ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2018 ( *1 )

«Κρατικές ενισχύσεις – Όροι χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από εταιρία θαλάσσιων μεταφορών – Αποκλειστική χρήση υποδομών χρηματοδοτούμενων με δημόσια κεφάλαια, χωρίς σύμβαση παραχωρήσεως – Μερική απαλλαγή από τα λιμενικά τέλη – Καταγγελία ανταγωνίστριας – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η απουσία κρατικών ενισχύσεων κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως – Σοβαρές δυσχέρειες κατά την εξέταση των σχετικών μέτρων – Εξέλιξη της επίμαχης καταστάσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Έννοια του πλεονεκτήματος που χορηγείται με κρατικούς πόρους – Πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο – Απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία αναστέλλονται τα αποτελέσματα διαγωνισμού – Υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως της καταγγελίας»

Στην υπόθεση T‑108/16,

Naviera Armas, SA, με έδρα τη Las Palmas de Gran Canaria (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J. L. Buendía Sierra και Á. Givaja Sanz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Α. Μπουχάγιαρ, G. Luengo και S. Noë,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Fred Olsen, SA, με έδρα τη Santa Cruz de Tenerife (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον F. Marín Riaño, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2015) 8655 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, που αφορά την κρατική ενίσχυση SA.36628 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) – Ισπανία – Fred Olsen,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Η προσφεύγουσα, Naviera Armas, SA, είναι ναυτιλιακή εταιρία εγκατεστημένη στις Κανάριες Νήσους (Ισπανία). Προσφέρει εμπορικές υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων μεταξύ των κύριων νησιών του αρχιπελάγους αυτού, μεταξύ αυτού και της ηπειρωτικής Ισπανίας, καθώς και μεταξύ της ηπειρωτικής Ισπανίας και του Μαρόκου. Η προσφεύγουσα εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, θαλάσσια σύνδεση του λιμένα της Las Palmas de Gran Canaria (Ισπανία) με εκείνον της Santa Cruz de Tenerife (Ισπανία).

2

Δεδομένου ότι η Μεγάλη Κανάρια και η Τενερίφη είναι τα πολυπληθέστερα νησιά του Αρχιπελάγους των Καναρίων, η εμπορική θαλάσσια κυκλοφορία μεταξύ των δύο αυτών νησιών αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα του κύκλου εργασιών των ναυτιλιακών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο αρχιπέλαγος αυτό.

Εμπορικές θαλάσσιες μεταφορές από το Puerto de Las Nieves (Μεγάλη Κανάρια)

3

Το Puerto de Las Nieves (Ισπανία) είναι λιμένας στη βορειοδυτική ακτή της Μεγάλης Κανάριας, έναντι της Τενερίφης. Ο άλλοτε αλιευτικός αυτός λιμένας προσαρμόστηκε στην εμπορική κίνηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η υποδομή του επιτρέπει τον ελλιμενισμό ταχύπλοων πορθμείων.

4

Η ναυτιλιακή εταιρία Fred Olsen, SA, μία από τις κύριες ανταγωνίστριες της προσφεύγουσας, ήταν η πρώτη η οποία, τον Νοέμβριο του 1993, ζήτησε άδεια δημιουργίας τακτικής γραμμής εμπορικής μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων μεταξύ του Puerto de Las Nieves και του λιμένα της Santa Cruz de Tenerife.

5

Στις 21 Δεκεμβρίου 1994, η γενική διεύθυνση εμπορικής ναυτιλίας του ισπανικού Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Μεταφορών και Περιβάλλοντος χορήγησε στη Fred Olsen άδεια εκμεταλλεύσεως γραμμής ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας μεταξύ των δύο αυτών λιμένων. Η άδεια αυτή χορηγήθηκε βάσει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας (prior in tempore, potior in jure).

6

Η Fred Olsen είναι, έκτοτε, η μόνη ναυτιλιακή εταιρία που εκμεταλλεύεται γραμμή εμπορικής μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων μεταξύ του Puerto de Las Nieves και του λιμένα της Santa Cruz de Tenerife. Από το 1999, η γραμμή αυτή εξασφαλίζεται με δύο ταχύπλοα πορθμεία τα οποία διασταυρώνονται στο μέσον της διαδρομής, δεδομένου ότι αναχωρούν, έκαστο από τον λιμένα αναχωρήσεώς του, ταυτόχρονα.

7

Η εκ μέρους της Fred Olsen χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves υπόκειται στην καταβολή πλειόνων τελών προβλεπόμενων στο άρθρο 115 bis του decreto legislativo 1/1994 por el que se aprueba el texto refundido de las disposiciones legales vigentes en materia de tasas y precios públicos de la Comunidad Autónoma de Canarias (νομοθετικού διατάγματος 1/1994 για την έγκριση της αναδιατυπώσεως των ισχυόντων νομικών διατάξεων στον τομέα των τελών και των δημόσιων χρεώσεων της αυτόνομης κοινότητας των Καναρίων Νήσων), της 29ης Ιουλίου 1994 (BOC αριθ. 98, της 10ης Αυγούστου 1994, σ. 5603). Τα τέλη αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, την είσοδο και την παραμονή πλοίων στον λιμένα (στο εξής: τέλος Τ1), την πλεύριση (στο εξής: τέλος Τ2), τους επιβάτες (στο εξής: τέλος Τ3), τα εμπορεύματα (στο εξής: τέλος Τ4) και τις υπηρεσίες αποθηκεύσεως και χρήσεως εγκαταστάσεων ή κτηρίων (στο εξής: τέλος Τ9).

8

Η προσφεύγουσα υπέβαλε επανειλημμένες αιτήσεις, αρχής γενομένης από το 1994, στην Dirección General de Puertos Canarios (γενικής διευθύνσεως του δημόσιου οργανισμού λιμένων Καναρίων Νήσων) (στο εξής: DGPC) για την παροχή της δυνατότητας πλευρίσεως, αρχικώς, συμβατικών πορθμείων της και, από της υποβολής της αιτήσεως της 3ης Ιουλίου 2013, ταχύπλοου πορθμείου της στο Puerto de Las Nieves. Η DGPC απέρριψε καθεμία από τις αιτήσεις αυτές, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών επεκτάσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves το 2014. Οι αποφάσεις αυτές στηρίζονταν, κατ’ ουσίαν, στην περιορισμένη χωρητικότητα του Puerto de Las Nieves και στην ανάγκη εγγυήσεως της ασφάλειας των ελιγμών των πλοίων κατά την είσοδό τους στον λιμένα καθώς και εντός αυτού.

9

Με τους ίδιους λόγους δικαιολόγησε η DGPC την απόρριψη της αιτήσεως που είχε υποβάλει το 2004 άλλη ναυτιλιακή εταιρία (η Trasmediterránea) για πλεύριση ταχύπλοου πορθμείου της στο Puerto de Las Nieves.

Διοικητική διαδικασία και εξέλιξη της επίμαχης καταστάσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας

10

Στις 26 Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι οι ισπανικές αρχές είχαν χορηγήσει, με διάφορα μέτρα που αφορούσαν το Puerto de Las Nieves, παράνομες κρατικές ενισχύσεις στη Fred Olsen (στο εξής: καταγγελία).

11

Κατά την καταγγελία, οι ενισχύσεις αυτές απέρρεαν, πρώτον, από την απόφαση της DGPC να παράσχει στη Fred Olsen το αποκλειστικό δικαίωμα αναπτύξεως δραστηριοτήτων εμπορικών θαλάσσιων μεταφορών από το Puerto de Las Nieves χωρίς να έχει προκηρυχθεί δημόσιος, διαφανής και μη συνεπαγόμενος διακρίσεις διαγωνισμός, δεύτερον, από τη μερική απαλλαγή της Fred Olsen από την καταβολή ορισμένων λιμενικών επιβαρύνσεων, ήτοι των τελών T2 και T9, και, τρίτον, από τη χρηματοδότηση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves με δημόσια κεφάλαια, υποδομή η οποία κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς από τη Fred Olsen.

12

Μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας εστάλη στις ισπανικές αρχές, οι οποίες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 4 Ιουλίου 2013. Απαντώντας σε αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, οι ισπανικές αρχές απέστειλαν, στις 20 Αυγούστου 2013, συμπληρωματικές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

13

Στις 22 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα επιστολή περιέχουσα προκαταρκτική εκτίμηση κατά την οποία, εκ πρώτης όψεως, τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η επιστολή προς την προσφεύγουσα άφηνε να εννοηθεί ότι οι ισπανικές αρχές είχαν προσκομίσει, αφενός, αποδεικτικά στοιχεία περί προσήκουσας καταβολής των λιμενικών τελών από τη Fred Olsen και, αφετέρου, τεχνική έκθεση καταδεικνύουσα την περιορισμένη χωρητικότητα του Puerto de Las Nieves. Η επιστολή παρέπεμπε επίσης στην πρόθεση των ισπανικών αρχών να επεκτείνουν την υποδομή του λιμένα αυτού.

14

Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, με επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2013, την προκαταρκτική αυτή εκτίμηση και υπογράμμισε την ανάγκη κινήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή διαβίβασε, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, τις παρατηρήσεις αυτές στις ισπανικές αρχές, οι οποίες απάντησαν στις 18 Μαρτίου 2014.

15

Τον Οκτώβριο του 2014, η Επιτροπή πληροφορήθηκε από τον Τύπο ότι είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός για την παροχή προσβάσεως στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών θαλάσσιων μεταφορών. Η Fred Olsen, με δική της πρωτοβουλία, υπέβαλε παρατηρήσεις στην Επιτροπή, η οποία, κατόπιν των παρατηρήσεων αυτών, ζήτησε, με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2014, από τις ισπανικές αρχές να της παράσχουν ορισμένες πληροφορίες και να την ενημερώνουν τακτικά για την εξέλιξη του διαγωνισμού. Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στην επιστολή αυτή στις 16 Ιανουαρίου 2015 και απέστειλαν, εν συνεχεία, διάφορες ενημερωτικές επιστολές στην Επιτροπή μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου του 2015. Η Fred Olsen ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή, δύο φορές κατά το έτος 2015, για την εξέλιξη του διαγωνισμού.

16

Βάσει των πληροφοριών που έλαβε η Επιτροπή, η DGPC είχε δημοσιεύσει την προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού στις 14 Οκτωβρίου 2014, με σκοπό την ανάθεση δύο τμημάτων σχετικών με χρονοθυρίδες για την εμπορική κίνηση στο Puerto de Las Nieves. Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε κατόπιν των εργασιών επεκτάσεως του λιμένα αυτού το 2014, σκοπός των οποίων ήταν να καταστεί δυνατή η ταυτόχρονη πλεύριση δύο ταχύπλοων πορθμείων στον λιμένα. Στις 24 Νοεμβρίου 2014, το διοικητικό συμβούλιο της DGPC απέρριψε την προσφυγή της Fred Olsen κατά της προκηρύξεως του διαγωνισμού αυτού. Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2015, ανέθεσε το πρώτο τμήμα στη Fred Olsen και το δεύτερο στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι μόνον οι δύο αυτές εταιρίες είχαν υποβάλει προσφορές.

17

Η Fred Olsen αμφισβήτησε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού αυτού ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Canarias, Sala de lo Contencioso-Administrativo, Sección Primera de Santa Cruz de Tenerife (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Καναρίων Νήσων, τμήμα διοικητικών διαφορών, πρώτη σύνθεση της Santa Cruz de Tenerife, Ισπανία), με την αιτιολογία ότι ο διαγωνισμός δεν είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τους κανόνες περί δημόσιων συμβάσεων. Παράλληλα με την προσφυγή της επί της ουσίας, η Fred Olsen ζήτησε τη δικαστική αναστολή του διαγωνισμού. Το αίτημα περί αναστολής έγινε δεκτό με διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 2015 (στο εξής: διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015), η οποία επικυρώθηκε με διάταξη του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) της 7ης Ιουλίου 2016.

18

Με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2015, η προσφεύγουσα κάλεσε την Επιτροπή να ενεργήσει κατά την έννοια του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Στις 28 Οκτωβρίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε στις ισπανικές αρχές τελικό αίτημα παροχής πληροφοριών, η απάντηση στο οποίο δόθηκε στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

Προσβαλλόμενη απόφαση

19

Στις 8 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2015) 8655 τελικό, περί της κρατικής ενισχύσεως SA.36628 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) – Ισπανία – Fred Olsen (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

20

Με την παράγραφο 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε καταρχάς να εξεταστούν από κοινού η πρώτη και η τρίτη εκ των προβαλλόμενων με την καταγγελία αιτιάσεων, δεδομένου ότι αμφότερες έβαλλαν, κατ’ ουσίαν, κατά του πλεονεκτήματος που αποκόμισε η Fred Olsen λόγω της αποκλειστικής χρήσεως, εκ μέρους της, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves χωρίς να έχει προηγηθεί δημόσιος, διαφανής και μη συνεπαγόμενος διακρίσεις διαγωνισμός.

21

Συναφώς, η Επιτροπή, στηριζόμενη σε τέσσερις λόγους, συνήγαγε, με την παράγραφο 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αποκλειστική αυτή χρήση δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως.

22

Πρώτον, με την παράγραφο 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι τόσο η αρχική ανάπτυξη του Puerto de Las Nieves με σκοπό να καταστούν δυνατές οι εμπορικές μεταφορές όσο και η προσαρμογή του προκειμένου να δέχεται ταχύπλοα πορθμεία είχαν προηγηθεί της εκδόσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι αρμόδιες αρχές δικαίως μπορούσαν να κρίνουν, κατά την περίοδο εκείνη, ότι η δημόσια χρηματοδότηση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και δεν χρειαζόταν, επομένως, να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

23

Δεύτερον, με την παράγραφο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι η λιμενική υποδομή που καθιστούσε δυνατές τις εμπορικές μεταφορές από το Puerto de Las Nieves δεν είχε, αρχικώς, σχεδιαστεί ούτε αναπτυχθεί με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η Fred Olsen ή οποιαδήποτε άλλη ναυτιλιακή εταιρία.

24

Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε, με την παράγραφο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλει τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως ως απόρροια του ύψους των λιμενικών τελών που έπρεπε να καταβάλει η Fred Olsen για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το τμήμα αυτό της καταγγελίας δεν προσδιόριζε κάποιο πλεονέκτημα χορηγηθέν με κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι τέτοιου είδους πλεονέκτημα δεν μπορούσε να προκύψει από το γεγονός και μόνον ότι η Fred Olsen ήταν, εν τοις πράγμασι, η μόνη η οποία χρησιμοποιούσε τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves.

