ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 28ης Ιουνίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑296/17

Wiemer & Trachte GmbH, υπό εκκαθάριση

κατά

Zhan Oved Tadzher

[αίτηση του Varhoven kasatsionen sad
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Διεθνής δικαιοδοσία – Άρθρο 21 – Διατυπώσεις δημοσιότητας – Άρθρο 24 – Μη έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας – Εκπλήρωση υπέρ του οφειλέτη – Τεκμήριο άγνοιας – Αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως»

Εισαγωγή

1.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε από το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 18, παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας ( 2 ).

2.

Καλεί το Δικαστήριο να παράσχει ορισμένες διευκρινίσεις, αφενός, όσον αφορά την ερμηνεία των κανόνων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας επί των αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως που αποτελούν άμεση απόρροια διαδικασίας αφερεγγυότητας και, αφετέρου, όσον αφορά τους όρους προστασίας των προσώπων που εκπλήρωσαν μια παροχή υπέρ του πτωχού οφειλέτη στην περίπτωση που η εν λόγω παροχή έπρεπε να εκπληρωθεί υπέρ του συνδίκου σε διαδικασία που διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο καλείται επίσης να αποφανθεί επί του σημαντικού και ήδη συζητηθέντος προβλήματος του αποκλειστικού ή μη χαρακτήρα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους ενάρξεως κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας όσον αφορά αγωγές που αποτελούν απόρροια της εν λόγω διαδικασίας.

Το νομικό πλαίσιο

3.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 7, 8, 29 και 30 του κανονισμού 1346/2000 αναφέρουν τα εξής:

«(2)

Η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί να λειτουργούν αποτελεσματικά και αποδοτικά οι διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας και είναι αναγκαία η έκδοση του παρόντος κανονισμού για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο οποίος εμπίπτει στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 65 της Συνθήκης [ΕΚ].

(6)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιορίζεται σε διατάξεις που διέπουν την αρμοδιότητα για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και τις δικαστικές αποφάσεις που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις για την αναγνώριση αυτών των δικαστικών αποφάσεων και του εφαρμοστέου δικαίου, οι οποίες επίσης ανταποκρίνονται στην προαναφερόμενη αρχή.

(7)

Οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, όπως τροποποιήθηκε από τις συμβάσεις προσχώρησης στη σύμβαση αυτή.

(8)

Για να επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης και της επιτάχυνσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, επιβάλλεται οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και το εφαρμοστέο δίκαιο στον τομέα αυτό να συμπεριληφθούν σε κοινοτική νομοθετική πράξη δεσμευτική και άμεσα εφαρμόσιμη στα κράτη μέλη.

(29)

Προς το συμφέρον των συναλλαγών, θα πρέπει, κατόπιν αιτήματος του συνδίκου, να δημοσιεύεται στα άλλα κράτη μέλη το βασικό περιεχόμενο της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας. Στην περίπτωση που υπάρχει εγκατάσταση στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, μπορεί να προβλέπεται η υποχρεωτική δημοσίευση. Και στις δύο περιπτώσεις, η δημοσίευση δεν θα πρέπει να αποτελεί, ωστόσο, προϋπόθεση για την αναγνώριση της διαδικασίας που διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος.

(30)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια από τα ενεχόμενα πρόσωπα ενδέχεται να μην έχουν ενημερωθεί για την έναρξη της διαδικασίας και να ενεργούν καλή τη πίστει κατά τρόπο αντίθετο προς αυτόν που επιβάλλουν οι νέες περιστάσεις. Προκειμένου να προστατευτούν τα πρόσωπα αυτά, τα οποία, αγνοώντας την έναρξη διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος, εκπληρούν μια παροχή προς όφελος του οφειλέτη ενώ θα έπρεπε να εκτελεστεί προς όφελος του συνδίκου της διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να προβλέπεται ο απελευθερωτικός χαρακτήρας αυτής της εκτέλεσης της πληρωμής.»

4.

Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», ορίζει τα εξής:

«1.   Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.

2.   Όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη ευρίσκεται σε κράτος μέλος, τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, κατ’ αυτού, μόνον εάν έχει εκεί εγκατάσταση. Η διαδικασία αυτή παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

[…]»

5.

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[η] κήρυξη της έναρξης μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα κατ’ άρθρο 3 αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους, αναγνωρίζεται στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έναρξης».

6.

Κατά το άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εξουσίες του συνδίκου»:

«1.   Ο σύνδικος ο οριζόμενος από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, δικαιούται να ασκεί εντός άλλου κράτους μέλους όλες τις εξουσίες που του απονέμει το δίκαιο του κράτους ενάρξεως, εφόσον δεν έχει κηρυχθεί σ’ αυτό η έναρξη άλλης διαδικασίας αφερεγγυότητας ή δεν έχει ληφθεί άλλο αντίθετο ασφαλιστικό μέτρο λόγω υποβολής αιτήσεως ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας στο εν λόγω άλλο κράτος. Δικαιούται μεταξύ άλλων, και επιφυλασσομένων των άρθρων 5 και 7, να μεταφέρει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη εκτός του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται.

2.   Ο σύνδικος ο διορισθείς από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δικαιούται, εντός των άλλων κρατών μελών, να επικαλείται δικαστικώς ή εξωδίκως, το γεγονός ότι, μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, κινητά περιουσιακά στοιχεία μεταφέρθηκαν από το κράτος έναρξης στο συγκεκριμένο άλλο κράτος μέλος. Δικαιούται επίσης να ασκεί αγωγές πτωχευτικής ανάκλησης προς όφελος των πιστωτών.

[…]»

7.

Το άρθρο 21 του κανονισμού 1346/2000, το οποίο επιγράφεται «Δημοσιότητα», ορίζει τα εξής:

«1.   Το ουσιαστικό περιεχόμενο της αποφάσεως περί ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της τυχόν αποφάσεως διορισμού συνδίκου δημοσιεύονται, κατ’ αίτηση του συνδίκου, σε όλα τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο καθένα διατυπώσεις δημοσιότητας. Στη δημοσίευση αναφέρεται επίσης το όνομα του διορισθέντος συνδίκου και διευκρινίζεται εάν ο εφαρμοσθείς κανόνας αρμοδιότητας είναι ο κανόνας του άρθρου 3, παράγραφος 1, ή του άρθρου 3, παράγραφος 2.

2.   Ωστόσο, η υποχρεωτική δημοσίευση δύναται να επιβληθεί από κάθε κράτος μέλος στο οποίο ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, ο σύνδικος ή κάθε αρμόδια προς τούτο αρχή του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει τη δημοσίευση αυτή.»

8.

Το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Παροχή υπέρ του οφειλέτη», προβλέπει:

«1.   Ο προβαίνων εντός κράτους μέλους σε εκπλήρωση παροχής προς όφελος οφειλέτη υποκείμενου σε διαδικασία αφερεγγυότητας η οποία άρχισε σε άλλο κράτος μέλος, ενώ θα έπρεπε να εκτελεσθεί προς όφελος του συνδίκου της διαδικασίας αυτής, ελευθερώνεται, εάν αγνοούσε την έναρξη της διαδικασίας.

2.   Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, η άγνοια της έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας τεκμαίρεται, εφόσον η εκπλήρωση της παροχής έλαβε χώρα πριν από τις κατ’ άρθρο 21 διατυπώσεις δημοσιότητας. Εάν η εκπλήρωση της παροχής έλαβε χώρα μετά τις διατυπώσεις αυτές, τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εκπληρώσας τελούσε εν γνώσει της έναρξης της διαδικασίας.»

