ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MICHAL BOBEK

της 14ης Νοεμβρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑498/16

Maximilian Schrems

κατά

Facebook Ireland Limited

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Έννοια του καταναλωτή – Μέσα κοινωνικής δικτυώσεως – Λογαριασμοί Facebook και σελίδες Facebook – Εκχώρηση απαιτήσεων καταναλωτών οι οποίοι κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, σε άλλο κράτος μέλος και σε τρίτο κράτος – Συλλογική αγωγή»

I. Εισαγωγή

1.

Ο Maximilian Schrems άσκησε ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου αγωγή κατά της Facebook Ireland Limited. Ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη εταιρία προσέβαλε τα δικαιώματά του στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επτά άλλοι χρήστες του Facebook, ανταποκρινόμενοι σε σχετική πρόσκληση που ο M. Schrems απηύθυνε μέσω του διαδικτύου, εκχώρησαν σε αυτόν τις απαιτήσεις τους που απορρέουν από παρόμοιες αιτιάσεις περί προσβολής. Οι εν λόγω χρήστες είναι κάτοικοι Αυστρίας, άλλων κρατών μελών και τρίτων κρατών.

2.

Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, τα κύρια ζητήματα που ανακύπτουν είναι δύο. Πρώτον, ποιος είναι «καταναλωτής»; Κατά το δίκαιο της Ένωσης, ο καταναλωτής θεωρείται ως το χρήζον προστασίας ασθενέστερο μέρος. Για τον σκοπό αυτόν, δημιουργήθηκε συν τω χρόνω ένα αρραγές οικοδόμημα έννομης προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της αναγνωρίσεως μιας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας επί συμβάσεων καταναλωτών δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 2 ). Πράγματι, το πλέγμα των κανόνων αυτών δημιουργεί ένα ειδικό forum actoris: ο καταναλωτής δύναται να εναγάγει στον τόπο της κατοικίας του καταναλωτή τον αντισυμβαλλόμενο. Ο M. Schrems υποστηρίζει ότι τα δικαστήρια της Βιέννης, Αυστρία, έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τόσο τις δικές του απαιτήσεις όσο και τις απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν, δεδομένου ότι είναι καταναλωτής κατά την έννοια των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού 44/2001.

3.

Μια ταξινόμηση απαιτεί πάντοτε πολύ λεπτούς χειρισμούς. Ακόμη και όταν επιτυγχάνεται συμφωνία επί των βασικών στοιχείων ενός ορισμού, είναι βέβαιο ότι θα ανακύψουν ιδιάζουσες περιπτώσεις, μη δεκτικές γενικεύσεως. Άλλωστε, με τον χρόνο, όλα τα είδη εξελίσσονται. Δύναται ένας «καταναλωτής» που εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο σε δικαστικές διενέξεις να καταστεί σταδιακώς «κατ’ επάγγελμα διάδικος υποθέσεων προστασίας καταναλωτών» ώστε να μην χρήζει πλέον ειδικής προστασίας; Αυτή είναι, εν συντομία, η ουσία του πρώτου ερωτήματος που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία).

4.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία επί διαφορών με αντικείμενο συμβάσεις καταναλωτών των οποίων έχουν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις. Με την παραδοχή ότι ο ενάγων εξακολουθεί να έχει αυτοτελώς την ιδιότητα του καταναλωτή, δύναται αυτός να επικαλεστεί αυτή την ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας επίσης για τις εκχωρηθείσες αξιώσεις άλλων καταναλωτών που έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης ή/και σε τρίτα κράτη; Με άλλα λόγια, μπορεί το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 να θεμελιώσει πρόσθετη ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την κατοικία του εκδοχέα, δυνατότητα που όντως θα επιτρέψει τη σώρευση απαιτήσεων καταναλωτών από όλο τον κόσμο;

II. Το νομικό πλαίσιο

1. Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Ο κανονισμός 44/2001

5.

Το άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001 ορίζει:

«1.   Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:

α)

όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τμήματος· ή

β)

όταν πρόκειται για σύμβαση δανείου με σταδιακή εξόφληση ή παροχής πίστωσης με άλλη μορφή για τη χρηματοδότηση της αγοράς αγαθών· ή

γ)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.

[…]»

6.

Το άρθρο 16 του κανονισμού 44/2001 προβλέπει:

«1.   Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.

2.   Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.

[…]»

2. Το αυστριακό δίκαιο

7.

Κατά το άρθρο 227 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: ZPO):

«(1)   Περισσότερες απαιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγόμενου, ακόμη και αν αυτές δεν αθροίζονται [άρθρο 55 του Jurisdiktionsnorm (νόμου περί της αρμοδιότητας των δικαστηρίων)], μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, αν οι απαιτήσεις στο σύνολό τους:

1.

υπάγονται στην αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου και

2.

υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας.

(2)   Κατ’ εξαίρεση, απαιτήσεις το ύψος των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί της αρμοδιότητας των δικαστηρίων μπορούν να σωρευθούν με απαιτήσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει το ποσό αυτό, και απαιτήσεις που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς δικαστηρίου μπορούν να σωρευθούν με απαιτήσεις που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου. Στην πρώτη περίπτωση, η αρμοδιότητα καθορίζεται από το υψηλότερο ποσό· στη δεύτερη περίπτωση, το πολυμελές πρωτοδικείο αποφασίζει για όλες τις απαιτήσεις.»

III. Ιστορικό της διαφοράς

8.

Σύμφωνα με τα πραγματικά στοιχεία που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, ο M. Schrems (στο εξής: ενάγων) ειδικεύεται στο δίκαιο της τεχνολογίας πληροφοριών και στο δίκαιο της προστασίας δεδομένων. Εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα τις (αστικού, ποινικού και διοικητικού δικαίου) πτυχές της προστασίας δεδομένων.

9.

Ο ενάγων χρησιμοποιεί το Facebook από το 2008. Αρχικώς, χρησιμοποιούσε το Facebook μόνο για ιδιωτικούς σκοπούς, με ψευδώνυμο. Από το 2010, χρησιμοποιεί ένα λογαριασμό Facebook με το δικό του όνομα, αναγραφόμενο με κυριλλικούς χαρακτήρες, μόνο για δραστηριότητες ιδιωτικής φύσεως –μεταφόρτωση φωτογραφιών, αναρτήσεις στο διαδίκτυο και συνομιλίες με χρήση της υπηρεσίας «messenger». Έχει περίπου 250 «φίλους Facebook». Από το 2011, διατηρεί επίσης μια σελίδα Facebook. Η σελίδα αυτή περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις διαλέξεις τις οποίες δίνει, τη συμμετοχή του σε δημόσιες συζητήσεις και τις εμφανίσεις του σε μέσα μαζικής ενημερώσεως, τα βιβλία τα οποία έχει συγγράψει, τις δωρεές που συγκεντρώνει αλλά και τις δικαστικές του ενέργειες κατά της Facebook Ireland (στο εξής: εναγόμενη).

10.

Το 2011, o ενάγων υπέβαλε ενώπιον της ιρλανδικής επιτροπής προστασίας δεδομένων 22 καταγγελίες κατά της εναγομένης. Σε απάντηση στις καταγγελίες αυτές, η εν λόγω επιτροπή συνέταξε έκθεση ελέγχου η οποία περιείχε συστάσεις προς την εναγόμενη και εν συνεχεία έκθεση επανελέγχου. Τον Ιούνιο του 2013, ο ενάγων υπέβαλε ακόμη μία καταγγελία κατά της εναγομένης σχετικά με το πρόγραμμα παρακολουθήσεως PRISM ( 3 ), η οποία οδήγησε στην ακύρωση της αποφάσεως «Safe Harbor» ( 4 ) της Επιτροπής από το Δικαστήριο ( 5 ).

11.

Με αντικείμενο τις δικαστικές του ενέργειες κατά της εναγομένης, ο ενάγων έχει εκδώσει δύο βιβλία, έχει δώσει διαλέξεις (ενίοτε με αμοιβή), έχει καταχωρίσει πολυάριθμους ιστοτόπους (ιστολόγια, διαδικτυακές συγκεντρώσεις υπογραφών για υποβολή συλλογικών αιτημάτων, εκκλήσεις να χρηματοδοτηθούν από το κοινό [crowdfunding] δικαστικές ενέργειες κατά της εναγομένης), έχει λάβει διάφορες διακρίσεις και έχει συστήσει τον Verein zur Durchsetzung des Grundrechts auf Datenschutz (σύλλογο για την επιβολή του σεβασμού του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων, στο εξής: σύλλογος) ( 6 ).

12.

Ο δεδηλωμένος σκοπός του ενάγοντος είναι να ασκηθεί πίεση στη Facebook. Οι δραστηριότητές του προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημερώσεως. Οι δικαστικές του ενέργειες σε βάρος της Facebook αποτέλεσαν αντικείμενο πολυάριθμων τηλεοπτικών εκπομπών σε αυστριακά, γερμανικά και διεθνή κανάλια, καθώς και πολυάριθμων ραδιοφωνικών εκπομπών. Δημοσιεύθηκαν τουλάχιστον 184 άρθρα στον Τύπο, συμπεριλαμβανομένων διεθνών και διαδικτυακών δημοσιευμάτων.

13.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι ο ενάγων απασχολείται από τη μητέρα του. Τα εισοδήματά του πηγάζουν τόσο από την εν λόγω απασχόληση όσο και από την εκμίσθωση ενός διαμερίσματος. Επιπλέον, έχει έσοδα, το ύψος των οποίων δεν είναι γνωστό, από την πώληση των προαναφερθέντων βιβλίων και από εκδηλώσεις στις οποίες είναι καλεσμένος λόγω των δικαστικών του ενεργειών κατά της εναγομένης.

14.

Στην υπό κρίση υπόθεση, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η εναγόμενη διέπραξε πολυάριθμες παραβάσεις των κανόνων προστασίας των δεδομένων, κατά παραβίαση του αυστριακού δικαίου, του ιρλανδικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης ( 7 ). Ο ενάγων υπέβαλε διάφορα αιτήματα αναγνωριστικού χαρακτήρα (όσον αφορά την ιδιότητα της εναγομένης ως παρόχου υπηρεσιών και την υποχρέωσή της να ενεργεί κατ’ εντολή· όσον αφορά την ιδιότητά της ως ελεγκτή στο μέτρο που η επεξεργασία δεδομένων πραγματοποιείται για δικούς της σκοπούς· όσον αφορά το ανίσχυρο συμβατικών όρων)· αίτημα παραλείψεως (όσον αφορά τη χρησιμοποίηση δεδομένων)· αίτημα παροχής πληροφοριών (όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των δεδομένων του ενάγοντος)· αίτημα παροχής λογιστικών στοιχείων· και αίτημα επιβολής υποχρεώσεως (για τη μεταβολή συμβατικών όρων, την καταβολή αποζημιώσεως και την επιστροφή αδικαιολόγητου πλουτισμού).

15.

Η αγωγή στην κύρια δίκη ασκήθηκε με την υποστήριξη εταιρίας χρηματοδοτήσεως δικών, έναντι αμοιβής ίσης με το 20 % του τελικού αποτελέσματος, και πρακτορείου δημοσίων σχέσεων. Ο ενάγων έχει σχηματίσει ομάδα 10 ατόμων, με πενταμελή πυρήνα, που τον υποστηρίζουν «στην εκστρατεία του κατά της Facebook». Δεν είναι σαφές αν ο ενάγων τούς προσφέρει κάποια αμοιβή. Η αναγκαία υποδομή καλύπτεται οικονομικά με καταβολές από τον προσωπικό λογαριασμό του ενάγοντος. Ούτε ο ενάγων ούτε ο σύλλογος απασχολούν προσωπικό.

16.

Κατόπιν προσκλήσεως που ο ενάγων ανήρτησε στο διαδίκτυο, περισσότερα από 25000 άτομα του εκχώρησαν τις απαιτήσεις τους κατά της εναγομένης μέσω των πολυάριθμων ιστοτόπων που αυτός έχει καταχωρίσει. Στις 9 Απριλίου 2015, άλλα 50000 άτομα βρίσκονταν σε λίστα αναμονής. Μόνον επτά απαιτήσεις συμπεριλαμβάνονται στην υπόθεση που ο ενάγων έφερε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι εν λόγω απαιτήσεις έχουν εκχωρηθεί στον ενάγοντα από καταναλωτές που κατοικούν στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ινδία.

