ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2018 ( *1 )

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα και πληροφορίες που αφορούν απόφαση της Επιτροπής περί καταγγελίας “συμφωνητικού συμμετοχής στην Team Europe” – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των ατόμων – Προστασία των προσωπικών δεδομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 – Άρνηση διαβιβάσεως – Άρθρα 7, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑314/16 και T‑435/16,

VG, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους L. Levi και M. Vandenbussche, στη συνέχεια από τον L. Levi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις F. Clotuche‑Duvieusart και A.-C. Simon, στη συνέχεια, από την F. Clotuche‑Duvieusart και τον B. Mongin,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, περί απορρίψεως της αιτήσεως του MS για πρόσβαση σε έγγραφα που τον αφορούν, και της αποφάσεως της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2016, περί απορρίψεως της αιτήσεώς του να του διαβιβαστούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν και περιέχονται στα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αίτηση προσβάσεως, και, αφετέρου, αίτημα βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο MS εξαιτίας αυτής της αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε έγγραφα και της αρνήσεως διαβιβάσεως δεδομένων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius και U. Öberg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: G. Predonzani, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I. Το πραγματικό πλαίσιο

Α. Τα προ της ασκήσεως των προσφυγών‑αγωγών πραγματικά περιστατικά

1

O MS υπήρξε μέλος του δικτύου Team Europe μεταξύ 20ής Ιουλίου 2011 και 10ης Απριλίου 2013.

2

Το δίκτυο Team Europe είναι ένα τοπικό δίκτυο επικοινωνίας με κύριο έργο να συνδράμει τις αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο να κάνουν γνωστές τις ευρωπαϊκές πολιτικές σε τοπικό επίπεδο, τα δε μέλη του δραστηριοποιούνται ως ομιλητές σε διαλέξεις, συντονιστές, διοργανωτές εκδηλώσεων και εμπειρογνώμονες στην επικοινωνία.

3

Τα μέλη του δικτύου Team Europe συμβάλλονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, με ένα «συμφωνητικό συμμετοχής στην Team Europe» (στο εξής: συμφωνητικό συμμετοχής). Το εν λόγω συμφωνητικό προβλέπει τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να καταγγείλει, ανά πάσα στιγμή, τη συμφωνία αυτή εγγράφως, χωρίς άλλη προϋπόθεση. Αναφέρει, επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέλη του δικτύου δεν αμείβονται από την Επιτροπή. Προβλέπει, επιπλέον, ότι τα μέλη αυτά ενεργούν σε εθελοντική βάση, αλλά ότι μπορούν να δέχονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την πληρωμή των εξόδων τους ή μια εύλογη αποζημίωση εκ μέρους των διοργανωτών των εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχουν.

4

Στις 10 Απριλίου 2013, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία (στο εξής: αντιπροσωπεία) επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον MS, έχοντας δεχθεί καταγγελία περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του MS προερχόμενη από γυναίκες που είχαν συμμετάσχει σε διάλεξη ή εργαστήριο του δικτύου Team Europe. Κατόπιν της συνομιλίας αυτής, η αντιπροσωπεία ενημέρωσε τον MS, με επιστολή, ότι έθετε τέλος, με άμεση ισχύ, στη συνεργασία του με το εν λόγω δίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις του συμφωνητικού συμμετοχής.

5

Στις 6 Ιουνίου 2013, ο MS υπέβαλε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καταγγελία βάλλουσα κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία τερματίστηκε η συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe.

6

Κατά την ενώπιον του Διαμεσολαβητή διαδικασία, ο MS ενημερώθηκε για το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε στηρίξει την από 10 Απριλίου 2013 απόφασή της να θέσει τέλος στη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe σε τρία έγγραφα, ήτοι, πρώτον, σε καταγγελία από πρόσωπο που είχε συμμετάσχει σε μία από τις διαλέξεις που είχε διοργανώσει το δίκτυο Team Europe (στο εξής: X), δεύτερον, σε ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε στείλει ο ίδιος στην X (με κοινοποίηση σε άλλο πρόσωπο, ήτοι στoν Y) και τρίτον, σε επικοινωνία που είχε αυτός με την Χ σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (στο εξής: επίμαχα έγγραφα). Επιπλέον, ενημερώθηκε ότι η Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι η βασιμότητα του φακέλου ενισχύθηκε με νέα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθόσον πολλά μέλη του προσωπικού της αντιπροσωπείας (στο εξής, αντίστοιχα: μέλη της αντιπροσωπείας) επιβεβαίωσαν στους προϊσταμένους τους ότι πολλοί υπάλληλοι της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Επικοινωνία» του εν λόγω θεσμικού οργάνου, δύο εκ των οποίων εργάζονταν στην αντιπροσωπεία και δύο εκ των οποίων ασκούσαν τα καθήκοντά τους στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) (στο εξής: υπάλληλοι της Επιτροπής) είχαν δεχτεί, ήδη από το 2013, ανάρμοστες παρατηρήσεις εκ μέρους του (στο εξής: επίμαχες μαρτυρίες). Η Επιτροπή δεν είχε γνωστοποιήσει στον MS ούτε τα επίμαχα έγγραφα ούτε τις επίμαχες μαρτυρίες.

7

Με την από 19 Νοεμβρίου 2015 απόφαση του Διαμεσολαβητή περατώθηκε η έρευνά του σχετικά με την καταγγελία που είχε υποβάλει ο MS. Με την απόφαση αυτή, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι υπήρξε περίπτωση κακοδιοικήσεως, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί προσηκόντως σε ακρόαση του MS, ούτε είχε προβεί σε επαρκώς εμπεριστατωμένη εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πριν την έκδοση της από 10 Απριλίου 2013 αποφάσεώς της με την οποία έθεσε τέλος στη συνεργασία αυτού με το δίκτυο Team Europe. Η Επιτροπή δεν έλαβε κανένα μέτρο όσον αφορά τον MS κατόπιν της υποβολής της εν λόγω καταγγελίας και της αποφάσεως του Διαμεσολαβητή.

8

Με την από 18 Δεκεμβρίου 2015 επιστολή του, ο MS απηύθυνε στον επικεφαλής της αντιπροσωπείας, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 45), αρχική αίτηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα και μαρτυρίες καθώς και στα ονόματα των προσώπων από τα οποία προέρχονταν οι εν λόγω μαρτυρίες.

