ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Οκτωβρίου 2017 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγηθέντα από διοικητική περιφέρεια κράτους μέλους – Καθεστώς ενισχύσεων που κηρύχθηκε ασύμβατο με την εσωτερική αγορά – Εκτέλεση της αποφάσεως – Υποχρέωση εξακριβώσεως της κατ’ ιδίαν καταστάσεως των δικαιούχων – Παράλειψη της Επιτροπής να λάβει θέση – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-170/16,

Guardian Glass España, Central Vidriera, SLU, με έδρα το Llodio (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Araujo Boyd, D. Armesto Macías και A. Lamadrid de Pablo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, B. Stromsky και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής η οποία, όπως υποστηρίζεται, περιέχεται σε έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2015 με τίτλο «Φορολογικές διαφορές στη Χώρα των Βάσκων (Álava) – Ανεπίσημο μήνυμα σχετικά με τα πρόσθετα επιχειρήματα όσον αφορά τη συμβατότητα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα»,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, Πρόεδρο, P. Nihoul (εισηγητή) και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

Επί της πιστώσεως φόρου που θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava

1

Μεταξύ των ετών 1994 και 1997, οι επαρχίες Álava, Vizcaya και Guipúzcoa της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων (Ισπανία), θέσπισαν 6 φορολογικά καθεστώτα τα οποία μπορούν να κατανεμηθούν σε δύο κατηγορίες: αφενός, πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους και, αφετέρου, φθίνουσα μείωση της φορολογητέας βάσεως για νεοσύστατες επιχειρήσεις επί τέσσερα έτη.

2

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά ένα εκ των έξι φορολογικών καθεστώτων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, ήτοι το θεσπισθέν από την επαρχία της Álava, το οποίο επέτρεπε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση, σε επιχειρήσεις της εν λόγω επαρχίας, πιστώσεως φόρου ποσοστού 45 % του ποσού των επενδύσεών τους.

3

Τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα ίσχυσαν μέχρι το 1999, όσον αφορά την πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, που θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava και έως το 2000, όσον αφορά τα άλλα φορολογικά καθεστώτα.

4

Κανένα από τα φορολογικά καθεστώτα δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Επί της εξετάσεως του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος από την Επιτροπή

5

Κατόπιν καταγγελιών, η Επιτροπή πληροφορήθηκε την ύπαρξη των επίμαχων φορολογικών καθεστώτων.

6

Με έγγραφα της 17ης Αυγούστου και της 29ης Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ισπανικές αρχές την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσον αφορά τα έξι φορολογικά καθεστώτα, ήτοι την πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, θεσπισθείσα από τις επαρχίες Vizcaya και Guipúzcoa (ΕΕ 1999, C 351, σ. 29) και, τη σταδιακή μείωση της φορολογητέας βάσεως για νεοσύστατες επιχειρήσεις επί τέσσερα διαδοχικά έτη που θεσπίστηκε από τις επαρχίες Álava, Vizcaya και Guipúzcoa (ΕΕ 2000, C 55, σ. 2) και την πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, θεσπισθείσα από την επαρχία Álava (ΕΕ 2000, C 71, σ. 8).

7

Στις 3 και 6 Δεκεμβρίου 1999 ασκήθηκαν προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

8

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές αυτές ακυρώσεως με τις αποφάσεις του της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-269/99, T-271/99 και T-272/99, EU:T:2002:258), και της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-346/99 έως T-348/99, EU:T:2002:259).

9

Στις 11 Ιουλίου 2001, η Επιτροπή περάτωσε το επίσημο στάδιο έρευνας με έξι αποφάσεις, στις οποίες διαπίστωσε, πρώτον, ότι τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση, επειδή εφαρμόστηκαν κατά παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, και, δεύτερον, ότι ήταν ασύμβατα προς την εσωτερική αγορά.

10

Όσον αφορά την πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, που θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava, η Επιτροπή διαπίστωσε τη μη συμβατότητα του φορολογικού αυτού καθεστώτος με την εσωτερική αγορά στο άρθρο 1 της αποφάσεως 2002/820/ΕΚ, της 11ης Ιουλίου 2001, για το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Álava υπό μορφή έκπτωσης φόρου 45 % επί των επενδύσεων (ΕΕ 2002, L 296, σ. 1, στο εξής: απόφαση του 2001).

11

Με το άρθρο 2 της αποφάσεως του 2001, η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας να καταργήσει την πίστωση φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίση με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, που θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava, εφόσον αυτή εξακολουθούσε να ισχύει.

12

Στο άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως του 2001, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο της Ισπανίας να αναστείλει την καταβολή όλων των ενισχύσεων που δεν είχαν ακόμη καταβληθεί.

13

Τέλος, με το άρθρο 3, παράγραφος, 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 2, της αποφάσεως του 2001, η Επιτροπή επέβαλε στο Βασίλειο της Ισπανίας να προβεί στην ανάκτηση, από τους δικαιούχους, των ατομικών ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί βάσει του επίμαχου καθεστώτος ως εξής:

«1.   Η Ισπανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των αναφερόμενων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα στους δικαιούχους.

[…]

2.   Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της [παρούσας] απόφασης. […]»

14

Διατάσσοντας την ανάκτηση των ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος που κηρύχθηκε ασύμβατο με την κοινή αγορά, η Επιτροπή εξήγησε, στην αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως του 2001:

«Η παρούσα απόφαση αναφέρεται στο καθεστώς και είναι άμεσα εφαρμοστέα, περιλαμβανομένης της ανάκτησης οποιασδήποτε μεμονωμένης ενίσχυσης χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, ως συνήθως, η παρούσα απόφαση εκδίδεται με την επιφύλαξη ότι μεμονωμένες ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν, εν όλω ή εν μέρει, ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σε συνάρτηση με τα ίδια χαρακτηριστικά τους, είτε σε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής είτε κατ’ εφαρμογή των κανονισμών παρέκκλισης.»

