ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 5ης Ιουνίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑73/17

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Προσφυγή ακυρώσεως – Έδρα των θεσμικών οργάνων – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Άσκηση της σχετικής με τον προϋπολογισμό αρμοδιότητας – Τακτικές σύνοδοι της ολομέλειας στο Στρασβούργο ή πρόσθετες σύνοδοι της ολομέλειας στις Βρυξέλλες – Αίτημα διατηρήσεως σε ισχύ των εννόμων αποτελεσμάτων σε περίπτωση ακυρώσεως»

I. Εισαγωγή

1.

Με την προσφυγή της, την οποία άσκησε στις 9 Φεβρουαρίου 2018, η Γαλλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει τέσσερις πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικές με την έκδοση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017, ήτοι:

την ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της 30ής Νοεμβρίου 2016, κατά το μέρος που προβλέπει συζητήσεις επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού [έγγραφο P8_OJ(2016)11-30]·

την ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2016, κατά το μέρος που προβλέπει τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ακολουθούμενης από αιτιολόγηση ψήφου όσον αφορά το κοινό σχέδιο γενικού προϋπολογισμού [έγγραφο P8_OJ(2016)12-01]·

το νομοθετικό ψήφισμα του Κοινοβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2016, επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού [έγγραφο T8-0475/2016, P8_TA‑PROV(2016)0475 (προσωρινό κείμενο)], και

την πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

2.

Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, οι συζητήσεις επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού, η ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί του εν λόγω σχεδίου και η πράξη του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία διαπιστώθηκε η έγκριση του προϋπολογισμού έπρεπε να είχαν λάβει χώρα κατά την τακτική σύνοδο της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο (Γαλλία) και όχι κατά την πρόσθετη σύνοδο της ολομέλειάς του, η οποία πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) στις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου 2016.

3.

Η κρινόμενη διαφορά έρχεται, επομένως, να προστεθεί στον κατάλογο των υποθέσεων που αφορούν την έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 2 ). Δεν αγνοώ, προφανώς, τους πολιτικής φύσεως λόγους και τις περιβαλλοντικής και δημοσιονομικής φύσεως ανησυχίες, ακόμη και με τα ζητήματα εθνικής υπερηφάνειας, που συνδέονται με τον καταμερισμό των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μεταξύ Στρασβούργου και Βρυξελλών και αφορούν τις μηνιαίες μετακινήσεις μεταξύ των δύο αυτών πόλεων. Ωστόσο, όπως είχε καίρια επισημάνει ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796), «[μ]ολονότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει την υφιστάμενη έντονη αμφισβήτηση της υποχρεώσεως του Κοινοβουλίου να έχει ως έδρα του το Στρασβούργο […], είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι καλείται να κρίνει […] βάσει του ισχύοντος δικαίου» ( 3 ) και μόνο βάσει αυτού.

II. Το νομικό πλαίσιο

4.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1992, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών εξέδωσαν, βάσει του άρθρου 216 της Συνθήκης ΕΟΚ, του άρθρου 77 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, κατόπιν κοινής συμφωνίας, την απόφαση για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 4 ) (στο εξής: απόφαση του Εδιμβούργου).

5.

Αφού περιλήφθηκε στο πρωτόκολλο αριθ. 12, το οποίο προσαρτήθηκε στις Συνθήκες ΕΕ, ΕΚ, ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ, το κείμενο του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως του Εδιμβούργου περιλαμβάνεται πλέον στο πρωτόκολλο αριθ. 6, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ και στο πρωτόκολλο αριθ. 3, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ, για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής, από κοινού: πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων).

6.

Κατά το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων: «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την έδρα του στο Στρασβούργο όπου λαμβάνουν χώρα οι δώδεκα μηνιαίες περίοδοι συνόδου της ολομελείας, συμπεριλαμβανομένης της συνόδου για τον προϋπολογισμό. Οι περίοδοι των πρόσθετων συνόδων της ολομελείας πραγματοποιούνται στις Βρυξέλλες. Οι επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εδρεύουν στις Βρυξέλλες. Η Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οι υπηρεσίες της παραμένουν στο Λουξεμβούργο».

III. Το ιστορικό της διαφοράς

7.

