ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

M. CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 6ης Ιουλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C-304/16

American Express Co.

κατά

The Lords Commissioners of Her Majesty’s Treasury,

παρισταμένων των:

Diners Club International Ltd,

MasterCard Europe SA

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (ανώτερου δικαστηρίου Αγγλίας και Ουαλίας, τμήμα Queen’s Bench – διοικητικό δικαστήριο, Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 – Πράξεις πληρωμών με κάρτες – Διατραπεζικές προμήθειες στις πράξεις πληρωμών με κάρτες – Τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής – Τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής – Έννοια “εκδότη καρτών” – Τριμερής κάρτα πληρωμής με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος – Τριμερής κάρτα πληρωμής με πράκτορα»

1. 

Πίσω από μια τόσο συνηθισμένη και, φαινομενικά, τόσο απλή πράξη όπως η πληρωμή με κάρτα των αποκτηθέντων αγαθών και υπηρεσιών υπάρχει ένα πολύπλοκο πλέγμα νομικών σχέσεων, το οποίο οι καταναλωτές δύσκολα μπορούν να φανταστούν. Κατ’ ελάχιστον, σε κάθε συναλλαγή με κάρτα πληρωμής παρεμβαίνουν, επιπλέον του καταναλωτή και του εμπόρου, η τράπεζα ή οι τράπεζες του ενός και του άλλου μέρους, καθώς και η επιχείρηση διαχειρίσεως της κάρτας.

2. 

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στο πλέγμα αυτό είναι οι προμήθειες ( 2 ) που εισπράττουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στους καταναλωτές και στους εμπόρους, για τη διευκόλυνση της χρήσεως των καρτών πληρωμής. Μετά την εφαρμογή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των κανόνων περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στις «πολυμερείς διατραπεζικές προμήθειες» ( 3 ) του συστήματος πληρωμών MasterCard, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επ’ αυτών ( 4 ).

3. 

Στο Δικαστήριο υποβάλλεται σήμερα ένα άλλο ζήτημα, ήτοι η διάκριση μεταξύ των δύο μεγάλων μοντέλων συστημάτων ( 5 ) καρτών πληρωμής: του τετραμερούς (του πιο διαδεδομένου, το οποίο εκπροσωπούν οι MasterCard και Visa) και του τριμερούς (το οποίο εκπροσωπούν, μεταξύ άλλων, οι American Express και Diners Club).

4. 

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 ( 6 ) περιορίζει τις διατραπεζικές προμήθειες στα τετραμερή συστήματα και παρέχει ελευθερία όσον αφορά τον καθορισμό των προμηθειών στα τριμερή συστήματα. Δεδομένου ότι οι διαφορές των δύο συστημάτων δεν αναδεικνύονται με σαφήνεια στον εν λόγω κανονισμό, το Δικαστήριο καλείται να τις αποσαφηνίσει, εφόσον το προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο κριθεί παραδεκτό.

I. Το νομικό πλαίσιο: το δίκαιο της Ένωσης

5.

Οι διατραπεζικές προμήθειες συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα έξοδα στις πράξεις πληρωμών με κάρτες. Λόγω των υφισταμένων μεταξύ των κρατών μελών διαφορών, οι οποίες επηρέαζαν αρνητικά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς πληρωμών λιανικών πωλήσεων (εκτός των πληρωμών με μετρητά), η Ένωση πρόκρινε την εναρμόνιση αυτών, με στόχο τη μείωση του ύψους των διατραπεζικών προμηθειών και τη βελτίωση του ελέγχου αυτών.

6.

Αυτός ήταν ο σκοπός εκδόσεως του κανονισμού. Δεδομένου ότι πρόκειται για πράξη άμεσης ισχύος, δεν απαιτεί, καταρχήν, την κατάρτιση εθνικών κανόνων εφαρμογής (με εξαίρεση όσον αφορά τις κυρώσεις, των οποίων η θέσπιση και η επιβολή ανατέθηκε στα κράτη μέλη βάσει ρητής παραπομπής του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού).

7.

Ο κανονισμός έλαβε υπόψη τα δύο μοντέλα συστημάτων πληρωμής με κάρτες: τα τετραμερή και τα τριμερή. Σε σχέση με αυτά, οι αιτιολογικές σκέψεις που παρατίθενται κατωτέρω προβλέπουν τα εξής:

«(28)

Οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται συνήθως βάσει δύο βασικών επιχειρηματικών μοντέλων, των λεγόμενων “τριμερών συστημάτων καρτών πληρωμής” (κάτοχος κάρτας – σύστημα αποδοχής και έκδοσης – έμπορος) και “τετραμερών συστημάτων καρτών πληρωμής” (κάτοχος κάρτας – εκδότρια τράπεζα – αποδέκτρια τράπεζα – έμπορος). Πολλά τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμών εφαρμόζουν ρητή διατραπεζική προμήθεια, που είναι κυρίως πολυμερής. Για την αναγνώριση της ύπαρξης έμμεσων διατραπεζικών προμηθειών και για τη συμβολή στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού, τα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής που χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ως εκδότες ή αποδέκτες θα πρέπει να θεωρούνται τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής και να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες, ενώ η διαφάνεια και άλλα μέτρα σχετικά με τους επιχειρησιακούς κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους παρόχους. Ωστόσο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων αυτών των τριμερών συστημάτων, ενδείκνυται να επιτραπεί μεταβατική περίοδος στην οποία τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τους κανόνες που αφορούν το ανώτατο επίπεδο διατραπεζικής προμήθειας εάν τα συστήματα αυτά έχουν πολύ περιορισμένο μερίδιο στην αγορά στο σχετικό κράτος μέλος.

(29)

Η υπηρεσία έκδοσης βασίζεται σε συμβατική σχέση μεταξύ του εκδότη του μέσου πληρωμής και του πληρωτή, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο εκδότης διατηρεί τα χρηματικά ποσά για λογαριασμό του πληρωτή. Ο εκδότης διαθέτει κάρτες πληρωμής στον πληρωτή, εξουσιοδοτεί τις πράξεις σε τερματικά ή ισοδύναμά τους μέσα και μπορεί να εγγυάται στον αποδέκτη την πληρωμή για πράξεις που είναι σύμφωνες με τους κανόνες του αντίστοιχου συστήματος. Ως εκ τούτου, η απλή διανομή καρτών πληρωμής ή τεχνικών υπηρεσιών, όπως και η απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, δεν συνιστούν έκδοση.

[…]

(32)

Οι καταναλωτές συνήθως δεν είναι ενημερωμένοι όσον αφορά τις προμήθειες που καταβάλλονται από τους εμπόρους για το μέσο πληρωμής που χρησιμοποιούν. Ταυτόχρονα, διάφορες πρακτικές που εφαρμόζονται για την παροχή κινήτρων από τους εκδότες (όπως ταξιδιωτικά δελτία, πριμοδοτήσεις, εκπτώσεις, αντίστροφες χρεώσεις, δωρεάν ασφάλιση κ.λπ.) μπορούν να στρέψουν τους καταναλωτές προς τη χρήση μέσων πληρωμής που συνεπάγονται υψηλές προμήθειες για τους εκδότες. Για να αντιμετωπισθεί κάτι τέτοιο, τα μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς στις διατραπεζικές προμήθειες θα πρέπει να ισχύουν μόνο για τις κάρτες πληρωμών που έχουν καταστεί μαζικά προϊόντα και οι έμποροι γενικά δυσκολεύονται να μην δεχτούν, λόγω της ευρείας έκδοσης και της χρήσης τους (π.χ. καταναλωτικές χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες). Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς στα μη ρυθμιζόμενα τμήματα του τομέα και να περιοριστεί η μεταφορά δραστηριοτήτων από τα ρυθμιζόμενα στα μη ρυθμιζόμενα τμήματα του τομέα, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού του συστήματος και των υποδομών, της καθοδήγησης του πληρωτή από τον δικαιούχο πληρωμής και της επιλεκτικής αποδοχής μέσων πληρωμής από τον δικαιούχο πληρωμής.

(33)

Ο διαχωρισμός των συστημάτων και των υποδομών θα πρέπει να επιτρέψει σε όλους τους φορείς επεξεργασίας να ανταγωνίζονται για τους πελάτες των συστημάτων. Δεδομένου ότι το κόστος της επεξεργασίας αποτελεί σημαντικό τμήμα του συνολικού κόστους της αποδοχής καρτών, είναι σημαντικό αυτό το τμήμα της αλυσίδας αξίας να είναι ανοικτό στον ουσιαστικό ανταγωνισμό. Βάσει του διαχωρισμού συστημάτων και υποδομών, τα συστήματα καρτών και οι φορείς επεξεργασίας θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από ανεξαρτησία από άποψη λογιστικής, οργάνωσης και διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

[…]»

8.

Το άρθρο 1, το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο I («Γενικές διατάξεις»), ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες τεχνικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις για πράξεις πληρωμής με κάρτα που πραγματοποιούνται στην Ένωση, στις οποίες o πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου πληρωμής βρίσκονται στην Ένωση.

[…]

3.   Το κεφάλαιο II δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

συναλλαγές με εταιρικές κάρτες·

β)

αναλήψεις μετρητών σε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης ή στο ταμείο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών· και

γ)

συναλλαγές με κάρτες πληρωμής που έχουν εκδοθεί από τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής.

4.   Το άρθρο 7 δεν ισχύει για τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής.

5.   Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και για τα δύο, ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής. Ωστόσο, έως τις 9 Δεκεμβρίου 2018 σε σχέση με τις εγχώριες πράξεις πληρωμής, ένα τέτοιο τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής μπορεί να εξαιρείται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κεφάλαιο II, υπό τον όρο ότι οι πράξεις πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται σε κράτος μέλος υπό ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνουν ετησίως το 3 % της αξίας όλων των πράξεων πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται στο εν λόγω κράτος μέλος.»

9.

