ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 28ης Φεβρουαρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C-15/17

Bosphorus Queen Shipping Ltd Corp.

κατά

Rajavartiolaitos

[αίτηση του korkein oikeus (Ανώτατου Δικαστηρίου, Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας – Άρθρο 220, παράγραφος 6 – Δικαιοδοσία παράκτιου κράτους περί λήψεως μέτρων εφαρμογής – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει διατάξεις του διεθνούς δικαίου – Οδηγία 2005/35/ΕΚ – Ρύπανση από πλοία – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Σύμβαση Marpol 73/78 – Εκροή πετρελαίου στην αποκλειστική οικονομική ζώνη από πλοίο με ξένη σημαία εν πλω – Περιστάσεις υπό τις οποίες παράκτιο κράτος δύναται να κινήσει διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία – Ελευθερία ναυσιπλοΐας – Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος – Εγγύτητα – Σοβαρή ζημία ή κίνδυνος σοβαρής ζημίας στις ακτές, στα συναφή συμφέροντα ή σε οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική θάλασσα ή στην αποκλειστική οικονομική ζώνη – Σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία»

1. 

Η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, ειδικότερα, την ορθή ερμηνεία του άρθρου 220, παράγραφος 6, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (στο εξής: UNCLOS) ( 2 ) και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35/ΕΚ ( 3 ) σχετικά με τη ρύπανση από πλοία, το οποίο επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες παράκτιο κράτος δύναται να κινήσει διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία από το οποίο προήλθε εκροή πετρελαίου στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (στο εξής: ΑΟΖ) του εν λόγω παράκτιου κράτους.

2. 

Η υπό εξέταση υπόθεση εγείρει ένα σημαντικό ζήτημα αρχής, το οποίο άπτεται ουσιωδώς της ερμηνείας των γενικώς παραδεδεγμένων αρχών του δικαίου της θάλασσας. Πιο συγκεκριμένα, με τις απαντήσεις που θα δώσει στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να διευκρινίσει, το πρώτον ( 4 ), τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα παράκτια κράτη δύνανται, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να ασκούν δικαιοδοσία στην ΑΟΖ τους έναντι πλοίων με ξένη σημαία, προκειμένου να προστατεύσουν το θαλάσσιο περιβάλλον, χωρίς να παραβιάζουν αδικαιολόγητα την ελευθερία ναυσιπλοΐας.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το διεθνές δίκαιο

1. Η Σύμβαση περί Επεμβάσεως

3.

Η Διεθνής Σύμβαση περί επεμβάσεως στην ανοικτή θάλασσα σε περίπτωση ατυχήματος το οποίο προκαλεί ή δύναται να προκαλέσει ρύπανση οφειλόμενη σε υδρογονάνθρακες (στο εξής: Σύμβαση περί Επεμβάσεως) συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 1969. Ο Παναμάς και η Φινλανδία είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμβάσεως, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση και ορισμένα από τα κράτη μέλη της δεν είναι.

4.

Κατά το άρθρο I, παράγραφος 1, της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμβάσεως «δύνανται να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο στην ανοικτή θάλασσα για να αποτρέψουν, περιορίσουν ή εξαλείψουν κάθε σημαντικό και επικείμενο κίνδυνο για τις ακτές τους ή για συναφή συμφέροντα, ο οποίος προέρχεται από ρύπανση ή από επαπειλούμενη ρύπανση της θάλασσας με πετρέλαιο, κατόπιν ναυτικού ατυχήματος ή πράξεων που συνδέονται με τέτοιο ατύχημα, η οποία μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι θα έχει σοβαρές επιζήμιες συνέπειες».

5.

Το άρθρο ΙΙ, παράγραφος 4, της συμβάσεως ορίζει τα «συναφή συμφέροντα» ως τα «συμφέροντα ενός παράκτιου κράτους τα οποία θίγονται ή απειλούνται ευθέως από το ναυτικό ατύχημα, όπως είναι: α) οι θαλάσσιες παράκτιες, λιμενικές ή διεξαγόμενες στις εκβολές ποταμών δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αποτελούν αναγκαίο μέσο βιοπορισμού των θιγόμενων προσώπων· β) τα τουριστικά αξιοθέατα της θιγόμενης περιοχής· γ) η υγεία του παράκτιου πληθυσμού και η καλή κατάσταση της θιγόμενης περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της διατηρήσεως του ζώντος θαλάσσιου πλούτου και της άγριας χλωρίδας και πανίδας».

2. Η Σύμβαση Marpol 73/78

6.

Η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρυπάνσεως από πλοία συνήφθη στις 2 Νοεμβρίου 1973 στο Λονδίνο και συμπληρώθηκε από το πρωτόκολλο της 17ης Φεβρουαρίου 1978 (στο εξής: Σύμβαση Marpol 73/78). Με τη σύμβαση αυτή θεσπίστηκαν κανόνες που αποβλέπουν στον περιορισμό της ρυπάνσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Αντίθετα προς το σύνολο των κρατών μελών, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως Marpol 73/78.

7.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Marpol 73/78, απαγορεύεται η παράβαση των διατάξεων της συμβάσεως και θα επιβάλλονται κυρώσεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει επίσης ότι, όποτε λαμβάνει χώρα τέτοια παράβαση, το συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως είτε θα κινεί διαδικασία σύμφωνα με τη νομοθεσία του είτε θα παρέχει στο κράτος της σημαίας τις πληροφορίες και τις αποδείξεις που διαθέτει για την παράβαση που έχει συμβεί.

8.

Το παράρτημα Ι της συμβάσεως περιλαμβάνει κανόνες για την πρόληψη της ρυπάνσεως από πετρέλαιο. Ο κανονισμός 1 που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1 του παραρτήματος Ι («κανονισμοί για την πρόληψη της ρυπάνσεως από πετρέλαιο») ορίζει τη Βαλτική θάλασσα ως ειδική περιοχή κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος. Σε τέτοιες περιοχές απαιτείται, για τεχνικούς λόγους που ανάγονται στις ωκεανογραφικές και οικολογικές συνθήκες και τη θαλάσσια κυκλοφορία στις περιοχές αυτές, η καθιέρωση ειδικών επιτακτικών μεθόδων για την πρόληψη της ρυπάνσεως της θάλασσας. Υπό το καθεστώς της Συμβάσεως Marpol 73/78, προβλέπεται για τις ειδικές περιοχές υψηλότερο επίπεδο προστασίας από ό,τι για τις άλλες θαλάσσιες περιοχές.

9.

Ο κανονισμός 15 (A) του τμήματος Γ του κεφαλαίου 3 του παραρτήματος Ι της Συμβάσεως Marpol 73/78 αφορά τον έλεγχο της απορρίψεως πετρελαίου. Ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε απόρριψη λυμάτων από πλοία 400 τόνων ολικής χωρητικότητας και άνω, εφόσον η περιεκτικότητα του πετρελαίου υπερβαίνει τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm). Ο κανονισμός 15 (B) του τμήματος Γ του κεφαλαίου 3 του παραρτήματος Ι επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τον ίδιο κανόνα όσον αφορά τις ειδικές περιοχές.

3. UNCLOS

10.

Όπως και το σύνολο των κρατών μελών, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS.

11.

Το άρθρο 1 της UNCLOS διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω συμβάσεως:

«1)   “περιοχή” σημαίνει τον θαλάσσιο και ωκεάνειο βυθό και το υπέδαφός τους, πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας·

[…]

4)   “ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος” σημαίνει την απόθεση από τον άνθρωπο, αμέσως ή εμμέσως, ουσιών ή ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων και των εκβολών ποταμών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση βλαβερών συνεπειών ή βλάβης στους βιολογικούς πόρους και την θαλάσσια ζωή, κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, παρακώλυση των θαλάσσιων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών και άλλων νόμιμων χρήσεων της θάλασσας, πτώση της ποιότητας χρησιμοποίησης του θαλάσσιου ύδατος και υποβάθμιση της αναψυχής·

[…]»

12.

Με το άρθρο 56 της συμβάσεως τίθεται ο κανόνας που διέπει τη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών στην ΑΟΖ. Η διάταξη αυτή ορίζει τα εξής:

«1.   Στην [ΑΟΖ] το παράκτιο κράτος έχει:

α)

κυριαρχικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, ως επίσης και [αναφορικά] με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους·

β)

δικαιοδοσία, όπως προβλέπεται στα σχετικά άρθρα της παρούσας σύμβασης, σχετικά με:

[…]

iii)

την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος·

[…]».

13.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των άλλων κρατών στην ΑΟΖ του παράκτιου κράτους καθορίζονται στο άρθρο 58 της συμβάσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, τα άλλα κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τη σύμβαση κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μέσα στην ΑΟΖ, ότι λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους και ότι συμμορφώνονται με τους κανόνες και κανονισμούς που υιοθετούνται από το παράκτιο κράτος σύμφωνα με τις διατάξεις της UNCLOS και τους άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου.

14.

Το μέρος XII της UNCLOS αφορά την προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

15.

Κατά το άρθρο 192 της UNCLOS, τα κράτη έχουν υποχρέωση να προστατεύουν και να διατηρούν το θαλάσσιο περιβάλλον.

16.

Το άρθρο 217 της UNCLOS προβλέπει ότι τα κράτη της σημαίας οφείλουν να φροντίζουν για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων και προτύπων που αφορούν την πρόληψη, τη μείωση και τον έλεγχο της ρυπάνσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος από πλοία, ανεξάρτητα από τον τόπο διαπράξεως της παραβάσεως.

17.

Το άρθρο 220, το οποίο έχει ως αντικείμενο τη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών περί λήψεως μέτρων εφαρμογής, ανήκει στο ως άνω μέρος της συμβάσεως.

18.

Το άρθρο 220, παράγραφοι 3 έως 6, καθορίζει τους λόγους θεμελιώσεως δικαιοδοσίας βάσει των οποίων τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν μέτρα εφαρμογής κατά πλοίου που έχει διαπράξει παράβαση κανόνων του διεθνούς δικαίου και διεθνών προτύπων για τη ρύπανση από πλοία στην ΑΟΖ του. Οι εν λόγω παράγραφοι έχουν ως εξής:

«3.   Όπου υπάρχουν σαφείς λόγοι να πιστεύεται ότι ένα πλοίο που διαπλέει την [ΑΟΖ] ή την χωρική θάλασσα κάποιου κράτους έχει, μέσα στην [ΑΟΖ] αυτή […], διαπράξει παράβαση των διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων για την πρόληψη, μείωση και έλεγχο της ρύπανσης από πλοία ή των νόμων και κανονισμών του κράτους αυτού οι οποίοι συνάδουν και δίνουν ισχύ σε τέτοιους κανόνες και πρότυπα, το κράτος αυτό μπορεί να ζητήσει από το πλοίο να του δώσει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και το λιμένα νηολόγησής του, τον πρώτο και τον τελευταίο λιμένα προσέγγισής του και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες απαιτούνται, για να διαπιστωθεί κατά πόσο έχει διαπραχθεί η παράβαση.

4.   Τα κράτη υιοθετούν νόμους και κανονισμούς και λαμβάνουν άλλα μέτρα ώστε τα πλοία που φέρουν τη σημαία τους να συμμορφούνται με τις τυχόν απαιτήσεις για την παροχή πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Όπου υπάρχουν σαφείς λόγοι να πιστεύεται ότι ένα πλοίο που πλέει στην [ΑΟΖ] ή τη χωρική θάλασσα κάποιου κράτους έχει, στην [ΑΟΖ], διαπράξει παράβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 με αποτέλεσμα να γίνει σημαντική διαρροή ουσιών προκαλώντας ή απειλώντας με σοβαρή ρύπανση το θαλάσσιο περιβάλλον, το κράτος αυτό μπορεί να προβεί σε επιθεώρηση του πλοίου για ζητήματα αναφερόμενα στην παράβαση, αν το πλοίο έχει αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή αν οι πληροφορίες που δόθηκαν από το πλοίο έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τη φανερή πραγματική κατάσταση και αν οι συνθήκες της περίπτωσης αυτής δικαιολογούν τέτοια επιθεώρηση.