9

Με το από 2 Φεβρουαρίου 2016 έγγραφό του, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Επικοινωνία» της Επιτροπής, αρνήθηκε στον MS, αφού προηγουμένως άκουσε την άποψη της X, η οποία αναφερόταν ως συντάκτρια των επίμαχων εγγράφων, την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα (στο εξής: απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2016). Η άρνηση αυτή βασιζόταν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση και αφορούσε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, στο μέτρο που τα επίμαχα έγγραφα περιείχαν ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων και δεν είχε αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα ήταν αναγκαία για τον MS και δεν θα έθιγε τα έννομα συμφέροντα των τρίτων αυτών προσώπων. Όσον αφορά το αίτημα προσβάσεως στις επίμαχες μαρτυρίες, η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι εν λόγω μαρτυρίες δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της από 10 Απριλίου 2013 αποφάσεώς της με την οποία τερματίστηκε η συνεργασία του MS με το δίκτυο Team Europe.

10

Με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2016, ο MS υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση, με την οποία καταδείκνυε την αναγκαιότητα της προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα και τη μη προσβολή των εννόμων συμφερόντων τρίτων λόγω της προσβάσεως αυτής. Στην επιβεβαιωτική αυτή αίτηση, διετύπωνε, επίσης, αίτημα διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν και περιέχονταν στα επίμαχα έγγραφα (στο εξής: επίμαχα προσωπικά δεδομένα), βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1).

11

Με την από 19 Απριλίου 2016 απόφασή του, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: απόφαση της 19ης Απριλίου 2016). Αφενός, ανέφερε ότι οι επίμαχες μαρτυρίες δεν μπορούσαν να γνωστοποιηθούν στον MS καθόσον δεν είχαν καταγραφεί σε έγγραφο. Αφετέρου, αρνήθηκε στον MS την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα στηριζόμενος στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορούν, αντιστοίχως, την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου και την προστασία των δικαστικών διαδικασιών. Επιπλέον, στην απόφαση αυτή, ανέφερε ότι το αίτημα διαβιβάσεως των επίμαχων προσωπικών δεδομένων δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 και ότι θα διαβιβαζόταν στη ΓΔ «Επικοινωνία», η οποία ήταν η αρμόδια υπηρεσία για να απαντήσει.

12

Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2016, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας απέρριψε το αίτημα διαβιβάσεως των επίμαχων προσωπικών δεδομένων (στο εξής: απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016). Συναφώς, έκρινε ότι, «λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς […] μεταξύ [του] [MS] και των προσώπων που αναφέρονταν στις [επίμαχες] μαρτυρίες, φα[ινόταν] ότι τα πρόσωπα αυτά [είχα]ν εκφράσει θεμιτούς λόγους να φοβούνται προσβολή [των] συμφερόντων τους ad personam» και ότι, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των προσώπων αυτών, τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα δεν μπορούσαν να διαβιβαστούν στον MS.

13

Ο MS προσέφυγε επίσης στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 45/2001. Με την από 3 Φεβρουαρίου 2017 απόφαση του ΕΕΠΔ, η διαδικασία στην εν λόγω υπόθεση ανεστάλη εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως στις υπό κρίση υποθέσεις.

Β. Τα μεταγενέστερα της ασκήσεως των προσφυγών-αγωγών πραγματικά περιστατικά

14

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουλίου 2016, ο MS άσκησε αγωγή ζητώντας να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση κατόπιν της αποφάσεως της 10ης Απριλίου 2013 με την οποία τερμάτισε τη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe. Η αγωγή αυτή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑17/16.

15

Με διάταξη της 31ης Μαΐου 2017, MS κατά Επιτροπής (T‑17/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:379), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως του MS ως προδήλως απαράδεκτη, καθόσον το αντικείμενο της αγωγής ήταν συμβατικής φύσεως και ως εκ τούτου, ελλείψει ρήτρας διαιτησίας, δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του.

16

Στις 5 Ιανουαρίου 2018, ο MS άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής.

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17

Με δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου και την 1η Αυγούστου 2016, ο MS υπέβαλε αιτήσεις δικαστικής αρωγής.

18

Με διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου και της 28ης Νοεμβρίου 2016, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε, αντιστοίχως, δεκτές τις αιτήσεις δικαστικής αρωγής του MS και όρισε δικηγόρο.

19

Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 και 22 Δεκεμβρίου 2016, ο MS άσκησε τις προσφυγές-αγωγές οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς Τ-314/16 και Τ-435/16.

20

Στην υπόθεση T‑314/16, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε, με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2017, την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, του άρθρου 92, παράγραφος 1, και του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η από 10 Απριλίου 2013 απόφασή της, με την οποία έθεσε τέλος στη συμμετοχή του MS στο δίκτυο Team Europe.

21

Στις 14 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή προσκόμισε τα επίμαχα έγγραφα, ζητώντας να τύχουν εμπιστευτικής έναντι του MS μεταχειρίσεως. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104 του κανονισμού διαδικασίας, τα έγγραφα δεν κοινοποιήθηκαν στον MS.

22

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23

Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2018, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑314/16 και T‑435/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

24

Στις 19 Φεβρουαρίου 2018, ο δικηγόρος του MS ενημέρωσε τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο τελευταίος απεβίωσε. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο ενημερώθηκε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα, VG, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, αποφάσισε να συνεχίσει τη δίκη επί των προσφυγών-αγωγών.

25

Στην υπόθεση T‑314/16, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2016 περί απορρίψεως της αιτήσεως του MS για πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, και την απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, με την οποία επικυρώθηκε η εν λόγω απόρριψη·

να υποχρεώσει την Επιτροπή σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, η οποία αποτιμάται σε 20000 ευρώ και την οποία φέρεται να υπέστη ο MS λόγω της αρνήσεώς της να του παράσχει πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, στα δικαστικά έξοδα.

27

Στην υπόθεση T‑435/16, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016 περί απορρίψεως του αιτήματος του MS να του διαβιβαστούν τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα ·

να υποχρεώσει την Επιτροπή σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, η οποία αποτιμάται σε 20000 ευρώ και την οποία φέρεται να υπέστη ο MS λόγω της αρνήσεως διαβιβάσεως των επίμαχων προσωπικών δεδομένων σε αυτόν·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α. Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑435/16

29

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι μετά τον θάνατο του MS, η προσφυγή-αγωγή στην υπόθεση T‑435/16 κατέστη άνευ αντικειμένου, και ότι, συνεπώς, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής. Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001 ορίζει το υποκείμενο των δεδομένων ως «φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί», και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής στα δεδομένα αποβιωσάντων προσώπων, τα δε δικαιώματα που επικαλέστηκε ο MS ήταν αμεταβίβαστα.

30

Με την ένστασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, απώλεσε το έννομο συμφέρον της στην επίλυση της διαφοράς λόγω του θανάτου του MS.

