οποία δεν έχουν σχέση με τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία δεν απαιτεί οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων ενός εμπορικού αντιπροσώπου να εφαρμόζονται όσον αφορά τα καθήκοντα τα οποία δεν έχουν σχέση με τη βασική δραστηριότητα του αντιπροσώπου αυτού, όπως αυτή προβλέπεται από την ίδια οδηγία.

67.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα σημεία 64 και 65 των παρουσών προτάσεων, ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής δεν χάνει την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου λόγω της ασκήσεως καθηκόντων τα οποία δεν έχουν σχέση με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653.

68.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, ανεξαρτήτως της λύσεως που προκρίνει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μικτών συμβάσεων ( 23 ), η άσκηση άλλων καθηκόντων πέραν των σχετικών με τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων για τον αντιπροσωπευόμενο δεν μπορεί να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της μεταξύ των μερών συναφθείσας συμβάσεως ως εμπορικής αντιπροσωπείας, ακόμη και όταν τα άλλα αυτά καθήκοντα δεν είναι παρεπόμενα της προβλεπόμενης από την οδηγία 86/653 βασικής δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου. Περαιτέρω, εάν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει σαφή λύση όσον αφορά τον διαχωρισμό των δύο αυτών κατηγοριών καθηκόντων, θα πρέπει να προκριθεί ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας στο μέτρο του δυνατού μέσω του εφαρμοστέου δικαίου, τουλάχιστον όσον αφορά τα καθήκοντα που εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653.

69.

Υπό το πρίσμα αυτής της επιχειρηματολογίας, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να ασκεί ένας εμπορικός αντιπρόσωπος άλλα καθήκοντα πέραν των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή. Το γεγονός ότι τα άλλα αυτά καθήκοντα μπορούν να χαρακτηριστούν παρεπόμενα της βασικής δραστηριότητας ενός εμπορικού αντιπροσώπου είναι άνευ σημασίας. Επιπλέον, κατά το μέτρο που ο εμπορικός αυτός αντιπρόσωπος ασκεί καθήκοντα που εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την εν λόγω οδηγία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της λύσεως που προκρίνει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μικτών συμβάσεων.

VI. Πρόταση

70.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το tribunal de commerce de Liège (εμποροδικείο Λιέγης, Βέλγιο):

1)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), δεν απαιτεί να έχουν οι δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου περιοδεύοντα χαρακτήρα και να ασκούντα εκτός των εγκαταστάσεων του αντιπροσωπευομένου.

2)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να ασκεί ένας εμπορικός αντιπρόσωπος άλλα καθήκοντα πέραν των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή. Το γεγονός ότι τα άλλα αυτά καθήκοντα μπορούν να χαρακτηριστούν παρεπόμενα της βασικής δραστηριότητας ενός εμπορικού αντιπροσώπου είναι άνευ σημασίας. Επιπλέον, κατά το μέτρο που ο εμπορικός αυτός αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την εν λόγω οδηγία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της λύσεως που προκρίνει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μικτών συμβάσεων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ 1986, L 382, σ. 17).

( 3 ) Βλ., συναφώς, Verbraeken, C., de Schoutheete, A., «La loi du 13 avril 1995 relative au contrat d’agence commerciale», Journal des tribunaux, no 5764 (1995), σ. 463 και 464. Βλ. επίσης, συναφώς, Bogaert, G., De Keersmaeker, Ch., Van Ranst, N., σε Bogaert, G., Lohmann, U. (επιμέλεια), Commercial Agency and Distribution Agreements. Law and Practice in the Member States of the European Union, Kluwer Law International, Χάγη – Λονδίνο – Βοστώνη, 2000, σ. 109.

( 4 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου, 1998, Bellone (C-215/97, EU:C:1998:189, σκέψη 13), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, Ingmar (C-381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 20).

( 5 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου, 1998, Bellone (C-215/97, EU:C:1998:189, σκέψη 13), και της 6ης Μαρτίου 2003, Caprini (C‑485/01, EU:C:2003:135, σκέψη 19).

( 6 ) Συναφώς, παρατηρώ ότι στις προτάσεις του στην υπόθεση Bellone (C‑215/97, EU:C:1998:36, σημείο 31), ο γενικός εισαγγελέας Γ. Κοσμάς προσδιόρισε τρεις προϋποθέσεις αναγκαίες και ικανές ούτως ώστε ένα πρόσωπο να μπορεί να χαρακτηριστεί εμπορικός αντιπρόσωπος, ήτοι το πρόσωπο αυτό πρέπει, πρώτον, να έχει την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, δεύτερον, να έχει συμβατική σχέση μόνιμου χαρακτήρα και, τρίτον, να ασκεί δραστηριότητα, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, η οποία συνίσταται είτε μόνο στη διαπραγμάτευση για την πώληση και αγορά εμπορευμάτων είτε, σωρευτικά, στη διαπραγμάτευση, την πώληση και την αγορά εμπορευμάτων. Επισημαίνω ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις διατυπώνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653. Εν πάση περιπτώσει, η μετακίνηση δεν περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις αυτές.

