ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Πράξη προσχωρήσεως του 2003 – Παράρτημα XII, κεφάλαιο 2 – Δυνατότητα κράτους μέλους να παρεκκλίνει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 και από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ – Πολωνός υπήκοος ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει δώδεκα μήνες ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής»

Στην υπόθεση C‑618/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Upper Tribunal (Administrative Appeals Chamber) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα γενικής αρμοδιότητας), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Rafal Prefeta

κατά

Secretary of State for Work and Pensions,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, E. Levits, A. Borg Barthet και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο R. Prefeta, εκπροσωπούμενος από τους J. Power, solicitor, T. Royston, barrister, και R. Drabble, QC,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις R. Fadoju και C. Crane, επικουρούμενες από την K. Apps και τον D. Blundell, barristers,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και J. Tomkin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του παραρτήματος ΧΙΙ της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: πράξη προσχωρήσεως του 2003), του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1), καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Rafal Prefeta και του Secretary of State for Work and Pensions (υπουργού εργασίας και συντάξεων, Ηνωμένο Βασίλειο) (στο εξής: υπουργός), σχετικά με την εκ μέρους του υπουργού άρνηση χορηγήσεως στον R. Prefeta επιδόματος απασχολήσεως και στηρίξεως εξαρτώμενου από το εισόδημα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η πράξη προσχωρήσεως του 2003

3

Η πράξη προσχωρήσεως του 2003 καθορίζει τους όρους προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Δημοκρατίας της Πολωνίας, μεταξύ άλλων, και προβλέπει προσαρμογές των Συνθηκών.

4

Το άρθρο 1, δεύτερη και πέμπτη περίπτωση, της πράξεως αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

[…]

ως “παρόντα κράτη μέλη” νοούνται το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας,

[…]

ως “νέα κράτη μέλη” νοούνται η Τσεχική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Κυπριακή Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λετονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Μάλτας, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Σλοβενίας και η Σλοβακική Δημοκρατία,

[…]».

5

Το τέταρτο μέρος της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 περιέχει διατάξεις προσωρινής ισχύος όσον αφορά τα νέα κράτη μέλη. Το άρθρο 24 της εν λόγω πράξεως, το οποίο περιλαμβάνεται στο εν λόγω μέρος, προβλέπει τα εξής:

«Τα μέτρα που απαριθμούνται στα Παραρτήματα V, VI, VII, VIII, IX, X, XI, XII, XIII και XIV της παρούσας Πράξης, ισχύουν όσον αφορά τα νέα κράτη μέλη, υπό τους όρους που ορίζονται στα Παραρτήματα αυτά.»

6

Το παράρτημα XII της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 φέρει τον τίτλο «Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 24 της Πράξης Προσχώρησης: Πολωνία». Το κεφάλαιο 2, παράγραφοι 1, 2, 5 και 9, του παραρτήματος αυτού, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, έχει ως εξής:

«1.   Το άρθρο [45] και το άρθρο [56], [πρώτο εδάφιο], [ΣΛΕΕ] εφαρμόζονται πλήρως μόνον όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που συνεπάγεται προσωρινή κυκλοφορία εργαζομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 96/71/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1)], μεταξύ, αφενός, της Πολωνίας, και, αφετέρου, του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δανίας, της Γερμανίας, της Εσθονίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, του Λουξεμβούργου, της Ουγγαρίας, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Πορτογαλίας, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων των παραγράφων 2 έως 14.

2.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 1 έως 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 [του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),] και μέχρι το τέλος της διετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης, τα παρόντα κράτη μέλη εφαρμόζουν εθνικά μέτρα, ή μέτρα που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες, με τα οποία ρυθμίζεται η πρόσβαση Πολωνών υπηκόων στις αγορές εργασίας τους. Τα παρόντα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τέτοια μέτρα μέχρι το τέλος πενταετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης.

Πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι εργάζονται νομίμως σε παρόν κράτος μέλος την ημερομηνία προσχώρησης και μετέχουν στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα 12 μηνών ή μεγαλύτερο, έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους αλλά όχι στην αγορά εργασίας άλλων κρατών μελών που εφαρμόζουν εθνικά μέτρα.

Πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι μετέχουν στην αγορά εργασίας παρόντος κράτους μέλους μετά την προσχώρηση για αδιάλειπτο χρονικό διάστημα 12 μηνών ή μεγαλύτερο, απολαύουν επίσης των ιδίων δικαιωμάτων. Οι Πολωνοί υπήκοοι που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο παύουν να απολαύουν των δικαιωμάτων που αναφέρονται στα εδάφια αυτά, εάν εγκαταλείψουν οικειοθελώς την αγορά εργασίας του συγκεκριμένου παρόντος κράτους μέλους.

Πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι εργάζονται νομίμως σε παρόν κράτος μέλος την ημερομηνία προσχώρησης ή κατά το χρονικό διάστημα εφαρμογής εθνικών μέτρων, και οι οποίοι μετέχουν στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών δεν απολαύουν των εν λόγω δικαιωμάτων.

[…]

5.   Κράτος μέλος που διατηρεί εθνικά μέτρα ή μέτρα που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες στο τέλος της πενταετούς περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί, σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της αγοράς εργασίας του ή απειλής τέτοιας διαταραχής, και μετά από κοινοποίηση προς την Επιτροπή, να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τα μέτρα αυτά μέχρι το τέλος της επταετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης. Ελλείψει της κοινοποίησης αυτής, εφαρμόζονται τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού [1612/68].

9.   Στο μέτρο που ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/001, σ. 43),] δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τις διατάξεις του κανονισμού [1612/68] η εφαρμογή του οποίου αναβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5 και 7 και 8, η Πολωνία και τα παρόντα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις αυτές στο μέτρο που απαιτείται για την εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 5 και 7 και 8.»

Ο κανονισμός 492/2011

7

Το κεφάλαιο I του κανονισμού 492/2011 φέρει τον τίτλο «Απασχόληση, ισότητα μεταχείρισης και οικογένειες εργαζομένων».

8

Στο κεφάλαιο αυτό, το τμήμα 1, με τίτλο «Πρόσβαση σε απασχόληση», περιέχει τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 492/2011 τα οποία απαγορεύουν, κατ’ ουσίαν, τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές ρυθμίσεις, καθώς και τις διοικητικές πρακτικές κράτους μέλους οι οποίες περιορίζουν ή εξαρτούν από όρους που δεν προβλέπονται για τους ημεδαπούς τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας, την πρόσβαση σε απασχόληση και την άσκησή της από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών.

9

Στο ίδιο κεφάλαιο, στο τμήμα 2, με τίτλο «Άσκηση της απασχόλησης και ισότητα μεταχείρισης», το άρθρο 7, στις παραγράφους 1 και 2, ορίζει τα εξής:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

10

Το άρθρο 41 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει τα εξής:

«Ο κανονισμός [1612/68] καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.»

Η οδηγία 2004/38

11

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, με τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», προβλέπει τα εξής:

«1.   Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, […]

[…]

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αν ο ενδιαφερόμενος είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος·

β)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης·

γ)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου·

δ)

αν ο ενδιαφερόμενος παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος είναι ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης.

[…]»

12

Το άρθρο 38, παράγραφοι 2 και 3, της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατάργηση», προβλέπει τα εξής:

«2.   Οι οδηγίες 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ καταργούνται από τις 30 Απριλίου 2006.

3.   Οι αναφορές που γίνονται στις καταργούμενες διατάξεις και οδηγίες θεωρούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία.»