Επί των προσφυγών ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2001

15

Στις 25 Σεπτεμβρίου, 22 Οκτωβρίου και 21 Δεκεμβρίου 2001, ασκήθηκαν προσφυγές ακυρώσεως κατά των έξι αποφάσεων που είχε εκδώσει η Επιτροπή στις 11 Ιουλίου 2001.

16

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομιμότητα των έξι αποφάσεων της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001 με τις αποφάσεις Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑227/01 έως T-229/01, T‑265/01, T-266/01 και T-270/01, EU:T:2009:315), και Diputación Foral de Álava κ.λπ. (T-230/01 έως T‑232/01 και T-267/01 έως T-269/01, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2001:316).

17

H πρώτη απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 16 ανωτέρω αφορά τις τρεις αποφάσεις της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001, με τις οποίες διαπιστώθηκε η μη συμβατότητα της πιστώσεως φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίσης με το 45 % του ποσού των επενδύσεών τους, η οποία είχε θεσπιστεί από τις επαρχίες Álava, Vizcaya και Guipúzcoa.

18

Η δεύτερη απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 16 ανωτέρω έχει ως αντικείμενο τις τρεις αποφάσεις της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001 σχετικά με τη σταδιακή μείωση της φορολογητέας βάσεως για νεοσύστατες επιχειρήσεις επί τέσσερα διαδοχικά έτη που θεσπίστηκε από τις επαρχίες Álava, Vizcaya και Guipúzcoa.

19

Στις 26 Νοεμβρίου 2009, ασκήθηκαν αναιρέσεις κατά των δύο αποφάσεων που παρατίθενται στη σκέψη 16 ανωτέρω.

20

Στις 28 Ιουλίου 2011, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως που είχαν ασκηθεί κατά των δύο αυτών αποφάσεων με τις αποφάσεις του Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-471/09 P έως C-473/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:521), και Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-474/09 P έως C-476/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:522).

Επί του ελέγχου της εκτελέσεως της αποφάσεως του 2001

21

Στις 12 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή ενημερώθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας σχετικά με τα μέτρα που είχε λάβει το εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001.

22

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις που της δόθηκαν, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 19 Νοεμβρίου 2003, προσφυγή λόγω παραβάσεως, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

23

Στις 14 Δεκεμβρίου 2006, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις του, παραλείποντας να λάβει εμπροθέσμως τα αναγκαία μέτρα προς συμμόρφωση με τις αποφάσεις της Επιτροπής της 11 Ιουλίου 2001 (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-485/03 έως C‑490/03, EU:C:2006:777).

24

Κατόπιν της εκδόσεως της παρατιθέμενης στη σκέψη 23 ανωτέρω αποφάσεως, οι ισπανικές αρχές προέβησαν σε ανάκτηση μέρους των ενισχύσεων από τους δικαιούχους. Θεώρησαν ότι το υπόλοιπο μέρος των ενισχύσεων δεν έπρεπε να ανακτηθεί λόγω της συμβατότητάς τους προς την εσωτερική αγορά, της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis και του συνυπολογισμού αναδρομικών φορολογικών εκπτώσεων.

25

Καθόσον εκτίμησε ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είχε εκτελέσει πλήρως τις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή άσκησε, στις 18 Απριλίου 2011, ενώπιον του Δικαστηρίου δεύτερη προσφυγή λόγω παραβάσεως, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

26

Στις 30 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, κατά την άποψή της, οι ενισχύσεις είχαν πλήρως ανακτηθεί στις 15 Οκτωβρίου 2013. Ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαίο, κατ’ αυτήν, να επιβληθεί στο Βασίλειο της Ισπανίας χρηματική ποινή, αλλά μόνον η καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού (απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-184/11, EU:C:2014:316, σκέψεις 16 και 17).

27

Με την απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑184/11, EU:C:2014:316), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υποχρέωσε το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, ως κύρωση για την περίοδο μη εκτελέσεως.

Επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας

28

Η προσφεύγουσα, Guardian Glass España, Central Vidriera, SLU, είναι επιχείρηση που εδρεύει στο Llodio (Ισπανία), στην επαρχία της Álava.

29

Στην προσφεύγουσα είχε επιτραπεί η εφαρμογή πιστώσεως φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίσης με το 45 % των επενδύσεών τους, κατά τα οικονομικά έτη 1994 έως 1996, στο πλαίσιο σχεδίου ύψους 45664899,69 ευρώ που αφορούσε την κατασκευή φούρνου για υαλοπίνακες επιπλεύσεως και συναφών εγκαταστάσεων.

30

Στις 22 Οκτωβρίου 2007, η Dirección General de Hacienda de la Diputacion foral de Álava (γενική διεύθυνση φορολογίας του Επαρχιακού Συμβουλίου της Álava, Ισπανία) κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τη Resolución 1943/2007, de 19 de octubre, sobre ejecución de la Decisión de la Comisión C(2001) 1759 final, de 11 de julio de 2001, relativa al régimen de ayudas estatales ejecutado por España a favor de las empresas de Álava en forma de crédito fiscal del 45 % de las inversiones, en relación con la entidad Guardian Llodio, SLU, como contiunadora de Guardian Llodio, SA, con NIF: B-01.000.702 (απόφαση 1943/2007, σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως του 2001 όσον αφορά την προσφεύγουσα, στο εξής: απόφαση 1943/2007). Με την απόφαση αυτή, διέταξε την προσφεύγουσα να επιστρέψει τις πιστώσεις φόρου που της είχαν χορηγηθεί, κρίνοντας ότι το υπόλοιπο έπρεπε να θεωρηθεί ως επενδυτική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998).