6.   Όπου υπάρχει σαφής αντικειμενική μαρτυρία ότι πλοίο που διαπλέει την [ΑΟΖ] ή την χωρική θάλασσα κάποιου κράτους έχει, στην [ΑΟΖ], διαπράξει παράβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 με αποτέλεσμα να γίνει διαρροή ουσιών προκαλώντας μεγάλη ζημιά ή υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημιά στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα του παράκτιου κράτους, ή σε οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του […], το κράτος αυτό μπορεί, τηρουμένου του τμήματος 7, υπό τον όρο ότι τα αποδεικτικά στοιχεία το δικαιολογούν, να κινήσει διαδικασία συμπεριλαμβανομένης και της κράτησης του πλοίου, σύμφωνα με την νομοθεσία του.»

Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

19.

Η οδηγία 2005/35 έχει ως αντικείμενο τη ρύπανση από πλοία και τα ενδεδειγμένα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της ρυπάνσεως αυτής.

20.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3, η οδηγία έχει σκοπό να βελτιώσει την εφαρμογή της Συμβάσεως Marpol 73/78, εναρμονίζοντας την εφαρμογή της σε επίπεδο Ένωσης. Η ανάγκη εναρμονίσεως κρίθηκε ιδιαιτέρως επιτακτική, αφενός, επειδή πάρα πολλά πλοία που διαπλέουν τα ύδατα της Ένωσης αγνοούν καθημερινά τους κανόνες που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση Marpol 73/78, χωρίς να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα. Αφετέρου, πριν από την έκδοση της οδηγίας, η πρακτική των κρατών μελών διέφερε σημαντικά όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων για τις απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία.

21.

Το άρθρο 1 της οδηγίας προσδιορίζει τον σκοπό της. Έχει ως εξής:

«1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενσωματωθούν τα διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από τα πλοία στο κοινοτικό δίκαιο και να διασφαλισθεί ότι επιβάλλονται οι ενδεδειγμένες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών, ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια στη ναυτιλία και να ενισχυθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση που προξενούν τα πλοία.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της ρύπανσης από τα πλοία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.»

22.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών:

[…]

β)

στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους·

γ)

στα στενά που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα και υπόκεινται στο καθεστώς του πλου διέλευσης, όπως ορίζεται από το μέρος III τμήμα 2 της [UNCLOS], εφόσον τα στενά αυτά τελούν υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

δ)

στην [ΑΟΖ] ή σε αντίστοιχη ζώνη κράτους μέλους, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και

ε)

στην ανοικτή θάλασσα.»

23.

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/35 έχει ως αντικείμενο τα μέτρα εφαρμογής που λαμβάνονται από τα παράκτια κράτη έναντι των διερχόμενων πλοίων. Ορίζει τα εξής:

«1.   Εάν εικάζεται απόρριψη ρυπογόνων ουσιών στις περιοχές του άρθρου 3 παράγραφος 1, στοιχεία β), γ), δ) ή ε), το δε ύποπτο για την απόρριψη πλοίο δεν καταπλεύσει σε λιμένα του κράτους μέλους το οποίο διαθέτει τις πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη απόρριψη, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

α)

εάν ο επόμενος λιμένας προσεγγίσεως του πλοίου βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, τα οικεία κράτη μέλη συνεργάζονται στενά κατά την επιθεώρηση που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, και κατά τη λήψη απόφασης περί των ενδεδειγμένων μέτρων που αφορούν κάθε απόρριψη αυτού του είδους·

β)

εάν ο επόμενος λιμένας προσεγγίσεως του πλοίου βρίσκεται σε κράτος εκτός της Κοινότητας, το κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την ενημέρωση του επόμενου λιμένα προσεγγίσεως του πλοίου σχετικά με την εικαζόμενη απόρριψη, ζητεί δε από το κράτος του επόμενου λιμένα προσεγγίσεως να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα που αφορούν κάθε απόρριψη του είδους αυτού.

2.   Εφόσον υπάρχουν σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ότι πλοίο το οποίο πλέει στις περιοχές του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία β) ή δ), διέπραξε στην περιοχή του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ), παράβαση με αποτέλεσμα απόρριψη που προκαλεί σημαντική ζημία ή συνιστά απειλή σημαντικής ζημίας για τις ακτές ή άλλα σχετικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους, ή για οποιουσδήποτε πόρους των περιοχών του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία β) ή δ), το εν λόγω κράτος, υπό την επιφύλαξη του τμήματος 7 του μέρους ΧΙΙ της [UNCLOS] και εφόσον το δικαιολογούν τα αποδεικτικά στοιχεία, υποβάλλει το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές του προκειμένου να κινήσουν διαδικασία, περιλαμβανομένης της κράτησης του πλοίου, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

3.   Σε κάθε περίπτωση ενημερώνονται οι αρχές του κράτους της σημαίας.»

Γ.   Η φινλανδική νομοθεσία

24.

To κεφάλαιο 3, άρθρο 1, του Merenkulun ympäristönsuojelulaki (1672/2009) (νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος στη ναυσιπλοΐα) ορίζει τα εξής:

«Παραβάσεις της προβλεπόμενης στο κεφάλαιο 2, άρθρο 1, απαγορεύσεως απορρίψεως πετρελαίου ή μιγμάτων πετρελαίου στα χωρικά ύδατα ή στην [ΑΟΖ] της Φινλανδίας τιμωρούνται με πρόστιμο [“öljypäästömaksu” (πρόστιμο λόγω απορρίψεως πετρελαίου)], εφόσον η εκροή, λαμβανομένης υπόψη της ποσότητάς της ή των συνεπειών της, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Ωστόσο, για παραβάσεις της ως άνω απαγορεύσεως που διαπράττονται από πλοία με ξένη σημαία, τα οποία διαπλέουν την [ΑΟΖ] της Φινλανδίας, πρόστιμο λόγω απορρίψεως πετρελαίου επιβάλλεται μόνον εφόσον προκαλείται σοβαρή ζημία ή υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα της Φινλανδίας ή σε οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] της Φινλανδίας.»

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

25.

Το Bosphorus Queen είναι πλοίο μεταφοράς ξηρού φορτίου που φέρει σημαία Παναμά. Κατά τη Rajavartiolaitos (συνοριοφυλακή, Φινλανδία), στις 11 Ιουλίου 2011 έλαβε χώρα εκροή πετρελαίου στη θάλασσα από το πλοίο αυτό, ενώ διέπλεε την ΑΟΖ της Φινλανδίας.

26.

Το συμβάν έλαβε χώρα στα εξωτερικά όρια της AOZ της Φινλανδίας, σε απόσταση περίπου 25 έως 30 χιλιομέτρων από τις φινλανδικές ακτές. Το πετρέλαιο εξαπλώθηκε σε έκταση περίπου 37 χιλιομέτρων με μορφή λωρίδας πλάτους περίπου 10 μέτρων. Το πετρέλαιο που εξέρρευσε υπολογίστηκε ότι εκτεινόταν σε επιφάνεια περίπου 0,222 m2 και ότι είχε όγκο μεταξύ 0,898 και 9,050 m3.

27.

Δεν ελήφθησαν μέτρα για την αντιμετώπιση της εκροής πετρελαίου. Δεν εντοπίστηκε πετρέλαιο στην ακτή και δεν διαπιστώθηκε η πρόκληση συγκεκριμένης ζημίας.

28.

Καθώς το Bosphorus Queen επέστρεφε από την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας διαπλέοντας την ΑΟΖ της Φινλανδίας, η Rajavartiolaitos (συνοριοφυλακή) υποχρέωσε, με απόφαση της 23ης Ιουλίου 2011, την πλοιοκτήτρια εταιρία Bosphorus Queen Shipping Ltd. Corp. (στο εξής: Bosphorus), να παράσχει χρηματοοικονομική ασφάλεια ύψους 17112 ευρώ για την ενδεχόμενη υποχρέωση καταβολής προστίμου λόγω εκροής πετρελαίου. Αφού παρέσχε την ασφάλεια στις 25 Ιουλίου 2011, το πλοίο συνέχισε την πορεία του.

29.

Στις 26 Ιουλίου 2011 η Suomen ympäristökeskus (Φινλανδική Υπηρεσία προστασίας του περιβάλλοντος) υπέβαλε στη Rajavartiolaitos (συνοριοφυλακή) έκθεση πραγματογνωμοσύνης της σχετικά με τους απορρέοντες από την εκροή πετρελαίου κινδύνους. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκροής πετρελαίου εκτιμήθηκαν με βάση την εικαζόμενη ελάχιστη δυνατή ποσότητα εκροής πετρελαίου. Η εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης περιλάμβανε τις ακόλουθες διαπιστώσεις:

Το πετρέλαιο μπορούσε ενδεχομένως να προσεγγίσει, τουλάχιστον εν μέρει, τις φινλανδικές ακτές. Στην περίπτωση αυτή, θα θιγόταν η χρήση των ακτών για σκοπούς αναψυχής.

Μέρος του πετρελαίου είχε επίσης επιπτώσεις στις γειτνιάζουσες με το σημείο της εκροής περιοχές στην ανοικτή θάλασσα.

Η εκροή πετρελαίου είχε αρνητικό αντίκτυπο στην πρόοδο της καταστάσεως του περιβάλλοντος στη Βαλτική θάλασσα.

Η εκροή πετρελαίου ήταν βλαπτική για τα πτηνά που παρεπιδημούν και τρέφονται στην ανοιχτή θάλασσα.

Το πετρέλαιο έβλαψε το φυτικό και το ζωικό πλαγκτόν. Οι ενώσεις πετρελαίου εισχώρησαν στη διατροφική αλυσίδα.

Από την εκροή πετρελαίου προκλήθηκε πιθανότατα άμεση βλάβη στους τριάκανθους γαστερόστεους που ζουν στην επιφάνεια της ανοιχτής θάλασσας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποκλειστούν σοβαρές επιπτώσεις στα αλιευτικά αποθέματα.

Το επίπεδο ιζηματαποθέσεως στην περιοχή ήταν υψηλό και υπήρχε πιθανότητα ένα μέρος των ενώσεων πετρελαίου να καταλήξει στον βυθό, βλάπτοντας τους ζώντες εκεί οργανισμούς.

Πλησίον του σημείου της εκροής βρίσκονταν πολλοί σημαντικοί φυσικοί οικότοποι που ανήκαν στο δίκτυο Natura 2000.

Η χρονική συγκυρία επελεύσεως του σχετικού συμβάντος ήταν ιδιαιτέρως δυσμενής για τους πληθυσμούς των θαλάσσιων πτηνών, διότι σε αυτούς καταλεγόταν μεγάλος αριθμός νεοσσών που δεν μπορούσαν ακόμη να πετάξουν και που βρίσκονταν στην θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από τις εξώτερες βραχονησίδες του Hankoniemi μέχρι το αρχιπέλαγος, ενώ επίσης νεοσσοί της πουπουλόπαπιας κινούνταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή.

Κατά τον χρόνο επελεύσεως της εκροής πετρελαίου, δεκάδες χιλιάδες πουπουλόπαπιες βρίσκονταν στα ανοιχτά του Hankoniemi. Η εκροή έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τον πληθυσμό θαλάσσιων πτηνών των φινλανδικών ακτών.

