25.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 270/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Østre Landsret (Δανία) στις 25 Φεβρουαρίου 2016 — Skatteministeriet κατά Y Denmark Aps

(Υπόθεση C-117/16)

(2016/C 270/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η δανική

Αιτούν δικαστήριο

Østre Landsret

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγον: Skatteministeriet

Έτερος διάδικος: Y Denmark Aps

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Προϋποθέτει η από κράτος μέλος επίκληση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, διατάξεως η οποία αφορά την εφαρμογή των αναγκαίων εθνικών διατάξεων για την πρόληψη της απάτης και των καταχρήσεων, ότι το εν λόγω κράτος μέλος έχει θεσπίσει ειδική εθνική διάταξη για τη μεταφορά του εν λόγω άρθρου 1, παράγραφος 2, ή ότι στο εθνικό δίκιο περιέχονται γενικές διατάξεις ή γενικές αρχές σχετικά με την απάτη και τις καταχρήσεις που μπορούν να ερμηνευθούν σε συμφωνία με το άρθρο 1, παράγραφος 2;

1.1

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, δύναται το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, του νόμου περί του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, το οποίο ορίζει ότι: «τα μερίσματα τυγχάνει απαλλαγής από τον φόρο ή μειώσεως του φόρου κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ […]» να θεωρηθεί ειδική εθνική διάταξη την οποία αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας;

2)

Αποτελεί συμβατική διάταξη για την πρόληψη των καταχρήσεων εμπίπτουσα στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας η διάταξη σε σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας (στο εξής: φορολογική σύμβαση) που έχουν συνάψει δύο κράτη μέλη και έχει συνταχθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα φορολογικής συμβάσεως του ΟΟΣΑ, κατά την οποία η φορολόγηση των διανεμηθέντων μερισμάτων εξαρτάται από το αν ο λήπτης τους θεωρείται ως ο δικαιούχος τους;

2.1.

Σε καταφατική περίπτωση, πρέπει ο όρος «διεθνείς συμβάσεις» στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προϋποθέτει ότι το κράτος μέλος δύναται, κατά το εσωτερικό του δίκαιο, να επικαλεστεί τη φορολογική σύμβαση εις βάρος του φορολογουμένου;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2, απόκειται τότε στον εθνικό δικαστή να ορίσει τον όρο «δικαιούχος», ή, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λαμβάνει ορισμό κατά το δίκαιο της Ένωσης υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου;

4)

Αν στο ερώτημα 2 δοθεί καταφατική απάντηση και αν στο ερώτημα 3 δοθεί η απάντηση ότι δεν απόκειται στον εθνικό δικαστή να ορίσει τον όρο «δικαιούχος», πρέπει ο όρος αυτός να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εταιρία κάτοικος κράτους μέλους, η οποία, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, λαμβάνει μερίσματα από θυγατρική κάτοικο άλλου κράτους μέλους, είναι ο «δικαιούχος» των εν λόγω μερισμάτων, όπως ο όρος αυτός πρέπει να νοείται στο δίκαιο της Ένωσης;

α)

Πρέπει η έννοια «δικαιούχος» να ερμηνεύεται σύμφωνα με την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/49/EΚ (στο εξής: οδηγία περί τόκων και δικαιωμάτων), σε συνδυασμό με το άρθρο της 1, παράγραφος 4;

β)

Πρέπει η έννοια αυτή να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη μόνο των σχολίων επί του άρθρου 10 του υποδείγματος φορολογικής συμβάσεως του ΟΟΣΑ του 1977 (σημείο 12), ή μπορούν να ληφθούν υπόψη στην μεταγενέστερα σχόλια, συμπεριλαμβανομένων των προσθηκών που πραγματοποιήθηκαν το 2003 σχετικά με τις «εταιρίες οχήματα» και το 2014 σχετικά με τις «συμβατικές ή νομικές υποχρεώσεις»;

γ)

Ποια σημασία έχει για την εκτίμηση του ζητήματος αν ο λήπτης των μερισμάτων είναι ο «δικαιούχος» το αν ο λήπτης των μερισμάτων είχε συμβατική ή νομική υποχρέωση να μεταφέρει τους τόκους σε άλλο πρόσωπο;