Στις 18 Ιουλίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε σχέδιο ετήσιου προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2017. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2016, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβίβασε στο Κοινοβούλιο τη θέση του επί του σχεδίου αυτού. Κατόπιν ψηφοφορίας στην επιτροπή προϋπολογισμών και κατόπιν συζητήσεων κατά την τακτική σύνοδο της ολομέλειας, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο από 24 έως 27 Οκτωβρίου 2016, το Κοινοβούλιο ενέκρινε, στις 26 Οκτωβρίου 2016, νομοθετικό ψήφισμα με το οποίο υπέβαλε τροπολογίες στο εν λόγω σχέδιο. Στις 27 Οκτωβρίου 2016, άρχισε η διαδικασία συνδιαλλαγής επί του προϋπολογισμού μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία, στις 17 Νοεμβρίου 2016, κατέληξε σε συμφωνία επί κοινού σχεδίου, το οποίο διαβιβάστηκε την ίδια ημέρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

8.

Το Συμβούλιο ενέκρινε το κοινό σχέδιο στις 28 Νοεμβρίου 2016. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν περιέλαβε τη συζήτηση και την ψηφοφορία επί του σχεδίου αυτού στην ημερήσια διάταξη της τακτικής συνόδου της ολομέλειας που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο από 21 έως 24 Νοεμβρίου 2016, αλλά σε εκείνη της πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες από 30 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου 2016.

9.

Με το νομοθετικό ψήφισμα της 1ης Δεκεμβρίου 2016, το Κοινοβούλιο ενέκρινε το κοινό σχέδιο. Την ίδια ημέρα, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε –στις Βρυξέλλες πάντοτε– ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς. Η τελευταία περίοδος της τακτικής συνόδου της ολομέλειας για το έτος 2016 έλαβε χώρα στο Στρασβούργο από 12 έως 15 Δεκεμβρίου 2016.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

10.

Στις 9 Φεβρουαρίου 2017, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε την κρινόμενη προσφυγή. Ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις,

να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς, μέχρι της οριστικής εκδόσεως του προϋπολογισμού αυτού με πράξη σύμφωνη με τις Συνθήκες, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

11.

Η Γαλλική Δημοκρατία στηρίζει την προσφυγή της σε έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αντίθετες προς τα πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων.

12.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη καθόσον αφορά τις δύο προσβαλλόμενες ημερήσιες διατάξεις και το προσβαλλόμενο νομοθετικό ψήφισμα,

να απορρίψει την προσφυγή και

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς, έως ότου τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, νέα πράξη που θα την αντικαθιστά.

13.

Το αίτημα παρεμβάσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου υπέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας έγινε δεκτό με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2017.

V. Ανάλυση

1.   Επί του παραδεκτού

14.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος που βάλλει κατά των δύο ημερησίων διατάξεων των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2016 και της 1ης Δεκεμβρίου 2016, καθώς και κατά του νομοθετικού ψηφίσματος της 1ης Δεκεμβρίου 2016 επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού. Οι ημερήσιες διατάξεις συνιστούν απλώς μέτρα αμιγώς εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων· το νομοθετικό ψήφισμα απλώς αποτελεί πράξη προπαρασκευαστική της εκδόσεως της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς.

15.

Το Δικαστήριο έχει απορρίψει συχνά τέτοιου είδους επιχειρήματα, με το σκεπτικό ότι η εκτίμηση των εννόμων αποτελεσμάτων των επίμαχων πράξεων συνδεόταν άρρηκτα με την εξέταση του περιεχομένου τους και, ως εκ τούτου, με την επί της ουσίας εξέταση των προσφυγών ( 5 ).

16.

Παρά ταύτα, διαπιστώνω ότι οι πράξεις τις οποίες αφορούσαν οι σχετικές αποφάσεις δεν ήταν ημερήσιες διατάξεις ή νομοθετικά ψηφίσματα που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως του προϋπολογισμού. Θεωρώ ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, το ζήτημα τίθεται από διαφορετική οπτική γωνία. Ειδικότερα, οι δύο προσβαλλόμενες ημερήσιες διατάξεις αποτελούν αναγκαίες τυπικές προϋποθέσεις για να μπορεί το Κοινοβούλιο να συζητήσει και να ψηφίσει επί του κοινού σχεδίου του γενικού προϋπολογισμού που έχει καταρτιστεί από την επιτροπή συνδιαλλαγής σύμφωνα με τις λεπτομερείς ρυθμίσεις και εντός των προθεσμιών που προβλέπονται με το άρθρο 314, παράγραφοι 6 και 7, ΣΛΕΕ. Το δε ψήφισμα της 1ης Δεκεμβρίου 2016 επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού αποτελεί την τυπική πράξη που ενσωματώνει την έγκριση που παρέσχε το Κοινοβούλιο μετά το πέρας των συζητήσεων αυτών. Σε αυτή ακριβώς τη βάση δύναται, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 314, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, να διαπιστώσει την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού. Εκτιμώ, επομένως, ότι καθεμία από τις προσβαλλόμενες πράξεις έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα.

17.