31

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από τον αποδέκτη πράξεως μπορεί να συνεχισθεί από τον καθολικό διάδοχό του, ιδίως σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου (βλ. διάταξη της 12ης Ιουλίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑347/14, EU:T:2016:433, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη ο αποβιώσας μπορεί να συνεχισθεί από τον καθολικό διάδοχο αυτού, εφόσον ο αποβιώσας είχε ασκήσει την εν λόγω αγωγή για την αξίωσή του πριν από τον θάνατό του, με αποτέλεσμα η εν λόγω αγωγική αξίωση να περιλαμβάνεται στην περιουσία του κατά την επαγωγή.

32

Επίσης, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως καταργείται η δίκη, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. διάταξη της 12ης Ιουλίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑347/14, EU:T:2016:433, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Εν προκειμένω, όπως αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 24, ο MS απεβίωσε αφού είχε προηγουμένως ασκήσει τις υπό κρίση προσφυγές-αγωγές και ο εκπρόσωπός του ανέφερε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιθυμούσε τη συνέχιση της δίκης επί των εν λόγω προσφυγών-αγωγών, ως καθολική διάδοχος του αποβιώσαντος υιού της, προσκομίζοντας σχετική γραπτή δήλωση αυτής, το επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί τον θάνατο καθώς και το δελτίο ταυτότητας αυτής.

34

Σκοπός της προσφυγής-αγωγής στην υπόθεση T‑435/16 ήταν, ειδικότερα, να επιτύχει ο MS τη διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη λόγω της απορρίψεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του αιτήματός του περί διαβιβάσεως των δεδομένων. Δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα αφορούσαν ανεπιθύμητες συμπεριφορές του MS σχετιζόμενες με τη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe (βλ. ανωτέρω σκέψη 4) και ήταν ικανά να βλάψουν, ιδίως, τη φήμη και την τιμή αυτού, ως συνεργάτη του εν λόγω δικτύου. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 2013, με την οποία αυτή έθεσε τέλος στη συνεργασία του MS με το εν λόγω δίκτυο στηρίχθηκε στα δεδομένα αυτά (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

35

Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 31, η καθολική διάδοχος του MS έχει το δικαίωμα να συνεχίσει τη δίκη, το έννομο συμφέρον της εξακολουθεί να υφίσταται, παρά τον θάνατο του MS, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του MS περί διαβιβάσεως των επίμαχων προσωπικών δεδομένων και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός φέρεται να υπέστη λόγω της απορρίψεως, από την Επιτροπή, του αιτήματός του να του διαβιβαστούν τα εν λόγω δεδομένα.

36

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το συμφέρον της προσφεύγουσας-ενάγουσας να συνεχίσει τη δίκη επί της προσφυγής-αγωγής στην υπόθεση T‑435/16, υπό την ιδιότητα της καθολικής διάδοχου του MS, εξακολουθεί να υφίσταται παρά τον θάνατο του τελευταίου.

37

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑435/16.

Β. Επί της ουσίας

1.   Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

α)   Επί του αιτήματος ακυρώσεως των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, στο μέτρο που αφορούν απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως του MS στις επίμαχες μαρτυρίες

38

Η δυνατότητα θεσμικού οργάνου της Ένωσης να κάνει δεκτή αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 προϋποθέτει, προφανώς, ότι τα αναφερόμενα στην εν λόγω αίτηση έγγραφα υφίστανται (απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψη 38· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, McCullough κατά Cedefop, T‑496/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:374, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Κατά τη νομολογία, οποιαδήποτε δήλωση των θεσμικών οργάνων που αφορά τη μη ύπαρξη ζητηθέντων εγγράφων ενέχει τεκμήριο νομιμότητας. Επομένως, η δήλωση αυτή τεκμαίρεται ότι είναι αληθής. Ωστόσο πρόκειται για μαχητό τεκμήριο το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, μπορεί να ανατρέψει με κάθε μέσο, βάσει λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, McCullough κατά Cedefop, T‑496/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:374, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εν προκειμένω, με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση στις επίμαχες μαρτυρίες επικαλούμενη την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση και εξηγώντας ότι με την απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, με την οποία έθεσε τέλος στη συνεργασία του προσφεύγοντος-ενάγοντος με το δίκτυο Team Europe, δεν είχε λάβει υπόψη τις μαρτυρίες αυτές. Στη συνέχεια, με την απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι επίμαχες μαρτυρίες δεν είχαν καταγραφεί σε έγγραφο.

41

Στην απάντησή της σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι «δεν δι[έθετε] κανένα γραπτό ίχνος των εν λόγω μαρτυριών […] και επομένως δεν [είχε] στην κατοχή της έγγραφα περιέχοντα τις [επίμαχες] μαρτυρίες». Λαμβανομένων υπόψη της εν λόγω δηλώσεως και της μη προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του MS, για την ανατροπή του τεκμηρίου νομιμότητας και αληθείας της δηλώσεως αυτής, δεν υπάρχουν, εν προκειμένω, επαρκείς λόγοι που να επιτρέπουν την αμφισβήτηση της εν λόγω δηλώσεως.

42

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, στο μέτρο που ενέχουν απόρριψη του αιτήματος του MS για πρόσβαση στις επίμαχες μαρτυρίες, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως στο μέτρο που αφορά την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2016.

β)   Επί του αιτήματος ακυρώσεως των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, στο μέτρο που αφορούν απόρριψη του αιτήματος του MS για πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα

43

Προς στήριξη του υπό κρίση αιτήματος ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, επικαλείται, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 καθώς και του άρθρου 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του ιδίου κανονισμού. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αρχής της αναλογικότητας.

1) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001

44

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, καίτοι τα επίμαχα έγγραφα περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την X και άλλα τρίτα πρόσωπα, εντούτοις η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας της X ή των τρίτων που ενδεχομένως μνημονεύονταν στα έγγραφα αυτά.

45

Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, δικαιολογεί τη μη ύπαρξη κινδύνου για τα έννομα συμφέροντα των τρίτων λόγω του «σκοπού της ενέργειάς της [με την οποία επιδιώκεται η] αποκατάσταση της αλήθειας και της τιμής του MS». Προσθέτει ότι οι κατηγορίες αφορούσαν αποκλειστικά τον τελευταίο και επομένως η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων δεν θα μπορούσε να θίξει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας της X ή άλλων τρίτων που ενδεχομένως μνημονεύονται επίσης στα έγγραφα αυτά.

46

Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Διαμεσολαβητής έχει ήδη διαπιστώσει, στο σημείο 32 της προτάσεώς του περί φιλικού διακανονισμού, ότι η Επιτροπή «δεν [είχε] αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου για […] τα έννομα συμφέροντα της [X]».