17.

Το αυστριακό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien (περιφερειακό πολιτικό δικαστήριο, Βιέννη, Αυστρία), απέρριψε την αγωγή. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων που συνδέονται με τις απαιτήσεις του ενάγοντος, η εκ μέρους του χρήση του Facebook έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Χρησιμοποιεί πλέον το Facebook για επαγγελματικούς σκοπούς, πράγμα που του στερεί τη δυνατότητα να επικαλεσθεί την ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας επί συμβάσεων καταναλωτή. Επίσης, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η υπέρ του καταναλωτή διεθνής δικαιοδοσία την οποία δύναται να επικαλεσθεί ο εκχωρητής δεν μπορεί να μεταφερθεί στον εκδοχέα.

18.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Oberlandesgericht Wien (ανώτερο περιφερειακό πολιτικό δικαστήριο, Βιέννη, Αυστρία) μεταρρύθμισε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε παραδεκτή την αγωγή ως προς την «προσωπική» απαίτηση του ενάγοντος, η οποία απέρρεε από τη σύμβαση του M. Schrems ως καταναλωτή. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001 πρέπει να εκτιμώνται κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

19.

Πάντως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το σκέλος της εφέσεως το οποίο αφορούσε τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις. Έκρινε ότι οι υπέρ των καταναλωτών κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον από καταναλωτές που οι ίδιοι μετέχουν ως διάδικοι στην ένδικη διαφορά. Επομένως, ο ενάγων δεν δύναται να στηριχθεί στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 όταν ζητεί την επιδίκαση των εκχωρηθεισών σε αυτόν απαιτήσεων.

20.

Αμφότεροι οι αντίδικοι βάλλουν κατά της δευτεροβάθμιας αποφάσεως ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία). Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)

Έχει το άρθρο 15 [του κανονισμού 44/2001] την έννοια ότι ένας “καταναλωτής”, κατά την εν λόγω διάταξη, παύει να έχει την ιδιότητα αυτή αν μετά από μακρόχρονη χρήση ιδιωτικού λογαριασμού Facebook δημοσιεύει βιβλία σε σχέση με την προάσπιση των δικαιωμάτων του, ενίοτε δίνει επίσης διαλέξεις επ’ αμοιβή, διαχειρίζεται ιστοτόπους, συγκεντρώνει δωρεές για την προάσπιση των δικαιωμάτων του και αναλαμβάνει τη διεκδίκηση των απαιτήσεων πολυάριθμων καταναλωτών οι οποίες του εκχωρούνται έναντι της διαβεβαιώσεως ότι σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεως οι καταναλωτές θα καρπωθούν τα πιθανά οφέλη αφαιρουμένων των εξόδων της σχετικής διαδικασίας;

(2)

Έχει το άρθρο 16 [του κανονισμού 44/2001] την έννοια ότι ένας καταναλωτής σε ορισμένο κράτος μέλος δύναται να προβάλει ως ενάγων ενώπιον δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του, συγχρόνως με τις δικές του απαιτήσεις από σύμβαση καταναλωτή, και παρόμοιες απαιτήσεις άλλων καταναλωτών με κατοικία

α)

στο ίδιο κράτος μέλος,

β)

σε άλλο κράτος μέλος ή

γ)

σε τρίτο κράτος,

όταν αυτές του έχουν εκχωρηθεί και αφορούν συμβάσεις καταναλωτή συναφθείσες με το ίδιο εναγόμενο μέρος στο ίδιο νομικό πλαίσιο και η εκχώρηση δεν εμπίπτει στη σφαίρα της επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας του ενάγοντος, αλλά εξυπηρετεί την κοινή διεκδίκηση των απαιτήσεων;»

21.

Ο M. Schrems, η Facebook Ireland, η Αυστριακή, η Γερμανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Ο M. Schrems, η Facebook Ireland, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 19 Ιουλίου 2017.

IV. Ανάλυση

22.

Οι παρούσες προτάσεις διαρθρώνονται ως εξής: πρώτον, θα εξετάσω αν ο ενάγων μπορεί να θεωρηθεί «καταναλωτής» όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις (Α). Δεύτερον, με την παραδοχή ότι είναι πράγματι καταναλωτής, θα εξετάσω το ζήτημα της υπέρ του καταναλωτή ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς τις απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν από άλλους καταναλωτές (Β).

1. Πρώτο ερώτημα: ποιος είναι καταναλωτής;

23.

Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν ο ενάγων μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις κατά της εναγομένης. Ειδικότερα, ερωτά αν η ιδιότητα του καταναλωτή δύναται να απολεσθεί στην περίπτωση που ένα πρόσωπο, αφότου έχει χρησιμοποιήσει λογαριασμό Facebook για ιδιωτικούς σκοπούς, ασκεί δραστηριότητες όπως η δημοσίευση, η παράδοση διαλέξεων, η δημιουργία ιστοτόπων ή η συγκέντρωση δωρεών. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι για ορισμένες από τις εν λόγω δραστηριότητες που συνδέονται με τις απαιτήσεις του (διαλέξεις) ο ενάγων έχει αμειφθεί. Εξάλλου, ο ενάγων πρότεινε σε άλλους καταναλωτές να του εκχωρήσουν τις απαιτήσεις τους. Στην πρόταση εκείνη προβλέφθηκε ότι, αν ικανοποιηθούν οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις, οι καταναλωτές θα λάβουν τα χρηματικά οφέλη αφαιρουμένων των δικαστικών εξόδων.

24.

Όλοι οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία, με εξαίρεση την εναγόμενη, συμφωνούν ότι, όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις κατά της Facebook Ireland, ο ενάγων πρέπει να θεωρηθεί καταναλωτής.

25.

H εναγόμενη διατυπώνει την αντίθετη άποψη. Ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν δύναται να στηριχθεί στη ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τον τόπο κατοικίας του καταναλωτή. Τούτο διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της αγωγής, χρησιμοποιούσε το Facebook για επαγγελματικούς σκοπούς. Η εναγόμενη προβάλλει δύο σειρές επιχειρημάτων προς στήριξη αυτής της θέσεώς της. Πρώτον, η ιδιότητα του καταναλωτή δύναται να απολεσθεί με την πάροδο του χρόνου. Η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να αξιολογηθεί η ιδιότητα του καταναλωτή είναι η ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής. Δεν είναι η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως. Ο ενάγων ασκεί επαγγελματικές δραστηριότητες που συνδέονται με τις απαιτήσεις του κατά της εναγομένης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί καταναλωτής για τους σκοπούς των απαιτήσεων αυτών. Δεύτερον, η δημιουργία σελίδας Facebook αφιερωμένης στις προαναφερθείσες δραστηριότητες του ενάγοντος σημαίνει ότι η εκ μέρους του χρήση του λογαριασμού Facebook είναι επαγγελματική ή εμπορική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τόσο ο λογαριασμός Facebook όσο και η σελίδα Facebook αποτελούν μέρος ενιαίας συμβατικής σχέσεως.

26.

Υπό την επιφύλαξη περαιτέρω εξακριβώσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου και υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος σχετικά με τις φερόμενες προσβολές της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων αφορούν τον λογαριασμό του στο Facebook, κλίνω προς την άποψη ότι ο ενάγων μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη δική του σύμβαση καταναλωτή.

27.

Πάντως, πριν διατυπώσω μια τέτοια πρόταση, κρίνω σκόπιμο να επιμείνω σε δύο στοιχεία του ορισμού της παραδοσιακής έννοιας του «καταναλωτή» τα οποία φαίνεται να είναι κάπως ασαφή εν προκειμένω. Στην υποενότητα 1 θα εξετάσω πάνω σε ποια βάση μπορεί ένα άτομο να χαρακτηριστεί ως καταναλωτής κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001 (α), και αν εντός της ίδιας συμβατικής σχέσεως η ιδιότητα του καταναλωτή μπορεί να μεταβληθεί συν τω χρόνω (β). Στη συνέχεια, θα εξετάσω την έννοια του καταναλωτή στο ειδικότερο πλαίσιο των κοινωνικών μέσων δικτυώσεως και του Facebook, τα οποία θέτουν ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις στον παραδοσιακό ορισμό του καταναλωτή (υποενότητα 2).

1.   Η έννοια του καταναλωτή

1)   Ο σκοπός της συμβάσεως: επαγγελματικός ή ιδιωτικός;

28.

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 περιορίζει την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας στις «συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή».

29.

Στη διάταξη αυτή μπορούν να εντοπιστούν δύο στοιχεία: πρώτον, ο καταναλωτής δεν ορίζεται γενικώς και αφηρημένως, αλλά πάντοτε σε σχέση με μια «σύμβαση». Δεύτερον, η σύμβαση αυτή πρέπει να συνάπτεται «με σκοπό» ξένο προς την «επαγγελματική δραστηριότητα» του συγκεκριμένου προσώπου.

30.

Στην παρούσα υπόθεση, κρίσιμο είναι το πρώτο στοιχείο. Τούτο σημαίνει ότι η εκτίμηση του αν συντρέχει η ιδιότητα του καταναλωτή γίνεται πάντοτε με αναφορά σε συγκεκριμένη σύμβαση: η συγκεκριμένη επίμαχη συμβατική σχέση είναι αυτή που πρέπει να εξετάζεται. Δεν πρόκειται για αφηρημένη ή σφαιρική εκτίμηση της κυρίαρχης προσωπικής ιδιότητας.

31.

Το δεύτερο στοιχείο, «επαγγελματική δραστηριότητα», αναφέρεται ευρύτερα στην οικονομική δραστηριότητα ενός ατόμου. Τούτο δεν σημαίνει ότι η επίμαχη σύμβαση πρέπει να συνδέεται αναγκαστικά με άμεσο οικονομικό κέρδος. Τουναντίον, δηλώνει ότι η σύμβαση αυτή συνήφθη σε σύνδεση με μια διαρκή και δομημένη οικονομική δραστηριότητα.

32.

Η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 απορρέει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά το παρελθόν, το Δικαστήριο απέρριψε προσέγγιση της ιδιότητας του καταναλωτή συνδεόμενη με μια γενική αντίληψη περί των δραστηριοτήτων ή της γνώσεως συγκεκριμένου ατόμου. Ο καθορισμός της ιδιότητας του καταναλωτή πρέπει να γίνεται με αναφορά στη θέση του οικείου προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του σκοπού της συμβάσεως αυτής ( 8 ). Έτσι, όπως διατυπώθηκε με σαφήνεια από διάφορους γενικούς εισαγγελείς ( 9 ) και επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο, η έννοια του «καταναλωτή» έχει «αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τις συγκεκριμένες γνώσεις που ενδέχεται να έχει το οικείο πρόσωπο, ούτε από τις πληροφορίες που αυτό πράγματι διαθέτει» ( 10 ).

33.

Τούτο σημαίνει ότι το ίδιο πρόσωπο μπορεί, ακόμη και την ίδια ημέρα, να ενεργεί ως επαγγελματίας και ως καταναλωτής, αναλόγως της φύσεως και του σκοπού της συμβάσεως που έχει συναφθεί. Επί παραδείγματι, ένας επαγγελματίας δικηγόρος που ειδικεύεται στο δίκαιο των καταναλωτών εξακολουθεί να είναι καταναλωτής, παρά την επαγγελματική δραστηριότητα και γνώση του, όταν συνάπτει συμβατική σχέση για ιδιωτικούς σκοπούς.

34.

Κατά συνέπεια, το κρίσιμο στοιχείο είναι ο σκοπός για τον οποίο έχει συναφθεί μια σύμβαση. Είναι αλήθεια ότι, όσο χρήσιμο και αν είναι, το κριτήριο αυτό μπορεί να μην είναι πάντοτε σαφές. Μπορεί να υπάρχουν συμβάσεις με «διττό σκοπό», οι οποίες υπηρετούν τόσο επαγγελματικούς όσο και ιδιωτικούς σκοπούς. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα αυτό στη γνωστή υπόθεση Gruber, η οποία αφορούσε τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Από την απόφαση εκείνη προκύπτει ότι, για τις συμβάσεις με διττό σκοπό, η ιδιότητα του καταναλωτή διατηρείται μόνο αν ο δεσμός μεταξύ της συμβάσεως και της επαγγελματικής δραστηριότητας του ενδιαφερομένου είναι «τόσο ισχνός ώστε να γίνει περιθωριακός», υπό την έννοια ότι έχει αμελητέο ρόλο στη σύναψη της συμβάσεως (συνολικώς θεωρημένης) ( 11 ).