9.

Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις για τη διεξαγωγή και την περάτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας οι εκδιδόμενες από δικαστήριο του οποίου η απόφαση περί ενάρξεως της διαδικασίας αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16, καθώς και ο πτωχευτικός συμβιβασμός που εγκρίνεται από το δικαστήριο αυτό, αναγνωρίζονται επίσης άνευ ετέρου. […]

Το πρώτο εδάφιο ισχύει επίσης για τις αποφάσεις που αποτελούν άμεση απόρροια της διαδικασίας αφερεγγυότητας και εντάσσονται απευθείας σ’ αυτήν, και αν ακόμη εκδοθούν από άλλο δικαστήριο.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει επίσης για τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που λαμβάνονται μετά από την αίτηση έναρξης μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.

Η Wiemer & Trachte GmbH είναι εταιρία κατά μετοχές με έδρα στο Ντόρτμουντ, στη Γερμανία. Με απόφαση της 10ης Μαΐου 2004, το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) διέταξε την καταχώριση στο βουλγαρικό εμπορικό μητρώο ενός υποκαταστήματος της Wiemer & Trachte στη Βουλγαρία.

11.

Με διάταξη της 3ης Απριλίου 2007, το Amtsgericht Dortmund (ειρηνοδικείο του Ντόρτμουντ, Γερμανία) όρισε προσωρινό σύνδικο για τη Wiemer & Trachte και αποφάσισε ότι οι εκποιητικές πράξεις της εταιρίας αυτής θα παράγουν αποτελέσματα μόνο με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Η πρώτη αυτή διάταξη καταχωρίστηκε στο γερμανικό εμπορικό μητρώο στις 4 Απριλίου 2007. Με δεύτερη διάταξη, η οποία εκδόθηκε στις 21 Μαΐου 2007, και καταχωρίστηκε στο εμπορικό μητρώο στις 24 Μαΐου 2007, το εν λόγω δικαστήριο επέβαλε στη Wiemer & Trachte γενική απαγόρευση διαθέσεως των περιουσιακών της στοιχείων. Με τρίτη διάταξη, η οποία εκδόθηκε την 1η Ιουνίου 2007 από το εν λόγω δικαστήριο, η περιουσία της εταιρίας υποβλήθηκε σε διαδικασία αφερεγγυότητας. Η τρίτη αυτή διάταξη καταχωρίστηκε στο εμπορικό μητρώο στις 5 Ιουνίου 2007.

12.

Στις 18 και 20 Απριλίου 2007, τα ποσά των 2149,30 και 40000 ευρώ αντίστοιχα εμβάσθηκαν από τον λογαριασμό της Wiemer & Trachte στην τράπεζα Obedinena Balgarska banka AD, μέσω του διαχειριστή του βουλγαρικού υποκαταστήματος, σε λογαριασμό του Zhan Oved Tadzher, αντίστοιχα ως «δαπάνες ταξιδιού» και ως «προκαταβολή για επαγγελματικές δαπάνες».

13.

Η Wiemer & Trachte προσέφυγε στο Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) με αγωγή κατά του Z. O. Tadzher, υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω τραπεζικές συναλλαγές δεν παράγουν αποτελέσματα στο μέτρο που έλαβαν χώρα μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ζήτησε την επιστροφή των προαναφερθέντων ποσών, πλέον νομίμων τόκων, στην πτωχευτική περιουσία.

14.

Ο Z. O. Tadzher υποστήριξε ότι το βουλγαρικό δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ότι δεν έγινε χρήση του ποσού που αντιστοιχούσε στην προκαταβολή για επαγγελματικές δαπάνες και ότι το ποσό των 40000 ευρώ επιστράφηκε στη Wiemer & Trachte στις 25 Απριλίου 2007.

15.

Η ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του βουλγαρικού δικαστηρίου δεν έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό από το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) ούτε στον δεύτερο βαθμό από το Sofiyski apelativen sad (εφετείο Σόφιας, Βουλγαρία). Με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2013, ένα τμήμα του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) έκρινε ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του εφετείου είναι απαράδεκτη και ότι η εν λόγω διάταξη, που αναγνώριζε τη διεθνή δικαιοδοσία του βουλγαρικού δικαστηρίου, είχε καταστεί αμετάκλητη.

16.

Επί της ουσίας, δεδομένου ότι το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) έκανε δεκτή την αγωγή της Wiemer & Trachte, ο Z. O. Tadzher άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως. Στις 26 Ιουλίου 2016, το Sofiyski apelativen sad (εφετείο Σόφιας) εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη και αναπόδεικτη.

17.

Η Wiemer & Trachte κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) κατά της αποφάσεως του Sofiyski apelativen sad (εφετείου Σόφιας), υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000 δεν έχει εφαρμογή στην επίδικη διαφορά.

18.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού [1346/2000] την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως κατά εναγομένου με έδρα ή κατοικία σε άλλο κράτος μέλος ή μήπως έχει δικαίωμα ο σύνδικος πτωχεύσεως, στην περίπτωση του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού, να ασκήσει αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους της έδρας ή της κατοικίας του εναγομένου, όταν η εν λόγω αγωγή εκ μέρους του συνδίκου πτωχεύσεως στηρίζεται σε διάθεση κινητών περιουσιακών στοιχείων η οποία πραγματοποιήθηκε στο άλλο κράτος μέλος;

2)

Έχει εφαρμογή η απαλλαγή του άρθρου 24, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, του κανονισμού [1346/2000] σε περίπτωση παροχής υπέρ του οφειλέτη η οποία εκπληρώνεται σε ένα κράτος μέλος, προς τον διαχειριστή μιας καταχωρισμένης στο ίδιο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της οφειλέτριας εταιρίας, αν κατά τον χρόνο εκπληρώσεως της παροχής είχε ήδη υποβληθεί, σε άλλο κράτος μέλος, αίτηση ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με την περιουσία της οφειλέτριας και είχε οριστεί προσωρινός σύνδικος, αλλά ακόμη δεν είχε εκδοθεί απόφαση ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας;

3)

Έχει εφαρμογή το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού [1346/2000] σε περίπτωση εκπληρώσεως παροχής υπό μορφή καταβολής χρηματικού ποσού προς όφελος της οφειλέτριας, όταν η αρχική μεταφορά του ποσού αυτού από την οφειλέτρια προς τον εκπληρώσαντα την παροχή θεωρείται ως μη παράγουσα αποτελέσματα με βάση το εθνικό δίκαιο του πτωχευτικού δικαστηρίου και αυτή η έλλειψη αποτελεσμάτων απορρέει από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

4)

Ισχύει το τεκμήριο άγνοιας κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού [1346/2000], όταν οι αρχές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού δεν έχουν λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι στο μητρώο του κράτους μέλους όπου διαθέτει εγκατάσταση η οφειλέτρια θα δημοσιευθούν οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου, με τις οποίες ορίστηκε προσωρινός σύνδικος και καθορίστηκε ότι οι πράξεις διαθέσεως εκ μέρους της εταιρίας παράγουν αποτελέσματα μόνο με τη συγκατάθεση του προσωρινού συνδίκου, αν το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η έδρα της εγκαταστάσεως προβλέπει την υποχρεωτική δημοσίευση των αποφάσεων αυτών, μολονότι τις αναγνωρίζει δυνάμει του άρθρου 25 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του κανονισμού;»

19.

Η Wiemer & Trachte και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην οποία έλαβαν μέρος οι ως άνω ενδιαφερόμενοι, διεξήχθη στις 3 Μαΐου 2018.