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

13

Η Immigration (European Economic Area) Regulations 2006/1003 [κανονιστική απόφαση 2006/1003 για τη μετανάστευση (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος), στο εξής κανονιστική απόφαση του 2006], η οποία εκδόθηκε για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/38 στο εσωτερικό δίκαιο, τροποποίησε την Accession (Immigration and Worker Registration) Regulations [κανονιστική απόφαση 2004/1219 για τις προσχωρήσεις (μετανάστευση και καταγραφή εργαζομένων)]. Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη κανονιστική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2004), η εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο των κανόνων της Ένωσης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αναβλήθηκε όσον αφορά τους υπηκόους οκτώ από τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, στα οποία συγκαταλέγεται η Δημοκρατία της Πολωνίας. Αυτά τα μέτρα παρεκκλίσεως θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 24 της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 και παρέμειναν σε ισχύ μέχρι τις 30 Απριλίου 2011.

14

Η κανονιστική απόφαση του 2004 προέβλεπε σύστημα καταγραφής [Accession State Worker Registration Scheme (σύστημα καταγραφής των εργαζομένων που προέρχονται από νέα κράτη μέλη)] για τους υπηκόους αυτών των οκτώ νέων κρατών μελών οι οποίοι εργάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Απριλίου 2011.

15

Το άρθρο 2 αυτής της κανονιστικής αποφάσεως, με τίτλο «εργαζόμενος νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή», όριζε τα εξής:

«(1)   Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, ως “εργαζόμενος νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή” νοείται ο υπήκοος συγκεκριμένου νέου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο της προσχωρήσεως.

[…]

(4)   Υπήκοος συγκεκριμένου νέου κράτους μέλους ο οποίος νομίμως εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, το οποίο συμπίπτει εν όλω ή εν μέρει με το διάστημα μετά τις 30 Απριλίου 2004, παύει με την πάροδο δώδεκα μηνών να είναι εργαζόμενος νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή.

[…]

(8)   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει εργασθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών αν εργάσθηκε νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο στην αρχή και στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος και αν ολόκληρο το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει συνολικώς τις 30 ημέρες.

[…]»

16

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Υπήκοος συγκεκριμένου νέου κράτους μέλους, ο οποίος θα είχε την ιδιότητα του εργαζομένου από νέο κράτος μέλος για τον οποίο απαιτείται καταγραφή αν είχε αρχίσει να εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό την ιδιότητα προσώπου που αναζητεί εκεί εργασία.»

17

Το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της κανονιστικής αποφάσεως του 2004 προέβλεπε τα εξής:

«(3)   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 δεν έχει εφαρμογή σε εργαζόμενο νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή, ο οποίος παύει να εργάζεται.

(4)   Όταν εργαζόμενος νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή παύσει να εργάζεται για εγκεκριμένο εργοδότη, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006, εντός του μήνα που αρχίζει από την ημερομηνία ενάρξεως της εργασίας, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται ως προς τον εν λόγω εργαζόμενο για το υπόλοιπο του μήνα αυτού.»

18

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006, όπως ίσχυε στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήκοος κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου μπορεί να απολαύει διευρυμένου δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, προέβλεπε τα εξής:

«1)   Για την εφαρμογή της παρούσας κανονιστικής αποφάσεως, ως “πρόσωπο που έχει δικαίωμα διαμονής” νοείται κάθε υπήκοος κράτους του ΕΟΧ εγκατεστημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο ως:

[…]·

b)

μισθωτός·

[…]».

19

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, το οποίο καθόριζε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρόσωπο το οποίο είχε σταματήσει να εργάζεται μπορούσε να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο b, της ίδιας κανονιστικής αποφάσεως, προέβλεπε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7Α, παράγραφος 4, πρόσωπο το οποίο δεν εργάζεται πλέον εξακολουθεί να θεωρείται εργαζόμενος για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο b, εάν

a)

είναι προσωρινά ανίκανο προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος·

b)

έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος αφότου απασχολήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταγραφεί ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχολήσεως και

i)

εργαζόταν για χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους πριν καταστεί άνεργος·

ii)

είναι άνεργος για λιγότερο από έξι μήνες· ή

iii)

μπορεί να αποδείξει ότι αναζητεί εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει βάσιμες πιθανότητες να προσληφθεί,

[…]».