Το άρθρο 2 περιλαμβάνει ευρύ κατάλογο ορισμών των χρησιμοποιούμενων όρων. Εν προκειμένω, ενδιαφέρουν οι όροι που εκτίθενται στα σημεία 2, 10 έως 12, 15 έως 18 και 32, τα οποία έχουν ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

2)

ως “εκδότης” νοείται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής που συνάπτει σύμβαση να παρέχει σε πληρωτή μέσο πληρωμής με σκοπό την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμών με κάρτα του πληρωτή·

[…]

10)

ως “διατραπεζική προμήθεια” νοείται η προμήθεια που καταβάλλεται άμεσα ή έμμεσα, ήτοι μέσω τρίτου, για κάθε πράξη μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη σε μια πράξη πληρωμής με κάρτα. Η καθαρή αποζημίωση ή άλλη συμφωνημένη αμοιβή αποτελεί μέρος της διατραπεζικής προμήθειας·

11)

ως “καθαρή αποζημίωση” νοείται το συνολικό καθαρό ποσό των πληρωμών, των εκπτώσεων ή των κινήτρων που ελήφθησαν από έναν εκδότη από το σύστημα καρτών πληρωμής, τον αποδέκτη ή οποιονδήποτε άλλον ενδιάμεσο φορέα σε σχέση με πράξεις πληρωμών με κάρτα ή σχετικές δραστηριότητες·

12)

ως “επιβάρυνση εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία” νοείται προμήθεια που καταβάλλει ο δικαιούχος πληρωμής στον αποδέκτη σε σχέση με πράξεις πληρωμών με κάρτα·

[…]

15)

ως “κάρτα πληρωμής” νοείται μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με χρεωστική ή πιστωτική κάρτα·

16)

ως “σύστημα καρτών πληρωμής” νοείται ένα ενιαίο σύνολο κανόνων, πρακτικών, προτύπων και/ή κατευθυντήριων γραμμών εφαρμογής για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα και το οποίο είναι διαχωρισμένο από κάθε υποδομή ή σύστημα πληρωμής που υποστηρίζει τη λειτουργία του και συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε ειδικό όργανο, οργανισμό ή οντότητα λήψης αποφάσεων που φέρει την ευθύνη λειτουργίας του συστήματος·

17)

ως “τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής” νοείται σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμών ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμών δικαιούχου πληρωμής μέσω της διαμεσολάβησης του συστήματος, ενός εκδότη (από την πλευρά του πληρωτή) και ενός αποδέκτη (από την πλευρά του δικαιούχου πληρωμής)·

18)

ως “τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής” νοείται ένα σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο το ίδιο το σύστημα παρέχει υπηρεσίες απόκτησης και έκδοσης και οι πράξεις πληρωμής με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμής ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμής ενός δικαιούχου πληρωμής στο πλαίσιο του συστήματος. Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και τα δύο, ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής·

[…]

32)

με τον όρο “από κοινού προώθηση σήματος” νοείται ότι περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα πληρωμών και τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα που δεν αφορά πληρωμές στο ίδιο μέσο πληρωμής με κάρτα·

[…]».

10.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν πρέπει να προσφέρουν ή να απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,2 % της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με χρεωστική κάρτα.»

11.

Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού:

«Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν προσφέρουν ή απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,3 % της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με πιστωτική κάρτα. Για τις εγχώριες συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν χαμηλότερο ανώτατο όριο διατραπεζικής προμήθειας ανά συναλλαγή.»

12.

Βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού:

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής των ανώτατων ορίων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, οποιαδήποτε συμπεφωνημένη αμοιβή, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής αποζημίωσης, με ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα της διατραπεζικής προμήθειας, που έχει λάβει εκδότης από το σύστημα καρτών πληρωμής, ο αποδέκτης ή οποιοσδήποτε άλλος ενδιάμεσος φορέας σε σχέση με πράξεις πληρωμής ή σχετικές δραστηριότητες, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος της διατραπεζικής προμήθειας.»

13.

Το άρθρο 7, το οποίο δεν εφαρμόζεται στα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής, ρυθμίζει τον διαχωρισμό του συστήματος καρτών πληρωμής και των φορέων επεξεργασίας των πράξεων πληρωμής.

II. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.

Η American Express Company (στο εξής: Amex) είναι διεθνής εταιρία παροχής υπηρεσιών, με έδρα στη Νέα Υόρκη, η οποία παρέχει, με τη στήριξη των θυγατρικών της, υπηρεσίες πληρωμών, ταξιδίων, συναλλάγματος και πλατφόρμας τακτικών πελατών, ασκώντας ταυτόχρονα δραστηριότητες εκδόσεως και αποκτήσεως καρτών σε ολόκληρο τον κόσμο, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

15.

Η εταιρία εκμεταλλεύεται το σύστημα καρτών πληρωμής American Express, το οποίο χαρακτηρίζεται τριμερές. Η Amex συνήψε στην Ένωση ορισμένες συμφωνίες από κοινού προωθήσεως εμπορικού σήματος και παροχής υπηρεσιών με άλλες επιχειρήσεις. Βάσει των εν λόγω συμφωνιών, με την επιφύλαξη της ερμηνείας του κανονισμού, οι πράξεις της υπόκεινται στους περιορισμούς που προβλέπονται σε αυτόν για τα τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής.

16.

Παρόμοια είναι η κατάσταση της Diners Club International Limited, θυγατρικής της Discover Financial Services, η οποία διαχειρίζεται το τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής Diners Club, και η οποία υποστηρίζει τις απόψεις της Amex στην προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

17.

Στην υπόθεση παρεμβαίνει επίσης η MasterCard Europe SA (στο εξής: MasterCard), κύρια ευρωπαϊκή θυγατρική της MasterCard Incorporated. Η εν λόγω εταιρία διαχειρίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο τετραμερή συστήματα πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, με την ονομασία MasterCard. Το αιτούν δικαστήριο της επέτρεψε να παρέμβει κατά του αιτήματος της Amex.

18.

Η Amex άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου σε σχέση με την υποχρέωση ή την πρόθεση του Her Majesty’s Treasury (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου) ( 7 ) να εκτελέσει και να εφαρμόσει στο εν λόγω κράτος μέλος ορισμένες πτυχές του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού.

19.

Ειδικότερα, το επίμαχο ζήτημα αφορά δύο από τις τρεις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, και στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού, στα οποία συγκεκριμένα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής χαρακτηρίζονται ως τετραμερή.

20.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διάδικοι συμφωνούν και δεν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά την εφαρμογή της πρώτης περιπτώσεως που προβλέπεται στους εν λόγω κανόνες: όταν τριμερές σύστημα αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση καρτών πληρωμής ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και για τα δύο, εμπίπτει στις διατάξεις του κανονισμού με τον ίδιο τρόπο όπως τα τετραμερή συστήματα.

21.

Οι αμφιβολίες επικεντρώνονται στις δύο άλλες περιπτώσεις, ήτοι, όταν τριμερές σύστημα εκδίδει «μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα». Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι δραστηριότητες τριμερούς συστήματος μπορούν να εξομοιώνονται με εκείνες των τετραμερών συστημάτων, για τους σκοπούς του κανονισμού, σε κάθε περίπτωση (ήτοι, αρκεί να υπάρχει εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος ή πράκτορας) ή μόνο όταν, επιπλέον, οι εν λόγω εταίροι ή πράκτορες είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής που εκδίδουν τις κάρτες.

22.

Τέλος, εάν τριμερές σύστημα καθίσταται τετραμερές λόγω της παρεμβάσεως εταίρου του ίδιου εμπορικού σήματος ή πράκτορα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι ισχυρά το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού.

23.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, με διάταξη της 30ής Μαΐου 2016, το High Court of Justice of England & Wales, Queen’s Bench Division (Administrative Court) (ανώτερο δικαστήριο Αγγλίας και Ουαλίας, τμήμα Queen’s Bench – Διοικητικό Δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρόβλεψη των άρθρων 1, παράγραφος 5, και 2, σημείο 18, του κανονισμού […] 2015/751, ήτοι ότι ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής, το οποίο εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής, ισχύει μόνον εφόσον ο εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος ή ο πράκτορας ενεργεί ως “εκδότης” κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, και της αιτιολογικής σκέψεως 29 του κανονισμού περί προμηθειών (ήτοι όταν ο εταίρος ή ο πράκτορας έχει συμβατική σχέση με τον πληρωτή, βάσει της οποίας αναλαμβάνει να παράσχει στον πληρωτή μέσο πληρωμής, με σκοπό την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμών με κάρτα του πληρωτή);

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι τα άρθρα 1, παράγραφος 5, και 2, σημείο 18, του κανονισμού περί προμηθειών, στο μέτρο που προβλέπουν ότι συμφωνίες τέτοιου είδους θεωρούνται τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής, ανίσχυρα λόγω:

α)

ελλείψεως αιτιολογίας, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ,

β)

πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και/ή

γ)

παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας;»

24.

Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Amex, η MasterCard, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 27 Απριλίου 2017, παρενέβησαν η Amex, η MasterCard, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

III. Εκτίμηση

25.

Η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου των προδικαστικών ερωτημάτων. Θα εξετάσω τις εν λόγω ενστάσεις προτού εξετάσω, ενδεχομένως, τα ερωτήματα επί της ουσίας. Εάν η εξέταση αυτή είναι επιβεβλημένη, άμεσα ή επικουρικώς, θα συνοδεύεται από προηγούμενη επεξήγηση των νομικών σχέσεων που υφίστανται στις πράξεις πληρωμών με κάρτες, για τη διευκόλυνση της κατανοήσεως.

A.  Παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

26.

Τα τρία θεσμικά όργανα, τα οποία συμφωνούν όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου, προβάλλουν τα ακόλουθα επιχειρήματα: α) δεν υφίσταται πραγματική διαφορά μεταξύ των διαδίκων, δεδομένου ότι η προσφυγή με αίτημα τον έλεγχο νομιμότητας («judicial review») της «προθέσεως ή/και της υποχρεώσεως» της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να εφαρμόσει κανονισμό αποτελεί, στην πραγματικότητα, τρόπο καταστρατηγήσεως του συστήματος προσβολής που προβλέπεται στη ΣΛΕΕ· β) το ανακύψαν ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα· γ) το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τα λυσιτελή πραγματικά και νομικά στοιχεία ή τους λόγους που το ωθούν να αμφισβητήσει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού.

27.

Αναμφίβολα, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή είναι ασυνήθιστη και περιέχει ορισμένες παρατυπίες οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το να κριθεί απαράδεκτη, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου και του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας αυτού.

28.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Επισημαίνει μόνον ότι αντικείμενο της προσφυγής της Amex είναι «η υποχρέωση ή η πρόθεση του καθού [Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου] να εφαρμόσει στο Ηνωμένο Βασίλειο ορισμένες πτυχές του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού». Δεν διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο οι βρετανικές αρχές προτίθενται να εφαρμόσουν τις επίμαχες διατάξεις ούτε εάν η εν λόγω διοικητική εφαρμογή έχει ήδη υλοποιηθεί.

29.