31

Στις 21 Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της αποφάσεως 1943/2007 ενώπιον του Organismo Jurídico-Administrativo de Álava (φορολογικής αρχής της Álava), στη συνέχεια δε ένδικη προσφυγή ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (Ανώτατου Δικαστηρίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων) και, τέλος αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου της Ισπανίας).

32

Στις 7 Φεβρουαρίου 2012, η γενική διεύθυνση φορολογίας του Επαρχιακού Συμβουλίου της Álava κοινοποίησε στην προσφεύγουσα δεύτερη απόφαση, ήτοι την Resolución 324/2012, de 2 de febrero, sobre ejecución complementaria de la Decisión de la Comisión C(2001) 1759 final, de 11 de julio de 2001, relativa al régimen de ayudas estatales ejecutado por España a favor de las empresas de Álava en forma de crédito fiscal del 45 % de las inversiones, en relación con la entidad Guardian Llodio, SLU, como contiunadora de Guardian Llodio, SA, con NIF: B-01.000.702 (απόφαση 324/2012, σχετικά με πρόσθετα μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως του 2001 όσον αφορά την προσφεύγουσα, στο εξής: απόφαση 324/2012). Με την απόφαση αυτή, ζήτησε από την προσφεύγουσα την επιστροφή της πιστώσεως φόρου η οποία είχε κριθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά με την απόφαση 1943/2007 και, ως εκ τούτου, την επιστροφή του συνόλου των ληφθεισών ενισχύσεων.

33

Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή και κατά της αποφάσεως 324/2012 ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή.

34

Στις 25 Μαΐου 2012, οι ισπανικές αρχές προσκόμισαν στην Επιτροπή τραπεζικές βεβαιώσεις που πιστοποιούσαν την επιστροφή των ενισχύσεων που είχε λάβει η προσφεύγουσα.

35

Στις 14 Ιουλίου 2014, το Diputación Foral de Álava (Επαρχιακό Συμβούλιο της Álava) κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της αποφάσεως 324/2012. Στο υπόμνημα αυτό επισήμανε ότι η εξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας εξακολουθούσε να εκκρεμεί, «δεδομένου ότι η Επιτροπή, η οποία [ήταν αρμόδια] να αποφανθεί επί της συμβατότητας ενισχύσεως, δεν [είχε] ακόμη κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των προβληθέντων επιχειρημάτων και των προσκομισθέντων εγγράφων, αν η υλοποιηθείσα επένδυση [μπορούσε] να θεωρηθεί ότι πληρούσε το κριτήριο της παροχής κινήτρου που απαιτείται από τις κατευθυντήριες γραμμές [του 1998] προκειμένου οι υλοποιούμενες επενδύσεις να τυγχάνουν εκπτώσεως στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων».

36

Στις 16 Ιανουαρίου 2015, η προσφεύγουσα απευθύνθηκε στην Επιτροπή προκειμένου να της ζητήσει να την ενημερώνει σχετικά με οποιαδήποτε επικοινωνία της με τις ισπανικές αρχές όσον αφορά τις ενισχύσεις που είχε λάβει. Στην επιστολή αυτή, επισήμανε ότι εκτιμούσε ότι είχε δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, δικαίωμα ακροάσεως και αναπτύξεως των αμυντικών ισχυρισμών της καθώς και δικαίωμα να της κοινοποιείται κάθε απόφαση που λαμβάνει η Επιτροπή σχετικά με τις εν λόγω ενισχύσεις.

37

Με επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2015, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανταγωνισμού» της Επιτροπής απάντησε στην προσφεύγουσα υπενθυμίζοντας τον διμερή χαρακτήρα της διαδικασίας ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων, η οποία διεξάγεται μεταξύ της Επιτροπής και των ισπανικών αρχών και η οποία, συνεπώς, αποκλείει την απευθείας επικοινωνία των ληπτών των ενισχύσεων με τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

38

Με επιστολή της 16ης Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα εξέφρασε τη διαφωνία της με την Επιτροπή.

39

Κατόπιν της ασκηθείσας κατά της αποφάσεως 324/2012 προσφυγής, το Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (ανώτερο δικαστήριο της χώρας των Βάσκων, Ισπανία) έκρινε ότι τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας είχαν προσβληθεί, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ακούστηκε πριν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Η προσφεύγουσα κλήθηκε, ως εκ τούτου, να παραστεί ενώπιον του Επαρχιακού Συμβουλίου της Álava.

40

Στις 19 Φεβρουαρίου 2016, κατά τη δεύτερη ακρόαση, η διοίκηση παρέδωσε στην προσφεύγουσα έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2015 με τίτλο «Φορολογικές διαφορές στη Χώρα των Βάσκων (Álava) – Ανεπίσημο μήνυμα σχετικά με τα πρόσθετα επιχειρήματα όσον αφορά τη συμβατότητα με τις [κατευθυντήριες γραμμές του 1998]» (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη).

Επί της προσβαλλομένης πράξεως

41

Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι υπογεγραμμένη, δεν μνημονεύει τους συντάκτες της και δεν φέρει κανένα λογότυπο της Επιτροπής. Συνοδεύεται από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το οποίο προκύπτει ότι είχε αποσταλεί στη μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από υπάλληλο της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής.