( 7 ) Βλ. πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί συντονισμού των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ελεύθεροι επαγγελματίες), η οποία υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο στις 17 Δεκεμβρίου 1976 (JO 1977, C 13, σ. 2).

( 8 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 92b του Handelsgesetzbuch (γερμανικού εμπορικού κώδικα). Στη θεωρία, βλ. Wagner, V., Le nouveau statut de l’agent commercial: Étude en droit français, en droit communautaire et en droit comparé, Presses Universitaires du Septentrion, Παρίσι, 2003, σ. 44. Βλ., επίσης, Gardener, C., «The meaning of “negotiate” under the Commercial Agents Directive. Just who is a Commercial Agent», Commercial Law Practitioner, 2006, τόμος 13, αριθ. 4, σ. 109.

( 9 ) Βλ. de Theux, A., Le Statut européen de l’agent commercial. Approche critique de droit comparé, Publication des Facultés universitaires Saint-Louis, Bruxelles, 1992, σ. 39.

( 10 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Poseidon Chartering (C‑3/04, EU:C:2006:176, σκέψεις 24 και 25).

( 11 ) Βλ. Kileste, P., «La loi belge du 13 avril 1995 relative au contrat d’agence commerciale transposant en droit interne la directive européenne 86/653», Revue de droit des affaire internationales, no 7, 1995, σ. 805, και Verbraeken, C., de Schoutheete, A., «La loi du 13 avril 1995 relative au contrat d’agence commerciale», Journal des tribunaux, 1995, σ. 462.

( 12 ) Υπενθυμίζω συναφώς ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία σε πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητες εμπορικού αντιπροσώπου οι οποίες θεωρούνται παρεπόμενες.

( 13 ) Βλ. σημεία 28 έως 35 των παρουσών προτάσεων.

( 14 ) Βλ. όσον αφορά, παραδείγματος χάριν, το πολωνικό δίκαιο, Sośniak, M., Zagadnienia typologii i systematyki umów obligacyjnych, Wydawnictwo UŚ, Katowice, 1990, σ. 73. Όσον αφορά την άποψη των νομικών άλλων κρατών μελών επί της νομοθετικής προσεγγίσεως στην πολωνική έννομη τάξη, βλ. Raff, T., «Vertragstypenbildung im polnischen Recht unter besonderer Berücksichtigung der Generalklausel von Art. 750 KC», σε Andrés Santos, F.J., Baldus, Ch., Dedek, H. (επιμέλεια), Vertragstypen in Europa: Historische Entwicklung und europäische Perspektiven, Sellier European Law Publishers, Munich, 2011, σ. 235. Όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες του συστήματος «common law» (κοινού δικαίου), βλ. Samuel, G., «Classification of contracts: A view from a common lawyer», σε Andrés Santos, F.J., Baldus, Ch., Dedek, H., (επιμέλεια), Vertragstypen in Europa: Historische Entwicklung und europäische Perspektiven, Sellier european law publishers, Munich, 2011, σ. 117.

( 15 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1998, Bellone (C‑215/97, EU:C:1998:189, σκέψη 13), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, Ingmar (C‑381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 20).

( 16 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

( 17 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ 2002, L 168, σ. 43).

( 18 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Aviabaltika (C‑107/17, EU:C:2018:239, σημείο 85).

( 19 ) Όσον αφορά τη μεταφορά στο βελγικό εθνικό δίκαιο της οδηγίας 86/653, βλ. Kileste, P., «La loi belge du 13 avril 1995 relative au contrat d’agence commerciale transposant en droit interne la directive européenne 86/653», Revue de droit des affaires internationales, 1995, no 7, σ. 804. Επίσης, τέτοιος ορισμός εισήχθη, μεταξύ άλλων, στο ιταλικό δίκαιο [άρθρο 1742 του codice civile (ιταλικού αστικού κώδικα)], στο ολλανδικό δίκαιο [άρθρο 7:428 του Burgerlijk Wetboek (ολλανδικού αστικού κώδικα)] και στο πολωνικό δίκαιο [άρθρο 758, παράγραφος 1, του Kodeks cywilny (πολωνικού αστικού κώδικα)].

( 20 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar (C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Quenon K. (C‑338/14, EU:C:2015:795, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Agro Foreign Trade & Agency (C-507/15, EU:C:2016:809, σημείο 34).

( 21 ) Βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar (C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2000, Ingmar (C‑381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 21), της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar (C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 40), και της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Agro Foreign Trade & Agency (C‑507/15, EU:C:2017:129, σκέψη 30).

( 23 ) Βλ. σημείο 59 των παρουσών προτάσεων.