Δεύτερον, στη διάταξη περί παραπομπής επισημαίνεται ότι η Amex, ως προσφεύγουσα, και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, ως καθού, συμφωνούν ως προς τον τρόπο επιλύσεως της διαφοράς. Όντως, η καθής διοικητική αρχή δεν αντικρούει την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα εταιρία. Επιπλέον, συνεργάζεται μαζί της για την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

30.

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται στην αποδοχή των επιχειρημάτων των διαδίκων και δεν εκθέτει τους δικούς του λόγους για την προδικαστική παραπομπή ούτε εξηγεί για ποιον λόγο τα ερωτήματα είναι αναγκαία για την επίλυση της (υποτιθέμενης) διαφοράς. Στην πραγματικότητα, διαβιβάζει στο Δικαστήριο το έγγραφο που εκπόνησαν οι διάδικοι, το οποίο ενσωματώνει στη διάταξή του ( 8 ).

31.

Προδικαστικό ερώτημα το οποίο υποβάλλεται υπό τέτοιους όρους δεν θα πρέπει να κριθεί παραδεκτό από το Δικαστήριο.

32.

Εντούτοις, υφίσταται μια ιδιαίτερη περίσταση η οποία μπορεί να εξηγεί την ενέργεια του αιτούντος δικαστηρίου. Τα ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο προσφυγής («judicial review») με αίτημα τον έλεγχο της νομιμότητας της «προθέσεως ή/και της υποχρεώσεως» του Ηνωμένου Βασιλείου να εφαρμόσει κανόνα του παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Πρόκειται για ιδιότυπη διαδικασία του βρετανικού δικαίου, η οποία, όπως εφαρμόζεται στην πράξη, παρέχει στους ιδιώτες τη δυνατότητα να ζητήσουν την ερμηνεία ή την αναγνώριση του ανίσχυρου νομοθετικής πράξεως, χωρίς αυτή να έχει (ακόμη) εφαρμοστεί σε αυτούς.

33.

Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο επέδειξε αρκετή ευελιξία κρίνοντας παραδεκτά προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υπέβαλαν βρετανικά δικαστήρια στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί το κύρος κανόνων της Ένωσης ( 9 ). Εκτιμώ ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχεται στους ιδιώτες που κινούν δικαστικές διαδικασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο (εν αντιθέσει προς εκείνους που πράττουν το ίδιο σε άλλα κράτη μέλη) η δυνατότητα να προσβάλουν το κύρος κανονιστικών πράξεων της Ένωσης γενικής ισχύος, ακόμη και προτού αυτές αναπτύξουν έννομα αποτελέσματα στην εσωτερική έννομη τάξη ( 10 ). Θα επανέλθω κατωτέρω στο ζήτημα αυτό.

34.

Εντούτοις, διάφοροι λόγοι συνηγορούν υπέρ του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων. Πρώτον, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων, το οποίο αναγνωρίζει το Δικαστήριο, λόγω της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει το εθνικό δικαστήριο όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της προδικαστικής παραπομπής. Εντούτοις, πρόκειται για τεκμήριο το οποίο είναι μαχητό ( 11 ).

35.

Επιπλέον, είναι σημαντικό ότι το Δικαστήριο έχει ήδη απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα βρετανικών δικαστηρίων τα οποία ανέκυψαν στο ίδιο είδος διαδικασιών δικαστικού ελέγχου (judicial review) ( 12 ). Αναμφίβολα, οι περισσότερες από τις διαδικασίες αυτές αφορούν την ερμηνεία οδηγιών, αλλά εκτιμώ ότι δεν υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες για την επέκτασή τους στην ερμηνεία και στο κύρος κανονισμού ( 13 ).

36.

Ο κανονισμός ισχύει άμεσα (άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ) και τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κανονιστικής εφαρμογής μέσω της θεσπίσεως νομικών ή κανονιστικών διατάξεων από τα κράτη μέλη, παρά μόνον εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται στον ίδιο τον κανονισμό ( 14 ). Εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις, η διοικητική εφαρμογή των κανονισμών ανατίθεται στις εθνικές αρχές και, συχνά, με την εφαρμογή αυτή δημιουργούνται αμφιβολίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας ορισμένων διατάξεών τους ή σχετικά με το κύρος αυτών ( 15 ).

37.

Αυτό συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, τρόποι ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού στα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής και μπορούν να προβληθούν λόγοι αμφισβητήσεως του κύρους τους.

38.

Εξάλλου, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν εξαρτά το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων από την πραγματική έκδοση μέτρων, στο εθνικό δίκαιο, για την εφαρμογή πράξεως της Ένωσης. Αρκεί το αιτούν δικαστήριο να επιλαμβάνεται πραγματικής διαφοράς, στην οποία εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, η ερμηνεία ή το κύρος της πράξεως.

39.

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή της κύριας δίκης και τούτο σημαίνει ότι, για το ίδιο, η διαδικασία κινήθηκε σύμφωνα με τους ισχύοντες στην έννομη τάξη του κανόνες ( 16 ). Το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως επί της ερμηνείας και του κύρους των δύο προμνησθεισών διατάξεων, πριν από τη διοικητική εφαρμογή τους, δεν φαίνεται να δημιουργεί δικονομικά προβλήματα στο αιτούν δικαστήριο.

40.

Τέλος, η τεχνική που εφάρμοσε το εθνικό δικαστήριο για τη διατύπωση της διατάξεως περί παραπομπής επιδέχεται προδήλως βελτίωση, δεδομένου ότι περιορίζεται στην αποδοχή της εκθέσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων της υποθέσεως που παρείχαν οι διάδικοι, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία ( 17 ). Εντούτοις, εξεταζόμενη στο σύνολό της, η διάταξη περί παραπομπής παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να σχηματίσει κατάλληλη εικόνα των εν λόγω πραγματικών και νομικών στοιχείων ( 18 ) και παρέσχε τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη (Επιτροπή, Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, Πορτογαλική Κυβέρνηση, Amex και MasterCard) να καταθέσουν παρατηρήσεις, βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41.

Παρά τη βασιμότητα των ως άνω επιχειρημάτων, εκτιμώ ότι, κατά την εκτίμηση των ενστάσεων απαραδέκτου, δύο αντίθετα επιχειρήματα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα.

42.

Διαδικασίες όπως η υπό κρίση παρέχουν στους διαδίκους ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων τη δυνατότητα να «καταστρατηγήσουν» τους περιορισμούς στην ενεργητική νομιμοποίηση που προβλέπονται για τις προσφυγές ακυρώσεως κατά κανονιστικών πράξεων γενικής ισχύος της Ένωσης. Η χρήση της προδικαστικής παραπομπής, όπως εν προκειμένω, τους παρέχει το μη αμελητέο δικονομικό πλεονέκτημα να προσβάλουν τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων πριν από τη διοικητική εφαρμογή τους και εν όψει των μελλοντικών, μη παρόντων, αποτελεσμάτων στη νομική κατάσταση των αποδεκτών τους ( 19 ).

43.

Η κήρυξη ως παραδεκτών προδικαστικών παραπομπών με τέτοια χαρακτηριστικά μπορεί να εισαγάγει διάκριση στη χρήση του μηχανισμού προδικαστικής παραπομπής εις βάρος των ιδιωτών των λοιπών κρατών μελών, οι οποίοι πρέπει να αναμένουν να θιγούν από διοικητική πράξη εφαρμογής για να προσφύγουν εναντίον της και, ενδεχομένως, να ζητήσουν την αναγνώριση της ακυρότητας τόσο της συγκεκριμένης πράξεως όσο και του κανόνα της Ένωσης στον οποίο αυτή θεμελιώνεται.

44.

Βάσει της λογικής του συστήματος προσφυγών της Ένωσης, αιτήματα ακυρότητας μπορούν να προβάλλουν οι προσφεύγοντες που διαθέτουν γενική ενεργητική νομιμοποίηση ή οι ιδιώτες τους οποίους αφορά άμεσα και ατομικά συγκεκριμένη πράξη. Τη στιγμή που αυτοί υποχρεούνται να ασκούν –εμπρόθεσμα– (ευθεία) προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσβλέπουν, προηγουμένως ή παράλληλα, στην υποβολή από το εθνικό δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος εκτιμήσεως του κύρους της πράξεως ( 20 ).

45.

Κατά την άποψή μου, το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό του συστήματος προσφυγών κατά πράξεων της Ένωσης μπορεί να αναιρεθεί, εάν γενικευθεί η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων όπως το υπό κρίση. Η πρόταση να κριθεί απαράδεκτη η υποβολή τους δεν συνιστά κριτική, ούτε καν έμμεση, των χαρακτηριστικών του δικαστικού ελέγχου (judicial review), του οποίου την ευελιξία εκτιμώ. Η αυτονομία που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τη διάρθρωση του εθνικού δικονομικού δικαίου τους επιτρέπει σε αυτά να διαμορφώνουν το σύστημα προσφυγών τους όπως εκτιμούν σκοπιμότερο. Εντούτοις, για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, οφείλουν να σέβονται, κατ’ ανάγκη, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να προσβληθεί το κύρος των πράξεων της Ένωσης, τόσο με ευθεία προσφυγή όσο και προδικαστικώς.

46.

Επιπλέον, στην παρούσα υπόθεση –όπως προεκτέθηκε– δεν υπήρξε, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, πραγματική σύγκρουση μεταξύ της Amex και της βρετανικής διοικήσεως. Υποστηρίζουν αμφότερες την ίδια άποψη και προσφεύγουν στο εθνικό δικαστήριο όχι για να επιλύσει πραγματική διαφορά στην οποία υπάρχει διάσταση απόψεων, αλλά για να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα τα οποία διατύπωσαν οι διάδικοι.

47.

Χαρακτηριστικό (και βασικό) στοιχείο κάθε διαφοράς είναι η αντιπαράθεση αντίθετων, και όχι σύμφωνων, απόψεων. Αντιθέτως, εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι η προσφυγή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτελεί δικονομικό τέχνασμα, στο οποίο κατέφυγαν οι διάδικοι από κοινού, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν την κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς να υφίσταται πραγματική διαφορά μεταξύ προσφεύγουσας και καθού. Εκ των πραγμάτων, αυτό ισοδυναμεί με αίτημα προς το Δικαστήριο να εκδώσει συμβουλευτική γνωμοδότηση, προκειμένου να αρθούν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού.

48.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα. Εντούτοις, για την περίπτωση που η πρόταση αυτή δεν ήθελε γίνει δεκτή, θα εξετάσω κατωτέρω τα υποβληθέντα ερωτήματα επί της ουσίας.

B.  Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τα συστήματα καρτών πληρωμής

49.