42

Η προσβαλλόμενη πράξη περιλαμβάνει δύο τμήματα: ένα γενικό τμήμα και ένα τμήμα στο οποίο εκτίθεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

43

Στο πρώτο τμήμα της προσβαλλομένης πράξεως, αναφέρονται τα εξής:

οι βασκικές αρχές υπέβαλαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα επιχειρήματα των δικαιούχων των ενισχύσεων ως προς τη συμβατότητα του καθεστώτος πιστώσεως φόρου 45 % με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998·

μολονότι η ανάκτηση είχε ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 2013, η ΓΔ «Ανταγωνισμός» επανεξέτασε τους φακέλους κατόπιν αιτήματος των αρχών της επαρχίας της Álava·

οι υπηρεσίες της Επιτροπής επέτρεψαν κατ’ εξαίρεση στις ισπανικές αρχές να αποδείξουν τη συμβατότητα των ποσών που πρέπει να αφαιρεθούν από τα προς ανάκτηση ποσά κατ’ εφαρμογήν του ασυμβίβαστου καθεστώτος, όχι μόνον υπό το πρίσμα καθεστώτων που έχουν ήδη εγκριθεί, κατά τη συνήθη πρακτική, αλλά και υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών του 1998·

για κανέναν από τους φακέλους που εξετάστηκαν, δεν υφίστανται επαρκείς αποδείξεις προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η επένδυση είχε χαρακτήρα κινήτρου για την ή, άλλως, να διαπιστωθεί ότι οι ενισχύσεις ζητήθηκαν πριν την πραγματική έναρξη της εκτελέσεως των σχεδίων, όπως απαιτείται από το σημείο 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 1998.

44

Το δεύτερο τμήμα της προσβαλλομένης πράξεως περιλαμβάνει αξιολόγηση των ισχυρισμών της προσφεύγουσας βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών, η δε εξέταση των ισχυρισμών των άλλων δικαιούχων έχει απαλειφτεί.

45

Κατά την προσβαλλόμενη πράξη, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι επενδύσεις της προσφεύγουσας πραγματοποιήθηκαν μετά την υποβολή της αιτήσεώς της για ενίσχυση.

46

Ο συντάκτης της προσβαλλομένης πράξεως διευκρινίζει ότι, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή του, η προσφεύγουσα υπέβαλε την αίτησή της για ενίσχυση στις 17 Φεβρουαρίου 1995 και ότι δήλωνε, στην αίτησή της αυτή, το εκτιμώμενο κόστος του επενδυτικού της σχεδίου για την περίοδο από το 1994 έως το 1996. Επισημαίνει ότι, με απόφαση της 8ης Απριλίου 1995, οι αρχές της επαρχίας της Álava, χορήγησαν την ενίσχυση όχι μόνο για τις προβλεπόμενες για την περίοδο από το 1995 έως το 1996 επενδύσεις, αλλά επίσης για τις πραγματοποιηθείσες πριν την υποβολή της αιτήσεως ενισχύσεως δαπάνες της επιχειρήσεως (μεταξύ 1994 και 1995).

47

Στην προσβαλλόμενη πράξη, εκτίθεται ότι οι δαπάνες αυτές περιελάμβαναν τις δαπάνες των «προκαταρκτικών μελετών ή των μελετών βιωσιμότητας» και τις δαπάνες για την προγενέστερη της αιτήσεως ενισχύσεως αγορά εξοπλισμού πληροφορικής και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Ο συντάκτης της εν λόγω πράξεως διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα πρότεινε την εξαίρεση των δαπανών που ενέπιπταν στη δεύτερη αυτή κατηγορία, για τον λόγο ότι δεν συνδέονταν με το επενδυτικό σχέδιο και συνεπώς δεν έθεταν εν αμφιβόλω τον χαρακτήρα κινήτρου.

48

Ο συντάκτης της προσβαλλομένης πράξεως παραπέμπει επίσης στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Επισημαίνει ότι ζητήθηκαν αποδείξεις προκειμένου να προσδιοριστεί αν η προσφεύγουσα ήταν μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), διότι, σε προηγούμενη υπόθεση ανακτήσεως από άλλη επιχείρηση υπαχθείσα στο ίδιο καθεστώς, είχαν γίνει δεκτές αιτιάσεις αφορώσες τη συμβατότητα της δαπάνης μελετών βιωσιμότητας, καθόσον πληρούνταν οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 51 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών προϋποθέσεις.

49

Στην προσβαλλόμενη πράξη, διευκρινίζεται ότι η παράγραφος 51 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 επιτρέπει την επιδότηση των δαπανών των προκαταρκτικών μελετών όταν ο δικαιούχος είναι ΜΜΕ. Διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ΜΜΕ από το 1994 έως το 1996. Ο συντάκτης της προσβαλλομένης πράξεως συνάγει ότι «η υλοποίηση των επενδύσεων είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αιτήσεως της ενισχύσεως» και ότι «[ο]ι επενδύσεις αυτές δεν προορίζονταν αποκλειστικά για προκαταρκτικές μελέτες».

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

50

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

51

Στις 20 Ιουλίου 2016, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής.

52

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

53

Η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2016.

54

Με ένα πρώτο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε, με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2016, από την Επιτροπή να προσκομίσει πλήρες αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου της προσβαλλομένης πράξεως καθώς και την αλληλογραφία της Επιτροπής με τις ισπανικές αρχές σχετικά με τις καταβληθείσες στην προσφεύγουσα ενισχύσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε με το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

55

Με δεύτερο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε, με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2017, την Επιτροπή να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Μετά την παραλαβή των απαντήσεων της Επιτροπής, η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

56

Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να δεχθεί τους προβληθέντες με την προσφυγή λόγους ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

κατά συνέπεια, να διατάξει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57

Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

58

Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου.

