ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2017 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Οδοντικοί τεχνολόγοι – Όροι ασκήσεως του επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής – Απαίτηση υποχρεωτικής μεσολαβήσεως οδοντιάτρου – Εφαρμογή της απαιτήσεως αυτής έναντι των κλινικών οδοντικών τεχνολόγων που ασκούν το επάγγελμά τους στο κράτος μέλος καταγωγής – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Περιορισμός – Δικαιολογητικός λόγος – Σκοπός γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C-125/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Prim’Awla tal-Qorti Ċivili (πρώτο τμήμα του πολιτικού δικαστηρίου, Μάλτα) με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Malta Dental Technologists Association,

John Salomone Reynaud

κατά

Superintendent tas-Saħħa Pubblika,

Kunsill tal-Professjonijiet Kumplimentari għall-Mediċina,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Malta Dental Technologists Association και ο J. S. Reynaud, εκπροσωπούμενοι από τον T. Azzopardi, avukat,

το Kunsill tal-Professjonijiet Kumplimentari għall-Mediċina, εκπροσωπούμενο από τους S. Bailey και V. Cuschieri, avukati,

η Μαλτεζική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Buhagiar,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Vláčil και M. Smolek,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González και την A. Gavela Llopis,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την M. Russo, avvocato dello Stato,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. Støvlbæk και την J. Aquilina,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49, 52 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 354, σ. 132) (στο εξής: οδηγία 2005/36).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Malta Dental Technologists Association (Μαλτεζικής Ένωσης Οδοντικών Τεχνολόγων, στο εξής: MDTA) και του John Salomone Reynaud και, αφετέρου, του Superintendent tas-Saħħa Pubblika (επόπτη δημόσιας υγείας, Μάλτα) (στο εξής: επόπτης) και του Kunsill tal-Professjonijiet Kumplimentari għall-Mediċina (Συμβουλίου των συμπληρωματικών της ιατρικής επαγγελμάτων, Μάλτα) (στο εξής: CPCM) σχετικά με το αίτημα να αναγνωριστούν στη Μάλτα τα επαγγελματικά προσόντα των κλινικών οδοντικών τεχνολόγων (prothésistes dentaires cliniques, στο εξής: PDC).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2005/36 διαλαμβάνονται τα εξής:

«Η εγγύηση της παρούσας οδηγίας προς τα πρόσωπα που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους σε ένα κράτος μέλος, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος με τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι υπήκοοί του, δεν θίγει την υποχρέωση του μετανάστη επαγγελματία να συμμορφώνεται προς οιουσδήποτε μη εισάγοντες διακρίσεις όρους επιβάλλει το άλλο κράτος μέλος για την άσκηση του επαγγέλματος, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένοι και αναλογικοί.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Αντικείμενο», έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (στο εξής αναφερόμενο ως το “κράτος μέλος υποδοχής”) αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (στο εξής αναφερόμενα ως “κράτη μέλη καταγωγής”) δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα.

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει επίσης τους κανόνες που αφορούν τη μερική πρόσβαση σε νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα και την αναγνώριση επαγγελματικών πρακτικών ασκήσεων που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος.»

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται:

α)

ως “νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα”, η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων· […]

β)

ως “επαγγελματικά προσόντα”, τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, στοιχείο α), εδάφιο (i) ή/και από επαγγελματική πείρα·

γ)

ως “τίτλος εκπαίδευσης”, τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα. Όταν η ανωτέρω φράση δεν έχει εφαρμογή, τίτλος εκπαίδευσης αναφερόμενος στην παράγραφο 3 εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης·

[…]

ε)

ως “νομοθετικά κατοχυρωμένη εκπαίδευση”, κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος.

[…]»

6

Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Αποτελέσματα της αναγνώρισης», ορίζει τα εξής:

«1.   Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτουν τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκούν στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι υπήκοοί του.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το επάγγελμα που επιθυμεί να ασκήσει ο αιτών στο κράτος μέλος υποδοχής είναι το ίδιο με εκείνο για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον οι καλυπτόμενες δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η μερική πρόσβαση σε ένα επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής παρέχεται υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 4στ

7

Το άρθρο 4στ της οδηγίας 2005/36, το οποίο τιτλοφορείται «Μερική πρόσβαση», ορίζει τα εξής:

«1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής παραχωρεί μερική πρόσβαση σε μια επαγγελματική δραστηριότητα στην επικράτειά του μόνον όταν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

ο επαγγελματίας διαθέτει όλα τα απαραίτητα επαγγελματικά προσόντα προκειμένου να ασκεί στο κράτος μέλος καταγωγής την επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία ζητεί μερική πρόσβαση στο κράτος μέλος υποδοχής·

[…]».