Σε κάθε αγορά με κάρτα πληρωμής, παρεμβαίνουν κανονικά τα ακόλουθα πρόσωπα: α) ο κάτοχος της κάρτας· β) το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα –συνήθως τράπεζα– το οποίο εκδίδει την εν λόγω κάρτα και τη χορηγεί στους πελάτες του (στο εξής: εκδότρια τράπεζα) ( 21 )· γ) ο έμπορος ο οποίος πωλεί τα αγαθά ή παρέχει τις υπηρεσίες που πληρώνονται με χρέωση της κάρτας· δ) το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει στον εν λόγω έμπορο τις υπηρεσίες που του επιτρέπουν να δέχεται την κάρτα, ίδρυμα το οποίο είναι επίσης συνήθως τράπεζα και ονομάζεται, στη γλώσσα των πράξεων αυτών, «τράπεζα αποδοχής» ή «αποδέκτρια τράπεζα»· και ε) τα συστήματα πληρωμών με κάρτες, όπως Visa, MasterCard, American Express και Diners Club. Επιπλέον, μπορούν να παρεμβαίνουν τα τοπικά δίκτυα επεξεργασίας των πράξεων πληρωμών με κάρτες.

50.

Η πληρωμή με κάρτα δημιουργεί ένα πολύπλοκο πλέγμα νομικών σχέσεων μεταξύ των ως άνω προσώπων ( 22 ). Πρώτον, υπάρχει σύμβαση εκδόσεως της κάρτας πληρωμών μεταξύ του κατόχου αυτής και της εκδότριας τράπεζας, με την οποία επιβάλλεται συνήθως στον κάτοχο προμήθεια. Οι εκδότριες τράπεζες εγκρίνουν την εντολή πληρωμής του καταναλωτή επιβεβαιώνοντας ότι αυτός έχει επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό του (χρεωστική κάρτα) ή ότι το ύψος της πληρωμής καλύπτεται από το διαθέσιμο πιστωτικό όριο (πιστωτική κάρτα).

51.

Δεύτερον, υπάρχει σύμβαση συνεργασίας μεταξύ του εμπόρου και της αποδέκτριας τράπεζας, μέσω της οποίας η τράπεζα παρέχει στον έμπορο τις απαραίτητες υπηρεσίες για την αποδοχή των καρτών ως μέσου πληρωμής. Η τελική τιμή πωλήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών (στην οποία περιλαμβάνονται οι διατραπεζικές προμήθειες) περιλαμβάνει επιβάρυνση του εμπόρου, ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη που του παρέχει η τράπεζα (μέσω τερματικού σημείου πωλήσεως ή πύλης πληρωμών συνδεδεμένης στην ιστοσελίδα του καταστήματος) για τη λήψη της εντολής πληρωμής του καταναλωτή και για την πραγματοποίηση των πληρωμών των πράξεων αγοράς που υποβάλλει η εμπορική εγκατάσταση. Επιπλέον, οι αποδέκτριες τράπεζες καταγράφουν τα δεδομένα της συναλλαγής, τα αποστέλλουν στους φορείς επεξεργασίας και εμβάζουν τα κεφάλαια στο κατάστημα, κατόπιν παρακρατήσεως των διατραπεζικών προμηθειών και της επιβαρύνσεως του εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία.

52.

Τα συστήματα πληρωμής με κάρτα πραγματοποιούν τον συμψηφισμό και την εκκαθάριση των εντολών πληρωμής, εισπράττοντας για το καθήκον αυτό προμήθεια από τις (εκδότριες και αποδέκτριες) τράπεζες δικαιοδόχους των εμπορικών σημάτων τους.

53.

Τέλος, η παρέμβαση των φορέων επεξεργασίας των πληρωμών συνεπάγεται τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως άδειας και εκμεταλλεύσεως της χρήσεως του εμπορικού σήματος μεταξύ αυτών και των συστημάτων πληρωμής με κάρτα. Οι φορείς επεξεργασίας συμπεριφέρονται ως μέσο συλλογικής συμμετοχής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εσωτερικό τους και αποφασίζουν συνήθως συλλογικά τις διατραπεζικές προμήθειες.

54.

Ανάλογα με τους συμμετέχοντες, τα συστήματα καρτών πληρωμής ασκούν τη δραστηριότητά τους βάσει δύο μοντέλων: τα τετραμερή ή ανοικτά συστήματα και τα τριμερή ή κλειστά συστήματα.

55.

Τα τετραμερή συστήματα (Visa και MasterCard) κυριαρχούν στην αγορά. Σε αυτά, οι πληρωμές πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό του εντολέα (του καταναλωτή) σε εκείνον του δικαιούχου (του εμπόρου) μέσω του συστήματος καρτών πληρωμής. Παρεμβαίνουν η εκδότρια τράπεζα της κάρτας του καταναλωτή και η αποδέκτρια τράπεζα, η οποία παρέχει την τεχνική υποστήριξη για να εισπράξει ο έμπορος την πληρωμή ( 23 ).

56.

Τα τετραμερή συστήματα έχουν αυτή την ονομασία επειδή παρεμβαίνουν σε αυτά τέσσερα μέρη (ο κάτοχος της κάρτας και η εκδότρια τράπεζα αυτού, καθώς και ο λήπτης της πληρωμής και η αποδέκτρια τράπεζα αυτού). Είναι ανοικτά, επειδή, επιπλέον της διαχειρίστριας εταιρίας του συστήματος καρτών πληρωμής, υπάρχει αλληλεπίδραση δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

57.

Στα εν λόγω συστήματα, η εκδότρια τράπεζα της κάρτας εισπράττει από την αποδέκτρια τράπεζα προμήθεια («διατραπεζική προμήθεια») με την οποία αποζημιώνεται για τα έξοδα που δεν μπορεί να ανακτήσει μέσω των προμηθειών που επιβάλλονται στον κάτοχο της κάρτας (όπως, μεταξύ άλλων, αυτές που επιβάλλονται για τη χορήγηση της κάρτας ή για την ετήσια διατήρησή της).

58.

Με τη σειρά της, η διατραπεζική προμήθεια μετακυλίεται από την αποδέκτρια τράπεζα στον έμπορο, ως ένα ακόμη έξοδο το οποίο προστίθεται σε εκείνα που προκύπτουν από τις παρεχόμενες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και συναπαρτίζουν τη λεγόμενη επιβάρυνση εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία. Η διατραπεζική προμήθεια αποτελεί ελάχιστο όριο και σημαντική συνιστώσα των χρηματοοικονομικών εξόδων που μετακυλίει η αποδέκτρια τράπεζα στον έμπορο, ο οποίος, με τη σειρά του, τη μετακυλίει συνήθως στους καταναλωτές μέσω των τιμών πωλήσεως.

59.

Το άλλο μοντέλο συστημάτων καρτών πληρωμής είναι αυτό των τριμερών ή κλειστών συστημάτων, όπως τα American Express ή Diners Club, στα οποία υπάρχει άμεση σχέση του καταναλωτή (κατόχου της κάρτας) και του εμπόρου με το σύστημα εκδόσεως της κάρτας. Για τον λόγο αυτόν και χαρακτηρίζονται τριμερή, δεδομένου ότι δεν συμμετέχει σε αυτά άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα: πρόκειται για κλειστά συστήματα.

60.

Σε συναλλαγή η οποία διενεργείται στο πλαίσιο τριμερούς συστήματος παρεμβαίνει μόνον ένας πάροχος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο οποίος ενεργεί τόσο ως εκδότης όσο και ως αποδέκτης. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν υπάρχει εκδότρια τράπεζα της κάρτας και αποδέκτρια τράπεζα των πληρωμών, δεν υπάρχει διατραπεζική προμήθεια. Το τριμερές σύστημα μπορεί να καθορίζει ελεύθερα μεμονωμένα τις επιβαρύνσεις ή τις προμήθειες που εισπράττει από τους εμπόρους για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που τους παρέχει.

61.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο όγκος των πράξεων των τριμερών συστημάτων είναι πολύ μικρός σε σύγκριση με εκείνον των τετραμερών συστημάτων και τα τριμερή συστήματα απευθύνονται σε ειδικές κατηγορίες καταναλωτών. Δεδομένου ότι δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά καρτών πληρωμής, οι έμποροι μπορούν πραγματικά να αποφασίζουν ελεύθερα εάν δέχονται ή όχι τη χρήση των τριμερών συστημάτων.

62.

Εντούτοις, υπάρχουν τριμερή συστήματα τα οποία δεν είναι αμιγώς τριμερή και αποκλίνουν από τον προεκτεθέντα τρόπο λειτουργίας. Αυτό συμβαίνει όταν συνάπτουν συμβάσεις παραχωρήσεως άδειας και εκμεταλλεύσεως της χρήσεως εμπορικού σήματος με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου αυτά να ενεργούν ως εκδότες των καρτών πληρωμής τους. Στην περίπτωση αυτή, οι συμφωνηθείσες προμήθειες ισοδυναμούν με τις διατραπεζικές προμήθειες.

63.

Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα «τριμερή συστήματα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής», τα οποία εμφανίζονται όταν το σύστημα διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του συνεργαζόμενο με τρίτους, εκδίδοντας κάρτες είτε «με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος» («επέκταση με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος») ( 24 ) είτε «μέσω πράκτορα» («επέκταση μέσω πράκτορα»). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα ποσά που ανταλλάσσονται μεταξύ του τριμερούς συστήματος και των άλλων εταίρων του ίδιου εμπορικού σήματος ή των πρακτόρων μπορεί να συνιστούν προμήθειες ισοδύναμες με τις διατραπεζικές προμήθειες των τετραμερών συστημάτων. Αυτή είναι η αμφιβολία της οποίας τη διευκρίνιση ζητεί από το Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο.

64.

Οι διατραπεζικές προμήθειες καθιστούσαν επαχθέστερη, εις βάρος των καταναλωτών, την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών με κάρτες και, επιπλέον, το ύψος τους διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών ( 25 ). Για τους λόγους αυτούς, η Ένωση επιχείρησε, αρχικά, να μειώσει το ύψος τους εφαρμόζοντας τους κανόνες περί προστασίας του ανταγωνισμού και, ακολούθως, κατέφυγε στην εναρμόνιση των νομοθεσιών στο πλαίσιο της καταρτίσεως της κοινής νομοθεσίας για τις πληρωμές.

65.

Η Επιτροπή εφάρμοσε τους κανόνες περί ανταγωνισμού στις ΠΔΠ της Visa ( 26 ) και της MasterCard ( 27 ). Οι εν λόγω προμήθειες αντιπροσώπευαν κοινό έξοδο για όλες τις αποδέκτριες τράπεζες που συμμετείχαν σε τετραμερές σύστημα, το επίπεδο του οποίου λειτουργούσε ως «ελάχιστο αντίτιμο» όταν οι εν λόγω τράπεζες συμφωνούσαν με τους πελάτες τους (τους εμπόρους) την τιμή των παρεχόμενων σε αυτούς υπηρεσιών.