25

Τέταρτον, με τις παραγράφους 46 έως 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε αν η προβαλλόμενη με την καταγγελία κατάσταση ήταν σύμφωνη με την πρακτική της στις σχετικές αποφάσεις της βάσει της οποίας ο χρήστης λιμενικής υποδομής χρηματοδοτούμενης με δημόσια κεφάλαια δεν λαμβάνει κρατική ενίσχυση όταν, αφενός, ο φορέας που εκμεταλλεύεται την υποδομή εισπράττει από τον χρήστη αυτόν τέλη συγκρίσιμα με τα εισπραττόμενα για τη χρήση άλλων, συγκρίσιμων λιμένων και, αφετέρου, η πρόσβαση στην υποδομή αυτή είναι ανοικτή και δεν συνεπάγεται διακρίσεις.

26

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η Επιτροπή έκρινε ότι επληρούτο εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της παρασχεθείσας από το Βασίλειο της Ισπανίας διαβεβαιώσεως, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, ότι η DGPC εισέπραττε τα ίδια λιμενικά τέλη στο σύνολο των λιμένων της αρμοδιότητάς της στις Κανάριες Νήσους.

27

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ της περιόδου πριν από τις 3 Ιουλίου 2013 και της περιόδου μετά την ημερομηνία αυτή, κατά την οποία η προσφεύγουσα εκδήλωσε για πρώτη φορά επισήμως την επιθυμία της να αναλάβει δραστηριότητες εμπορικών θαλάσσιων μεταφορών με ταχύπλοα πορθμεία από το Puerto de Las Nieves.

28

Ως προς την περίοδο πριν από τις 3 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, αφ’ ης στιγμής καμία ναυτιλιακή εταιρία δεν είχε εκδηλώσει την επιθυμία να δραστηριοποιηθεί στον λιμένα αυτόν χρησιμοποιώντας ταχύπλοα πορθμεία, ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι οι ισπανικές αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο με το οποίο επιφυλασσόταν η αποκλειστική χρήση του λιμένα στη Fred Olsen ή εισαγόταν δυσμενής διάκριση έναντι άλλων δυνητικών χρηστών. Υπογράμμισε, συναφώς, ότι, αφενός, οι προηγούμενες αιτήσεις της Trasmediterránea και της προσφεύγουσας για πρόσβαση στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves αφορούσαν συμβατικά πορθμεία και, αφετέρου, οι ισπανικές αρχές είχαν αποδείξει ότι λόγοι ασφάλειας δικαιολογούσαν την πρόσβαση μόνον ταχύπλοων πορθμείων στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves.

29

Ως προς την περίοδο μετά τις 3 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή αναγνώρισε, καταρχάς, ότι η DGPC δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημα της προσφεύγουσας για πρόσβαση στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves έως την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, δεδομένου του σύντομου χρονικού αυτού πλαισίου. Ωστόσο, έκρινε ότι η DGPC, ως διαχειρίστρια της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, ήταν υποχρεωμένη, από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως, να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλιστεί η χωρίς διακρίσεις πρόσβαση, στην υποδομή αυτή, κάθε δυνητικού χρήστη ασκούντος δραστηριότητες με ταχύπλοα πορθμεία.

30

Η Επιτροπή έκρινε εξάλλου ότι, λαμβανομένης υπόψη της προκηρύξεως διαγωνισμού μετά την επέκταση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves το 2014, η DGPC είχε εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από της υποβολής της αιτήσεως προσβάσεως της προσφεύγουσας της 3ης Ιουλίου 2013. Συναφώς, διευκρίνισε, με την παράγραφο 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανάθεση δύο τμημάτων σχετικών με χρονοθυρίδες συνδυαζόμενη με αύξηση του διαθέσιμου χώρου για τα οχήματα επί της αποβάθρας του Puerto de Las Nieves ήταν προτιμότερη από τυχόν μείωση της συχνότητας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως από τα πλοία της Fred Olsen, δεδομένου ότι, πρώτον, η Fred Olsen μπορούσε θεμιτώς να προσδοκά τη διατήρηση των όρων της εκ μέρους της χρήσεως του λιμένα αυτού και, δεύτερον, τέτοια μείωση θα είχε περιορισμένης εμβέλειας ευνοϊκά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό.

31

Με τις παραγράφους 60 έως 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνήγαγε ότι, αφ’ ης στιγμής τα επιβαλλόμενα τέλη για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves ήταν ίδια με τα εισπραττόμενα για τη χρήση συγκρίσιμων λιμένων και, επιπλέον, η κατάσταση που προέκυψε από τη διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 ήταν προσωρινή, η DGPC είχε προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την εξασφάλιση ανοικτής και χωρίς διακρίσεις προσβάσεως στον λιμένα αυτόν και ότι, επομένως, η Fred Olsen δεν είχε λάβει κρατική ενίσχυση. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν έπρεπε να αποτρέψει την DGPC από τη συνέχιση των προσπαθειών της προκειμένου να επιτραπεί, το ταχύτερο δυνατόν, σε δεύτερη εταιρία ασκούσα δραστηριότητες με ταχύπλοα πορθμεία να παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς από το Puerto de Las Nieves.

32

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, στηριζόμενη σε μερική απαλλαγή της Fred Olsen από την καταβολή ορισμένων λιμενικών τελών, η Επιτροπή υπογράμμισε, με την παράγραφο 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ισπανικές αρχές είχαν επιβεβαιώσει την επιβολή όλων των ισχυόντων λιμενικών τελών στη Fred Olsen και είχαν, επιπλέον, καταδείξει ότι η εταιρία αυτή είχε εξοφλήσει, τουλάχιστον από το 2005 και εφεξής, τις οφειλές που προέκυπταν από το σύνολο των πράξεων επιβολής φόρου που της είχαν απευθυνθεί.

33

Με την παράγραφο 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφότου υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν εναπέκειτο σε εκείνη να αποφανθεί επί του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζονταν τα λιμενικά τέλη, έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η εκ μέρους της Fred Olsen αποκόμιση οποιουδήποτε πλεονεκτήματος ως προς το τέλος T9 αφ’ ης στιγμής, κατά τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τις ισπανικές αρχές, το τέλος αυτό είχε υπολογισθεί με τον ίδιο τρόπο για όλους τους υπαγόμενους στην αρμοδιότητα της DGPC λιμένες των Καναρίων Νήσων.

34

Η Επιτροπή απέρριψε επίσης το επιχείρημα ότι το τέλος T2 έπρεπε να επιβληθεί στη Fred Olsen, όσον αφορά την εκ μέρους της χρήση των φορητών κεκλιμένων επιπέδων (ραμπών), για χρονικά διαστήματα 24 ωρών και όχι μόνον για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πράγματι χρησιμοποιούνταν. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι, από τις πληροφορίες που έλαβε από τις ισπανικές αρχές, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η DGPC είχε υπολογίσει το τέλος T2 με τον ίδιο τρόπο για όλους τους υπαγόμενους στην αρμοδιότητά της λιμένες των Καναρίων Νήσων. Καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η Fred Olsen είχε αποκομίσει οποιοδήποτε σχετικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή έκρινε, με την παράγραφο 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αναγκαία εν προκειμένω η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως.

35

Από το σύνολο των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή συνήγαγε, με την παράγραφο 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

37

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουνίου 2016, η Fred Olsen ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

38

Με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Fred Olsen.

39

Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 31 Οκτωβρίου 2016. Η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 19 Δεκεμβρίου 2016, τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος αυτού, η δε Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις 17 Νοεμβρίου 2016, ότι δεν είχε παρατηρήσεις επ’ αυτού.

40

Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο ένατο τμήμα, εντός του οποίου ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.

41

Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ληφθέν βάσει του άρθρου 90 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους, τις οποίες θα έπρεπε να απαντήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

42

Η προσφεύγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει παραδεκτούς και βάσιμους τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο της προσφυγής λόγους ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43

Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

44

Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής, αντλούμενο από παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες που ανέκυψαν με την εκτίμηση των μέτρων κατά των οποίων έβαλλε η καταγγελία. Ο μοναδικός αυτός λόγος ακυρώσεως βασίζεται σε τρεις σειρές επιχειρημάτων σχετικών με τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως και τη συχνότητα της επικοινωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, με πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, τέλος, με πλάνη περί το δίκαιο καθώς και ανεπάρκεια της αιτιολογίας.

45

Αφότου υπομνησθεί, εισαγωγικώς, η σχετική με την υπό κρίση διαφορά νομολογία, θα εξεταστούν, πρώτον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως με τα οποία προβάλλονται σοβαρές δυσχέρειες ανακύψασες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως αυτής καθεαυτήν και, δεύτερον, τα επιχειρήματα που αφορούν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

46

Κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή, μετά από μια πρώτη εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να σχηματίσει την πεποίθηση ότι ένα μέτρο είτε δεν συνιστά «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είτε, εάν χαρακτηριστεί ως ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ή όταν η διαδικασία αυτή δεν της έχει επιτρέψει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του συμβατού του εν λόγω μέτρου, το όργανο αυτό οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ χωρίς να διαθέτει προς τούτο διακριτική ευχέρεια (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Μαΐου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑400/99, EU:C:2005:275, σκέψη 48).

47

Η υποχρέωση αυτή επιβεβαιώνεται ρητώς με το άρθρο 4, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1) (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 59· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, T‑95/03, EU:T:2006:385, σκέψη 134 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), οι διατάξεις των οποίων επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 4, παράγραφος 4, και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), τεθέντος σε ισχύ στις 14 Οκτωβρίου 2015 και, ως εκ τούτου, εφαρμοστέου κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

48

Επιπλέον, η έννοια των σοβαρών δυσχερειών, η ύπαρξη των οποίων υποχρεώνει την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως όσο και στις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, κατά τρόπο αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με τα στοιχεία που διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί της υπάρξεως ή του συμβατού των επίδικων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, C‑431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψη 63· της 18ης Νοεμβρίου 2009, Scheucher – Fleisch κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑375/04, EU:T:2009:445, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Εξ αυτών συνάγεται ότι ο έλεγχος νομιμότητας τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς του, να περιοριστεί στην αναζήτηση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως [αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, 3F κατά Επιτροπής, T‑30/03 RENV, EU:T:2011:534, σκέψη 55, και της 17ης Μαρτίου 2015, Pollmeier Massivholz κατά Επιτροπής, T‑89/09, EU:T:2015:153, σκέψη 49 (μη δημοσιευθείσα)]. Ο πλήρης δικαστικός έλεγχος καθίσταται κατά μείζονα λόγο αναγκαίος όταν, όπως εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικρίνει την εξέταση που έχει διενεργηθεί από την Επιτροπή όσον αφορά τον ίδιο τον χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι η έννοια αυτή, όπως ορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων [αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 111, και της 17ης Μαρτίου 2015, Pollmeier Massivholz κατά Επιτροπής, T‑89/09, EU:T:2015:153, σκέψη 47 (μη δημοσιευθείσα)].

50

Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξετάσεως που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών [βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, Pollmeier Massivholz κατά Επιτροπής, T‑89/09, EU:T:2015:153, σκέψη 50 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

51

Η προσφεύγουσα φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, απόδειξη την οποία μπορεί να προσκομίσει βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων σχετικών, αφενός, με τις περιστάσεις και τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2010, Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, T‑36/06, EU:T:2010:61, σκέψη 127, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Colt Télécommunications France κατά Επιτροπής, T‑79/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:463, σκέψη 37· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2001, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, T‑73/98, EU:T:2001:94, σκέψη 49).

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως

52

Η προσφεύγουσα στηρίζεται, καταρχάς, στη μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως καθώς και στη μεγάλη συχνότητα της επικοινωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, προκειμένου να καταδείξει ότι η εξέταση των επίμαχων μέτρων προξένησε σοβαρές δυσχέρειες.

53

Αφενός, το άνω των δύο ετών και οκτώ μηνών χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της υποβολής της καταγγελίας και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι υπερβολικό, λαμβανομένης υπόψη της μέγιστης προθεσμίας των δύο μηνών η οποία προβλέπεται για τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 και, από της καταργήσεώς του, στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2015/1589. Η διάρκεια αυτή τονίζει την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, δεδομένου μάλιστα ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον αφότου οχλήθηκε από την προσφεύγουσα.

54

Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η συχνή επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας, η οποία περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, υπερέβη κατά πολύ τα όρια της επικοινωνίας την οποία μπορεί να συνεπάγεται η προκαταρκτική έρευνα επί κρατικών ενισχύσεων. Επικοινωνία τέτοιας συχνότητας, οφειλόμενη ενδεχομένως στην έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας, είναι ακατανόητη σε περίπτωση απουσίας σοβαρών δυσχερειών κατά την εξέταση της καταγγελίας. Οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι τη διοργάνωση διαγωνισμού μετά την υποβολή της καταγγελίας πληροφορήθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και, επιπλέον, ότι δεν συνήγαγε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την απουσία κρατικής ενισχύσεως παρά μόνον υπό την επιφύλαξη της ουσιώδους μεταβολής της επίμαχης καταστάσεως και του προσωρινού χαρακτήρα της δικαστικής αναστολής του διαγωνισμού αυτού.

55

Η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι είχε καθυστερήσει σκοπίμως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εν αναμονή του αποτελέσματος του διαγωνισμού αυτού. Τούτο καταδεικνύει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η διεύρυνση της προσβάσεως στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves ήταν απαραίτητη για την εξέταση των επίμαχων μέτρων και ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει πλέον η Επιτροπή, η προβαλλόμενη απουσία πλεονεκτήματος χορηγούμενου με κρατικούς πόρους δεν εθεωρείτο καθοριστική.

56

Περαιτέρω, η προσπάθεια της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τον αριθμό των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, τα οποία στηρίζονταν σε διάφορες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, ως δικαιολογητικό λόγο για τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως στερείται ερείσματος. Αφενός, η Επιτροπή επέλεξε αμέσως να εξετάσει χωριστά το τμήμα της καταγγελίας που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 106 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, από το τμήμα που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το οποίο αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφετέρου, η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο το πρώτο τμήμα της καταγγελίας ήδη στις 19 Ιουλίου 2013 και, επομένως, ουδόλως καθυστέρησε την εξέταση των επίμαχων μέτρων.