Ανάλυση

20.

Δεδομένου ότι το πλαίσιο που οδήγησε το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, κατ’ εμέ, δεν στερείται αμφισημίας, επιβάλλονται ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις ως προς αυτό και, κατά προέκταση, ως προς τη λυσιτέλεια των τεθέντων ερωτημάτων.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις ως προς το πραγματικό πλαίσιο και ως προς τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου

21.

Εν προκειμένω, είναι θεμιτό να αμφιβάλλει κανείς για τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου. Κατ’ αρχάς, η προβληματική της διεθνούς δικαιοδοσίας των βουλγαρικών δικαστηρίων (στην οποία εστιάζεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα) προκειμένου να επιληφθούν της αγωγής της αναιρεσείουσας φαίνεται, πλέον, να έχει λυθεί από τον εθνικό δικαστή. Εν συνεχεία, υπάρχει ακόμη αμφισβήτηση ως προς αυτό τούτο το αληθές της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συναλλαγής, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τον φάκελο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και όπως αυτό επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

22.

Πρώτον, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ένα από τα τμήματά του φαίνεται να έχει αμετάκλητα αποφανθεί ( 3 ) υπέρ της διεθνούς δικαιοδοσίας των βουλγαρικών δικαστηρίων όσον αφορά την αγωγή της Wiemer & Trachte, πράγμα που θα μπορούσε να καταστήσει περιττό το ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας στη διαφορά της κύριας δίκης. Επομένως, υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς τη λυσιτέλεια του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

23.

Ωστόσο, και λαμβανομένου υπόψη, εν πάση περιπτώσει, του τεκμηρίου λυσιτέλειας που συνοδεύει τα προδικαστικά ερωτήματα, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι εξακολουθεί να πρέπει να καθοριστεί πάνω σε ποια βάση τα βουλγαρικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την αγωγή που ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα. Υπό αυτήν την οπτική γωνία, είναι απαραίτητο, όπως αφήνει να νοηθεί το πρώτο ερώτημα, να καθοριστεί αν η υπόθεση της κύριας δίκης είναι ενδεικτική των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 1346/2000 δυνατοτήτων ασκήσεως αγωγών.

24.

Η απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα αυτό θα έχει δυνητικά σημαντικές συνέπειες κατά την εξέταση του βασίμου της αγωγής για την επιστροφή των επίμαχων ποσών. Ειδικότερα, με την απάντηση αυτή θα καθοριστεί αν ο αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης μπορεί ενδεχομένως να επικαλεστεί την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000.

25.

Δεύτερον, και όπως απορρέει από τις διευκρινίσεις που η αναιρεσείουσα παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φαίνεται ότι η ίδια η ύπαρξη της επίμαχης πληρωμής εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

26.

Επισημαίνεται ότι, ενώ με διάταξη της 3ης Απριλίου 2007 εκδοθείσα από το Amtsgericht Dortmund (ειρηνοδικείο του Ντόρτμουντ) ορίστηκε προσωρινός σύνδικος για την έγκριση των πράξεων διαθέσεως της κινητής περιουσίας τηςWiemer & Trachte, λίγο αργότερα (στις 18 και 20 Απριλίου 2007) το συνολικό ποσό των 42149,30 ευρώ φέρεται ότι εμβάσθηκε από τον λογαριασμό του βουλγαρικού υποκαταστήματος της τελευταίας σε λογαριασμό που είχε ανοιχτεί στο όνομα του αναιρεσίβλητου. Το ποσό αυτό, κατά τις δηλώσεις του αναιρεσίβλητου, επεστράφη κατά μεγάλο μέρος στις 25 Απριλίου 2007 με καταβολή, από τον ίδιο, του ποσού των 40000 ευρώ στο υποκατάστημα της αναιρεσείουσας στη Βουλγαρία.

27.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Wiemer & Trachte αποφάσισε να ασκήσει αγωγή προκειμένου να μην παραγάγει αποτελέσματα το πρώτο έμβασμα και να ζητήσει την επιστροφή του ποσού αυτού. Ενώ το επιληφθέν σε πρώτο βαθμό δικαστήριο [το Sofyiski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας)] έκανε δεκτή την αγωγή αυτή, το εφετείο [το Sofiyski apelativen sad (εφετείο Σόφιας)] έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι αβάσιμη.

28.

Πάντως, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, η Wiemer & Trachte, αμφισβητεί τις κρίσεις του αιτούντος δικαστηρίου ότι «οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προβαλλόμενη από τον αναιρεσίβλητο πληρωμή του ποσού των 40000 ευρώ έγινε στις 25 Απριλίου 2007» και ότι «[η] ένδικη διαφορά αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω πληρωμή συνιστά εκπλήρωση παροχής υπέρ του οφειλέτη και αν παράγει αποτελέσματα».

29.

Κατά την αναιρεσείουσα, και όπως αυτή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επιστροφή του ποσού των 40000 ευρώ ουδέποτε έλαβε χώρα. Αν αυτό ισχύει, πράγμα που μόνο στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να επιβεβαιώσει ή να αναιρέσει ( 4 ), τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα να καταστούν σε μεγάλο μέρος άνευ αντικειμένου το δεύτερο έως και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

30.

Εντούτοις και λαμβανομένου υπόψη, επίσης εδώ, του τεκμηρίου λυσιτέλειας του οποίου απολαύουν τα ερωτήματα του εθνικού δικαστή σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δύναται να κηρυχθεί παραδεκτή.

Επί του πρώτου ερωτήματος: αποκλειστικός ή επιλεκτικός χαρακτήρας της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο κηρύχθηκε η έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, όσον αφορά την εκδίκαση αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως

31.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να καθοριστεί αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει κηρυχθεί η έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τις αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως ή αν, αντιθέτως, η δικαιοδοσία αυτή είναι επιλεκτική, στο μέτρο που ο σύνδικος είναι πάντοτε σε θέση να ασκήσει τέτοιες αγωγές ενώπιον των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών.

32.

Εν προκειμένω, αντιπαρατίθενται δύο ερμηνευτικές τάσεις.

33.

Κατά την πρώτη, η οποία βασίζεται ειδικά στον κανόνα «vis attractiva concursus» ( 5 ) και η οποία έχει ορισμένη ιστορική θεμελίωση ( 6 ), τα δικαστήρια του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα μόνα που έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τις αγωγές που συνδέονται με την αφερεγγυότητα αν οι αγωγές αυτές αποτελούν άμεση απόρροια της αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με το πλαίσιό της. Πάντως, εφόσον, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο ( 7 ), οι αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως πρέπει να θεωρούνται ως συνδεόμενες με τη διαδικασία αφερεγγυότητας, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων να κηρύξουν την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποκλείει κάθε άλλη διεθνή δικαιοδοσία.

34.

Κατά μια δεύτερη προσέγγιση, η οποία, κατά την Επιτροπή, απορρέει από συστηματική και τελολογική ερμηνεία του κανονισμού 1346/2000, η εν λόγω δικαιοδοσία δεν μπορεί παρά να νοηθεί ως επιλεκτική. Οι αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως μπορούν να εμπίπτουν σε τομείς και να αφορούν ενοχές που δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην με την κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας και, επιπλέον, δεν πρέπει να περιορίζεται η δυνατότητα του συνδίκου να ασκεί τέτοιες αγωγές προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

35.

Πριν δοθεί ευθέως απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει πρώτα να γίνουν ορισμένες υπενθυμίσεις γενικής φύσεως σχετικά με την εμβέλεια του κανονισμού 1346/2000 και με τις αρχές που αυτός διατυπώνει όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία.