8

Το κεφάλαιο I του τίτλου III της οδηγίας αυτής τιτλοφορείται «Γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης». Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 14 της εν λόγω οδηγίας.

9

Το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από τα κεφάλαια II και III του παρόντος τίτλου […]».

10

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/36, το οποίο τιτλοφορείται «Επίπεδα προσόντων», παραθέτει ανά ομάδες τα προσόντα για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13 και του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής.

11

Το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Προϋποθέσεις αναγνώρισης», ορίζει, στην παράγραφό του 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.»

12

Το κεφάλαιο III του τίτλου III της οδηγίας 2005/36 τιτλοφορείται «Αναγνώριση βάσει του συντονισμού των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης». Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τα άρθρα 21 έως 49 της οδηγίας αυτής.

13

Το άρθρο 34 της οδηγίας 2005/36, το οποίο τιτλοφορείται «Βασική οδοντιατρική εκπαίδευση», ορίζει τα εξής:

«1.   Η εισαγωγή στη βασική οδοντιατρική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση, για τις συγκεκριμένες αυτές σπουδές, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ή στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου, σε ένα κράτος μέλος.

[…]

3.   Η βασική οδοντιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:

α)

Προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η οδοντιατρική τέχνη καθώς και επαρκή κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών μετρήσεως των βιολογικών λειτουργιών, της αξιολόγησης των επιστημονικώς διαπιστωμένων γεγονότων και της ανάλυσης των δεδομένων·

β)

προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης, φυσιολογίας και συμπεριφοράς υγιών και ασθενών, καθώς και της επιρροής του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στην υγεία του ανθρώπου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με την οδοντιατρική·

γ)

προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης και της λειτουργίας των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, ασθενών και υγιών καθώς και της σχέσης αυτών με τη γενική υγεία και τη φυσική και κοινωνική καλή κατάσταση του ασθενούς·

δ)

προσήκουσες γνώσεις των κλινικών πρακτικών και μεθόδων που να παρέχουν συνεκτική εικόνα των ανωμαλιών, βλαβών και ασθενειών των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, υπό το πρίσμα της προληπτικής, διαγνωστικής και θεραπευτικής οδοντολογίας·

ε)

προσήκουσα κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.

Η εκπαίδευση του οδοντιάτρου παρέχει τα αναγκαία προσόντα για όλες τις προληπτικές, διαγνωστικές και θεραπευτικές δραστηριότητες των ανωμαλιών και ασθενειών των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών.»

14

Το άρθρο 36 της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων οδοντιάτρου», προβλέπει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι επαγγελματικές δραστηριότητες του οδοντιάτρου είναι οι δραστηριότητες που ορίζονται στην παράγραφο 3 και ασκούνται βάσει των επαγγελματικών τίτλων του παραρτήματος V σημείο 5.3.2.

2.   Το επάγγελμα του οδοντιάτρου βασίζεται στην οδοντιατρική εκπαίδευση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 34 και συνιστά επάγγελμα ειδικό και ξεχωριστό από του ιατρού, είτε ειδικευμένου είτε όχι. Η άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων οδοντιάτρου προϋποθέτει την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.3.2. […]

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οδοντίατροι να έχουν γενικώς τη δυνατότητα ανάληψης και άσκησης των δραστηριοτήτων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας όσον αφορά τις ανωμαλίες και ασθένειες των οδόντων, του στόματος, των γνάθων και των παρακείμενων ιστών, τηρουμένων των κανονιστικών διατάξεων και των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν το επάγγελμα κατά τις κρίσιμες ημερομηνίες που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 5.3.2.»

