ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 13ης Ιουλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑341/16

Hanssen Beleggingen BV

κατά

Tanja Prast‑Knipping

[αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf(δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Περιφέρειας Ντύσελντορφ, Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση των αποφάσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001– Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου – Άρθρο 22, σημείο 4 – Αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία σε θέματα καταχωρίσεως ή κύρους σημάτων – Διαφορά σχετικά με την ταυτότητα του δικαιούχου σήματος της Μπενελούξ – Αγωγή κατά του τυπικού δικαιούχου σήματος της Μπενελούξ με αίτημα την παραίτησή του από τα δικαιώματά του επί του σήματος ως δικαιούχου»

I. Εισαγωγή

1.

Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 16η Ιουνίου 2016, το Oberlandesgericht Düsseldorf (δευτεροβάθμιο δικαστήριο Περιφέρειας Ντύσελντορφ, Γερμανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I) ( 2 ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Hanssen Beleggingen BV και της Tanja Prast‑Knipping σχετικά με σήμα της Μπενελούξ, τυπική δικαιούχος του οποίου είναι η δεύτερη.

3.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η διαφορά που έχει υποβληθεί ενώπιόν του εμπίπτει στον κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι όσον αφορά τις διαφορές σχετικά με «θέματα καταχώρισης ή κύρους […] σημάτων», πράγμα που θα σήμαινε ότι τα γερμανικά δικαστήρια –συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου– δεν είναι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς αυτής. Αν, αντιθέτως, η διαφορά αυτή δεν ενέπιπτε στον εν λόγω κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, τα γερμανικά δικαστήρια θα ήταν αρμόδια κατ’ εφαρμογήν του κανόνα γενικής δωσιδικίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

4.

Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι δεν εμπίπτει στον κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι μια αγωγή, όπως αυτή που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί το πρόσωπο το οποίο έχει τυπικώς καταχωριστεί ως δικαιούχος σήματος να δηλώσει στην αρμόδια αρχή ότι δεν διαθέτει δικαιώματα επί του σήματος αυτού και ότι παραιτείται από την καταχώρισή του ως δικαιούχου του εν λόγω σήματος.

II. Το νομικό πλαίσιο

5.

Σύμφωνα με τον κανόνα γενικής δωσιδικίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».

6.

Το άρθρο 22, σημείο 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 6 του κεφαλαίου II αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία», προβλέπει ότι είναι αποκλειστικώς αρμόδια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, «σε θέματα καταχώρισης ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και προτύπων και άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση», τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η κατάθεση ή η καταχώριση ζητήθηκε, πραγματοποιήθηκε, ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με κοινοτικό νομοθέτημα ή με διεθνή σύμβαση.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

7.

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τα δικαιώματα επί σήματος της Μπενελούξ. Η T. Prast‑Knipping, εναγομένη στη διαφορά της κύριας δίκης, είναι κάτοικος Hamminkeln (Γερμανία). Έχει καταχωριστεί ως δικαιούχος του υπ’ αριθμ. 361604 εικονιστικού σήματος, το οποίο παρατίθεται κατωτέρω, στο Office Benelux de la propriété intellectuelle (Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, στο εξής: OBPI).

Image

8.

Η καταχώριση του εν λόγω σήματος ζητήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1979 στο όνομα της επιχειρήσεως Helmut Knipping. Προσκομίζοντας κληρονομητήριο από το οποίο προέκυπτε ότι ήταν η μοναδική κληρονόμος του H. Knipping, η T. Prast‑Knipping πέτυχε να καταχωριστεί από το OBPI το επίδικο σήμα στο δικό της όνομα στις 14 Νοεμβρίου 2003.

9.

Η Hanssen Beleggingen BV (στο εξής: Hanssen Beleggingen), εκκαλούσα στη διαφορά της κύριας δίκης, είναι εταιρία με έδρα στις Κάτω Χώρες.

10.

Με την αίτησή της η Hanssen Beleggingen ζητεί να υποχρεωθεί η T. Prast‑Knipping σε δήλωση ενώπιον του OBPI ότι δεν διαθέτει δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος και ότι παραιτείται από την καταχώρισή της ως δικαιούχου του σήματος. Προς στήριξη του αιτήματός της, η Hanssen Beleggingen ισχυρίζεται ότι, κατόπιν διαδοχικών μεταβιβάσεων του επίδικου σήματος, η ίδια κατέστη πραγματική δικαιούχος του σήματος αυτού. Υποστηρίζει ότι έχει, συνεπώς, νόμιμο δικαίωμα να ζητήσει να υποχρεωθεί η T. Prast‑Knipping να προβεί στις εν λόγω δηλώσεις ενώπιον του OBPI.

