ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 15ης Ιουνίου 2017 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ντάμπινγκ — Κανονισμός (ΕΚ) 1472/2006 — Εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ — Κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1294/2009 — Διαδικασία επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων επίκειται η λήξη ισχύος — Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς — Δειγματοληψία — Συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑349/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

T.KUP SAS

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η T.KUP SAS, εκπροσωπούμενη από τους A. Tallon και D. Geernaert, advocaten,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet και M. Jacobs,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την H. Marcos Fraile, επικουρούμενη από τον N. Tuominen, avocată,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland και T. Maxian Rusche,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την εκτίμηση του κύρους του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1294/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα που αποστέλλονται από την ΕΔΠ Μακάο, ανεξάρτητα από το αν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι, μετά τη διαδικασία επανεξέτασης εν όψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 352, σ. 1), υπό το πρίσμα του άρθρου 2, του άρθρου 3, του άρθρου 11, παράγραφοι 2, 5 και 9, του άρθρου 17, παράγραφος 1, και του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 77, σ. 12) (στο εξής: βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της T.KUP SAS και του Βελγικού Δημοσίου σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που η εν λόγω εταιρία κατέβαλε στο πλαίσιο της εισαγωγής υποδημάτων από την Κίνα και από το Βιετνάμ.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα η ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα.»

4

Το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει της παρούσας παραγράφου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους κοινοτικούς παραγωγούς η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το αν τυχόν λήξη ισχύος μέτρων είναι ή όχι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής των μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

[…]

5.   Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους. Οι επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 4 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους. Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών, τα μέτρα:

παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά την παράγραφο 2 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά την παράγραφο 3 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως, ή

παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

9.   Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.

[…]»

5

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.»

6

Το άρθρο 21 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της εγχώριας βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών· η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας.

2.   Προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη τους όλες τις απόψεις και όλα τα στοιχεία, πριν αποφασίσουν αν η επιβολή μέτρων εξυπηρετεί ή όχι το συμφέρον της Κοινότητας, παρέχεται το δικαίωμα στους καταγγέλλοντες, στους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των χρηστών και των καταναλωτών να αναγγελθούν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας αντιντάμπινγκ και να προσκομίσουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Τα στοιχεία αυτά ή κατάλληλη περίληψη αυτών διατίθενται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν απόψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα στοιχεία αυτά.

3.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Οι αιτήσεις ακρόασης γίνονται δεκτές, εφόσον έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και επιπλέον αναφέρουν τους ειδικούς λόγους για τους οποίους είναι επιβεβλημένη, από την άποψη του κοινοτικού συμφέροντος, η ακρόαση των μερών.

4.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των προσωρινών δασμών που έχουν ενδεχομένως επιβληθεί. Οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να παραλαμβάνονται εντός ενός μηνός από την έναρξη εφαρμογής των εκάστοτε μέτρων, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη· επίσης, οι παρατηρήσεις αυτές [ή] κατάλληλη περίληψή τους διατίθενται στα άλλα μέρη που δικαιούνται να ανταπαντήσουν.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει τις πληροφορίες που έχουν υποβληθεί με τον προσήκοντα τρόπο, καθώς και το κατά πόσον αυτές είναι αντιπροσωπευτικές· τα πορίσματα της ανάλυσης αυτής, μαζί με γνώμη σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, διαβιβάζονται στη συμβουλευτική επιτροπή. Η στάθμιση των απόψεων που εκφράζονται στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για τη διατύπωση οποιασδήποτε πρότασης δυνάμει του άρθρου 9.

6.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί των οποίων είναι πιθανό να στηρίζονται οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό και χωρίς να θίγονται οι αποφάσεις που ενδεχομένως λαμβάνει στη συνέχεια η Επιτροπή ή το Συμβούλιο.

7.   Μια πληροφορία λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της.»

7

Στις αιτιολογικές σκέψεις 12, 13, 34 έως 38, 489, 490 και 502 του κανονισμού 1294/2009 διαλαμβάνονται τα εξής:

«(12)

Λόγω του μεγάλου αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων στις εξεταζόμενες χώρες, των παραγωγών της Ένωσης και των εισαγωγέων που εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία, προβλέφθηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας η διενέργεια δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού [αντιντάμπινγκ].

(13)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν ήταν αναγκαία η διενέργεια δειγματοληψίας και, εάν πράγματι ήταν, να επιλέξει δείγμα, κλήθηκαν όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι αντιπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους, οι παραγωγοί της Ένωσης και οι εισαγωγείς να παρουσιαστούν και να παράσχουν πληροφορίες, όπως όριζε η ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας.