Το μαλτεζικό δίκαιο

15

Το άρθρο 2 του Att dwar il-Professjonijiet tas-Saħħa (Kapitolu 464 tal-Liġijiet ta’ Malta) [νόμου περί των επαγγελμάτων υγειονομικής περιθάλψεως (κεφάλαιο 464 των νόμων της Μάλτας)] ορίζει τον «επαγγελματία που ασκεί συμπληρωματικό της ιατρικής επάγγελμα» ως έναν «επαγγελματία στον τομέα της υγειονομικής περιθάλψεως του οποίου το όνομα είναι καταχωρισμένο στο κατά το άρθρο 28 μητρώο των συμπληρωματικών της ιατρικής επαγγελμάτων».

16

Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Ουδείς δύναται να ασκήσει συμπληρωματικό της ιατρικής επάγγελμα αν το όνομά του δεν είναι καταχωρισμένο στο αντίστοιχο μητρώο για τη διαχείριση του οποίου είναι υπεύθυνο το [CPCM], σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

17

Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Το [CPCM] τηρεί χωριστά μητρώα, για καθένα από τα συμπληρωματικά της ιατρικής επαγγέλματα που απαριθμούνται στο παράρτημα III, […] στα οποία θα καταχωρίζεται, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, το όνομα κάθε πολίτη της Μάλτας ή κράτους μέλους ο οποίος διαθέτει:

a)

το απαιτούμενο κατά περίπτωση επαγγελματικό προσόν, που απέκτησε από το Πανεπιστήμιο της Μάλτας, ή από ίδρυμα επαγγελματικής καταρτίσεως ή κατόπιν παρακολουθήσεως προγράμματος καταρτίσεως που διοργανώθηκε από το Υπουργείο Υγείας, για το επάγγελμα για το οποίο τηρείται χωριστό μητρώο ή

b)

επαγγελματικό προσόν που αποκτήθηκε σε κράτος μέλος και αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων ή εκτελεστικής του πράξεως ή

c)

επαγγελματικό προσόν για το οικείο επάγγελμα που αποκτήθηκε από οποιοδήποτε άλλο πανεπιστήμιο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα που αναγνωρίζεται από το [CPCM]

διευκρινιζομένου ότι, για την απόκτηση του οικείου επαγγελματικού προσόντος, το [CPCM] δύναται να απαιτήσει ότι ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να έχει υποβληθεί επιτυχώς σε εξέταση επαγγελματικής και γλωσσικής επάρκειας.»

18

Το παράρτημα III του νόμου περί των επαγγελμάτων υγειονομικής περιθάλψεως (κεφάλαιο 464 των νόμων της Μάλτας), το οποίο απαριθμεί τα συμπληρωματικά της ιατρικής επαγγέλματα, μνημονεύει το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου, αλλά όχι το επάγγελμα του PDC.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19

Η MDTA και ο J. S. Reynaud άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την αναγνώριση στη Μάλτα των επαγγελματικών προσόντων των PDC. Με το δικόγραφο της προσφυγής τους, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να απευθύνει διαταγή στον επόπτη και στο CPCM να καταχωρίσουν, στη Μάλτα, τους PDC που είναι αναγνωρισμένοι σε άλλα κράτη μέλη και να επιτρέψουν στους εν λόγω τεχνολόγους να ασκήσουν στο ως άνω κράτος μέλος το επάγγελμά τους. Επιπλέον, η MDTA και ο J. S. Reynaud επιδίωξαν να επιτευχθεί η διατύπωση δηλώσεως περί του ότι οι PDC δύνανται να ασκούν το επάγγελμά τους χωρίς να χρειάζεται να αποταθεί σ’ αυτούς ο ασθενής μέσω οδοντιάτρου.

20

Οι PDC είναι ειδικοί στον τομέα των οδοντικών εφαρμογών, επίσης όσον αφορά την κατασκευή οδοντοστοιχιών ή τεχνητών οδόντων, ειδικοί οι οποίοι πραγματοποιούν, ωσαύτως, τις επισκευές και τις προσαρμογές των οδοντοστοιχιών και των οδοντικών προσθηκών.

21

Η MDTA και ο J. S. Reynaud διευκρινίζουν ότι η δραστηριότητα των PDC δεν δημιουργεί για τους ασθενείς κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στο μέτρο που, εάν η οδοντική εφαρμογή αποδειχθεί ελαττωματική, η μόνη προκύπτουσα εξ αυτού συνέπεια συνίσταται στο ότι η εν λόγω οδοντική εφαρμογή πρέπει να προσαρμοστεί ή αντικατασταθεί.