47

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος του MS, υποστηρίζει επίσης ότι απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων προσωπικών δεδομένων βάσει του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, τα επίμαχα έγγραφα είναι απαραίτητα για την κατανόηση των κατηγοριών που διατύπωσε η Επιτροπή κατά του MS και της αποφάσεως της 10ης Απριλίου 2013 με την οποία η Επιτροπή έθεσε τέλος στη συνεργασία του τελευταίου με το δίκτυο Team Europe, καθώς και για την απόδειξη του αβάσιμου των κατηγοριών της Επιτροπής. Εξήγησε ότι ο MS είχε ήδη στην κατοχή του την αλληλογραφία που είχε ανταλλάξει με την X μέσω ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, αλλά ότι αμφισβητούσε τη γνησιότητα των επίμαχων εγγράφων στα οποία δεν είχε πρόσβαση.

48

Στηριζόμενη στην απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (T‑300/10, EU:T:2012:247, σκέψη 107), η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει τέλος ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν θα ετίθεντο στη διάθεση του κοινού εάν γνωστοποιούνταν βάσει του κανονισμού 1049/2001.

49

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει ως σκοπό, όπως δηλώνεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1, να παράσχει στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα εφαρμόζονται σε όλα τα έγγραφα που είναι εις χείρας της Επιτροπής, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτή και βρίσκονται στην κατοχή της, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

51

Δεδομένου ότι ο κανονισμός 1049/2001 σκοπεί να εξασφαλίσει την πρόσβαση κάθε προσώπου στα έγγραφα, το έγγραφο που γνωστοποιείται δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού καθίσταται κοινό κτήμα (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2014, Catinis κατά Επιτροπής, T‑447/11, EU:T:2014:267, σκέψη 62, και της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑115/13, EU:T:2015:497, σκέψη 67).

52

Συναφώς, είναι γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν αποκλειστικώς τον αιτούντα την πρόσβαση δεν μπορεί να αποκλείεται με το σκεπτικό ότι θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑300/10, EU:T:2012:247, σκέψεις 107 έως 109, και της 12ης Μαΐου 2015, Unión de Almacenistas de Hierros de España κατά Επιτροπής, T‑623/13, EU:T:2015:268, σκέψη 91).

53

Εντούτοις, και αντίθετα προς τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η εν λόγω νομολογία δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον τα επίμαχα έγγραφα περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν αφορούν αποκλειστικώς τον MS.

54

Πράγματι, από την απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (T‑300/10, EU:T:2012:247, σκέψη 109), προκύπτει ρητώς ότι, καίτοι η προστασία του συμφέροντος το οποίο αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι αναγκαία όσον αφορά τον αιτούντα την πρόσβαση, πρέπει εντούτοις να εξασφαλισθεί όσον αφορά τους τρίτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 45/2001.

55

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα δεν εξαρτάται από τη φύση του ιδιαίτερου συμφέροντος που έχει ενδεχομένως ο αιτών την πρόσβαση σε σχέση με την απόκτηση της πληροφορίας που ζητεί (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Catinis κατά Επιτροπής, T‑447/11, EU:T:2014:267, σκέψη 61· πρβλ., επίσης, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 43).

56

Εξάλλου, στον βαθμό που ο αιτών την πρόσβαση, ως μέλος του κοινού, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την αίτησή του για πρόσβαση στα έγγραφα, το πραγματικό ενδιαφέρον που μπορεί να έχει για τον αιτούντα την πρόσβαση η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων είναι επίσης αδιάφορο για τους σκοπούς του κανονισμού 1049/2001 (βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2016, Strack κατά Επιτροπής, T‑221/08, EU:T:2016:242, σκέψη 252 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Τρίτον, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με την ενδέκατη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο 4, καθεστώς εξαιρέσεων που παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε ένα από τα συμφέροντα που προστατεύει το εν λόγω άρθρο (βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2017, Deza κατά ECHA, T‑189/14, EU:T:2017:4, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να γνωστοποιηθούν στο κοινό, επιτάσσει τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητάς τους να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε σύμφωνα, ιδίως, με τον κανονισμό 45/2001 (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2015, Axa Versicherung κατά Επιτροπής, T‑677/13, EU:T:2015:473, σκέψεις 138 και 139 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59

Συνεπώς, όταν θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο, το οποίο του ζητήθηκε να γνωστοποιήσει, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το συμφέρον το οποίο προστατεύεται από μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το εν λόγω όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60

Αυτό το καθεστώς εξαιρέσεων στηρίζεται σε στάθμιση των αντιτιθέμενων σε συγκεκριμένη περίπτωση συμφερόντων, δηλαδή, αφενός, των συμφερόντων που θα ικανοποιούντο από τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούντο από τη γνωστοποίηση αυτή. Η απόφαση που θα ληφθεί επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 42).

61

Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα έγγραφα περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τόσο τον MS όσο και την X καθώς και άλλους τρίτους.

62

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, με την έκφραση «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί […]· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική».

63

Από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001 και τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 68, και της 23ης Νοεμβρίου 2011, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑82/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:688, σκέψη 27) συνάγεται ότι τα επώνυμα και τα κύρια ονόματα μπορούν να θεωρηθούν ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

64

Εκτός από τα ονομαστικά στοιχεία, τα πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν τις επαγγελματικές δραστηριότητες προσώπων μπορούν επίσης να θεωρούνται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τη στιγμή που, αφενός, πρόκειται για πληροφορίες σχετικά με τους όρους εργασίας των εν λόγω προσώπων και, αφετέρου, είναι δυνατόν να καταστήσουν δυνατή, εφόσον μπορούν να συσχετισθούν με συγκεκριμένη ημερομηνία ή συγκεκριμένο ημερολογιακό διάστημα, την έμμεση ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑300/10, EU:T:2012:247, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η χρησιμοποίηση της εκφράσεως «κάθε πληροφορία» στο πλαίσιο του ορισμού του «δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα», αποτελεί ένδειξη του σκοπού του νομοθέτη της Ένωσης να προσδώσει ευρεία έννοια στον όρο αυτόν, η οποία δεν περιορίζεται στις ευαίσθητες ή προσωπικού χαρακτήρα πληροφορίες, αλλά μπορεί να καλύπτει ενδεχομένως κάθε είδος πληροφοριών, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών, με τη μορφή γνώμης ή εκτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες «αφορούν» το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Nowak, C‑434/16, EU:C:2017:994, σκέψη 34).

66

Κατά το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται μόνον εφόσον ο αποδέκτης αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεώς τους και δεν υφίστανται λόγοι βάσει των οποίων θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων.