Με βάση το άρθρο 314, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ –το οποίο διευκρινίζει ότι κάθε θεσμικό όργανο που εμπλέκεται στην κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης «ασκεί τις εξουσίες που του αναθέτει το [άρθρο 314 ΣΛΕΕ] τηρώντας τις Συνθήκες και τις πράξεις που θεσπίζονται βάσει αυτών»–, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο δημοσιονομικός χαρακτήρας μιας πράξεως δεν κωλύει την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής ( 6 ). Ειδικότερα, «[α]ν δεν υπήρχε η δυνατότητα υπαγωγής των πράξεων της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής στον έλεγχο του Δικαστηρίου, τα όργανα που απαρτίζουν την αρχή αυτή θα μπορούσαν να σφετεριστούν τις αρμοδιότητες των κρατών μελών ή των άλλων οργάνων, ή να υπερβούν τα όρια των δικών τους αρμοδιοτήτων» ( 7 ).

18.

Είμαι, επομένως, της γνώμης ότι η προσφυγή της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι παραδεκτή όχι μόνον καθόσον βάλλει κατά της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 ( 8 ), αλλά και καθόσον βάλλει κατά των ημερησίων διατάξεων των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2016 και της 1ης Δεκεμβρίου 2016, καθώς και κατά του νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2016, επί του κοινού σχεδίου γενικού προϋπολογισμού.

2.   Επί της ουσίας

1. Επί του κανόνα της διεξαγωγής των συνόδων για τον προϋπολογισμό στο Στρασβούργο

19.

Κατά το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την έδρα του στο Στρασβούργο όπου λαμβάνουν χώρα οι δώδεκα μηνιαίες περίοδοι συνόδου της ολομελείας, συμπεριλαμβανομένης της συνόδου για τον προϋπολογισμό».

20.

Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αναφορά αυτή «[σ]τη σύνοδο για τον προϋπολογισμό» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά την περίοδο της συνόδου κατά την οποία το αρχικό σχέδιο προϋπολογισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από το Συμβούλιο, εξετάζεται και, γενικώς, αποτελεί αντικείμενο τροπολογιών από το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 314, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η έννοια αυτή αφορά αποκλειστικά μία συγκεκριμένη περίοδο συνόδου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι αναφέρεται σε αυτήν και μόνο την περίοδο και όχι σε εκείνη κατά την οποία συζητείται και ψηφίζεται το κοινό σχέδιο που έχει υιοθετήσει η επιτροπή συνδιαλλαγής.

21.

Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στηριζόμενο στη γραμματική και ιστορική ερμηνεία των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων, τα οποία εξετάζει στις διάφορες γλωσσικές τους αποδόσεις και υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι η φράση «σύνοδος για τον προϋπολογισμό» πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στην περίοδο της συνόδου κατά την οποία το Κοινοβούλιο ασκεί τις εξουσίες που του είχαν αρχικώς ανατεθεί με το άρθρο 203 της Συνθήκης ΕΟΚ, και συγκεκριμένα την εξουσία προτάσεως τροπολογιών στο αρχικό σχέδιο προϋπολογισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από το Συμβούλιο.

22.

Ειδικότερα, κατά το Κοινοβούλιο, από τη χρήση της φράσεως «σύνοδος για τον προϋπολογισμό» στον ενικό προκύπτει ότι η φράση αυτή αναφέρεται σε μία μόνον συγκεκριμένη περίοδο συνόδου. Βούληση των κρατών μελών, με την απόφαση του Εδιμβούργου, ήταν αποκλειστικά να επισημοποιήσουν την προηγούμενη πρακτική του Κοινοβουλίου, η οποία συνίστατο στην πρόβλεψη, προς τα τέλη Οκτωβρίου ή τις αρχές Νοεμβρίου, μιας περιόδου συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο που είναι γνωστή ως «περίοδος συνόδου Οκτωβρίου II», η οποία συμπλήρωνε τις μηνιαίες περιόδους τακτικής συνόδου της ολομέλειας και είχε ουσιαστικά ως αντικείμενο την πρώτη ανάγνωση του ετήσιου προϋπολογισμού. Αντιθέτως, από καμία διάταξη των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων δεν προκύπτει υποχρέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να διεξάγει τις μεταγενέστερες συζητήσεις και την τελική ψηφοφορία επί του κοινού σχεδίου που έχει καταρτίσει η επιτροπή συνδιαλλαγής κατά την περίοδο τακτικής συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο.

23.

Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

24.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τις ρυθμίσεις των οποίων αποτελεί μέρος ( 9 ).

25.