Σκεπτικό

59

Κατά το άρθρο 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας, αν ο καθού υποβάλει σχετικό αίτημα, χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

60

Εν προκειμένω, καθόσον η Επιτροπή ζήτησε να ληφθεί απόφαση επί του απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου

61

Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως. Δεύτερον, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή καθώς και ότι δεν έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.

62

Όσον αφορά το αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεκτική προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει χαρακτήρα αποφάσεως. Σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά απόφαση, επισημαίνει, επικουρικώς ότι η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει, απλώς, την απόφαση του 2001, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη· ως αμιγώς επιβεβαιωτική απόφαση, η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως.

63

Για να κριθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεκτική προσφυγής, πρέπει να εξετασθούν τα ανταλλαγέντα συναφώς επιχειρήματα μεταξύ των διαδίκων. Τα επιχειρήματα αυτά αφορούν, αντίστοιχα, τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία φέρεται να έχει η προσβαλλόμενη πράξη, τη μορφή της προσβαλλομένης πράξεως, τη φερόμενη κοινοποίηση, στην Επιτροπή, των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα καθώς και τα έννομα αποτελέσματα που της προσέδωσαν οι ισπανικές αρχές.

Επί των έννομων αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης πράξεως

64

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι εντάσσεται στο πλαίσιο ανεπίσημης αλληλογραφίας μεταξύ της ιδίας και του Βασιλείου της Ισπανίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσχέρειες που ανέκυψαν από την εκτέλεση της αποφάσεως του 2001.

65

Κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει τη θέση που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως αρνητικής αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, τέτοιου είδους θέσεις τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που είναι δυνατό να εκδοθούν βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), και ουδόλως είναι δεσμευτικές κατ’ εφαρμογήν της εκτεθείσας στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset (C‑69/13, EU:C:2014:71), νομολογίας.

66

Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως προκύπτει, αντιθέτως, ότι, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, η Επιτροπή εκφράζει μια οριστική εκτίμηση σχετικά με τη συμβατότητα κρατικής ενισχύσεως. Η Επιτροπή εξέτασε, προς τον σκοπό αυτόν, τις παρασχεθείσες από τις ισπανικές αρχές πληροφορίες τις οποίες δεν διέθετε όταν εξέδωσε την απόφαση του 2001. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ως απλή επιβεβαίωση ή αυτόματη εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως.

67

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μόνον οι πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 54, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ferriere Nord, C‑516/06 P, EU:C:2007:763, σκέψη 27).

68

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράξη παράγει τέτοιου είδους αποτελέσματα, είναι αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-147/96, EU:C:2000:335, σκέψη 27, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 46).

69

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση του 2001, η Επιτροπή εξέτασε τα γενικά χαρακτηριστικά της πιστώσεως φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίσης με 45 % των επενδύσεων των επιχειρήσεων αυτών, η οποία θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava, κατέληξε στην ασυμβατότητα του φορολογικού αυτού καθεστώτος και διέταξε την ανάκτηση των πιστώσεων που είχαν χορηγηθεί βάσει του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος χωρίς να αναλύσει τις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις στις οποίες χορηγήθηκαν οι εν λόγω πιστώσεις.

70

Η πρακτική αυτή συνάδει με τη νομολογία κατά την οποία, η Επιτροπή όταν εξετάζει ένα καθεστώς ενισχύσεως, δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato Venezia vuole vivere κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, βάσει της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει επί των γενικών χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του.

71

Εξάλλου, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σε σχέση με καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κηρύσσει ασύμβατο με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, στο κράτος μέλος εναπόκειται να ελέγξει την κατ’ ιδίαν κατάσταση καθεμίας από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η ανάκτηση αυτή (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato Venezia vuole vivere κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 64).

72

Αν κράτος μέλος, κατά την εκτέλεση αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-411/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:832, σκέψη 38).

73

Στο πλαίσιο τέτοιας συζητήσεως με σκοπό τη διασφάλιση της εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργάζονται καλόπιστα, βάσει της υποχρεώσεώς τους ειλικρινούς συνεργασίας, για να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες αυτές, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-411/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:832, σκέψη 38).

74

Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, τα έγγραφα τα οποία απευθύνει η Επιτροπή στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθεστώς ενισχύσεων κηρύσσεται παράνομο και ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων, αλλά δεν προσδιορίζονται οι κατ’ ιδίαν λήπτες των ενισχύσεων αυτών και τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, ουδόλως είναι δεσμευτικά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C-69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 24).

75

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκφράζει απλώς τη γνώμη της ως προς το επιτρεπτό, από απόψεως δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των προτεινόμενων από το οικείο κράτος μέλος μέτρων εκτελέσεως, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που έχει συναντήσει το εν λόγω κράτος μέλος [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Μαΐου 2006, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, T-354/99, EU:T:2006:137, σκέψη 69].

76

Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει συνεπώς να καθοριστεί αν το αντικείμενο της αλληλογραφίας μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και της Επιτροπής, όπως αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, εντάσσεται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως του 2001, με σκοπό να τεθούν σε εφαρμογή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή.

77

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, με την προσβαλλόμενη πράξη, αμφισβητείται ο προβαλλόμενος χαρακτήρας κινήτρου των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα.