57

Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ακόμη ότι εξέφρασε την άποψή της επί της αναλύσεως των καταγγελθέντων μέτρων μία μόνον φορά, ήτοι με την υποβολή των παρατηρήσεών της επί των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της Επιτροπής, και ότι, συνεπώς, η προκληθείσα καθυστέρηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να της καταλογισθεί.

58

Η Επιτροπή τονίζει, όπως και η παρεμβαίνουσα, ότι ούτε η συχνότητα της επικοινωνίας με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως ούτε η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας αυτής αποκαλύπτουν κατ’ ανάγκη την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών κατά την ανάλυση των επίμαχων μέτρων. Η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να αποδοθεί στον φόρτο εργασίας της Επιτροπής ο οποίος προκύπτει, ιδίως, από άλλες καταγγελίες ή από επανειλημμένα αιτήματα προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για παροχή πληροφοριών ή, ακόμη, από τυχόν εξέλιξη των περιστάσεων.

59

Κατά την Επιτροπή, πρώτον, για την εκτίμηση της διάρκειας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της ήδη στις 22 Οκτωβρίου 2013 και ότι τα συμπεράσματα αυτά παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα στη συνέχεια. Δεύτερον, η επίμαχη κατάσταση εξελισσόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως, αρχής γενομένης από την αίτηση προσβάσεως στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Ιουλίου 2013, και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μόλις μερικούς μήνες μετά τη διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015. Τρίτον, η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας αποδίδεται ιδίως στις πολλαπλές βάσεις της καταγγελίας της προσφεύγουσας, καταγγελίας η οποία έπρεπε να εξεταστεί από διάφορες μονάδες της Επιτροπής. Τέταρτον, οι πολυάριθμες αντιδράσεις της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως κατέστησαν αναγκαία τη συχνότερη επικοινωνία με τις ισπανικές αρχές, προκειμένου να εξακριβωθούν πλήρως τα επίμαχα μέτρα. Περαιτέρω, η συχνότητα της επικοινωνίας με τις ισπανικές αρχές οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Επιτροπή, αφότου πληροφορήθηκε τη διοργάνωση διαγωνισμού, έκρινε ότι η γνώση του αποτελέσματός του θα της επέτρεπε να εκδώσει πιο συγκεκριμένη και πιο χρήσιμη απόφαση επί των επίμαχων μέτρων. Πάντως, η Επιτροπή υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ούτε η εξέλιξη αυτή των περιστάσεων ούτε η δικαστική αναστολή του αποτελέσματος του διαγωνισμού ήταν ικανές να επηρεάσουν τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

60

Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν έχει κοινοποιήσει τα επίδικα κρατικά μέτρα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση των μέτρων αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας. Ωστόσο, στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ιδίως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση κρατικών μέτρων που αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας, εφόσον δέχθηκε, όπως εν προκειμένω, να αρχίσει την εξέταση αυτή ζητώντας πληροφορίες από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2006, Air One κατά Επιτροπής, T‑395/04, EU:T:2006:123, σκέψη 61· της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, T‑95/03, EU:T:2006:385, σκέψη 121, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑30/01 έως T‑32/01 και T‑86/02 έως T‑88/02, EU:T:2009:314, σκέψη 260). Πράγματι, η εξέταση αυτή έχει μόνον ως αντικείμενο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη ως προς τον χαρακτηρισμό των υποβληθέντων στην κρίση της μέτρων και ως προς το αν αυτά συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑512/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:989, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και τα διακυβευόμενα συμφέροντα των διάφορων ενδιαφερόμενων μερών (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, EU:T:2011:493, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, 3F κατά Επιτροπής, T‑30/03 RENV, EU:T:2011:534, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Portovesme κατά Επιτροπής, T‑291/11, EU:T:2014:896, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62

Εν προκειμένω, η Επιτροπή επιλήφθηκε της καταγγελίας της προσφεύγουσας στις 26 Απριλίου 2013 και κοινοποίησε τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της στην προσφεύγουσα στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τον κανόνα του σημείου 48 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 2009, C 136, σ. 13), κατά τον οποίο «[…] εντός δώδεκα μηνών η Επιτροπή, κατ’ αρχήν θα προσπαθεί […] να αποστέλλει μια πρώτη διοικητική επιστολή στον καταγγέλλοντα στην οποία θα εξηγεί τις προκαταρκτικές της απόψεις για υποθέσεις που δεν λαμβάνουν προτεραιότητα» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 67).

63

Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2015, δηλαδή 31 και πλέον μήνες μετά την παραλαβή της καταγγελίας και δύο και πλέον έτη μετά την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της Επιτροπής.

64

Ακόμη και εάν ληφθεί υπόψη το δικαίωμα της Επιτροπής να προσδίδει διαφορετικό βαθμό προτεραιότητας στις καταγγελίες που της υποβάλλονται (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, T‑475/04, EU:T:2007:196, σκέψη 158 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τα χρονικά διαστήματα που μνημονεύονται στη σκέψη 63 ανωτέρω υπερέβησαν σημαντικά τα διαστήματα που συνήθως απαιτεί μια πρώτη εξέταση των μέτρων κατά των οποίων βάλλει η καταγγελία. Συναφώς, έχει κριθεί ότι το γεγονός αυτό μπορεί, μαζί με άλλα στοιχεία, να υποδεικνύει ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως που απαιτούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2000, SIC κατά Επιτροπής, T‑46/97, EU:T:2000:123, σκέψη 102· της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, 3F κατά Επιτροπής, T‑30/03 RENV, EU:T:2011:534, σκέψη 72, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 62).

65

Πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ιδιαίτερα μεγάλη, εν προκειμένω, διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως μπορούσε να οφείλεται εν μέρει σε αντικειμενικές περιστάσεις ξένες προς κάθε σοβαρή δυσχέρεια ανακύψασα κατά την εξέταση των επίμαχων μέτρων.

66

Όσον αφορά, καταρχάς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, με την καταγγελία, παράβαση όχι μόνον του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, αλλά και των άρθρων 102 και 106 ΣΛΕΕ, πρέπει να τονιστεί ότι το δεύτερο αυτό τμήμα της καταγγελίας τέθηκε στο αρχείο ήδη στις 19 Ιουλίου 2013. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ο εκ μέρους της Επιτροπής χειρισμός του τμήματος της καταγγελίας που αφορούσε προβαλλόμενη παράβαση των άρθρων 102 και 106 ΣΛΕΕ δεν μπόρεσε, επομένως, να προκαλέσει σημαντική καθυστέρηση στην προκαταρκτική εξέταση των μέτρων τα οποία, κατά την καταγγελία, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

67

Όσον αφορά, εν συνεχεία, την εξέλιξη της επίμαχης καταστάσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε πράγματι στην DGPC αίτηση χορηγήσεως άδειας πλευρίσεως στο Puerto de Las Nieves στις 3 Ιουλίου 2013, δηλαδή μετά πάροδο διαστήματος λίγο μεγαλύτερου των δύο μηνών από την υποβολή της καταγγελίας στην Επιτροπή. Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 23 έως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνον να εκδώσει η DGPC απορριπτική απόφαση, αλλά επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο χορηγήσεως, σε δεύτερη ναυτιλιακή εταιρία, άδειας δραστηριοποιήσεως στο Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών και, στο πλαίσιο αυτό, να πραγματοποιήσει εργασίες αναπλάσεως του λιμένα καθώς και να διοργανώσει διαδικασία διαγωνισμού. Τέτοιες αντικειμενικές περιστάσεις ήταν αδιαμφισβήτητα ικανές να οδηγήσουν σε τροποποίηση των όρων υπό τους οποίους επιτρεπόταν έως τότε στην παρεμβαίνουσα να χρησιμοποιεί τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves. Αφ’ ης στιγμής οι όροι αυτοί αποτελούσαν ακριβώς το αντικείμενο του τμήματος της καταγγελίας με το οποίο προβαλλόταν χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στην παρεμβαίνουσα, η εξέλιξη της προμνημονευθείσας καταστάσεως συνιστούσε αντικειμενική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την παράταση του απαιτούμενου χρονικού διαστήματος για την εξέταση της καταγγελίας αυτής.

68

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την προσφυγή της παρεμβαίνουσας κατά της προκηρύξεως του διαγωνισμού, ασκηθείσα ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Canarias, Sala de lo Contencioso-Administrativo, Sección Primera de Santa Cruz de Tenerife (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Καναρίων Νήσων, τμήμα διοικητικών διαφορών, πρώτη σύνθεση της Santa Cruz de Tenerife), καθώς και τη διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015, δεδομένου ότι οι εν λόγω μεταγενέστερες της υποβολής της καταγγελίας περιστάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τη διατήρηση ή μη των όρων χρήσεως, από την παρεμβαίνουσα, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, όρων κατά των οποίων έβαλλε η καταγγελία.

69

Όσον αφορά, τέλος, τη συχνή επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και των ισπανικών αρχών, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι διεξήχθησαν συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε ίσως συμπληρωματικές πληροφορίες ως προς τα υποβληθέντα στον έλεγχό της μέτρα δεν μπορεί, από μόνο του, να θεωρηθεί απόδειξη του ότι το θεσμικό αυτό όργανο αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, 3F κατά Επιτροπής, T‑30/03 RENV, EU:T:2011:534, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70

Συναφώς, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε λεπτομερώς την προκαταρκτική εκτίμηση που περιλαμβανόταν στην επιστολή την οποία της είχε αποστείλει η Επιτροπή στις 22 Οκτωβρίου 2013 και ότι το γεγονός αυτό μπορούσε να δικαιολογήσει την προσπάθεια της Επιτροπής να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ισπανικές αρχές.

71

Αφετέρου, η εξέλιξη της επίμαχης εν προκειμένω καταστάσεως, η οποία εξετάστηκε στις σκέψεις 67 και 68 ανωτέρω, ήταν επίσης ικανή να δικαιολογήσει περαιτέρω επικοινωνία με το Βασίλειο της Ισπανίας όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών και, συνεπώς, να παρατείνει τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως των όρων αυτών. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον η παρεμβαίνουσα υπέβαλε, με δική της πρωτοβουλία, παρατηρήσεις στην Επιτροπή αφότου η τελευταία είχε ζητήσει εξηγήσεις από τις ισπανικές αρχές ως προς τη διαδικασία του διαγωνισμού και, εν συνεχεία, ενημέρωσε, κατά το έτος 2015, δύο φορές την Επιτροπή για την εξέλιξη του ίδιου αυτού διαγωνισμού (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

72

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τόσο η διεξαγωγή της διαδικασίας όσο και η εξέλιξη της επίμαχης καταστάσεως καθώς και η επακόλουθη περαιτέρω επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας, αφενός, και μεταξύ της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας, αφετέρου, συνιστούν αντικειμενικές περιστάσεις που μπορούσαν να συμβάλουν στην παράταση της διάρκειας της προκαταρκτικής εξετάσεως των μέτρων τα οποία χαρακτηρίζονταν, στην καταγγελία, ως κρατικές ενισχύσεις.

73

Συνεπώς, η διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως δεν αποκαλύπτει, αυτή καθεαυτήν, σοβαρές δυσχέρειες που υποχρέωναν την Επιτροπή να κινήσει την κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

74

Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, στόχος των οποίων είναι να αποδειχθεί ότι από το ίδιο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένου του τμήματός της στο οποίο εξετάστηκε η μετά την υποβολή της καταγγελίας εξέλιξη των περιστάσεων, προκύπτουν ενδείξεις ότι η εξέταση των επίμαχων μέτρων προκαλούσε σοβαρές δυσχέρειες που θα έπρεπε να έχουν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους της Επιτροπής κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

75

Πρέπει να εξεταστούν από κοινού το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, με τα οποία η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο, διακρινόμενου εντούτοις, κατόπιν της διατυπώσεως προκαταρκτικών παρατηρήσεων, του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που είναι αφιερωμένο στην εξέταση των όρων αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves εκ μέρους της παρεμβαίνουσας (πρώτη και τρίτη αιτίαση προβαλλόμενες με την καταγγελία) από το τμήμα το οποίο είναι αφιερωμένο στην εξέταση των όρων εφαρμογής του τέλους Τ9 επί της παρεμβαίνουσας λόγω της χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves (δεύτερη αιτίαση προβαλλόμενη με την καταγγελία).

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

76

Όταν, όπως εν προκειμένω, η προσφυγή σκοπεί στην αμφισβήτηση του βασίμου αποφάσεως με την οποία αποκλείσθηκε η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται με τις σκέψεις 48 έως 51 ανωτέρω, να εκτιμήσει τις αντλούμενες από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ενδείξεις προκειμένου να εντοπίσει ενδεχόμενη σοβαρή δυσχέρεια (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής, T‑137/10, EU:T:2012:584, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77

Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν υποδηλώνει ότι οι εμπορικές υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών από το Puerto de Las Nieves τις οποίες παρέχει η παρεμβαίνουσα συμπεριλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Συνεπώς, η εξέταση των επίμαχων μέτρων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με παραπομπή στη νομολογία κατά την οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κρατική παρέμβαση που θεωρείται ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι υπηρεσιών παρεχόμενων από τη δικαιούχο επιχείρηση προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω επιχείρηση δεν επωφελείται στην πραγματικότητα από οικονομικό πλεονέκτημα που τη θέτει σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 87, και της 6ης Απριλίου 2017, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑219/14, EU:T:2017:266, σκέψη 91).

78

Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η δραστηριότητα της παρεμβαίνουσας στο Puerto de Las Nieves η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της καταγγελίας που οδήγησε στην υπό κρίση διαφορά συνίσταται στη χρήση, για εμπορικούς σκοπούς, λιμενικής υποδομής του δημόσιου τομέα. Η παρεμβαίνουσα είναι, επομένως, επιχείρηση ασκούσα οικονομική δραστηριότητα υποκείμενη στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία ορίζεται ως κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79

Τέλος, μολονότι κανένα από τα γνωστοποιηθέντα στο Γενικό Δικαστήριο στοιχεία δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρεμβαίνουσα απήλαυσε, σε κάποιο χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της ασκήσεως των δραστηριοτήτων της θαλάσσιων μεταφορών από το Puerto de Las Nieves, παραχωρήσεως ή οποιουδήποτε άλλου αποκλειστικού δικαιώματος προς χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών, επισημαίνεται ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η παρεμβαίνουσα ήταν, από το 1994, η μόνη δυνάμενη να χρησιμοποιήσει την υποδομή αυτή για τέτοιου είδους σκοπούς, δεδομένου ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως άδειας πλευρίσεως που είχαν υποβληθεί από άλλες εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, απορρίφθηκαν στο σύνολό τους από την DGPC μέχρι τη διοργάνωση διαγωνισμού το 2014 και το αποτέλεσμα του εν λόγω διαγωνισμού εξετάστηκε ως αντικείμενο της διατάξεως περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015. Η παρατήρηση αυτή, η οποία αφορά τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves ειδικώς για σκοπούς εμπορικής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων, δεν κλονίζεται από το, επαναληφθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιχείρημα της Επιτροπής ότι η παρεμβαίνουσα ουδέποτε απήλαυσε αποκλειστικής χρήσεως του εν λόγω λιμένα, αφ’ ης στιγμής σε αυτόν λαμβάνουν, επίσης, χώρα δραστηριότητες αλιείας και ναυσιπλοΐας αναψυχής.