Γενικές διευκρινίσεις όσον αφορά την εμβέλεια των ειδικών κανόνων που απορρέουν από τον κανονισμό 1346/2000

36.

Χωρίς να απαιτείται να ανατρέξουμε λεπτομερώς στην ιστορική προέλευση και στο ακριβές περιεχόμενο του κανονισμού 1346/2000 ( 8 ), πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς του κανονισμού αυτού έγκειται στην επιθυμία να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας αποφευγομένων των καταστάσεων του λεγόμενου «forum shopping» ( 9 ). Έτσι, ο εν λόγω κανονισμός έχει ως σκοπό την εναρμόνιση των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (και όχι των κανόνων ουσιαστικού δικαίου) που έχουν εφαρμογή στον τομέα των «συλλογικ[ών] διαδικασ[ιών] οι οποίες προϋποθέτουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και τον διορισμό συνδίκου [ ( 10 )]».

37.

Ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί ιδίως να συμπληρώσει τα κανονιστικά κενά που οφείλονται στο ότι οι διαδικασίες πτωχεύσεως είχαν ρητώς αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 11 ) [και του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου ( 12 ) που τη διαδέχθηκε]. Ειδικότερα, σκοπός του είναι η ενοποίηση των κανόνων που αφορούν τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, της διεθνούς δικαιοδοσίας και του αποτελέσματος (αναγνώριση και εκτέλεση) των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Πράττοντας τούτο, ο κανονισμός 1346/2000 καταλήγει να αντικαταστήσει, στο πεδίο εφαρμογής του νομοθετήματος αυτού, τις λύσεις που έως τότε είχαν καθιερωθεί στο κοινό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των κρατών μελών.

38.

Όπως αναφέρει η επεξηγηματική έκθεση Virgós‑Schmit ( 13 ), η οποία δύναται να παράσχει χρήσιμα στοιχεία στο πλαίσιο της ερμηνείας του κανονισμού αυτού ( 14 ), η διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία είναι συλλογική δράση, απαιτεί να καθορίζονται με σαφήνεια οι νομικές καταστάσεις.

39.

Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα τέτοιων διαδικασιών προϋποθέτει ότι τα οικεία κράτη αναγνωρίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας, τις εξουσίες των συνδίκων τους καθώς και τα έννομα αποτελέσματα των αποφάσεών τους ( 15 ).

40.

Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, το σύστημα που απορρέει από τον κανονισμό 1346/2000 στηρίζεται στην προβλεπόμενη στο άρθρο του 3 διάκριση μεταξύ των κύριων διαδικασιών (καθολικών) και των δευτερευουσών διαδικασιών (τοπικών) ( 16 ). Ενώ το κοινό δίκαιο των κρατών μελών δεχόταν, εν γένει, ότι οι εθνικοί δικαστές μπορούν να αναγνωρίζουν ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την έναρξη συλλογικής διαδικασίας στηριζόμενοι σε περισσότερες βάσεις (όπως, για παράδειγμα, η ιθαγένεια ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών ή ακόμη η ύπαρξη στο οικείο κράτος συμφερόντων του οφειλέτη), ο κανονισμός 1346/2000 επιτρέπει στα δικαστήρια των κρατών μελών να κηρύττουν εαυτά ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία μόνο με βάση δύο κριτήρια: το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη και η ύπαρξη εγκαταστάσεως στο έδαφος του οικείου κράτους.

41.

Όσον αφορά τις λεγόμενες αγωγές «πτωχευτικής ανακλήσεως», η έκθεση Virgós‑Schmit αναφέρει, στο σημείο της 77, αναφερόμενη στην κατεύθυνση που χαράχθηκε στην απόφαση Gourdain ( 17 ), ότι «στοιχείο συνδέσεως υπάρχει όταν οι αγωγές απορρέουν ευθέως από την αφερεγγυότητα και συνδέονται στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας».

42.

Το Δικαστήριο υιοθετώντας τη θέση αυτή εκθέτει, στην απόφαση Seagon ( 18 ), ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως στρεφόμενη κατά τρίτου ο οποίος έχει την καταστατική του έδρα σε άλλο κράτος μέλος.

43.

Πρέπει να επισημανθεί ότι η λύση αυτή επικυρώθηκε με την αναμόρφωση του πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 ( 19 ). Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι «[τ]α δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 έχουν δικαιοδοσία για κάθε αγωγή που απορρέει άμεσα από τη διαδικασία και έχει στενή σχέση με αυτήν, όπως οι ανακλητικές αξιώσεις» ( 20 ).

44.

Κατά συνέπεια, αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως με την οποία ο σύνδικος του οφειλέτη ζητεί την επιστροφή ποσού αχρεωστήτως καταβληθέντος σε τρίτον μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία σχετικά με τη Wiemer & Trachte, δύναται να εμπίπτει στις αγωγές στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός 1346/2000.

45.

Ωστόσο, είναι αυτή η διεθνής δικαιοδοσία αποκλειστική υπό την έννοια ότι ο κανόνας «vis attractiva concursus» του κράτους μέλους εντός του οποίου κινήθηκε η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας αποκλείει την άσκηση αγωγών (μεταξύ άλλων, αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως) ενώπιον δικαστηρίων άλλων κρατών μελών;

46.

Όπως θα εκθέσω κατωτέρω, φρονώ ότι δεν μπορούμε παρά να δώσουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Αποκλειστικός ή επιλεκτικός χαρακτήρας της αγωγής πτωχευτικής ανακλήσεως;

47.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, το κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος που έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό 1346/2000.

48.

Κατ’ εφαρμογήν του κανόνα «vis attractiva concursus», σκοπός του οποίου είναι η αποφυγή της «διασπάσεως» της εκδικάσεως των διαφορών χάριν της εγγύτητας και της προβλεψιμότητας, όχι μόνον η διεθνής δικαιοδοσία αλλά και το εφαρμοστέο δίκαιο και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να συγκεντρώνονται στο κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

49.

Εντούτοις, αν ληφθεί υπόψη μόνον το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, ο κανόνας «vis attractiva concursus» δεν διατυπώνεται σαφώς σε αυτό, υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρει ρητώς ότι τα δικαστήρια που κηρύχθηκαν ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία κατά το στάδιο ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι επίσης τα μόνα που έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τις αγωγές που απορρέουν από την εν λόγω διαδικασία ή συνδέονται στενά με αυτήν. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη προβλέπει απλά, όσον αφορά την κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, ότι διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη.

50.

Η σιωπή της εν λόγω διατάξεως όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία επί αγωγών που έχουν σχέση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτές, η οποία ασφαλώς εξηγείται από το γεγονός ότι τα δίκαια των κρατών μελών αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον κανόνα «vis attractiva concursus», οδήγησε σε πολύ διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά τη δυνατότητα δικαστηρίων άλλων από αυτά του κράτους μέλους ενάρξεως των διαδικασιών αυτών να επιληφθούν αγωγών που συνδέονται με τις εν λόγω διαδικασίες.