30.

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2011 η Rajavartiolaitos (συνοριοφυλακή) επέβαλε στην Bosphorus πρόστιμο 17112 ευρώ λόγω εκροής πετρελαίου. Στηριζόμενη στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η Rajavartiolaitos (συνοριοφυλακή) συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η εκροή προκάλεσε σοβαρή ζημία ή κίνδυνο σοβαρής ζημίας στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα της Φινλανδίας ή σε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική θάλασσα ή στην ΑΟΖ της.

31.

Εν συνεχεία, η Bosphorus άσκησε προσφυγή ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Ελσίνκι, Φιλανδία), δικάζοντος ως ναυτικό δικαστήριο. Ζήτησε από το δικαστήριο αυτό να ακυρώσει την απόφαση περί παροχής ασφάλειας και περί επιβολής προστίμου λόγω εκροής πετρελαίου.

32.

Με απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2012, το ναυτικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αποδείχθηκε ότι το πλοίο Bosphorus Queen απέρριψε στη θάλασσα ποσότητα εννιακοσίων περίπου λίτρων κατ’ ελάχιστον. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το ναυτικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εκροή του πετρελαίου προκάλεσε κίνδυνο σοβαρής ζημίας κατά την έννοια του κεφαλαίου 3, άρθρο 1, του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος στη ναυσιπλοΐα. Για τους λόγους αυτούς, το ναυτικό δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

33.

Με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, το Helsingin hovioikeus (εφετείο Ελσίνκι, Φινλανδία) απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του ναυτικού δικαστηρίου.

34.

Κατόπιν τούτου, η Bosphorus άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας του να αναιρέσει την απόφαση του Helsingin hovioikeus (εφετείου Ελσίνκι) και να εξαφανίσει την απόφαση του ναυτικού δικαστηρίου, καθώς και να ακυρώσει τις αποφάσεις περί παροχής ασφάλειας και περί επιβολής προστίμου λόγω εκροής πετρελαίου, ακυρώνοντας το σχετικό πρόστιμο.

35.

Επειδή το αιτούν δικαστήριο αμφέβαλλε όσον αφορά την ορθή ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της UNCLOS και της οδηγίας 2005/35, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει να ερμηνεύεται η έκφραση “ακτές ή συναφή συμφέροντα” στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] ή η έκφραση “ακτές ή άλλα σχετικά συμφέροντα” στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2005/35] με βάση τον ορισμό της έννοιας της “ακτής ή των συναφών συμφερόντων” που περιλαμβάνεται στο άρθρο II, παράγραφος 4, της [Συμβάσεως περί Επεμβάσεως];

2)

Κατά τον προμνησθέντα στο πρώτο ερώτημα ορισμό που δίδεται με το άρθρο II, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, της [Συμβάσεως περί Επεμβάσεως], ο όρος “συναφή συμφέροντα” σημαίνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση σε καλή κατάσταση της οικείας περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της διατηρήσεως του ζώντος θαλάσσιου πλούτου και της άγριας χλωρίδας και πανίδας. Καλύπτει η προαναφερθείσα διάταξη και τη διατήρηση του ζώντος θαλάσσιου πλούτου, της άγριας πανίδας και χλωρίδας της [ΑΟΖ] ή αφορά η εν λόγω διάταξη της Συμβάσεως μόνον την προστασία των συμφερόντων της ακτής;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Τι νοείται με την έκφραση “ακτή ή συναφή συμφέροντα” στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] ή με την έκφραση “ακτές ή άλλα σχετικά συμφέροντα” στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2005/35];

4)

Τι σημαίνει η έκφραση “πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική θάλασσα ή στην [ΑΟΖ]” στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] και “πόροι [στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους και στην (ΑΟΖ)]” στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2005/35]; Νοούνται ως ζώσες πλουτοπαραγωγικές πηγές μόνο αλιευόμενα είδη ή καλύπτονται επίσης είδη που συνδέονται ή εξαρτώνται από τα αλιευόμενα είδη κατά την έννοια του άρθρου 61, παράγραφος 4, της [UNCLOS], όπως για παράδειγμα φυτικά και ζωικά είδη τα οποία αποτελούν την τροφή των αλιευομένων ειδών;

5)

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση “υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί (σοβαρή ζημιά)” στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] και [“συνιστά απειλή”] στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2005/35]; Πρέπει να καθορισθεί η φύση του κινδύνου αυτού με βάση την έννοια του αφηρημένου ή του συγκεκριμένου κινδύνου ή με άλλον τρόπο;

6)

Κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] και στο άρθρο 7, παράγραφος 2 της οδηγίας [2005/35], πρέπει να θεωρείται ότι οι προκληθείσες ή επαπειλούμενες σοβαρές ζημίες συνιστούν βαρύτερες συνέπειες έναντι της προκληθείσας ή επαπειλούμενης σοβαρής ρυπάνσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 5; Πώς πρέπει να ορισθεί η “σοβαρή ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος” και πώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των προκληθεισών ή επαπειλούμενων σοβαρών ζημιών;

7)

Ποιες περιστάσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των προκληθεισών ή επαπειλούμενων ζημιών; Πρέπει να συνεκτιμώνται για παράδειγμα η διάρκεια και η γεωγραφική έκταση των βλαβερών συνεπειών που συνιστούν τη ζημία; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως: Πώς πρέπει να εκτιμηθεί η διάρκεια και η έκταση της ζημίας;

8)

Η οδηγία [2005/35] θεσπίζει απλώς στοιχειώδεις κανόνες και δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της θαλάσσιας ρυπάνσεως από πλοία, σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο [άρθρο (1, παράγραφος) 2]. Ισχύει η δυνατότητα θεσπίσεως αυστηρότερων κανόνων και για το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, όπου ρυθμίζεται η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους να λαμβάνει μέτρα κατά πλοίου διαπλέοντος τα ύδατά του;

9)

Μπορούν να έχουν σημασία οι ιδιαίτερες γεωγραφικές και οικολογικές συνθήκες, καθώς και ο ευαίσθητος χαρακτήρας της Βαλτικής κατά την ερμηνεία των προβλεπόμενων στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] και στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους;

10)

Σημαίνει η έκφραση “σαφής αντικειμενική μαρτυρία” στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της [UNCLOS] και [“αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία”] στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2005/35] ότι, πέραν της αποδείξεως ότι ένα πλοίο παρέβη τις σχετικές διατάξεις, απαιτείται επίσης να αποδεικνύονται οι συνέπειες της διαρροής; Τι είδους απόδειξη απαιτείται ότι δημιουργήθηκε κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημιά στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα ή σε οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] –για παράδειγμα, στα πτηνά και στα αλιευτικά αποθέματα, καθώς και στο θαλάσσιο περιβάλλον της οικείας περιοχής; Σημαίνει η απαίτηση υπάρξεως σαφούς αντικειμενικής μαρτυρίας/σαφών αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων για παράδειγμα ότι η εκτίμηση των ζημιογόνων για το θαλάσσιο περιβάλλον συνεπειών του διαρρεύσαντος πετρελαίου πρέπει να στηρίζεται πάντα σε συγκεκριμένες έρευνες και μελέτες σχετικά με τις συνέπειες της διαρροής πετρελαίου που έλαβε χώρα;»

36.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Βελγική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ολλανδική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τιμώντας τρόπον τινά την εκατοστή επέτειο κηρύξεως της ανεξαρτησίας του ναυτικού έθνους της Φινλανδίας, η Bosphorus, η Γαλλική, η Ολλανδική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 6 Δεκεμβρίου 2017.

III. Ανάλυση

37.

Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο μεγάλο αριθμό ερωτημάτων όσον αφορά, ειδικότερα, την ορθή ερμηνεία, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS (και, κατ’ επέκταση, του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35). Μολονότι προσεγγίζουν το αντικείμενο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, δύο αλληλένδετα ζητήματα σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένα παράκτιο κράτος δύναται να ασκήσει δικαιοδοσία στην ΑΟΖ του: πρόκειται, συγκεκριμένα, για τα συμφέροντα τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους και τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δικαιολογηθεί η λήψη μέτρων εφαρμογής κατά πλοίου εν πλω.

38.

Κατόπιν ορισμένων εισαγωγικών παρατηρήσεων, τα ζητήματα που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο θα εξεταστούν με βάση τις εξής θεματικές ενότητες: 1) τα συμφέροντα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους στην ΑΟΖ βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 (τέσσερα πρώτα ερωτήματα)· 2) τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35, προκειμένου το παράκτιο κράτος να μπορεί να κινήσει διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία (πέμπτο, έκτο, έβδομο, ένατο και δέκατο ερώτημα)· και 3) τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 (όγδοο ερώτημα).

Α.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

39.

Για καλύτερη κατανόηση των αμφιλεγόμενων ζητημάτων τα οποία αφορά η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, φρονώ ότι είναι χρήσιμο να αρχίσω την ανάλυσή μου με ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις. Πρώτον, έχοντας υπόψη ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως άπτεται διαφόρων διεθνών συμφωνιών στο πεδίο του δικαίου της θάλασσας, θα ανατρέξω, αρχικώς, στις αρχές που διέπουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει διατάξεις του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως. Δεύτερον, θα ιχνογραφήσω τη νομική αρχιτεκτονική της κατανομής των δικαιοδοσιών μεταξύ των κρατών της σημαίας και των παράκτιων κρατών στο πλαίσιο του δικαίου της θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξηγήσω, ειδικότερα, πώς ανταποκρίνεται η UNCLOS στην ανάγκη σταθμίσεως της ελευθερίας ναυσιπλοΐας και της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

1. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει διατάξεις του διεθνούς δικαίου

40.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, τρεις δέσμες κανόνων του διεθνούς δικαίου είναι κρίσιμες στην υπό εξέταση υπόθεση. Αυτές είναι η UNCLOS, η Σύμβαση Marpol 73/78 και η Σύμβαση περί Επεμβάσεως. Καθεμιά από τις συμβάσεις αυτές υπόκειται σε διαφορετικό καθεστώς υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

41.

Πρώτον, όπως δέχονται όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της UNCLOS. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει διατάξεις του διεθνούς δικαίου που αποτελούν τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης ( 5 ). Από την ημερομηνία προσχωρήσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην UNCLOS, η σύμβαση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νομικής τάξεως της Ένωσης. Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της συμβάσεως αυτής.

42.

Δεύτερον, όσον αφορά τη Σύμβαση Marpol 73/78, το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης δεσμεύεται από τη σύμβαση αυτή, αλλά όχι και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακριβώς επειδή τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τη σύμβαση αυτή, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η Σύμβαση Marpol 73/78 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία, αφενός, της UNCLOS και, αφετέρου, των διατάξεων του παράγωγου δικαίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως Marpol 73/78. Τούτο ισχύει προδήλως στην περίπτωση της οδηγίας 2005/35 ( 6 ).

43.

Τρίτον, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε το σύνολο των κρατών μελών της δεσμεύεται από τη Σύμβαση περί Επεμβάσεως. Οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις προέβαλαν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την έκταση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τις διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως. Ενώ η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση φαίνεται να διατείνονται ότι το Δικαστήριο δύναται να ερμηνεύσει τις διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως, η Επιτροπή, καθώς και η Ολλανδική και η Φινλανδική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η ερμηνεία αυτή εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Ερωτηθείσα σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διαφοροποίησε εν μέρει τη θέση της: συμφώνησε ότι η Σύμβαση περί Επεμβάσεως μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως πηγή εμπνεύσεως για το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 220 της UNCLOS.

44.

Φρονώ ότι όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που εξέφεραν άποψη επί του ζητήματος έχουν δίκιο.