δ)

Ποια σημασία έχει για την εκτίμηση του ζητήματος αν ο λήπτης των μερισμάτων πρέπει να είναι ο «δικαιούχος», το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, διαπιστώσει ότι ο λήπτης –χωρίς να έχει συμβατική ή νομική υποχρέωση να μεταφέρει σε τρίτον τους τόκους που εισέπραξε– δεν είχε «πλήρες» δικαίωμα «χρήσεως και απολαύσεως» των τόκων όπως εκτίθεται στα σχόλια του 2014 επί του υποδείγματος φορολογικής συμβάσεως του 1977;

5)

Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν «εθνικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις», βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, ότι η εταιρία Α, η οποία είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους, διένειμε μερίσματα στη μητρική της εταιρία Β, η οποία είναι κάτοικος άλλου κράτους μέλους και στη συνέχεια τα μεταφέρει στη μητρική της εταιρία Γ εγκατεστημένη εκτός ΕΕ/ΕΟΧ, η οποία με τη σειρά της τα μεταφέρει στη μητρική της εταιρία Δ, επίσης εγκατεστημένη εκτός ΕΕ/ΕΟΧ, ότι δεν έχει συναφθεί φορολογική σύμβαση μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και του κράτους κατοικίας της εταιρίας Γ, ότι έχει συναφθεί φορολογική σύμβαση μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και του κράτους κατοικίας της εταιρίας Δ, και ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας του πρώτου κράτους, το κράτος αυτό δεν θα μπορούσε να απαιτήσει την παρακράτηση στην πηγή φόρου επί των μερισμάτων που η εταιρία Α διένειμε στην εταιρία Δ αν η Δ ήταν η άμεση ιδιοκτήτρια της εταιρίας Α· υπάρχει τότε κατάχρηση κατά την έννοια της οδηγίας οπότε η εταιρία Β δεν δύναται να καλυφθεί από την προστασία της;

6)

Αν εταιρία κάτοικος κράτους μέλους (η μητρική εταιρία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να τύχει απαλλαγής από την υποχρέωση παρακρατήσεως φόρου στην πηγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 2 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ όσον αφορά μερίσματα που έλαβε από εταιρία που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (τη θυγατρική), αντιτίθεται το άρθρο 43 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 EΚ (και/ή το άρθρο 56 EΚ), σε νομοθεσία βάσει της οποίας το τελευταίο κράτος μέλος φορολογεί ως προς τα μερίσματα τη μητρική εταιρία που κατοικεί στο άλλο κράτος μέλος, όταν το ίδιο κράτος μέλος θεωρεί ότι, σε παρόμοιες περιστάσεις, οι ημεδαπές μητρικές εταιρίες απαλλάσσονται από τον φόρο επί των εν λόγω μερισμάτων;

7)

Όταν εταιρία κάτοικος κράτους μέλους (η μητρική εταιρία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να τύχει απαλλαγής από την υποχρέωση παρακρατήσεως φόρου στην πηγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 2 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ όσον αφορά μερίσματα που έλαβε από εταιρία που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (τη θυγατρική), και όταν το τελευταίο κράτος μέλος θεωρεί ότι η μητρική εταιρία έχει εκεί περιορισμένη φορολογική υποχρέωση ως προς τα επίμαχα μερίσματα, αντιτίθεται το άρθρο 43 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 EΚ (και/ή το άρθρο 56 EΚ), σε νομοθεσία βάσει της οποίας το τελευταίο κράτος μέλος επιβάλλει στην υπεύθυνη για την παρακράτηση του φόρου στην πηγή εταιρία (στη θυγατρική) να καταβάλει τόκους υπερημερίας σε περίπτωση καθυστερήσεως σχετικά με την πληρωμή της παρακρατήσεως στην πηγή, και τούτο με επιτόκιο υψηλότερο από το επιτόκιο που το ίδιο κράτος μέλος εφαρμόζει για την είσπραξη του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων κατά εταιρίας που είναι κάτοικος του εν λόγω κράτους μέλους;