[…]

(34)

Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, υπήρξε επικοινωνία με 139 εισαγωγείς. Είκοσι δύο μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς απάντησαν στο έντυπο δειγματοληψίας οι 21 από τους οποίους δέχτηκαν να περιληφθούν στο δείγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλαν οι εν λόγω 21 εισαγωγείς αντιπροσώπευαν το 12 % των εισαγωγέων του υπό εξέταση προϊόντος από τη [Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας] και το 40 % αυτών των εισαγωγών από το Βιετνάμ (κατά την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης]).

(35)

Οι πέντε μεγαλύτεροι εισαγωγείς (Clarks, Puma, Adidas, Nike και Timberland) αντιπροσώπευαν περίπου το 18 % των εξεταζόμενων εισαγωγών, εφόσον και οι πέντε εταιρίες δήλωσαν ότι πραγματοποιούν σημαντικές εισαγωγές και από τις δύο χώρες. Θεωρήθηκε, συνεπώς, ότι ένα δείγμα αποτελούμενο από αυτές τις πέντε εταιρίες θα ήταν αντιπροσωπευτικό κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού [αντιντάμπινγκ], δηλαδή σε όρους όγκου εισαγωγών.

(36)

Για να αποτυπωθούν, ωστόσο, με μεγαλύτερη ακρίβεια η γεωγραφική διασπορά των εισαγωγέων και οι διαφορές στους εισαγόμενους τύπους υποδημάτων, επελέγησαν και τρεις ακόμη εισαγωγείς. Ως προς αυτό, από τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια συνάγεται ότι πολλοί από τους εισαγωγείς οι οποίοι απάντησαν δραστηριοποιούνται σε πολύ μικρότερη κλίμακα σε όρους όγκου και ότι εισήγαν λιγότερο γνωστά εμπορικά σήματα υποδημάτων ή υποδήματα μεγαλύτερης αξίας. Το επιχειρηματικό μοντέλο και τα τμήματα της αγοράς προϊόντος αυτών των μικρότερων εισαγωγέων φαίνεται ότι διαφέρουν από αυτά των μεγαλύτερων εισαγωγέων και οι εν λόγω μικροί εισαγωγείς θα αντιπροσώπευαν όλοι μαζί σημαντικό μερίδιο των εξεταζόμενων εισαγωγών. Για τον λόγο αυτό, θεωρήθηκε σημαντικό να εκπροσωπηθούν και αυτοί οι εισαγωγείς, εφόσον η οικονομική πραγματικότητα αυτών των εταιριών θα μπορούσε να είναι διαφορετική από εκείνη των μεγάλων εισαγωγέων που αναφέρθηκαν ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 35.

(37)

Με βάση τα ανωτέρω, επελέγη δείγμα οκτώ εισαγωγέων που περιλαμβάνει τους πέντε μεγαλύτερους εισαγωγείς και τρεις μικρότερους εισαγωγείς. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 10 % των εισαγωγών από τη [Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας] και περίπου το 34 % των εισαγωγών από το Βιετνάμ.

(38)

Δόθηκε η δυνατότητα σε όλους τους συνεργαζόμενους εισαγωγείς οι οποίοι δήλωσαν την προθυμία τους να συνεργαστούν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την επιλογή του δείγματος. Εστάλησαν στις εταιρίες που επελέγησαν από τη δειγματοληψία ερωτηματολόγια για να συμπληρωθούν. Οι επτά από τους εισαγωγείς του δείγματος απάντησαν εμπρόθεσμα. Ο όγδοος εισαγωγέας του δείγματος τελικά εξαιρέθηκε, επειδή δεν συνεργάστηκε.

[…]

(489)

Από την άλλη πλευρά, η επίπτωση των δασμών αντιντάμπινγκ από το 2006 μέχρι την ΠΕΕ στους εισαγωγείς, στις εταιρίες λιανικής πώλησης/διανομής και τους καταναλωτές δεν ήταν δυσανάλογη. Εάν συνεχισθεί η εφαρμογή των μέτρων και με την υπόθεση ότι η καταναλωτική ζήτηση θα μειωθεί ακόμη περισσότερο λόγω της οικονομικής κρίσης, η επίπτωση των δασμών αντιντάμπινγκ σε όλους τους συντελεστές της αγοράς θα είναι κατά πάσα πιθανότητα μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όμως, δεδομένης της γενικά υγιούς κατάστασης και της αποδεδειγμένης ευελιξίας των εισαγωγέων και της γενικά ισχυρής θέσης στην αγορά των εταιριών λιανικής πώλησης/διανομής που μπορούν να διαφοροποιήσουν σημαντικά το φάσμα προϊόντων τους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα πληγούν δυσανάλογα βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Όσον αφορά τους καταναλωτές, δεν υπήρξε σημαντική αύξηση των τιμών μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και, εάν ληφθούν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της ανάλυσης για το διάστημα μετά την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης], δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι τιμές καταναλωτή θα παρουσιάσουν δυσανάλογη αύξηση στο μέλλον.