Ειδικότερα, μολονότι «το γράμμα της διατάξεως είναι πάντοτε, […], η αφετηρία και ταυτόχρονα το όριο κάθε ερμηνείας» ( 10 ), η τελολογική ερμηνεία καθίσταται προαιρετική μόνον εάν η διατύπωση της επίμαχης διατάξεως είναι σαφής και αναμφίλεκτη ( 11 ). Στην επίδικη υπόθεση, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γράμμα του άρθρου μόνου, στοιχείο αʹ, των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων δεν καθιστά αφ’ εαυτού δυνατό τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της φράσεως «σύνοδος για τον προϋπολογισμό».

26.

Η χρήση του οριστικού άρθρου «της» στον ενικό αριθμό αντί του πληθυντικού «των» συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι πρόκειται για μία και μόνο σύνοδο της ολομέλειας. Εντούτοις, η περιοριστική αυτή ερμηνεία δεν συνάδει με τη διαδικασία εγκρίσεως του προϋπολογισμού, όπως οργανώνεται βάσει του άρθρου 314 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, εάν το Συμβούλιο δεν εγκρίνει τις τροπολογίες που έχει υποβάλει το Κοινοβούλιο μετά την εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού, το άρθρο 314, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ προβλέπει νέα κοινοβουλευτική συζήτηση με αντικείμενο την επιτευχθείσα στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής συμφωνία επί κοινού σχεδίου.

27.

Βεβαίως, η παρέμβαση της επιτροπής συνδιαλλαγής στη διαδικασία εγκρίσεως του ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Αντιθέτως, το ενδεχόμενο μιας δεύτερης κοινοβουλευτικής συνόδου με αντικείμενο την έγκριση του προϋπολογισμού δεν αποτελεί νέο στοιχείο. Η δυνατότητα δεύτερης αναγνώσεως του ετήσιου προϋπολογισμού υπήρχε ήδη υπό το κράτος του άρθρου 203 της Συνθήκης ΕΟΚ ( 12 ), δηλαδή πολύ πριν την έκδοση της αποφάσεως του Εδιμβούργου και την ενσωμάτωσή της στα πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων.

28.

Κατά συνέπεια, ελλείψει οποιαδήποτε διευκρινίσεως, είναι αδύνατον να διαπιστωθεί αν πρόκειται για τη μία σύνοδο και όχι για την άλλη. Εάν πρόθεση των κρατών μελών ήταν οι συζητήσεις επί του σχεδίου προϋπολογισμού της Ένωσης να διεξάγονται υποχρεωτικά στο Στρασβούργο για ένα μόνο από τα δύο κοινοβουλευτικά στάδια, θα έπρεπε να το έχουν διευκρινίσει.

29.

Αντιθέτως, προβλέποντας απλώς ότι η «σύνοδος για τον προϋπολογισμό» πρέπει να διεξάγεται στο Στρασβούργο, μπορεί βασίμως να υποτεθεί ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών «όρισαν ότι η εκ μέρους του Κοινοβουλίου άσκηση της εξουσίας του όσον αφορά τον προϋπολογισμό στο πλαίσιο συνεδριάσεως της ολομελείας, σύμφωνα με το άρθρο 203 της Συνθήκης ΕΚ, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια μιας εκ των περιόδων τακτικής συνόδου της ολομελείας που λαμβάνουν χώρα στην έδρα του οργάνου» ( 13 ). Επομένως, η φράση αυτή δεν αφορά ένα από τα συγκεκριμένα στάδια της εγκρίσεως του προϋπολογισμού, αλλά την άσκηση της σχετικής με τον προϋπολογισμό αρμοδιότητας στο σύνολό της.

30.

Εξάλλου, με την απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1997, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑345/95, EU:C:1997:450), το Δικαστήριο ερμήνευσε την απόφαση του Εδιμβούργου υπό «την έννοια ότι καθορίζει ως έδρα του Κοινοβουλίου τον τόπο στον οποίο πρέπει να πραγματοποιούνται με κανονικό ρυθμό δώδεκα περίοδοι τακτικής συνόδου της ολομελείας του οργάνου αυτού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά τη διάρκεια των οποίων το Κοινοβούλιο ασκεί την παρεχόμενη από τη Συνθήκη εξουσία του όσον αφορά τον προϋπολογισμό» ( 14 ).

31.

Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται από την ιδιαίτερη σημασία που έχει η έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης από απόψεως δημοκρατικής αρχής. Πράγματι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, «η άσκηση εκ μέρους του Κοινοβουλίου της δημοσιονομικής του εξουσίας σε σύνοδο της ολομέλειας αποτελεί […] θεμελιώδη στιγμή της δημοκρατικής ζωής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, πρέπει να διεξάγεται με όλη την προσοχή, την αυστηρότητα και τη δέσμευση που επιβάλλει η ευθύνη αυτή. Η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής απαιτεί, μεταξύ άλλων, δημόσια συζήτηση, σε ολομέλεια, βάσει της οποίας οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να λάβουν γνώση των διαφόρων εκφραζομένων πολιτικών προσανατολισμών και, ως εκ τούτου, να διαμορφώνουν πολιτική άποψη για τη δράση της Ένωσης» ( 15 ).