22

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι PDC δεν είναι αναγνωρισμένοι στη Μάλτα και ότι δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να ασκήσουν το επάγγελμά τους στη χώρα αυτή, δεδομένου ότι μόνον οι οδοντικοί τεχνολόγοι είναι αναγνωρισμένοι και καταχωρισμένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

23

Η MDTA και ο J. S. Reynaud δεν ζητούν να αναγνωριστεί το επάγγελμα των PDC ως επάγγελμα υγειονομικής περιθάλψεως χωριστό από το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου, αλλά ζητούν να περιλαμβάνονται οι PDC στο μητρώο των οδοντικών τεχνολόγων για τη διαχείριση του οποίου είναι υπεύθυνο το CPCM.

24

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το αίτημα της MDTA και του J. S. Reynaud αφορά τη διασυνοριακή άσκηση του επαγγέλματος του PDC από πρόσωπα τα οποία επιθυμούν να εγκατασταθούν στη Μάλτα. Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι η μαλτεζική ρύθμιση δεν προβαίνει, συναφώς, σε καμία διάκριση μεταξύ των Μαλτέζων υπηκόων και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών στο μέτρο που το επάγγελμα του PDC δεν αναγνωρίζεται γενικώς, χωρίς να υπάρχει διάκριση ανάλογα με την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων.

25

Το Prim’Awla tal-Qorti Ċivili (πρώτο τμήμα του πολιτικού δικαστηρίου, Μάλτα), εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία των άρθρων 49 ΣΛΕΕ, 52 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ καθώς και της οδηγίας 2005/36, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μήπως η απαγόρευση από τις υγειονομικές αρχές της Μάλτας, ή η άρνησή τους να αναγνωρίσουν το επάγγελμα του [PDC] ή οδοντικού προσθετολόγου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι, μολονότι δεν γίνεται διάκριση στον νόμο, υπήκοοι άλλων κρατών μελών που υπέβαλαν σχετική αίτηση εμποδίζονται στην πράξη να ασκήσουν το επάγγελμά τους στη Μάλτα, είναι ασύμβατη με τις αρχές και τις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς, και ειδικότερα με αυτές που απορρέουν από τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ, 52 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ, σε μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία;

2)

Πρέπει η οδηγία 2005/36 […] να εφαρμοστεί επί των [PDC], λαμβανομένου υπόψη ότι, αν οδοντοστοιχία αποδεικνυόταν ελαττωματική, η μόνη συνέπεια θα ήταν ότι η ελαττωματική οδοντική εφαρμογή θα έπρεπε να προσαρμοστεί ή αντικατασταθεί, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κίνδυνο για τον ασθενή;

3)

Δύναται η επίμαχη εν προκειμένω απαγόρευση που επιβλήθηκε από τις υγειονομικές αρχές της Μάλτας να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού υπάρξεως υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας, όταν κάθε ελαττωματική οδοντοστοιχία μπορεί να αντικατασταθεί χωρίς κίνδυνο για τον ασθενή;

4)

Συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ο τρόπος με τον οποίο η οδηγία 2005/36 […] ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τον επόπτη […] όσον αφορά τους [PDC] που υπέβαλαν αίτηση για την αναγνώρισή τους από τις ίδιες υγειονομικές αρχές της Μάλτας;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

26

Η Μαλτεζική Κυβέρνηση υποστηρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα είναι απαράδεκτα στο μέτρο που, κατά πρώτον, έχουν διατυπωθεί σε εντελώς πρόωρο στάδιο της εθνικής διαδικασίας, μη δίνοντας στους διαδίκους τη δυνατότητα να προσκομίσουν τα αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία, κατά δεύτερον, στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή περί της ανυπαρξίας κινδύνου, για την ανθρώπινη υγεία, εκ των δραστηριοτήτων των PDC και, κατά τρίτον, ερείδονται στην εσφαλμένη διαπίστωση περί της αδυναμίας των PDC, οι οποίοι προέρχονται από τα άλλα κράτη μέλη, να ασκήσουν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους στη Μάλτα.

27

Η Αυστριακή Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ως προς το εάν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δώσει απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, στο μέτρο που η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπεριέχει κανένα διασυνοριακό στοιχείο, δεδομένου ότι η MDTA, η οποία άσκησε την προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, είναι ένωση καταχωρισμένη στη Μάλτα.