8)

Αν στο ερώτημα 2 δοθεί καταφατική απάντηση και στο ερώτημα 3 δοθεί η απάντηση ότι δεν απόκειται στον εθνικό δικαστή να ορίσει τον όρο «δικαιούχος», και αν επομένως εταιρία που κατοικεί σε κράτος μέλος (η μητρική εταιρία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να τύχει απαλλαγής από τον φόρο στην πηγή κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/435/EΟΚ σχετικά με μερίσματα που έλαβε από εταιρία που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (τη θυγατρική), οφείλει τότε το τελευταίο κράτος μέλος βάσει της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ ή του άρθρου 10 ΕΚ να αναφέρει ποιον θεωρεί ότι είναι ο δικαιούχος;

9)

Αν εταιρία που κατοικεί σε κράτος μέλος (η μητρική εταιρία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να τύχει απαλλαγής από τον φόρο στην πηγή κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/435/EΟΚ σχετικά με μερίσματα που έλαβε από εταιρία που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (τη θυγατρική), αντιτίθεται το άρθρο 43 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 (και/ή με το άρθρο 56 ΕΚ), χωριστά ή από κοινού, σε νομοθεσία βάσει της οποίας:

α)

το τελευταίο κράτος μέλος απαιτεί από τη θυγατρική να παρακρατήσει φόρο στην πηγή επί των μερισμάτων και την καθιστά υπεύθυνο έναντι του κράτους για τους μη παρακρατηθέντες φόρους στην πηγή, ενώ τέτοια υποχρέωση παρακρατήσεως δεν υπάρχει όταν η μητρική εταιρία είναι κάτοικος του ίδιου κράτους μέλους;

β)

το τελευταίο κράτος μέλος επιβάλλει τόκους υπερημερίας επί του οφειλόμενου φόρου στην πηγή;

Για την απάντηση στο ερώτημα 9, ζητείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λάβει υπόψη τις απαντήσεις στα ερωτήματα 6 και 7.

10)

Σε μια κατάσταση όπου:

1.

εταιρία που κατοικεί σε κράτος μέλος (η μητρική εταιρία) πληροί την κατά την οδηγία 90/435/ΕΟΚ προϋπόθεση κατοχής (κατά τα έτη 2005 και 2006) τουλάχιστον του 20 % του μετοχικού κεφαλαίου εταιρίας που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (της θυγατρικής)·

2.

η μητρική εταιρία δεν θεωρείται ως δυνάμενη να τύχει απαλλαγής από τον φόρο στην πηγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ όσον αφορά τα μερίσματα που διανεμήθηκαν από τη θυγατρική·

3.

ο/οι (άμεσος/οι ή έμμεσος/οι) μέτοχος/οι της μητρικής εταιρίας, που κατοικεί/ούν σε τρίτη χώρα, θεωρείται/ούνται ως ο/οι δικαιούχος/οι των επίμαχων μερισμάτων·

4.

ο/οι ανωτέρω (άμεσος/οι ή έμμεσος/οι) μέτοχος/οι πληροί/ούν επίσης την ανωτέρω προϋπόθεση σχετικά με τη συμμετοχή·

αντιτίθεται το άρθρο 56 ΕΚ σε νομοθεσία βάσει της οποίας το κράτος μέλος κατοικίας της θυγατρικής φορολογεί τα επίμαχα μερίσματα, όταν το ίδιο κράτος μέλος θεωρεί ότι απαλλάσσονται του φόρου επί των μερισμάτων αυτών οι ημεδαπές εταιρίες που πληρούν την κατά την οδηγία 90/435/ΕΟΚ προϋπόθεση σχετικά με τη συμμετοχή, δηλαδή κατά τα φορολογικά έτη 2005 και 2006 κατείχαν τουλάχιστον το 20 % του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας που διένειμε το μέρισμα (15 % το 2007 και το 2008 και 10 % στη συνέχεια);


(1)  Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (EE 1990, L 225, σ. 6).