Επί της εξετάσεως των όρων αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα (πρώτη και τρίτη αιτίαση προβαλλόμενες με την καταγγελία)

80

Η προσφεύγουσα επικρίνει καθέναν από τους τέσσερις λόγους επί των οποίων βασίζεται η διαπίστωση, διατυπωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση (βλ. σκέψεις 21 έως 31 ανωτέρω). Πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστούν διαδοχικώς οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά καθενός από τους λόγους αυτούς, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μπορούν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη σοβαρών δυσχερειών που ανέκυψαν κατά την εξέταση των όρων αποκλειστικής χρήσεως, εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves.

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του πρώτου λόγου, σχετικού με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98)

81

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, ο οποίος εκτίθεται στην παράγραφο 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως συνήγαγε ότι οι αρχές των Καναρίων Νήσων δεν ήταν υποχρεωμένες να θεωρήσουν την εκμετάλλευση λιμενικών υποδομών ως οικονομική δραστηριότητα παρά μόνον από της εκδόσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290). Συγκεκριμένα, η ερμηνεία την οποία έδωσε, με την απόφαση αυτή, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την έκταση εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει αμιγώς δηλωτικό χαρακτήρα και συνάδει, επιπλέον, προς την προγενέστερη νομολογία, κατά την οποία η δημόσια χρηματοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η προσαρμογή της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves στην εμπορική κίνηση πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290), δεν απάλλασσε τις αρμόδιες αρχές από την υποχρέωση εξασφαλίσεως, ήδη εκείνη την περίοδο, ανοικτής και χωρίς διακρίσεις προσβάσεως στον λιμένα αυτόν, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι όροι χρήσεώς του να συνεπάγονται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων. Εν πάση περιπτώσει, η συλλογιστική της Επιτροπής δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει τη χορήγηση ενισχύσεων στην παρεμβαίνουσα από της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, αποφάσεως η οποία, εξάλλου, δεν είναι λυσιτελής δεδομένου ότι αφορά τον χαρακτηρισμό της διαχειρίσεως υποδομής, και όχι, όπως εν προκειμένω, της χρήσεως της υποδομής αυτής για εμπορικούς σκοπούς, ως οικονομικής δραστηριότητας.

82

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παράγραφος 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιορίζεται στη διαπίστωση της παλαιότητας της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves και της σταδιακής προσαρμογής της στην άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αποκλειστικής παραχωρήσεως σε έναν χρήστη και της καταστάσεως, όπως είναι η επίμαχη εν προκειμένω, κατά την οποία μια υποδομή χρησιμοποιείται από έναν μόνον επιχειρηματία λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων της. Τέτοιου είδους χρήση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξομοιωθεί με την παροχή αποκλειστικού δικαιώματος. Αφ’ ης στιγμής η δημιουργία και η ανάπτυξη της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves προηγήθηκαν της εκδόσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290), το γεγονός και μόνον ότι οι ισπανικές αρχές δεν κοινοποίησαν τα μέτρα αυτά που αφορούσαν την εν λόγω υποδομή δεν προκάλεσε καμία σοβαρή δυσχέρεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως.

83

Συναφώς, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να κριθεί το βάσιμο της χρονικού χαρακτήρα διακρίσεως στην οποία προέβη, με την παράγραφο 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή με βάση την έκδοση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98, EU:T:2000:290), αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ωφελούμενος, εν προκειμένω, από τα καταγγελλόμενα μέτρα δεν είναι ο διαχειριστής της υποδομής, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά ένας χρήστης της εν λόγω υποδομής. Συνεπώς, οι σχετικές με την απόφαση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ικανές να αποκλείσουν τον χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, δεν επέτρεπαν την άρση κάθε σοβαρής δυσχέρειας κατά την εξέταση των εν λόγω μέτρων.

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του δεύτερου λόγου, σχετικού με το γεγονός ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves δεν σχεδιάστηκε ούτε αναπτύχθηκε με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα ή οποιαδήποτε άλλη ναυτιλιακή εταιρία

84

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ο οποίος εκτίθεται στην παράγραφο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την παρατήρηση ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves δεν αναπτύχθηκε με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα ούτε παραχωρήθηκε, όταν κατασκευάστηκε, στην παρεμβαίνουσα ή σε κάποια άλλη επιχείρηση. Με τη διαπίστωση αυτή, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον αντικειμενικό χαρακτήρα της κατ’ άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοιας της κρατικής ενισχύσεως. Σημασία έχει μόνον το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα απολαύει μονοπωλίου χρήσεως της επίμαχης λιμενικής υποδομής και, ως εκ τούτου, προφανούς πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της. Εν πάση περιπτώσει, η πρόθεση των αρχών των Καναρίων Νήσων να ευνοήσουν την παρεμβαίνουσα είναι προφανής εν προκειμένω και αποτελεί ένδειξη περί της υπάρξεως των ενισχύσεων υπέρ της παρεμβαίνουσας. Η νομολογία αποκλείει, πάντως, το ενδεχόμενο να βαρύνεται το κοινωνικό σύνολο με το κόστος δημόσιων υποδομών που ωφελούν συγκεκριμένο επιχειρηματία. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η αρχή της χρονικής προτεραιότητας ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves στην παρεμβαίνουσα. Η απουσία μνείας της αρχής αυτής στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδίδεται στο γεγονός ότι είναι προδήλως μη συμβατή με τις βασικές αρχές που διέπουν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι τέτοιου είδους προτεραιότητα αποτελεί μάλλον ένδειξη χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως. Η προσφεύγουσα απορρίπτει, συναφώς, την εκ μέρους της Επιτροπής σύγκριση με την προστασία που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στα σχετικά με χρονοθυρίδες συμφέροντα τα οποία έχουν αποκομίσει νομίμως οι αεροπορικές εταιρίες, καθόσον δεν προβλέπεται αντίστοιχη προστασία στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

85

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό το πρίσμα των διαθέσιμων πληροφοριών, κανένα στοιχείο δεν υποδεικνύει ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves αναπτύχθηκε με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα ήταν απλώς η πρώτη η οποία χρησιμοποίησε τον λιμένα αυτόν για εμπορικούς σκοπούς το 1994 έως την εξάντληση της μέγιστης χωρητικότητάς του. Η απόρριψη αιτήσεων προσβάσεως υποβληθεισών από άλλους επιχειρηματίες αποδίδεται κυρίως σε λόγους ασφάλειας και όχι σε τυχόν βούληση να επιφυλαχθεί στην παρεμβαίνουσα η αποκλειστική χρήση της υποδομής αυτής. Εξάλλου, από την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 45), προκύπτει ότι η περίσταση αυτή είναι κρίσιμη προκειμένου να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός της διαθέσεως δημόσιων υποδομών σε επιχειρήσεις ως κρατικής ενισχύσεως.

86

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών τους, αλλά τις ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 102, και της 30ής Ιουνίου 2016, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑270/15 P, EU:C:2016:489, σκέψη 40), κατά συνέπεια δε η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται, ιδίως, από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις (βλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, EU:T:2010:386, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87

Επομένως, χορήγηση πλεονεκτήματος κατά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί να λάβει χώρα ακόμη και όταν το πλεονέκτημα αυτό δεν έχει προβλεφθεί ειδικώς για να ωφελήσει μια επιχείρηση ή ορισμένες επιχειρήσεις.

88

Εν προκειμένω, από τις αρχές που παρατίθενται με τις σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και εάν εθεωρείτο αποδεδειγμένη η κατά την παράγραφο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves δεν αναπτύχθηκε με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα ούτε παραχωρήθηκε, όταν κατασκευάστηκε, στην παρεμβαίνουσα ή σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, η διαπίστωση αυτή δεν θα ήταν ικανή να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι συνθήκες υπό τις οποίες η εν λόγω υποδομή τέθηκε στη διάθεση της παρεμβαίνουσας για σκοπούς εμπορικής χρήσεως να συνεπάγονται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε αυτήν.

89

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τη σκέψη 45 της αποφάσεως της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9), που μνημονεύθηκε στην παράγραφο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή με τα υπομνήματά της. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, λόγω του γεγονότος ότι, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ασφαλές και αποτελεσματικό σύστημα μεταφορών, επιτρεπόταν στα ταξί του Λονδίνου να χρησιμοποιούν τις ειδικές λωρίδες κυκλοφορίας των λεωφορείων επί των δημόσιων οδών κατά τις ώρες ισχύος των περιορισμών για τις λωρίδες αυτές, ενώ απαγορευόταν η διέλευση των μισθωμένων οχημάτων με οδηγό [τα λεγόμενα «mini cabs», γαλλιστί: voitures de tourisme avec chauffeur] (στο εξής: VTC) από τις ίδιες λωρίδες εκτός εάν γινόταν με σκοπό την επιβίβαση ή την αποβίβαση πελάτη που είχε ήδη προχωρήσει σε κράτηση τέτοιου οχήματος, ετίθετο ζήτημα χρήσεως κρατικών πόρων και παρεχόταν στα ταξί αυτά επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

90

Όπως υπογράμμισε, βεβαίως, το Δικαστήριο με τη σκέψη 45 της αποφάσεως της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9), από την ενώπιόν του δικογραφία συναγόταν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι εν λόγω λεωφορειόδρομοι στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) δεν είχαν κατασκευαστεί προς εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως ή μιας ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεων, όπως είναι τα ταξί του Λονδίνου ή ακόμη περισσότερο οι εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία, ούτε είχαν παραχωρηθεί κατόπιν της κατασκευής τους σε τέτοιες επιχειρήσεις, αλλά αντιθέτως είχαν κατασκευαστεί ως στοιχείο του οδικού δικτύου του Λονδίνου, πρωτίστως δε προκειμένου να διευκολυνθεί η δημόσια μεταφορά με τα λεωφορεία. Ωστόσο, με τις σκέψεις 54 έως 61 της αποφάσεως της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9), το Δικαστήριο ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο που είχε υποβάλει τα προδικαστικά ερωτήματα να εξακριβώσει αν τα ταξί του Λονδίνου απήλαυαν επιλεκτικού οικονομικού πλεονεκτήματος λόγω της δωρεάν χρήσεως λεωφορειόδρομων τους οποίους απαγορευόταν να χρησιμοποιούν τα VTC. Ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση των ταξί του Λονδίνου και εκείνη των VTC ήταν αρκετά διαφορετικές, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υποχρεώσεων που εκ του νόμου επιβάλλονταν στα ταξί, προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη επιλεκτικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ των τελευταίων. Εν προκειμένω, όμως, η κατάσταση της προσφεύγουσας και εκείνη της παρεμβαίνουσας δεν παρουσιάζουν τέτοιου είδους διαφορές και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή ήταν εν πάση περιπτώσει υποχρεωμένη να εξετάσει αν άλλα στοιχεία πλην του ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves δεν είχε σχεδιαστεί ούτε αναπτυχθεί με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα ήταν ικανά να αποκλείσουν την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της τελευταίας.

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του τρίτου και του τέταρτου λόγου, οι οποίοι αφορούν την έκταση της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της καταγγελίας καθώς και τα κριτήρια προσδιορισμού της κρατικής ενισχύσεως υπέρ του χρήστη λιμενικής υποδομής χρηματοδοτούμενης με δημόσια κεφάλαια

91

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, ο οποίος εκτίθεται στην παράγραφο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο αυτή, η αποκλειστικότητα της οποίας απολαύει η παρεμβαίνουσα ως προς τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει καταβάλει όλα τα εκ του νόμου οφειλόμενα τέλη, συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πλεονέκτημα χορηγούμενο επιλεκτικώς με κρατικούς πόρους. Αφενός, παραπέμπει στη νομολογία καθώς και στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, C 8, σ. 4), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η παροχή αποκλειστικών δικαιωμάτων επί αγαθών του δημόσιου τομέα, χωρίς διαφανή και μη συνεπαγόμενη διακρίσεις διαδικασία, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη κρατικών πόρων και τη χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι, κατά την ισπανική νομοθεσία, η παροχή στην παρεμβαίνουσα αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως στο πλαίσιο παραχωρήσεως προϋποθέτει την εκ μέρους της καταβολή ανταλλάγματος. Η οικονομική αξία του δικαιώματος χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, ανεξαρτήτως των λιμενικών τελών, βεβαιώνεται από το ύψος του ανταλλάγματος που πρότειναν τόσο η προσφεύγουσα όσο και η παρεμβαίνουσα με τις προσφορές τους στο πλαίσιο του διαγωνισμού τον οποίο προκήρυξε η DGPC το 2014.

92

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή παρέλειψε να εξακριβώσει αν τα καταβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα λιμενικά τέλη κάλυπταν το κόστος που βάρυνε την DGPC και της παρείχαν εύλογο κέρδος, λαμβανομένης υπόψη της αγοραίας αξίας της αποκλειστικής χρήσεως της επίμαχης υποδομής.

93

Η προσφεύγουσα προσθέτει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση εντοπίζεται πρόβλημα προσβάσεως των ανταγωνιστών της παρεμβαίνουσας στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves, ικανό να αποκαλύψει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Η Επιτροπή, όμως, επιχειρεί να αναδιατυπώσει το τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως υποστηρίζοντας πλέον ότι ο τέταρτος λόγος που εξετάστηκε με την απόφαση αυτή ήταν παρεπόμενος της παρατηρήσεως κατά την οποία η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους. Ωστόσο, από την πάγια πρακτική της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις προκύπτει ότι, προκειμένου να αποφευχθεί παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει οι δυνητικοί χρήστες λιμενικών υποδομών να έχουν ανοικτή και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις υποδομές αυτές και να καταβάλλουν, προς τούτο, τέλη καθοριζόμενα σε επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο της αγοράς.