(490)

Εν κατακλείδι, η διαδικασία επανεξέτασης δεν έφερε στο φως κανέναν επιτακτικό λόγο για να μη διατηρηθεί η εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ.

[…]

(502)

Υποστηρίχθηκε ότι απουσίαζε η ανάλυση των δυνητικών οφελών σε περίπτωση αναστολής των μέτρων για τους εισαγωγείς. Σχετικά με αυτό σημειώνεται ότι, με βάση τη διατύπωση του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, πρέπει να αναλύεται κατά πόσον υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο μιας έρευνας επανεξέτασης εν όψει της λήξης ισχύος των μέτρων, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναλυθεί κατά πόσον υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη διατήρηση των μέτρων, δηλαδή πρέπει να εντοπιστούν οι αρνητικές συνέπειες από την παράταση ισχύος των εν λόγω μέτρων και οι συνέπειες αυτές πρέπει να συγκριθούν με τα οφέλη του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι δυσανάλογες οι αρνητικές αυτές συνέπειες. Έτσι, από νομική άποψη, το αντίστροφο σενάριο, δηλαδή η εκπνοή των μέτρων, θα χρειαζόταν να αναλυθεί περαιτέρω μόνον εάν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι αυτό θα αποτελούσε δυσανάλογο βάρος για τους εισαγωγείς, τους εμπόρους λιανικής πώλησης ή τους καταναλωτές. Τέτοιες ενδείξεις δεν βρέθηκαν. Ωστόσο, χάριν επιχειρηματολογίας και μόνο, μπορούν να υποστηριχθούν τα ακόλουθα, σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις στους εισαγωγείς, στους εμπόρους λιανικής πώλησης και στους καταναλωτές σε περίπτωση εκπνοής των μέτρων. Όσον αφορά τους εισαγωγείς, η έρευνα κατέδειξε ότι ένα ορισμένο μέρος της απώλειας κερδοφορίας τους από το 2005 έως την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης] θα μπορούσε να αποδοθεί στους δασμούς αντιντάμπινγκ που κατέβαλλαν. Εάν έληγε η ισχύς των μέτρων και παρέμεναν σταθερές όλες οι άλλες κατηγορίες κόστους, το κόστος των μέτρων θα εξέλιπε και, από αυτή την άποψη, τα επίπεδα κέρδους θα μπορούσαν να αυξηθούν σε επίπεδο ανώτερο του 20 % περίπου, που διαπιστώθηκε κατά την έρευνα. Για τους εμπόρους λιανικής πώλησης, είναι ασαφές, από τα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο, κατά πόσον θα επωφελούνταν από την εκπνοή των μέτρων, επειδή οι εισαγωγείς του δείγματος δεν προσάρμοζαν τις τιμές μεταπώλησης κάθε φορά που έπεφταν οι τιμές εισαγωγής, όπως φαίνεται από τη σύγκριση του αριθμητικού μέσου όρου των τιμών εισαγωγής και του αριθμητικού μέσου όρου των τιμών μεταπώλησης από το 2007 έως την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης].

Όσον αφορά την επίπτωση στους καταναλωτές, είναι ακόμη πιο απίθανο, στην περίπτωσή τους, ότι η λήξη ισχύος των μέτρων θα οδηγούσε σε μείωση των τιμών, δεδομένου ότι οι τιμές λιανικής πώλησης παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό σταθερές, παρά τις μετακινήσεις των τιμών εισαγωγής από το 2005 έως την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης]. Επιπλέον, είναι επίσης απίθανο να επωφελούνταν οι καταναλωτές από τη μεγαλύτερη επιλογή δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία στον φάκελο που να καταδεικνύουν ότι η επιλογή των καταναλωτών επηρεάστηκε από την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά δεν μπορούν να αλλάξουν τα συνολικά συμπεράσματα ότι δηλαδή δεν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι για τη μη διατήρηση των μέτρων.»