2)   Ο χρόνος: στατική ή δυναμική προσέγγιση;

35.

Το ζήτημα των συμβάσεων με «διττό σκοπό», στις οποίες και οι δύο σκοποί υφίστανται ταυτοχρόνως (συνήθως κατά τη σύναψη της συμβάσεως), είναι διαφορετικό από το ζήτημα της δυνατότητας να ληφθεί υπόψη η χρονική εξέλιξη του σκοπού και του στόχου μιας συμβατικής σχέσεως. Μπορεί η χρήση μιας συμβάσεως να μεταβληθεί από αμιγώς ιδιωτικής φύσεως σε αποκλειστικώς επαγγελματικής, ή αντιστρόφως; Είναι, ως εκ τούτου, δυνατό η ιδιότητα του καταναλωτή να απολεσθεί με την πάροδο του χρόνου;

36.

Ο ενάγων, καθώς επίσης η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρούν ότι η ιδιότητα του καταναλωτή δεν μπορεί να απολεσθεί. Η θέση τους είναι ότι το κρίσιμο σημείο αναφοράς ανάγεται στον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

37.

Αντιθέτως, η εναγόμενη ζητεί να γίνει δεκτή μια «δυναμική» προσέγγιση της έννοιας του καταναλωτή, θέση στην οποία δεν αντιτίθεται η Επιτροπή. Κατά την προσέγγιση αυτή, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να καθοριστεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

38.

Αντιλαμβάνομαι ότι σκέψεις περί προβλεψιμότητας και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων μερών είναι πρωταρχικής σημασίας. Επομένως, κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να μπορεί να στηριχθεί στην ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

39.

Ωστόσο, αφηρημένως και για όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί πλήρως η «δυναμική» προσέγγιση της ιδιότητας του καταναλωτή. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι λυσιτελής στην περίπτωση που μια σύμβαση δεν προσδιορίζει τον σκοπό της, ή είναι ανοικτή σε διαφορετικές χρήσεις, και διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, ή ακόμη είναι απροσδιόριστη. Είναι πιθανό, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται ορισμένη συμβατική υπηρεσία να αλλάξει –όχι μόνο εν μέρει, αλλά και ολοκληρωτικώς.

40.

Φανταστείτε την κα Παπαδοπούλου η οποία συνήψε σύμβαση με αντικείμενο υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως είναι ένας λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Κατά την υπογραφή της, η κα Παπαδοπούλου χρησιμοποίησε τη σύμβαση για αμιγώς ιδιωτικούς σκοπούς. Ωστόσο, αργότερα, άρχισε να χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο λογαριασμό για την επιχείρησή της. Δέκα χρόνια μετά, κατέληξε να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποκλειστικώς για εμπορικούς σκοπούς. Αν οι αρχικοί συμβατικοί όροι δεν αποκλείουν μια τέτοια χρήση, και δεν υπήρξε ανανέωση, προσθήκη ή τροποποίηση της συμβάσεως κατά τα δέκα αυτά έτη, μπορεί μια τέτοια χρήση να εξακολουθήσει να χαρακτηρίζεται ως «ιδιωτική»;

41.

Επομένως, προτείνω να μην αποκλειστεί τελείως η πιθανότητα μεταγενέστερων αλλαγών στη χρήση. Μπορεί να συμβούν. Θα πρέπει, ωστόσο, να επιφυλάσσεται για εξαιρετικές περιπτώσεις. Το δίκαιο και το ορθό είναι να παραμένει καθοριστικός ο σκοπός για τον οποίο είχε αρχικώς συναφθεί η σύμβαση. Αν, και μόνον αν, από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως προκύπτει σαφώς ότι η παραδοχή αυτή δεν ισχύει πλέον, τότε, και μόνον τότε, θα μπορεί να επαναξιολογηθεί η ιδιότητα του καταναλωτή.

3)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

42.

Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι το κύριο στοιχείο βάσει του οποίου πρέπει να αξιολογείται η ιδιότητα του καταναλωτή για τους σκοπούς των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού 44/2001 είναι η φύση και ο σκοπός της συμβάσεως από την οποία απορρέουν οι απαιτήσεις. Σε περίπλοκες υποθέσεις όπου η φύση και ο σκοπός μιας συμβάσεως είναι μικτός, δηλαδή τόσο ιδιωτικός όσο και επαγγελματικός, θα πρέπει να αξιολογείται αν το επαγγελματικό «περιεχόμενο» μπορεί να θεωρηθεί επουσιώδες. Αν πράγματι αυτό συμβαίνει, η ιδιότητα του καταναλωτή θα μπορεί να διατηρηθεί. Εξάλλου, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω του απροσδιόριστου περιεχομένου και της δυνητικά μακράς διάρκειας της συμβάσεως, να μεταβληθεί συν τω χρόνω η ιδιότητα ενός εκ των συμβαλλομένων.

2.   Ένας κοινωνικά δικτυωμένος καταναλωτής

43.

Η εφαρμογή των προαναφερθεισών αρχών στο πλαίσιο των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως δεν είναι εντελώς απλή (α). Επιπλέον, η έλλειψη γνώσεως σχετικά με την ακριβή φύση των συμβατικών σχέσεων στην υπόθεση της κύριας δίκης δυσκολεύει περαιτέρω την αξιολόγηση (β). Εντούτοις, θα επιδιώξω να συνδράμω το αιτούν δικαστήριο περιγράφοντας τις πιθανές επιλογές που, υπό την επιφύλαξη της περαιτέρω εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών, μπορούν να υλοποιηθούν (γ).

1)   Δυαδικές επιλογές και σύνθετες ιδιότητες

44.

Οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων δικτυώσεως, όπως είναι το Facebook, δεν εμπίπτουν ευχερώς στους κάπως «άσπρο-μαύρο» ορισμούς του κανονισμού 44/2001. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού διακρίνει μεταξύ του ποιος είναι και του ποιος δεν είναι καταναλωτής. Ωστόσο, ένας αριθμός από πραγματικές χρήσεις και πραγματικούς χρήστες του Facebook διαφεύγει αυτή τη δυαδική κατάταξη.

45.

Ασφαλώς, υπάρχουν ξεκάθαρες περιπτώσεις. Από τη μια πλευρά, υπάρχει το προφίλ ενός εφήβου με σειρά από παράξενες «selfies» με σχόλια που περιέχουν περισσότερα «emoticons» και θαυμαστικά παρά λέξεις. Αποτυπώνει ένα μοναδικό αλλά σίγουρα μη επαγγελματικό κοινωνικό σύμπαν, μετρούμενο από τον αριθμό των «μου αρέσει» και των φίλων στο Facebook. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η σαφώς εμπορική παρουσίαση μιας μεγάλης εταιρίας που, παρά τη χρήση του Facebook ως μέσου διαφημίσεως, επιτυγχάνει να αποκτήσει εντυπωσιακό αριθμό «φίλων» και «ακολούθων».

46.

Ωστόσο, μεταξύ αυτών των δύο άκρων του φάσματος, όπου το ένα είναι σαφώς ιδιωτικό και το άλλο εξόχως επαγγελματικό, υπάρχουν οι πενήντα αποχρώσεις του (Facebook) μπλε. Πιο συγκεκριμένα, ένας ιδιωτικός λογαριασμός στο Facebook μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για λόγους αυτοπροβολής με επαγγελματικό αντίκτυπο ή σκοπό. Κάθε άτομο μπορεί να προβεί σε αναρτήσεις σχετικές με τα επαγγελματικά του επιτεύγματα και τις (οιονεί) επαγγελματικού χαρακτήρα δραστηριότητές του και να τα μοιράζεται με μια κοινότητα «φίλων». Το επαγγελματικό περιεχόμενο υπό τη μορφή ανακοινώσεως δημόσιων ομιλιών ή δημοσιεύσεων μπορεί ακόμη και να κυριαρχήσει και να το μοιράζονται ευμεγέθεις κοινότητες από «φίλους», «φίλους φίλων» ή να γίνει εξ ολοκλήρου «δημόσιο».

47.

Τούτο όμως συμβαίνει όχι μόνο με τους μουσικούς, τους ποδοσφαιριστές, τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς ακτιβιστές αλλά και με τους ακαδημαϊκούς ή άλλους επαγγελματίες. Φανταστείτε έναν πολυσχιδή καθηγητή φυσικής, ο οποίος, αρχικώς, άνοιξε έναν λογαριασμό Facebook απλώς για να μοιράζεται προσωπικές φωτογραφίες με φίλους. Σταδιακά, ωστόσο, προβαίνει επίσης σε αναρτήσεις που αφορούν τη νέα του έρευνα. Προβαίνει σε αναρτήσεις σχετικές με τις νέες του εργασίες, διαλέξεις και άλλες δημόσιες εμφανίσεις. Είναι επίσης ενθουσιώδης μάγειρας και φωτογράφος, αναρτώντας στο διαδίκτυο διάφορες συνταγές, όπως και φωτογραφίες που λαμβάνονται σε χώρους συνεδρίων από όλο τον κόσμο. Κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες, οι οποίες έχουν καλλιτεχνική αξία, διατίθενται προς πώληση. Όλη του αυτή η δραστηριότητα διανθίζεται με φωτογραφίες με αντικείμενο τις αγαπημένες του γάτες και έναν πνευματώδη (επίκαιρο) σχολιασμό της πολιτικής καταστάσεως, ο οποίος πολλές φορές αναδεικνύεται από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, αλλά και αποτελεί τον λόγο για τον οποίο προσκαλείται να δώσει ομιλίες και συνεντεύξεις ανά την Ευρώπη.

48.

Κατά τη γνώμη μου, τέτοιες χρήσεις δεν προσδίδουν επαγγελματικό ή εμπορικό χαρακτήρα σε ένα λογαριασμό Facebook. Στην πραγματικότητα, η φύση ενός κοινωνικού δικτύου, που είναι σχεδιασμένο να ενθαρρύνει την προσωπική ανάπτυξη και επικοινωνία, μπορεί, σχεδόν αναπόφευκτα, να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου ο επαγγελματικός κόσμος ενός ατόμου διαποτίζει το κοινωνικό δίκτυο. Ωστόσο, όλες αυτές οι διαστάσεις αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, έκφραση του προσώπου και της προσωπικότητάς του. Αν και είναι σαφές ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μερικές από τις χρήσεις αυτές όντως συμβάλλουν στην «αυτοπροβολή» και βελτίωση της επαγγελματικής θέσεως κάποιου, αυτό μπορούν να το επιτύχουν μόνο μακροπρόθεσμα. Δεν αποσκοπούν στη δημιουργία άμεσου εμπορικού αποτελέσματος.

49.

Αντιθέτως, σήμερα υπάρχουν ολόκληρα επαγγέλματα που υπερβαίνουν τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ ιδιωτικών και επαγγελματικών διασυνδέσεων στο πλαίσιο της επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου, ιδίως μέσω των κοινωνικών δικτύων. Ορισμένες από τις χρήσεις αυτές μπορεί να φαίνονται ιδιωτικές, αλλά είναι εξ ολοκλήρου εμπορικές. Εκείνοι που επηρεάζουν την προώθηση της κοινωνικής δικτυώσεως, οι «prosumers» (professional consumers), ή οι διαχειριστές μιας κοινότητας μπορεί να χρησιμοποιούν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα ως βασικό εργαλείο για την εργασία τους ( 12 ).

50.

