Υπόθεση T‑192/16
NF
κατά
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
«Προσφυγή ακυρώσεως – Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 – Δελτίο Τύπου – Έννοια της “διεθνούς συμφωνίας” – Προσδιορισμός του συντάκτη της πράξεως – Εμβέλεια της πράξεως – Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Σύνοδος των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιείται στις κτιριακές εγκαταστάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ιδιότητα των εκπροσώπων των κρατών μελών της Ένωσης κατά τη συνάντηση με τον εκπρόσωπο τρίτου κράτους – Άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Αναρμοδιότητα»
Περίληψη – Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 28ης Φεβρουαρίου 2017
Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Εμπίπτουν – Όρια
(Άρθρο 15 ΣΛΕΕ· άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Δήλωση που δημοσιεύεται υπό τη μορφή δελτίου Τύπου στον διαδικτυακό τόπο του Συμβουλίου, σχετικά με τα αποτελέσματα συνόδου μεταξύ των αρχηγών κρατών των κρατών μελών και του Τούρκου πρωθυπουργού – Δεν εμπίπτει
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1)
Η Συνθήκη της Λισσαβώνας περιέλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι έκριναν προηγουμένως τα δικαστήρια της Ένωσης, οι πράξεις που εκδίδει το εν λόγω θεσμικό όργανο, το οποίο, κατά το άρθρο 15 ΣΕΕ, δεν ασκεί νομοθετική λειτουργία και απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών, καθώς και από τον πρόεδρό του και τον πρόεδρο της Επιτροπής, δεν εκφεύγουν πλέον του προβλεπόμενου στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας.
Ωστόσο, οι πράξεις που εκδίδονται από τους εκπροσώπους των κρατών μελών, οι οποίοι συνέρχονται με φυσική παρουσία στον χώρο ενός εκ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και δεν ενεργούν ως μέλη του Συμβουλίου ή ως μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά υπό την ιδιότητα των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών, δεν υπόκεινται στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης. Ως προς το ζήτημα αυτό, από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, εν γένει, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται ως προς τη νομιμότητα πράξεως εθνικής αρχής ούτε πράξεως που εκδίδεται από τους εκπροσώπους των εθνικών αρχών πολλών κρατών μελών ενεργούντων στο πλαίσιο επιτροπής την οποία προβλέπει κανονισμός της Ένωσης. Εντούτοις, δεν αρκεί το θεσμικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται προσφυγή να χαρακτηρίζει μια πράξη ως «απόφαση των κρατών μελών» της Ένωσης –εν προκειμένω πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου– για να εκφεύγει η πράξη αυτή του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο θεσπίζει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Πρέπει να εξακριβωθεί, επίσης, ότι η εν λόγω πράξη, βάσει του περιεχομένου της και του συνόλου των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκε, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
(βλ. σκέψεις 43-45)
Δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ η δήλωση που δημοσιεύθηκε στις 18 Μαρτίου 2016 στον διαδικτυακό τόπο του Συμβουλίου, υπό τη μορφή δελτίου Τύπου, σχετικά με τα αποτελέσματα συνόδου μεταξύ των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης και του Τούρκου πρωθυπουργού για την εμβάθυνση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Μια τέτοια πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη εκδοθείσα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή από άλλο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης ούτε να θεωρηθεί ότι αποκαλύπτει την ύπαρξη ανάλογης πράξεως που να αντιστοιχεί σε συμφωνία συναφθείσα στις 18 Μαρτίου 2016 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Δημοκρατίας της Τουρκίας.
Συγκεκριμένα, καθόσον για τις ανάγκες του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου η προσβαλλόμενη πράξη συγκεκριμενοποιήθηκε με την προσκόμιση ενός δελτίου Τύπου, θα πρέπει να εκτιμηθεί το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, όπως δημοσιεύθηκε με το εν λόγω δελτίο Τύπου, καθώς και το περιεχόμενο αυτής της δηλώσεως, προκειμένου να κριθεί αν μπορεί να αποτελέσει πράξη αποδιδόμενη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή να αποκαλύψει την ύπαρξη ανάλογης πράξεως, έτσι ώστε να υπάγεται στον προβλεπόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας. Συναφώς, τα έγγραφα που αφορούσαν τη σύνοδο ΕΕ-Τουρκίας τα οποία διαβιβάστηκαν επισήμως στα κράτη μέλη της Ένωσης και στη Δημοκρατία της Τουρκίας αποδεικνύουν ότι, παρά την ατυχώς ασαφή διατύπωση της δηλώσεως ΕΕ-Τουρκίας, όπως αυτή δημοσιοποιήθηκε μέσω του εν λόγω δελτίου Τύπου, οι εκπρόσωποι των κρατών μελών συνάντησαν τον Τούρκο πρωθυπουργό στις κτιριακές εγκαταστάσεις που μοιράζονται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο υπό την ιδιότητα των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των εν λόγω κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο πρόεδρος της Επιτροπής, οι οποίοι δεν είχαν προσκληθεί επισήμως, παρίσταντο κατά τη συνάντηση αυτή δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι, λόγω της παρουσίας όλων αυτών των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η σύνοδος αυτή έλαβε χώρα μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Τούρκου πρωθυπουργού.
Εξάλλου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι κατά την επίμαχη σύνοδο συνήφθη ατύπως διεθνής συμφωνία, η συμφωνία αυτή συνήφθη από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης και από τον Τούρκο πρωθυπουργό. Στο πλαίσιο, όμως, προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της νομιμότητας διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί από τα κράτη μέλη.
(βλ. σκέψεις 48, 66, 67, 71-73)