20

Το άρθρο 7Α, παράγραφος 4, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 όριζε τα εξής:

«Το άρθρο 6, παράγραφος 2, εφαρμόζεται σε εργαζόμενο νέου κράτους μέλους αν

a)

πρόκειται για πρόσωπο για το οποίο είχε εφαρμογή στις 30 Απριλίου 2011 το άρθρο 5, παράγραφος 4, της [κανονιστικής αποφάσεως του 2004]· ή

b)

κατά περίπτωση, κατέστη ανίκανος προς εργασία, άνεργος ή έπαυσε να εργάζεται μετά την 1η Μαΐου 2011.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Ο R. Prefeta, Πολωνός υπήκοος, εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2008 και εργάστηκε εκεί από τις 7 Ιουλίου 2009 έως τις 11 Μαρτίου 2011, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η απασχόλησή του εξαιτίας τραυματισμού ο οποίος δεν σχετιζόταν με την εργασία του.

22

Από την άφιξή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο R. Prefeta ενέπιπτε στο καθεστώς του «εργαζομένου νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή», υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2004. Ωστόσο, δεδομένου ότι έλαβε πιστοποιητικό καταγραφής του ως εργαζομένου μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2011, ο R. Prefeta εργάσθηκε ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος μόνον για συνολικό διάστημα δύο μηνών και έξι ημερών.

23

Μετά τις 11 Μαρτίου 2011, έχοντας καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, ο R. Prefeta καταγράφηκε ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία στην αρμόδια εθνική υπηρεσία απασχολήσεως. Υπό την ιδιότητα αυτή, έλαβε επιδόματα ανεργίας από τις 20 Μαρτίου 2011.

24

Στις 20 Οκτωβρίου 2011, ο R. Prefeta υπέβαλε ενώπιον του υπουργού αίτηση προκειμένου να λάβει το συμπληρωματικό εξαρτώμενο από το εισόδημα επίδομα απασχολήσεως και στηρίξεως.

25

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίδομα αυτό, το οποίο απευθύνεται σε κατηγορίες προσώπων των οποίων η ικανότητα εργασίας είναι περιορισμένη λόγω της σωματικής ή διανοητικής τους καταστάσεως, μπορεί να χορηγηθεί μόνον στους εργαζομένους, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο b, και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006, και όχι στα πρόσωπα τα οποία αναζητούν εργασία.

26

Ως εκ τούτου, ο υπουργός απέρριψε την αίτηση του R. Prefeta, κρίνοντας ότι δεν είχε αποδείξει ότι εργαζόταν, πριν χάσει την εργασία του, επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών ή μεγαλύτερο όντας καταγεγραμμένος σύμφωνα με την κανονιστική απόφαση του 2004, κάτι που θα του επέτρεπε να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο b, και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006.

27

Ο R. Prefeta προσέφυγε κατά της αποφάσεως του υπουργού ενώπιον του First-tier Tribunal (Social Entitlement Chamber) [πρωτοδικείου διοικητικών διαφορών (τμήμα κοινωνικών παροχών), Ηνωμένο Βασίλειο]. Μετά την απόρριψη της προσφυγής του από το δικαστήριο αυτό, ο R. Prefeta άσκησε έφεση ενώπιον του Upper Tribunal (Administrative Appeals Chamber) [εφετείου διοικητικών διαφορών (τμήμα γενικής αρμοδιότητας), Ηνωμένο Βασίλειο].

28

Με την έφεσή του, o R. Prefeta υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως του 2004 δεν επέτρεπε στους υπηκόους συγκεκριμένων νέων κρατών μελών, οι οποίοι δεν είχαν εργασθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο με πιστοποιητικό καταγραφής επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, να διατηρήσουν την ιδιότητα του εργαζομένου, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, και να τύχουν, με τον τρόπο αυτό, της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Σύμφωνα με τον R. Prefeta, η ισχύς εθνικής ρυθμίσεως αντίθετης προς τις δύο ως άνω διατάξεις δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση την πράξη προσχωρήσεως του 2003, καθότι η πράξη αυτή δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από τις εν λόγω διατάξεις.