Μολονότι έγινε το αντικείμενο κάποιας συζητήσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεν είμαι βέβαιος ότι εν προκειμένω είναι αναγκαίο να διευθετηθούν τέτοιες περίπλοκες καταστάσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ του 2008 και του 2010 ο ενάγων χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για ιδιωτικούς σκοπούς τον λογαριασμό Facebook που είχε δημιουργήσει. Από το 2011, χρησιμοποιεί επίσης μια σελίδα Facebook. Έτσι, φαίνεται ότι όχι μόνο αρχικώς αλλά και διαρκώς η χρήση του λογαριασμού Facebook είναι, κατ’ ουσίαν, ιδιωτική. Αυτό όμως που είναι ασαφές και χρειάζεται να διευκρινιστεί είναι η ακριβής σχέση μεταξύ των λογαριασμών Facebook και των σελίδων Facebook και η αντίστοιχη φύση της συμβατικής σχέσεως μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης.

2)   Σχετικά με τους λογαριασμούς Facebook και τις σελίδες Facebook

51.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων και η εναγόμενη κλήθηκαν να διευκρινίσουν τις συμβατικές ιδιαιτερότητες των λογαριασμών Facebook και των σελίδων Facebook. Πάντως, αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι υπερασπίστηκαν θέσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές συμβάσεις για τη σελίδα Facebook και τον λογαριασμό Facebook, δεδομένου ότι ο χρήστης πρέπει να αποδεχθεί διαφορετικούς όρους και προϋποθέσεις. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, ενώ ένας λογαριασμός Facebook είναι προσωπικός, τις σελίδες Facebook μπορούν να διαχειριστούν και τρίτα πρόσωπα. Στην πραγματικότητα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη σελίδα Facebook που είχε δημιουργήσει και ότι πλέον δεν είναι ένας από τους διαχειριστές της. Η εναγόμενη, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι τόσο ο λογαριασμός Facebook όσο και η σελίδα Facebook αποτελούν μέρος της ίδιας ενιαίας συμβατικής σχέσεως. Σελίδα Facebook δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς να υπάρχει προφίλ στο Facebook, ενώ και τα δύο είναι αρρήκτως συνδεδεμένα με τον αρχικό λογαριασμό Facebook.

52.

Το αν ο ενάγων και η εναγόμενη δεσμεύονται από μία ή περισσότερες συμβάσεις και αν οι επίδικες απαιτήσεις που ο ενάγων προβάλλει σχετικά με προσβολές της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων του αφορούν αποκλειστικώς τον λογαριασμό Facebook ή επίσης τη σελίδα Facebook είναι ζητήματα τα οποία στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει. Ωστόσο, στη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη υπάρχουν ορισμένα στοιχεία τα οποία ίσως θα μπορούσαν να βοηθήσουν συναφώς το αιτούν δικαστήριο.

53.

Πρώτον, λογαριασμός Facebook δημιουργείται μέσω αποδοχής των γενικών όρων της υπηρεσίας Facebook. Δεύτερον, το Facebook προσφέρει επιπλέον υπηρεσίες οι οποίες είναι διαθέσιμες σε χρήστες που ήδη έχουν λογαριασμό Facebook. Μια από τις υπηρεσίες αυτές είναι η δυνατότητα να δημιουργήσουν σελίδες Facebook, οι οποίες δηλώνεται ότι προορίζονται για επιχειρηματικούς, εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς. Ενώ ένας λογαριασμός Facebook είναι απαραίτητος για να δημιουργηθεί σελίδα Facebook, προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί συμπληρωματικοί όροι υπηρεσίας. Τρίτον, ενώ ένας λογαριασμός Facebook στη βασική μορφή του (ένα προφίλ στο Facebook, συμπεριλαμβανομένου του «χρονολογίου» ή του «τοίχου», των φωτογραφιών, των φίλων) μπορεί γενικώς να χρησιμοποιηθεί για ιδιωτικούς σκοπούς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η επαγγελματική του χρήση. Ωστόσο, όπως η εναγόμενη υποστηρίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις της, σύμφωνα με το σημείο 4.4 των όρων χρήσεως του 2013, οι χρήστες συμφωνούν ότι δεν θα χρησιμοποιούν «το προσωπικό χρονολόγιο για δικούς τους εμπορικούς σκοπούς, και για τέτοιους σκοπούς θα χρησιμοποιούν μια σελίδα Facebook».

3)   Οι επιλογές

54.

Επομένως, βάσει των διαπιστώσεων στις οποίες θα μπορέσει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δύο είναι οι πιθανές περιπτώσεις. Στην πρώτη, υπήρχαν δύο χωριστές συμβάσεις (μία για τον λογαριασμό Facebook και μία για τη σελίδα Facebook). Στη δεύτερη, υπήρχε μία ενιαία σύμβαση που περιλαμβάνει αμφότερα τα «προϊόντα».

55.

Αν υπήρχαν δύο χωριστές συμβάσεις και οι επίδικες απαιτήσεις αφορούν τον λογαριασμό Facebook, η ιδιότητα του καταναλωτή που ενδεχομένως έχει ο ενάγων πρέπει να καθοριστεί αποκλειστικά με βάση τη φύση και τον σκοπό της συμβάσεως που αφορά τον εν λόγω λογαριασμό. Η χρήση της σελίδας Facebook δεν μεταβάλλει την αξιολόγηση της ιδιότητας του καταναλωτή ως προς τον λογαριασμό Facebook.

56.

Κατά συνέπεια, ο ενάγων θα έχει την ιδιότητα του καταναλωτή αν, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, χρησιμοποιούσε τον λογαριασμό του στο Facebook για ιδιωτικούς σκοπούς κατά τον κρίσιμο χρόνο. Πράγματι, από αντικειμενική και με βάση τη σύμβαση αξιολόγηση της ιδιότητας του καταναλωτή προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο ενάγων έχει ακαδημαϊκή ειδίκευση και ασκεί δραστηριότητες σε τομέα που συνδέεται με τις δικές του απαιτήσεις κατά της Facebook, δεν είναι από μόνο του καθοριστικό. Η γνώση, η εμπειρία, η ενασχόληση με τα κοινά ή το γεγονός ότι αποκτήθηκε κάποια φήμη λόγω δικαστικών ενεργειών, δεν εμποδίζουν αυτά καθεαυτά κάποιον να είναι καταναλωτής.

57.

Κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα αυτό πρέπει να μείνει απαράλλακτο στην περίπτωση κατά την οποία οι δύο συμβάσεις συνδέονταν υπό τη μορφή μιας κύριας συμβάσεως (του λογαριασμού Facebook) και μιας συνδεδεμένης συμπληρωματικής συμβάσεως (της σελίδας Facebook). Πράγματι, στην περίπτωση που υπάρχουν δύο χωριστές συμβάσεις, ακόμη και στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, η φύση της παρεπόμενης συμβάσεως δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση της κύριας ( 13 ).

58.

Αν απλώς υπήρχε μία μόνο σύμβαση, η οποία συμπεριελάμβανε τον λογαριασμό Facebook και τη σελίδα Facebook, τότε το κριτήριο Gruber αποκτά επιρροή. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει τον βαθμό στον οποίο το επαγγελματικό περιεχόμενο μπορεί να θεωρηθεί επουσιώδες.

59.

Πάντως, όσον αφορά την απόφαση Gruber πρέπει να επισημανθούν δύο επιπλέον σημεία. Πρώτον, αυτό στο οποίο στοχεύει η απόφαση Gruber, κατά την άποψή μου, και αυτό το οποίο πρέπει να μένει επουσιώδες στην περίπτωση της ενιαίας συμβάσεως είναι οι δραστηριότητες που έχουν άμεσο εμπορικό σκοπό και αντίκτυπο, κατά την έννοια της δομημένης και κερδοσκοπικής δραστηριότητας που αποτελεί τον κατευθυντήριο σκοπό για τη χρήση αυτή. Δεύτερον, αν η φύση και ο σκοπός της συμβάσεως δεν προκύπτουν από τους όρους της και, βάσει των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, υπάρχει σαφής εξέλιξη όσον αφορά το είδος της ιδιότητας υπό την οποία ο αιτών έκανε χρήση μιας τέτοιας ενιαίας συμβάσεως, κρίνεται σκόπιμο να αξιολογηθεί η δυναμική της συμβατικής σχέσεως.

60.

Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις αξιολογήσεως απαιτείται ορισμένη ευελιξία όσον αφορά το ειδικό πλαίσιο των κοινωνικών μέσων ( 14 ), όταν ορισμένες χρήσεις που επηρεάζουν την επαγγελματική φήμη και θέση συνιστούν προέκταση της προσωπικότητας του χρήστη. Αν δεν υπάρχει ευθύς και άμεσος εμπορικός αντίκτυπος, παραμένουν στη σφαίρα της ιδιωτικής χρήσεως.

4)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

61.

Κατόπιν των προεκτεθέντων και υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, ο ενάγων μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις που απορρέουν από την ιδιωτική χρήση του δικού του λογαριασμού Facebook.

62.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ένας καταναλωτής δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή αν δημοσιεύει βιβλία, δίνει διαλέξεις, διαχειρίζεται ιστοτόπους ή συγκεντρώνει δωρεές για τη διεκδίκηση απαιτήσεων, όσον αφορά απαιτήσεις που απορρέουν από την ιδιωτική χρήση του δικού του λογαριασμού Facebook.

2. Δεύτερο ερώτημα: διεθνής δικαιοδοσία επί εκχωρηθεισών απαιτήσεων

63.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ένας καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, όχι μόνον όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις αλλά και τις απαιτήσεις που του έχουν εκχωρηθεί από άλλους καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος, σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτα κράτη. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τη δυνατότητα αυτή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που εκχωρήθηκαν στον ενάγοντα απορρέουν από συμβάσεις καταναλωτή συναφθείσες με τον ίδιο εναγόμενο και στο ίδιο νομικό πλαίσιο.

64.

Ο ενάγων και η Αυστριακή, η Γερμανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο M. Schrems μπορεί να επικαλεστεί την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας τόσο για τις δικές του απαιτήσεις όσο και για όλες τις απαιτήσεις που του έχουν εκχωρηθεί από άλλους καταναλωτές (ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας των εκχωρητών).

65.

Η εναγόμενη υποστηρίζει το αντίθετο: η υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν έχει εφαρμογή στις εκχωρηθείσες απαιτήσεις. Μόνον συμβαλλόμενο μέρος στη συμβατική σχέση μπορεί να επικαλεστεί την κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο ενάγων είναι καταναλωτής, δεν έχει την ιδιότητα αυτή όσον αφορά τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις.

66.

Η Επιτροπή συμφωνεί με την εναγόμενη ότι ο ενάγων δεν μπορεί να προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του τα δικαιώματα που του έχουν εκχωρηθεί από καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτα κράτη. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, η κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί ως προς τις απαιτήσεις που εκχώρησαν άλλοι Αυστριακοί καταναλωτές, ακόμη και αν έχουν την κατοικία τους σε άλλο τόπο εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

67.

Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν κατανοώ πώς η ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 που προτείνει ο ενάγων θα μπορούσε να συμβιβαστεί με το γράμμα και τη λογική της διατάξεως αυτής. Με τις παρατηρήσεις του, ο ενάγων πράγματι διατύπωσε σειρά από ενδιαφέρουσες προτάσεις σχετικά με την ανάγκη ασκήσεως συλλογικής αγωγής για την προστασία των καταναλωτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, τα περισσότερα από τα επιχειρήματα αυτά, όσο ισχυρά και αν ενδέχεται να είναι σε επίπεδο πολιτικής, περισσότερο αντανακλούν προβληματισμούς που αφορούν το πιθανό μέλλον του δικαίου και βρίσκουν περιορισμένο έρεισμα στο δίκαιο όπως αυτό έχει σήμερα.

68.

Θα αρχίσω με μια σύντομη, αλλά απολύτως αναγκαία στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, διευκρίνιση σχετικά με τη φύση της κύριας δίκης και το εύρος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (υποενότητα 1). Ακολούθως, θα εξετάσω το συγκεκριμένο ερώτημα βάσει γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων (υποενότητα 2), πριν έλθω στα γενικότερα επιχειρήματα πολιτικής που προβάλλει ο ενάγων (υποενότητα 3).

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1)   Συλλογικές αγωγές ο «αυστριακός τρόπος»

69.