94

Κατά τα λοιπά, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, δεν εναπόκειται στον καταγγέλλοντα να αποδείξει τη συνδρομή όλων των συστατικών στοιχείων της κρατικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάσει η ίδια το σύμφωνο των καταγγελλόμενων μέτρων με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

95

Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα κατέδειξε τη χρήση κρατικών πόρων εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αποκλειστική παραχώρηση δημόσιων υποδομών σε μια επιχείρηση ενδέχεται να συνεπάγεται μη είσπραξη κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα είχε το δικαίωμα χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves χωρίς να υποχρεούται να καταβάλλει αντάλλαγμα. Κατά την προσφεύγουσα, μια ορθώς διεξαχθείσα έρευνα θα είχε επιτρέψει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η παραχώρηση μέσω διαγωνισμού, όπως επιτάσσει καταρχήν το άρθρο 43 του Ley 14/2003 de Puertos de Canarias (νόμου 14/2003, για τους λιμένες των Καναρίων Νήσων), της 8ης Απριλίου 2003 (BOC αριθ. 85, της 6ης Μαΐου 2003), θα συνεπαγόταν την καταβολή ανταλλάγματος. Τούτο επιβεβαιώνεται από τους ειδικούς τεχνικούς όρους του διαγωνισμού που προκήρυξε η DGPC τον Ιούλιο του 2014. Τρίτον, τέλος, η Επιτροπή κακώς υποστηρίζει ότι τα καταβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα λιμενικά τέλη είχαν καθοριστεί στο επίπεδο των τιμών της αγοράς με την αιτιολογία και μόνον ότι η DGPC εφάρμοζε τα ίδια, υπολογιζόμενα με τον ίδιο τρόπο, λιμενικά τέλη σε όλους τους λιμένες της αρμοδιότητάς της. Το σημείο 227 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1), προβλέπει, βεβαίως, ότι το κριτήριο του επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τους όρους χρήσεως συγκρίσιμης υποδομής η οποία διατίθεται από συγκρίσιμους ιδιωτικούς φορείς εκμεταλλεύσεως σε συγκρίσιμες καταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω σύγκριση είναι δυνατή. Ωστόσο, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εξέτασε τα τέλη που εφαρμόζονται σε υποδομές συγκρίσιμες με εκείνες του Puerto de Las Nieves ούτε έλαβε ως σημείο αναφοράς τα τέλη που εισπράττονται για τη χρήση ιδιωτικών λιμένων. Περαιτέρω, δεν προέβη σε ανάλυση της δομής του κόστους της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves και, ως εκ τούτου, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι τα καταβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα λιμενικά τέλη κάλυπταν τις λειτουργικές δαπάνες και το κόστος αποσβέσεως της υποδομής αυτής.

96

Η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν ότι, ανεξαρτήτως ενδεχόμενης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, την οποία καταγγέλλει η προσφεύγουσα, ουδόλως μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα συνεπαγόταν τη με κρατικούς πόρους χορήγηση πλεονεκτήματος στην τελευταία. Η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε με την καταγγελία ότι το ύψος των λιμενικών τελών που οφείλονταν για την εν λόγω χρήση συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως και, επομένως, με το τμήμα αυτό της καταγγελίας δεν προσδιορίστηκε κανένα πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους. Επιπλέον, τέτοιου είδους πλεονέκτημα δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι, εν τοις πράγμασι, η παρεμβαίνουσα ήταν η μόνη ναυτιλιακή εταιρία που χρησιμοποιούσε τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves.

97

Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης με τα υπομνήματά της, αφενός, στις σκέψεις 113 έως 122 της αποφάσεως της 22ας Ιανουαρίου 2013, Salzgitter κατά Επιτροπής (T‑308/00 RENV, EU:T:2013:30), και, αφετέρου, στη σκέψη 137 της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα και Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής (T‑233/11 και T‑262/11, EU:T:2015:948), προκειμένου να δικαιολογήσει την άποψή της ότι, αφ’ ης στιγμής η προσφεύγουσα ουδέποτε ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι τα καταβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα τέλη για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves είχαν καθοριστεί σε επίπεδο συνεπαγόμενο κρατική ενίσχυση, δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί αυτεπαγγέλτως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε τέτοια εξέταση.

98

Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι τα χωρία των αποφάσεων στα οποία παραπέμπει η Επιτροπή και τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 97 ανωτέρω αφορούσαν διαφορετική προβληματική σε σχέση με την εξεταζόμενη στην υπό κρίση διαφορά, αφορούσαν, δηλαδή, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η οποία κατέληξε στην έκδοση αποφάσεως χαρακτηρίζουσας ορισμένα χορηγηθέντα σε επιχείρηση πλεονεκτήματα ως κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά.

99

Επί του σημείου αυτού, προκύπτει, βεβαίως, από πάγια νομολογία, ήτοι, μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή, ότι, σε περίπτωση κινήσεως της κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, εναπόκειται στο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο της κρατικής ενισχύσεως να προβάλουν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι το σχέδιο ενισχύσεως εμπίπτει στις προβλεπόμενες κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης ΛΕΕ εξαιρέσεις, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως είναι ακριβώς να διαφωτιστεί η Επιτροπή επί του συνόλου των δεδομένων της υποθέσεως (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Wam Industriale κατά Επιτροπής, T‑303/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:505, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επιβάλλει στην Επιτροπή, προτού εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών, εντούτοις η μη υποβολή παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αλλά τα οποία δεν της υποβλήθηκαν, καθόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και υποθετικά ποια είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να της έχουν υποβληθεί (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Wam Industriale κατά Επιτροπής, T‑303/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:505, σκέψη 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑427/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:41, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100

Η νομολογία αυτή, ωστόσο, παρέχει διευκρινίσεις μόνον όσον αφορά τη διεξαγωγή της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως σε υποθέσεις στις οποίες ετίθετο το ζήτημα του συμβατού των μέτρων ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά και δεν αποσαφηνίζει την έκταση της εξετάσεως στην οποία οφείλει να προβεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως προκειμένου να χαρακτηρίσει ορισμένα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις, ιδίως όταν επιλαμβάνεται καταγγελίας.

101

Συναφώς, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να υποχρεούται να διερευνήσει μια καταγγελία βαίνοντας πέραν της απλής εξετάσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποίησε ο καταγγέλλων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας, με αποτέλεσμα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, να ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η εξέταση στοιχείων τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων [αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 62, και της 17ης Μαρτίου 2015, Pollmeier Massivholz κατά Επιτροπής, T‑89/09, EU:T:2015:153, σκέψη 106 (μη δημοσιευθείσα)· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 90].

102

Επομένως, όπως προκύπτει τόσο από την απαίτηση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των καταγγελιών που της υποβάλλονται όσο και από την οικονομία του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 659/1999, το οποίο επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2015/1589, στο θεσμικό αυτό όργανο εναπόκειται, όταν επιλαμβάνεται καταγγελίας στηριζόμενης σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και προσδιορίζουσας κατά τρόπο λεπτομερή και μη διφορούμενο τα μέτρα στα οποία οφείλεται η παράβαση αυτή, να εξετάζει επιμελώς αν τα εν λόγω μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, εν ανάγκη ζητώντας τη συνεργασία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων. Η λύση αυτή είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία δεδομένου ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η ίδια η προσφεύγουσα με την καταγγελία, ο καταγγέλλων δεν διαθέτει ούτε τις ανατιθέμενες στην Επιτροπή με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ εξουσίες διενέργειας ερευνών ούτε, καταρχήν, ικανότητες διενέργειας ερευνών αντίστοιχες με εκείνες τις οποίες διαθέτει η Επιτροπή.

103

Εν προκειμένω, από την εξέταση της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προέβαλε, μεταξύ άλλων, με την καταγγελία ότι η παρεμβαίνουσα είχε ωφεληθεί επί σειρά ετών από κρατικές ενισχύσεις λόγω των όρων υπό τους οποίους της είχε χορηγηθεί άδεια κατ’ αποκλειστικότητα χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για εμπορικούς σκοπούς, χωρίς να έχει προηγηθεί διαδικασία διαγωνισμού και χωρίς συνεισφορά στη χρηματοδότηση της υποδομής αυτής.

104

Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση της χορηγήσεως πλεονεκτήματος, η προσφεύγουσα διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, στην καταγγελία, κατ’ ουσίαν, ότι η χορήγηση αυτή απέρρεε από την «παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων χωρίς τη διεξαγωγή διαφανούς και μη συνεπαγόμενης διακρίσεις διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού σχετικά με την κατοχή ή χρήση του δημόσιου λιμενικού τομέα (ή την παροχή άλλων ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων με οικονομική αξία), με αποτέλεσμα, στην πράξη, να υφίσταται πλεονέκτημα για τους δικαιούχους, οι οποίοι ευνοούντα[ν] σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους». Ανέφερε επίσης, αφότου υπογράμμισε ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves είχε χρηματοδοτηθεί με δημόσια κεφάλαια, ότι από την πρακτική της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις προέκυπτε ότι «εάν η υποδομή [είχε] ως μοναδικό σκοπό την κάλυψη των αναγκών μιας ιδιωτικής επιχειρήσεως, η επιχείρηση αυτή [έπρεπε] να αναλάβει τη χρηματοδότηση της υποδομής» και ότι, εν προκειμένω, «[η] απαλλαγή από τα έξοδα αυτά συνιστ[ούσε] επίσης, ως εκ τούτου, πλεονέκτημα για [την παρεμβαίνουσα]». Από τα ανωτέρω συνήγαγε ότι «[ήταν] προφανές ότι τα [επίμαχα] κρατικά μέτρα (κρατικές ενισχύσεις) ευνοού[σα]ν [την παρεμβαίνουσα], χορηγώντας της πλεονέκτημα, καθόσον την απ[ή]λλ[α]σσ[α]ν από την πληρωμή για υποδομή προοριζόμενη για ιδιωτική χρήση, υποδομή την οποία θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει η ίδια».

105

Εξάλλου, όσον αφορά το κριτήριο της διαθέσεως δημόσιων πόρων, η προσφεύγουσα υπενθύμισε, καταρχάς, με την καταγγελία ότι, σύμφωνα με τη νομολογία και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, «η παροχή αποκλειστικών δικαιωμάτων επί αγαθών του δημόσιου τομέα, χωρίς διαφανή και μη εισάγουσα διακρίσεις διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού, μπορ[ούσε] να συνεπάγεται πρόδηλη μη είσπραξη κρατικών πόρων». Εν συνεχεία, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι «η εν όλω ή εν μέρει δημόσια χρηματοδότηση οποιουδήποτε είδους υποδομών προοριζόμενων για ιδιωτική χρήση από συγκεκριμένο επιχειρηματία, ανταποκρινόμενων στα συμφέροντα και τις ανάγκες του, χωρίς κανέναν σκοπό γενικού συμφέροντος, πληρο[ύσε] το κριτήριο της “διαθέσεως δημόσιων πόρων”».

106

Τέλος, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη και την εμβέλεια των καταγγελλόμενων κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι επρόκειτο είτε περί χρηματοοικονομικών πληροφοριών ευρισκόμενων στην κατοχή των δημόσιων αρχών είτε περί οικονομικών δεδομένων ιδιωτικού χαρακτήρα τα οποία αφορούσαν ανταγωνιστή. Ζήτησε, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να απευθύνει στο Βασίλειο της Ισπανίας αιτήματα παροχής πληροφοριών και, ενδεχομένως, να κάνει χρήση των μηχανισμών εξαναγκασμού που διέθετε προκειμένου να εξασφαλιστεί η βέλτιστη εξέταση του φακέλου.

107

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα είχε αναφέρει σαφώς με την καταγγελία ότι η παρεμβαίνουσα απήλαυε κρατικών ενισχύσεων, καθόσον, κατ’ ουσίαν, δεν υποχρεούτο να καταβάλλει αντιπαροχή αντιστοιχούσα στην πραγματική οικονομική αξία του δικαιώματός της να χρησιμοποιεί, μόνον εκείνη, τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα είχε προσδιορίσει, με την καταγγελία, με επαρκή βαθμό ακρίβειας τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι οι όροι χρήσεως της υποδομής αυτής από την παρεμβαίνουσα είχαν προσπορίσει στην τελευταία πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους.

108

Συνεπώς, κακώς έκρινε η Επιτροπή, με την παράγραφο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είχε παραλείψει να προσδιορίσει, με την καταγγελία, πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους για τον λόγο και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επιδιώξει να θέσει εν αμφιβόλω, με την καταγγελία, το ύψος των λιμενικών τελών που όφειλε η παρεμβαίνουσα για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών.

109

Ομοίως, λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που διατυπώνεται με τη σκέψη 107 ανωτέρω, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι η παρεμβαίνουσα δεν κατέβαλλε τα τέλη που όφειλαν εκ του νόμου οι αποκλειστικοί χρήστες λιμενικών υποδομών στο αρχιπέλαγος των Καναρίων Νήσων είναι αλυσιτελές.

110

Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπέκειτο, επομένως, στην Επιτροπή, δυνάμει του καθήκοντός της να προβεί σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας της οποίας είχε επιληφθεί, να εξακριβώσει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα κριτήρια, αν η παρεμβαίνουσα είχε ωφεληθεί από πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω των όρων υπό τους οποίους χρησιμοποιούσε τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Προκύπτει, όμως, ότι, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα με το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 92 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε αν τα καταβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα λιμενικά τέλη κάλυπταν το κόστος που βάρυνε την DGPC και παρείχαν στην τελευταία εύλογο κέρδος.