66.

Η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμφωνίες σχετικά με τις ΠΔΠ των τετραμερών συστημάτων αντέβαιναν στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως, επειδή οι τράπεζες επέβαλλαν συλλογικά ελάχιστο αντίτιμο στους εμπόρους, εκτίμηση την οποία επιβεβαίωσε στη συνέχεια το Δικαστήριο ( 28 ).

67.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή εξασφάλισε από τη Visa και τη MasterCard δεσμεύσεις για σημαντικές μειώσεις των ΠΔΠ, σε 0,3 % στις πράξεις με πιστωτικές κάρτες και σε 0,2 % στις πράξεις με χρεωστικές κάρτες.

68.

Εντούτοις, η ενέργεια αυτή αποδείχθηκε ανεπαρκής για τον έλεγχο των διατραπεζικών προμηθειών ( 29 ). Ο ανταγωνισμός των συστημάτων καρτών πληρωμής, προκειμένου να πείσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρόχους των υπηρεσιών πληρωμής να εκδίδουν τις κάρτες τους, προκαλεί, παραδόξως, αύξηση και όχι μείωση των εν λόγω προμηθειών, σε αντίθεση με τη συνήθη ρυθμιστική επίδραση του ανταγωνισμού στις τιμές σε μια οικονομία της αγοράς ( 30 ). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού, ο οποίος καθιερώνει τον έλεγχο διά νόμου των μέγιστων ανώτατων ορίων των διατραπεζικών προμηθειών, μαζί με άλλα ρυθμιστικά μέτρα των σχέσεων των διάφορων προσώπων που συμμετέχουν στις πράξεις πληρωμών με κάρτες. Σκοπός του κανονισμού είναι να μη συνιστούν οι διατραπεζικές προμήθειες εμπόδιο στην ανάπτυξη ολοκληρωμένης αγοράς υπηρεσιών πληρωμών στην Ένωση.

Γ.  Πρώτο ερώτημα: εφαρμογή του κανονισμού στα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής

69.

Όπως προεκτέθηκε, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι διάδικοι έχουν αμφιβολίες για τον χαρακτηρισμό ως τετραμερούς, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού, τριμερούς συστήματος το οποίο παρέχει άδεια σε άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών για την έκδοση των καρτών τους, για την αποδοχή πράξεων πληρωμής με τις κάρτες ή και για τα δύο καθήκοντα ( 31 ).

70.

Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου και οι απόψεις των διαδίκων επικεντρώνονται στις δύο άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, και στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού, ήτοι, όταν τριμερές σύστημα εκδίδει «μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα». Το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν, στις δύο αυτές περιπτώσεις, το τριμερές σύστημα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής πρέπει να χαρακτηρίζεται τετραμερές ή αν αυτό θα συμβαίνει μόνο όταν ο εταίρος ή ο πράκτορας αναλαμβάνουν την έκδοση της κάρτας ή/και την αποδοχή των πληρωμών.

71.

Το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού δεν είναι καθόλου σαφές και αυτή η έλλειψη σαφήνειας δεν μπορεί να ξεπεραστεί με απλή ερμηνεία των εν λόγω κανόνων.

72.

Η Amex και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τάσσονται υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας των εν λόγω κανόνων. Υποστηρίζουν ότι τα τριμερή συστήματα πρέπει να χαρακτηρίζονται τετραμερή μόνον όταν ο εταίρος ή ο πράκτορας που επεκτείνουν τα τριμερή συστήματα εκδίδουν κάρτες ή αποδέχονται πληρωμές. Αντιθέτως, η MasterCard, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν τη διασταλτική ερμηνεία των ως άνω άρθρων, βάσει των οποίων θα χαρακτηρίζονται τετραμερή συστήματα όλες οι περιπτώσεις επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής τριμερούς συστήματος με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα.

73.

Η επιλογή της μιας ή της άλλης ερμηνείας του ως άνω κανόνα έχει σημαντικές συνέπειες. Η συσταλτική ερμηνεία συνεπάγεται τη μη εφαρμογή στη συγκεκριμένη κατηγορία τριμερών συστημάτων (με επεκτάσεις με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα) διάφορων περιορισμών του κανονισμού, βάσει του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, αυτού. Ειδικότερα, οι προμήθειες που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συστημάτων δεν θα θεωρούνται διατραπεζικές προμήθειες, με αποτέλεσμα να απαλλάσσονται από την τήρηση των προμνησθέντων ορίων (0,2 % για τις χρεωστικές κάρτες και 0,3 % για τις πιστωτικές κάρτες). Επίσης, δεν θα εφαρμόζεται στα εν λόγω συστήματα η απαγόρευση καταστρατηγήσεως των ως άνω ορίων με τον καθορισμό προμηθειών εκ των πραγμάτων ισοδύναμων με τις εν λόγω διατραπεζικές προμήθειες. Επιπλέον, τα συστήματα δεν θα υπόκεινται στην υποχρέωση διαχωρισμού του συστήματος καρτών πληρωμής και των φορέων επεξεργασίας (άρθρο 7 του κανονισμού).

74.

Επισημαίνω εξαρχής ότι προτίθεμαι να προτείνω τη διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού. Ως είθισται, θα χρησιμοποιήσω το γραμματικό, το συστηματικό και το τελολογικό κριτήριο ερμηνείας για την κατανόηση της έννοιάς τους.

1. Το κριτήριο της γραμματικής ερμηνείας

75.

Το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού είναι ταυτόσημα και, ως εκ τούτου, συνάγεται ότι η εξομοίωση των τετραμερών και των τριμερών συστημάτων λαμβάνει χώρα σε τρεις περιπτώσεις:

τριμερή συστήματα που παραχωρούν άδεια σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση των καρτών τους ή για την αποδοχή πράξεων πληρωμών που πραγματοποιούνται με αυτές (μη αμιγώς τριμερή συστήματα) ( 32 ).

τριμερή συστήματα που εκδίδουν μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος (τριμερές σύστημα με επέκταση με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος) ( 33 )· και

τριμερή συστήματα που εκδίδουν μέσα πληρωμής μέσω πράκτορα (τριμερές σύστημα με επέκταση μέσω πράκτορα).

76.

Οι δύο τελευταίες κατηγορίες είναι οι ευρύτερα διαδεδομένες στην αγορά. Σε αυτές, η επιχείρηση δικαιούχος του σήματος από κοινού προωθήσεως ή ο πράκτορας δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή δεν συμπεριφέρονται ως τέτοια. Επομένως, δεν εκδίδουν τις κάρτες ούτε αποδέχονται τις πληρωμές και παρέχουν στο τριμερές σύστημα μόνο πρόσβαση στο χαρτοφυλάκιο πελατών τους.

77.

Στις διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της αναλύσεως δεν διευκρινίζεται αν οι τρίτοι που συνάπτουν τις εν λόγω συμφωνίες με το τριμερές σύστημα πρέπει να προβαίνουν σε «έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή […] αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα». Η περίσταση αυτή είναι, ακριβώς, η προβλεπόμενη στην περίπτωση των μη αμιγώς τριμερών συστημάτων. Εάν η συμφωνία από κοινού προωθήσεως εμπορικού σήματος ή πρακτορείας σημαίνει ότι ο τρίτος συνεργάτης ενεργεί ως εκδότης ( 34 ) ή αποδέκτης ( 35 ), δεν θα πρόκειται για συμφωνίες επεκτάσεως, αλλά για συμφωνίες παραχωρήσεως άδειας.

78.

Η Πορτογαλική Κυβέρνηση δικαίως επισημαίνει ότι άλλη ερμηνεία δεν θα έχει νόημα, καθόσον θα σημαίνει ότι οι δύο τελευταίες περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, και στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού περιλαμβάνονται στην πρώτη.

79.

Επομένως, η γραμματική ερμηνεία των δύο αυτών κανόνων τάσσεται υπέρ της εξομοιώσεως με τα τετραμερή συστήματα όλων των τριμερών συστημάτων με επεκτάσεις με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος και με πράκτορα, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι εταίροι ή οι πράκτορες είναι ή όχι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής ( 36 ) και από το κατά πόσον ενεργούν ή όχι ως εκδότες καρτών ή/και αποδέκτες των πληρωμών.

80.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Amex διαφωνούν με τη συγκεκριμένη ερμηνεία. Κατ’ αυτές, το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού κάνουν λόγο για τριμερή συστήματα που εκδίδουν «[…] με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος» και εκδίδουν «[…] μέσω πράκτορα». Κατά την άποψή τους, οι όροι «με» και «μέσω» υποδεικνύουν ότι ο εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος ή ο πράκτορας πρέπει να συμμετέχουν στην έκδοση της κάρτας και για τον λόγο αυτό τους συνδέουν με άλλους κανόνες του εν λόγω κανονισμού.

81.

Όπως προεκτέθηκε, δεν συντάσσομαι με την άποψη αυτή η οποία, στην πραγματικότητα, δεν θεμελιώνεται στη γραμματική ανάλυση καθεαυτή, αλλά στη συστηματική προσέγγιση, η οποία εξετάζεται στη συνέχεια.

2. Τα κριτήρια της συστηματικής και της τελολογικής ερμηνείας

82.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Amex στηρίζονται, συγκεκριμένα, σε συστηματική ερμηνεία, καταφεύγοντας στις έννοιες του εκδότη και της εκδόσεως καρτών πληρωμής, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2, σημείο 2, και στην αιτιολογική σκέψη 29 ( 37 ) του κανονισμού. Από αυτές συνάγουν ότι, όταν οι εταίροι του ίδιου εμπορικού σήματος και οι πράκτορες δεν διαθέτουν κάρτες πληρωμών στον πληρωτή, δεν εξουσιοδοτούν πράξεις σε τερματικά ή ισοδύναμά τους μέσα και δεν εγγυώνται την πληρωμή στον αποδέκτη των πραγματοποιηθεισών πράξεων, δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται μέρη με τα οποία (ή μέσω των οποίων) τριμερές σύστημα εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα.

83.

Στο ίδιο πνεύμα, η Amex και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλλουν ότι, εάν ο εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος ή ο πράκτορας περιορίζουν τη δραστηριότητά τους στη διανομή των καρτών, στις τεχνικές υπηρεσίες ή στην απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων δεν ενεργούν ως εκδότες, με αποτέλεσμα οι συμφωνίες επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής των τριμερών συστημάτων να μην εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 5, και στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού, και τούτο εμποδίζει την εξομοίωσή τους με τα τετραμερή συστήματα.