67

Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται καταρχάς στον αιτούντα τη διαβίβαση να αποδείξει την αναγκαιότητά της. Εφόσον αυτή αποδειχθεί, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η εν λόγω διαβίβαση δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων. Εφόσον δεν υφίσταται τέτοιος λόγος, η ζητηθείσα διαβίβαση πρέπει να πραγματοποιηθεί, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να προβεί σε στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων προκειμένου να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως προσβάσεως. Η απόφαση που λαμβάνεται επί αιτήματος προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2017, Deza κατά ECHA, T‑189/14, EU:T:2017:4, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθά έκρινε ότι, καθόσον επρόκειτο για πληροφορίες και εκτιμήσεις οι οποίες αφορούσαν την ιδιωτική ζωή του MS, της X καθώς και άλλων τρίτων και θα καθιστούσαν δυνατή την ταυτοποίησή τους, το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων ενέπιπτε στην έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

69

Η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων βάσει του κανονισμού 1049/2001 θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας τόσο του MS, της X όσο και των τρίτων που μνημονεύονται στα εν λόγω έγγραφα.

70

Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, δεν είναι ούτε προς το συμφέρον του MS ούτε προς το συμφέρον της X, ή των τρίτων που μνημονεύονται σε αυτά, να τεθούν στη διάθεση του κοινού τα επίμαχα έγγραφα.

71

Γι’ αυτό, η Επιτροπή έπρεπε να προβεί στη στάθμιση των διαφόρων υφιστάμενων συμφερόντων προκειμένου να αποφανθεί ως προς το αίτημα προσβάσεως στην καταγγελία της X και στην αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ του MS και της X με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με τη χρήση μέσου κοινωνικής δικτυώσεως, υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, σε συμφωνία με τον κανονισμό 45/2001.

72

Συναφώς, η Επιτροπή όφειλε επίσης να λάβει υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονταν από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου έπρεπε να δοθούν στη δημοσιότητα (πρβλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2012, Steinberg κατά Επιτροπής, T‑17/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:625, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Η Επιτροπή ωστόσο έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν ορισμένα μέρη των επίμαχων εγγράφων και να θεωρηθούν ως μη καλυπτόμενα από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, ούτε να διαχωριστούν, μεταξύ των εν λόγω εγγράφων, εκείνα που αφορούσαν τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα του MS ή της X και άλλων τρίτων.

74

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμη και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που θα είχαν υποστεί επεξεργασία ανωνυμοποιήσεως θα έπρεπε να θεωρηθούν ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τρίτο, στο μέτρο που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσικό πρόσωπο δυνάμενο να ταυτοποιηθεί με την προσφυγή σε συμπληρωματικές πληροφορίες.

75

Εν προκειμένω, μερική πρόσβαση σε πληροφορίες που περιέχονταν στην καταγγελία της Χ ή στην αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ αυτής και του MS θα παρείχε στο κοινό τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει τα πρόσωπα που μνημονεύονταν στα επίμαχα έγγραφα.

76

Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν στην Επιτροπή να παράσχει μερική πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα χωρίς να αποκαλυφθεί, μεταξύ άλλων, η ταυτότητα των άλλων τρίτων προσώπων που μνημονεύονταν στα έγγραφα αυτά.

77

Εξάλλου, στο μέτρο που τα επίμαχα έγγραφα περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δεν αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνο τον MS και τα οποία θα δημοσιοποιούνταν εάν τα εν λόγω έγγραφα γνωστοποιούνταν στο πρόσωπο αυτό, ορθώς η Επιτροπή προέκρινε, κατόπιν σταθμίσεως των υφιστάμενων συμφερόντων, το συμφέρον της X και των άλλων τρίτων να μη δημοσιοποιηθεί η ταυτότητά τους έναντι του συμφέροντος του MS να δημοσιοποιηθεί η ταυτότητα αυτών και αρνήθηκε την πρόσβαση στον τελευταίο, στηριζόμενη στην προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση.

78

Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα συναφώς πρέπει να απορριφθεί.

79

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

80

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν καταρτίστηκαν ενόψει δικαστικής διαδικασίας και ότι, κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως του MS, στο μέτρο που βασίζεται στην προστασία των δικαστικών διαδικασιών, δεν δικαιολογείται. Υπογραμμίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, ειδικότερα τα δικαιώματα άμυνας, μπορούν να αποτελούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών.

81

Ωστόσο, από το σκεπτικό που εκτίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 44 έως 78 προκύπτει ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, καθόσον το σύνολο των επίμαχων εγγράφων εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001.

82

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται στο σύνολό του.

3) Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, της αρχής της χρηστής διοικήσεως, της αρχής του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της αναλογικότητας

83

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αρνούμενη στον MS την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, η Επιτροπή υπονόμευσε την από μέρους του MS άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος προσβάσεως σε φάκελο που τον αφορά, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, και παραβίασε επίσης την αρχή του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται από το άρθρο 7 του Χάρτη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

84

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η τελευταία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θέσει τέλος στη συνεργασία του MS με το δίκτυο Team Europe, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή απήγγειλε βαριά κατηγορία για ανεπιθύμητες συμπεριφορές του MS έναντι της X και άλλων τρίτων, τα δικαιώματα άμυνας του MS και το τεκμήριο αθωότητας επιτάσσουν να επιτραπεί η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

85

Επιπλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της Επιτροπής είναι αμιγώς γενικής φύσεως, καθόσον δεν εξηγεί για ποιους λόγους μια πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα, με απόκρυψη, για παράδειγμα, των ονομάτων που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, θα έθετε σε κίνδυνο την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων. Προσθέτει ότι, όσον αφορά την αντιμετώπιση της καταγγελίας της Χ, η αμεροληψία της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.

86

Κατά κύριο λόγο, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35, και της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑300/10, EU:T:2012:247, σκέψη 180).

87

Συναφώς, η Επιτροπή, στην απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, ανέφερε με σαφήνεια τις εξαιρέσεις στις οποίες στηριζόταν η απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως του MS στα επίμαχα έγγραφα, επικαλούμενη κυρίως, για το σύνολο των εγγράφων, την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

88

Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 19ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύνολο του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων ενέπιπτε στην έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον επρόκειτο για πληροφορίες οι οποίες αφορούσαν τόσο την ιδιωτική ζωή του MS όσο και αυτή άλλων προσώπων και οι οποίες θα καθιστούσαν δυνατή την ταυτοποίηση των προσώπων αυτών σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των εγγράφων αυτών βάσει του κανονισμού 1049/2001, ότι επομένως η γνωστοποίηση των εν λόγω δεδομένων θα αποτελούσε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, και ότι δεν συνέτρεχε καμία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς για μια τέτοια διαβίβαση.