111

Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προϋπόθεση της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγούμενου με κρατικούς πόρους ουδόλως πληρούται εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, η εξέταση του τμήματος αυτού της καταγγελίας δεν ήγειρε, εν πάση περιπτώσει, καμία σοβαρή δυσχέρεια. Συναφώς, προβάλλει, αφενός, ότι η παρεμβαίνουσα έχει καταβάλει όλα τα εκ του νόμου οφειλόμενα τέλη για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves και, αφετέρου, ότι η DGPC είχε υπολογίσει, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 41, παράγραφος 1, του νόμου για τους λιμένες των Καναρίων Νήσων, τα τέλη αυτά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καλύπτονται τα έξοδα και το κόστος αποσβέσεως και να προκύπτει εύλογο κέρδος. Περαιτέρω, το επισημαινόμενο από την προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα δεν υποχρεούτο να καταβάλλει αντάλλαγμα αποδίδεται στο ότι η παρεμβαίνουσα ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικός παραχωρησιούχος της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, αλλά μόνον ως απλός χρήστης της υποδομής αυτής. Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός και μόνον ότι δεν είχε διοργανωθεί διαγωνισμός δεν αρκεί για να συναχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγούμενου με κρατικούς πόρους, ιδίως όταν το κράτος διαχειρίζεται σπάνιους πόρους του δημόσιου τομέα ή δημόσιους πόρους, οι οποίοι συνεπάγονται την ύπαρξη φυσικού ή χρονικού περιορισμού ως προς την παροχή ταυτόχρονης προσβάσεως σε διάφορους χρήστες.

112

Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους ή συνιστούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português κατά Επιτροπής, T‑487/11, EU:T:2014:1077, σκέψη 50· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, Van Tiggele, 82/77, EU:C:1978:10, σκέψεις 24 και 25). Κατά συνέπεια, ένα κρατικό μέτρο που δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έστω και εάν πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, T‑95/03, EU:T:2006:385, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113

Επιπλέον, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, κατά περίπτωση, να θέσει μια καταγγελία στο αρχείο μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως, όταν είναι σε θέση να αποκλείσει εκ προοιμίου τον χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως κρατικής ενισχύσεως, αφότου έχει διαπιστώσει ότι δεν πληρούται μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 104).

114

Ωστόσο, πρώτον, το γεγονός και μόνον ότι ένα αγαθό του δημόσιου τομέα, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, δεν μπορεί παρά να τεθεί στη διάθεση περιορισμένου αριθμού χρηστών, ενδεχομένως δε ενός μόνον χρήστη, δεν αρκεί για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί μια τέτοια διάθεση ως επιλεκτικό πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους, ακόμη και όταν ο περιορισμός αυτός οφείλεται σε λόγους ασφάλειας.

115

Πράγματι, σκοπός του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η αποτροπή του ενδεχομένου να επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο από παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές πλεονεκτήματα, τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής. Κατά συνέπεια, η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει όχι μόνον θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, τα δάνεια ή η απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν ίδια αποτελέσματα (βλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, C‑328/99 και C‑399/00, EU:C:2003:252, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Ιουλίου 2015, BVVG, C‑39/14, EU:C:2015:470, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116

Ομοίως, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 86 ανωτέρω, από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται, ιδίως, από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις.

117

Επομένως, για την εκτίμηση του ζητήματος αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση πρέπει, ιδίως, να προσδιοριστεί αν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 60, και της 29ης Απριλίου 1999, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑342/96, EU:C:1999:210, σκέψη 41· βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής, T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, κατά πάγια πλέον νομολογία, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 1ης Ιουλίου 2010, ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni κατά Επιτροπής, T‑62/08, EU:T:2010:268, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Land Burgenland κατά Επιτροπής, T‑268/08 και T‑281/08, EU:T:2012:90, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118

Η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς συνίσταται στη σύγκριση της συμπεριφοράς των δημόσιων αρχών με εκείνη την οποία θα επιδείκνυε ιδιώτης επιχειρηματίας συγκρίσιμου μεγέθους υπό τις ίδιες περιστάσεις. Σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος συμπεριφέρεται, στην πραγματικότητα, όπως θα συμπεριφερόταν κάθε ιδιώτης επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Electrabel και Dunamenti Erőmű κατά Επιτροπής, C‑357/14 P, EU:C:2015:642, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεν υφίσταται πλεονέκτημα συνδεόμενο με την κρατική παρέμβαση, διότι η ωφελούμενη οντότητα θα μπορούσε καταρχήν να αντλήσει τα ίδια οφέλη από την απλή λειτουργία της αγοράς (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Tisza Erőmű κατά Επιτροπής, T‑468/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:235, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Land Burgenland κατά Επιτροπής, T‑268/08 και T‑281/08, EU:T:2012:90, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119

Eν προκειμένω, όμως, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η δραστηριότητα κατά την οποία η DGPC διαχειρίζεται τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves και τη θέτει στη διάθεση ναυτιλιακής εταιρίας προς χρήση, έναντι καταβολής λιμενικών τελών, συνιστά «οικονομική» δραστηριότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη διαχείριση αερολιμενικών υποδομών, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T‑128/98, EU:T:2000:290, σκέψεις 121 και 125, και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψη 93). Σε τέτοιου είδους περίπτωση, εναπέκειτο, επομένως, στην Επιτροπή να εξακριβώσει υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς αν η συμπεριφορά της DGPC είχε προσπορίσει στην παρεμβαίνουσα πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑196/04, EU:T:2008:585, σκέψη 85).

120

Το συμπέρασμα αυτό είναι, εξάλλου, σύμφωνο με το σημείο 225 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δημόσιες υποδομές μπορούν να αποκομίσουν πλεονέκτημα που συνιστά κρατική ενίσχυση, εκτός εάν οι όροι χρήσεως των υποδομών αυτών συμμορφώνονται με το κριτήριο του επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς, δηλαδή η υποδομή τίθεται στη διάθεσή τους με τους όρους που ισχύουν στην αγορά. Το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται επίσης από τα σημεία 226 και 228 της ανακοινώσεως αυτής, με τα οποία η Επιτροπή διευκρινίζει, αφενός, ότι η ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος μπορεί εντούτοις να αποκλειστεί όταν τα τέλη για τη χρήση της υποδομής έχουν καθοριστεί μέσω διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας υποβολής προσφορών και, αφετέρου, ότι το κριτήριο του επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς μπορεί να πληρούται για δημόσια χρηματοδότηση ανοικτών υποδομών που δεν απευθύνονται σε έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους χρήστες όταν οι χρήστες τους συνεισφέρουν αυξητικά, υπό μια εκ των προτέρων θεώρηση, στην αποδοτικότητα του έργου ή του φορέα εκμεταλλεύσεως.

121

Δεύτερον, το επισημαινόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα μπορούσε να χρησιμοποιεί τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves χωρίς να έχει συναφθεί σύμβαση παραχωρήσεως και δεν υποχρεούτο, επομένως, να καταβάλλει αντάλλαγμα αφορά μόνον τη νομική μορφή υπό την οποία λάμβανε χώρα η χρήση αυτή και όχι το ζήτημα αν οι οικονομικοί όροι της εν λόγω χρήσεως επέτρεψαν στην παρεμβαίνουσα να απολαύσει πλεονεκτήματος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 116 και 117 ανωτέρω, το γεγονός αυτό και μόνον ουδόλως ήταν, ως εκ τούτου, ικανό να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι όροι χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα, για σκοπούς εμπορικών μεταφορών, να έχουν προσπορίσει στην παρεμβαίνουσα πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους. Στο πλαίσιο αυτό, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι η εκ μέρους της παρεμβαίνουσας χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves χωρίς να έχει συναφθεί σύμβαση παραχωρήσεως και, συνεπώς, χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος, αντιβαίνει στο άρθρο 43 του νόμου για τους λιμένες των Καναρίων Νήσων, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει αποκλειστικώς στο πεδίο του εθνικού δικαίου.

122

Για τον ίδιο λόγο, το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η άδεια πλευρίσεως στο Puerto de Las Nieves την οποία διαθέτει εδώ και είκοσι και πλέον έτη και η έκτοτε αδιάλειπτη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves γέννησαν, για την παρεμβαίνουσα ως ιδιώτη, δικαίωμα διατηρήσεως των όρων αυτών χρήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι τέτοιο δικαίωμα καθιερώνεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην επίμαχη κατάσταση, η εν λόγω νομοθεσία δεν θα εμπόδιζε τη διαπίστωση ότι οι όροι αυτοί χρήσεως προσπόρισαν στην παρεμβαίνουσα πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους.

123

Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η μη χορήγηση πλεονεκτήματος στην παρεμβαίνουσα με κρατικούς πόρους απορρέει από το ότι η παρεμβαίνουσα έχει καταβάλει όλα τα εκ του νόμου οφειλόμενα τέλη για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, ότι τα τέλη αυτά είναι πανομοιότυπα σε όλους τους λιμένες που υπάγονται στην αρμοδιότητα της DGPC και ότι, επιπλέον, τα τέλη αυτά υπολογίζονται, βάσει του νόμου για τους λιμένες των Καναρίων Νήσων, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καλύπτονται τα έξοδα και το κόστος αποσβέσεως και να προκύπτει εύλογο κέρδος.

124

Πράγματι, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 117 έως 119 ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η εξέταση της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στην παρεμβαίνουσα με κρατικούς πόρους λόγω των όρων υπό τους οποίους είχε άδεια χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών προϋπέθετε ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του ζητήματος αν το ποσό των καταβαλλόμενων από την παρεμβαίνουσα λιμενικών τελών, τα οποία ισοδυναμούν με αντάλλαγμα εισπραττόμενο για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, ήταν τουλάχιστον ίσο με το ποσό που ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού, θα μπορούσε να λάβει ως αντιπαροχή για μια τέτοια διάθεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής, T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

125

Πάντως, ούτε η εκ μέρους της παρεμβαίνουσας καταβολή όλων των εκ του νόμου επιβαλλόμενων τελών για τη χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves ούτε το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε με τις παραγράφους 47 και 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η DGPC εφάρμοζε σε όλους τους λιμένες της αρμοδιότητάς της τα ίδια νόμιμα τέλη, υπολογιζόμενα με τον ίδιο τρόπο, μπορούσαν να απαλλάξουν την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να προβεί σε τέτοια συγκεκριμένη εκτίμηση.

126

Ομοίως, το επιχείρημα που αντλεί η Επιτροπή από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του νόμου για τους λιμένες των Καναρίων Νήσων, εκ του οποίου προκύπτει ότι τα νόμιμα τέλη που εφαρμόζονται στους χρήστες των λιμένων των Καναρίων Νήσων πρέπει να υπολογίζονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καλύπτονται τα έξοδα και το κόστος αποσβέσεως και να προκύπτει εύλογο κέρδος, δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της Επιτροπής από την υποχρέωσή της να διενεργήσει τη συγκεκριμένη εξέταση που μνημονεύεται στη σκέψη 124 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της κατά τις διατάξεις του άρθρου 108 ΣΛΕΕ αρμοδιότητάς της επί θεμάτων ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, τέτοιου είδους κανόνας περί του ποσού των νόμιμων τελών που οφείλονται για τη χρήση των λιμένων στο αρχιπέλαγος των Καναρίων Νήσων, περιλαμβανόμενος σε διάταξη εθνικού δικαίου, δεν αρκεί, αυτός καθεαυτόν, για να αποδείξει ότι τα νόμιμα τέλη που επιβλήθηκαν στην παρεμβαίνουσα από την DGPC για την αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών κάλυπταν τουλάχιστον την αντιπαροχή την οποία ιδιώτης επιχειρηματίας θα ήταν σε θέση να λάβει, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, από ναυτιλιακή εταιρία που χρησιμοποιεί την υποδομή αυτή υπό τους ίδιους όρους.

127

Επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι η προϋπόθεση της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγούμενου με κρατικούς πόρους δεν επληρούτο, εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω. Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη συγκεκριμένη ανάλυση για την οποία γίνεται λόγος με τις σκέψεις 117 και 124 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εξέταση της πρώτης και της τρίτης αιτιάσεως της καταγγελίας κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως ενείχε σημαντικό κενό. Το κενό αυτό συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 50 ανωτέρω, ένδειξη ότι η εξέταση του μέτρου το οποίο τέθηκε υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο των αιτιάσεων αυτών ήγειρε σοβαρή δυσχέρεια.

128

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα απήλαυσε, σε άλλο λιμένα του αρχιπελάγους των Καναρίων Νήσων, όρων χρήσεως παρόμοιων με εκείνους κατά των οποίων έβαλλε η καταγγελία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν τούτο εθεωρείτο αποδεδειγμένο γεγονός, δεν θα μπορούσε από μόνο του, χωρίς εξέταση της πραγματικής και νομικής καταστάσεως των ναυτιλιακών εταιριών που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των διάφορων λιμένων των λοιπών νησιών των Καναρίων Νήσων με την Τενερίφη, να επιτρέψει τον αποκλεισμό του χαρακτηρισμού των όρων χρήσεως, εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves ως κρατικής ενισχύσεως.

129

Ομοίως, το συμπέρασμα που διατυπώνεται με τη σκέψη 127 ανωτέρω δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα της Επιτροπής, αντλούμενο, στα υπομνήματά της, από τις αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9), και της 4ης Ιουλίου 2007, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής (T‑475/04, EU:T:2007:196), και, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής (T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497), κατά το οποίο η διεξαγωγή διαδικασίας διαγωνισμού δεν είναι απαραίτητη προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη ενισχύσεως σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος διαχειρίζεται δημόσιους πόρους.

130

Πράγματι, αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 112 έως 128 ανωτέρω ουδόλως στηρίζονται στην παραδοχή κατά την οποία ο χαρακτηρισμός πλεονεκτήματος χορηγούμενου στην παρεμβαίνουσα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως κρατικής ενισχύσεως προκύπτει από το γεγονός και μόνον ότι η παρεμβαίνουσα μπορούσε να χρησιμοποιεί, μόνον εκείνη, τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών χωρίς να έχει διοργανωθεί διαγωνισμός από την DGPC. Οι σκέψεις 112 έως 128 ανωτέρω εφαρμόζουν, αντιθέτως, επί της υπό κρίση διαφοράς τη μνημονευόμενη στη σκέψη 86 ανωτέρω πάγια νομολογία κατά την οποία η έννοια της κρατικής ενισχύσεως εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα, χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους, σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις.

