Υπόθεση C-490/16

A.S.

κατά

Républika Slovenija

(αίτηση του Vrhovno sodišče
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Άφιξη εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών προς αναζήτηση διεθνούς προστασίας – Οργάνωση από τις αρχές κράτους μέλους της διάβασης των συνόρων του με σκοπό τη διέλευση προς άλλο κράτος μέλος – Είσοδος επιτραπείσα κατά παρέκκλιση για ανθρωπιστικούς λόγους – Άρθρο 13 – Παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων – Προθεσμία δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της διαβάσεως των συνόρων – Άρθρο 27 – Μέσο ένδικης προστασίας – Έκταση του δικαστικού ελέγχου – Άρθρο 29 – Προθεσμία έξι μηνών για την εκτέλεση της μεταφοράς – Υπολογισμός των προθεσμιών – Άσκηση ενδίκου βοηθήματος – Ανασταλτικό αποτέλεσμα»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 26ης Ιουλίου 2017

  1. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς ληφθείσας έναντι αιτούντος διεθνή προστασία–Δυνατότητα να προβληθεί εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου ευθύνης σχετικά με την παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων

    (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 19 και άρθρα 13 § 1 και 27 § 1)

  2. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Είσοδος και/ή διαμονή–Εισδοχή στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόων τρίτης χώρας, οι οποίοι διέρχονται από το κράτος μέλος αυτό προκειμένου να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος–Κατάσταση η οποία θεωρείται παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων–Άφιξη εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών προς αναζήτηση διεθνούς προστασίας–Δεν ασκεί επιρροή

    (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 13 § 1)

  3. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς ληφθείσας έναντι αιτούντος διεθνή προστασία–Δεν επηρεάζει την προθεσμία για την εφαρμογή του κριτηρίου ευθύνης σχετικά με την παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων–Επηρεάζει την έναρξη της προθεσμίας για την εκτέλεση της αποφάσεως περί μεταφοράς

    (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 2, 13 § 1, 27 § 3 και 29 §§ 1 και 2)

  1.  Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 19 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης κατά αποφάσεως περί μεταφοράς του, εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου ευθύνης σχετικά με την παράνομη διάβαση των συνόρων κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

    Συναφώς, στη σκέψη 61 της αποφάσεως της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, ο αιτών διεθνή προστασία μπορούσε να προβάλει εσφαλμένη εφαρμογή ενός κριτηρίου περί ευθύνης για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που ορίζεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού Δουβλίνο III. Πάντως, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση αφορούσε άμεσα μόνον το κριτήριο του άρθρου 12 του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το Δικαστήριο στην ίδια απόφαση ισχύουν επίσης, mutatis mutandis και για το κριτήριο που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

    Ως προς την προβληθείσα από το αιτούν δικαστήριο περίσταση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, κάποιο άλλο κράτος μέλος αναγνώρισε ήδη ότι ήταν υπεύθυνο για την εξέταση της επίμαχης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, απόφαση μεταφοράς μπορεί να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνον αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα κάνει δεκτή την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του προσώπου αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανωτέρω περίσταση δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται ότι αποκλείεται ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως περί μεταφοράς ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων του κεφαλαίου III του κανονισμού αυτού, ειδάλλως το άρθρο 27, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού θα έχανε ουσιαστικά την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

    (βλ. σκέψεις 27, 29, 30, 33-35, διατακτ. 1)

  2.  Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η είσοδος έγινε ανεκτή από τις αρχές ενός πρώτου κράτους μέλους, που αντιμετώπισαν την άφιξη εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι ζητούσαν να διέλθουν από το κράτος μέλος αυτό προκειμένου να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που καταρχήν απαιτούνταν στο πρώτο αυτό κράτος μέλος, πρέπει να θεωρείται ότι «διέβη παρανόμως» τα σύνορα του εν λόγω πρώτου κράτους μέλους κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    Πέραν τούτου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III και του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία προς το υπεύθυνο κράτος μέλος δεν πρέπει να πραγματοποιείται οσάκις η μεταφορά αυτή συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ο ενδιαφερόμενος απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 4 (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ.,C‑578/16 PPU,EU:C:2017:127, σκέψη 65). Δεν θα μπορούσε επομένως να πραγματοποιηθεί μεταφορά εάν, κατόπιν της αφίξεως εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών που ζητούσαν να τους παρασχεθεί διεθνής προστασία, υφίστατο τέτοιος κίνδυνος στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

    (βλ. σκέψεις 41, 42, διατακτ. 2)

  3.  Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 604/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι η άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς δεν επηρεάζει τον υπολογισμό της προθεσμίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 1.

    Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι η άσκηση τέτοιας προσφυγής συνεπάγεται ότι η προθεσμία που ορίζουν οι διατάξεις αυτές αρχίζει να τρέχει μόνον από την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως επί της προσφυγή αυτής, ακόμα και όταν το επιληφθέν της προσφυγής δικαιοδοτικό όργανο αποφασίζει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εφόσον η εν λόγω προσφυγή είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

    Όσον αφορά, πρώτον, την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που παρατίθενται στο κεφάλαιο III του κανονισμού αυτού πραγματοποιείται βάσει της καταστάσεως που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά σε κάποιο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η τελευταία περίοδος του άρθρου 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος του οποίου τα εξωτερικά σύνορα διέβη παρανόμως υπήκοος τρίτης χώρας δεν θα μπορεί πλέον να θεωρείται υπεύθυνο, βάσει της διατάξεως αυτής, εάν η προθεσμία των δώδεκα μηνών μετά την παράνομη διάβαση των συνόρων αυτών εξέπνευσε ήδη κατά την ημερομηνία που ο αιτών υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά σε κάποιο κράτος μέλος.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως περί μεταφοράς, που είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερη της κοινοποιήσεως της τελευταίας και, επομένως, της υποβολής της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να έχει οιαδήποτε επίπτωση στον υπολογισμό της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.

    Όσον αφορά, δεύτερον, την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, αφενός, από τη διάρθρωση των διαφόρων παραγράφων του άρθρο αυτού και, αφετέρου, από την παντελή απουσία διευκρινίσεων, στη διάταξη αυτή, ως προς το σημείο ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή διευκρινίζει αποκλειστικώς τις συνέπειες που επιφέρει η εκπνοή της προθεσμίας για την εκτέλεση της μεταφοράς που ορίζει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian,C‑19/08, EU:C:2009:41, σκέψη 50). Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της ενδεχόμενης υποβολής προσφυγής, προβλέποντας ότι η προθεσμία των έξι μηνών για την εκτέλεση της μεταφοράς αρχίζει από την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως επί του ενδίκου βοηθήματος ή της επανεξετάσεως, εφόσον χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, η άσκηση προσφυγής η οποία, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα συνεπάγεται ότι η προθεσμία για την εκτέλεση της μεταφοράς θα εκπνεύσει, καταρχήν, έξι μήνες μετά την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως επί της προσφυγής αυτής.

    Τουτέστιν, η προθεσμία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του κριτηρίου που ορίζει η διάταξη αυτή και πρέπει να τηρείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά το πέρας της οποίας μπορεί, ενδεχομένως, να ληφθεί απόφαση περί μεταφοράς. Αντιθέτως, το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως περί μεταφοράς και μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όταν έχει καταρχήν διαπιστωθεί η ανάγκη μεταφοράς, το νωρίτερο αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα έχει κάνει δεκτό το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης.

    (βλ. σκέψεις 49, 50, 52-54, 56-60, διατακτ. 3)