Η αντίληψη περί του τι πρέπει να νοείται ως συλλογική αγωγή δύναται ασφαλώς να ποικίλλει, ανάλογα με τον ακριβή ορισμό που έχει υιοθετηθεί. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι, όταν εξετάζω με προσοχή το γράμμα και τη λειτουργία της εθνικής διατάξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ήτοι το άρθρο 227 του ZPO, δυσκολεύομαι να αποκαλέσω τη διάταξη αυτή ως διάταξη περί«συλλογικής αγωγής» ( 15 ), ασφαλώς όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την κατά τόπο αρμοδιότητα.

70.

Όπως διευκρινίστηκε με τις διάφορες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, το άρθρο 227, παράγραφος 1, του ZPO επιτρέπει τη συνεκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου πολλαπλών απαιτήσεων του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου αν πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να έχει αρμοδιότητα για κάθε επιμέρους απαίτηση, συμπεριλαμβανομένης της κατά τόπον αρμοδιότητας. Δεύτερον, πρέπει να είναι δυνατή η εκδίκαση των απαιτήσεων στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.

71.

Την πραγματική λειτουργία της διατάξεως αυτής δείχνουν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας, όπως αντιλαμβάνομαι, εκδόθηκε η επί του θέματος απόφαση-σταθμός του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ( 16 ). Στην υπόθεση εκείνη, 684 καταναλωτές, οι οποίοι προέβαλλαν ότι τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων τους παραβίαζαν την ισχύουσα νομοθεσία, εκχώρησαν τις απαιτήσεις τους κατά της συγκεκριμένης τράπεζας σε ένα νομικό πρόσωπο, το «Bundeskammer für Arbeiter und Angestellte» (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο, Αυστρία). Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, έκρινε ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις μπορούσαν να σωρευθούν και να προβληθούν ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Ωστόσο, η απόφαση εκείνη αφορούσε αποκλειστικώς το ζήτημα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας. Όπως σαφώς ανέφερε το δικαστήριο, η κατά τόπον αρμοδιότητα του επιληφθέντος αυστριακού δικαστηρίου ουδόλως είχε αμφισβητηθεί ( 17 ).

72.

Ως εκ τούτου, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 227, παράγραφος 1, του ZPO, είναι δυνατό να αντιμετωπίζονται με ορισμένο βαθμό ευελιξίας, όπως προβλέπει το άρθρο 227, παράγραφος 2, του ZPO, ζητήματα αρμοδιότητας ratione materiae αλλά όχι ratione loci.

73.

Συνοψίζοντας, αντιλαμβάνομαι ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, το άρθρο 227 του ZPO δεν συνιστά επαρκή νομική βάση ούτε για τη μεταβολή της διεθνούς δικαιοδοσίας ούτε για την καθιέρωση νέας βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για τον καταναλωτή-εκδοχέα.

2)   Η δομή της υπό κρίση υποθέσεως

74.

Υπάρχει ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να υπογραμμιστεί. Η ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υπόθεση δομείται ως υπόθεση εκχωρήσεως απαιτήσεων που απορρέουν από σύμβαση: στον ενάγοντα έχουν εκχωρηθεί διάφορες απαιτήσεις οι οποίες έχουν το ίδιο περιεχόμενο με τις δικές του απαιτήσεις κατά της εναγομένης. Επομένως, έχει υπεισέλθει στη θέση των άλλων χρηστών του Facebook μόνο όσον αφορά τις συγκεκριμένες απαιτήσεις που του έχουν εκχωρηθεί. Ωστόσο, οι συμβάσεις μεταξύ των χρηστών αυτών και της εναγομένης παραμένουν σε ισχύ ως προς όλα τα άλλα ζητήματα που συμφωνήθηκαν μεταξύ των αρχικώς συμβαλλομένων. Από δικονομικής απόψεως, ο ενάγων (ο οποίος είναι ο εκδοχέας) είναι ο μοναδικός ενάγων στην κύρια δίκη.

75.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ενάγων υπεραμύνεται, κατ’ ουσίαν, αποκλειστικώς βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, της δημιουργίας ενός δευτέρου επιπέδου ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Δεν υποστηρίζει να μη διατηρηθεί η αρχική ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του εκχωρητή ως «καταναλωτή», πράγμα που σημαίνει ότι οι αρχικοί εκχωρητές διατηρούν το δικαίωμα να ασκήσουν στον τόπο της κατοικίας τους αγωγή κατά της εναγομένης όσον αφορά τα άλλα στοιχεία της συμβάσεως που δεν εκχωρήθηκαν. Αυτό που στην πραγματικότητα λέγει ο ενάγων είναι ότι η κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δύναται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη δημιουργία μιας δεύτερης ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, αυτή τη φορά για τον εκδοχέα και τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις.

76.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι κάπως παράδοξο το γεγονός ότι ο ενάγων επικαλείται προς στήριξη της θέσεώς του τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας όσον αφορά τον προαναφερθέντα αυστριακό μηχανισμό. Οι αρχές αυτές περιορίζουν τη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών. Αδυνατώ να κατανοήσω πώς θα ασκούσαν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση προκειμένου να θεμελιώσουν διεθνή δικαιοδοσία. Και τούτο κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει τη δυνατότητα θεμελιώσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας της οποίας αυτός υπεραμύνεται.

2.   Ερμηνεία του δικαίου όπως αυτό έχει

77.

Λαμβανομένων υπόψη αμφοτέρων των προκαταρκτικών διευκρινίσεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, είναι σαφές ότι η βασιμότητα της επιχειρηματολογίας του ενάγοντος εξαρτάται αποκλειστικώς από την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Μπορεί η συγκεκριμένη διάταξη αυτή καθεαυτή να δημιουργήσει νέα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ ενός καταναλωτή ο οποίος δεν ήταν εκ των αρχικώς συμβαλλομένων στην περί ης πρόκειται σύμβαση;

1)   Το γράμμα

78.

Ο ενάγων υποστηρίζει ότι ο καταναλωτής που διεκδικεί την απαίτηση δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι ο ίδιος με τον συμβαλλόμενο στη σύμβαση καταναλωτή. Τόσο ο ενάγων όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνονται ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2011 αναφέρεται σε «καταναλωτή» ως το πρόσωπο το οποίο μπορεί να ασκήσει την αγωγή και όχι «στον καταναλωτή». Κατά τον ενάγοντα, το να απαιτείται ταυτότητα μεταξύ των συμβαλλομένων και των διαδίκων ισοδυναμεί με το να απαιτείται, contra legem, μια άγραφη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 1, απαίτηση μη αποδεκτή βάσει του κανονισμού.

79.

Το επιχείρημα αυτό δεν πείθει. Το γράμμα τόσο του άρθρου 15 όσο και του άρθρου 16 του κανονισμού 44/2001 αναδεικνύει σαφώς τη σημασία της ταυτότητας των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη συμβατική σχέση για τον καθορισμό της δυνατότητας εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.

80.

Πρώτον, το να αντληθούν τόσο σημαντικά συμπεράσματα από την απλή χρήση ενός αόριστου άρθρου στην αρχή μιας φράσεως είναι κάπως υπερβολικό. Η προσπάθεια αυτή αρχίζει να καταρρέει μόλις εξεταστούν οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις. όπως αυτές στις σλαβικές γλώσσες οι οποίες δεν χρησιμοποιούν (μη) οριστικά άρθρα και κατά συνέπεια δεν προβαίνουν σε μια τέτοια διάκριση. Πρωτίστως όμως, ακόμη και στις γλώσσες που χρησιμοποιούν άρθρα και προβαίνουν στη διάκριση αυτή, θα ήταν αρκετά λογικό, δεδομένου ότι η λέξη «καταναλωτής» αναφέρεται για πρώτη φορά σε μια φράση, να αφορά έναν «καταναλωτή» (με τη χρήση ενός μη οριστικού άρθρου), ενώ η δεύτερη αναφορά στον ίδιο καταναλωτή εντός της ίδιας φράσεως να αφορά πλέον «τον» καταναλωτή.

81.

Δεύτερον, το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 είναι σαφές: «η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου» ( 18 ). Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής» ( 19 ).

82.

Το γράμμα των εν λόγω διατάξεων αναφέρεται σαφώς στον αντισυμβαλλόμενο. Αυτό δείχνει ότι η ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας περιορίζεται πάντοτε στα συγκεκριμένα μέρη της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, η αποσύνδεση των συμβαλλομένων από τη σύμβαση θα αντέβαινε στη γραμματική ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, συμφωνώ πλήρως με τον γενικό εισαγγελέα M. Darmon ότι οι εκφράσεις «η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου» και «αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή» δείχνουν ότι ο καταναλωτής απολαύει προστασίας «expressis verbis μόνο στο μέτρο που αυτός προσωπικά είναι ο ενάγων ή ο εναγόμενος κατά τη διαδικασία» ( 20 ).

2)   Το πλαίσιο

83.

Υπάρχουν ακόμη τρία συστηματικά επιχειρήματα που ενισχύουν τη θέση που αντιμάχεται την προσπάθεια του ενάγοντος να διαχωρίσει τους διαδίκους από τους συμβαλλομένους.

84.

Πρώτον, είναι εύλογο ότι το άρθρο 16 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001. Η τελευταία διάταξη ορίζει το πεδίο εφαρμογής του τμήματος 4, το οποίο διέπει τη διεθνή δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτή. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει εφαρμογή στην περίπτωση που πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, ο συμβαλλόμενος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ο οποίος ενεργεί εντός πλαισίου που δύναται να θεωρηθεί ξένο προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, η σύμβαση μεταξύ ενός τέτοιου καταναλωτή και ενός επαγγελματία έχει όντως συναφθεί και, τρίτον, η σύμβαση αυτή ανήκει σε μία από τις κατηγορίες τις οποίες αφορά η παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του εν λόγω άρθρου 15» ( 21 ).

85.

Ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 16 του κανονισμού 44/2001 καταλαμβάνει απαιτήσεις καταναλωτή απορρέουσες από συμβάσεις καταναλωτή συναφθείσες με άλλους καταναλωτές θα αντέβαινε στη λογική σχέση μεταξύ των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού 44/2001. Θα διεύρυνε το πεδίο της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις.

86.

Πράγματι, όπως εξετάστηκε στα σημεία 28 έως 34 των παρουσών προτάσεων όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και όπως δέχθηκε ο ενάγων, η υπέρ των καταναλωτών ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας αποσκοπεί στην προστασία ενός προσώπου το οποίο υπό την ιδιότητά του ως καταναλωτή συνήψε συγκεκριμένη σύμβαση. Ως εκ τούτου, θα ήταν κάπως παράδοξο να επιτραπεί να αποδυναμωθεί μια ιδιαιτέρως στενή σχέση μεταξύ της ιδιότητας του καταναλωτή και συγκεκριμένης συμβάσεως με το να αναγνωριστεί η υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση αξιώσεως απορρέουσας από σύμβαση την οποία συνήψε άλλο πρόσωπο.

87.

Δεύτερον, αντιθέτως προς το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», χωρίς να διευκρινίζει περαιτέρω την ταυτότητα των συμβαλλομένων που μπορούν να το επικαλεστούν, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού είναι πολύ πιο ακριβές κατά το περιεχόμενο και πολύ πιο περιορισμένο όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του. Η τελευταία διάταξη αναφέρεται ρητώς στον καταναλωτή και στον αντισυμβαλλόμενο. Η ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, επιτρέπει, είναι αλήθεια, μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών και ευελιξίας όσον αφορά την ταυτότητα του ενάγοντος, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ελευθέρως αναληφθείσα υποχρέωση ( 22 ). Μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις επιτρέπει την εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων από τρίτον ο οποίος δεν ήταν αρχικώς συμβαλλόμενος. Ωστόσο, το σαφώς διαφορετικό και αυστηρότερο γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεν επιτρέπει μια τέτοια ερμηνεία.

88.

Τρίτον, η υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία προβλέπουν τα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού 44/2001 συνιστά παρέκκλιση όχι μόνο από τον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος), αλλά και από τον κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο θέτει το άρθρο 5, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού (κατά τον οποίο διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή). Κατά συνέπεια, τα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού 44/2001 δεν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επεκτείνουν το προνόμιο του forum actoris σε καταστάσεις πέραν εκείνων για τις οποίες έχει ρητώς θεσπιστεί ( 23 ).