45.

Αφενός, το Δικαστήριο δεν είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδιο να ερμηνεύει αυθεντικώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως, τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Η άποψη αυτή έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου στο πεδίο αυτό ( 7 ). Πράγματι, με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων περιπτώσεων συμβάσεων όπως η προμνησθείσα Σύμβαση Marpol 73/78 και των περιπτώσεων που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει την άσκηση των εξουσιών που ασκούσαν προηγουμένως τα κράτη μέλη στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας ( 8 ), η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται ερμηνευτικώς εκτείνεται μόνο στους κανόνες που αποτελούν τμήμα της εννόμου τάξεως της Ένωσης.

46.

Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε εκ νέου με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Manzi ( 9 ), η οποία αφορούσε ένα μεταγενέστερο πρωτόκολλο της Συμβάσεως Marpol 73/78, στο οποίο δεν προσχώρησαν ορισμένα κράτη μέλη. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι διατάξεις του παράγωγου δικαίου δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα μιας υποχρεώσεως την οποία επέβαλλε διεθνής συμφωνία που δεν δέσμευε όλα τα κράτη μέλη. Σε αντίθετη περίπτωση, το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως αυτής θα επεκτεινόταν στα κράτη μέλη τα οποία δεν ήταν συμβαλλόμενα στη συμφωνία αυτή ( 10 ).

47.

Ακόμη και αν τούτο ήταν στην πράξη το αποτέλεσμα υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως Manzi, ωστόσο η επισήμανση του Δικαστηρίου δεν μπορεί, κατά την άποψη μου, να θεωρηθεί ότι σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν δύναται, κατά την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, να λαμβάνει υπόψη κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεν δεσμεύουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το σύνολο των κρατών μελών της.

48.

Όπως γίνεται ευρέως δεκτό, η δικαστική ερμηνεία δεν πραγματοποιείται από μηδενική βάση. Καίτοι είναι σαφές ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει αυθεντικώς κανόνες που δεν αποτελούν τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης, δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι δεν είναι δυνατή η συναγωγή συμπερασμάτων από τους κανόνες αυτούς –εφόσον είναι σχετικοί– για τους σκοπούς της ερμηνείας διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που το ιστορικό της συνάψεως μιας διεθνούς συμφωνίας η οποία δεσμεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τα κράτη μέλη της υποδηλώνει στενή συνάφεια με μια μη δεσμευτική για τις ανωτέρω οντότητες συμφωνία.

49.

Διατυπώνοντάς το διαφορετικά, η σαφής αναρμοδιότητα για την ερμηνεία της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως δεν συνεπάγεται ότι αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή εμπνεύσεως κατά την ερμηνεία παρόμοιων εννοιών που απαντώνται στην UNCLOS. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την UNCLOS κατά τρόπο που συμπίπτει με την ορολογία που χρησιμοποιείται στη Σύμβαση περί Επεμβάσεως. Όπως θα καταδείξω στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος, οι σχετικές διατάξεις της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο βοήθημα κατά την ερμηνεία του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS υπό το πρίσμα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ( 11 ).

50.

Ωστόσο, προτού υπεισέλθω στο ζήτημα αυτό, θα εξετάσω τους βασικούς πυλώνες του νομικού πλαισίου που διέπει την κατανομή δικαιοδοσιών μεταξύ του κράτους της σημαίας και του παράκτιου κράτους στο ειδικότερο πλαίσιο της UNCLOS.

2. Οι αρχές που διέπουν τη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών περί λήψεως μέτρων εφαρμογής: η ελευθερία ναυσιπλοΐας και η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος

51.

Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, σκοπός της UNCLOS είναι η εγκαθίδρυση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των παράκτιων κρατών και των συμφερόντων άλλων κρατών, τα οποία ενδεχομένως συγκρούονται ( 12 ). Τα συμφέροντα αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, το θεμιτό συμφέρον της ναυσιπλοΐας ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσεως του κράτους, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την ανάγκη διατηρήσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

52.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελευθερία ναυσιπλοΐας έχει ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, ως απόρροια της προαιώνιας αρχής της ελευθερίας των θαλασσών ( 13 ), η ελευθερία ναυσιπλοΐας αποτελεί το θεμέλιο του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Για να αποφευχθεί η κατάτμηση της θάλασσας για σκοπούς προστατευτισμού, η ελευθερία ναυσιπλοΐας διασφαλίζει ότι κάθε χώρος εκτεινόμενος πέραν της χωρικής θάλασσας παραμένει διαθέσιμος προς χρήση για το κοινό συμφέρον ( 14 ).

53.

Η εν λόγω αρχή αποτυπώνεται στην UNCLOS: ως απόρροια της ελευθερίας ναυσιπλοΐας, τα παράκτια κράτη έχουν, κατά κανόνα, δικαιοδοσία μόνον επί των πλοίων που κινούνται μέσα στη χωρική τους θάλασσα, η οποία περιορίζεται στα 12 ναυτικά μίλια από τη γραμμή βάσεως ( 15 ). Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η εν λόγω δικαιοδοσία περιορίζεται από την υποχρέωση διασφαλίσεως ελεύθερης διελεύσεως για τα πλοία εν πλω ( 16 ). Εκτός της περιοχής αυτής ισχύει η βασική αρχή ότι το κράτος της σημαίας έχει δικαιοδοσία επί των πλοίων που φέρουν τη σημαία του. Πιο συγκεκριμένα, στο κράτος της σημαίας απόκειται να καθορίζει τα εφαρμοστέα πρότυπα επί ζητημάτων ασφαλείας και επί κοινωνικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων, καθώς και να επιβάλλει την εφαρμογή των κανόνων αυτών στα πλοία που φέρουν τη σημαία του σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τα διεθνή πρότυπα ( 17 ). Μάλιστα, το κράτος της σημαίας οφείλει, βάσει του άρθρου 217 της UNCLOS, να εφαρμόζει αποτελεσματικά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τα διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από πλοία, ανεξάρτητα από τον τόπο διαπράξεως της παραβάσεως.

54.

Ωστόσο, υπό το καθεστώς δικαιοδοσίας που θεσπίζεται με την UNCLOS, η δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας εκτός της χωρικής θάλασσας ενός παράκτιου κράτους υπόκειται σε σημαντικές εξαιρέσεις. Μία από τις εξαιρέσεις αυτές αφορά τη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους εντός της ΑΟΖ.

55.

Η ΑΟΖ ορίζεται στο άρθρο 57 της UNCLOS ως η παρακείμενη και εκτεινόμενη πέραν της χωρικής θάλασσας περιοχή που δεν υπερβαίνει τα 200 ναυτικά μίλια από τη γραμμή βάσεως. Η ΑΟΖ υπόκειται στο ειδικό νομικό καθεστώς που καθιδρύεται από το τμήμα V της UNCLOS (άρθρα 55 έως 75 αυτής). Βάσει του άρθρου 56 της συμβάσεως, το παράκτιο κράτος έχει, μεταξύ άλλων, (περιορισμένη) δικαιοδοσία λήψεως μέτρων εφαρμογής στη ζώνη αυτή για σκοπούς κατάλληλης προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Παράλληλα όμως, κατά το άρθρο 58 της UNCLOS, τα άλλα κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τη σύμβαση κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους εντός της ΑΟΖ, ότι λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους και ότι συμμορφώνονται με τους κανόνες και κανονισμούς που υιοθετούνται από το παράκτιο κράτος σύμφωνα με την UNCLOS και τους άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου.

56.

Οι ανωτέρω αρχές μπορεί να υποστηριχθεί ότι απηχούν την ευρεία διεθνή συναίνεση που υφίσταται όσον αφορά την ανάγκη προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση (από πλοία). Ειδικότερα, η δικαιοδοσία λήψεως μέτρων εφαρμογής που παρέχεται στα παράκτια κράτη, βάσει του άρθρου 220, παράγραφοι 3 έως 6, της UNCLOS, στην ΑΟΖ, προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά των πλοίων εν πλω, μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη έκφραση της εν λόγω επιδιώξεως.

57.

Πιο συγκεκριμένα, διάφορες συνθήκες συνήφθησαν κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα λόγω της αυξανόμενης ανησυχίας για τη θαλάσσια ρύπανση ( 18 ). Επί παραδείγματι, η Σύμβαση περί Επεμβάσεως συνήφθη το 1969, στον απόηχο της ολέθριας καταστροφής που συνέβη στην περίπτωση του Torrey Canyon. Απένειμε σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη την εξουσία να επεμβαίνουν στην ανοικτή θάλασσα στις περιπτώσεις που ρύπανση από πετρέλαιο απειλούσε τη θάλασσα ή τις ακτές ως επακόλουθο ναυτικού ατυχήματος. Η εν λόγω αρχή περί δικαιώματος επεμβάσεως επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 221 της UNCLOS ( 19 ).

58.

Φαίνεται, πράγματι, ότι γίνεται γενικώς δεκτό ότι μόνη η δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της ρυπάνσεως από πλοία ( 20 ). Υπό το πρίσμα αυτό, οι εξουσίες που απονέμονται στα παράκτια κράτη με το άρθρο 220 της UNCLOS –οι οποίες μπορούν να λογιστούν ως επιπρόσθετες σε σχέση με εκείνες που απονέμονται στα παράκτια κράτη με τη Σύμβαση περί Επεμβάσεως και με το άρθρο 221 της UNCLOS, καθόσον παρέχουν στα παράκτια κράτη τη δυνατότητα να κινούν διαδικασία ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν έχει συμβεί ναυτικό ατύχημα– μπορούν, κατά την άποψη μου, να θεωρηθούν ότι απηχούν την επιθυμία της διεθνούς κοινότητας να δημιουργήσει εργαλεία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ρυπάνσεως από πλοία και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος ως κοινού αγαθού. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι η Σύμβαση περί Επεμβάσεως δεν έχει επηρεάσει μόνο τη διαμόρφωση του περιεχομένου του άρθρου 221 της UNCLOS, αλλά και του άρθρου 220 της ίδιας συμβάσεως ( 21 ).

59.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 220, παράγραφοι 3 έως 6, της UNCLOS απλώς παρέχει στο παράκτιο κράτος δικαιοδοσία λήψεως μέτρων εφαρμογής σε ορισμένες σαφώς καθορισμένες περιστάσεις, επιπρόσθετα προς τη δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας. Παρέχει στα παράκτια κράτη (περιορισμένη) δικαιοδοσία, για να μπορούν να προστατεύσουν το θαλάσσιο περιβάλλον σε περίπτωση παραβιάσεως των διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων για τη ρύπανη από πλοία. Οι θεμελιώδεις κανόνες που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση Marpol 73/78 για την πρόληψη της ρυπάνσεως από πετρέλαιο συνιστούν μια τέτοια δέσμη κανόνων. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η UNCLOS αποτελεί σύμβαση-πλαίσιο, η οποία έχει συμπληρωθεί από άλλες διεθνείς συμφωνίες, όπως από τη Σύμβαση Marpol 73/78 ( 22 ).

60.

Αντιθέτως, το άρθρο 220, παράγραφοι 3 έως 6, της UNCLOS δεν θέτει, επί παραδείγματι, αυστηρότερα πρότυπα κατά της ρυπάνσεως σε σχέση με τα ούτως ή άλλως ισχύοντα. Ούτε παρέχουν οι εν λόγω κανόνες στα παράκτια κράτη δικαιοδοσία επεμβάσεως έναντι των πλοίων με ξένη σημαία εκτεινόμενη πέραν των εξουσιών του κράτους της σημαίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, της UNCLOS, το κράτος της σημαίας δύναται να αναλάβει το ίδιο την κίνηση διαδικασίας εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία ενημερώσεώς του από το παράκτιο κράτος σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν κατά πλοίου που φέρει τη σημαία του ( 23 ).