51.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις λεγόμενες αγωγές «πτωχευτικής ανακλήσεως», όπου ως τέτοιες νοούνται όλες οι αγωγές οι οποίες, στηριζόμενες στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη, σκοπούν στη διάρρηξη συναλλαγών και πράξεων που έχουν γίνει από και προς όφελος του τελευταίου, είναι απολύτως δυνατό, πέραν των συναλλαγών και των πράξεων που συνδέονται με συμβάσεις που ενδεχομένως έχουν συναφθεί μεταξύ των περί ων πρόκειται οντοτήτων, οι αγωγές αυτές να θεμελιώνονται σε άλλες ενοχές αστικής ή εμπορικής φύσεως. Συνεπώς, αν μείνουμε σε μια γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori το ενδεχόμενο τα δικαστήρια άλλων κρατών μελών να μπορούν, βάσει των κανόνων της κατά τόπον αρμοδιότητας που καλούνται να εφαρμόσουν, να κηρύξουν εαυτά αρμόδια όσον αφορά τις αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως που έχει ασκήσει ο σύνδικος.

52.

Οι υπέρμαχοι της «επιλεκτικής» προσεγγίσεως προβάλλουν δύο σειρές επιχειρημάτων.

53.

Πρώτον, υποστηρίζουν ότι, μολονότι σκοπός του κανονισμού 1346/2000 είναι να περιοριστούν οι καταστάσεις του «forum shopping», εντούτοις ο εν λόγω κανονισμός δεν σκοπεί να περιορίσει τις εξουσίες του συνδίκου που έχει οριστεί δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας Ruiz‑Jarabo Colomer στις προτάσεις του στην υπόθεση Seagon (C‑339/07, EU:C:2008:575, σημεία 64 επ.), εφόσον η άσκηση αγωγής πτωχευτικής ανακλήσεως συνιστά προνόμιο του συνδίκου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η διεθνής δικαιοδοσία όσον αφορά μια τέτοια αγωγή δεν είναι πάντοτε αποκλειστική.

54.

Δεύτερον, η δυνατότητα του συνδίκου να ασκεί αγωγές ενώπιον δικαστηρίων άλλων από αυτά που ορίζονται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, εκτός του ότι μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των αγωγών που ο σύνδικος ασκεί υπέρ της ομάδας των πιστωτών, μπορεί να αποδειχθεί ότι συνάδει περισσότερο με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Πράγματι, τα κριτήρια για τον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγή δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, τα οποία αποκλίνουν από τα κριτήρια καθορισμού διεθνούς δικαιοδοσίας που τα κράτη μέλη καλούνταν έως τότε να ορίσουν, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την άσκηση αγωγών κατά προσώπων που δεν έχουν την κατοικία τους στο forum concursus και, κατά συνέπεια, την υπονόμευση των δικονομικών τους δικαιωμάτων.

55.

Το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών μού φαίνεται, από τελολογικής απόψεως, μάλλον πειστικό. Πράγματι, οι στόχοι της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας συνηγορούν υπέρ της δυνατότητας του ορισθέντος συνδίκου να επιλέγει τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων επιθυμεί να ασκήσει τις αγωγές του. Η δυνατότητα αυτή παρουσιάζει, επιπλέον, το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει την άσκηση αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως ευθέως ενώπιον του δικαστηρίου του εναγομένου, πράγμα που κατά γενικό κανόνα αποδεικνύεται ως καλύτερη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας.

56.

Εντούτοις, και μολονότι δέχομαι ότι δεν είμαι αδιάφορος στα επιχειρήματα αυτά, θεωρώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου είναι προσανατολισμένη προς την καθιέρωση του κανόνα «vis attractiva concursus». Συναφώς, αρμόζει να αναφερθούν τα διδάγματα δύο νομολογιακών γραμμών.

57.

Η πρώτη νομολογιακή γραμμή αφορά την οριοθέτηση του αντίστοιχου πεδίου εφαρμογής των διαφόρων πράξεων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων, όπως καθορίστηκε αρχικά από την απόφαση Gourdain ( 21 ).

58.

Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έκρινε ότι μια αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως, που αποσκοπούσε στην αύξηση του ενεργητικού επιχειρήσεως η οποία αποτελούσε το αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας, συνδεόταν με τη διαδικασία πτωχεύσεως, καθόσον ήταν άμεση απόρροια της πτωχεύσεως και συνδεόταν στενά με τη διαδικασία ρευστοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων ή δικαστικού διακανονισμού. Συνεπώς, μια τέτοια αγωγή δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών και δεν υπέκειτο στους οριζόμενους από αυτήν κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

59.

Η μεταγενέστερη νομολογία ( 22 ) που αφορά τη σύνδεση των κανόνων που διατυπώνονται, αφενός, στον κανονισμό Βρυξέλλες I και, αφετέρου, στον κανονισμό 1346/2000 αναφέρει με αρκετή σαφήνεια ότι είναι σημαντικό όλες οι αστικής ή εμπορικής φύσεως αγωγές να καλύπτονται από ενιαίους ευρωπαϊκούς κανόνες σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, οι οποίοι πρέπει να ορίζονται από τη μία ή την άλλη εκ των πράξεων αυτών. Πράγματι, πρέπει να αποφεύγεται η θέσπιση εθνικών κανόνων άρσεως συγκρούσεων διεθνούς δικαιοδοσίας εις βάρος της ασφάλειας δικαίου ( 23 ).

60.

Πάντως, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Seagon ( 24 ), το ίδιο ακριβώς κριτήριο χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1346/2000 για την οριοθέτηση του αντικειμένου του. Πράγματι, κατά την αιτιολογική αυτή σκέψη, ο εν λόγω κανονισμός διέπει «την αρμοδιότητα για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και τις δικαστικές αποφάσεις που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές».

61.

Η δεύτερη νομολογιακή γραμμή που είναι καθοριστική είναι αυτή που απορρέει ακριβώς από την απόφαση Seagon ( 25 ). Κατά την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στο κράτος μέλος εντός του οποίου κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας επίσης όσον αφορά αγωγές που αποτελούν άμεση απόρροια της εν λόγω διαδικασίας και συνδέονται στενά με αυτήν. Αφότου διευκρίνισε, στην ίδια απόφαση, ότι η «εκδίκαση του συνόλου των αγωγών που συνδέονται άμεσα με την αφερεγγυότητα μιας επιχειρήσεως από τα δικαστήρια του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας υπηρετεί, επίσης, τον σκοπό της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακά αποτελέσματα», το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αν αναγνωσθεί ολόκληρη η απόφασή του, υπέρ της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που κηρύχθηκαν ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία κατά το στάδιο ενάρξεως της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας ( 26 ).

62.

Θεωρώ ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη διατύπωση ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 1346/2000.

63.

Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τις «εξουσίες του συνδίκου», προβλέπει τη δυνατότητα του συνδίκου ο οποίος έχει οριστεί βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού να ασκεί αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως σε άλλα κράτη μέλη, το εν λόγω άρθρο αφορά την ειδική περίπτωση όπου ο σύνδικος ορίστηκε στο πλαίσιο δευτερεύουσας διαδικασίας εμπίπτουσας στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

64.

Εφόσον, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, τα προνόμια του συνδίκου είναι περιορισμένα τοπικώς, ο σύνδικος πρέπει να έχει ιδίως τη δυνατότητα να ασκεί σε κάθε κράτος μέλος, είτε δικαστικώς είτε εξωδίκως, οποιαδήποτε αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως υπέρ των πιστωτών. Αντιθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, το οποίο αφορά την περίπτωση όπου, όπως στην υπόθεση της κυρίας δίκης, ο σύνδικος ορίστηκε στο πλαίσιο κύριας διαδικασίας βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, αναφέρει μόνο τη δυνατότητα του συνδίκου «να ασκεί εντός άλλου κράτους μέλους όλες τις εξουσίες ( 27 ) που του απονέμει το δίκαιο του κράτους ενάρξεως». Αυτή η διαφορετική διατύπωση δεν είναι τυχαία. Εξηγείται ακριβώς από το ότι ο σύνδικος που έχει οριστεί στο πλαίσιο κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας θεωρείται ότι θα ασκεί τις αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως, που συνδέονται με την εν λόγω διαδικασία, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας αυτής. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να μπορεί να ασκεί τη δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια άλλων κρατών μελών.