28

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, υποβάλλονται λυσιτελώς κατά τεκμήριο. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο μόνον οσάκις είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οσάκις το ζήτημα είναι υποθετικού χαρακτήρα ή ακόμη σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C-182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29

Εξάλλου, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας πρέπει να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (απόφαση της 17ης Απριλίου 2007, AGM-COS.MET, C-470/03, EU:C:2007:213, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30

Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανυπαρξία, κατά την άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως, διασυνοριακού στοιχείου της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να επισημανθεί ότι, πέραν του γεγονότος ότι τα ερωτήματα αφορούν όχι μόνον τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, αλλά αφορούν επίσης την οδηγία 2005/36, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας, κινηθείσας από μια ένωση οδοντικών τεχνολόγων, την MDTA, που αφορά τη νομιμότητα εθνικών διατάξεων οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνον επί των Μαλτέζων υπηκόων, αλλά και επί των υπηκόων των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η απόφαση την οποία θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου θα παραγάγει έννομα αποτελέσματα και έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών μελών (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2013, Libert κ.λπ., C‑197/11 και C-203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 35, καθώς και της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C-268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 51).

31

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

32

Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες και εκείνες της οδηγίας 2005/36 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δραστηριότητες του οδοντικού τεχνολόγου πρέπει να ασκούνται σε συνεργασία με οδοντίατρο, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, έναντι των PDC που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους σε άλλο κράτος μέλος και που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο ως άνω πρώτο κράτος μέλος.

33

Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2005/36 θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, ήτοι το κράτος μέλος υποδοχής, το οποίο εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος, στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, ήτοι στο ή στα κράτη μέλη καταγωγής, δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί το ίδιο επάγγελμα.

34

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ως «νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα» νοείται μια επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων. Ως εκ τούτου, ο ορισμός της έννοιας «νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την εν λόγω οδηγία, εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Brouillard, C-298/14, EU:C:2015:652, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και εʹ, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η έννοια «καθορισμένα επαγγελματικά προσόντα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, αφορά κάθε προσόν το οποίο αντιστοιχεί σε τίτλο εκπαιδεύσεως που είναι ειδικώς σχεδιασμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Brouillard, C-298/14, EU:C:2015:652, σκέψη 38).

36

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ο τίτλος πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, ο οποίος απαιτείται δυνάμει του άρθρου 28 του νόμου περί των επαγγελμάτων υγειονομικής περιθάλψεως (αριθ. 464 των νόμων της Μάλτας) για την πρόσβαση στα συμπληρωματικά της ιατρικής επαγγέλματα, αποσκοπεί ειδικώς στην προετοιμασία των κατόχων για την άσκηση τέτοιων επαγγελμάτων. Το παράρτημα III του εν λόγω νόμου μνημονεύει, μεταξύ των συμπληρωματικών της ιατρικής επαγγελμάτων, το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου.

37

Επομένως, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου, από το αιτούν δικαστήριο, της τηρήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και εʹ, της οδηγίας 2005/36 όσον αφορά τις απαιτήσεις επαγγελματικών προσόντων των οδοντικών τεχνολόγων, οι οποίες προβλέπονται από το μαλτεζικό δίκαιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου αποτελεί στη Μάλτα νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36.

38

Δεδομένου ότι στις διατάξεις των κεφαλαίων II και III του τίτλου III της οδηγίας 2005/36 δεν γίνεται μνεία του επαγγέλματος του οδοντικού τεχνολόγου, το εν λόγω επάγγελμα υπόκειται, ως εκ τούτου, στο γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, το οποίο προβλέπεται στο κεφάλαιο I του τίτλου αυτού και ιδίως στα άρθρα 10 έως 14 της οδηγίας αυτής.

39

Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας, βεβαίωσης επάρκειας ή τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.

40

Η έκφραση «το ίδιο επάγγελμα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36, πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα επαγγέλματα τα οποία, τόσο στο κράτος μέλος καταγωγής όσο και σ’ αυτό της υποδοχής, είναι είτε όμοια είτε ανάλογα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απλώς ισοδύναμα, από την άποψη των δραστηριοτήτων που αυτά καλύπτουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, C‑330/03, EU:C:2006:45, σκέψη 20).