29

Ο υπουργός υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η κανονιστική απόφαση του 2004 ήταν σύμφωνη με την πράξη προσχωρήσεως του 2003. Συναφώς, επισημαίνει ότι το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξεως προσχωρήσεως προβλέπει ότι οι Πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι εργάζονται νομίμως κατά το χρονικό διάστημα εφαρμογής των εθνικών μέτρων και οι οποίοι μετέχουν στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους επί χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών δεν απολαύουν των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 και από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Upper Tribunal (Administrative Appeals) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα γενικής αρμοδιότητας)] αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Επέτρεπε το παράρτημα XII της [πράξεως προσχωρήσεως του 2003] στα [τότε παρόντα] κράτη μέλη να αποκλείσουν τους Πολωνούς υπηκόους από το ευεργέτημα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011] και του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας [2004/38], όταν ο εργαζόμενος, μολονότι είχε συμμορφωθεί οψίμως προς την κατά το εθνικό δίκαιο υποχρέωση καταγραφής του ως εργαζομένου, δεν είχε ακόμη εργασθεί αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος;

2)

Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, μπορεί Πολωνός εργαζόμενος, υπό τις συνθήκες του πρώτου ερωτήματος, να επικαλεσθεί το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας [2004/38] όσον αφορά τη διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το παράρτημα ΧΙΙ, κεφάλαιο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 έχει την έννοια ότι, κατά την προβλεπόμενη σε αυτό μεταβατική περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τη δυνατότητα να αποκλείσει από το ευεργέτημα του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 Πολωνό υπήκοο ο οποίος δεν πληρούσε την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία προϋπόθεση περί εργασίας στο έδαφος του κράτους μέλους ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών.

32

Συναφώς, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφος 1, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 ορίζει ότι το άρθρο 39 και το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 45 και άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αντιστοίχως) εφαρμόζονται πλήρως μόνον υπό την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 14 του ίδιου κεφαλαίου, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που συνεπάγονται προσωρινή κυκλοφορία εργαζομένων μεταξύ της Πολωνίας και των τότε παρόντων κρατών μελών. Οι μεταβατικές διατάξεις προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 1612/68, καθώς και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από τις διατάξεις της οδηγίας 68/360.

33

Ασφαλώς, το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 δεν αναφέρεται ούτε στην οδηγία 2004/38 ούτε στον κανονισμό 492/2011, καθώς τα κείμενα αυτά θεσπίστηκαν μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω πράξεως. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 38, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής και του άρθρου 41 του κανονισμού αυτού, οι παραπομπές στον κανονισμό 1612/68 και στην οδηγία 68/360, που καταργήθηκαν με αυτές τις δύο πράξεις, πρέπει να θεωρούνται ως παραπομπές στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2004/38 και του κανονισμού 492/2011.

34

Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα το οποίο υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί αν το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, κατά το οποίο ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους, προϋποθέτει ότι πρόσωπο το οποίο τελεί στην κατάσταση του R. Prefeta, ήτοι έχει παύσει να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, μπορεί παρά ταύτα να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38.

35

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφος 9, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003, μόνον εφόσον ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2004/38 δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τις διατάξεις του κανονισμού 492/2011, η εφαρμογή του οποίου αναβάλλεται σύμφωνα με το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 έως 5, 7 και 8, αυτής της πράξεως προσχωρήσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας και τα παρόντα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2004/38, στο μέτρο που απαιτείται για την εφαρμογή των παραγράφων αυτών.

36

Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, πρώτον, αν το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 μπορεί να διαχωριστεί από τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 492/2011, η εφαρμογή του οποίου έχει αναβληθεί κατά τα ανωτέρω.