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1294/2009 ορίζει τα εξής:

«Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το άνω μέρος από δέρμα ή ανασχηματισμένο δέρμα, με εξαίρεση τα αθλητικά υποδήματα, τα υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, τις παντόφλες και τα άλλα υποδήματα δωματίου και τα υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και του Βιετνάμ που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 20 00, ex 6403 51 05, ex 6403 51 11, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 91, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 05, ex 6403 59 11, ex 6403 59 31, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 91, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 05, ex 6403 91 11, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 91, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 05, ex 6403 99 11, ex 6403 99 31, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 91, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00 […]

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Η T.KUP, της οποίας η εταιρική έδρα βρίσκεται στην Τουλούζη (Γαλλία), εισήγαγε, κατά την περίοδο από τις 28 Ιουνίου 2006 έως τις 24 Ιανουαρίου 2011, μέσω του λιμένα της Αμβέρσας (Βέλγιο), 26 φορτία με υποδήματα που είχαν παραχθεί στην Κίνα και τα οποία η εν λόγω εταιρία είχε αποκτήσει από τον εγκατεστημένο στην Ταϊβάν διανομέα Eastern Shoes Collection Co. Ltd, επί των οποίων επιβλήθηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ με συντελεστή 16,5 %, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 553/2006 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2006, για επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ 2006, L 98, σ. 3), του κανονισμού (ΕΚ) 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ 2006, L 275, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 130, σ. 48), και του κανονισμού 1294/2009.

10

Στις 27 Ιουνίου 2012, η T.KUP υπέβαλε στην επιθεώρηση τελωνείων Αμβέρσας (Βέλγιο) αίτηση επιστροφής των κατά τα ανωτέρω εισπραχθέντων δασμών, επικαλούμενη την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (ΗΚ) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑249/10 P, EU:C:2012:53).

11

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε. Στις 25 Φεβρουαρίου 2013, η T.KUP υπέβαλε ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον της περιφερειακής διευθύνσεως τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως Αμβέρσας (Βέλγιο). Στις 18 Απριλίου 2013, η εν λόγω διεύθυνση ενημέρωσε την T.KUP για την πρόθεσή της να μην κάνει δεκτή την αίτηση.

12

Στις 7 Ιουνίου 2013, η ίδια αυτή διεύθυνση πληροφόρησε την T.KUP ότι η εκ μέρους της έκδοση αποφάσεως αναστέλλεται εν αναμονή της εκβάσεως ορισμένων πιλοτικών υποθέσεων.

13

Στις 24 Οκτωβρίου 2013, η T.KUP άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της μη εκδόσεως αποφάσεως εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, στη συνέχεια δε, στις 2 Σεπτεμβρίου 2014, άσκησε αγωγή λόγω μη εκδόσεως αποφάσεως επί της ως άνω διοικητικής προσφυγής, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

14

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Λαμβανομένης υπόψη της παραβάσεως του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, είναι ο κανονισμός 1294/2009 ανίσχυρος έναντι ενός εισαγωγέα όπως ο συγκεκριμένος στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να εξεταστεί ένα διαχειρίσιμο σύνολο εικοσιενός εισαγωγέων, η Επιτροπή κατά την επανεξέτασή της χρησιμοποίησε μία δειγματοληψία, η οποία επιπλέον αφορούσε μόνο οκτώ εισαγωγείς;

2)

Λαμβανομένης υπόψη της παραβάσεως του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, είναι ο κανονισμός 1294/2009 ανίσχυρος έναντι ενός εισαγωγέα όπως ο συγκεκριμένος στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή, περιλαμβάνοντας στη δειγματοληψία πέντε μεγάλους εισαγωγείς έναντι μόνο τριών μικρών εισαγωγέων και, επιπλέον, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτούς τους πέντε μεγάλους εισαγωγείς, κατά την επανεξέτασή της έλαβε ανεπαρκώς υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί;

3)

Λαμβανομένης υπόψη της παραβάσεως του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και/ή του άρθρου 11, παράγραφοι 2, 5 και 9, του ίδιου κανονισμού, είναι ο κανονισμός 1294/2009 ανίσχυρος έναντι ενός εισαγωγέα όπως ο συγκεκριμένος στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατά την επανεξέτασή της διέθετε ανεπαρκή στοιχεία ώστε να διαπιστώσει ότι εξακολουθούν να πραγματοποιούνται εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι εντεύθεν προκαλείται ζημία;

4)

Λαμβανομένης υπόψη της παραβάσεως του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, είναι ο κανονισμός 1294/2009 ανίσχυρος έναντι ενός εισαγωγέα όπως ο συγκεκριμένος στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατά την επανεξέτασή της απαίτησε να υπάρχουν ειδικά στοιχεία ως προς το ότι η παράταση θα συνιστούσε δυσανάλογο βάρος για έναν εισαγωγέα;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

15

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβαλε, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο δεν είχε προβεί σε αυτοτελή έλεγχο του κύρους του κανονισμού 1249/2009, αρκούμενο στη διαβίβαση των αμφιβολιών που είχε διατυπώσει η T.KUP σχετικώς.