3)   Ο σκοπός

89.

Η επιχειρηματολογία του ενάγοντος διαρθρώνεται επί τη βάσει τελολογικών επιχειρημάτων. Τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις ομάδες.

90.

Πρώτον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, εφόσον ο εκχωρητής και ο εκδοχέας είναι καταναλωτές, αμφότεροι χρήζουν προστασίας. Ο σκοπός της επίμαχης διατάξεως, ήτοι η προστασία του αδύναμου μέρους, θα εμπόδιζε μια ερμηνεία κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι πρέπει να ταυτίζονται με τους διαδίκους.

91.

Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό προβλεψιμότητας τον οποίο επιδιώκει γενικώς ο κανονισμός 44/2001, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την ύπαρξη συγκεκριμένης βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Η ασφάλεια της υπέρ του καταναλωτή ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι περιορισμένη, επειδή ο καταναλωτής πάντοτε δύναται να αλλάξει την κατοικία του. Επομένως, δεν έχει σημασία αν η διεθνής δικαιοδοσία μεταβάλλεται λόγω αλλαγής κατοικίας ή μεταβιβάσεως δικαιωμάτων μέσω εκχωρήσεως. Εξάλλου, η Facebook κατευθύνει τις δραστηριότητές της (κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001) σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας. Ως εκ τούτου, η εναγόμενη μπορούσε να προβλέψει την άσκηση αγωγών κατ’ αυτής ενώπιον αυστριακών δικαστηρίων.

92.

Τρίτον, ο ενάγων υποστηρίξει ότι το άρθρο 16 του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα όπως το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή-εκδοχέα επιληφθεί εκχωρηθεισών αξιώσεων ενισχύοντας τη συλλογική επιδίωξη αξιώσεων για λόγους που συνδέονται με την αδύναμη θέση των καταναλωτών, με την αποτελεσματική δικαστική προστασία και με τον σκοπό να αποφευχθούν πολλαπλές παράλληλες δίκες.

93.

Επιχειρήματα ως προς τον σκοπό προστασίας του καταναλωτή ως του ασθενέστερου μέρους (1) και την προβλεψιμότητα του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου καθώς και την αποφυγή παράλληλων δικών (2) είναι επιχειρήματα που, κατά τη γνώμη μου, ασκούν επιρροή με γνώμονα τον κανονισμό 44/2001 όπως αυτός έχει τώρα. Για τον λόγο αυτόν, στο υπόλοιπο της ενότητας αυτής θα τα εξετάσω με τη σειρά, πριν φθάσω στο ζήτημα της κατά τόπον αρμοδιότητας (3).

1) Ο σκοπός «προστασίας του ασθενέστερου μέρους»

94.

Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η θέση του περί της ορθής ερμηνείας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 στηρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το καθοριστικό στοιχείο για την εφαρμογή της υπέρ του καταναλωτή ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έγκειται στην αφηρημένη αξία της προστασίας του ( 24 ).

95.

Σε επίπεδο γενικής δηλώσεως, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι το Δικαστήριο έχει σταθερά αναδείξει ως υψίστης σημασίας ζήτημα την προστασία των καταναλωτών ως ασθενέστερων μερών κατά την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 που αφορούν την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας. Ωστόσο, σε επίπεδο συγκεκριμένων νομικών προτάσεων, δεν μπορώ να προσυπογράψω τον τρόπο με τον οποίο ο ενάγων παρουσιάζει τη νομολογία.

96.

Πρώτον, το Δικαστήριο πράγματι είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει αν το υπέρ των καταναλωτών forum actoris έχει εφαρμογή στους εκδοχείς απαιτήσεων καταναλωτών που οι ίδιοι δεν είναι συμβαλλόμενοι. Στις αποφάσεις Henkel και Shearson Lehman Hutton, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν έχει εφαρμογή για τα νομικά πρόσωπα που ενεργούν ως εκδοχείς των δικαιωμάτων του καταναλωτή. Ωστόσο, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό όχι μόνο διότι, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα (μια ιδιωτική εταιρία και μια ένωση καταναλωτών) δεν ήσαν «ασθενέστερα μέρη», αλλά επίσης, όπως αποσαφήνισαν και οι δύο αποφάσεις, τα ίδια δεν ήσαν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ( 25 ).

97.

Δεύτερον, κατά τον ενάγοντα, η νομολογία του Δικαστηρίου εκλαμβάνει την αφηρημένη ανάγκη προστασίας του καταναλωτή ως το καθοριστικό στοιχείο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του εκχωρημένου των αξιώσεων. Συναφώς, τόσο η Αυστριακή Κυβέρνηση όσο και ο ενάγων επικαλέστηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Vorarlberger Gebietskrankenkasse, όπου αναφέρεται ότι, σε αντίθεση με τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, «ένα τέτοιο πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκαν εκ του νόμου οι αξιώσεις του άμεσα ζημιωθέντος, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί το ίδιο προσωπικά ως ασθενέστερος διάδικος, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί των ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων […] στην περίπτωση των κληρονόμων του θύματος ατυχήματος» ( 26 ).

98.

Στο μέτρο που η επίκληση της υποθέσεως αυτής εξακολουθεί να ασκεί επιρροή υπό το πρίσμα της πρόσφατης αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση MMA IARD ( 27 ), η οποία έχει μετριάσει σημαντικά την προσέγγιση που υιοθέτησε η απόφαση Vorarlberger Gebietskrankenkasse, η αναλογία με την υπό κρίση υπόθεση είναι εσφαλμένη για δύο λόγους. Πρώτον, η ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας επί υποθέσεων ασφαλίσεως είναι διαφορετικά σχεδιασμένη και, αυτή καθ’ εαυτή, είναι πολύ ευρύτερη ( 28 ). Δεύτερον, και σημαντικότερον, στην υπόθεση Vorarlberger Gebietskrankenkasse το αίτημα ήταν να διατηρηθεί μια ήδη υπάρχουσα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας και να επιτραπεί να επωφεληθεί αυτής τρίτος. Εν προκειμένω, αυτό που ζητεί κατ’ ουσίαν ο ενάγων είναι η δημιουργία νέας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, συγκεκριμένα για τον εκδοχέα ή διάδοχο των απαιτήσεων, σε μια κατάσταση όπου οι εν λόγω απαιτήσεις έχουν εκχωρηθεί αποκλειστικώς για λόγους δικαστικής διεκδικήσεως.

2) Προβλεψιμότητα και αποφυγή παράλληλης εκδικάσεως μιας υποθέσεως

99.

Ο ενάγων, καθώς επίσης η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση τόνισαν ότι η όσον αφορά τον καταναλωτή-εκδοχέα εφαρμογή ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας επί όλων των εκχωρηθεισών απαιτήσεων (ανεξαρτήτως του αν εκχωρήθηκαν από καταναλωτές που έχουν την κατοικία τους στα ίδια κράτη μέλη, σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτα κράτη) δεν υπονομεύει τους στόχους της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας. Πρώτον, η βεβαιότητα όσον αφορά την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ούτως ή άλλως περιορισμένη επειδή ο καταναλωτής έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αλλάξει την κατοικία του. Δεύτερον, η Facebook κατευθύνει τις δραστηριότητές της (κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001) σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας. Επομένως, η εν λόγω εταιρία θα μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν πιθανό να εναχθεί ενώπιον αυστριακών δικαστηρίων. Τρίτον, η «σώρευση» απαιτήσεων θα ισοδυναμεί ακόμη και με πλεονέκτημα για την εναγόμενη, η οποία δεν θα χρειάζεται να αντικρούσει διαφορετικές αγωγές σε διαφορετικά κράτη μέλη. Επιπλέον, θα αποφευχθεί ο κίνδυνος να εκδοθούν αποκλίνουσες μεταξύ τους αποφάσεις. Εξάλλου, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν ζητεί την αναγνώριση μιας νέας βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία ήδη δεν δικαιούται, δεδομένου ότι όσον αφορά τις δικές του απαιτήσεις ήδη απολαύει της υπέρ του καταναλωτή ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας.

100.

Είναι, πράγματι, αληθές ότι κατά την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 44/2001 οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας. Επίσης, κατά την αιτιολογική σκέψη 15, «για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη».

101.

Οφείλω να ομολογήσω ότι κατανοώ την επιταγή περί προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία έχει ενσωματωθεί στον κανονισμό 44/2001 κυρίως για να λειτουργεί βάσει των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης έννομης σχέσεως. Το ζήτημα, ακολούθως, είναι ουσιαστικά το εξής: αν συνάψω την τάδε ή τη δείνα έννομη σχέση, ποια μπορεί να είναι η διεθνής δικαιοδοσία;

102.

Η έννοια της «προβλεψιμότητας» την οποία υποστηρίζει ο ενάγων βασίζεται σαφώς σε μια διαφορετική προσέγγιση. Αναπαράγει ουσιαστικά την ίδια λογική που ήδη αναπτύχθηκε σε σημασιολογικό επίπεδο, δηλώνοντας ότι επίσης όσον αφορά την προβλεψιμότητα, αν ένας επαγγελματίας έχει συμβληθεί με «καταναλωτή» σε ένα κράτος, πρέπει να μπορεί ευλόγως να προβλέψει ότι είναι πιθανόν να εναχθεί στο εν λόγω κράτος από «οποιονδήποτε καταναλωτή» ή ουσιαστικά από «όλους τους καταναλωτές» του.

103.

Δεν συμφωνώ. Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτή η προσέγγιση της οποίας υπεραμύνεται ο ενάγων, πράγμα που δεν προτείνω, παραμένουν ορισμένα προβλήματα.

104.

Πρώτον, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις σχετικά με την ασφάλεια δικαίου, όπως είναι ο κίνδυνος του forum shopping.

105.

Αληθεύει ότι ο τόπος κατοικίας του καταναλωτή δεν είναι μονίμως σταθερός. Όπως συμβαίνει με τον κανόνα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί η εναγόμενη, μπορεί να ποικίλλει ( 29 ). Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η προβλεψιμότητα και η ασφάλεια δικαίου στερούνται εντελώς σημασίας. Η λύση που προτείνεται από τον ενάγοντα θα επέτρεπε τη σώρευση των απαιτήσεων και τη δυνατότητα επιλογής, προκειμένου για συλλογικές αγωγές, του τόπου των ευνοϊκότερων δικαστηρίων, με εκχώρηση όλων των απαιτήσεων σε καταναλωτή με τόπο κατοικίας στο εν λόγω κράτος. Κατά την εναγόμενη, μια τέτοια λύση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια άνευ ορίων στοχευμένη εκχώρηση σε καταναλωτές που κατοικούν στο κράτος των δικαστηρίων με την ευνοϊκότερη νομολογία, τα μικρότερα έξοδα ή την πιο γενναιόδωρη δικαστική συνδρομή, προκαλώντας, ενδεχομένως, υπερβολική επιβάρυνση κάποιων δικαστηρίων ( 30 ).

106.

Δεύτερον, η υπέρ του καταναλωτή-εκδοχέα δημιουργία νέας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά τις απαιτήσεις που έχουν εκχωρηθεί από άλλους καταναλωτές ενδέχεται να οδηγήσει σε κατακερματισμό και πολλαπλασιασμό των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αφενός, ο εκδοχέας δεν υπεισέρχεται στην εκ της συμβάσεως θέση του εκχωρητή. Δεν υπάρχει υποκατάσταση στη θέση του καταναλωτή ή στα ουσιαστικά δικαιώματα που συνδέονται με τη σύμβαση. Οι απαιτήσεις που εκχωρούνται διαχωρίζονται ειδικώς από τη σύμβαση και αυτό γίνεται για τον συγκεκριμένο σκοπό της δικαστικής διεκδικήσεως. Η όσον αφορά τον καταναλωτή-εκδοχέα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας θα εξακολουθήσει να υφίσταται σχετικά με τις άλλες συμβατικές απαιτήσεις, οδηγώντας δυνητικά σε κατακερματισμό των απαιτήσεων που απορρέουν από μια σύμβαση. Αφετέρου, θα ήταν ασφαλώς δυνατό ο εκχωρητής να εκχωρήσει στη συνέχεια σε διαφορετικούς εκδοχείς διαφορετικά δικαιώματα που έχει από τη σύμβαση καταναλωτή. Αν κάθε ένας από τους εν λόγω εκδοχείς ήταν καταναλωτής, τότε θα μπορούσε να δημιουργηθεί εκ παραλλήλου ένας αριθμός ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας.