32.

Δεδομένου ότι τα πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων επανέλαβαν την απόφαση του Εδιμβούργου, δεν υπάρχει λόγος αποκλίσεως από την ως άνω ερμηνεία. Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται για τον πρόσθετο λόγο ότι η νέα διαδικασία συνδιαλλαγής, η οποία καθιερώθηκε με το άρθρο 314, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, δεν είναι δημόσια και προβλέπει τη συμμετοχή 28 μόνον μελών του Κοινοβουλίου. Η δημόσια συζήτηση στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου επί του κοινού σχεδίου που έχει υιοθετηθεί από την επιτροπή συνδιαλλαγής ενισχύει τον ρόλο του Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, έχει ιδιαίτερη σημασία για τη δημοκρατική νομιμότητα της Ένωσης.

2. Επί της εξαιρέσεως που αφορά την εύρυθμη λειτουργία του θεσμικού οργάνου

33.

Ωστόσο, τα πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και του Κοινοβουλίου ( 16 ). Κατά συνέπεια, το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, των πρωτοκόλλων αυτών δεν μπορεί να εφαρμόζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας που επιβάλλονται στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ειδικότερα, μολονότι το Κοινοβούλιο έχει την υποχρέωση να τηρεί τα πρωτόκολλα περί της έδρας των θεσμικών οργάνων όταν ρυθμίζει την εσωτερική του οργάνωση, η συμμόρφωση προς την υποχρέωση αυτή δεν πρέπει να παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία του εν λόγω θεσμικού οργάνου ( 17 ) ούτε, κατά μείζονα λόγο, τη λειτουργία της Ένωσης.

34.

Βάσει αυτών ακριβώς των σκέψεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσωρινές αποφάσεις των Κυβερνήσεων των κρατών μελών σχετικά με την έδρα των θεσμικών οργάνων δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να αποφασίσει το Κοινοβούλιο, κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητάς του να ρυθμίζει την εσωτερική του οργάνωση, να συγκαλέσει σύνοδο της ολομέλειας εκτός Στρασβούργου, όταν η απόφαση αυτή, αφενός, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και, αφετέρου, δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους που άπτονται της εύρυθμης λειτουργίας του Κοινοβουλίου ( 18 ). Στην υπόθεση, όμως, που είχε υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου, οι λόγοι που επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο αφορούσαν την ανάγκη να μπορούν να οργανωθούν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, βραχυχρόνιες περίοδοι συνόδου, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού, πράγμα το οποίο δέχθηκε το Δικαστήριο ( 19 ).

35.

Μολονότι η απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (358/85 και 51/86, EU:C:1988:431) είναι προγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως του Εδιμβούργου, η αφετηριακή παραδοχή και η μεθοδολογία που εφαρμόστηκαν εξακολουθούν, κατά τη γνώμη μου, να ισχύουν. Αφενός, η απόφαση του Εδιμβούργου στηρίζεται στην απόφαση της 8ης Απριλίου 1965 που υπογράφηκε κατά την υπογραφή της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενός ενιαίου Συμβουλίου και μιας ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία μνημονεύθηκε και επιβεβαιώθηκε ρητώς με το προοίμιο των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων. Αφετέρου, η δυνατότητα διεξαγωγής πρόσθετων συνόδων της ολομέλειας στις Βρυξέλλες καθιερώνεται ρητώς με το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων.

36.

Στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα διεξαγωγής της δεύτερης κοινοβουλευτικής συνόδου για τον προϋπολογισμό κατά την πρόσθετη σύνοδο της ολομέλειας στις Βρυξέλλες δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, παράβαση των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων, υπό την προϋπόθεση η πρακτική αυτή να αποτελεί εξαίρεση και να δικαιολογείται από τη βούληση να εξασφαλιστεί η έγκριση του προϋπολογισμού τηρουμένων της διαδικασίας και των προθεσμιών του άρθρου 314 ΣΛΕΕ.

37.