16

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το πνεύμα συνεργασίας το οποίο πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει, με την απόφαση περί παραπομπής, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς η απάντηση στα ερωτήματά του ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 24, και 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 47 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17

Επομένως, είναι σημαντικό το αιτούν δικαστήριο να παραθέτει ειδικότερα τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους ζητεί διευκρινίσεις ως προς το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει τους λόγους ακυρότητας οι οποίοι, συνεπακόλουθα, εκτιμά ότι μπορούν να γίνουν δεκτοί. Η απαίτηση αυτή απορρέει επίσης από το άρθρο 94, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 25, και της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 48 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και από τις συστάσεις προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1, σκέψη 22) (βλ., συναφώς, διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2017, Boudjellal, C‑508/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:6, σκέψη 22).

18

Εκτός αυτού, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει όχι μόνο να καθιστούν δυνατό στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά να παρέχουν και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει του άρθρου αυτού, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής, συνοδευόμενες από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα του κάθε κράτους μέλους, και όχι η εθνική δικογραφία που τυχόν διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 26, και της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 49 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει όμως, συνοπτικώς πλην σαφώς, ότι το αιτούν δικαστήριο εξέτασε τους προβληθέντες από την T.KUP λόγους που αντλούνταν από το ανίσχυρο του κανονισμού 1472/2006 και του κανονισμού 1294/2009. Το αιτούν δικαστήριο, αφενός, απέρριψε ως αβάσιμα τα κύρια επιχειρήματα τα οποία αντλούνταν από το ανίσχυρο του κανονισμού 1472/2006 και αρνήθηκε, κατά συνέπεια, να υποβάλει στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα που η T.KUP το καλούσε να υποβάλει. Αντιθέτως και αφετέρου, εξέτασε τα επικουρικώς προβληθέντα επιχειρήματα τα οποία αντλούνταν από το ανίσχυρο του κανονισμού 1294/2009 και εκτίμησε ότι δεν στερούνταν λυσιτέλειας.

20

Εξάλλου, τόσο το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Βελγική Κυβέρνηση ήταν απολύτως σε θέση να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου.

21

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

22

Με τα τρία πρώτα ερωτήματά του, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους και τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο κανονισμός 1294/2009 είναι ανίσχυρος, για τον λόγο ότι η σύνθεση του δείγματος των εισαγωγέων το οποίο επελέγη από τα θεσμικά όργανα δεν ήταν αρκούντως αντιπροσωπευτική υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, με αποτέλεσμα τα εν λόγω θεσμικά όργανα να μην διαθέτουν επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη ντάμπινγκ και, επομένως, η ύπαρξη ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

23

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του κανονισμού 1294/2009, προβλέφθηκε, με την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, να γίνει χρήση της τεχνικής της δειγματοληψίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων στις εξεταζόμενες χώρες, των παραγωγών της Ένωσης και των εισαγωγέων τους οποίους αφορά η έρευνα.

24

Πρέπει να υπομνησθεί, δεύτερον, ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει δύο μεθόδους δειγματοληψίας. Συγκεκριμένα, μια έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται είτε σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, που να είναι στατιστικώς αντιπροσωπευτικά σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής, είτε στον μεγαλύτερο δυνατό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών τον οποίο μπορεί ευλόγως να αφορά η έρευνα, λαμβανομένου υπόψη του διαθέσιμου χρόνου (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 86).

25

Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 37 του κανονισμού 1294/2009 προκύπτει ότι, από τους 139 εισαγωγείς με τους οποίους υπήρξε επικοινωνία βάσει των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων και από τους 22 μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που απάντησαν στο έντυπο δειγματοληψίας, η Επιτροπή αποφάσισε να επιλέξει ένα δείγμα αποτελούμενο από τους πέντε μεγαλύτερους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς, δηλαδή από τις εταιρίες Adidas, Clarks, Nike, Puma και Timberland, που αντιπροσώπευαν το 18 % των σχετικών εισαγωγών, καθώς και από τρεις άλλους εισαγωγείς, προκειμένου να αποτυπωθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια η γεωγραφική κατανομή των εισαγωγέων και οι διαφορές στον τομέα των τύπων των εισαγόμενων υποδημάτων. Το δείγμα αυτό αντιπροσώπευε το 10 % των εισαγωγών από την Κίνα και περίπου το 34 % των εισαγωγών από το Βιετνάμ. Ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 38 του κανονισμού 1294/2009 εκτίθεται ότι μόνον επτά από τους οκτώ επιλεγέντες εισαγωγείς απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που τους απευθύνθηκε, οπότε ο όγδοος εισαγωγέας εν τέλει αποκλείσθηκε από το δείγμα.