107.

Οι ανησυχίες αυτές καθίστανται πολύ ισχυρότερες στην περίπτωση των απαιτήσεων που εκχωρούνται από καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε τρίτα κράτη ( 31 ). Η δυνατότητα να διεκδικηθούν ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του καταναλωτή-εκδοχέα οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις συναφθείσες με καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε τρίτα κράτη δεν συμβιβάζεται ευχερώς με το γράμμα του κανονισμού 44/2001. Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του αν ο ενάγων έχει ή όχι την κατοικία του σε τρίτο κράτος ( 32 ). Ωστόσο, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, προβλέπει ότι «η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων». Κατά συνέπεια, μολονότι το άρθρο 16 αναφέρεται απλώς στον «τόπο κατοικίας του καταναλωτή», οι προηγούμενες παρατηρήσεις καθιστούν σαφές ότι αυτός ο «τόπος» πρέπει να βρίσκεται σε κράτος μέλος.

108.

Τέλος, ο ενάγων επικαλέστηκε την απόφαση CDC Hydrogen Peroxide ( 33 ) για να υποστηρίξει ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η συλλογική αγωγή δεν αντιβαίνει στην εφαρμογή των ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός 44/2001.

109.

Ωστόσο, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο εξέθεσε ρητώς, όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, ότι «η εκχώρηση απαιτήσεων εκ μέρους του αρχικού πιστωτή δεν μπορεί, αφεαυτής, να ασκεί επιρροή στον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία» ( 34 ). Επομένως, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας (του τόπου επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος) «πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά για κάθε αξίωση αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως του αν αυτή έχει εκχωρηθεί ή έχει αποτελέσει το αντικείμενο συγκεντρώσεως με άλλες» ( 35 ).

110.

Εν συντομία, οι προτάσεις που ο ενάγων διατύπωσε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως δεν βρίσκουν επαρκές έρεισμα στη νομολογία. Πάλι, η βασική διαφορά είναι ότι αυτό που ο ενάγων ζητεί στην πραγματικότητα δεν είναι η μεταβίβαση μιας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά η δημιουργία μιας νέας προκειμένου να επωφεληθεί αυτής ένας καταναλωτής που δεν ήταν συμβαλλόμενος στην αρχική σύμβαση.

111.

Η θέση αυτή αντιφάσκει προς τη βασική λογική του κανόνα περί εκχωρήσεως και διαδοχής. Η νομολογία που επικαλείται ο ενάγων αφορούσε το ζήτημα του αν μπορεί να διατηρηθεί ή όχι η (υπέρ του καταναλωτή) ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας. Το να υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι πρέπει να δημιουργηθεί για τον εκδοχέα νέα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας σαφώς βαίνει πέραν της ως άνω συζητήσεως.

112.

Εξάλλου, το ζήτημα της εκχωρήσεως και της διαδοχής των απαιτήσεων αποτελεί, στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001, ένα διατομεακό ζήτημα, το οποίο ανακύπτει σε πολλές διαφορετικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε λύση υιοθετήσει το Δικαστήριο όσον αφορά τους κανόνες εκχωρήσεως των απαιτήσεων βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, θα έχει φυσικά αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κανονισμό.

3) Ενδιάμεση πρόταση (και ένα υστερόγραφο σχετικό με την κατά τόπο αρμοδιότητα)

113.

Για τους λόγους αυτούς, θεωρώ ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δημιουργεί υπέρ ενός καταναλωτή νέα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά ομοειδείς απαιτήσεις που του έχουν εκχωρηθεί από άλλους καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτα κράτη.

114.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο έθεσε το δεύτερο ερώτημά του όσον αφορά επίσης μια τρίτη κατηγορία εκχωρηθεισών απαιτήσεων: εκείνων που εκχωρήθηκαν από καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος. Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ορισμένες από τις απαιτήσεις που εκχωρήθηκαν ανήκουν σε άλλους καταναλωτές που έχουν την κατοικία τους στην Αυστρία. Εξάλλου, είναι αληθές ότι το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, αναφέρεται στην κατά τόπο αρμοδιότητα «των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή». Επομένως, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, σε αντίθεση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, δεν καθορίζει μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία αλλά και την εθνική κατά τόπο αρμοδιότητα, με στόχο την ευρύτερη προστασία των καταναλωτών.

115.

Με τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή συμμερίζεται τις ανησυχίες που αφορούν την ασφάλεια δικαίου και την προβλεψιμότητα της διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά τις απαιτήσεις που έχουν εκχωρήσει καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε τρίτα κράτη και σε άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, αναγνωρίζει τη δυνατότητα εφαρμογής όσον αφορά τον καταναλωτή-εκδοχέα της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκχωρητής και ο εκδοχέας είναι καταναλωτές, ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς και ότι αμφότεροι θα μπορούσαν να επιλέξουν τη δικαιοδοσία αυτή εντός του ιδίου κράτους μέλους. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η λύση αυτή, μολονότι φαινομενικά αντιφάσκει προς το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τον σκοπό των διατάξεων που αφορούν την υπέρ του καταναλωτή ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας.

116.

Έχω δυσκολία να κατανοήσω γιατί, απλώς και μόνο βάσει του κανονισμού 44/2001, πρέπει να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά τις απαιτήσεις που έχουν εκχωρηθεί από καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος με τον καταναλωτή-εκδοχέα, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο ορίζει ως αρμόδια τα δικαστήρια του «τόπου κατοικίας του καταναλωτή». Ελλείψει πειστικής περί του αντιθέτου επιχειρηματολογίας, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 το ίδιο συμπέρασμα θα πρέπει να ισχύει και για τις τρεις κατηγορίες που αναφέρει το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου (απαιτήσεις που εκχωρήθηκαν από καταναλωτές με κατοικία σε διαφορετικά κράτη μέλη, σε τρίτα κράτη και στο ίδιο κράτος μέλος).

117.

Πάντως, το γεγονός ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν δημιουργεί νέα ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι θα εμπόδιζε την εφαρμογή της, αν είχε προβλεφθεί εσωτερικώς από το εθνικό δίκαιο. Η λογική της κατά τόπον αρμοδιότητας κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, είναι ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να την στερηθεί. Σε κάθε περίπτωση, αν ο εθνικός νομοθέτης είχε επιλέξει να του παράσχει συντρέχουσα αρμοδιότητα, εσωτερικώς εντός του ιδίου κράτους μέλους, μια τέτοια επιλογή, κατά την άποψή μου, δεν θα αντέβαινε ούτε στο γράμμα ούτε στους στόχους του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, τούτο δεν φαίνεται να συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, στο μέτρο που τα επιχειρήματα του ενάγοντος περί θεμελιώσεως δικαιοδοσίας (ακόμη και εντός του ιδίου κράτους μέλους) φαίνεται να στηρίζονται αποκλειστικώς στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ( 36 ).

118.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν έχει την έννοια ότι ένας καταναλωτής δύναται να προβάλει ως ενάγων, συγχρόνως με τις δικές του απαιτήσεις, επίσης παρόμοιες εκχωρηθείσες απαιτήσεις άλλων καταναλωτών οι οποίοι κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτα κράτη».

3.   Περί της ανάγκης συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών στην Ένωση (και του κινδύνου ασκήσεως νομοθετικής αρμοδιότητας από δικαστικό όργανο)

119.

Ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο ενάγων στην υπό κρίση υπόθεση είναι, τουλάχιστον κατά την αντίληψή μου, επιχειρήματα πολιτικής, στην ουσία, φύσεως. Υποδηλώνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι στο όνομα μιας δέσμης αρκετά αφηρημένων αξιών, όπως είναι η ανάγκη συλλογικής προστασίας των καταναλωτών στην Ένωση ή η ενίσχυση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε θέματα καταναλωτών, το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει το άρθρο 16, παράγραφος, 1, με τον τρόπο που προτείνει ο ενάγων.

120.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυνατότητα ασκήσεως συλλογικής αγωγής προωθεί τον σκοπό αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των καταναλωτών. Αν είναι καλά σχεδιασμένη και εφαρμοσμένη, μπορεί επίσης να προσφέρει περαιτέρω συστημικά οφέλη στο δικαστικό σύστημα, όπως είναι η ελαχιστοποίηση της ανάγκης για παράλληλη εκδίκαση μιας υποθέσεως ( 37 ). Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η εναγόμενη, αυτά τα επιχειρήματα του ενάγοντος διατυπώνονται κυρίως de lege ferenda.

121.

Ο κανονισμός 44/2001 δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις σχετικά με την εκχώρηση απαιτήσεων ( 38 ) ή διαδικασίες συλλογικής έννομης προστασίας. Το κενό αυτό (υποτιθέμενο ή πραγματικό) έχει συζητηθεί επί μακρόν από τη νομική επιστήμη, η οποία εξέφρασε την άποψη ότι ο κανονισμός δεν επαρκεί για να χρησιμεύσει ως βάση για την άσκηση διασυνοριακών συλλογικών αγωγών εντός της Ένωσης ( 39 ). Η εφαρμογή της υπέρ του καταναλωτή ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις συλλογικής αγωγής αποτελεί αντικείμενο έντονης διχογνωμίας ( 40 ).

122.

Το σημαντικότερο ίσως είναι ότι τα προβλήματα αυτά αναγνωρίστηκαν ευρέως από την Επιτροπή, η οποία προέβη σε αρκετές προσπάθειες για την προώθηση ενωσιακών νομοθετικών μέτρων για τη συλλογική έννομη προστασία ( 41 ).Οι προτάσεις αυτές δεν οδήγησαν ακόμη στην έκδοση δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων. Μέχρι στιγμής, έχει εγκριθεί μόνο μία σύσταση της Επιτροπής ( 42 ), που και αυτήν επικαλείται ο ενάγων στην παρούσα διαδικασία.

123.

Φρονώ ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο ρόλος των δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, δεν είναι να προσπαθήσουν να θεμελιώσουν «με μια μονοκονδυλιά» τη δυνατότητα ασκήσεως συλλογικής αγωγής επί καταναλωτικών διαφορών. Μια τέτοια ενέργεια δεν θα ήταν σώφρων για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, είναι σαφές ότι θα ήταν αντίθετη με το γράμμα και τη λογική του κανονισμού, οδηγώντας στην εκ νέου σύνταξή του. Δεύτερον, το ζήτημα είναι πολύ λεπτό και περίπλοκο. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη νομοθεσία και όχι μια αποσπασματική δικαστική παρέμβαση στο πλαίσιο ενός σχετικού αλλά κάπως αφηρημένου νομοθετικού μέτρου που σαφώς είναι ακατάλληλο για τον σκοπό αυτόν. Αυτό είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα παρά να προσφέρει συστηματικές λύσεις. Τρίτον, μολονότι δεν είναι απλή ούτε κινείται με γρήγορους ρυθμούς, η νομοθετική διαβούλευση και συζήτηση σε επίπεδο Ένωσης συνεχίζεται. Η νομοθετική αυτή διαδικασία δεν πρέπει ούτε να προδικαστεί ούτε να καταστεί κενή περιεχομένου.

V. Πρόταση

124.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία) τις εξής απαντήσεις:

(1)

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι ένας καταναλωτής δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή αν δημοσιεύει βιβλία, δίνει διαλέξεις, διαχειρίζεται ιστοτόπους ή συγκεντρώνει δωρεές για τη διεκδίκηση απαιτήσεων, όσον αφορά απαιτήσεις που απορρέουν από την ιδιωτική χρήση του δικού του λογαριασμού Facebook.

(2)

Το άρθρο 16 του κανονισμού 44/2001 δεν έχει την έννοια ότι ένας καταναλωτής δύναται να προβάλει ως ενάγων, συγχρόνως με τις δικές του απαιτήσεις, επίσης παρόμοιες εκχωρηθείσες απαιτήσεις άλλων καταναλωτών οι οποίοι κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτα κράτη.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 3 ) Πρόγραμμα το οποίο παρέχει στις αμερικανικές αρχές πρόσβαση σε δεδομένα αποθηκευμένα σε διακομιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες που ανήκουν ή ελέγχονται από διάφορες εταιρίες διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένης της Facebook USA.