Σε μια δημοκρατική Ένωση, το συμφέρον που έχει για τη λειτουργία της Ένωσης –και, επομένως, και για τους πολίτες!– η ύπαρξη ενός πραγματικού ετήσιου προϋπολογισμού, αντί της εφαρμογής του συστήματος των «προσωρινών δωδεκατημορίων» που προβλέπεται με το άρθρο 315 ΣΛΕΕ, πρέπει οπωσδήποτε να κατισχύει της τυπολατρικής προσηλώσεως στις διατάξεις περί της έδρας του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι μια πρόσθετη σύνοδος ολομέλειας του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες παρέχει τις ίδιες δημοκρατικές εγγυήσεις, από απόψεως σοβαρότητας και δημοσιότητας των συζητήσεων, με μια τακτική σύνοδο της ολομέλειας στο Στρασβούργο.

38.

Όπως υπογραμμίζει το άρθρο 13 ΣΕΕ, ο λόγος για τον οποίο η Ένωση διαθέτει θεσμικές δομές είναι ακριβώς να καταστεί δυνατή «[η] προώθηση των αξιών της, [η] επιδίωξη των στόχων της, [η] εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, των συμφερόντων των πολιτών της και των συμφερόντων των κρατών μελών, καθώς και [η] διασφάλιση της συνοχής, της αποτελεσματικότητας και της συνέχειας των πολιτικών και των δράσεών της». Προς τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη «διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης». Επομένως, τα θεσμικά όργανα αποτελούν εργαλεία στην υπηρεσία της Ένωσης, των πολιτών της και των κρατών μελών και όχι εμπόδια στη λειτουργία της.

3. Επί της εφαρμογής στην επίδικη υπόθεση

39.

Κατά συνέπεια, για να εξασφαλιστεί η τήρηση των πρωτοκόλλων περί της έδρας των θεσμικών οργάνων, η διεξαγωγή της συζητήσεως και της ψηφοφορίας επί του κοινού σχεδίου κατά την πρόσθετη σύνοδο της ολομέλειας του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες πρέπει να αποτελεί εξαίρεση και να δικαιολογείται από τη βούληση εξασφαλίσεως της εγκρίσεως του προϋπολογισμού τηρουμένων της διαδικασίας και των προθεσμιών του άρθρου 314 ΣΛΕΕ.

40.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αμφισβητηθεί ότι η πρακτική αυτή ακολουθείται κατ’ εξαίρεση. Ειδικότερα, από της εκδόσεως της αποφάσεως του Εδιμβούργου, ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ένωσης ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο (ή η έγκρισή του διαπιστώθηκε από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου) κατά την περίοδο πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας στις Βρυξέλλες μόνον σε έξι περιπτώσεις ( 20 ).

41.

Η δεύτερη προϋπόθεση πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 314, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, το οποίο επιβάλλει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να εγκρίνουν το κοινό σχέδιο προϋπολογισμού εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων ημερών από της ημερομηνίας της συμφωνίας που επετεύχθη από την επιτροπή συνδιαλλαγής.

42.

Στην επίδικη υπόθεση, το κοινό σχέδιο προϋπολογισμού, δεδομένου ότι υιοθετήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2016, δεν ήταν δυνατόν να εξεταστεί κατά την τακτική σύνοδο της ολομέλειας του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, η οποία προβλεπόταν από τις 12 έως τις 15 Δεκεμβρίου 2016. Επομένως, η τακτική σύνοδος της ολομέλειας στο Στρασβούργο από 21 έως 24 Νοεμβρίου 2016 ήταν η μόνη περίοδος κατά την οποία το Κοινοβούλιο θα είχε, θεωρητικώς, τη δυνατότητα να συζητήσει και να διεξαγάγει ψηφοφορία επί του κοινού σχεδίου προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2017.

43.

Εντούτοις, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, πριν από την υποβολή του κοινού σχεδίου προϋπολογισμού στην έγκριση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, το εν λόγω σχέδιο, το οποίο στο στάδιο αυτό είναι ακόμη μια πολιτική συμφωνία, είναι αναγκαίο να «μετεγγραφεί» σε δημοσιονομικά και νομικά κείμενα. Είναι, επίσης, απαραίτητη η μετάφραση των κειμένων αυτών στις είκοσι τέσσερις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Οι υπηρεσίες του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου πληροφορήθηκαν από την Επιτροπή ότι τα σχετικά έγγραφα ήταν διαθέσιμα, με ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη μόλις στις 24 Νοεμβρίου 2016 στις 16:42, δηλαδή λιγότερο από μία ώρα πριν από το τέλος της περιόδου της τακτικής συνόδου του Κοινοβουλίου ( 21 ).

44.

Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, αντικειμενικό λόγο ο οποίος δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ένωσης συζητείται και ψηφίζεται από το Κοινοβούλιο κατά την τακτική σύνοδο της ολομέλειας στο Στρασβούργο.

45.