41

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη καθεμία από τις καλυπτόμενες από το εν λόγω επάγγελμα δραστηριότητες εντός των δύο οικείων κρατών μελών, ήτοι από το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου στη Μάλτα και από το επάγγελμα του PDC σε ένα άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρόκειται πράγματι για το «ίδιο επάγγελμα», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, C‑330/03, EU:C:2006:45, σκέψη 20).

42

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι αρμόδιες μαλτεζικές αρχές δεν αρνούνται στους PDC την πρόσβαση στο επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου, θεωρώντας ότι οι δραστηριότητες των PDC και τα επαγγελματικά προσόντα τους αντιστοιχούν σε εκείνα των οδοντικών τεχνολόγων στη Μάλτα.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, και υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως που το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διενεργήσει σύμφωνα με τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί ότι το επάγγελμα του οδοντικού τεχνολόγου και εκείνο του PDC μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι «ίδιο επάγγελμα», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36.

44

Εξάλλου, δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε στην απόφαση περί παραπομπής, ότι τα προσόντα ενός PDC τα οποία απαιτούνται εκ μέρους ενός κράτους μέλους καταγωγής βαίνουν πέραν των προσόντων που απαιτούνται για έναν οδοντικό τεχνολόγο του οποίου το επάγγελμα είναι νομοθετικώς κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος υποδοχής.

45

Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, πρέπει να εξετασθεί η απαίτηση, όπως αυτή τίθεται δυνάμει της μαλτεζικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία οι δραστηριότητες των οδοντικών τεχνολόγων στη Μάλτα πρέπει να ασκούνται σε συνεργασία με οδοντίατρο, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω οδοντικοί τεχνολόγοι δεν έχουν το δικαίωμα να εργάζονται σε απευθείας επαφή με τους ασθενείς χωρίς τη μεσολάβηση οδοντιάτρου.

46

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι όροι ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντικού τεχνολόγου ή του επαγγέλματος του PDC δεν είναι, αυτοί καθαυτοί, εναρμονισμένοι δυνάμει της οδηγίας 2005/36.

47

Πράγματι, όπως εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 13 των προτάσεών του, από το άρθρο 4 της οδηγίας 2005/36, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 3 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος υποδοχής να καθορίσει τους όρους ασκήσεως ενός νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

48

Επομένως, ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί το επάγγελμα του PDC στο κράτος μέλος καταγωγής του δεν μπορεί να επικαλείται την οδηγία 2005/36 προκειμένου να εναντιωθεί σε απαίτηση ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντικού τεχνολόγου σε συνεργασία με οδοντίατρο, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη.

49

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 13 των προτάσεών του, η αντίθετη λύση θα κατέληγε στο ότι ένα κράτος μέλος αναγκάζεται να εξομοιώσει τους όρους ασκήσεως ενός επαγγέλματος με αυτούς που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη και θα καθιστούσε δυνατό το να χρησιμοποιηθεί η οδηγία αυτή ως μέσον για την καταστρατήγηση των όρων ασκήσεως των νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων που δεν έχουν όμως αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως.

50

Καίτοι είναι αληθές ότι ορισμένες δραστηριότητες των PDC ενδέχεται να εμπίπτουν στις δραστηριότητες του επαγγέλματος του οδοντιάτρου και ότι το άρθρο 4στ της οδηγίας 2005/36 προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μερική πρόσβαση σε μια επαγγελματική δραστηριότητα, επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ουδέποτε ζήτησαν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, σημείο αʹ, του άρθρου αυτού, μερική πρόσβαση στο επάγγελμα του οδοντιάτρου.

51

Ως εκ τούτου, χωρίς καν να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αν μια τέτοια μερική πρόσβαση θα ήταν, εν προκειμένω, νομικώς εφικτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 4στ της οδηγίας 2005/36 δεν έχει εφαρμογή.

52

Εξάλλου, επιβάλλεται να εκτιμηθεί αν, όσον αφορά τις πτυχές των όρων ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντικού τεχνολόγου ή του επαγγέλματος του PDC οι οποίες δεν είναι εναρμονισμένες δυνάμει της οδηγίας 2005/36, η απαίτηση ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντικού τεχνολόγου σε συνεργασία με οδοντίατρο είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη ΛΕΕ.

