3.10.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/13


Αναίρεση που άσκησε στις 9 Ιουνίου 2016 η Valéria Anna Gyarmathy κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 18 Μαΐου 2015 στην υπόθεση F-79/13, Gyarmathy κατά EΚΠΝΤ

(Υπόθεση T-297/16 P)

(2016/C 364/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Valéria Anna Gyarmathy (Györ, Ουγγαρία) (εκπρόσωπος: A. Véghely, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ)

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 18ης Μαΐου 2015 στην υπόθεση F-79/13, Gyarmathy κατά ΕΚΠΝΤ·

να ακυρώσει την απόφαση του (πρώην) διευθυντή του ΕΚΠΝΤ της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, με την οποία απερρίφθη η αίτηση συνδρομής της αναιρεσείουσας·

να ακυρώσει την απόφαση του (πρώην) διευθυντή του ΕΚΠΝΤ της 14ης Σεπτεμβρίου 2012 περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας·

να ακυρώσει, αντιστοίχως, την απόφαση του (πρώην) προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΠΝΤ της 13ης Μαΐου 2013 και την απόφαση του (πρώην) διευθυντή του ΕΚΠΝΤ της 25ης Ιουνίου 2013.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους.

1.

Πρώτος λόγος: αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του διευθυντή του ΕΚΠΝΤ της 11ης Σεπτεμβρίου, περί απορρίψεως της αιτήσεως συνδρομής της αναιρεσείουσας:

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι στην απόφαση επί της υποθέσεως F-79/13, η οποία εκδόθηκε στις 18 Μαΐου 2015, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, καθόσον έκρινε ότι τα αιτήματα της αναιρεσείουσας εξετάσθηκαν δεόντως από τη διοίκηση του ΕΚΠΝΤ, παραμορφώνει τα πραγματικά περιστατικά και παραγνωρίζει το πλήθος αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας. Ο (πρώην) διευθυντής του ΕΚΠΝΤ απέρριψε την αίτηση συνδρομής της αναιρεσείουσας, και προπαντός το αίτημα της να μετατεθεί ώστε να απαλλαγεί από τον συνεχή και έντονο εκφοβισμό και την παρενόχληση που υφίστατο από τον άμεσο προϊστάμενό της. Ο (πρώην) διευθυντής παρέβη την υποχρέωσή του παροχής συνδρομής και το καθήκον μέριμνας και χρηστής διοικήσεως (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, Klug κατά EMEA, F-35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 74, και της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T-80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 84). Βάσει των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στη δικογραφία, του άρθρου 24 του ΚΥΚ και της πάγιας σχετικής νομολογίας, ο (πρώην) διευθυντής του ΕΚΠΝΤ, με την ιδιότητα της ΑΔΑ, δεν παρέσχε στην αναιρεσείουσα τη ζητηθείσα συνδρομή και δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να διαφυλάξει την εν γένει εργασιακή ειρήνη, και ιδίως για να προστατεύσει την αναιρεσείουσα από την κακομεταχείριση την οποία υπέστη. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, είναι ανακριβής ως προς τα πραγματικά περιστατικά και, περαιτέρω, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και στην πάγια σχετική νομολογία. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

2.

Δεύτερος λόγος: αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2012 περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας:

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκηση βασίστηκε στο σκεπτικό ότι η απόφαση του (πρώην) διευθυντή της ΕΚΠΝΤ της 19ης Δεκεμβρίου 2012 εκδόθηκε σε απάντηση της επίσημης διοικητικής ενστάσεως της αναιρεσείουσας της 10ης Δεκεμβρίου 2012 κατά -περιλαμβανομένης, αλλά όχι αποκλειστικώς- της αποφάσεως του (πρώην) διευθυντή της 14ης Σεπτεμβρίου 2012 περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας. Εντούτοις, όπως προδήλως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του ως άνω εγγράφου, είναι αδύνατον τούτο να ερμηνευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, πρόκειται για απόφαση περί κινήσεως διοικητικής έρευνας βάσει της ενστάσεως της αναιρεσείουσας. Επιπροσθέτως, στο ίδιο έγγραφο ο (πρώην) διευθυντής αρνείται ότι έλαβε οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας. Επιπλέον, ακόμα κι αν γινόταν δεκτή η πρόδηλα εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως του (πρώην) διευθυντή, η απόφαση αυτή παραμένει παράνομη, καθόσον δεν προηγήθηκε ακρόαση της αναιρεσείουσας (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου, F-129/12, EU:F:2013:203) και διότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά απλή προπαρασκευαστική πράξη (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2009, R κατά Επιτροπής, T-156/08 P, EU:T:2009:69) συνεπώς, ως τέτοια, δεν θα μπορούσε να προσβληθεί αυτοτελώς (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2009, N κατά Κοινοβουλίου, F-71/08, EU:F:2009:150 και διάταξη της 23ης Οκτωβρίου 2012, Possanzini κατά Frontex, F-61/11, EU:F:2012:146). Η προσβαλλόμενη απόφαση του (πρώην) διευθυντή συνιστά επίσης κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, Obst κατά Επιτροπής, T-562/93, EU:T:1995:181, της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, T-223/99, EU:T:2000:292, και της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ, F-41/10, EU:F:2012:135) βάσει των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας. Τίθεται μάλιστα το ζήτημα εάν ο (πρώην) διευθυντής του ΕΚΠΝΤ είχε καν την εξουσία ή την αρμοδιότητα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, για τη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 1996, Lopes κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T-26/96, EU:T:1996:157). Υπενθυμίζεται ότι το καθού δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, γεγονός που οδήγησε σε ερημοδικία. Στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης βασίστηκε σε επιχείρημα υποβληθέν από το καθού σε υπόμνημα αντικρούσεως το οποίο κατέθεσε σε άλλη υπόθεση (F-22/14, Gyarmathy κατά ΕΚΠΝΤ) και, κατά τούτο, υπερέβη τα δικονομικά όρια. Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αντίκειται, επίσης, στα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Συνιστά πρόδηλη παράβαση των δικονομικών ορίων. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.