131

Τούτου δοθέντος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός ότι η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών της οποίας απολαύει η παρεμβαίνουσα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν απορρέει από ανοικτή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία διαγωνισμού, αλλά από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, καθιστούσε κατά μείζονα λόγο αναγκαία εν προκειμένω την εκ μέρους της Επιτροπής συγκεκριμένη εκτίμηση για την οποία γίνεται λόγος με τη σκέψη 124 ανωτέρω. Πράγματι, από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι, μέχρι τη διοργάνωση, από την DGPC, διαδικασίας διαγωνισμού το 2014, καμία διαδικασία υποβολής προσφορών δεν είχε επιτρέψει να εκτιμηθεί, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, η οικονομική αξία του δικαιώματος ναυτιλιακής εταιρίας να χρησιμοποιεί, μόνον εκείνη, τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών και, συνεπώς, η χρηματική αντιπαροχή την οποία θα ήταν σε θέση να λάβει επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος υπό τέτοιες συνθήκες για τέτοιου είδους διάθεση της εν λόγω υποδομής.

132

Τέλος, η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι ισπανικές αρχές κατέβαλαν τις αναγκαίες προσπάθειες για να εξασφαλιστεί, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η πρόσβαση στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves επί ανοικτής και χωρίς διακρίσεις βάσεως, από του χρονικού σημείου κατά το οποίο η προσφεύγουσα είχε εκδηλώσει την επιθυμία της για πλεύριση ταχύπλοου πορθμείου της στον λιμένα αυτόν (τέταρτος λόγος) δεν μπορεί επίσης να κλονίσει το συμπέρασμα που διατυπώνεται με τη σκέψη 127 ανωτέρω.

133

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ νέου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται, ιδίως, από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις (βλ. νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 86 ανωτέρω).

134

Επομένως, οι πρόσφατες προσπάθειες των ισπανικών αρχών για τις οποίες κάνει λόγο η Επιτροπή και οι οποίες έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν, αυτές καθεαυτές, ικανές να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να έχει ωφεληθεί η παρεμβαίνουσα από κρατικές ενισχύσεις λόγω των αντικειμενικών όρων υπό τους οποίους είχε άδεια να χρησιμοποιεί μόνον εκείνη, για διάστημα πολλών ετών, τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών ούτε, κατά συνέπεια, να επιτρέψουν στην Επιτροπή να αποκλείσει κάθε σοβαρή δυσχέρεια κατά την εξέταση της πρώτης και της τρίτης αιτιάσεως της καταγγελίας.

135

Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του οποίου στηρίζεται το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) ενέχει διπλή πλάνη εκτιμήσεως.

136

Πρώτον, όπως παραδέχεται η Επιτροπή με τα υπομνήματά της, εσφαλμένως διαπίστωσε, με την παράγραφο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία εταιρία ανταγωνιστική της παρεμβαίνουσας δεν είχε επισήμως εκδηλώσει ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθεί στο Puerto de Las Nieves με ταχύπλοα πορθμεία μέχρι την υποβολή της αιτήσεως της προσφεύγουσας στις 3 Ιουλίου 2013.

137

Προκύπτει, πράγματι, από την εξέταση της δικογραφίας ότι η αίτηση χορηγήσεως αδείας πλευρίσεως στον λιμένα αυτόν την οποία υπέβαλε ήδη το 2004 η Trasmediterránea, τρίτη ναυτιλιακή εταιρία, αφορούσε ταχύπλοο πορθμείο και όχι, όπως μνημονεύεται στην παράγραφο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμβατικό πορθμείο. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου για το οποίο η Trasmediterránea είχε ζητήσει τη χορήγηση της άδειας αυτής είναι, όσον αφορά το συνολικό μήκος και την ταχύτητα πλεύσεως, παραπλήσια των τεχνικών χαρακτηριστικών ενός από τα ταχύπλοα πορθμεία με τα οποία δραστηριοποιείται η παρεμβαίνουσα στο Puerto de Las Nieves.

138

Επομένως, δέκα περίπου χρόνια μεσολάβησαν μεταξύ της υποβολής της αιτήσεως της Trasmediterránea το 2004 και της διοργανώσεως διαγωνισμού από την DGPC τον Ιούλιο του 2014. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις αυτές και με την επιφύλαξη των όσων διαπιστώθηκαν με τις σκέψεις 128, 133 και 134 ανωτέρω, κακώς συνήγαγε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, με την παράγραφο 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η DGPC είχε προβεί, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανοικτή και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves.

139

Η εν λόγω πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ουδόλως κλονίζεται από το προβληθέν με το υπόμνημα ανταπαντήσεως επιχείρημα της Επιτροπής ότι η ανάλυση στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε μόνον τα μέτρα που έλαβαν οι ισπανικές αρχές από της υποβολής της αιτήσεως προσβάσεως της προσφεύγουσας κατά το έτος 2013 και δεν σχετιζόταν, ως εκ τούτου, με το ζήτημα αν η απόρριψη της υποβληθείσας κατά το έτος 2004 αιτήσεως σήμαινε ότι δεν εξασφαλιζόταν, κατά την περίοδο εκείνη, η ανοικτή και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves. Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι από την παράγραφο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση της επίμαχης πριν από την 3η Ιουλίου 2013 καταστάσεως στηριζόταν στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η αίτηση προσβάσεως που είχε υποβάλει η Trasmediterránea το 2004 αφορούσε συμβατικό πορθμείο.

140

Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, των συνεπειών της διατάξεως περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 ενέχει επίσης πλάνη.

141

Συναφώς, αφενός, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 αποτελούσε εμπόδιο για την εκ μέρους της DGPC ανάθεση του πρώτου τμήματος χρονοθυρίδων στην παρεμβαίνουσα και του δεύτερου τμήματος στην προσφεύγουσα. Η αναστολή αυτή, η οποία ήταν, βεβαίως, εκ φύσεως προσωρινή, είχε, επομένως, ως αποτέλεσμα να διατηρηθούν αμετάβλητοι οι όροι υπό τους οποίους η παρεμβαίνουσα χρησιμοποιούσε, μόνον εκείνη, τη λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves, εμποδίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη ζητηθείσα από την προσφεύγουσα πρόσβαση στην υποδομή αυτή για σκοπούς εμπορικών μεταφορών. Η εν λόγω αναστολή είχε, συνεπώς, ως αποτέλεσμα να διατηρηθούν οι όροι χρήσεως της υποδομής αυτής, όροι κατά των οποίων έβαλλε η προσφεύγουσα με την καταγγελία.

142

Αφετέρου, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο εκ φύσεως προσωρινός χαρακτήρας της αναστολής αυτής ουδόλως απέκλειε το ενδεχόμενο να ακυρωθεί εν τέλει από τα εθνικά δικαστήρια το αποτέλεσμα του διοργανωθέντος από την DGPC διαγωνισμού. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν ακόμη λιγότερο υποθετικό δεδομένου ότι, όπως επιβεβαιώνει η συλλογιστική της διατάξεως περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η αναστολή αυτή προϋπέθετε κατ’ ανάγκη την αναγνώριση, από τον εθνικό δικαστή, του εκ πρώτης όψεως βασίμου (fumus boni juris) της επί της ουσίας προσφυγής που είχε ασκήσει η παρεμβαίνουσα κατά του εν λόγω διαγωνισμού.

143

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ακόμη δε και ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να στηριχθεί, όπως έπραξε με την παράγραφο 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον «εγγενώς προσωρινό» χαρακτήρα της διατάξεως περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 προκειμένου να συναγάγει κατ’ ουσίαν ότι η κατάσταση που προέκυπτε από τη διάταξη αυτή όσον αφορά τους όρους χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα δεν έθετε εν αμφιβόλω τις προσπάθειες της DGPC για την εξασφάλιση ανοιχτής και χωρίς διακρίσεις προσβάσεως στην εν λόγω υποδομή. Αντιθέτως, το γεγονός αυτό συνιστά πρόσθετη ένδειξη περί των σοβαρών δυσχερειών που ανέκυψαν κατά την εξέταση των εν λόγω όρων υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

144

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα έχει την ευχέρεια να υποβάλει στο μέλλον νέα καταγγελία αναλόγως του αποτελέσματος επί της ουσίας της προσφυγής της παρεμβαίνουσας ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Canarias, Sala de lo Contencioso-Administrativo, Sección Primera de Santa Cruz de Tenerife (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Καναρίων Νήσων, τμήμα διοικητικών διαφορών, πρώτη σύνθεση της Santa Cruz de Tenerife). Πράγματι, αρκεί, συναφώς, να διαπιστωθεί ότι το αποτέλεσμα αυτό, ανεξαρτήτως της μορφής που θα πάρει, δεν θα επηρεάσει την κατά τη σκέψη 141 ανωτέρω διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των όρων χρήσεως, εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, όρων κατά των οποίων έβαλλαν η πρώτη και η τρίτη αιτίαση της καταγγελίας.

145

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων και χωρίς καν να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητείται η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση των όρων αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα, πρέπει να συναχθεί ότι τόσο η έλλειψη συγκεκριμένης εκτιμήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του ζητήματος αν τα λιμενικά τέλη που κατέβαλλε η παρεμβαίνουσα ως αντιπαροχή για την αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών μεταφορών αντιστοιχούσαν στην αντιπαροχή την οποία θα μπορούσε να λάβει ιδιώτης επενδυτής για τέτοιου είδους χρήση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς όσο και η ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως, στις οποίες σωρεύεται, επιπλέον, το απορρέον από τη διάταξη περί αναστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2015 εμπόδιο ως προς την υλοποίηση του αποτελέσματος του διαγωνισμού που διοργάνωσε η DGPC το 2014, συνιστούν ενδείξεις ότι η εξέταση της αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ήγειρε σοβαρές δυσχέρειες.

146

Από τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 46 και 47 ανωτέρω προκύπτει, επομένως, ότι η Επιτροπή, δεδομένων των δυσχερειών αυτών, ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία εξετάσεως προκειμένου να εκτιμήσει αν η παρεμβαίνουσα είχε λάβει κρατική ενίσχυση λόγω της αποκλειστικής αυτής χρήσεως.

147

Επομένως, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται με την προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτός στο μέτρο κατά το οποίο βάλλει κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο η Επιτροπή συνήγαγε, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, ότι οι όροι αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα για σκοπούς εμπορικών μεταφορών, όροι κατά των οποίων έβαλλε η προσφεύγουσα με την πρώτη και την τρίτη αιτίαση της καταγγελίας, δεν συνεπάγονταν κρατική ενίσχυση υπέρ της παρεμβαίνουσας. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί, στο μέτρο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση.

Επί της εξετάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του τέλους T9 που επιβλήθηκε στην παρεμβαίνουσα λόγω της χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves (δεύτερη αιτίαση προβαλλόμενη με την καταγγελία)

148

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κακώς δεν διαπίστωσε η Επιτροπή ότι η παρεμβαίνουσα λάμβανε κρατικές ενισχύσεις για διάστημα 20 και πλέον ετών υπό μορφή μερικής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους T9, με συνέπεια τη μείωση των δημόσιων πόρων.

149

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει καταρχάς ότι η βάση για τον υπολογισμό του τέλους T9 έπρεπε, σύμφωνα με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, να αντιστοιχεί στο σύνολο του λιμενικού χώρου που χρησιμοποιούσε κατ’ αποκλειστικότητα η παρεμβαίνουσα και όχι μόνον στην έκταση του εδάφους που καταλάμβαναν οι ράμπες πλευρίσεώς της. Συγκεκριμένα, η παρεμβαίνουσα χρησιμοποιούσε κατ’ αποκλειστικότητα το σύνολο της ανήκουσας στον δημόσιο τομέα λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, δεδομένου, εξάλλου, ότι η ζώνη αυτή ήταν αποκλεισμένη και η πρόσβαση σε αυτήν ελεγχόταν από υπαλλήλους της παρεμβαίνουσας. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς ότι, αφ’ ης στιγμής η λιμενική νομοθεσία είναι παρόμοια σε όλη την ισπανική επικράτεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε, προκειμένου να αποκλείσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι το τέλος Τ9 εισπραττόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους λιμένες των Καναρίων Νήσων. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση του Puerto de Las Nieves είναι ιδιαίτερη, καθώς πρόκειται περί του μοναδικού λιμένα του αρχιπελάγους των Καναρίων Νήσων που χρησιμοποιείται κατ’ αποκλειστικότητα από μία εταιρία θαλάσσιων μεταφορών χωρίς σύμβαση παραχωρήσεως, συνεπώς δε χωρίς καταβολή ανταλλάγματος, και, επιπλέον, η παρεμβαίνουσα είναι ο μόνος επιχειρηματίας στο αρχιπέλαγος αυτό ο οποίος έχει εγκαταστήσει σταθερές ράμπες καταλαμβάνουσες το σύνολο της ζώνης ελιγμών και χρησιμοποιούμενες αποκλειστικώς από τα πλοία της. Η κατάσταση αυτή διαφέρει, παραδείγματος χάριν, σημαντικά από εκείνη του λιμένα του Morro Jable (Ισπανία), όπου ασκεί δραστηριότητες η προσφεύγουσα και για τον οποίο κάνει λόγο η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

150

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εξηγήσεις των ισπανικών αρχών, που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, κατά τις οποίες η καταλαμβανόμενη από τις σταθερές ράμπες έκταση καλύπτεται ήδη από τα τέλη Τ2, Τ3 και Τ4 και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη και για τον υπολογισμό του τέλους T9. Αφενός, το τέλος T2 βαρύνει αποκλειστικώς την έκταση της θέσεως πλευρίσεως, η οποία δεν περιλαμβάνει τη ζώνη ελιγμών ούτε άλλες ζώνες υπηρεσιών όπου βρίσκονται οι ράμπες της παρεμβαίνουσας. Αφετέρου, οι ράμπες της παρεμβαίνουσας είναι δυνατόν να καλύπτουν ένα μέρος της ζώνης ελιγμών ή της ζώνης υπηρεσιών μη καλυπτόμενο από τα τέλη T3 και T4, τα οποία βαρύνουν, με τη σειρά τους, τη χρήση των λιμενικών υδάτων και των προβλητών, τη χερσαία πρόσβαση, τις λωρίδες κυκλοφορίας, τις ζώνες χειρισμού, τους παραθαλάσσιους σταθμούς και τις αστυνομικές υπηρεσίες. Η προσφεύγουσα προσθέτει, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, ότι τα τέλη Τ2, Τ3 και Τ4 οφείλονται μόνον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το σκάφος εισπλέει στον λιμένα και έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα πρόσωπα και τα εμπορεύματα εξέρχονται από αυτόν, ενώ το τέλος T9 βαρύνει τη διάθεση του λιμενικού χώρου κατά την επιθυμούμενη από τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία χρονική διάρκεια.