84.

Κατά τη Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Amex, την προσέγγιση αυτή ενισχύει η αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού ( 38 ), η οποία εξομοιώνει, κατά την άποψή τους, τα τριμερή συστήματα με τα τετραμερή μόνον όταν τα πρώτα χρησιμοποιούν άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμής ως εκδότη ή ως αποδέκτη. Η μη παραπομπή στις συμφωνίες με εταίρους του ίδιου εμπορικού σήματος ή με πράκτορες που δεν ενεργούν ως εκδότες ή αποδέκτες καρτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στις περιπτώσεις αυτές, δεν υπάρχουν έμμεσες προμήθειες αντίστοιχες της διατραπεζικής προμήθειας. Επομένως, δεν δικαιολογείται η εξομοίωσή τους με τα τετραμερή συστήματα.

85.

Η Amex προσθέτει ότι η προτεινόμενη από αυτήν ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 5, συνάδει με τη λογική του συγκεκριμένου κανόνα, δεδομένου ότι, στις τρεις προβλεπόμενες σε αυτόν περιπτώσεις, απαιτείται η συμμετοχή στο τριμερές σύστημα πρόσθετου παρόχου υπηρεσιών πληρωμής, ο οποίος θα εισπράττει προμήθειες, με αποτέλεσμα τη μεταχείριση των περιπτώσεων αυτών κατά τα ισχύοντα για τα τετραμερή συστήματα.

86.

Αντιθέτως, έχω την άποψη ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία των όρων «έκδοση» (κάρτας πληρωμής), «εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος» και «πράκτορας» οδηγεί σε αποτέλεσμα το οποίο δεν συνάδει με το πλαίσιο, την οικονομία ή τους σκοπούς του κανονισμού. Εν αντιθέσει προς άλλους, οι συγκεκριμένοι όροι δεν ορίζονται στην εν λόγω διάταξη και, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αυτόνομης και ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι δεν παραπέμπουν ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου τους ( 39 ).

87.

Όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού δεν διακρίνουν τις περιπτώσεις επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής (με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα) μεταξύ, αφενός, εκείνων στις οποίες ο εταίρος ή ο πράκτορας είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής που εκδίδουν κάρτες ή/και αποδέχονται πληρωμές με κάρτες και, αφετέρου, εκείνων στις οποίες ο εταίρος ή ο πράκτορας περιορίζονται στην εκτέλεση άλλου είδους δραστηριοτήτων. Η Επιτροπή επισημαίνει ορθώς ότι η διάκριση αυτή είναι αποτέλεσμα της ερμηνείας της Amex, αλλά όποιος ερμηνεύει έναν κανόνα δεν πρέπει να προβαίνει σε διάκριση μη περιλαμβανομένη στον ίδιο τον κανόνα.

88.

Κατά της εν λόγω διακρίσεως προβάλλεται το γεγονός ότι η έννοια της «από κοινού προωθήσεως σήματος» στο άρθρο 2, σημείο 32, του κανονισμού δεν την προβλέπει ( 40 ). Αντιθέτως, κατά τον εν λόγω κανόνα, στην από κοινού προώθηση σήματος νοείται ότι περιλαμβάνεται το εμπορικό σήμα πληρωμών (για παράδειγμα, Amex) και, τουλάχιστον, «ένα εμπορικό σήμα που δεν αφορά πληρωμές», το οποίο θα ανήκει σε επιχείρηση η οποία δεν έχει ως αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ( 41 ).

89.

Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ των δύο ειδών επεκτάσεων, ανάλογα με το αν ο εταίρος του ίδιου εμπορικού σήματος ή ο πράκτορας ενεργούν ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στηρίζεται σε συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, με την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού, η οποία δεν είναι πειστική.

90.

Τα εν λόγω άρθρα κάνουν λόγο, επί λέξει, για τριμερή συστήματα τα οποία εκδίδουν «μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα». Επομένως, εκδότες των μέσων πληρωμής είναι τα τριμερή συστήματα. Κανένα στοιχείο των δύο κανόνων δεν υποδηλώνει ότι πρέπει να είναι οι εταίροι του ίδιου εμπορικού σήματος ή οι πράκτορες αυτοί οι οποίοι εκδίδουν τις κάρτες πληρωμής ή/και αποδέχονται τις πληρωμές που πραγματοποιούνται με αυτές.

91.

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στις σκέψεις 29 έως 31 της διατάξεώς του, τα συνηθέστερα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις εταίρου του ίδιου εμπορικού σήματος ή πράκτορα είναι αυτά που συνάπτονται με επιχειρήσεις μη παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ( 42 ). Οι εν λόγω επεκτάσεις συνιστούν κοινή δράση προωθήσεως, μέσω της οποίας οι δύο επιχειρήσεις ανταλλάσσουν τα χαρτοφυλάκια πελατών τους και παρέχουν κίνητρα για την κατανάλωση των αγαθών και των υπηρεσιών τους. Για τα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής, η χρήση του συγκεκριμένου είδους επεκτάσεων αποτελεί σημαντικό τρόπο προσεγγίσεως νέων πελατών, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει με τα τετραμερή συστήματα, δεν επωφελούνται της συνεργασίας με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

92.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η χρήση της συστηματικής ερμηνείας επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη οι έννοιες της «διατραπεζικής προμήθειας» και της «καθαρής αποζημιώσεως», οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 2, σημεία 10 και 11, του κανονισμού, και οι έμμεσες διατραπεζικές προμήθειες που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 31 ( 43 ), μαζί με την απαγόρευση καταστρατηγήσεως των καθορισμένων ανώτατων ορίων (άρθρο 5).

93.

Η συστηματική ερμηνεία των διατάξεων αυτών οδηγεί στην ανάγκη ευρείας κατανοήσεως της έννοιας των διατραπεζικών προμηθειών. Διαφορετικά, η καταστρατήγηση των κανόνων που περιορίζουν το ύψος τους θα είναι εύκολη για τα τριμερή συστήματα, τα οποία θα μπορούν να το παρακάμπτουν κάνοντας χρήση έμμεσων αμοιβών και αποζημιώσεων. Σε αυτήν την καταστρατήγηση παραπέμπει το άρθρο 5 του κανονισμού, το οποίο αντιλαμβάνεται την έννοια ευρέως: η διατραπεζική προμήθεια περιλαμβάνει κάθε συμπεφωνημένη αμοιβή, περιλαμβανομένης της καθαρής αποζημιώσεως, με ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, την οποία λαμβάνει ο αποδέκτης ή οποιοσδήποτε άλλος ενδιάμεσος φορέας σε σχέση με πράξεις πληρωμής ή σχετικές δραστηριότητες.

94.

Επομένως, η έννοια των διατραπεζικών προμηθειών πρέπει να περιλαμβάνει το συνολικό καθαρό ποσό των πληρωμών, των εκπτώσεων ή των κινήτρων που έλαβε εταίρος στην από κοινού προώθηση σήματος ή/και πράκτορας από το σύστημα καρτών πληρωμής (καθαρή αποζημίωση). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περιλαμβάνει κάθε άμεσα ή έμμεσα καταβληθείσα προμήθεια ή αμοιβή. Στην αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού μνημονεύονται τόσο οι άμεσες αμοιβές (ανά πράξη ή βασισμένες στον όγκο) όσο και οι έμμεσες αμοιβές (κίνητρα εμπορικής προωθήσεως, πριμοδοτήσεις, εκπτώσεις για την επίτευξη ορισμένου όγκου πράξεων κ.λπ.). Η έννοια περιλαμβάνει, ειδικότερα, τα κέρδη των εκδοτών που προέρχονται από ειδικά προγράμματα τα οποία υλοποιούνται από κοινού από τις εν λόγω επιχειρήσεις και από τα συστήματα καρτών πληρωμής.

95.

Κατά την άποψή μου, οι προμήθειες τις οποίες μπορεί να καταβάλει, άμεσα ή έμμεσα, τριμερές σύστημα στις επιχειρήσεις ή στους πράκτορες με τους οποίους συμφωνεί την επέκταση θα έχουν αντικείμενο ή/και αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο των αποζημιώσεων που συνθέτουν τις διατραπεζικές προμήθειες στις περιπτώσεις των τετραμερών συστημάτων ( 44 ).

96.

Σύμφωνα με τη λογική και τον σκοπό του κανονισμού, όταν το τριμερές σύστημα παρέχει αποζημίωση σε τρίτο που συνεργάζεται στη δραστηριότητά του (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εταίρων στην από κοινού προώθηση σήματος ή των πρακτόρων), το ποσό αυτής προστίθεται στην τιμή της υπηρεσίας και καταβάλλεται από τους καταναλωτές. Πρόκειται, αναμφίβολα, για έμμεσες αποζημιώσεις οι οποίες ανταμείβουν τη δυνατότητα προσβάσεως στο χαρτοφυλάκιο πελατών των εν λόγω συνεργαζόμενων επιχειρήσεων, αλλά δεν παύουν να είναι προμήθειες με αποτέλεσμα ισοδύναμο εκείνου των διατραπεζικών προμηθειών που εφαρμόζονται στα τετραμερή συστήματα ή στα μη αμιγώς τριμερή συστήματα.

97.

Επιπλέον, τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως σήματος ή πράκτορα δεν ανταποκρίνονται στους λόγους που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή των ορίων των διατραπεζικών προμηθειών στα αμιγώς τριμερή συστήματα.

98.

Δεδομένου ότι τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής ενεργούν έναντι των καταναλωτών υπηρεσιών πληρωμών με κάρτες με την υποστήριξη ενδιάμεσων φορέων (αντιθέτως με το πώς πράττουν τα αμιγώς τριμερή συστήματα), υπάρχει κίνδυνος καθιερώσεως υψηλών προμηθειών, τις οποίες οι εταίροι του ίδιου σήματος και οι πράκτορες θα μπορούν να μετακυλίουν στους καταναλωτές αυξάνοντας την τιμή των υπηρεσιών των καρτών πληρωμής. Ο ίδιος κίνδυνος υφίσταται στα τετραμερή συστήματα τα οποία λειτουργούν με τη συνεργασία άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

99.

Κατά την άποψή μου, η λογική για τη μείωση των εν λόγω έμμεσων διατραπεζικών προμηθειών είναι η ίδια στη μία και στην άλλη περίπτωση. Επομένως, επιβάλλεται ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού, βάσει της οποίας τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως σήματος ή πράκτορα πρέπει να εξομοιώνονται με τετραμερή συστήματα.