61.

Όπως ακριβώς όλα τα άλλα κράτη, τα κράτη της σημαίας οφείλουν ομοίως, βάσει του άρθρου 192 της UNCLOS, να προστατεύουν και να διατηρούν το θαλάσσιο περιβάλλον. Πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 217 της UNCLOS. Ωστόσο, το άρθρο 220, παράγραφοι 3 έως 6, της UNCLOS παρέχει, σύμφωνα με την αρχή της εγγύτητας, δικαιοδοσία και στο κράτος που έχει το πιο προφανές συμφέρον να ενεργεί προς αυτήν την κατεύθυνση, ήτοι στο παράκτιο κράτος. Στην πράξη, το παράκτιο κράτος μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι περισσότερο από κάθε άλλο κράτος σε θέση να διαπιστώνει τις παραβιάσεις των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου για τη ρύπανση από πλοία και να λαμβάνει, αναλόγως της περιπτώσεως, μέτρα εφαρμογής των κανόνων αυτών κατά του οικείου πλοίου.

62.

Υπό το πρίσμα αυτό, οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 220, παράγραφοι 3 έως 6, της UNCLOS λόγοι θεμελιώσεως δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών εντός της ΑΟΖ τους έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της εν λόγω συμβάσεως που αφορούν την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

63.

Συνοψίζοντας, η δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό κανόνα υπό το καθεστώς της UNCLOS. Εντούτοις, παρέχοντας στο παράκτιο κράτος συντρέχουσα δικαιοδοσία εντός της ΑΟΖ στις περιπτώσεις παραβάσεως των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, η UNCLOS ανταποκρίνεται στην αναγνωρισμένη ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων του παράκτιου κράτους και για προστασία και διατήρηση –σε μια εποχή αυξανόμενης εκμεταλλεύσεως των θαλασσών– του θαλάσσιου περιβάλλοντος ως κοινού αγαθού της ανθρωπότητας ( 24 ).

64.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπό εξέταση υπόθεση.

Β.   Επί των τεσσάρων πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων: τα συμφέροντα που εμπίπτουν στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS

65.

Προκαταρκτικώς, παρατηρώ ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον με αυτό ζητείται, ειδικότερα, η ερμηνεία της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως. Όπως εξηγήθηκε ήδη, το Δικαστήριο δεν δύναται να απαντήσει το ερώτημα αυτό λόγω αναρμοδιότητας ( 25 ).

66.

Εντούτοις, αντιλαμβάνομαι ότι το ερώτημα αυτό, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του γενικότερου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται –μαζί με το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα–, θέτει κατ’ ουσίαν, το ζήτημα πώς ερμηνεύονται τα συμφέροντα που εμπίπτουν στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS (και επαναλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35). Πρέπει να υπομνησθεί ότι, πέραν των άλλων στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, το παράκτιο κράτος έχει δικαιοδοσία να κινήσει διαδικασία μόνο καθόσον τα συμφέροντα που επιδιώκει να προστατεύσει, ασκώντας τη δικαιοδοσία του, συμπίπτουν με τα συμφέροντα που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή.

67.

Προκειμένου να πληροφορηθεί αν τέτοια περίπτωση συντρέχει και στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την έννοια των όρων «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα» και «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του». Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο αν στις ανωτέρω έννοιες εμπίπτουν τα συμφέροντα που παρατίθενται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε η Suomen ympäristökeskus (Φινλανδική Υπηρεσία προστασίας του περιβάλλοντος) ( 26 ).

68.

Όπως επεξήγησα ήδη, το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS έχει σκοπό να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Υπό το πρίσμα, ακριβώς, του σκοπού αυτού πρέπει να ερμηνευθούν και τα συμφέροντα που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη.

1. Ο όρος «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα»

69.

Όσον αφορά, πρώτον, τον όρο «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα», η παραδοχή ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι διατάξεις της συμβάσεως αυτής πρέπει να αγνοηθούν εντελώς –ή ότι δεν μπορεί να συναχθεί η ίδια ερμηνεία με αυτήν των διατάξεων της συμβάσεως αυτής– στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Ταυτοχρόνως, είναι σαφές ότι δεν υφίσταται ευθέως υποχρέωση μεταφοράς του ορισμού των «συναφών συμφερόντων» κατ’ άρθρον II, παράγραφος 4, της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.

70.

Πιο συγκεκριμένα, από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη άντλησαν έμπνευση από τη Σύμβαση περί Επεμβάσεως, όταν συμφώνησαν την πρόβλεψη ότι και τα παράκτια κράτη πρέπει να έχουν δικαιοδοσία λήψεως μέτρων κατά των πλοίων με ξένη σημαία τα οποία έχουν διαπράξει παράβαση εντός της ΑΟΖ ( 27 ). Ομολογουμένως, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι ορισμοί που περιελήφθησαν στη Συμφωνία περί Επεμβάσεως προορίζονταν να μεταφερθούν και στην UNCLOS, η οποία δεν περιλαμβάνει κανέναν ορισμό του όρου «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα» ή, επίσης, του όρου «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του».

71.

Ωστόσο, όπως ήδη καταδείχθηκε, η Σύμβαση περί Επεμβάσεως εντάσσεται, αναμφίβολα, στο ευρύτερο νομικό πλαίσιο εντός του οποίου έχει εφαρμογή το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κανόνες που περιλαμβάνονται στην UNCLOS φαίνεται να προορίζονται να συμπληρώσουν και να διευρύνουν τους κανόνες της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως σχετικά με τη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών να επεμβαίνουν σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος, η σημασία που προσδίδεται στα «συναφή συμφέροντα» στη Σύμβαση περί Επεμβάσεως συνιστά χρήσιμο σημείο αναφοράς για τον ορισμό των συμφερόντων που εμπίπτουν στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.

72.

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρώ ότι ο ορισμός των «συναφών συμφερόντων» που περιλήφθηκε στη Σύμβαση περί Επεμβάσεως είναι ευρύς. Κατά το άρθρο ΙΙ, παράγραφος 4, της Συμβάσεως περί Επεμβάσεως, τα «συναφή συμφέροντα» περιλαμβάνουν τα συμφέροντα ενός παράκτιου κράτους τα οποία θίγονται ή απειλούνται ευθέως από το ναυτικό ατύχημα, όπως τις θαλάσσιες παράκτιες, λιμενικές ή διεξαγόμενες στις εκβολές ποταμών δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες συνιστούν αναγκαίο μέσο βιοπορισμού των θιγόμενων ατόμων, τα τουριστικά αξιοθέατα της θιγόμενης περιοχής, την υγεία του παράκτιου πληθυσμού και την καλή κατάσταση της θιγόμενης περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της διατηρήσεως του ζώντος θαλάσσιου πλούτου και της άγριας χλωρίδας και πανίδας.

73.

Αδυνατώ να διαγνώσω κάποιο λόγο που να δικαιολογεί την άποψη ότι απαιτείται διαφορετική ερμηνεία στο πλαίσιο της UNCLOS. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι με το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS επιδιώκεται η διασφάλιση της κατάλληλης προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Για τον σκοπό αυτόν, η εν λόγω διάταξη παρέχει στα παράκτια κράτη δικαιοδοσία επεμβάσεως εντός της ΑΟΖ. Είναι σαφές ότι η δυνατότητα επεμβάσεως θα περιοριζόταν σημαντικά σε περίπτωση συσταλτικής ερμηνείας των εκεί μνημονευόμενων συμφερόντων.

74.

Δεν υπάρχει καμιά απολύτως ένδειξη ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνον ορισμένες πτυχές του περιβάλλοντος ή ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν μόνο συμφέροντα του παράκτιου κράτους στη χωρική του θάλασσα. Για τους λόγους αυτούς, διατείνομαι ότι ο όρος «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα» έχει την έννοια ότι περικλείει όλα τα συμφέροντα του παράκτιου κράτους εντός της χωρικής θάλασσας και της ΑΟΖ τα οποία αφορούν την εκμετάλλευση της θάλασσας και το υγιές περιβάλλον.

2. Ο όρος «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του»

75.

Όσον αφορά, δεύτερον, τον όρο «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του», παρατηρώ ότι η περιλαμβανόμενη και στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS ρητή αναφορά σε «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του» φαίνεται, αν μη τι άλλο, να αποτελεί έκφραση της επιθυμίας να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, όλες οι πτυχές του θαλάσσιου περιβάλλοντος που μπορούν να θιγούν από τη ρύπανση από πλοία.

76.

Όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα που εγείρεται από το αιτούν δικαστήριο, συμπεραίνω, για τους ακόλουθους λόγους, ότι μεταξύ των συμφερόντων που εμπίπτουν στην έννοια των «οποιωνδήποτε πλουτοπαραγωγικών πηγών στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του» πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και τα είδη της χλωρίδας και πανίδας που χρησιμεύουν ως τροφή για τα εκμεταλλεύσιμα είδη.

77.

Πρώτον, η χρήση της λέξεως «οποιεσδήποτε» για την περιγραφή των επίμαχων πλουτοπαραγωγικών πηγών υποδηλώνει ότι απαιτείται διασταλτική ερμηνεία, σύμφωνα με τη συνήθη σημασία της λέξεως· συγκεκριμένα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η λέξη αναφέρεται σε όλες τις ζώσες και μη ζώσες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ανεξαρτήτως του αν είναι δυνατή η απευθείας εκμετάλλευση των πηγών αυτών.

78.

Δεύτερον, η ερμηνεία του όρου «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές» υπό την έννοια ότι τα είδη της χλωρίδας και πανίδας που χρησιμεύουν ως τροφή για εκμεταλλεύσιμα είδη πρέπει να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην έννοια «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του» συνάδει με τη βασισμένη στο οικοσύστημα προσέγγιση που υιοθετείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον και της κοινής αλιευτικής πολιτικής ( 28 ). Η εν λόγω προσέγγιση αναγνωρίζει τις αλληλεπιδράσεις εντός ενός οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων μεταξύ των ειδών, αντί να εξετάζει τα είδη αποκομμένα από το ευρύτερο οικοσύστημα ( 29 ). Οι συνδέσεις αυτές αναγνωρίζονται σαφώς και στο πλαίσιο της UNCLOS, ιδίως δε από το άρθρο 61, παράγραφος 4, αυτής ( 30 ), το οποίο μνημονεύεται και από το αιτούν δικαστήριο.

79.

Τρίτον και σημαντικότερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 220 της UNCLOS έχει σκοπό να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία και διαφύλαξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο σύνολό του. Στον σκοπό αυτόν, απλούστατα, αντιβαίνει ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως στις πλουτοπαραγωγικές πηγές οι οποίες δεν αποτελούν ευθέως αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από το παράκτιο κράτος.

80.

Συνεπώς, η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 έχουν την έννοια, αφενός, ότι ο όρος «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα» περικλείει όλα τα συμφέροντα του παράκτιου κράτους εντός της χωρικής θάλασσας και της ΑΟΖ τα οποία αφορούν την εκμετάλλευση της θάλασσας και το υγιές περιβάλλον και, αφετέρου, ότι ο όρος «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην [ΑΟΖ] του» περικλείει τόσο ζώσες –όπως είδη χλωρίδας και πανίδας που χρησιμεύουν ως τροφή για τα εκμεταλλεύσιμα είδη– όσο και μη ζώσες πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Γ.   Πέμπτο έως έβδομο προδικαστικό ερώτημα, ένατο και δέκατο προδικαστικό ερώτημα: τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, προκειμένου να θεωρηθεί δικαιολογημένη η λήψη μέτρων εφαρμογής κατά πλοίου εν πλω

81.