26

Όπως επισήμαναν το Συμβούλιο και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το δείγμα των εισαγωγέων διαμορφώθηκε με βάση τη δεύτερη από τις μεθόδους δειγματοληψίας που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, με δεδομένο ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε κυρίως στον όγκο των εισαγωγών προκειμένου να συγκροτήσει το δείγμα, επιλέγοντας να εντάξει σ’ αυτό τους πέντε μεγαλύτερους εισαγωγείς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 1294/2009. Πάντως, στην αιτιολογική σκέψη 36 του εν λόγω κανονισμού αποσαφηνίζεται ότι η Επιτροπή αποφάσισε, επίσης, να συμπληρώσει την αρχική αυτή επιλογή λαμβάνοντας υπόψη και τρεις ακόμη εισαγωγείς, προκειμένου να αποτυπωθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια η γεωγραφική κατανομή των εισαγωγέων και η ποικιλία των εκ μέρους τους εισαγωγών.

27

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα θεσμικά όργανα διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή της χρήσεως της δειγματοληψίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 93) και επομένως ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, στο πλαίσιο του ελέγχου του, να περιορίζεται στο να εξακριβώσει κατά πόσον η εν λόγω επιλογή δεν στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά ή δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

28

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι ο αριθμός των 21 μη συνδεδεμένων εισαγωγέων που ήταν διατεθειμένοι να αποτελέσουν μέρος του δείγματος, επί συνόλου 139 εισαγωγέων με τους οποίους υπήρξε επικοινωνία, δεν φαίνεται ως απόλυτο μέγεθος πολύ μεγάλος, γεγονός παραμένει ότι η T.KUP δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο δυνάμενο να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα, αποφασίζοντας να κάνουν χρήση της δειγματοληψίας, υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς τους.

29

Πάντως, η T.KUP δεν αμφισβητεί την επιλογή της χρήσεως της δειγματοληψίας, αλλά μάλλον τη σύνθεση του δείγματος, την οποία θεωρεί κατ’ ουσίαν ως μη επαρκώς αντιπροσωπευτική.

30

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η σύνθεση ενός δείγματος μπορεί να καθορίζεται σύμφωνα με δύο εναλλακτικές μεθόδους. Πράγματι, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής. Πάντως, η εν λόγω έρευνα είναι επίσης δυνατό να περιορίζεται, κατά την κρίση των θεσμικών οργάνων, στον μεγαλύτερο δυνατό αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίο μπορεί ευλόγως να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

31

Επομένως, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επιλέγουν τη δεύτερη μέθοδο δειγματοληψίας, διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο χειρισμών, το οποίο αφορά την εκτίμηση των προοπτικών αυτού που έχουν ευλόγως τη δυνατότητα να υλοποιήσουν εντός της ταχθείσας προθεσμίας για τη διεξαγωγή της έρευνάς τους.

32

Οι έρευνες σχετικά με την επανεξέταση μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, να διενεργούνται με επιμέλεια και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την έναρξή τους, με τη διευκρίνιση ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, να ελέγχουν κατά το δυνατόν διεξοδικότερα την ακρίβεια των πληροφοριών τις οποίες παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων τα εν λόγω θεσμικά όργανα στηρίζουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν.

33

Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, το δείγμα που επελέγη από την Επιτροπή, καίτοι αποτελείτο μόνον από οκτώ εισαγωγείς, αντιπροσώπευε το 10 % των εισαγωγών από την Κίνα και το 34 % των εισαγωγών από το Βιετνάμ, ποσοστό το οποίο είναι σημαντικό. Πράγματι, η εκτίμηση της Επιτροπής στηριζόταν σε στοιχεία που αντικατόπτριζαν το ένα τρίτο των εισαγωγών από το Βιετνάμ. Εξάλλου, ναι μεν το ποσοστό του 10 % των εισαγωγών από την Κίνα μπορεί να φαίνεται χαμηλό, εκ πρώτης όψεως, πλην όμως αυτό θα πρέπει να συσχετισθεί με το εύρος των κινεζικών εξαγωγών στον συγκεκριμένο τομέα. Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή επέλεξαν τους πέντε μεγαλύτερους εισαγωγείς καθώς και τρεις άλλους εισαγωγείς προκειμένου να αντικατοπτρίζονται καλύτερα η γεωγραφική κατανομή των εισαγωγέων και η ποικιλία των εισαχθέντων υποδημάτων.