78

Στην προσβαλλόμενη πράξη εκτίθεται ότι, για να εγκριθεί, μια ενίσχυση πρέπει να έχει χαρακτήρα κινήτρου. Κατά τον συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως, η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται ότι οι υποβαλλόμενες από τους δικαιούχους αιτήσεις ενισχύσεως πρέπει να προηγούνται της υλοποιήσεως του σχεδίου τους. Όσον αφορά την ενίσχυση που καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι, κατά τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν προκύπτει ότι έχει χαρακτήρα κινήτρου, διότι ζητήθηκε από την προσφεύγουσα στις 17 Φεβρουαρίου 1995 για την κάλυψη δαπανών προγενέστερων της ημερομηνίας αυτής. Οι δαπάνες αυτές οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 1161778 ευρώ κάλυπταν δύο κατηγορίες εξόδων: τα έξοδα που συνδέονταν με τις προκαταρκτικές μελέτες ή τις μελέτες βιωσιμότητας και τα έξοδα που συνδέονταν με την απόκτηση εξοπλισμού πληροφορικής και άλλων περιουσιακών στοιχείων.

79

Ως απάντηση στις παρασχεθείσες από τις ισπανικές αρχές πληροφορίες, η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρει εξάλλου ότι, δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, οι δαπάνες των προκαταρκτικών μελετών μπορούν να επιδοτούνται όταν ο δικαιούχος της ενισχύσεως είναι ΜΜΕ. Διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προσφεύγουσα, επειδή το προσωπικό της δεν περιελάμβανε, κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, τον αριθμό των προσώπων που απαιτούνται για να θεωρηθεί ΜΜΕ και επειδή ο ετήσιος κύκλος εργασιών της υπερέβαινε το προκαθορισμένο ανώτατο όριο για να μπορεί να θεωρηθεί ΜΜΕ.

80

Διαπιστώνεται ότι τα προεκτεθέντα εντάσσονται στο πλαίσιο της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των ισπανικών αρχών, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της αποφάσεως του 2001. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή έκρινε ότι το εξετασθέν καθεστώς μπορούσε να θεωρηθεί επενδυτική ενίσχυση, κατά τον ορισμό που προβλέπεται στο παράρτημα Ι των κατευθυντήριων γραμμών του 1998. Επισήμανε επιπλέον ότι, κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, τα καταβληθέντα στους δικαιούχους ποσά έπρεπε να έχουν χαρακτήρα κινήτρου προκειμένου να θεωρούνται συμβατά με την εσωτερική αγορά.

81

Κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 71 ανωτέρω νομολογία, εναπέκειτο, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στο Βασίλειο της Ισπανίας να εξετάσει κατά πόσον η προϋπόθεση που συνδέεται με τον χαρακτήρα των ενισχύσεων ως κινήτρου πληρούται σε σχέση με συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες έτυχαν της πιστώσεως φόρου υπέρ επιχειρήσεων, ίσης με 45 % των επενδύσεων τους, που θεσπίστηκε από την επαρχία της Álava. Στο πλαίσιο αυτό, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω, το εν λόγω κράτος μέλος όφειλε να απευθυνθεί στην Επιτροπή, σε περίπτωση δυσχερειών που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της ληφθείσας από την Επιτροπή αποφάσεως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

82

Τούτο συνέβη εν προκειμένω. Κατά το στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων, οι ισπανικές αρχές εξέτασαν αν η προϋπόθεση που συνδέεται με τον χαρακτήρα των εν λόγω ενισχύσεων ως κινήτρου πληρούνταν όσον αφορά την ενίσχυση που καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησαν από την Επιτροπή να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ερμηνευτεί η προβλεπόμενη στην απόφαση του 2001 προϋπόθεση αυτή. Για να απαντήσει στην ερώτηση αυτή, παρέχοντάς τους πληροφορίες επί της ερμηνείας που έπρεπε να δοθεί στην απαίτηση που αφορά τον χαρακτήρα κινήτρου, ο συντάκτης της προσβαλλομένης πράξεως κατάρτισε την πράξη αυτή και την κοινοποίησε στις ισπανικές αρχές.

83

Συνεπώς, όπως ακριβώς στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset (C-69/13, EU:C:2014:71), και, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά έγγραφο της Επιτροπής που απευθύνθηκε στις ισπανικές αρχές στο πλαίσιο αλληλογραφίας με σκοπό τη διασφάλιση της άμεσης και αποτελεσματικής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

Επί της μορφής της προσβαλλομένης πράξεως

84

Η Επιτροπή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της μορφής της, να θεωρηθεί ως πράξη έχουσα χαρακτήρα αποφάσεως. Πρόκειται για ανεπίσημη απάντηση εκ μέρους ορισμένων υπαλλήλων της Επιτροπής σε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές.

85

Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά τη νομολογία, η μορφή των πράξεων είναι, καταρχήν, αδιάφορη όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 47).

86

Αποφεύγεται κατά τον τρόπο αυτόν το ενδεχόμενο η μορφή ή η ονομασία που δίνει σε ορισμένη πράξη το όργανο που την εκδίδει να αποκλείει κατ’ αποτέλεσμα την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής, μολονότι η εν λόγω πράξη παράγει στην πραγματικότητα έννομα αποτελέσματα (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά ΕΚΤ, T-496/11, EU:T:2015:133, σκέψη 30).

87

Αντιθέτως, η μορφή μιας πράξεως μπορεί να λαμβάνεται υπόψη όταν παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως της φύσεώς της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Μαΐου 1982, Γερμανία και Bundesanstalt für Arbeit κατά Επιτροπής, 44/81, EU:C:1982:197, σκέψη 12, και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2010, Επιτροπή κατά CdT, T-456/07, EU:T:2010:39, σκέψη 58).

88

Συναφώς, παρατηρείται ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη έχει τη μορφή μη χρονολογημένου εγγράφου. Το έγγραφο αυτό εξάλλου δεν είναι υπογεγραμμένο. Δεν φέρει το λογότυπο της Επιτροπής.