Με το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το ένατο και το δέκατο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, καθοδήγηση όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35, προκειμένου το παράκτιο κράτος να δύναται να κινήσει διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία που διαπλέει την ΑΟΖ του.

82.

Για την παροχή καθοδηγήσεως ως προς το ζήτημα αυτό, η ανάλυσή μου θα διακριθεί σε δύο στάδια. Πρώτα, θα εξετασθεί η σχέση μεταξύ των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 220 της UNCLOS. Σε δεύτερο στάδιο, αντικείμενο εξετάσεως θα αποτελέσει το στοιχείο του «κινδύνου να προκληθεί σοβαρή ζημιά» κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.

1. Η σχέση μεταξύ των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 220 της UNCLOS: τρεις διακριτοί λόγοι θεμελιώσεως δικαιοδοσίας

83.

Για καλύτερη κατανόηση της εσωτερικής λογικής του άρθρου 220 της UNCLOS και του τρόπου εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, είναι χρήσιμο να εξεταστεί αρχικώς η σχέση μεταξύ των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 220 της UNCLOS, οι δύο τελευταίες από τις οποίες απασχόλησαν ιδιαιτέρως τους παριστάμενους στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

84.

Προκαταρκτικώς, γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 220 της UNCLOS στηρίζεται σε μια βαθμιαία προσέγγιση.

85.

Ιδιαιτέρως κρίσιμοι είναι, στο πλαίσιο της υπό εξέταση υποθέσεως, οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 220, παράγραφοι 3, 5 και 6, της UNCLOS λόγοι θεμελιώσεως δικαιοδοσίας, οι οποίοι παρέχουν στα παράκτια κράτη δικαιοδοσία έναντι των πλοίων με ξένη σημαία που διαπλέουν την ΑΟΖ τους. Στην πραγματικότητα, όπως θα καταδειχθεί ακολούθως, καθεμιά από τις διατάξεις αυτές προβλέπει έναν διακριτό λόγο θεμελιώσεως δικαιοδοσίας υπέρ των παράκτιων κρατών. Οι λόγοι αυτοί συντρέχουν σε διαφορετικές περιστάσεις και διαφέρουν σημαντικά ως προς τα μέτρα που δύνανται να λαμβάνουν τα παράκτια κράτη βάσει καθενός εξ αυτών. Συνεπώς, τα κρίσιμα στοιχεία του κάθε λόγου θεμελιώσεως δικαιοδοσίας πρέπει να εξετασθούν αυτοτελώς, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό εξέταση υποθέσεως.

86.

Η βαθμιαία προσέγγιση καθίσταται φανερή από το διαφορετικό επίπεδο επεμβάσεως που προβλέπεται σε καθεμιά από τις διατάξεις αυτές. Πρώτον, το άρθρο 220, παράγραφος 3, της UNCLOS παρέχει στα παράκτια κράτη το δικαίωμα να ζητούν από τα πλοία με ξένη σημαία πληροφορίες, προκειμένου να μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράβαση κανόνων του διεθνούς δικαίου και διεθνών προτύπων για τη ρύπανση από πλοία. Δεύτερον, το άρθρο 220, παράγραφος 5, της UNCLOS παρέχει στα παράκτια κράτη το δικαίωμα να προβαίνουν σε επιθεώρηση των πλοίων με ξένη σημαία. Τρίτον, το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS παρέχει στα παράκτια κράτη το δικαίωμα να κινούν διαδικασία κατά των πλοίων με ξένη σημαία.

87.

Οι λόγοι δικαιοδοσίας που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 220 συνδέονται σαφώς μεταξύ τους. Αφενός, αμφότερες οι διατάξεις αφορούν περιπτώσεις που το παράκτιο κράτος υποπτεύεται (ήτοι, το κράτος έχει σαφείς λόγους να πιστεύει) ότι πλοίο με ξένη σημαία παρέβη κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από πλοία. Τα μέτρα που μνημονεύονται στις εν λόγω διατάξεις λαμβάνονται προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ότι η επίμαχη παράβαση διεπράχθη από το πλοίο. Αφετέρου, βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 5, της UNCLOS, το παράκτιο πλοίο δύναται να προβεί σε επιθεώρηση του πλοίου με ξένη σημαία –το οποίο αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρχές του παράκτιου κράτους, όταν του ζητήθηκε να παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 3–, μόνον εφόσον η υπό διερεύνηση παράβαση είχε ως αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί σημαντική απόρριψη ουσιών, προκαλώντας ή απειλώντας με σοβαρή ρύπανση το θαλάσσιο περιβάλλον.

88.

Με άλλα λόγια, η άρνηση συνεργασίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι το παράκτιο κράτος δύναται να προβεί σε επιθεώρηση δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 5, της UNCLOS. Αντιθέτως, η επιθεώρηση είναι δυνατή μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις, εφόσον ο όγκος της απορρίψεως ουσιών και η ρύπανση που προκαλείται από την απόρριψη αυτή είναι αρκούντως σημαντικά.

89.

Σε αντίθεση με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 220 της UNCLOS, η παράγραφος 6 του άρθρου αυτού αφορά την περίπτωση που το παράκτιο κράτος έχει σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία [«σαφή αντικειμενική μαρτυρία» κατά την ελληνική απόδοση της UNCLOS] σχετικά με την παράβαση ( 31 ). Επιπλέον, για να έχει το παράκτιο κράτος δικαίωμα να κινήσει διαδικασία, η παράβαση θα πρέπει να είχε ως αποτέλεσμα απόρριψη ουσιών που προκάλεσε σοβαρή ζημία στα συμφέροντα που προστατεύονται βάσει της εν λόγω διατάξεως ή να υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί τέτοια σοβαρή ζημία.

90.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 220 της UNCLOS, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού εξαρτάται από την προηγούμενη εφαρμογή της παραγράφου 5. Οι διατάξεις αυτές απλώς διέπουν διακριτές περιπτώσεις.

91.

Είναι, οπωσδήποτε, απολύτως κατανοητό ότι η επιθεώρηση κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 5, της UNCLOS ενδέχεται να μπορεί να προσφέρει τα σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παράβαση τα οποία απαιτούνται για την εφαρμογή της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει απαραιτήτως πάντοτε. Πράγματι, το παράκτιο κράτος είναι δυνατόν να έχει στη διάθεσή του ως αποδεικτικά στοιχεία, επί παραδείγματι, (αερο)φωτογραφίες, από τις οποίες προκύπτει ότι το επίμαχο πλοίο με ξένη σημαία διέπραξε παραβίαση των διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων για τη ρύπανση από πλοία. Η υπό εξέταση υπόθεση είναι ενδεικτική ως προς αυτό: κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επισημάνθηκε ότι η αρχή είχε στη διάθεσή της μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα λήψεων από αέρος, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η επίμαχη εκροή πετρελαίου προήλθε από το Bosphorus Queen.

92.

Εντούτοις, όπως εξέθεσα ήδη, τα σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με παράβαση που διεπράχθη από συγκεκριμένο πλοίο με ξένη σημαία δεν αρκούν, αφεαυτών, για να δικαιολογήσουν την κίνηση διαδικασίας κατά του εν λόγω πλοίου σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Η παράβαση αυτή πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα απόρριψη ουσιών η οποία προκάλεσε σοβαρή ζημία ή να υπάρχει, λόγω της απορρίψεως αυτής, κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία.

93.

Κατά τη δική μου αντίληψη, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο κατά πόσον υφίσταται, υπό τις περιστάσεις της υπό εξέταση υποθέσεως, «κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημιά» κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Ειδικότερα, δεν είναι βέβαιο τι είδους αποδεικτικά στοιχεία απαιτείται να κατέχει το παράκτιο κράτος όσον αφορά τον κίνδυνο αυτόν, προκειμένου να δύναται να ασκήσει δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS (και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35).

94.

Χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή, συνεχίζω με την εξέταση του ζητήματος πώς πρέπει να ερμηνευθεί το εν λόγω στοιχείο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό εξέταση υποθέσεως.

2. Ο κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημιά κατ’ άρθρον 220, παράγραφος 6, της UNCLOS: συγκεκριμένη εκτίμηση με βάση τη Σύμβαση Marpol 73/78

95.

Είναι, εκ προοιμίου, χρήσιμο να υπομνησθεί ότι το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS προβλέπει τον λόγο θεμελιώσεως δικαιοδοσίας που παρέχει στα παράκτια κράτη τη δυνατότητα να κινήσουν διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία που διαπλέει την ΑΟΖ τους. Με βάση τη βαθμιαία προσέγγιση που υιοθετείται στο πλαίσιο του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, η εν λόγω διάταξη απονέμει στα παράκτια κράτη τις ευρύτερα εκτεινόμενες εξουσίες έναντι των πλοίων με ξένη σημαία.

96.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την επιβολή κυρώσεων στο πλοίο με ξένη σημαία –όπως για την επιβολή του προστίμου λόγω εκροής πετρελαίου που επιβλήθηκε στην υπό εξέταση υπόθεση–, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, δεν ρυθμίζονται από τη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, καθώς και το ύψος των κυρώσεων, παραμένουν ζήτημα που απόκειται στην εθνική νομοθεσία του οικείου παράκτιου κράτους ( 32 ).

97.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα, το ζήτημα που ανακύπτει είναι πώς πρέπει το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία για τους σκοπούς της κινήσεως διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.

98.

Κατ’ αρχάς, επιχειρώντας κανείς να προσδιορίσει τον «κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημιά» κατ’ άρθρον 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, δεν πρέπει να υποκύψει στον πειρασμό να συγκρίνει τον εν λόγω όρο με τον όρο «απειλώντας με σοβαρή ρύπανση» κατ’ άρθρον 220, παράγραφος 5, της UNCLOS. Όπως επισημάνθηκε ήδη, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ένα παράκτιο κράτος δύναται να ασκήσει δικαιοδοσία με βάση τους λόγους θεμελιώσεως δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τις ως άνω διατάξεις διαφέρουν και τα εκεί περιλαμβανόμενα στοιχεία πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι «ρύπανση» και «ζημία» αποτελούν δύο διακριτούς όρους. Αναλόγως των περιστάσεων, η σοβαρή ρύπανση μπορεί –ή μπορεί και να μην– προκαλεί (κίνδυνο) σοβαρή(ς) ζημία(ς) σε συγκεκριμένα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, οι δύο έννοιες δεν συνδέονται αυτομάτως μεταξύ τους.

99.

Δεύτερον, το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS απαιτεί σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την παράβαση κανόνων του διεθνούς δικαίου και διεθνών προτύπων για τη ρύπανση από πλοία. Όπως εξηγήθηκε ήδη εν συντομία, με τη Σύμβαση Marpol 73/78 τίθενται οι θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου που διέπουν τη ρύπανση από πετρέλαιο. Τόσο το άρθρο 220, παράγραφος 3, της UNCLOS όσο και η οδηγία 2005/35 κάνουν ρητή μνεία της συμβάσεως αυτής.

100.

Κατά τον κανονισμό 15 του τμήματος Γ του κεφαλαίου 3 του παραρτήματος Ι της Συμβάσεως Marpol 73/78, απαγορεύεται οποιαδήποτε απόρριψη λυμάτων από πλοία 400 τόνων ολικής χωρητικότητας και άνω, εφόσον η περιεκτικότητα του πετρελαίου υπερβαίνει τα 15 ppm. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε απόρριψη πέραν της ως άνω συγκεντρώσεως συνιστά παραβίαση της Συμβάσεως Marpol 73/78 που επισύρει την επιβολή κυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω συμβάσεως.