100.

Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί η συνεκτίμηση της αναγκαιότητας διασφαλίσεως θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των διάφορων συστημάτων καρτών πληρωμής, η οποία συνιστά ένα ακόμη πολύτιμο στοιχείο για τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του κανονισμού.

101.

Η εφαρμογή ορίων μόνο στις διατραπεζικές προμήθειες των τετραμερών συστημάτων, ενώ τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως σήματος ή πράκτορα μπορούν να ορίζουν ελεύθερα προμήθειες, θα παρέχει πλεονέκτημα στα τριμερή συστήματα, δεδομένου ότι θα παρέχει σε αυτά τη δυνατότητα να προσελκύουν τρίτους για τη διάδοση των καρτών τους υπό ευνοϊκότερες συνθήκες.

102.

Καθώς απαλλάσσονται των ορίων που προβλέπονται για τα τετραμερή συστήματα, τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής θα ευνοούνται αδικαιολόγητα, δεδομένου ότι θα έχουν περισσότερες δυνατότητες ανταμοιβής των επιχειρήσεων που συνεργάζονται μαζί τους για την προώθηση των καρτών τους ( 45 ). Θα μπορούσε επίσης ένα τραπεζικό ίδρυμα να ενεργεί ως πράκτορας τριμερούς συστήματος, χωρίς να παρεμβαίνει ούτε στην έκδοση της κάρτας ούτε στην αποδοχή πληρωμών, με σκοπό την είσπραξη υψηλότερων προμηθειών ( 46 ).

103.

Η μικρότερη διάδοση των τριμερών συστημάτων δικαιολογεί την ευνοϊκή μεταχείριση αυτών όταν ενεργούν χωρίς να χρησιμοποιούν κανέναν ενδιάμεσο φορέα. Ο κανονισμός προβλέπει την ευνοϊκή αυτή μεταχείριση για τα τριμερή συστήματα, επιτρέποντας σε αυτά να διαπραγματεύονται τις προμήθειες με τους εμπόρους χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλονται στα τετραμερή συστήματα ακριβώς για να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στον τομέα των πληρωμών με κάρτες. Εντούτοις, το ανταγωνιστικό αυτό πλεονέκτημα δεν δικαιολογείται για τα μη αμιγώς τριμερή συστήματα ή τριμερή συστήματα που περιλαμβάνουν εταίρο από κοινού προωθήσεως του σήματος ή πράκτορα ( 47 ), καθόσον σε αυτά υπάρχει ενδιάμεσος φορέας τον οποίο το σύστημα οφείλει να ανταμείψει, και πρέπει να λειτουργήσει ο περιορισμός των διατραπεζικών προμηθειών ή άλλων ισοδύναμων προμηθειών. Τα χαρακτηριστικά των δύο συστημάτων ομοιάζουν ( 48 ) από την άποψη αυτή και, επομένως, δεν είναι λογικό να ευνοείται το ένα εις βάρος του άλλου.

104.

Εν κατακλείδι, το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού έχουν την έννοια ότι τα τριμερή συστήματα που εκδίδουν μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα πρέπει να χαρακτηρίζονται τετραμερή συστήματα, ανεξάρτητα από το αν ο εταίρος ή ο πράκτορας συμμετέχει στην έκδοση των καρτών ή/και στην αποδοχή των πληρωμών.

Δ.  Δεύτερο ερώτημα: το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού

105.

Η εξομοίωση που προτείνω οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο υποβάλλεται ακριβώς για το ενδεχόμενο αυτό. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται για την αμφισβήτηση του κύρους των ως άνω διατάξεων του κανονισμού σχετίζονται με την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, την αρχή της αναλογικότητας και την ύπαρξη ενδεχόμενης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης.

106.

Επισημαίνω εξαρχής ότι, κατά την άποψή μου, κανένας από τους ως άνω λόγους ακυρότητας δεν είναι βάσιμος. Θα τους αναλύσω προσπαθώντας να αποφύγω περιττές επαναλήψεις των ήδη εκτεθέντων.

1. Έλλειψη αιτιολογίας

107.

Το αιτούν δικαστήριο, αναπαράγοντας τα επιχειρήματα της Amex, εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την αιτιολογία του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού. Ούτε στο γράμμα αυτού ούτε στις αιτιολογικές σκέψεις του μνημονεύονται οι λόγοι για την εξομοίωση με τα τετραμερή συστήματα των τριμερών συστημάτων με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως σήματος και πράκτορα.

108.

Ειδικότερα, σε μερικές αιτιολογικές σκέψεις εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους καθορίστηκαν ανώτατα όρια στις διατραπεζικές προμήθειες, αλλά όχι οι λόγοι για τους οποίους τα εν λόγω ανώτατα όρια πρέπει να εφαρμόζονται στις συμφωνίες από κοινού προωθήσεως εμπορικού σήματος ή πρακτορείας που χρησιμοποιούν τα τριμερή συστήματα. Στην αιτιολογική σκέψη 28 αιτιολογείται η διεύρυνση, σε ορισμένες περιπτώσεις, του πεδίου εφαρμογής των κανόνων του κανονισμού για τα τετραμερή συστήματα στα τριμερή συστήματα, αλλά δεν γίνεται μνεία (ούτε καν έμμεσα) στις συναφθείσες συμφωνίες από κοινού προωθήσεως εμπορικού σήματος ή πρακτορείας.

109.

Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, ούτε η πρόταση κανονισμού ούτε η μελέτη επιπτώσεων ( 49 ) που τη συνοδεύει περιέχουν τους λόγους της διευρύνσεως αυτής. Επιπλέον, οι προπαρασκευαστικές εργασίες έτειναν στη μη εφαρμογή στα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής των προβλεπόμενων στον κανονισμό κανονιστικών ορίων για τα τετραμερή συστήματα, λόγω παραγόντων όπως το μικρό μερίδιο αγοράς αυτών, οι περιορισμένες προοπτικές αυξήσεώς τους και ο προσανατολισμός τους σε ειδικούς πελάτες ( 50 ).

110.

Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει διεξοδικώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως των κανονιστικών πράξεων της Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία, καίτοι η αιτιολογία της πράξεως πρέπει να είναι σαφής και μη διφορούμενη, δεν απαιτείται να διευκρινίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Επιπλέον, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της πράξεως, αλλά και με το πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα ( 51 ).

111.

Όταν πρόκειται για πράξη η οποία προορίζεται να έχει γενική ισχύ, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται να υποδεικνύει, αφενός, τη συνολική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως και, αφετέρου, τους γενικούς σκοπούς που αυτή επιδιώκει. Ομοίως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επανειλημμένως, ότι, εφόσον από τη γενικής ισχύος πράξη προκύπτει η ουσία του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι υπερβολικό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικής φύσεως αποφάσεις της ( 52 ).

112.

Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας, δεν διακρίνω στον κανονισμό έλλειψη αιτιολογίας δυνάμενη να θίξει το κύρος του όσον αφορά τη μεταχείριση των τριμερών συστημάτων με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής. Οι αιτιολογικές σκέψεις (κυρίως, η 28) τις οποίες παρέθεσα κατά την ανάλυση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος καθιστούν σαφή τη λογική της εξομοιώσεως των τριμερών συστημάτων με επεκτάσεις του πεδίου εφαρμογής με τα τετραμερή συστήματα. Το ίδιο αναγνωρίζουν στις παρατηρήσεις τους η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο.

113.

Στις προπαρασκευαστικές εργασίες (μελέτη επιπτώσεων και πρόταση της Επιτροπής) του κανονισμού δεν περιέχονται μνείες στην εν λόγω εξομοίωση επειδή αυτή περιλήφθηκε εκ των υστέρων, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας εκδόσεώς του, και τούτο είναι απολύτως θεμιτό.

114.

Στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις εκτίθενται οι λόγοι της αναγκαιότητας εναρμονίσεως και θεσπίσεως ορίων στις διατραπεζικές προμήθειες που εφαρμόζονται στις πράξεις με κάρτες, λόγω των διαφορών στα κράτη μέλη και της αδυναμίας ελέγχου αυτών μέσω της εφαρμογής των κανόνων για την προστασία του ανταγωνισμού.

115.

Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 28, η οποία προστέθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού, σε συνδυασμό με την τελευταία φράση του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, εξηγείται επαρκώς η διαφορά μεταξύ τετραμερών και τριμερών συστημάτων. Αφού αναγνωρίζεται η ύπαρξη έμμεσων διατραπεζικών προμηθειών, διευκρινίζεται ότι τα τριμερή συστήματα πρέπει να εξομοιώνονται με τα τετραμερή όταν χρησιμοποιούν άλλους παρόχους υπηρεσιών, ώστε να υπάρχουν ίσοι όροι ανταγωνισμού.

116.

Ο κύκλος της αιτιολογίας κλείνει με την αιτιολογική σκέψη 31, στην οποία επισημαίνεται η σημασία παρεμποδίσεως της καταστρατηγήσεως των ορίων των διατραπεζικών προμηθειών. Διευκρινίζεται ότι η εν λόγω καταστρατήγηση μπορεί να λάβει χώρα εάν δεν υπολογίζονται ως διατραπεζικές προμήθειες όλες οι, άμεσες ή έμμεσες, πληρωμές τις οποίες μπορεί να πραγματοποιεί ένα σύστημα καρτών στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτό για την πραγματοποίηση των πληρωμών με κάρτα.

117.

Εκτιμώ ότι οι ως άνω περιεχόμενες στον κανονισμό αιτιολογίες είναι πρόσφορες και ανταποκρίνονται με το παραπάνω στην απαίτηση αιτιολογήσεως των πράξεων γενικής ισχύος που καθόρισε το Δικαστήριο. Εκθέτουν τη συνολική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού και τους επιδιωκόμενους από αυτόν σκοπούς. Επιπλέον, γίνεται σε αυτές μνεία στις περισσότερες τεχνικές αποφάσεις που περιέχονται στον κανονισμό, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξετάζονται όλες ανεξαιρέτως.

118.

Συγκεκριμένα, η απόφαση εξομοιώσεως των τετραμερών συστημάτων με τα τριμερή συστήματα με επέκταση από κοινού προωθήσεως σήματος και πράκτορα συνάγεται, ειδικώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 31. Επομένως, δεν υφίσταται στον κανονισμό καμία έλλειψη αιτιολογίας δυνάμενη να θίξει ο κύρος του.

2. Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

119.

Το αιτούν δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας εκ νέου τα επιχειρήματα της Amex, εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του κανονισμού, κατά την έκδοση του οποίου τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορεί να υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως προβαίνοντας σε εξομοίωση των επίμαχων συστημάτων.