34

Τέλος, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η T.KUP παρέθεσαν το παραμικρό στοιχείο που να είναι ικανό να αποδείξει ότι η ένταξη άλλων εισαγωγέων στο δείγμα ήταν απαραίτητη προκειμένου το τελευταίο αυτό δείγμα να μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι πράγματι αντιπροσωπευτικό από την άποψη της γεωγραφικής κατανομής των εισαγωγέων ή της ποικιλίας των εισαχθέντων υποδημάτων.

35

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα παρέβησαν, στο πλαίσιο της συγκροτήσεως του δείγματος των εισαγωγέων, τους εκ μέρους τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου ή ότι υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζουν οι εν λόγω κανόνες δικαίου.

36

Κατά συνέπεια, από την εξέταση των τριών πρώτων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 1294/2009.

Επί του τέταρτου ερωτήματος

37

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο κανονισμός 1294/2009 βαρύνεται με έλλειψη νομιμότητας, στο μέτρο που η Επιτροπή απαίτησε, κατά παράβαση του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, από τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς, όπως είναι η T.KUP, να αποδείξουν, με ενισχυμένα αποδεικτικά μέσα, ότι η παράταση των δασμών αντιντάμπινγκ συνιστά δυσανάλογο βάρος για αυτούς.

38

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η T.KUP υποστήριξε, ειδικότερα, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 406, 458 και 502 του κανονισμού 1249/2009 προέκυπτε, ιδίως, ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης για τη διατήρηση των μέτρων, είχε αποδώσει μικρότερη σπουδαιότητα στους εισαγωγείς απ’ ό,τι στους παραγωγούς, ενεργώντας, ως εκ τούτου, κατά τρόπο εισάγοντα άνιση μεταχείριση που συνιστά παράβαση του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

39

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξέτασαν το ζήτημα του συμφέροντος της Ένωσης στις αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 490 του κανονισμού 1294/2009 και εξέτασαν το συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στις αιτιολογικές σκέψεις 408 έως 458 του κανονισμού αυτού. Τα εν λόγω θεσμικά όργανα διαπίστωσαν, στην αιτιολογική σκέψη 489 του κανονισμού αυτού, ότι η επίπτωση των δασμών αντιντάμπινγκ στους εισαγωγείς, ιδίως, μεταξύ της ημερομηνίας επιβολής των εν λόγω δασμών και της περιόδου έρευνας επανεξέτασης, δεν ήταν δυσανάλογη. Τα εν λόγω θεσμικά όργανα κατέληξαν, βάσει των προαναφερθέντων, στο συμπέρασμα το οποίο εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 490 του ίδιου κανονισμού και σύμφωνα με το οποίο η έρευνα επανεξέτασης δεν είχε φέρει στο φως κανέναν επιτακτικό λόγο για να μη διατηρηθεί η εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ.

40

Εξάλλου, τα εν λόγω θεσμικά όργανα εξέτασαν τις παρατηρήσεις που είχαν υποβάλει τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατόπιν της κοινοποιήσεως των πορισμάτων, στις αιτιολογικές σκέψεις 497 έως 504 του κανονισμού 1294/2009.

41

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή διευκρίνισαν ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 502 του ως άνω κανονισμού, ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, όφειλαν να προβούν σε ανάλυση, στο πλαίσιο επανεξετάσεως ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων, του κατά πόσον υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για τη μη διατήρηση των μέτρων, και, επομένως, όφειλαν να εντοπίσουν τις αρνητικές συνέπειες από την παράταση ισχύος των εν λόγω μέτρων και να προβούν σε στάθμιση μεταξύ των συνεπειών αυτών και των οφελών που θα προσπόριζε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης μια τέτοια διατήρηση, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσον ήταν δυσανάλογες οι εν λόγω συνέπειες. Επομένως, το αντίστροφο σενάριο, δηλαδή η ανάλυση του ζητήματος αν θα έπρεπε να επιτραπεί η άρση της ισχύος των μέτρων, θα χρειαζόταν να εξεταστεί μόνον αν υπήρχαν «συγκεκριμένες ενδείξεις» εντός του φακέλου που να καταδεικνύουν ότι η διατήρηση των μέτρων θα αποτελούσε «δυσανάλογο βάρος» για τους εισαγωγείς. Εν προκειμένω, όμως, τέτοιες ενδείξεις δεν βρέθηκαν. Εξάλλου, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη εκτίθεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η έρευνα είχε καταδείξει ότι ένα ορισμένο μέρος της απώλειας κερδοφορίας των εισαγωγέων μπορούσε να αποδοθεί στους δασμούς αντιντάμπινγκ που κατέβαλλαν και ότι, αν έληγε η ισχύς των μέτρων, τα επίπεδα κέρδους θα μπορούσαν να αυξηθούν σε επίπεδο ανώτερο του 20 % περίπου, που διαπιστώθηκε κατά την έρευνα.