89

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όχι μόνον ο MS ήταν σε θέση να γνωρίζει την αιτιολογία της αποφάσεως της 19ης Απριλίου 2016, αλλά και ότι το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, όπως αυτό προκύπτει άλλωστε από τις σκέψεις 44 έως 78 ανωτέρω. Κατά τη νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει, με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα, η Επιτροπή, έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

90

Εξάλλου, ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η μη παροχή στον MS προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, και, ιδίως, του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που τον αφορούσε καθώς και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και ήταν αντίθετη στον Χάρτη μπορεί να ευδοκιμήσει, στο μέτρο που το αίτημα προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα δεν εντασσόταν στο πλαίσιο διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας, στην οποία έχουν εφαρμογή τα εν λόγω δικαιώματα και οι αρχές, αλλά στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως συνδέουσας τον MS με την Επιτροπή και διεπόμενης από το συμφωνητικό συμμετοχής και το εφαρμοστέο σε αυτό δίκαιο.

91

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, στο μέτρο που αφορούν απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως του MS στα επίμαχα έγγραφα, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως στο μέτρο που αφορά την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2016.

γ)   Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2016 περί απορρίψεως του αιτήματος του MS να του διαβιβαστούν τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα

92

Προς στήριξη του υπό κρίση αιτήματος ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 8, 13 και 20 του κανονισμού 45/2001.

93

Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8 του κανονισμού 45/2001 κανόνες δεν ανήκουν στις προϋποθέσεις ή στους περιορισμούς του γενικού δικαιώματος προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων θα μπορούσε να θίξει τα έννομα συμφέροντα τρίτων. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως διαπίστωσε ο Διαμεσολαβητής στο σημείο 32 της προτάσεώς του περί φιλικού διακανονισμού, ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα της X ή άλλων προσώπων που μνημονεύονταν στα εν λόγω δεδομένα. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι συνέτρεχαν, εν προκειμένω, οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001.

94

Επιπλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο μοναδικός σκοπός των αιτημάτων του MS ήταν να κατανοήσει τις εναντίον του κατηγορίες και να αποδείξει ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν αβάσιμες, προκειμένου να αποκαταστήσει την αλήθεια και την τιμή του. Επιπροσθέτως, η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων ήταν αναγκαία για την κατανόηση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 2013, με την οποία αυτή έθεσε τέλος στη συνεργασία του MS με το δίκτυο Team Europe. Η απόρριψη του αιτήματος του MS περί διαβιβάσεως των εν λόγω προσωπικών δεδομένων δεν δικαιολογείται ούτε βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 45/2001, γεγονός που επίσης είχε διαπιστώσει ο Διαμεσολαβητής.

95

Η Επιτροπή υποστηρίζει, όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 13 και 20 του κανονισμού 45/2001, ότι τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα δεν ήταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν μόνον τον MS και δεν μπορούσαν να ελεγχθούν ως προς την ακρίβειά τους, να διορθωθούν, να διαγραφούν ή να κλειδωθούν από τον τελευταίο. Ο κανονισμός 45/2001 δεν έχει ούτε ως αποστολή ούτε ως σκοπό να επιτρέπει την πρόσβαση, την αμφισβήτηση ή τη δυνατότητα διορθώσεως μιας αμιγώς υποκειμενικής περιγραφής στην οποία προέβη, με αποδέκτη την Επιτροπή, καταγγέλλουσα η οποία είχε συμμετάσχει σε διάλεξη και δείπνο με τον MS και είχε αλληλογραφήσει με αυτόν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ενός μέσου κοινωνικής δικτυώσεως.

96

Επιπροσθέτως, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να διαβιβαστούν σε τρίτο παρά μόνον όταν η εν λόγω διαβίβαση, αφενός, πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8, στοιχείο αʹ ή βʹ, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέσεις και, αφετέρου, συνιστά θεμιτή επεξεργασία, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 5 του ιδίου κανονισμού. Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν αναφέρει, στην προσφυγή-αγωγή της στην υπόθεση T‑435/16, πώς η διαβίβαση στον MS των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θεμιτή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του ιδίου κανονισμού. Επίσης, υποστηρίζει ότι ο MS γνώριζε πλήρως τους λόγους στους οποίους οφείλεται η από 10 Απριλίου 2013 απόφασή της να θέσει τέλος στη συνεργασία αυτού με το δίκτυο Team Europe.

97

Όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα βάλλει κατά της εφαρμογής του άρθρου 20 του κανονισμού 45/2001, προβάλλοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου για τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα τρίτων, η Επιτροπή αναφέρει ότι προέβη σε ακρόαση της X και ότι η τελευταία φοβόταν ότι ο MS θα απευθυνόταν σε αυτήν ή τους φίλους της για να τους ζητήσει εξηγήσεις. Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω φόβων και των εγγράφων που είχε στην κατοχή της, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας τέτοιος κίνδυνος ήταν υπαρκτός.

98

Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν ορισμένα δεδομένα που περιέχονταν στα επίμαχα έγγραφα και να θεωρηθεί ότι δεν ενέπιπταν στην έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς δεν θα της ήταν δυνατόν να παράσχει μερική πρόσβαση (πλην της προσβάσεως σε πληροφορίες άνευ ουσιαστικού περιεχομένου) στα επίδικα έγγραφα χωρίς να αποκαλύψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή πληροφορίες που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή των τρίτων υποκειμένων των δεδομένων ή καθιστούσαν δυνατή την ταυτοποίησή τους.

99

Εν είδει εισαγωγής, πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 45/2001 επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν του κανονισμού 1049/2001. Ενώ σκοπός του τελευταίου είναι να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των δημοσίων αρχών της Ένωσης, καθώς και όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις τους, ο πρώτος έχει ως σκοπό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, να διασφαλίσει την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής τους, κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 49, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Secolux κατά Επιτροπής, T‑363/14, EU:T:2016:521, σκέψη 26).

100

Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ] σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, προκύπτει ότι το δικαίωμα ενός προσώπου στην προστασία της φήμης του είναι στοιχείο του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Polanco Torres και Movilla Polanco κατά Ισπανίας, CE:ECHR:2010:0921JUD 003414706, § 40, και της 7ης Φεβρουαρίου 2012, Axel Springer AG κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2012:0207JUD 003995408, § 83). Η φήμη ενός προσώπου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής του ταυτότητας και της ηθικής του ακεραιότητας, οι οποίες εμπίπτουν στην ιδιωτική του ζωή (απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Φεβρουαρίου 1992, Pfeifer και Plankl κατά Αυστρίας, CE:ECHR:1992:0225JUD 001080284, § 35). Το ίδιο σκεπτικό έχει εφαρμογή και ως προς την τιμή ενός προσώπου (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 4ης Οκτωβρίου 2007, Sanchez Cardenas κατά Νορβηγίας, CE:ECHR:2007:1004JUD 001214803, § 38, και της 9ης Απριλίου 2009, A. κατά Νορβηγίας, CE:ECHR:2009:0409JUD 002807006, § 64).