( 4 ) Απόφαση 2000/520/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από τις αρχές ασφαλούς λιμένα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τις συναφείς συχνές ερωτήσεις που εκδίδονται από το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ (ΕΕ 2000, L 215, σ. 7).

( 5 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650).

( 6 ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο σύλλογος είναι μη κερδοσκοπικός και επιδιώκει ενεργά τη νομική επιβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Επίσης, υποστηρίζει οικονομικώς σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος αγωγές-πιλότους κατά επιχειρήσεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο το εν λόγω θεμελιώδες δικαίωμα, όπου τα έξοδα καλύπτονται μέσω δωρεών.

( 7 ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο ενάγων προβάλλει διάφορες παραβάσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).

( 8 ) Βλ., όσον αφορά τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 16).

( 9 ) Βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Gruber (C‑464/01, EU:C:2004:529, σημείο 34) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Costea (C‑110/14, EU:C:2015:271, σημεία 29 και 30). Μολονότι η τελευταία υπόθεση αφορά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), το Δικαστήριο επιδιώκει εν γένει να λαμβάνει υπόψη τους διάφορους ορισμούς του καταναλωτή σε διαφορετικά νομοθετήματα «προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός, η συμμόρφωση προς τους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης στον τομέα των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές και, αφετέρου, η συνοχή του δικαίου της Ένωσης […]» –βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Vapenik (C‑508/12, EU:C:2013:790, σκέψη 25).

( 10 ) Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 21).

( 11 ) Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 39), επί των άρθρων 13 έως 15 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

( 12 ) Ως τέτοια άτομα που επηρεάζουν την προώθηση μπορούν να ορισθούν κάποιοι «καθημερινοί, συνηθισμένοι χρήστες του διαδικτύου που συγκεντρώνουν έναν σχετικά μεγάλο αριθμό από ακολούθους σε ιστολόγια και κοινωνικά μέσα δικτυώσεως διότι τόσο με κείμενα όσο και οπτικώς αφηγούνται την προσωπική τους ζωή αλλά και τον τρόπο ζωής τους, συναντώνται με τους ακολούθους τους σε ψηφιακούς και αναλογικούς χώρους και επωφελούνται οικονομικά από το γεγονός ότι κάποιοι τους ακολουθούν ενσωματώνοντας «κεκαλυμμένες διαφημίσεις» στα ιστολόγιά τους ή στις αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως», βλ. Abidin, C., «Communicative Intimacies: Influencers and Perceived Interconnectedness», σε Ada: A Journal of Gender, New Media, and Technology, τεύχος 8, 2015, σ. 29.

( 13 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 29).

( 14 ) Σημεία 44 έως 50 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Έχει υποστηριχθεί ότι η διάταξη αυτή δεν σχεδιάστηκε με βάση την ιδέα να δημιουργηθεί ένα σύστημα συλλογικής έννομης προστασίας, εντούτοις χρησίμευσε στην πράξη ως χρήσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη ενός sui generis μηχανισμού για άσκηση συλλογική αγωγής μέσω της εκχωρήσεως ομοειδών απαιτήσεων πολλών προσώπων σε τρίτον, ο οποίος θα τις συνενώσει και θα τις επιδιώξει ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου. Μολονότι το σύστημα αυτό λειτουργεί συνήθως μέσω της εκχωρήσεως σε οργανώσεις καταναλωτών, απαιτήσεις μπορούν επίσης να εκχωρηθούν σε ιδιώτες. Περαιτέρω, βλ., για παράδειγμα, Micklitz, H.-W., και Purnhagen, K. P., Evaluation of the effectiveness and efficiency of collective redress mechanism in the European Union – Country report Austria, 2008, και Steindl, B. H., «Class Action and Collective Action in Arbitration and Litigation – Europe and Austria», σε NYSBA International Section Seasonal Meeting 2014, Rebuilding the Transatlantic Marketplace: Austria and Central Europe as Catalysts for Entrepreneurship and Innovation, http://www.nysba.org.

( 16 ) OGH 12.7.2005, 4 Ob 116/05w.

( 17 ) OGH 12.7.2005, 4 Ob 116/05w, σημείο 1 (σ. 3 έως 5). Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) πρόσθεσε ότι η σώρευση των απαιτήσεων διαφόρων προσώπων διά της εκχωρήσεώς τους («Inkassozession») σε ενάγοντα βάσει του άρθρου 227 του ZPO είναι παραδεκτή αν και μόνον αν οι απαιτήσεις έχουν παρόμοια νομική βάση και τα ζητήματα που πρέπει να εξετασθούν έχουν ουσιαστικά την ίδια πραγματική ή νομική φύση, και αφορούν το κύριο ζήτημα ή ένα πολύ σημαντικό προκαταρκτικό ζήτημα κοινό για όλες τις απαιτήσεις.

( 18 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον να γνωρίζουμε τι η πρόταση του ενάγοντος θα σήμαινε για την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 2 του κανονισμού, το οποίο, στην αγγλική απόδοση, αναφέρεται στον καταναλωτή με αόριστο άρθρο, αλλά προβλέπει ένα αντίστροφο σενάριο από αυτό του άρθρου 16, παράγραφος 1: «Proceedings may be brought against a consumer by the other party to the contract only in the courts of the Member State in which the consumer is domiciled» Πάντως, προκύπτει ότι σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούνται οριστικά άρθρα. Τούτο σημαίνει ότι τα επί της αρχής ζητήματα δεν προσεγγίζονται με βάση τον οριστικό ή μη οριστικό χαρακτήρα του άρθρου που χρησιμοποιείται συναφώς.

( 20 ) Η υπογράμμιση δική μου. Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Darmon στην υπόθεση Shearson Lehman Hutton (C‑89/91, EU:C:1992:410, σημείο 26 και υποσημείωση 9), όσον αφορά το άρθρο 14 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

( 21 ) Για παράδειγμα, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 30), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 23). Η υπογράμμιση δική μου.

( 22 ) Ως προς το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001, βλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 46), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39), και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 36). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Flightright κ.λπ. (C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16, EU:C:2017:787, σημεία 53 έως 55).

( 23 ) Βλ. συναφώς, για παράδειγμα, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 24 ) Ο ενάγων παραπέμπει συγκεκριμένα σε τέσσερις αποφάσεις του Δικαστηρίου: αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1993, Shearson Lehman Hutton (C‑89/91, EU:C:1993:15), της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555), της 15ης Ιανουαρίου 2004, Blijdenstein (C‑433/01, EU:C:2004:21), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Vorarlberger Gebietskrankenkasse (C‑347/08, EU:C:2009:561).

( 25 ) Αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1993, Shearson Lehman Hutton (C‑89/91, EU:C:1993:15, σκέψη 23), και της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψεις 33 και 38).

( 26 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009 (C‑347/08, EU:C:2009:561, σκέψη 44).

( 27 ) Απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017 (C‑340/16, EU:C:2017:576).

( 28 ) Η υπόθεση αφορούσε την ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τον ζημιωθέντα κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να προστίθενται στον κατάλογο των εναγόντων, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, τα πρόσωπα που υπέστησαν ζημία «χωρίς ο κύκλος των προσώπων αυτών να περιορίζεται σε όσα υπέστησαν τη ζημία άμεσα». Για τον λόγο αυτόν, η έννοια των «ζημιωθέντων» είναι κατάλληλη να καλύψει από μόνη της τους εκχωρητές που μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστησαν ζημία. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι «η έννοια του “ασθενεστέρου διαδίκου” ορίζεται με μάλλον ευρύτερο τρόπο στις υποθέσεις ασφαλίσεως απ’ ό,τι στις υποθέσεις των συναπτομένων από τους καταναλωτές συμβάσεων ή στις υποθέσεις των ατομικών συμβάσεων εργασίας» –βλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD (C‑340/16, EU:C:2017:576, σκέψεις 32 και 33).

( 29 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 42).

( 30 ) Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή θα μπορούσε να ενδιαφέρει ορισμένους εκδοχείς απαιτήσεων οι οποίοι μπορούν να επινοήσουν αντίστοιχες αλλαγές στην εταιρική τους δομή (με απαιτήσεις που δεν εκχωρούνται σε νομικό πρόσωπο, αλλά σε φυσικό πρόσωπο, άλλον καταναλωτή).

( 31 ) Ανεξαρτήτως του ζητήματος του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις συμβάσεις που συνάπτουν χρήστες σε τρίτα κράτη, πράγμα που όντως δεν πρέπει να είναι καθοριστικό σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας (αλλά θα μπορούσε να έχει κάποια σημασία για το ζήτημα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης).

( 32 ) Βλ., στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, Group Josi (C‑412/98, EU:C:2000:399, σκέψη 57).

( 33 ) Απόφαση της 21ης Μαΐου 2015 (C‑352/13, EU:C:2015:335).

( 34 ) Απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2015:335, σκέψη 35). Ομοίως, βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 58).

( 35 ) Απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2015:335, σκέψη 36).

( 36 ) Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 74 έως 76 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Βλ., για παράδειγμα, ψήφισμα 1/2008 σχετικά με τις διακρατικές συλλογικές αγωγές, της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου, που εγκρίθηκε στη διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο. Το σημείο 3 του ψηφίσματος αυτού είναι αφιερωμένο στη διεθνή δικαιοδοσία. Κατά το σημείο 3.1, «Μια διακρατική συλλογική αγωγή μπορεί να ασκηθεί στον τόπο κατοικίας του εναγομένου». Κατά το σημείο 3.3, «Μια διακρατική συλλογική αγωγή μπορεί επίσης να ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλης χώρας που είναι στενά συνδεδεμένη με τα μέρη και τις συναλλαγές, υπό την προϋπόθεση ότι η εκδίκαση της αγωγής στη χώρα αυτή ευλόγως δύναται να υπηρετήσει τα συμφέροντα της ομάδας και δεν έχει επιλεγεί για να ματαιώσει την ικανοποίησή τους».

( 38 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Flight Refund (C‑94/14, EU:C:2015:723, σημείο 60).

( 39 ) Βλ., ενδεικτικά, Hess, Β., «Collective Redress and the Jurisdictional Model of the Brussels I Regulation», σε Nuyts, A., και Hatzimihail, N. E., Cross-Border Class Actions. The European Way, SELP, 2014, σ. 59 έως 68, ιδίως σ. 67· Nuyts, A., «The Consolidation of Collective Claims under Brussels I», σε Nuyts, A., και Hatzimihail, N. E., Cross-Border Class Actions. The European Way, SELP, 2014, σ. 69 έως 84· Danov, M., «The Brussels I Regulation: Cross-Border Collective Redress Proceedings and Judgments», Journal of Private International Law, τόμος 6, 2010, σ. 359 έως 393, ιδίως σ. 377.

( 40 ) Βλ., για παράδειγμα, Tang, Z. S., «Consumer Collective Redress in European Private International Law», Journal of Private international Law, τόμος 7, 2011, σ. 101, 147, σε Tang, Z. S., Electronic Consumer Contracts in the Conflict of Laws, 2η έκδ., Hart, 2015, σ. 284 επ.· Lein, E., «Cross-Border Collective Redress and Jurisdiction under Brussels I: A Mismatch», σε Fairgrieve, D., και Lein, E., Extraterritoriality and Collective Redress, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 129.

( 41 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Λευκή Βίβλο σχετικά με τις αγωγές αποζημιώσεως για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ, COM(2008) 165 τελικό· Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών, COM(2008) 794 τελικό· Έγγραφο διαβουλεύσεως της Επιτροπής για συζήτηση σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην «Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών», 2009· Έγγραφο διαβουλεύσεως της Επιτροπής σχετικά με την «Πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής» SEC(2011) 173 τελικό· ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς ένα ευρωπαϊκό οριζόντιο πλαίσιο για τα μέσα συλλογικής ένδικης προστασίας», COM(2013) 401/2.

( 42 ) Σύσταση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παραλείψεως και αποζημιώσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων (ΕΕ 2013, L 201, σ. 60).