101.

Στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, η εκροή πετρελαίου είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού, τούτο σημαίνει ότι υπήρξε σημαντική υπέρβαση του ως άνω ορίου ( 33 ). Ωστόσο, το αν τούτο αρκεί για να προκληθεί κίνδυνος σοβαρής ζημίας, όπως απαιτείται από το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, φρονώ ότι εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η εκροή του πετρελαίου.

102.

Με άλλα λόγια, η βαρύτητα του κινδύνου προκλήσεως ζημίας δεν πρέπει να προσδιορίζεται αφηρημένα. Διαφορετικά, τα παράκτια κράτη θα μπορούν, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζεται από τη Γαλλική Κυβέρνηση, να κινούν διαδικασία κατά πλοίου με ξένη σημαία που διαπλέει την ΑΟΖ τους αυτομάτως, κάθε φορά που το κράτος έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι πλοίο απέρριψε πετρέλαιο στην ΑΟΖ του κράτους αυτού κατά παράβαση των σχετικών κανόνων της Συμβάσεως Marpol 73/78. Πράγματι, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος σοβαρής ζημίας μπορεί να τεκμαίρεται ότι υφίσταται, εφόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι από το επίμαχο πλοίο προήλθε εκροή πετρελαίου που υπερβαίνει (σημαντικά) το όριο που τίθεται με τον κανονισμό 15 του τμήματος Γ του κεφαλαίου 3 του παραρτήματος I της Συμβάσεως Marpol 73/78.

103.

Η ανωτέρω προσέγγιση θα μπορούσε αναμφισβήτητα να θεωρηθεί ότι συνάδει με τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 220 της UNCLOS σκοπό της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προστασίας και διατηρήσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Εντούτοις, όπως εξηγήθηκε ήδη, η δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό κανόνα υπό το καθεστώς της UNCLOS. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι πρωτίστως απόκειται στα κράτη της σημαίας να διασφαλίζουν την τήρηση των διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων από τα πλοία που φέρουν τη σημαία τους και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα εφαρμογής των κανόνων αυτών σε περίπτωση παραβάσεώς τους από πλοία τους. Μόνο σε εξαιρετικές, σαφώς καθορισμένες περιστάσεις έχει το παράκτιο κράτος την εξουσία, σύμφωνα με την αρχή της εγγύτητας, να λαμβάνει μέτρα κατά πλοίων με ξένη σημαία εντός της ΑΟΖ. Συνεπώς, προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της κατ’ εξαίρεση δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών σε βασικό κανόνα, ο κίνδυνος σοβαρής ζημίας δεν πρέπει απλώς να τεκμαίρεται.

104.

Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι η εξέταση της συνδρομής του στοιχείου του «κινδύνου να προκληθεί σοβαρή ζημιά» πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένη περιπτωσιολογική εκτίμηση, βάσει της οποίας μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η απόρριψη πετρελαίου εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία στα συμφέροντα του παράκτιου κράτους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Στους παράγοντες που είναι κρίσιμοι κατά την εκτίμηση του αν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής ζημίας μπορεί, επί παραδείγματι, να θεωρηθεί ότι καταλέγονται η ευαισθησία της περιοχής που επλήγη από την εκροή πετρελαίου, ο όγκος, η γεωγραφική θέση και η έκτασή της, καθώς επίσης η διάρκεια της εκροής και οι κρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες στην περιοχή κατά τον χρόνο της εκροής.

105.

Στην υπό εξέταση υπόθεση, η εκροή πετρελαίου συνέβη στη Βαλτική θάλασσα, ειδικότερα δε στον Κόλπο της Φινλανδίας. Η Βαλτική θάλασσα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ειδική περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και από ένα ιδιαιτέρως ευάλωτο οικοσύστημα που χρήζει ειδικής προστασίας ( 34 ). Οι περιστάσεις αυτές πρέπει, αναμφισβήτητα, να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS· συγκεκριμένα, είναι κρίσιμες προκειμένου να εξακριβωθεί αν η εκροή πετρελαίου εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία υπό τις περιστάσεις της υπό εξέταση περιπτώσεως.

106.

Όπως επισημάνθηκε από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένας αφηρημένος κίνδυνος (σοβαρής) ζημίας (όπως, λόγου χάριν, η ύπαρξη ορατής εκροής πετρελαίου) καθίσταται, κατά κάπως παράδοξο τρόπο, συγκεκριμένος κίνδυνος σοβαρής ζημίας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της εκροής πετρελαίου σε ιδιαιτέρως ευάλωτη περιοχή. Τούτο συμβαίνει, εφόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, μόνη η ύπαρξη εκροής πετρελαίου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία.

107.

Με άλλη διατύπωση: τα ειδικά γεωγραφικά και οικολογικά χαρακτηριστικά και η ευαισθησία της περιοχής της Βαλτικής θάλασσας δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την έκταση της δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους που απορρέει από το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, με αποτέλεσμα να επεκτείνεται ο λόγος δικαιοδοσίας αυτός σε περιπτώσεις που η παράβαση των εφαρμοζόμενων κανόνων της Συμβάσεως Marpol 73/78 δεν εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι κρίσιμα προκειμένου να μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι υφίσταται κίνδυνος σοβαρής ζημίας.

108.

Στη βάση αυτή, φρονώ ότι στο πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι παράκτιο κράτος δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία λήψεως μέτρων εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 εφόσον, αφενός, το κράτος αυτό διαθέτει σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ότι από το πλοίο με ξένη σημαία προήλθε απόρριψη πετρελαίου κατά παράβαση διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων για τη ρύπανση από πλοία και εφόσον, αφετέρου, η απόρριψη αυτή μπορεί, υπό τις ειδικότερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να θεωρηθεί ευλόγως ότι εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία στο θαλάσσιο περιβάλλον. Κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής ζημίας, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ευαισθησία της περιοχής που επλήγη από την εκροή πετρελαίου, στον όγκο, τη γεωγραφική θέση και την έκτασή της, καθώς επίσης στη διάρκεια της εκροής και στις κρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες στην οικεία περιοχή.

Δ.   Όγδοο προδικαστικό ερώτημα: η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35

109.

Τέλος, θα εξετάσω εν συντομία το όγδοο προδικαστικό ερώτημα. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί με ποιον τρόπο πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 ασκεί επιρροή κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο διέπει την εξουσία των παράκτιων κρατών να κινούν διαδικασίες κατά πλοίων εν πλω. Τούτο διότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της ρυπάνσεως από πλοία, εφόσον τα μέτρα αυτά συνάδουν με το διεθνές δίκαιο.

110.

Αφενός, η οδηγία 2005/35 δεν περιέχει κάποια ένδειξη ότι η δυνατότητα εφαρμογής αυστηρότερων κανόνων για την καταπολέμηση της ρυπάνσεως δεν αφορά το σύνολο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, η δυνατότητα εφαρμογής αυστηρότερων κανόνων αφορά, κατ’ αρχήν, και το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας.

111.

Αφετέρου, όμως, καθόσον οι κανόνες αυτοί πρέπει να συνάδουν με το διεθνές δίκαιο, τα κράτη μέλη δύνανται να κινούνται κατά πλοίου με ξένη σημαία βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 μόνον εφόσον τους παρέχεται τέτοια δυνατότητα βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, τον λόγο θεμελιώσεως δικαιοδοσίας που παρέχει στα παράκτια κράτη τη δυνατότητα να κινούν διαδικασίες κατά πλοίων με ξένη σημαία. Στην πράξη, τούτο σημαίνει ότι το άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως Marpol 73/78, θέτει τα όρια της εξουσίας των κρατών μελών να κινούνται κατά πλοίων εν πλω σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 ( 35 ). Πιο απλά, η διακριτική ευχέρεια, που καταλείπεται στα κράτη μέλη από την οδηγία 2005/35, να λαμβάνουν ευρύτερης εμβέλειας μέτρα για την καταπολέμηση της ρυπάνσεως από πλοία περιορίζεται από τους εφαρμοζόμενους κανόνες του διεθνούς δικαίου, η παράβαση των οποίων δεν επιτρέπεται βάσει του δικαίου της Ένωσης.

112.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι πάντως σημαντικό να τονιστεί ότι τα κράτη μέλη δύνανται, εφόσον δεν υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, να λαμβάνουν υπόψη, κατά την άσκηση δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35, τα ειδικά χαρακτηριστικά και, αναλόγως της περιπτώσεως, την ευαισθησία της περιοχής όπου έλαβε χώρα η εκροή πετρελαίου. Όπως εξηγήθηκε ήδη, τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι κρίσιμα κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν η παράβαση των κρίσιμων κανόνων της Συμβάσεως Marpol 73/78 προκαλεί (ή εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί) σοβαρή ζημία στα συμφέροντα του επίμαχου παράκτιου κράτους κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS ( 36 ). Με άλλα λόγια, ακόμη και εντός των ορίων που τίθενται από τους εφαρμοζόμενους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα κράτη μέλη διατηρούν σημαντική διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του ζητήματος σε ποιον βαθμό η κίνηση διαδικασίας κατά πλοίου με ξένη σημαία εν πλω είναι κατάλληλη, υπό τις υφιστάμενες περιστάσεις, για την εκπλήρωση των σκοπών της ικανοποιητικής προστασίας και διατηρήσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

113.

Συνεπώς, στο όγδοο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, παρά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επεκτείνουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας δικαιοδοσία τους περί λήψεως μέτρων εφαρμογής πέραν των επιτρεπόμενων ορίων βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.

IV. Πρόταση

114.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων συλλογισμών, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) ως εξής:

Το άρθρο 220, παράγραφος 6, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας που συνήφθη στις 10 Δεκεμβρίου 1982 στο Μοντέγκο Μπαίυ (UNCLOS) και το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, έχουν την έννοια, αφενός, ότι ο όρος «στις ακτές ή στα συναφή συμφέροντα» περικλείει όλα τα συμφέροντα του παράκτιου κράτους εντός της χωρικής θάλασσας και της ΑΟΖ τα οποία αφορούν την εκμετάλλευση της θάλασσας και το υγιές περιβάλλον και, αφετέρου, ότι ο όρος «οποιεσδήποτε πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χωρική του θάλασσα ή στην αποκλειστική οικονομική του ζώνη» περικλείει τόσο ζώσες –όπως είδη χλωρίδας και πανίδας που χρησιμεύουν ως τροφή για τα εκμεταλλεύσιμα είδη– όσο και μη ζώσες πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Παράκτιο κράτος δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία λήψεως μέτρων εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 220, παράγραφος 6, της UNCLOS και το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 εφόσον, αφενός, το παράκτιο κράτος αυτό διαθέτει σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ότι από το πλοίο με ξένη σημαία προήλθε απόρριψη πετρελαίου κατά παράβαση διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων για τη ρύπανση από πλοία και εφόσον, αφετέρου, η απόρριψη αυτή μπορεί, υπό τις ειδικότερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να θεωρηθεί ευλόγως ότι εγκυμονεί κίνδυνο να προκληθεί σοβαρή ζημία στο θαλάσσιο περιβάλλον. Κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής ζημίας, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ευαισθησία της περιοχής που επλήγη από την εκροή πετρελαίου, στον όγκο, τη γεωγραφική θέση και την έκτασή της, καθώς επίσης στη διάρκεια της εκροής και στις κρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες στην οικεία περιοχή.