Πράγματι, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως, οι συζητήσεις και η ψηφοφορία επί του κοινού σχεδίου που έχει προκύψει από τη διαδικασία συνδιαλλαγής αποτελούν εξίσου θεμελιώδη στιγμή του δημοκρατικού βίου της Ένωσης με την εξέταση της θέσεως του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού ( 22 ). Αναφερόμενη στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:7), η Γαλλική Κυβέρνηση ορθώς υποστηρίζει ότι αμφότερες οι ενέργειες αυτές πρέπει να ολοκληρώνονται με όλη την προσοχή, την αυστηρότητα και την αφοσίωση που επιβάλλει μια τέτοια ευθύνη.

46.

Όμως, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι «οι συζητήσεις και η ψηφοφορία επί του κοινού σχεδίου αποτελούν σήμερα ένα νέο θεμελιώδες στάδιο της διαδικασίας εγκρίσεως του προϋπολογισμού, και [ότι], ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το στάδιο αυτό είναι λιγότερο σημαντικό από εκείνο κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα αποφαίνονται για πρώτη φορά επί του σχεδίου προϋπολογισμού [της Ένωσης]» ( 23 ), και, συγχρόνως, να προβάλλεται το επιχείρημα ότι δεν είναι αναγκαίο να είναι διαθέσιμο το κοινό σχέδιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης και υπό μορφή ορθώς προετοιμασμένων δημοσιονομικών και νομικών κειμένων προκειμένου να έχει τη δυνατότητα το Κοινοβούλιο να ασκήσει τη σχετική με τον προϋπολογισμό αρμοδιότητά του με την προσοχή, την αυστηρότητα και την αφοσίωση που επιβάλλει μια τέτοια ευθύνη.

47.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, προκύπτει όντως ότι ο μόνος τρόπος για να καταστεί δυνατή η έγκριση του γενικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2017 εντός των προθεσμιών του άρθρου 314, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και χωρίς να παρεμποδιστεί η εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου ήταν να εγγραφεί το ζήτημα αυτό στην ημερήσια διάταξη της πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας, η οποία, όπως προκύπτει από το χρονοδιάγραμμα συνόδων της ολομέλειας που είχε καταρτιστεί στις 20 Μαΐου 2015, ήταν προγραμματισμένη για τις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου 2016 στις Βρυξέλλες.

48.

Όσον αφορά την πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, ως όργανο του εν λόγω θεσμικού οργάνου, προσδίδει δεσμευτική ισχύ στον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πράξη αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο της διαδικασίας εγκρίσεως του προϋπολογισμού ( 24 ), έστω και αν μόνον το άρθρο 91 του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και όχι η Συνθήκη, προβλέπει ότι, όταν ο Πρόεδρος εκτιμά ότι ο προϋπολογισμός εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 ΣΛΕΕ, «κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού».

49.

Ωστόσο, το άρθρο 314, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, όχι μόνο δεν επιβάλλει καμία τυπική προϋπόθεση για τη διαπίστωση αυτή, αλλά και δεν τάσσει ορισμένη προθεσμία εντός της οποίας ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να προβεί στη διαπίστωση αυτή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εν λόγω «πράξη» δεν μπορούσε να εκδοθεί κατά την τελευταία τακτική σύνοδο της ολομέλειας του Κοινοβουλίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο από 12 έως 15 Δεκεμβρίου 2016.

50.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς πρέπει να ακυρωθεί.

VI. Επί της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς

51.

Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ακυρώσει την πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της πράξεως αυτής, έως ότου ο εν λόγω προϋπολογισμός εγκριθεί οριστικώς με πράξη σύμφωνη προς τις Συνθήκες.

52.

Η ακύρωση της πράξεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου καθιστά τον προϋπολογισμό του 2017 ανίσχυρο ( 25 ). Όταν, όμως, το ανίσχυρο του προϋπολογισμού της Ένωσης διαπιστώνεται σε χρόνο κατά τον οποίον ένα σημαντικό μέρος του εν λόγω οικονομικού έτους έχει ήδη παρέλθει, η ανάγκη διασφαλίσεως της συνέχειας της ευρωπαϊκής δημόσιας διοικήσεως, καθώς και σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει εκείνα τα έννομα αποτελέσματα του προϋπολογισμού που πρέπει να θεωρηθούν οριστικά ( 26 ). Στην κρινόμενη υπόθεση, η εφαρμογή του άρθρου 264, εδάφιο 2, ΣΛΕΕ είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη, διότι το οικονομικό έτος 2017 έχει παρέλθει στο σύνολό του.

