30.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 191/43


Αναίρεση που άσκησε στις 14 Απριλίου 2016 η Ingrid Fedtke κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 5 Φεβρουαρίου 2016 στην υπόθεση F-107/15, Fedtke κατά ΕΟΚΕ

(Υπόθεση T-157/16 P)

(2016/C 191/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ingrid Fedtke (Wezembeek-Oppem, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: M.-A. Lucas, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2016 στην υπόθεση F-107/15·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής·

να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά την πλάνη περί το δίκαιο και την ανεπάρκεια αιτιολογίας που βαρύνουν την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) έκρινε, στις σκέψεις 19 έως 21 και 25 της εν λόγω διατάξεως ότι, τόσο στην περίπτωση αιτήσεως επανεξετάσεως μιας μη εμπροθέσμως προσβληθείσας αποφάσεως όσο και σε περίπτωση αιτήσεως που βάλλει εμμέσως κατά της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως νέο ένα πραγματικό περιστατικό του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως, πρέπει ούτε ο αιτών ούτε η διοίκηση να το γνώριζαν ή να μπορούσαν να το γνωρίζουν κατά την έκδοση της αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη και εφάρμοσε την αρχή αυτή στις σκέψεις 27 έως 32 της εν λόγω διατάξεως, ενώ προκύπτει από τη νομολογία ότι η άγνοια του περιστατικού του οποίου γίνεται επίκληση δεν απαιτείται σε περίπτωση αιτήσεως επανεξετάσεως.

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά την πλάνη περί το δίκαιο και/ή την παραμόρφωση του περιεχομένου της δικογραφίας και την ανεπάρκεια αιτιολογίας που βαρύνουν την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, καθόσον το ΔΔΔ έκρινε, στη σκέψη 32 της εν λόγω διατάξεως, με το σκεπτικό ότι κανένα νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό δεν δικαιολογούσε την αίτηση επανεξετάσεως, ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν είχε διεξαχθεί κανονικά και ότι τα αιτήματα κατά της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2014 και της από 22 Απριλίου 2015 απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ήταν απαράδεκτα, ενώ ο αμιγώς επιβεβαιωτικός χαρακτήρας των αποφάσεων αυτών προϋπέθετε όχι μόνον ότι προηγήθηκε της εκδόσεώς τους επανεξέταση, αλλά και ότι δεν περιείχαν κανένα νέο στοιχείο, και ενώ, όπως υποστήριξε η αναιρεσείουσα, η απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2014 περιείχε νέο στοιχείο σε σχέση με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2014, όπως και η απόφαση της 22ας Απριλίου 2015 περιείχε νέο στοιχείο σε σχέση με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2014.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά την πλάνη περί το δίκαιο και/ή την παραμόρφωση του περιεχομένου της δικογραφίας και την έλλειψη απαντήσεως στην επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που βαρύνουν την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, καθόσον το ΔΔΔ έκρινε, στη σκέψη 26 της εν λόγω διατάξεως, ότι, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως νέο ένα πραγματικό περιστατικό του οποίου έγινε επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως επανεξετάσεως, έπρεπε τα μέρη να μην το γνώριζαν ούτε να μπορούσαν να το γνωρίζουν και ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε επισημάνει στην αίτησή της τα νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που ήταν ικανά να δικαιολογήσουν την υποβολή της αιτήσεως, αλλά επικαλέσθηκε, παραπέμποντας στο σημείωμα του προϊσταμένου μονάδας της, την τροποποίηση του ΚΥΚ, ενώ η άγνοια του γεγονότος του οποίου έγινε επίκληση δεν απαιτούνταν εν προκειμένω, ενώ η αναιρεσείουσα είχε, όπως είχε υποστηρίξει, επισημάνει στην καθεαυτό αίτησή της επανεξετάσεως ότι διηύρυνε τη νομική βάση της και, παραπέμποντας στο σημείωμα του προϊσταμένου μονάδας της, ότι η διοίκηση δεν είχε δώσει την προσήκουσα προσοχή στα προβλεπόμενα στον νέο ΚΥΚ, οπότε επρόκειτο για νέα και ουσιώδη στοιχεία.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση των κανόνων αποδείξεως και παραβίαση της αρχής της αντικειμενικότητας, καθόσον το ΔΔΔ έκρινε, στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε παράσχει ενδείξεις ως προς την ημερομηνία κατά την οποία η διοίκηση είχε λάβει ή όφειλε να έχει λάβει γνώση της μελλοντικής αποχωρήσεως λόγω αδείας μητρότητας και γονικής αδείας της συναδέλφου της και, στη σκέψη 29 της εν λόγω διατάξεως, ότι δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί ότι τούτο θα μπορούσε να συμβεί στις 7 Απριλίου 2014, λαμβανομένων υπόψη της εκ του ΚΥΚ διαρκείας των αδειών αυτών, της δυνατότητας προβλέψεως της ημερομηνίας ενός τοκετού πολύ ενωρίτερα και της συνήθειας να ενημερώνεται το συντομότερο δυνατόν η υπηρεσία για μια μακροχρόνια απουσία, και ως εκ τούτου συνήγγε, στις σκέψεις 30 έως 32 της εν λόγω διατάξεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι ούτε η ίδια ούτε η διοίκηση είχαν ή μπορούσαν να έχουν λάβει γνώση στις 7 Απριλίου 2014 της μελλοντικής απουσίας της συναδέλφου της, ότι η αίτησή της επανεξετάσεως δεν δικαιολογούνταν από κανένα νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό και ότι τα αιτήματά της ήταν απαράδεκτα, ενώ η απόδειξη αρνητικού γεγονότος που αφορούσε τρίτον ήταν αδύνατη, ενώ εναπέκειτο στην ΕΟΚΕ να γνωστοποιήσει την ημερομηνία της αιτήσεως αδείας και ενώ το ΔΔΔ δεν μπορούσε να στηριχθεί σε διαδοχικά τεκμήρια ούτε σε μια απλή υπόθεση για να αντιστρέψει το βάρος της αποδείξεως και να δικαιολογήσει τα συμπεράσματά του.