53

Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους ως προς τον καθορισμό των όρων για τους οποίους έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη σεβόμενα τις κατοχυρωμένες από τη Συνθήκη ΛΕΕ θεμελιώδεις ελευθερίες (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Νασιόπουλος, C-575/11, EU:C:2013:430, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54

Βεβαίως, κατά το άρθρο 168, παράγραφος 7, ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν διατάξεις με σκοπό την οργάνωση υπηρεσιών υγείας. Εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε τις σχετικές με την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, βάσει των οποίων απαγορεύεται στα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρούν σε ισχύ αδικαιολόγητους περιορισμούς της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής περιθάλψεως (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Ottica New Line, C-539/11, EU:C:2013:591, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που οι PDC έχουν το δικαίωμα, εντός του κράτους μέλους καταγωγής, να εργάζονται σε απευθείας επαφή με τους ασθενείς χωρίς υποχρεωτική μεσολάβηση οδοντιάτρου, η απαίτηση να υπάρχει μια τέτοια μεσολάβηση, απαίτηση η οποία προβλέπεται από τη ρύθμιση του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου περί των οδοντικών τεχνολόγων, μπορεί να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεώς τους, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

56

Κατά πάγια νομολογία, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι οποίοι εφαρμόζονται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, δύνανται να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Ottica New Line, C-539/11, EU:C:2013:591, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση περί της εν λόγω υποχρεωτικής μεσολαβήσεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι μόνον τα άτομα τα οποία έχουν παρακολουθήσει την οδοντιατρική εκπαίδευση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 34 της οδηγίας 2005/36 και τα οποία κατέχουν τον τίτλο βασικής οδοντιατρικής εκπαιδεύσεως διαθέτουν τα επαρκή προσόντα προκειμένου να ασκούν τις απαριθμούμενες στο άρθρο 36, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής δραστηριότητες πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας όσον αφορά τις ανωμαλίες και ασθένειες των οδόντων, του στόματος, των γνάθων και των παρακείμενων ιστών.

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρεωτική συμμετοχή οδοντιάτρου κατά τη θεραπεία ασθενούς στον οποίο ένας οδοντικός τεχνολόγος παρέχει τις υπηρεσίες του έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας, που αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, δυνάμενο να δικαιολογήσει την ύπαρξη περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

59

Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη απαγόρευση είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αν αυτή υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο.

60

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον κράτος μέλος έχει τηρήσει την αρχή της αναλογικότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κατέχουν πρωταρχική θέση μεταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που προστατεύει η Συνθήκη ΛΕΕ και ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμούν να εξασφαλίσουν και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο αυτό. Δεδομένου ότι το επίπεδο αυτό μπορεί να διαφοροποιείται μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Deutsche Parkinson Vereinigung, C-148/15, EU:C:2016:776, σκέψη 30 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Παράλληλα, η δημόσια υγεία επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή κατά την εκτίμηση των εθνικών μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Νασιόπουλος, C-575/11, EU:C:2013:430, σκέψη 27).

62

Λαμβανομένων υπόψη, κατά πρώτον, του κινδύνου για την υγεία του ασθενούς που είναι εγγενής σε όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, κατά δεύτερον, της σπουδαιότητας του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας καθώς και, κατά τρίτον, του περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως και το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την υλοποίηση του εν λόγω σκοπού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 26 έως 30 των προτάσεών του, η απαίτηση να υπάρχει υποχρεωτική μεσολάβηση οδοντιάτρου είναι κατάλληλη για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο.

63

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δραστηριότητες του οδοντικού τεχνολόγου πρέπει να ασκούνται σε συνεργασία με οδοντίατρο, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, έναντι των PDC που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους σε άλλο κράτος μέλος και που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο ως άνω πρώτο κράτος μέλος.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δραστηριότητες του οδοντικού τεχνολόγου πρέπει να ασκούνται σε συνεργασία με οδοντίατρο, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, έναντι των κλινικών οδοντικών τεχνολόγων που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους σε άλλο κράτος μέλος και που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο ως άνω πρώτο κράτος μέλος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η μαλτέζικη.