53.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κρίνεται δικαιολογημένο τα αποτελέσματα της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός εγκρίθηκε οριστικώς να διατηρηθούν σε ισχύ έως ότου τεθεί σε ισχύ, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, νέα, εγκύρως εκδοθείσα πράξη η οποία θα την αντικαθιστά.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

54.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εντούτοις, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Δεδομένου ότι η προσφυγή της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είναι βάσιμη όσον αφορά τις τρεις από τις τέσσερις προσβαλλόμενες πράξεις, πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή.

55.

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

VIII. Πρόταση

56.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Ακυρώνει την πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 εγκρίθηκε οριστικώς.

2)

Τα έννομα αποτελέσματα της πράξεως με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο γενικός προϋπολογισμός εγκρίθηκε οριστικώς διατηρούνται σε ισχύ έως ότου τεθεί σε ισχύ, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, νέα, εγκύρως εκδοθείσα πράξη η οποία θα την αντικαθιστά.

3)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (230/81, EU:C:1983:32), της 28ης Νοεμβρίου 1991, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (C‑213/88 και C‑39/89, EU:C:1991:449), της 1ης Οκτωβρίου 1997, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑345/95, EU:C:1997:450), και της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796).

( 3 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες προτάσεις Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:545, σημείο 44).

( 4 ) ΕΕ 1992, C 341, σ. 1.

( 5 ) Βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (230/81, EU:C:1983:32, σκέψη 30), της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (358/85 και 51/86, EU:C:1988:431, σκέψη 15), της 28ης Νοεμβρίου 1991, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (C‑213/88 και C‑39/89, EU:C:1991:449, σκέψη 16), και της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796, σκέψη 20).

( 6 ) Βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291, σκέψη 13).

( 7 ) Απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291, σκέψη 12).

( 8 ) Δεν αμφισβητείται ότι η πράξη με την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017 αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (C‑77/11, EU:C:2013:559, σκέψη 60).

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 35), της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 30), και της 15ης Μαρτίου 2017, Flibtravel International και Leonard Travel International (C‑253/16, EU:C:2017:211, σκέψη 18).

( 10 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Agrana Zucker (C‑33/08, EU:C:2009:99, σημείο 37).

( 11 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Schulte (C‑350/03, EU:C:2004:568, σημείο 88).

( 12 ) Βλ. άρθρο 4 της Συνθήκης περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων περί προϋπολογισμού των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 1970 (OJ 1971, L 2, σ. 1), καθώς και άρθρο 12 της Συνθήκης περί τροποποιήσεως ορισμένων δημοσιονομικών διατάξεων των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 22 Ιουλίου 1975 (OJ 1977, L 359, σ. 1).

( 13 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1997, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑345/95, EU:C:1997:450, σκέψη 28)· η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Σκέψη 29 της εν λόγω αποφάσεως. Βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796, σκέψη 40).

( 15 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796, σκέψη 68).

( 16 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796, σκέψη 60).

( 17 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (230/81, EU:C:1983:32, σκέψεις 37 και 38), της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (358/85 και 51/86, EU:C:1988:431, σκέψεις 34 και 35), της 1ης Οκτωβρίου 1997, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑345/95, EU:C:1997:450, σκέψεις 31 και 32), και της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796, σκέψεις 41 και 42).

( 18 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (358/85 και 51/86, EU:C:1988:431, σκέψη 36).

( 19 ) Βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (358/85 και 51/86, EU:C:1988:431, σκέψη 39).

( 20 ) Σύμφωνα με το υπόμνημα αντικρούσεως του Κοινοβουλίου, πρόκειται για την ψήφιση των προϋπολογισμών για τα οικονομικά έτη 1996, 1997, 2007, 2012, 2017 και 2018. Εξάλλου, διαπιστώνω ότι η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως μόνον κατά των πράξεων που εξέδωσε το Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες κατά τις συνεδριάσεις για την έγκριση του προϋπολογισμού των ετών 2016 και 2017 (στην παρούσα και στην υπ’ αριθμόν C‑92/18 εκκρεμή διαδικασία).

( 21 ) Το ηλεκτρονικό μήνυμα περί της αποδόσεως των σχετικών εγγράφων στην αγγλική γλώσσα διευκρινίζει ότι οι αποδόσεις των κειμένων αυτών σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες διαβιβάζονται από την Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατευθείαν στις γραμματείες της επιτροπής προϋπολογισμού του Συμβουλίου και της επιτροπής «BUDG» του Κοινοβουλίου.

( 22 ) Βλ. σημείο 53 του υπομνήματος απαντήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

( 23 ) Βλ. σημείο 52 του υπομνήματος απαντήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

( 24 ) Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291, σκέψεις 7 και 8), το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς την άποψη που επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την οποίαν ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου παρεμβαίνει μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας εγκρίσεως του προϋπολογισμού.

( 25 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291, σκέψη 46).

( 26 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291, σκέψη 48).