89

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ένα ανεπίσημο έγγραφο το οποίο δεν έχει περιβληθεί τον τύπο που χρησιμοποιείται γενικά από θεσμικό όργανο για την έκδοση πράξεως που έχει ως αποτέλεσμα ή ως σκοπό την παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων.

90

Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και βάσει του τίτλου που έχει δώσει ο συντάκτης στην προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι «Ανεπίσημο μήνυμα».

91

Η ίδια ακριβώς παρατήρηση μπορεί επίσης να διατυπωθεί βάσει διάφορων λέξεων που χρησιμοποιούνται στην προσβαλλόμενη πράξη, ιδίως των εκφράσεων «δεν φαίνεται», «εκ πρώτης όψεως» και «βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών». Τέτοιες εκφράσεις καταδεικνύουν ότι, με το μήνυμα αυτό, ο υπάλληλος που το συνέταξε, δεν επιθυμούσε να μεταβάλει τη νομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως, αλλά να παράσχει, κατόπιν αιτήματος των αρχών της επαρχίας Álava, πληροφορίες σχετικές με την εφαρμογή της αποφάσεως του 2001 στις υποθέσεις των οποίων επιλήφθηκαν οι αρχές αυτές.

92

Κατά συνέπεια, η μη παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων από την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία απορρέει από το περιεχόμενό της, επιβεβαιώνεται από τη μορφή υπό την οποία εκδόθηκε.

Επί της φερόμενης κοινοποιήσεως των ενισχύσεων από τις ισπανικές αρχές

93

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν έχει κοινοποιήσει ενίσχυση, δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση από την Επιτροπή επί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Κατά την Επιτροπή, οι ισπανικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν κοινοποιήσει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα προκειμένου να εκδώσει σχετική απόφαση, αλλά δεν το έπραξαν. Την ενημέρωσαν μόνον σχετικά με υποβληθέν αίτημα της προσφεύγουσας για ανεπίσημη «επανεξέταση» των επιχειρημάτων της σχετικά με τη συμβατότητα των πιστώσεων φόρου τις οποίες είχε λάβει.

94

Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι ισπανικές αρχές επεδίωκαν να λάβουν μια επίσημη απόφαση από την Επιτροπή σχετικά με τη συμβατότητα των ενισχύσεων που της είχαν καταβληθεί. Προς τούτο, οι αρχές αυτές διαβίβασαν στην Επιτροπή πληροφορίες τις οποίες το θεσμικό όργανο αυτό θεώρησε επαρκείς, δεδομένου ότι απάντησε στο αίτημα των ισπανικών αρχών. Πρέπει, ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις κοινοποιήθηκαν.

95

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος.

96

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, το οικείο κράτος μέλος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να λάβει απόφαση.

97

Η υποχρέωση αυτή κοινοποιήσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί, εγκαίρως και προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης, τον έλεγχο της επί οποιουδήποτε σχεδίου θεσπίσεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεων (διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 2003, Kronoply κατά Επιτροπής, T-130/02, EU:T:2003:293, σκέψη 49).

98

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι χορηγηθείσες στην προσφεύγουσα ενισχύσεις κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο της αλληλογραφίας μεταξύ των ισπανικών αρχών και της Επιτροπής έως την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.

99

Από την επίμαχη αλληλογραφία προκύπτει ότι οι ισπανικές αρχές και η Επιτροπή εξακολούθησαν την αλληλογραφία κατά τη διάρκεια της δεύτερης διαδικασίας λόγω παραβάσεως, εκθέτοντας την κατάσταση ορισμένων δικαιούχων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και η προσφεύγουσα.

100

Με επιστολή της 23ης Μαΐου 2013, η μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας στην Ένωση διαβίβασε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής δύο έγγραφα του 2011, τα οποία είχε συντάξει η προσφεύγουσα, και αφορούσαν το ζήτημα αν οι ενισχύσεις που είχε λάβει είχαν τον χαρακτήρα κινήτρου.

101

Στις 28 Μαΐου 2013, ο συντάκτης της προσβαλλομένης πράξεως απέστειλε, ως απάντηση στην επιστολή αυτή, μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας στην Ένωση, έγγραφο με τίτλο «Φορολογικές διαφορές στη Χώρα των Βάσκων – Διαδικασία λόγω παραβάσεως 2007/2215 (Álava). Ανεπίσημο μήνυμα προς απάντηση της επιστολής της 23ης Μαΐου σχετικά με την Guardian Llodio (Álava)».

102

Το πρώτο μέρος του διαλαμβανόμενου στη σκέψη 101 ανωτέρω εγγράφου αποτελεί προσχέδιο της προσβαλλομένης πράξεως. Το δεύτερο μέρος του εν λόγω εγγράφου περιλαμβάνει ερωτήματα με σκοπό τη συγκέντρωση συμπληρωματικών πληροφοριών προκειμένου να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τον χαρακτήρα κινήτρου των ενισχύσεων που είχε λάβει.

103

Με επιστολές της 31ης Ιουλίου και της 24ης Οκτωβρίου 2013 προς τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, η μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας στην Ένωση παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες.

104

Στο πλαίσιο αυτό, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας διατάξεως, η Επιτροπή δήλωσε στο Δικαστήριο, το οποίο είχε επιληφθεί της δεύτερης διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ότι έκρινε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είχε τηρήσει την υποχρέωσή του ανακτήσεως των ενισχύσεων και το Δικαστήριο υποχρέωσε το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο μη εκτελέσεως (απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-184/11, EU:C:2014:316).