11.

Το Landgericht Düsseldorf (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Περιφέρειας Ντύσελντορφ, Γερμανία) απέρριψε την αγωγή, με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, με το σκεπτικό ότι η Hanssen Beleggingen δεν δύναται να προβάλει αξίωση κατά της T. Prast‑Knipping, βάσει των κανόνων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον βάσει νομίμου αιτίας καταχωρίστηκε η T. Prast‑Knipping ως τυπική δικαιούχος του επίδικου σήματος στο μητρώο σημάτων της Μπενελούξ. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το επίδικο σήμα ανήκε στην περιουσία του H. Knipping κατά τον χρόνο του θανάτου του και ότι, ως εκ τούτου, περιήλθε στην T. Prast‑Knipping, ως μοναδική κληρονόμο του, συνεπεία καθολικής διαδοχής. Το εν λόγω δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της διεθνούς δικαιοδοσίας των γερμανικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την T. Prast‑Knipping.

12.

Κατά της εν λόγω αποφάσεως η Hanssen Beleggingen άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Düsseldorf (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Περιφέρειας Ντύσελντορφ). Το δικαστήριο αυτό αμφιβάλλει ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων. Επισημαίνει συναφώς ότι η διεθνής δικαιοδοσία αυτή θα μπορούσε να έχει ως έρεισμα το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δοθέντος ότι η T. Prast‑Knipping είναι κάτοικος Γερμανίας. Ωστόσο, η ερειδόμενη στο άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των ολλανδικών δικαστηρίων θα μπορούσε να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων.

13.

Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε εξάλλου ότι, κατά το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι εφαρμόζεται ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, δοθέντος ότι η αγωγή ασκήθηκε πριν από τις 10 Ιανουαρίου 2015.

14.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Düsseldorf (δευτεροβάθμιο δικαστήριο Περιφέρειας Ντύσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Καταλαμβάνει η έννοια της διαφοράς κατ’ άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι], η οποία αφορά “θέματα καταχώρισης ή κύρους […] σημάτων”, και αγωγή κατά του προσώπου το οποίο έχει τυπικώς καταχωριστεί ως δικαιούχος σήματος της Μπενελούξ στο μητρώο σημάτων της Μπενελούξ με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε δήλωση ενώπιον του [OBPI] ότι δεν έχει δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος και ότι παραιτείται από την καταχώρισή του ως δικαιούχου του σήματος;»

15.

H T. Prast‑Knipping και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV. Ανάλυση

16.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν εμπίπτει στο άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες I αγωγή, όπως αυτή που ασκήθηκε στη διαφορά της κύριας δίκης, κατά του προσώπου το οποίο είχε τυπικώς καταχωριστεί ως δικαιούχος σήματος της Μπενελούξ με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί το πρόσωπο αυτό σε δήλωση ενώπιον του OBPI ότι δεν έχει δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος και ότι παραιτείται από την καταχώρισή του ως δικαιούχου του εν λόγω σήματος.

17.

Η T. Prast‑Knipping και η Επιτροπή εκτιμούν ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Συμμερίζομαι την άποψη αυτή για τους εξής λόγους.

18.

Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του περιεχομένου του κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες I, ειδικότερα στην απόφαση Duijnstee ( 3 ). Ένα από τα ζητήματα που εξέτασε το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας των «υποθέσεων που αφορούν θέματα καταχώρισης ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 4, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 4 ). Φρονώ ότι η απόφαση αυτή, που αφορούσε διαφορά ανάλογη με τη διαφορά της κύριας δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, έχει εν προκειμένω αποφασιστική σημασία. Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του GAT ( 5 ), επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, τα συμπεράσματα της αποφάσεως Duijnstee.

19.

Η υπόθεση Duijnstee αφορούσε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που ασκήθηκε από τον J. Duijnstee, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου της πτωχεύσεως της εταιρίας Schroefboutenfabriek BV, κατά του L. Goderbauer, πρώην διευθυντή της εν λόγω επιχειρήσεως, με την οποία ζητήθηκε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να μεταβιβάσει στην πτωχεύσασα εταιρία τις αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που είχε καταθέσει, καθώς και τα χορηγηθέντα σε είκοσι δύο χώρες διπλώματα ευρεσιτεχνίας για εφεύρεση που πραγματοποίησε ο L. Goderbauer όταν ήταν υπάλληλος της εταιρίας αυτής ( 6 ).