37

Συναφώς, παρατηρείται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, ότι η δυνατότητα πολίτη της Ένωσης, ο οποίος έχει παύσει προσωρινά να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, καθώς και το αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εκκινεί από την παραδοχή ότι ο πολίτης αυτός έχει τη διάθεση και την ικανότητα να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Saint Prix,C‑507/12, EU:C:2014:2007, σκέψεις 38 έως 41).

38

Πράγματι, αφενός, το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 αφορά την κατάσταση πολίτη της Ένωσης που είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος, κατάσταση που προϋποθέτει ότι ο εν λόγω πολίτης μπορεί να ασκήσει εκ νέου μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα μόλις η προσωρινή ανικανότητα προς εργασία παύσει. Αφετέρου, το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί την καταγραφή του μη ασκούντος οικονομική δραστηριότητα πολίτη της Ένωσης ως αιτούντος εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχολήσεως, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας του επιβάλλει την υποχρέωση να παρακολουθήσει, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μαθήματα επαγγελματικής καταρτίσεως.

39

Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 αφορά, επομένως, περιπτώσεις κατά τις οποίες η επανένταξη του πολίτη της Ένωσης στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής είναι δυνατή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από εκείνη των διατάξεων του κανονισμού 492/2011, που διέπουν την πρόσβαση στην απασχόληση υπηκόου κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ήτοι των άρθρων 1 έως 6 του κανονισμού αυτού.

40

Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν είναι αναγκαία η παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπονται με τις μεταβατικές διατάξεις του παραρτήματος XII, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 έως 5, 7 και 8, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003.

41

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι μεταβατικές διατάξεις του παραρτήματος XII, κεφάλαιο 2, αυτής της πράξεως προσχωρήσεως επιδιώκουν να αποτρέψουν, κατόπιν της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ένωση, την πρόκληση διαταράξεων στην αγορά εργασίας των παλαιών κρατών μελών, οφειλομένων στην άμεση άφιξη υψηλού αριθμού εργαζομένων υπηκόων των εν λόγω νέων κρατών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Vicoplus κ.λπ.,C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 34 καθώς και παρατιθέμενη νομολογία).

42

Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η κανονιστική απόφαση του 2004 εκδόθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται από τις μεταβατικές διατάξεις του παραρτήματος XII, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 και 9, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003.

43

Το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, αυτής της πράξεως προσχωρήσεως προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά παρέκκλιση των άρθρων 1 έως 6 του κανονισμού 492/2011 και κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως, τα παρόντα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα που ρυθμίζουν την πρόσβαση των Πολωνών υπηκόων στην αγορά εργασίας τους.

44

Επομένως, επ’ αυτής ακριβώς της βάσεως το άρθρο 2 της κανονιστικής αποφάσεως του 2004 εισήγαγε στη βρετανική έννομη τάξη το καθεστώς του «εργαζομένου νέου κράτους μέλους για τον οποίο απαιτείται καταγραφή» όσον αφορά τους υπηκόους των νέων κρατών μελών οι οποίοι εργάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο εφαρμογής της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως. Η εν λόγω κανονιστική απόφαση προέβλεπε ότι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι έπαυαν να εμπίπτουν στο ως άνω καθεστώς με τη συμπλήρωση αδιάλειπτου χρονικού διαστήματος εργασίας δώδεκα μηνών στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, το οποίο συνέπιπτε εν όλω ή εν μέρει με το διάστημα μετά τις 30 Απριλίου 2004.

45

Ο υπήκοος του οικείου προσχωρούντος κράτους, για το διάστημα κατά το οποίο ενέπιπτε στο εν λόγω καθεστώς, όφειλε να αποκτήσει πιστοποιητικό καταγραφής της εργασίας του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και δεν απήλαυε του συνόλου των δικαιωμάτων τα οποία το δίκαιο της Ένωσης παρέχει σε υπήκοο κράτους μέλους που μετακινείται σε άλλο κράτος μέλος για λόγους εργασίας. Ειδικότερα, τα άρθρα 4 και 5 της κανονιστικής αποφάσεως του 2004 περιόριζαν το δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο υπηκόου νέου κράτους μέλους ως προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία καθώς και τη δυνατότητά του να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου και το αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής μόλις έπαυε να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα.

