24.10.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 392/14


Αναίρεση που άσκησε στις 12 Αυγούστου 2016 η Global Steel Wire, S.A. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 2 Ιουνίου 2016 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-426/10 έως T-429/16 και T-438/12 έως T-441/12, Moreda-Riviere Trefilerias κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-457/16 P)

(2016/C 392/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Global Steel Wire, S.A. (εκπρόσωποι: F. González Díaz, A. Tresandi Blanco, V. Romero Algarra, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 2016 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-426/10 έως T-429/10 και, ειδικότερα, στην υπόθεση T-429/10, Global Steel Wire S.A. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει τους ακόλουθους δεκατρείς λόγους:

Επί του καταλογισμού της παραβάσεως, καθ’ ό μέρος αφορά τις πρόσθετες ενδείξεις:

1.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και σε ελλιπή αιτιολόγηση όσον αφορά την προβαλλόμενη ύπαρξη διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της TQ και της GSW πριν από το 1996, ενώ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τους υπευθύνους της παραβάσεως καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

2.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο, ενώ προέβη σε ελλιπή αιτιολόγηση και σε εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι εξουσίες του μοναδικού διαχειριστή αποτελούσαν νομικώς κρίσιμη ένδειξη περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας.

3.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις εντυπώσεις των ανταγωνιστών.

4.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την αλληλοεπικάλυψη προσωπικού.

5.

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως AP μεταξύ της GSW και των εταιριών στο κεφάλαιο των οποίων μετέχει.

6.

Έκτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την προβαλλόμενη συνάντηση.

Επί του καταλογισμού της παραβάσεως, καθ’ ό μέρος αφορά τη διαδοχή εταιριών:

7.

Έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου κατά την εξέταση της διαδοχής εταιριών.

8.

Όγδοον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών καθ’ ό μέρος έκρινε ότι τόσο η GSW όσο και η MRT υπέχουν ευθύνη για τη συμπεριφορά της Trenzas y Cables.

Επί του καταλογισμού της παραβάσεως, καθ’ ό μέρος αφορά την εκτίμηση περί ασκήσεως καθοριστικής επιρροής και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν προς ανατροπή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής:

9.

Ένατον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου προκειμένου να διαπιστώσει εάν ασκήθηκε καθοριστική επιρροή και σε ελλιπή αιτιολόγηση όσον αφορά τον καταλογισμό της GSW για τη συμπεριφορά της TQ καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

10.

Δέκατον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου προκειμένου να διαπιστώσει εάν ασκήθηκε πράγματι καθοριστική επιρροή, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προσκομιστεί από την αναιρεσείουσα προς ανατροπή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί των εταιριών στο κεφάλαιο των οποίων μετέχει και παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο.

Επί της αδυναμίας καταβολής του προστίμου:

11.

Ενδέκατον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εκτιμώντας ότι, στον βαθμό κατά τον οποίο η Επιτροπή είχε στηρίξει την εκτίμησή της περί της ικανότητας της αναιρεσείουσας να καταβάλει το πρόστιμο σε πραγματικά περιστατικά απορρέοντα από έγγραφα που είχε προσκομίσει και για τα οποία ήταν ενήμερη η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή είχε σεβαστεί το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας.

12.

Δωδέκατον, όσον αφορά την προβαλλόμενη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να λάβει εξωτερική χρηματοδότηση, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων μη ασκώντας ορθώς τις αρμοδιότητές του δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων ως προς τη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να λάβει εξωτερική χρηματοδότηση.

13.

Δέκατον τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να προσφύγει στους μετόχους, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, παρέβη την υποχρέωση ασκήσεως ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας καθ’ ό μέρος έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε διαβιβάσει στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος της περιουσίας των μετόχων της και, επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ελλιπή αιτιολόγηση καθ’ ό μέρος δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επικληθείσες από την αναιρεσείουσα εκθέσεις της Deloitte στερούνται αποδεικτικής αξίας.