20.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια αυτή συνιστά αυτοτελή έννοια που πρέπει να έχει ομοιόμορφη εφαρμογή σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη ( 7 ).

21.

Προκειμένου να ερμηνεύσει την έννοια αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία επί των διαφορών σε θέματα καταχωρίσεως ή κύρους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία αναγνωρίζεται στα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών στο έδαφος των οποίων ζητήθηκε ή πραγματοποιήθηκε η κατάθεση ή καταχώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα δικαστήρια αυτά είναι τα πλέον κατάλληλα να εκδικάζουν περιπτώσεις όπου η διαφορά άπτεται αυτή καθαυτήν του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή του υποστατού της καταθέσεως ή της καταχωρίσεως ( 8 ).

22.

Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ερμηνευομένου συσταλτικώς υπό το φως του σκοπού της εγγύτητας που αναφέρθηκε ανωτέρω, περιορίζεται στις διαφορές, αντικείμενο των οποίων είναι το κύρος, η κτήση ή η απώλεια του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή η αξίωση δικαιώματος προτεραιότητας λόγω προγενέστερης καταθέσεως ( 9 ).

23.

Στο τέλος της συλλογιστικής του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορά που ήταν εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν ενέπιπτε στο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεδομένου ότι δεν αφορούσε το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή τη νομιμότητα της καταχωρίσεώς τους αλλά αποκλειστικά το ζήτημα αν ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήταν ο L. Goderbauer ή η πτωχεύσασα εταιρία Schroefboutenfabriek, πράγμα το οποίο έπρεπε να προσδιοριστεί βάσει των εννόμων σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων ( 10 ).

24.

Θεωρώ ότι η συλλογιστική αυτή μπορεί συνολικά να ακολουθηθεί στην υπό κρίση υπόθεση για τους εξής λόγους.

25.

Πρώτον, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ισοδυναμίας μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων, πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχεια ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και του άρθρου 16, σημείο 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού αυτού ( 11 ). Πράγματι, το άρθρο 22, σημείο 4, του εν λόγω κανονισμού αντανακλά το ίδιο σύστημα με το άρθρο 16, σημείο 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και, επιπλέον, έχει διατυπωθεί με όρους σχεδόν ταυτόσημους ( 12 ). Κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύει και για την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, εφόσον οι διατάξεις αυτών των νομοθετημάτων μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες ( 13 ).

26.

Δεύτερον, δεν βλέπω κανέναν λόγο να μην επεκταθεί η εφαρμογή του κριτηρίου που καθιέρωσε το Δικαστήριο σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στην απόφαση Duijnstee ( 14 ), και στις διαφορές σχετικά με τα σήματα. Πράγματι, αφενός, το γράμμα του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν διακρίνει μεταξύ των διαφορών σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και των διαφορών σχετικά με τα σήματα. Αφετέρου, οι έννοιες του κύρους, της κτήσεως, της απώλειας ή της αξιώσεως δικαιώματος προτεραιότητας λόγω προγενέστερης καταθέσεως ισχύουν και ως προς τα σήματα.

27.

Τρίτον, και κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Duijnstee ( 15 ), παρατηρώ ότι η διαφορά της κύριας δίκης στην υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά το κύρος, την κτήση ή την απώλεια του σήματος ή την αξίωση δικαιώματος προτεραιότητας λόγω προγενέστερης καταθέσεως. Πράγματι, η διαφορά αυτή αφορά αποκλειστικά το ζήτημα αν δικαιούχος του επίμαχου σήματος είναι η T. Prast‑Knipping ή η Hanssen Beleggingen, γεγονός το οποίο πρέπει να κριθεί βάσει των εννόμων σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων, όπως και στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση Duijnstee. Με άλλα λόγια, και όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η διαφορά αυτή αφορά όχι το σήμα αυτό καθαυτό, αλλά την ταυτοποίηση του δικαιούχου του σήματος αυτού, ζήτημα που δεν εμπίπτει στην έννοια της καταχωρίσεως ή του κύρους του εν λόγω σήματος κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες I.

28.