65.

Δεύτερον, ούτε από το άρθρο 25, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού μπορούν να αντληθούν επιχειρήματα. Η τελευταία διάταξη αφορά μόνον την αναγνώριση και την εκτελεστότητα των «αποφάσ[εων] που αποτελούν άμεση απόρροια της διαδικασίας αφερεγγυότητας και εντάσσονται απευθείας σ’ αυτήν, και αν ακόμη εκδοθούν από άλλο δικαστήριο». Αναγνωρίζει απλά ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δύνανται επίσης να επιλαμβάνονται αγωγών όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ( 28 ).

66.

Τέλος, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο νέος κανονισμός 2015/848 φαίνεται να καθιερώνει, πιο άμεσα, στο άρθρο του 6, παράγραφος 1, τον κανόνα «vis attractiva concursus» για τις αγωγές που αποτελούν άμεση απόρροια της διαδικασίας αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτήν.

67.

Η αιτιολογική σκέψη 35 του τελευταίου κανονισμού είναι σαφώς προσανατολισμένη υπέρ της αποκλειστικότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχουν αρχίσει διαδικασίες αφερεγγυότητας, όσον αφορά αγωγές που αποτελούν άμεση απόρροια των διαδικασιών αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτές. Η εν λόγω αποκλειστικότητα κάμπτεται μόνο στην περίπτωση που μια αγωγή είναι συναφής με άλλη αγωγή που θεμελιώνεται στις γενικές διατάξεις του αστικού και του εμπορικού δικαίου (άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/848) ή ακόμη ενόψει ασκήσεως αγωγών προκειμένου να επιβληθούν κυρώσεις στα διευθυντικά στελέχη του οφειλέτη για αθέτηση των υποχρεώσεών τους, εφόσον τα δικαστήρια αυτά είναι αρμόδια για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. (βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού 2015/848).

68.

Από το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όσον αφορά τις αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο κηρύχθηκε η έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι αποκλειστική.

69.

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πλέον δεν είναι αυστηρώς αναγκαία η απάντηση στα άλλα ερωτήματα, τα οποία βασίζονται στην παραδοχή ότι τα βουλγαρικά δικαστήρια μπορούν να κηρυχθούν ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως ( 29 ). Πράγματι, για να είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 1346/2000 το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση της διαδικασίας αφερεγγυότητας», πρέπει να πρόκειται για περίπτωση όπου η διεθνής δικαιοδοσία των επιληφθέντων δικαστηρίων, εν προκειμένω των βουλγαρικών δικαστηρίων, έχει αποδειχθεί κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού.

70.

Εντούτοις, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει το συμπέρασμά μου, θα εξετάσω κατωτέρω εν συντομία το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος: εμβέλεια του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000

71.

Όπως διευκρινίζεται στην έκθεση Virgós‑Schmit σχετικά με το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000, η προβλεπόμενη στο άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού αυτόματη αναγνώριση των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί σε άλλο κράτος μέλος έχει ως συνέπεια ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια από τα περί ων πρόκειται πρόσωπα ενδέχεται να μην έχουν ενημερωθεί για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και να ενεργούν καλή τη πίστει «κατά τρόπο αντίθετο προς αυτόν που επιβάλλουν οι νέες περιστάσεις».

72.

Έτσι, η εν λόγω διάταξη σκοπό έχει να ρυθμίσει την κατάσταση κατά την οποία μια παροχή εκπληρώθηκε καλόπιστα υπέρ του οφειλέτη, ενώ έπρεπε να εκπληρωθεί υπέρ του συνδίκου που έχει οριστεί στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας η οποία κινήθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Αναγνωρίζει την απαλλαγή που επιφέρει η εν λόγω εκπλήρωση ή πληρωμή αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αγνοούσε την έναρξη της διαδικασίας και ενήργησε καλόπιστα.

73.

Πάντοτε κατά την έκθεση Virgós‑Schmit, υφίσταται τεκμήριο άγνοιας της ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 21 του κανονισμού 1346/2000 δημοσιότητα δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπονται στο οικείο κράτος.

74.

Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η έκθεση Virgós‑Schmit εξηγεί τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των άρθρων 16, 21 και 24 του κανονισμού 1346/2000. Ενώ το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση οποιασδήποτε αποφάσεως εκδοθείσας από έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού, στο άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού ο εν λόγω κανόνας κάμπτεται υπέρ των προσώπων τα οποία εκπλήρωσαν καλή τη πίστει μια παροχή, όπου η καλή πίστη εκτιμάται με γνώμονα ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν έλαβε γνώση της ενάρξεως της διαδικασίας. Η εν λόγω άγνοια τεκμαίρεται αν η παροχή εκπληρώθηκε πριν από τη δημοσίευση στο οικείο κράτος μέλος.

75.

Οι διατάξεις αυτές πρέπει να προσεγγιστούν συνολικά, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος αυτόματης αναγνωρίσεως που συνεπάγεται ο κανονισμός 1346/2000 και, παράλληλα, της επιθυμίας προστασίας των τρίτων που εκπλήρωσαν καλή τη πίστει παροχές.

76.

Όπως έχει υπενθυμίσει κατά τρόπο πανηγυρικό το Δικαστήριο στην απόφαση Eurofood ( 30 ), και όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού 1346/2000, ο οριζόμενος στο άρθρο του 16, παράγραφος 1, κανόνας προτεραιότητας, ο οποίος προβλέπει ότι η διαδικασία αφερεγγυότητας που κινήθηκε σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της εντός του κράτους ενάρξεως, εδράζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αρχή η οποία επιτάσσει ιδίως όπως το επιλαμβανόμενο αιτήσεως κινήσεως κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαστήριο κράτους μέλους εξακριβώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του με γνώμονα το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι εξετάζει αν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται εντός αυτού του κράτους μέλους. Αντιστρόφως, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού αυτού, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης απαιτεί όπως τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών αναγνωρίζουν την απόφαση κινήσεως κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να δύνανται να ελέγχουν την εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου εκτίμηση ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του ( 31 ).

77.

Πρόκειται για μια σημαντική ερμηνευτική παράμετρο, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, εξέταση στην οποία θα προβώ κατωτέρω.

Επί του δευτέρου ερωτήματος: στάδιο της απαλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000

78.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί το στάδιο κατά το οποίο ένα πρόσωπο δύναται, ενδεχομένως, να επικαλεστεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 απαλλαγή.

79.

Με άλλα λόγια, πρέπει να καθοριστεί σε ποιο χρονικό σημείο μπορεί να θεωρηθεί ότι κηρύχθηκε η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ως προς έναν οφειλέτη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

80.

Ως προς το ζήτημα αυτό, η απόφαση EuroFood ( 32 ) δίνει αναμφισβήτητα πολύ χρήσιμες κατευθύνσεις.

81.

Υπενθυμίζω ότι στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο ερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, αν απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο έχει επιληφθεί αιτήσεως για εκκαθάριση μιας εταιρίας –και με την οποία ορίστηκε σύνδικος με εξουσίες που είχαν ως έννομο αποτέλεσμα τη στέρηση από τους διευθύνοντες την εν λόγω εταιρία του δικαιώματος ασκήσεως των ίδιων εξουσιών– πρέπει να χαρακτηριστεί ως δικαστική απόφαση που «κηρύσσει την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας» κατά την έννοια του κανονισμού 1346/2000.