Παρά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επεκτείνουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας δικαιοδοσία τους περί λήψεως μέτρων εφαρμογής πέραν των επιτρεπόμενων ορίων βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Συνήφθη στις 10 Δεκεμβρίου 1982 στο Μοντέγκο Μπαίυ της Τζαμάικα και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994. Η σύμβαση εγκρίθηκε εξ ονόματος της νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση 98/392/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998, για τη σύναψη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, για το δίκαιο της θάλασσας και της συμφωνίας, της 28ης Ιουλίου 1994, σχετικά με την εφαρμογή του μέρους XI της εν λόγω σύμβασης (ΕΕ 1998, L 179, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις (ΕΕ 2005, L 255, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 280, σ. 52).

( 4 ) Η πρωτοτυπία των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αναδεικνύεται, επιπλέον, από το ότι, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχει ποτέ ερμηνεύσει, στη νομολογία του, το άρθρο 220 της UNCLOS.

( 5 ) Βλ. αποφάσεις της 30ης Απριλίου 1974, Haegeman (181/73, EU:C:1974:41, σκέψεις 4 έως 6), της 3ης Ιουνίου 2008, The International Association of Independent Tanker Owners κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψεις 42 και 43), της 4ης Μαΐου 2010, TNT Express Nederland (C-533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C-240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 6 ) Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, The International Association of Independent Tanker Owners κ.λπ. (C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 52).

( 7 ) Αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2010, TNT Express Nederland (C-533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 17ης Ιουλίου 2014, Qurbani (C-481/13, EU:C:2014:2101, σκέψη 22).

( 8 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1972, International Fruit Company κ.λπ. (21/72 έως 24/72, EU:C:1972:115, σκέψη 18), της 14ης Ιουλίου 1994, Peralta (C-379/92, EU:C:1994:296, σκέψη 16), της 3ης Ιουνίου 2008, The International Association of Independent Tanker Owners κ.λπ. (C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 48), και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη) της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σημείο 248).

( 9 ) Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Manzi και Compagnia Naviera Orchestra (C-537/11, EU:C:2014:19).

( 10 ) Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Manzi και Compagnia Naviera Orchestra (C-537/11, EU:C:2014:19, σκέψεις 47 και 48).

( 11 ) Βλ. σημεία 68 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 12 ) Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, The International Association of Independent Tanker Owners κ.λπ. (C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 58).

( 13 ) Η αρχή της ελευθερίας των θαλασσών και το δικαίωμα κάθε έθνους να χρησιμοποιεί τη θάλασσα για εμπορικούς σκοπούς ανατρέχει στην πραγματεία του Ολλανδού λόγιου Hugo Grotius με τίτλο Mare Liberum, η πρώτη έκδοση της οποίας πραγματοποιήθηκε το 1609.

( 14 ) Guilfoyle, D., «Part VII. High Seas», σε Proels, A. (επιμ.), The United Nations Convention on the Law of the Sea, A commentary, Verlag C., Beck H., Μόναχο, 2017, σ. 679.

( 15 ) Η «γραμμή βάσεως» συμπίπτει, κατά τον γενικώς ισχύοντα κανόνα, με την ακτογραμμή κατά την άμπωτη.

( 16 ) Τούτο προκύπτει ερμηνευτικώς από τον συνδυασμό των άρθρων 2, 3 και 17 της UNCLOS.

( 17 ) Βλ., ειδικότερα, άρθρο 94 της UNCLOS.

( 18 ) Ιδιαίτερης σημασίας είναι εν προκειμένω η Σύμβαση Marpol 73/78 και η Σύμβαση περί Επεμβάσεως. Κατά την εν λόγω περίοδο συνήφθησαν επιπλέον διάφορες περιφερειακές συνθήκες. Στις συμφωνίες αυτές καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής της Βαλτικής θάλασσας, που συνήφθη στο Ελσίνκι το 1992 και τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2000 (στο εξής: Σύμβαση του Ελσίνκι).

( 19 ) Βλ. Division for Ocean Affairs and the Law of the Sea [Διεύθυνση Υποθέσεων των Ωκεανών και του Δικαίου της Θάλασσας] και Office of Legal Affairs [Νομική Υπηρεσία] των Ηνωμένων Εθνών, The Law of the Sea, Enforcement by Coastal States, Legislative History of Article 220 of the United Nations Convention on the Law of the Sea, έκδοση των Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη, 2005, σ. 4, σημείο 17.

( 20 ) Βλ., σχετικώς, αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2005/35, όπου ρητώς αναφέρεται ότι πάρα πολλά πλοία που διαπλέουν τα κοινοτικά ύδατα αγνοούν καθημερινά τους κανόνες που περιλαμβάνονται στη Μarpol 73/78 σχετικά με τη ρύπανση από πλοία.

( 21 ) Βλ. Division for Ocean Affairs and the Law of the Sea [Διεύθυνση Υποθέσεων των Ωκεανών και του Δικαίου της Θάλασσας] και Office of Legal Affairs [Νομική Υπηρεσία] των Ηνωμένων Εθνών, The Law of the Sea, Enforcement by Coastal States, Legislative History of Article 220 of the United Nations Convention on the Law of the Sea, έκδοση των Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη, 2005, σ. 4, σημείο 17. Βλ. σχετικώς, επίσης, Churchill, R. R., και Lowe, A.V., The law of the sea, 3η έκδ., Juris Publishing, Manchester University Press, Μάντσεστερ, 1999, σ. 354.

( 22 ) Churchill, R. R., και Lowe, A.V., όπ.π., σ. 369.

( 23 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίσθηκε ότι, στην υπό εξέταση υπόθεση, οι αρχές του κράτους της σημαίας (Παναμάς) ενημερώθηκαν, σύμφωνα με τα σχετικώς προβλεπόμενα στην UNCLOS, όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν από τις φινλανδικές αρχές κατά του Bosphorus Queen. Επιπλέον του άρθρου 228 της UNCLOS, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, επίσης γενικότερα, οι κανόνες που περιλαμβάνονται στο τμήμα 7 του μέρους XII της UNCLOS, όσον αφορά τις εγγυήσεις, διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα του κράτους της σημαίας λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη όποτε το παράκτιο κράτος ασκεί δικαιοδοσία.

( 24 ) Στο άρθρο 136 της UNCLOS ο θαλάσσιος βυθός ορίζεται ρητώς ως «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας».

( 25 ) Βλ. σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

( 27 ) Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.

( 28 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ 2008, L 164, σ. 19) και αιτιολογικές σκέψεις 13 και 22 του κανονισμού (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) 1954/2003 και (ΕΚ) 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) 2371/2002 και (ΕΚ) 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22).

( 29 ) Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Deutscher Naturschutzring, Dachverband der deutschen Natur- und Umweltschutzverbände e.V. (C-683/16, EU:C:2018:38, σημεία 18 έως 31).

( 30 ) Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 4, της UNCLOS, το παράκτιο κράτος λαμβάνει υπόψη, κατά τη λήψη των μέτρων προστασίας και διαχειρίσεως των ζωντανών πόρων, τις επιπτώσεις σε είδη που συνδέονται ή εξαρτώνται από τα αλιευόμενα είδη με σκοπό τη διατήρηση ή αποκατάσταση των πληθυσμών των συνδεομένων ή εξαρτημένων αυτών ειδών σε επίπεδα που να μην κινδυνεύει σοβαρά η αναπαραγωγή τους.

( 31 ) Στο πλαίσιο αυτό. η αγγλική και η γαλλική επίσημη γλωσσική απόδοση του άρθρου 220, παράγραφος 6, της UNCLOS διαφέρουν. Ενώ το αγγλικό κείμενο αναφέρεται σε «σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία» (clear objective evidence), το γαλλικό κείμενο αναφέρεται απλώς σε «σαφή αποδεικτικά στοιχεία» (preuve manifeste).

( 32 ) Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Marpol 73/78 υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλλουν κυρώσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία τους. Υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/35 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών.

( 33 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη ρύπανση από πλοία και την εισαγωγή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων ποινικών κυρώσεων για αδικήματα ρύπανσης, COM(2003) 92 τελικό, αιτιολογική έκθεση, σημείο 4.2. Βλ., επίσης, απόφαση MEPC.61(34), της 9ης Ιουλίου 1993, Όρια Ορατότητας των Απορρίψεων Πετρελαίου του Παραρτήματος Ι της Συμβάσεως Marpol 73/78. Κατά την απόφαση αυτή, η απόρριψη μίγματος πετρελαίου με περιεκτικότητα ίση με 15 ppm δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να διαπιστωθεί είτε οπτικώς είτε με τη χρήση εξοπλισμού τηλεπισκοπήσεως. Η μικρότερη συγκέντρωση πετρελαίου σε περίπτωση απορρίψεως μίγματος πετρελαίου, κατά την οποία κατέστη δυνατόν να παρατηρηθούν οπτικώς τα πρώτα ίχνη από αεροσκάφος, ανερχόταν στα 50 ppm, ανεξαρτήτως των σχετικών παραγόντων, όπως των ρυθμίσεων του εξοπλισμού, της ταχύτητας του πλοίου που απέρριψε το πετρέλαιο, του ανέμου και του ύψους των κυμάτων.

( 34 ) Τούτο καταδεικνύεται όχι μόνο από την περιφερειακή Σύμβαση του Ελσίνκι, με την οποία τίθενται συγκεκριμένοι κανόνες για την καταπολέμηση της ρυπάνσεως στη Βαλτική θάλασσα. Η Βαλτική θάλασσα αναγνωρίζεται επίσης από τον κανονισμό 1 του κεφαλαίου 1 του παραρτήματος I της Συμβάσεως Marpol 73/78 ως ειδική περιοχή για την οποία απαιτείται η καθιέρωση ειδικών επιτακτικών μεθόδων για την πρόληψη της ρυπάνσεως της θάλασσας από πετρέλαιο. Επιπλέον, ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΔΝΟ) χαρακτήρισε, το 2005, τη Βαλτική θάλασσα ως «Ιδιαίτερα Ευαίσθητη Θαλάσσια Περιοχή», η οποία ως εκ τούτου «χρήζει ειδικής προστασίας μέσω δράσεως του ΔΝΟ, εξαιτίας της σημασίας που έχει λόγω ορισμένων αναγνωρισμένων οικολογικών, κοινωνικο-οικονομικών ή επιστημονικών χαρακτηριστικών της, τα οποία μπορεί να είναι ευάλωτα σε ζημίες που προκαλούνται από διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες». Βλ. απόφαση του ΔΝΟ A. 982 (24), της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Αναθεωρημένες Οδηγίες για την Αναγνώριση και τον Χαρακτηρισμό Ιδιαίτερα Ευαίσθητων Θαλάσσιων Περιοχών.

( 35 ) Στην πραγματικότητα, φρονώ ότι η δυνατότητα λήψεως αυστηρότερων μέτρων που παρέχεται με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/35 στα κράτη μέλη, αφορά, κατ’ αρχάς και πρωτίστως, τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των σχετικών προτύπων κατά της ρυπάνσεως που τίθενται με τη Σύμβαση Marpol 73/78. Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2005/35 μνημονεύει, συγκεκριμένα, την ανάγκη εναρμονίσεως ιδίως όσον αφορά τον ακριβή ορισμό της εκάστοτε παραβάσεως, τις περιπτώσεις απαλλαγής και τους ελάχιστους κανόνες για τις ποινές, καθώς και την αστική ευθύνη και τη δικαιοδοσία.

( 36 ) Είναι επίσης χρήσιμο να επισημανθεί ότι το άρθρο 237, παράγραφος 1, της UNCLOS ορίζει, συγκεκριμένα, ότι οι διατάξεις της UNCLOS για την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν θίγουν τις ειδικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται από κράτη δυνάμει ειδικών συμβάσεων και συμφωνιών που έχουν συναφθεί προηγουμένως και που αναφέρονται στην προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς και τις συμφωνίες που μπορεί να συναφθούν για την προώθηση των γενικών αρχών που τέθηκαν με την UNCLOS.