Συναφώς, το γεγονός ότι με την αγωγή που ασκήθηκε από τη Hanssen Beleggingen ζητείται, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η T. Prast‑Knipping να παραιτηθεί από την καταχώρισή της ως δικαιούχου του επίμαχου σήματος δεν σημαίνει ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στην έννοια της διαφοράς «σε θέματα καταχώρισης ή κύρους […] σημάτων» κατά την έννοια της προμνησθείσας διατάξεως. Το αίτημα αυτό είναι, στην πραγματικότητα, απλώς παρεπόμενο σε σχέση με το κύριο αίτημα, με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι το επίδικο σήμα δεν ανήκει στην T. Prast‑Knipping δυνάμει ιδιωτικών συμβάσεων που είχαν προβλέψει τη μεταβίβαση του σήματος αυτού στη Hanssen Beleggingen ( 16 ). Όπως εξήγησα στο προηγούμενο σημείο, μια τέτοια διαφορά δεν αφορά το κύρος, την κτήση ή την απώλεια του εν λόγω σήματος, ούτε την αξίωση δικαιώματος προτεραιότητας λόγω προγενέστερης καταθέσεως.

29.

Τέταρτον, προσθέτω ότι, όπως υποστηρίζουν η T. Prast‑Knipping και η Επιτροπή, ο σκοπός της εγγύτητας που επιδιώκεται από τη διάταξη αυτή επιτρέπει να μην υπαχθεί η διαφορά της κύριας δίκης στον κανόνα της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη ( 17 ). Πράγματι, το είδος των επιχειρημάτων που εξετάζονται στη διαφορά της κύριας δίκης, που αφορούν κυρίως την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού και το περιεχόμενο συμβάσεων μεταξύ ιδιωτών ( 18 ), δεν σχετίζεται με το ζήτημα του κύρους ή της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος. Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια του κράτους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκε καταχώριση του σήματος δεν είναι τα πλέον κατάλληλα να κρίνουν τα εν λόγω επιχειρήματα.

30.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στον κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Συνεπώς, τα γερμανικά δικαστήρια –συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου– έχουν, ως δικαστήρια του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος η T. Prast‑Knipping, εναγομένη στη διαφορά της κύριας δίκης, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθούν επί της διαφοράς αυτής, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της γενικής δωσιδικίας ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

31.

Διευκρινίζω, συναφώς, ότι το γεγονός ότι η εν λόγω διαφορά μπορεί ενδεχομένως να εμπίπτει στο άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού, για τον λόγο ότι η αγωγή που ασκήθηκε από τη Hanssen Beleggingen ερείδεται κυρίως στην ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεν επηρεάζει τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Πράγματι, η πρώτη εκ των διατάξεων αυτών θεμελιώνει πρόσθετη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας –και όχι αποκλειστική– σε σχέση με τη βάση που προβλέπεται από τη δεύτερη διάταξη.

32.

Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, μόνο τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκε η καταχώριση του σήματος θα είναι αρμόδια να αποφανθούν. Πράγματι, η διάταξη αυτή θεσπίζει αποκλειστική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας που έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής του κανόνα γενικής δωσιδικίας που καθιερώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

33.

Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι θα συνεπάγεται ότι τα γερμανικά δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν για τη διαφορά της κύριας δίκης ( 19 ).

34.

Θα ήθελα ακόμη να δώσω έμφαση στην απόφαση Brite Strike Technologies ( 20 ) σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Βεβαίως, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι το άρθρο 71 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 350 ΣΛΕΕ, δεν απαγορεύει την εφαρμογή στις εν λόγω διαφορές του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές σχετικά με σήματα, σχέδια και υποδείγματα Μπενελούξ, που προβλέπεται στο άρθρο 4.6 της Συμβάσεως Μπενελούξ περί διανοητικής ιδιοκτησίας (εμπορικά σήματα και σχέδια ή υποδείγματα) ( 21 ) (στο εξής: Σύμβαση Μπενελούξ).

35.

Έχω την άποψη, ωστόσο, ότι η νομολογία αυτή στερείται σημασίας προκειμένου να καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων, ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως Μπενελούξ. Εκτιμώ, πράγματι, ότι είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι μια σύμβαση της οποίας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα για τα γερμανικά δικαστήρια. Επισημαίνω ότι η απόφαση Brite Strike Technologies ( 22 ) αφορούσε, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, διαφορά ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου.

36.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται, εφόσον τούτο απαιτείται, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 71, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το οποίο εφαρμόζεται, όπως ρητώς αναγράφεται, σε «δικαστήρι[ο] κράτους μέλους, που είναι μέρος σύμβασης σχετικής με ειδικό θέμα» ( 23 ).

37.

Συνεπώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το αιτούν δικαστήριο θα είναι υποχρεωμένο να κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι είναι αναρμόδιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25 του κανονισμού αυτού. Μόνο στην περίπτωση που η διαφορά της κύριας δίκης υποβαλλόταν ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους της Μπενελούξ θα μπορούσε το άρθρο 4.6 της Συμβάσεως Μπενελούξ, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως Brite Strike Technologies ( 24 ), να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο αυτό προκειμένου να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

V. Πρόταση

38.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Oberlandesgericht Düsseldorf (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Περιφέρειας Ντύσελντορφ, Γερμανία) ως εξής:

Αγωγή, όπως αυτή που ασκήθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, με την οποία ζητείται το πρόσωπο το οποίο έχει τυπικώς καταχωριστεί ως δικαιούχος σήματος της Μπενελούξ να υποχρεωθεί σε δήλωση ενώπιον του Office Benelux de la propriété intellectuelle (Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, ΟΒΡΙ) ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει δικαιώματα επί του σήματος αυτού και ότι παραιτείται από την καταχώρισή του ως δικαιούχου του σήματος, δεν εμπίπτει στο άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1. Το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους ο κανονισμός αυτός, ο οποίος στο μεταξύ καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), εφαρμόζεται ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης. Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

( 3 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983 (288/82, EU:C:1983:326).

( 4 ) ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών. Επί της υποχρεώσεως να ληφθεί υπόψη η νομολογία σχετικά με το άρθρο 16, παράγραφος 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών προκειμένου να ερμηνευθεί το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, βλ. σημείο 25 κατωτέρω.

( 5 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, GAT (C‑4/03, EU:C:2006:457, σκέψεις 14 έως 23).

( 6 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψη 3).

( 7 ) Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψη 19), και της 13ης Ιουλίου 2006, GAT (C‑4/03, EU:C:2006:457, σκέψη 14).

( 8 ) Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψη 22), και της 13ης Ιουλίου 2006, GAT (C‑4/03, EU:C:2006:457, σκέψεις 21 έως 23).

( 9 ) Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψεις 23 έως 25), και της 13ης Ιουλίου 2006, GAT (C‑4/03, EU:C:2006:457, σκέψη 15).

( 10 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψη 26).

( 11 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Solvay (C‑616/10, EU:C:2012:445, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) Η μόνη διαφορά της γραμματικής διατυπώσεως έγκειται στη μνεία «σύμφωνα με διεθνή σύμβαση» στο άρθρο 16, παράγραφος 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η οποία έγινε «σύμφωνα με κοινοτικό νομοθέτημα ή με διεθνή σύμβαση» στο άρθρο 22, σημείο 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Zuid-Chemie (C‑189/08, EU:C:2009:475, σκέψη 18)· της 12ης Ιουλίου 2012, Solvay (C‑616/10, EU:C:2012:445, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ. (C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 38), καθώς και της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding (C‑12/15, EU:C:2016:449, σκέψη 22).

( 14 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983 (288/82, EU:C:1983:326, σκέψεις 24 και 25).

( 15 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983 (288/82, EU:C:1983:326, σκέψεις 24 και 25).

( 16 ) Βλ. σημεία 10 και 11 ανωτέρω.

( 17 ) Βλ. σημείο 21 ανωτέρω.

( 18 ) Βλ. σημεία 10 και 11 ανωτέρω.

( 19 ) Βλ. σημείο 12 ανωτέρω.

( 20 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016 (C‑230/15, EU:C:2016:560, σκέψη 66).

( 21 ) Σύμβαση της 25ης Φεβρουαρίου 2005, την οποία υπέγραψαν στη Χάγη το Βασίλειο του Βελγίου, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Η Σύμβαση αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2006.

( 22 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016 (C‑230/15, EU:C:2016:560).

( 23 ) Η υπογράμμιση δική μου. Το άρθρο 71 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι μέρη και οι οποίες σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων.

2.   Προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας της, [η παράγραφος 1] εφαρμόζεται με τον ακόλουθο τρόπο:

α)

ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει τη δυνατότητα ενός δικαστηρίου κράτους μέλους, που είναι μέρος σύμβασης σχετικής με ειδικό θέμα, να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε μια τέτοια σύμβαση, ακόμα και αν ο εναγόμενος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους που δεν είναι μέρος της συγκεκριμένης σύμβασης. Το δικαστήριο εφαρμόζει σε κάθε περίπτωση το άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού·

[…]».

( 24 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016 (C‑230/15, EU:C:2016:560).