82.

Το Δικαστήριο, αφότου επισήμανε ότι οι απαιτούμενες για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας προϋποθέσεις και διατυπώσεις διέπονται από το εθνικό δίκαιο και ποικίλλουν σημαντικά από ένα κράτος μέλος σε άλλο ( 33 ), έκρινε ότι ήταν σημαντικό, για τους σκοπούς κατοχυρώσεως της αποτελεσματικότητας του συστήματος που εγκαθίδρυσε ο κανονισμός, η προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1346/2000 αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως να δύναται να εφαρμόζεται «το ταχύτερο δυνατό» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ( 34 ). Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρείται ως «απόφαση ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας», κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, όχι μόνον η απόφαση που χαρακτηρίζεται τύποις ως απόφαση ενάρξεως από τη ρύθμιση του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αλλά ακόμη και η απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως, βασιζομένης στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη, προς έναρξη της κατά το παράρτημα Α του κανονισμού διαδικασίας, όταν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την πτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη και ορίζει σύνδικο κατά την έννοια του παραρτήματος Γ του ίδιου κανονισμού ( 35 ).

83.

Φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, mutatis mutandis, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000.

84.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση Virgós‑Schmit (σημείο 187), προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη –ακριβώς όπως το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού– εισήχθη προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ανεπιθύμητες συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν καλόπιστα από τρίτους η αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας, νοούμενης υπό ευρύτατη έννοια.

85.

Το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000 σκοπεί συγκεκριμένα στην προστασία των τρίτων οι οποίοι, καλόπιστα και μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκπλήρωσαν μια παροχή υπέρ του πτωχού οφειλέτη, ενώ η παροχή αυτή έπρεπε να εκπληρωθεί υπέρ του συνδίκου. Η καλή πίστη τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου αν η παροχή εκπληρώθηκε πριν από την πραγματοποίηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού διατυπώσεων δημοσιότητας ( 36 ). Ωστόσο, είναι πάντοτε δυνατό για τον αντίδικο να αποδείξει ότι η εκπλήρωση της παροχής πραγματοποιήθηκε κακή τη πίστει και, ως εκ τούτου, ότι δεν επήλθε απαλλαγή.

86.

Άλλωστε αυτή είναι η λύση την οποία ρητώς δέχεται ο νέος κανονισμός 2015/848. Το άρθρο του 2, παράγραφος 7, σημείο ii, χαρακτηρίζει ως ««απόφαση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας», για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, την απόφαση με την οποία δικαστήριο ορίζει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένου, κατά το παράρτημα Β, του προσωρινού συνδίκου.

87.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000 έχει εφαρμογή όσον αφορά την εκπλήρωση παροχής υπέρ του οφειλέτη σε κράτος μέλος η οποία πραγματοποιείται σε στάδιο κατά το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και κατά το οποίο έχει οριστεί προσωρινός σύνδικος σε άλλο κράτος μέλος, αλλά ακόμη δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο κράτος μέλος εντός του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του εναγομένου.

Επί του τρίτου ερωτήματος: κρίσιμος χαρακτήρας της φύσεως της παροχής και της νομικής της βάσεως για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000

88.

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000 έχει εφαρμογή όταν η αρχική εκποιητική πράξη του πτωχού οφειλέτη θεωρείται ως μη παράγουσα αποτελέσματα κατά το εθνικό δίκαιο του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία για την αφερεγγυότητα δικαστηρίου και η εν λόγω έλλειψη αποτελεσμάτων απορρέει ακριβώς από τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

89.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 30, εισάγει έναν γενικό κανόνα προστασίας των πράξεων διαθέσεως που έχουν γίνει καλόπιστα από τρίτους στην περίπτωση που αυτοί εκπληρώνουν την παροχή τους υπέρ του οφειλέτη σε χρονικό σημείο στο οποίο έχει ήδη κινηθεί αλλοδαπή διαδικασία αφερεγγυότητας, αλλά ο τρίτος δεν μπόρεσε να λάβει γνώση της καταστάσεως αυτής.

90.

Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, το άρθρο αυτό δεν καταλέγεται μεταξύ των κανόνων άρσεως συγκρούσεων, αλλά αποτελεί διάταξη ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του lex concursus ( 37 ).

91.

Ούτε οι όροι του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού 1346/2000 ούτε ο επιδιωκόμενος από την εν λόγω διάταξη σκοπός προστασίας των καλόπιστων τρίτων οφειλετών επιτρέπουν τον περιορισμό της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου μόνον στις ενοχές που έχουν γεννηθεί εκτός κάθε σχέσεως με τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Κατά συνέπεια, ούτε η φύση της παροχής του τρίτου προς τον οφειλέτη ούτε η νομική της βάση ενδιαφέρουν για την εφαρμογή του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000.

92.

Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον στις περιπτώσεις που μπορεί πάντοτε να τεκμαίρεται, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ότι ο ενδιαφερόμενος τρίτος τελούσε πράγματι σε άγνοια της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η οποία έναρξη κανονικά θα τον ανάγκαζε να προβεί στην επίμαχη πληρωμή υπέρ του συνδίκου που έχει οριστεί στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

93.

Επίσης, και όπως προανέφερα, ούτως ή άλλως είναι πάντοτε δυνατόν για τον αντίδικο να αποδείξει ότι, παρά τη μη δημοσίευση της αποφάσεως ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε ένα κράτος μέλος, ο ενδιαφερόμενος τρίτος είχε πράγματι λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής, ότι η εκπλήρωση μιας παροχής πραγματοποιήθηκε κακόπιστα και ότι, επομένως, δεν μπορεί να επέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 απαλλαγή.

94.

Κατά συνέπεια, η νομική βάση της παροχής του τρίτου προς τον πτωχό οφειλέτη δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000. Είναι πάντοτε δυνατόν για τον αντίδικο να αποδείξει ότι, παρά τη μη δημοσίευση της αποφάσεως ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας σε κράτος μέλος, ο ενδιαφερόμενος τρίτος είχε πράγματι λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής, ότι η εκπλήρωση της παροχής πραγματοποιήθηκε κακόπιστα και ότι, επομένως, δεν μπορεί να επέλθει απαλλαγή.

Επί του τετάρτου ερωτήματος: δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπόμενου στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 τεκμηρίου άγνοιας

95.

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το προβλεπόμενο από το άρθρο 24, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1346/2000 τεκμήριο άγνοιας έχει εφαρμογή όταν οι πράξεις ορισμού προσωρινού συνδίκου και αυτές που αφορούν τις εκποιητικές πράξεις του πτωχού οφειλέτη δεν έχουν δημοσιευθεί στο κράτος μέλος κατοικίας του οφειλέτη, ενώ το εν λόγω κράτος προβλέπει την υποχρεωτική δημοσίευση των πράξεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

96.

Οι αμφιβολίες που εκφράζει το αιτούν δικαστήριο αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω τεκμηρίου στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, ενώ το άρθρο 16, παράγραφος 1, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1346/2000 προβλέπουν αυτόματη αναγνώριση από τα δικαστήρια κάθε άλλου κράτους μέλους των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδονται από το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα αφερεγγυότητας.

97.

Κατά τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το βουλγαρικό δίκαιο προβλέπει την υποχρεωτική δημοσίευση των αλλοδαπών αποφάσεων ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας.