101

Σύμφωνα με το άρθρο 13, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 45/2001, το υποκείμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας έχει το δικαίωμα να λαμβάνει την ανακοίνωση, με εύληπτο τρόπο, των δεδομένων αυτών καθώς και κάθε διαθέσιμης πληροφορίας σχετικά με την προέλευση των ιδίων αυτών δεδομένων. Συναφώς, ο κανονισμός 45/2001 πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 41 του Χάρτη, που αναγνωρίζει το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως και ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, CN κατά Συμβουλίου, F‑84/12, EU:F:2013:128, σκέψεις 39 και 40).

102

Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε φυσικό πρόσωπο μπορεί να βεβαιωθεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν είναι ακριβή και η επεξεργασία τους γίνεται με νόμιμο τρόπο. Το υποκείμενο των δεδομένων διαθέτει δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, προκειμένου να μπορεί να πραγματοποιήσει τους απαραίτητους ελέγχους. Το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως είναι αναγκαίο, προκειμένου, μεταξύ άλλων, το υποκείμενο των δεδομένων να μπορεί να απαιτήσει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, κατά περίπτωση, να διορθώσει, να διαγράψει ή να κλειδώσει τα δεδομένα του και, κατά συνέπεια, να ασκήσει το δικαίωμα του να ζητήσει να διαγραφούν οι κρίσεις που το αφορούν, μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος, ήτοι να καταστραφούν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Nowak, C‑434/16, EU:C:2017:994, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103

Όσον αφορά ιδίως τους αναφερόμενους στη σκέψη 94 ανωτέρω λόγους που επικαλείται η προσφεύγουσα-ενάγουσα, αυτή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την αναγκαιότητα να διαθέτει δικαίωμα προσβάσεως στα επίμαχα προσωπικά δεδομένα που αφορούν τον MS προκειμένου να μπορέσει, ενδεχομένως να ζητήσει τη διόρθωση ή τη διαγραφή των εν λόγω δεδομένων. Πράγματι, ο τελευταίος δεν είχε πρόσβαση στους ισχυρισμούς περί ανεπιθύμητων εκ μέρους του συμπεριφορών που προέβαλε με την καταγγελία της η X, ενώ η Επιτροπή είχε σαφώς προσδιορίσει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αποτέλεσαν την αιτία της από 10 Απριλίου 2013 αποφάσεώς της να θέσει τέλος στη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω) και, συνεπώς, αυτοί μπορούσαν να βλάψουν τη φήμη και την τιμή του, ως συνεργάτη του δικτύου αυτού.

104

Το άρθρο 20 του κανονισμού 45/2001 προβλέπει ωστόσο εξαιρέσεις και περιορισμούς όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως του υποκειμένου των δεδομένων και, μεταξύ άλλων, ότι τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης μπορούν να θέτουν περιορισμούς στην εφαρμογή του άρθρου 13 του εν λόγω κανονισμού, εφόσον ο εν λόγω περιορισμός αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων.

105

Επιπροσθέτως, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς αποδέκτες άλλους, εκτός από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και τα υποκείμενα των δεδομένων, διέπεται από το άρθρο 8 του κανονισμού 45/2001, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβαστούν σε τέτοιον αποδέκτη μόνον εάν αυτός αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεώς τους και δεν υφίστανται λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων.

106

Στο μέτρο που τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τόσο τον MS όσο και την X καθώς και άλλους τρίτους που μνημονεύονται στα επίμαχα έγγραφα, πρέπει να σταθμιστούν τα –αντιτιθέμενα εν προκειμένω– έννομα συμφέροντα των διαφόρων προσώπων, προκειμένου να καθοριστεί εάν υπήρχε υπέρτερο συμφέρον που δικαιολογούσε την άρνηση παροχής στον MS δικαιώματος προσβάσεως στα προσωπικά αυτά δεδομένα.

107

Όμως, ακόμη και αν γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι υπήρχε ανάγκη προστασίας όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα στο σύνολό τους, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε, με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, για ποιους λόγους η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών και, ειδικότερα, των δύο εγγράφων που περιείχαν την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της X και του MS, στα οποία ο τελευταίος είχε ήδη πρόσβαση ως συντάκτης ή αποδέκτης τους, θα μπορούσε να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό έννομα συμφέροντα της X ή άλλων τρίτων που μνημονεύονταν στα εν λόγω έγγραφα.

108

Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται, ως εκ περισσού, με την απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, το γεγονός ότι το πρόσωπο που είχε υποβάλει την καταγγελία δεν επιθυμούσε να γνωστοποιηθούν στον MS τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα φοβούμενο αντίποινα. Μολονότι η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ένα από τα μνημονευόμενα στα επίμαχα έγγραφα πρόσωπα κατοικούσε στην ίδια πόλη με τον MS, εντούτοις από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι ο τελευταίος, που είχε ήδη επαρκείς πληροφορίες για να ταυτοποιήσει τους X και Y ως τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να προερχόταν η καταγγελία, σχεδίαζε να εφαρμόσει αντίποινα εις βάρος τους, βαίνοντας πέραν των ενεργειών που απαιτούνταν για την υπεράσπιση των εννόμων συμφερόντων του.

109

Στο σημείο 32 της προτάσεώς του περί φιλικού διακανονισμού, ο ίδιος ο Διαμεσολαβητής ανέφερε ότι, «υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας [του MS], [ο] λόγος [αρνήσεως της γνωστοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων που αφορά την ανάγκη προστασίας του απορρήτου των στοιχείων της X ήταν] ανεπαρκής, δεδομένου ότι η αντιπροσωπεία της Επιτροπής δεν [είχε] αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου για τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα της [X] και δεδομένου ότι [οι] δηλώσεις [της τελευταίας] και οι αποδείξεις που [αυτή] προσκόμισε αποτελού[σαν] τις αποφασιστικές ή ακόμη και τις μοναδικές αποδείξεις κατά τ[ου MS]».