42

Πρέπει να υπομνησθεί, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία καλούνται να προσδιορίσουν αν η θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ ή η παράταση της ισχύος τέτοιων μέτρων εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης, την υποχρέωση να προβαίνουν σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης καθώς και των συμφερόντων των χρηστών και των καταναλωτών, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός, στον οποίο καλούνται να προβούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, μπορεί να λάβει χώρα μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.

43

Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει το δικαίωμα των διαφόρων μερών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εισαγωγείς, αφενός, να γνωστοποιούν τις απόψεις τους και να προσκομίζουν πληροφορίες στην Επιτροπή και, αφετέρου, να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που έχουν προσκομίσει τα λοιπά μέρη. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει επίσης το δικαίωμα όλων των μερών να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

44

Ως εκ τούτου, η εξέταση του συμφέροντος της Ένωσης για τη θέσπιση ή για τη διατήρηση ενός μέτρου αντιντάμπινγκ αποτελεί μια πράξη όλως οριοθετημένη από διαδικαστικής απόψεως, η οποία επιτάσσει τη στάθμιση των συμφερόντων όλων των μερών και την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι χωρεί περιορισμένος έλεγχος εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης.

45

Πάντως, δεν αμφισβητείται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα σεβάστηκαν τα διάφορα διαδικαστικά δικαιώματα που απονέμονται στα μέρη περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, οι εισαγωγείς, παρέχοντας στα μέρη αυτά τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμφέροντος της Ένωσης για τη διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ.

46

Ωστόσο, το τέταρτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, ως προς το οποίο παρέχονται διευκρινίσεις με τις γραπτές παρατηρήσεις της T.KUP, δεν αφορά την τήρηση των διαδικαστικής φύσεως απαιτήσεων που υποχρεούνται να εκπληρώνουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αλλά τη φύση της εξετάσεως την οποία διεξήγαγαν τα εν λόγω θεσμικά όργανα για να καταλήξουν στη διαπίστωση της υπάρξεως συμφέροντος της Ένωσης προς διατήρηση των επίμαχων στην κύρια δίκη μέτρων αντιντάμπινγκ και, ειδικότερα, το βάρος αποδείξεως που τα εν λόγω θεσμικά όργανα επέρριψαν, όπως υποστηρίχθηκε, στους εισαγωγείς που επιδίωκαν να επιτύχουν την αναγνώριση του συμφέροντός τους προς επίτευξη της άρσεως της ισχύος των μέτρων αυτών.

47

Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, καίτοι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όλα τα διακυβευόμενα συμφέροντα, μεριμνώντας ώστε να έχει παρασχεθεί στα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, στα μέρη αυτά εναπόκειται να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι μια πληροφορία λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα το ότι εκτίμησαν, στην αιτιολογική σκέψη 502 του κανονισμού 1294/2009, ότι, ελλείψει συγκεκριμένων ενδείξεων που να καταδεικνύουν ότι η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ θα αποτελούσε δυσανάλογο βάρος για τους εισαγωγείς, δεν εναπέκειτο σε αυτά να εξετάσουν λεπτομερώς αν έπρεπε να επιτρέψουν τη λήξη ισχύος των εν λόγω μέτρων.

49

Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι ούτε το αιτούν δικαστήριο με την απόφασή του περί παραπομπής ούτε η T.KUP με τις γραπτές παρατηρήσεις της παρέθεσαν το παραμικρό στοιχείο που να είναι ικανό να αποδείξει ότι η αναγνώριση της ανυπαρξίας δυσανάλογου βάρους για τους εισαγωγείς στηριζόταν σε ουσιαστικώς ανακριβείς διαπιστώσεις.

50

Συνεπώς, από την εξέταση του τέταρτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 1294/2009.

Επί των δικαστικών εξόδων

51

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1294/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα που αποστέλλονται από την ΕΔΠ Μακάο, ανεξάρτητα από το αν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι, μετά τη διαδικασία επανεξέτασης εν όψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.