46

Όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, την οποία εισήγαγε το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν αναγκαία για την πλήρη αποτελεσματικότητα των μέτρων που έλαβε το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται από τις μεταβατικές διατάξεις του παραρτήματος XII, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 και 9, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003.

47

Πράγματι, αν εργαζόμενος νέου κράτους μέλους ο οποίος είχε παύσει να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, χωρίς προηγουμένως να έχει συμπληρώσει αδιάλειπτο χρονικό διάστημα εργασίας δώδεκα μηνών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου, καθώς και το δικαίωμα διαμονής που του αντιστοιχεί δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των παρεκκλίσεων αυτών, οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τον περιορισμό του δικαιώματος των υπηκόων νέου κράτους μέλους οι οποίοι δεν ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα να διαμένουν στο έδαφός του για να αναζητήσουν εργασία.

48

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 και 9, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, υπό περιστάσεις όπως αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης.

49

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, πριν παύσει να ασκεί τη δραστηριότητά του, ο R. Prefeta είχε εργαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το χρονικό διάστημα από 7ης Ιουλίου 2009 έως 11 Μαρτίου 2011, δηλαδή για διάστημα περίπου είκοσι μηνών.

50

Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 69 έως 71 των προτάσεών του, από το παράρτημα ΧΙΙ, κεφάλαιο 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 προκύπτει ότι οι Πολωνοί υπήκοοι έπρεπε να πληρούν δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου να μην εμπίπτουν στις προβλεπόμενες στην ως άνω πράξη παρεκκλίσεις, δηλαδή, αφενός, τη συμπλήρωση αδιάλειπτου χρονικού διαστήματος εργασίας δώδεκα μηνών και, αφετέρου, την εισδοχή στην αγορά εργασίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

51

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να τονιστεί ότι η κανονιστική απόφαση του 2004 εξαρτούσε την εισδοχή στην αγορά εργασίας από την απόκτηση πιστοποιητικού καταγραφής από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

52

Ωστόσο, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο R. Prefeta έλαβε το πιστοποιητικό καταγραφής της εργασίας του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2011, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε γίνει δεκτός στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους μόνο για συνολικό διάστημα δύο μηνών και έξι ημερών, το οποίο είναι μικρότερο από το διάστημα των δώδεκα μηνών που απαιτεί το παράρτημα ΧΙΙ, κεφάλαιο 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003.

53

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι ο R. Prefeta δεν μπορούσε να υπαχθεί στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 προκειμένου να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου αφού έπαυσε να εργάζεται, δεν ήταν πλέον σε θέση να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, καθότι ο κανονισμός αυτός αφορά τους υπηκόους κράτους μέλους που έχουν την ιδιότητα αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Geven,C‑213/05, EU:C:2007:438, σκέψη 16, καθώς και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, N.,C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψεις 48 και 49).

54

Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να εξακριβωθεί αν το παράρτημα ΧΙΙ, κεφάλαιο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

55

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 έχει την έννοια ότι, κατά την προβλεπόμενη σε αυτό μεταβατική περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε να αποκλείσει από το ευεργέτημα του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 Πολωνό υπήκοο, όπως ο R. Prefeta, ο οποίος δεν πληρούσε την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία προϋπόθεση περί εργασίας στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

56

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το παράρτημα XII, κεφάλαιο 2, της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι, κατά την προβλεπόμενη σε αυτό μεταβατική περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας μπορούσε να αποκλείσει από το ευεργέτημα του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, Πολωνό υπήκοο, όπως ο Rafal Prefeta, ο οποίος δεν πληρούσε την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία προϋπόθεση περί εργασίας στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ως καταγεγραμμένος εργαζόμενος επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.