151

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η παρεμβαίνουσα έχει πράγματι καταβάλει το τέλος Τ9 για τη συνολική έκταση που χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα και τα τέλη Τ2, Τ3 και Τ4 για τη χρήση του εδάφους και των διόδων πλησίον της θέσεως πλευρίσεως. Δεύτερον, επισημαίνει ότι η ίδια η προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε τον λιμένα του Morro Jable κατ’ αποκλειστικότητα επί δεκαπέντε και πλέον έτη χωρίς να υποχρεούται να καταβάλλει το τέλος Τ9 για το σύνολο της εκτάσεως του λιμένα, αλλά μόνον για τη χρήση ορισμένων χώρων, όπως είναι τα γραφεία, οι αποθήκες ή άλλες εγκαταστάσεις που απαιτούν ιδιωτική χρήση του εδάφους. Τρίτον, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη κατ’ ουσίαν από την παρεμβαίνουσα, υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το περιλαμβανόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση συμπέρασμα κατά το οποίο το τέλος T9 ορθώς επιβλήθηκε στην παρεμβαίνουσα χωρίς να ληφθεί υπόψη η χρήση της εκτάσεως του λιμένα που προορίζεται για τη χρησιμοποίηση των ραμπών πλευρίσεως της παρεμβαίνουσας. Συγκεκριμένα, οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα συνεπαγόταν σημαντική επικάλυψη μεταξύ του τέλους αυτού και μιας σειράς άλλων λιμενικών τελών, με συνέπεια την εις διπλούν επιβολή τελών, δεδομένου ότι οι ισπανικές αρχές επιβεβαίωσαν εξάλλου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι η μέθοδος υπολογισμού των τελών Τ2, Τ3, Τ4 και Τ9 δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη δημόσιων πόρων. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει, επί τούτου, ότι η ίδια η ονομασία του τέλους Τ9 («Υπηρεσίες αποθηκεύσεως, εγκαταστάσεις και κτήρια») αποτελεί ένδειξη ότι ο χώρος που καταλαμβάνει η χρησιμοποιούμενη από την παρεμβαίνουσα ράμπα δεν υπόκειται στο τέλος αυτό, ενώ, αντιθέτως, ο χώρος αυτός εμπίπτει στις έννοιες «κατασκευές πλευρίσεως», «λιμενικά ύδατα και προβλήτες» και «λιμενικά ύδατα και προβλήτες, αποβάθρες και πλωτές προβλήτες, και ζώνες χειρισμού» που περιλαμβάνονται στην κατά το νομοθετικό διάταγμα 1/1994 περιγραφή των περιπτώσεων στις οποίες επιβάλλονται τα τέλη Τ2, Τ3 και Τ4. Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση κατά την οποία δεν αμφισβητήθηκε ότι το τέλος T9 επιβαλλόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους υπαγόμενους στην αρμοδιότητα της DGPC λιμένες, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων που χρησιμοποιούνταν από έναν μόνον επιχειρηματία. Λαμβανομένων υπόψη όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορούσε νομίμως να συναγάγει από τη διαπίστωση αυτή ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε αποκομίσει κανένα πλεονέκτημα έναντι άλλων εταιριών θαλάσσιων μεταφορών και, ως εκ τούτου, να κρίνει ότι καμία σοβαρή δυσχέρεια σχετικώς δεν καθιστούσε αναγκαία την κίνηση επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

152

Πρέπει να υπογραμμιστεί, εισαγωγικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν θέτει εν αμφιβόλω την περιλαμβανόμενη στην παράγραφο 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι, αρχής γενομένης τουλάχιστον από το 2005, η παρεμβαίνουσα κατέβαλε το σύνολο των τελών που της επέβαλε η DGPC λόγω της εκ μέρους της χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves για σκοπούς εμπορικών θαλάσσιων μεταφορών.

153

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δεύτερη αιτίαση της καταγγελίας αφορούσε τόσο το τέλος T2 όσο και το τέλος T9 και ότι τα δύο αυτά τέλη εξετάστηκαν σε χωριστό τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, συγκεκριμένα δε με τις παραγράφους 63 έως 70 (βλ. σκέψεις 32 έως 34 ανωτέρω). Στο πλαίσιο, όμως, της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον καθόσον αφορά τον φόρο T9.

154

Με τη δεύτερη αιτίαση της καταγγελίας της, η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ιδίως ότι η παρεμβαίνουσα απήλαυε, για διάστημα πολλών ετών, μερικής απαλλαγής από το τέλος T9. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είχε προβάλει, κατ’ ουσίαν, ότι η παρεμβαίνουσα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 115 bis του νομοθετικού διατάγματος 1/1994, να υποχρεωθεί να καταβάλει το τέλος αυτό όχι μόνον για την καταλαμβανόμενη από τις ράμπες της έκταση, αλλά, γενικότερα, για την αποκλειστική χρήση σχεδόν της συνολικής επιφάνειας του Puerto de Las Nieves.

155

Σε αντίθεση με την πρώτη και την τρίτη αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το τμήμα αυτό της καταγγελίας δεν αφορούσε, επομένως, την αποκόμιση, από την παρεμβαίνουσα, πλεονεκτήματος απορρέοντος, ως τέτοιο, από την οικονομική αξία της χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, αλλά έθετε ειδικώς εν αμφιβόλω, ιδίως, το πλεονέκτημα που αποκόμισε η παρεμβαίνουσα λόγω της απαλλαγής από μέρος του τέλους Τ9 που έπρεπε να της επιβληθεί βάσει της εφαρμοστέας ισπανικής νομοθεσίας. Με την παράγραφο 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφότου υπενθύμισε κατ’ ουσίαν ότι δεν εναπέκειτο σε εκείνη να εκτιμήσει πώς εφαρμόζονταν τα λιμενικά τέλη και για ποιες υποκείμενες σε καταβολή τελών ενέργειες, απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή με την αιτιολογία ότι από τις εξηγήσεις που είχαν δώσει οι ισπανικές αρχές προέκυπτε ότι το τέλος Τ9 εισπραττόταν από την DGPC με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους λιμένες της αρμοδιότητάς της. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η προκαταρκτική εξέταση δεν αποκάλυψε κανένα επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ της παρεμβαίνουσας απορρέον από προβαλλόμενη μερική απαλλαγή από το τέλος αυτό.

156

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση με κρατικούς πόρους. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

157

Όσον αφορά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της κατ’ άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοιας της «κρατικής ενίσχυσης», από πάγια νομολογία προκύπτει ότι για τους σκοπούς της εκτιμήσεως της προϋποθέσεως αυτής είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, ως αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

158

Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εθνικά μέτρα που χορηγούν φορολογικό πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι ένα μέτρο τέτοιας φύσεως, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, ενδέχεται να προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από μέτρο γενικής ισχύος εφαρμοζόμενο αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

159

Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο συνίστατο, κατά την προσφεύγουσα, στη μερική και μεμονωμένη απαλλαγή της παρεμβαίνουσας από το τέλος Τ9, αφ’ ης στιγμής η DGPC ουδέποτε επέβαλε στην παρεμβαίνουσα, κατά τη διάρκεια της χρήσεως, εκ μέρους της, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, το τέλος T9 θέτοντας ως βάση υπολογισμού τη συνολική ή σχεδόν τη συνολική επιφάνεια της υποδομής αυτής.

160

Ωστόσο, κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διατυπωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παρατήρηση της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να καταδεικνύει ότι ο τρόπος υπολογισμού του τέλους T9 που επιβλήθηκε στην παρεμβαίνουσα της προσπόρισε επιλεκτικό πλεονέκτημα κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 157 ανωτέρω.

161

Καταρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αφ’ ης στιγμής η λιμενική νομοθεσία είναι παρόμοια σε όλη την Ισπανία, η εδαφική κλίμακα που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τους σκοπούς της συγκρίσεως ήταν εκείνη της συνολικής επικράτειας της χώρας και όχι μόνον εκείνη των Καναρίων Νήσων. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα δεν παρέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο τρόπος υπολογισμού του τέλους T9 που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της παρεμβαίνουσας της προσπόρισε πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες ναυτιλιακές εταιρίες υποκείμενες στο ίδιο τέλος και ευρισκόμενες, ως προς το τέλος αυτό, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της παρεμβαίνουσας.

162

Εν συνεχεία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα είναι η μόνη ναυτιλιακή εταιρία των Καναρίων Νήσων της οποίας οι ράμπες προσβάσεως είναι προσαρμοσμένες στο έδαφος και καταλαμβάνουν ολόκληρη τη ζώνη ελιγμών και η οποία δραστηριοποιείται σε λιμένα κατ’ αποκλειστικότητα χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί σχετική παραχώρηση προς αυτήν, επιχείρημα δε κατά το οποίο η απαλλαγή από το τέλος T9 δικαιολογείται μόνον όταν η παραχωρησιούχος ναυτιλιακή εταιρία καταβάλλει αντάλλαγμα για τη χρήση.

163

Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι δεν τεκμηριώνεται με κανένα αποδεικτικό στοιχείο, στηρίζεται στη σύγκριση της καταστάσεως της παρεμβαίνουσας στο Puerto de Las Nieves με εκείνη ναυτιλιακών εταιριών ευρισκόμενων σε πραγματική και νομική κατάσταση η οποία, ως προς το τέλος Τ9, δεν είναι συγκρίσιμη με τη δική της. Επομένως, ούτε το επιχείρημα αυτό είναι ικανό να αποδείξει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 157 ανωτέρω, ότι ο εφαρμοσθείς στην περίπτωση της παρεμβαίνουσας τρόπος υπολογισμού του τέλους T9 της προσπόρισε επιλεκτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες ναυτιλιακές εταιρίες ευρισκόμενες, ως προς το τέλος αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

164

Τέλος, για τον ίδιο λόγο, πρέπει επίσης να απορριφθεί, αφενός, το επιχείρημα της προσφεύγουσας το οποίο αντλείται από το γεγονός ότι η κατάσταση των ναυτιλιακών εταιριών που δραστηριοποιούνται σε άλλους υπαγόμενους στην αρμοδιότητα της DGPC λιμένες των Καναρίων Νήσων δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη της χρήσεως, από την παρεμβαίνουσα, της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves, αφ’ ης στιγμής οι εταιρίες αυτές ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς ανταγωνισμού και μοιράζονται, επομένως, με άλλες εταιρίες τη χρήση δημόσιων υποδομών, όπως είναι οι φορητές ράμπες, και, αφετέρου, το επικουρικό επιχείρημα, υπομνησθέν με τη σκέψη 150 ανωτέρω, με το οποίο η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η καταλαμβανόμενη από τις σταθερές ράμπες έκταση καλύπτεται ήδη από τα τέλη Τ2, Τ3 και Τ4 και δεν πρέπει, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη και για τον υπολογισμό του τέλους T9.

165

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), δεν προσκόμισε, επομένως, στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η εξέταση της δεύτερης προβαλλόμενης με την καταγγελία αιτιάσεως περί παραβάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ήγειρε τέτοιες δυσχέρειες ώστε να καθίσταται αναγκαία η κίνηση επίσημης διαδικασίας εξετάσεως από την Επιτροπή.

166

Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη καθόσον σκοπεί στην ακύρωση του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο μπορεί να διαχωριστεί από το εξετασθέν με τις σκέψεις 80 έως 147 ανωτέρω και με το οποίο η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, συνήγαγε κατ’ ουσίαν ότι ο εκ μέρους της DGPC υπολογισμός του τέλους T9 όσον αφορά την παρεμβαίνουσα δεν συνεπαγόταν, αυτός καθεαυτόν, τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στην παρεμβαίνουσα και απέρριψε, για τον λόγο αυτόν, τη δεύτερη αιτίαση της υποβληθείσας από την προσφεύγουσα καταγγελίας.

Συμπεράσματα σχετικά με το σύνολο της προσφυγής

167

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή καθόσον σκοπεί στην ακύρωση του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο η Επιτροπή συνήγαγε, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ότι οι όροι αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα για σκοπούς εμπορικών μεταφορών, όροι κατά των οποίων έβαλλε η προσφεύγουσα με την πρώτη και την τρίτη αιτίαση της καταγγελίας, δεν συνεπάγονταν κρατική ενίσχυση υπέρ της παρεμβαίνουσας. Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

168

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του ή να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα. Επειδή η προσφυγή έγινε μερικώς δεκτή, το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υποθέσεως, αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της, τα δε λοιπά δικαστικά έξοδά της φέρει η Επιτροπή, και, επιπλέον, ότι η Επιτροπή καθώς και η παρεμβαίνουσα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση C(2015) 8655 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, που αφορά την κρατική ενίσχυση SA.36628 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) – Ισπανία – Fred Olsen, στο μέτρο κατά το οποίο με την απόφαση αυτή διαπιστώθηκε, κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως, ότι η αποκλειστική χρήση της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από τη Fred Olsen, SA δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στην τελευταία.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 

3)

Η Naviera Armas, SA φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της, τα δε λοιπά δικαστικά έξοδά της φέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

4)

Η Επιτροπή και η Fred Olsen φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 2018.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Εμπορικές θαλάσσιες μεταφορές από το Puerto de Las Nieves (Μεγάλη Κανάρια)

 

Διοικητική διαδικασία και εξέλιξη της επίμαχης καταστάσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως

 

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Επί της εξετάσεως των όρων αποκλειστικής χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves από την παρεμβαίνουσα (πρώτη και τρίτη αιτίαση προβαλλόμενες με την καταγγελία)

 

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του πρώτου λόγου, σχετικού με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (T‑128/98)

 

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του δεύτερου λόγου, σχετικού με το γεγονός ότι η λιμενική υποδομή του Puerto de Las Nieves δεν σχεδιάστηκε ούτε αναπτύχθηκε με σκοπό να ωφεληθεί ειδικώς η παρεμβαίνουσα ή οποιαδήποτε άλλη ναυτιλιακή εταιρία

 

– Επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του τρίτου και του τέταρτου λόγου, οι οποίοι αφορούν την έκταση της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της καταγγελίας καθώς και τα κριτήρια προσδιορισμού της κρατικής ενισχύσεως υπέρ του χρήστη λιμενικής υποδομής χρηματοδοτούμενης με δημόσια κεφάλαια

 

Επί της εξετάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του τέλους T9 που επιβλήθηκε στην παρεμβαίνουσα λόγω της χρήσεως της λιμενικής υποδομής του Puerto de Las Nieves (δεύτερη αιτίαση προβαλλόμενη με την καταγγελία)

 

Συμπεράσματα σχετικά με το σύνολο της προσφυγής

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.