105

Με επιστολές της 10ης Ιουνίου 2014 και της 11ης Φεβρουαρίου 2015, οι ισπανικές αρχές παρέσχον πληροφορίες στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής σχετικά με τα ποσά που ανακτήθηκαν από τους δικαιούχους καθώς και σχετικά με τις προσφυγές που είχαν ασκήσει οι δικαιούχοι στα ισπανικά δικαστήρια κατά των διαταγών ανακτήσεως.

106

Στις 3 Ιουνίου 2015, οι αρχές της Álava απέστειλαν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως, ο οποίος απάντησε με την προσβαλλόμενη πράξη.

107

Με το ηλεκτρονικό μήνυμα αυτό, οι αρχές της Álava απέστειλαν κατάλογο επιχειρήσεων διαδίκων σε εκκρεμείς ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων διαφορές. Διευκρινίζεται ότι, στις διαφορές αυτές, αναμένεται απάντηση εκ μέρους των εν λόγω αρχών επί του ζητήματος του χαρακτήρα κινήτρου των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στις επιχειρήσεις αυτές. Η προσφεύγουσα περιλαμβάνεται μεταξύ των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στον κατάλογο αυτόν.

108

Λαμβανομένης υπόψη της αλληλογραφίας αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας προέβη στην κοινοποίηση των χορηγηθεισών στην προσφεύγουσα ενισχύσεων, κοινοποίηση η οποία θα είχε υποχρεώσει την Επιτροπή να αποφανθεί επί της συμβατότητας των ενισχύσεων αυτών μέσω εκδόσεως αποφάσεως.

109

Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει ότι οι ισπανικές αρχές είχαν την πρόθεση να προβούν στην κοινοποίηση των χορηγηθεισών στην προσφεύγουσα ενισχύσεων.

110

Η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιέχει, εξάλλου, καμία ρητή παραπομπή στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο συνιστά τη νομική βάση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως.

111

Αντιθέτως, προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στην ανταλλαγείσα αλληλογραφία και, ιδίως στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των αρχών της Álava της 3ης Ιουνίου 2015 ότι, με τα ερωτήματά τους, οι αρχές αυτές επιθυμούσαν να λάβουν πληροφορίες από την Επιτροπή προκειμένου να απαντήσουν, με τις προτάσεις που έπρεπε να καταθέσουν ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων, στις ερωτήσεις που είχαν τεθεί για ορισμένους δικαιούχους οι οποίοι είχαν στραφεί κατά των διαταγών ανακτήσεως.

112

Υπό τις συνθήκες αυτές, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλαν οι αρχές της Álava δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιείχε κοινοποίηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, κοινοποίηση η οποία θα συνεπαγόταν την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως δυνάμει του κανονισμού 659/1999.

Επί του δεσμευτικού αποτελέσματος που φέρεται ότι αναγνωρίστηκε από τις ισπανικές αρχές

113

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει χαρακτήρα αποφάσεως, επειδή οι ισπανικές αρχές της προσέδωσαν δεσμευτικό χαρακτήρα ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων. Κατά την προσφεύγουσα, οι αρχές αυτές δήλωσαν ότι είναι αναρμόδιες για να εξετάσουν κατά τρόπο οριστικό την κατάστασή της, εξηγώντας, με υπόμνημα που κατατέθηκε στις 14 Ιουλίου 2014, ότι «η εκτίμηση της συμβατότητας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της Επιτροπής».

114

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η ύπαρξη δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση πρέπει να διαπιστώνεται βάσει της ουσίας της πράξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-147/96, EU:C:2000:335, σκέψη 27, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 46).

115

Η ύπαρξη τέτοιων αποτελεσμάτων δεν μπορεί να βασίζεται σε άλλα στοιχεία, ιδίως στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να την αντιλαμβάνονται οι αποδέκτες της. Πράγματι, ως εκ της φύσεώς του, η αντίληψη αυτή έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις για την ευδοκίμηση της προσφυγής δεν μπορούν να εξαρτώνται από στοιχεία που ενδέχεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις αρχές, τις επιχειρήσεις ή τους ιδιώτες.

116

Σε διαφορετική περίπτωση, πράξεις θα εξέφευγαν του ελέγχου νομιμότητας εφόσον δεν εκλαμβάνονταν ως υποχρεωτικές από έναν ή περισσότερους αποδέκτες, μολονότι βάσει του ουσιαστικού τους περιεχομένου παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Αντίστροφα, πράξεις θα υπάγονταν σε έλεγχο νομιμότητας βάσει της αντιλήψεως των αποδεκτών τους, μολονότι δεν παράγουν κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, τέτοιος έλεγχος δεν θα ήταν αναγκαίος ούτε και χρήσιμος.

117

Συνεπώς, η αντίληψη που είχαν οι ισπανικές αρχές ως προς τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξεως, ακόμη κι αν υποτεθεί αληθής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής κατά της προσβαλλομένης πράξεως.

118

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως του 2001 και δεν αποτελεί απάντηση σε κοινοποίηση των ισπανικών αρχών, βάσει της οποίας δύναται να κινηθεί αυτοτελής διαδικασία δυνάμει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

119

Καθόσον δεν παράγει και δεν προορίζεται να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάσταση της, η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτή και, συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί της αιτήσεως περί παρεμβάσεως

120

Κατ’ εφαρμογήν, του άρθρου 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, παρέλκει πλέον η κρίση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως που υπέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

121

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

122

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

123

Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Παρέλκει η κρίση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας.

 

3)

Η Guardian Glass España, Central Vidriera, SLU φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

4)

Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

 

Λουξεμβούργο, 11 Οκτωβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Η Πρόεδρος

I. Pelikánová


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.