110

Συναφώς, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προς προστασία του οποίου έχει προβλεφθεί εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει, επίσης, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει, με συγκεκριμένο και ουσιαστικό τρόπο, το συμφέρον το οποίο προστατεύει η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό εξαίρεση (βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 11 Μαρτίου 2009, Borax Europe κατά Επιτροπής, T‑121/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:64, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Μαρτίου 2009, Borax Europe κατά Επιτροπής, T‑166/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:65, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111

Εν προκειμένω, από την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016 δεν προκύπτει ότι το εν λόγω όργανο προέβη στη δέουσα στάθμιση των διαφορετικών υφισταμένων εννόμων συμφερόντων, όπως απαιτούσε η συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 8, 13 και 20 του κανονισμού 45/2001.

112

Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του MS να του διαβιβαστούν τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα, παραβιάζει τα άρθρα 8, 13 και 20 του κανονισμού 45/2001 και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο έτερος λόγος ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

2.   Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

113

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη ο MS λόγω της απορρίψεως, από την Επιτροπή, του αιτήματός του για πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα και διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων.

114

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αρνούμενη να παράσχει στον MS πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα και μαρτυρίες και αρνούμενη να του διαβιβάσει τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα, η Επιτροπή επέδειξε υπαίτια συμπεριφορά και προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα αυτού, όπως τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, με αποτέλεσμα να προκληθεί στον τελευταίο ένα αίσθημα αδικίας και απώλεια εμπιστοσύνης προς το θεσμικό αυτό όργανο. Για τους λόγους αυτούς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα θεωρεί ότι το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως μπορεί να αποσυνδεθεί από το αίτημα ακυρώσεως και πρέπει να εξεταστεί ακόμη και σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής ακυρώσεως. Για τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αποτιμά τη βλάβη που υπέστη ο MS σε 20000 ευρώ, σε κάθε υπόθεση, ήτοι στο συνολικό ποσό των 40000 ευρώ.

115

Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς θεσμικού οργάνου, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, που αναφέρονται συγκεκριμένα στον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο όργανο συμπεριφοράς, στο υποστατό της ζημίας και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P,EU:C:1999:402, σκέψη 14).

116

Επιπλέον, το αίτημα αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας ή ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτεται όταν συνδέεται στενά με το αίτημα ακυρώσεως, το οποίο και αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή αβάσιμο (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 51).

117

Εν προκειμένω, το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη ο MS λόγω του προβαλλόμενου παράνομου χαρακτήρα της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα συνδέεται στενά με το αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων της 2ας Φεβρουαρίου και της 19ης Απριλίου 2016, στο μέτρο που ενέχουν απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως του MS στα επίμαχα έγγραφα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 91 ανωτέρω, από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη αυτού του ακυρωτικού αιτήματος δεν προέκυψε καμία παράνομη ενέργεια της Επιτροπής και επομένως κανένα πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της. Κατά συνέπεια, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που προβάλλεται ότι υπέστη ο MS λόγω των παρανομιών αυτών πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

118

Όσον αφορά το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη ο MS λόγω του προβαλλόμενου παράνομου χαρακτήρα της αρνήσεως διαβιβάσεως σε αυτόν των επίμαχων προσωπικών δεδομένων, από τη σκέψη 112 ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα διαβιβάσεως στον MS των εν λόγω προσωπικών δεδομένων, παραβιάζει τα άρθρα 8, 13 και 20 του κανονισμού 45/2001 και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να ακυρωθεί. Κατά παγία νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξεως μπορεί να αποτελέσει, αυτή καθεαυτή, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, Montalto κατά Συμβουλίου, T‑116/03, EU:T:2004:325, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εκτός εάν ο προσφεύγων-ενάγων αποδείξει ότι υπέστη ηθική βλάβη ανεξάρτητη από την έλλειψη νομιμότητας στην οποία στηρίζεται η ακύρωση και ότι η ακύρωση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει πλήρη ικανοποίηση για την εν λόγω βλάβη (βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119

Το αίσθημα αδικίας και η ταλαιπωρία που προκαλεί σε κάποιον το γεγονός ότι υποχρεούται να κινήσει ένδικη διαδικασία προκειμένου να δικαιωθεί συνιστά βλάβη η οποία μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι η Διοίκηση προέβη σε παράνομες πράξεις. Η βλάβη αυτή θεμελιώνει δικαίωμα χρηματικής ικανοποιήσεως όταν δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την ικανοποίηση από την ακύρωση της παράνομης πράξεως (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, CG κατά ΕΤΕπ, F‑115/11, EU:F:2014:187, σκέψη 132).

120

Εξάλλου, η ακύρωση παράνομης πράξεως δεν μπορεί να αποτελέσει αυτή καθεαυτή πρόσφορη ικανοποίηση εάν η προσβληθείσα πράξη ενέχει ρητώς αρνητική κρίση όσον αφορά τις ικανότητες του προσφεύγοντος-ενάγοντος που μπορεί να τον προσβάλει (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1990, Culin κατά Επιτροπής, C‑343/87, EU:C:1990:49, σκέψεις 27 έως 29, της 23ης Μαρτίου 2000, Rudolph κατά Επιτροπής, T‑197/98, EU:T:2000:86, σκέψη 98, και της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Cwik κατά Επιτροπής, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, EU:T:2005:447, σκέψεις 205 και 206).

121

Εν προκειμένω, η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα διαβιβάσεως στον MS των επίμαχων προσωπικών δεδομένων χωρίς προσήκουσα στάθμιση των διαφόρων υφισταμένων εννόμων συμφερόντων, μπορεί να προκάλεσε στον MS αίσθημα αδικίας και απώλεια της εμπιστοσύνης προς την Επιτροπή. Επιπλέον, η απόφαση αυτή στηριζόταν, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή ενώπιον του Διαμεσολαβητή και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στον «φόβο αντιποίνων από [τον MS] έναντι [της X] ή άλλων προσώπων που μνημονεύονταν στην καταγγελία της», ήτοι σε μια μορφή αρνητικής για τον MS κρίσεως που μπορεί να τον προσέβαλε.

122

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ακύρωση της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2016 δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να αποτελέσει πρόσφορη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο MS λόγω της αποφάσεως αυτής.

123

Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη ο MS λόγω της παράνομης αρνήσεως της διαβιβάσεως σε αυτόν των επίμαχων προσωπικών δεδομένων, για το ποσό των 5000 ευρώ, και να απορριφθεί το ίδιο αίτημα κατά τα λοιπά.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

124

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

125

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η Επιτροπή ηττήθηκαν αμφότερες, φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2016, περί απορρίψεως του αιτήματος του MS να του διαβιβαστούν ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

 

2)

Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στη VG, ως καθολική διάδοχο του MS, το ποσό των 5000 ευρώ.

 

3)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

 

4)

Η VG και η Επιτροπή φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά της.

 

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο Λουξεμβούργο, στις 27 Νοεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.