98.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 θεσπίζει τον γενικό κανόνα της ελευθερίας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας και, εν ανάγκη, της αποφάσεως που ορίζει τον σύνδικο, σε κάθε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος ενάρξεως της διαδικασίας. Το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, να καταστεί υποχρεωτική η δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεων στο κράτος μέλος εντός του οποίου ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, ο σύνδικος ή οποιαδήποτε εξουσιοδοτημένη προς τούτο αρχή στο κράτος μέλος όπου κινήθηκε η διαδικασία οφείλει να λάβει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστεί η εν λόγω δημοσίευση.

99.

Φρονώ ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως η οποία διατυπώνεται στον κανονισμό 1346/2000 επιτάσσει κατ’ ανάγκην όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού τεκμήριο άγνοιας έχει εφαρμογή ακόμη και στην περίπτωση που οι κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού αρχές δεν έχουν λάβει όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστεί η καταχώριση αλλοδαπής αποφάσεως ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας στο μητρώο του κράτους μέλους εντός του οποίου βρίσκεται η έδρα του υποκαταστήματος του εναγομένου.

100.

Το συμπέρασμα αυτό απορρέει, εξάλλου, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1346/2000. Το προβλεπόμενο από την εν λόγω διάταξη τεκμήριο άγνοιας της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει εφαρμογή όταν ο τρίτος οφειλέτης έχει εκπληρώσει την παροχή υπέρ του πτωχού οφειλέτη πριν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού διατυπώσεις δημοσιότητας. Ουδεμία άλλη προϋπόθεση προβλέπεται συναφώς και το γράμμα της διατάξεως δεν αποκλείει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 διατυπώσεις υποχρεωτικής δημοσιεύσεως.

Πρόταση

101.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγές πτωχευτικής ανακλήσεως.

2)

Το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000 έχει εφαρμογή στην περίπτωση παροχής υπέρ του οφειλέτη η οποία εκπληρώνεται σε κράτος μέλος σε χρόνο κατά τον οποίο έχει ήδη υποβληθεί, σε άλλο κράτος μέλος, αίτηση ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με την περιουσία του οφειλέτη και έχει οριστεί προσωρινός σύνδικος, αλλά δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη.

3)

Η νομική βάση της παροχής του τρίτου προς τον πτωχό οφειλέτη δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000.

4)

Το προβλεπόμενο στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 τεκμήριο άγνοιας ισχύει ακόμη και αν οι αρχές τις οποίες αφορά το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού δεν έχουν λάβει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η αλλοδαπή απόφαση ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας θα δημοσιευθεί στο μητρώο του κράτους μέλους εντός του οποίου βρίσκεται η έδρα του υποκαταστήματος του οφειλέτη, μολονότι το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους προβλέπει την υποχρεωτική δημοσίευση της αποφάσεως αυτής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2000, L 160, σ. 1.

( 3 ) Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι, με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2013, ένα τμήμα του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) αποφάνθηκε υπέρ της διεθνούς δικαιοδοσίας των βουλγαρικών δικαστηρίων στηριζόμενο στην απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83).

( 4 ) Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ανέφερε ότι το ζήτημα της αποδείξεως της εν λόγω καταβολής συνιστά μια σημαντική πτυχή της αναιρέσεώς της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

( 5 ) Δυνάμει του εν λόγω κανόνα, το δικαστήριο το οποίο κήρυξε την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας συγκεντρώνει υπό τη δικαιοδοσία του όχι μόνον τη διαδικασία της αφερεγγυότητας αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά και όλες τις αγωγές που απορρέουν από την αφερεγγυότητα. Μολονότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, έκφραση του εν λόγω κανόνα εντοπίζεται στην απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979, Gourdain (133/78, EU:C:1979:49), εντούτοις διαπιστώνεται ότι η καθιέρωσή του αμφισβητείται έντονα.

( 6 ) Βλ., ιδίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz‑Jarabo Colomer στην υπόθεση Seagon (C‑339/07, EU:C:2008:575, υποσημείωση 33).

( 7 ) Βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83).

( 8 ) Βλ. ιδίως, συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz‑Jarabo Colomer στην υπόθεση Staubitz-Schreiber (C‑1/04, EU:C:2005:500, σημεία 6 έως 26).

( 9 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 8 του κανονισμού 1346/2000.

( 10 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000.

( 11 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

( 12 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι).

( 13 ) Επεξηγηματική έκθεση των M. Virgós και E. Schmit για τη Σύμβαση της 3ης Μαΐου 1996 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 6500/96, DRS 8 (CFC), παράγραφος 3 (στο εξής: έκθεση Virgós‑Schmit).

( 14 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2005:579, σημείο 2).

( 15 ) Βλ. έκθεση Virgós‑Schmit, σημεία 7 έως 9.

( 16 ) Η διαδικασία αφερεγγυότητας την οποία κινεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη, διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται ως «κύρια διαδικασία» (ή «καθολική»), παράγει καθολικά αποτελέσματα, υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται σε όλα τα κράτη μέλη εντός των οποίων έχει εφαρμογή ο κανονισμός. Αν, μεταγενέστερα,, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, διαδικασία δύναται να κινηθεί από το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο του κράτους μέλους όπου ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση, η διαδικασία αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται ως «δευτερεύουσα» (ή «τοπική»), παράγει αποτελέσματα περιοριζόμενα στα αγαθά του οφειλέτη που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους αυτού (βλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 28).

( 17 ) Απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979, Gourdain (133/78, EU:C:1979:49).

( 18 ) Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 28).

( 19 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19).

( 20 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 2015/848.

( 21 ) Απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979, Gourdain (133/78, EU:C:1979:49, σκέψη 4).

( 22 ) Βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, F‑Tex (C‑213/10, EU:C:2012:215), η οποία αφορούσε το αν η αγωγή που ασκεί κατά τρίτου ο πιστωτής ενός οφειλέτη κατά του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας, στηριζόμενος σε εκχώρηση απαιτήσεως που συμφωνήθηκε με το πρόσωπο το οποίο είχε οριστεί σύνδικος στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000 ως απορρέουσα άμεσα από την εν λόγω διαδικασία και συνδεόμενη στενά με αυτήν, ή αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 ως καλυπτόμενη από την έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις».

( 23 ) Βλ. επίσης, συναφώς, τον νέο κανονισμό 2015/848, ο οποίος προβλέπει ότι, «[κ]ατά την ερμηνεία του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αποφεύγονται τα κανονιστικά κενά μεταξύ των δύο πράξεων».

( 24 ) Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 20).

( 25 ) Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψεις 22, 24 και 28).

( 26 ) Βλ. επίσης, σημείο 4.2.6 της εκθέσεως «External Evaluation of Regulation No. 1346/2000/EC on Insolvency Proceedings» η οποία είναι διαθέσιμη ειδικά στη διεύθυνση https://publications.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/4d756fa7-b860-4e36-b1f8-c6640dced486/language-en.

( 27 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 28 ) Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 26).

( 29 ) Βλ., επίσης, σημεία 22 έως 24 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψεις 39 και 41).

( 31 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 42).

( 32 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281).

( 33 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 51).

( 34 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 52).

( 35 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 54).

( 36 ) Βλ. έκθεση Virgós‑Schmit, σημείο 187. Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση van Buggenhout και van de Mierop (C‑251/12, EU:C:2013:295, σημεία 17 και 18).

( 37 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, van Buggenhout και van de Mierop (C‑251/12, EU:C:2013:566, σκέψη 23).