120.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του, εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα ενός μέτρου το οποίο έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο ( 53 ).

121.

Κατά την άποψή μου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως (πόσω μάλλον πρόδηλη) περιλαμβάνοντας στον κανονισμό το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Amex ( 54 ) κατά της επιλογής του νομοθέτη της Ένωσης να εξομοιώσει με τετραμερή συστήματα τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως του σήματος και πράκτορα αντικατοπτρίζουν το συμφέρον της να μην πραγματοποιηθεί μια τέτοια εξομοίωση, καθόσον μειώνει τις δυνατότητές της να ανταγωνιστεί τις Visa και MasterCard.

122.

Εντούτοις, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έλαβαν δεόντως υπόψη, κατά τη νομοθετική διαδικασία, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά κάθε απόψεως και επέλεξαν τελικώς να προβούν στην εξομοίωση. Πρόκειται για επιλογή νομοθετικής πολιτικής η οποία, δεδομένου ότι αφορά πολύπλοκο οικονομικό τομέα (όπως αυτόν των διατραπεζικών προμηθειών στις πληρωμές με κάρτες), μπορεί αναμφίβολα να υιοθετηθεί, εάν οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης εκτιμούν ότι υπερισχύει της αντίθετης επιλογής.

123.

Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα έκριναν, όπως εκθέτουν το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι η μη εφαρμογή των προβλεπόμενων στον κανονισμό ορίων στα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως του σήματος ή πράκτορα θα παρείχε σε αυτά αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τα τετραμερή συστήματα, σε περιπτώσεις όπως αυτές στις οποίες η μεταξύ τους διαφορά είναι δυσδιάκριτη. Επιπλέον, θα διευκόλυνε την καταστρατήγηση των ανώτατων ορίων των διατραπεζικών προμηθειών.

124.

Αναμφίβολα, αυτή η απόφαση νομοθετικής πολιτικής μπορεί να επικριθεί από τους αποδέκτες της. Εντούτοις, εφόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, λήφθηκε στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης, κατόπιν κατάλληλης εκτιμήσεως των υφιστάμενων συμφερόντων, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Amex δεν αρκούν για να στερείται ευλογοφάνειας, και από τα εν λόγω επιχειρήματα δεν συνάγεται, κατά κάποιον τρόπο, ότι η εν λόγω απόφαση νομοθετικής πολιτικής πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

3. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

125.

Το αιτούν δικαστήριο, μεταφέροντας εκ νέου τα επιχειρήματα της Amex, εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την εξομοίωση με τα τετραμερή συστήματα των τριμερών συστημάτων με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως του σήματος και πράκτορα, από την άποψη της αρχής της αναλογικότητας.

126.

Κατά την Amex, οι εν λόγω επεκτάσεις, τις οποίες διαπραγματεύονται τα τριμερή συστήματα με εταίρους ή πράκτορες, συνιστούν εύλογο και αναλογικό μέσο για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού. Η εξομοίωση με τα τετραμερή συστήματα θα επιβάλει αδικαιολόγητο δρακόντειο περιορισμό των τιμών στα τριμερή συστήματα. Κατά την άποψή της, η συγκεκριμένη επιβάρυνση είναι προδήλως δυσανάλογη και δεν είναι ούτε πρόσφορη ούτε αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού και, επομένως, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας [άρθρο 5 ΣΕΕ και άρθρο 5 του πρωτοκόλλου (αριθ. 2)]. Ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη.

127.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι οι προκαλούμενες δυσχέρειες δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 55 ).

128.

Ο δικαστικός έλεγχος του Δικαστηρίου σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας είναι περιορισμένος. Κατά πάγια νομολογία, επιβάλλεται να αναγνωριστεί στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τις επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως στις οποίες προβαίνει σε έναν τομέα στον οποίο καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι να διαπιστωθεί αν το μέτρο που έλαβε ο νομοθέτης σε έναν τομέα ήταν το μόνο ή το βέλτιστο δυνατό, αλλά ζήτημα νομιμότητας τέτοιου μέτρου μπορεί να τεθεί μόνον εφόσον αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο ( 56 ).

129.

Κατά την άποψή μου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπερέβησαν τις προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτές ερμηνεύονται από το Δικαστήριο, εξομοιώνοντας με τα τετραμερή συστήματα τα τριμερή συστήματα με επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως σήματος και πράκτορα.

130.

Με κίνδυνο να επαναλάβω τα ήδη εκτεθέντα, υπενθυμίζω ότι σκοπός του κανονισμού ήταν η μείωση της μετακυλίσεως στους καταναλωτές των εξόδων που συνεπάγονται οι πληρωμές με κάρτες, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι οι διατραπεζικές προμήθειες. Δεδομένου ότι δεν στάθηκε εφικτή η μείωσή τους με την εφαρμογή των κανόνων προστασίας του ανταγωνισμού και λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στο ύψος τους μεταξύ των κρατών μελών, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να επιβάλει διά νόμου ανώτατα όρια. Οι διατραπεζικές προμήθειες προσδιορίζονται εύκολα στις πληρωμές με κάρτα που πραγματοποιούνται από τα τετραμερή συστήματα, στα οποία ο κανονισμός εφαρμόζεται πλήρως, και δεν υπάρχουν στα τριμερή συστήματα, με αποτέλεσμα αυτά να μην υπόκεινται στον εν λόγω περιορισμό, καίτοι υπόκεινται στην υποχρέωση εκπληρώσεως άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

131.

Εντούτοις, η εξαίρεση αυτή περιορίστηκε στα αμιγώς τριμερή συστήματα, ήτοι σε εκείνα στα οποία το σύστημα δεν συνεργάζεται με κανέναν τρίτο, περίπτωση στην οποία δεν υπάρχουν διατραπεζικές προμήθειες ή άλλες ισοδύναμες προμήθειες. Εντούτοις, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι, όταν παρεμβαίνει τρίτος φορέας, το τριμερές σύστημα πρέπει να παρέχει σε αυτόν αμοιβή η οποία μπορεί να έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο των διατραπεζικών προμηθειών. Αυτό συμβαίνει στις τρεις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, και στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού, ήτοι, όταν το τριμερές σύστημα λειτουργεί με τρίτους μέσω άδειας εκδόσεως καρτών ή αποδοχής πληρωμών, επεκτάσεως από κοινού προωθήσεως σήματος και επεκτάσεως πρακτορείας.

132.

Όπως υποστήριξαν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο στις γραπτές παρατηρήσεις τους, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έλαβε μέτρο προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η εξομοίωση, περιοριζόμενη κατά τα προεκτεθέντα, σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι συνιστά πρόσφορο μέτρο για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ μοντέλων συστημάτων πληρωμών με κάρτα που χρησιμοποιούν τρίτους για να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους, τους οποίους ανταμείβουν ( 57 ) με διατραπεζικές προμήθειες ή άλλες προμήθειες με ισοδύναμο αποτέλεσμα. Ομοίως, εκτιμώ ότι πρόκειται για μέτρο πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο για την παρεμπόδιση της καταστρατηγήσεως των ορίων των διατραπεζικών προμηθειών.

133.

Τέλος, η Amex διατείνεται ότι η εν λόγω εξομοίωση θα συνιστά δυσανάλογο μέτρο, καθόσον προσβάλλει το δικαίωμα στην επιχειρηματική ελευθερία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Εντούτοις, εκτιμώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

134.

Η επιχειρηματική ελευθερία, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν είναι ασυμβίβαστη με τη ρύθμιση. Η άσκησή της μπορεί να περιοριστεί, εφόσον αυτό γίνεται με νόμο, το βασικό της περιεχόμενο γίνεται σεβαστό, οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων ( 58 ).

135.

Η επιβολή από τον κανονισμό ορίων στο ύψος των διατραπεζικών προμηθειών σκοπεί, όπως προεκτέθηκε, στην προστασία του συμφέροντος των καταναλωτών, ήτοι στην αποφυγή αδικαιολόγητων αυξήσεων των τιμών συνεπεία των πληρωμών με κάρτες.

136.

Ο συγκεκριμένος περιορισμός, όπως και άλλοι που προβλέπονται στον ίδιο κανονισμό, δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας για τον μόνο λόγο ότι επεκτείνεται σε συγκεκριμένη κατηγορία τριμερών συστημάτων, κατά τα ισχύοντα στα τετραμερή συστήματα. Δεν γίνεται αντιληπτό για ποιο λόγο γίνεται σεβαστή η επιχειρηματική ελευθερία στην περίπτωση των τετραμερών συστημάτων, αλλά όχι σε εκείνη των τριμερών συστημάτων.

137.

Πρόκειται, απλώς, για ένα κανονιστικό μέτρο σε κλάδο που χαρακτηρίζεται από την παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας, για τη διαφύλαξη της βέλτιστης λειτουργίας της αγοράς και την προστασία των χρηστών καρτών πληρωμών. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο νομοθέτης της Ένωσης υπολόγισε τα μέγιστα επίπεδα των διατραπεζικών προμηθειών εφαρμόζοντας τη λεγόμενη «δοκιμή του αδιάφορου εμπόρου» ( 59 ), ακριβώς για να μη θιγεί η οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων πληρωμών με κάρτες.

138.

Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού προβλέπουν μεταβατική περίοδο προσαρμογής για τα τριμερή συστήματα έως τις 9 Δεκεμβρίου 2018.

139.

Εν κατακλείδι, η προηγηθείσα ανάλυση δεν εντόπισε την ύπαρξη οποιουδήποτε στοιχείου δυνάμενου να θίξει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού.

IV. Πρόταση

140.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το High Court of Justice of England & Wales, Queen’s Bench Division (Administrative Court) (ανώτερο δικαστήριο Αγγλίας και Ουαλίας, τμήμα Queen’s Bench – διοικητικό δικαστήριο) και, επικουρικώς, να απαντήσει σε αυτά ως εξής:

«1)

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, και το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες, έχουν την έννοια ότι τα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής που εκδίδουν μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα πρέπει να θεωρούνται τετραμερή συστήματα πληρωμών με κάρτες, ανεξάρτητα από το αν ο εταίρος ή ο πράκτορας συμμετέχουν ή όχι στην έκδοση της κάρτας ή/και στην αποδοχή των πληρωμών.

2)

Δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 5, και του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 2015/751.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Ο όρος «προμήθεια» χρησιμοποιείται εδώ υπό την ευρεία έννοια, με την επιφύλαξη της αναλύσεως των χαρακτηριστικών και των υποκατηγοριών του κατωτέρω. Ειδικότερα, η συνήθης ονομασία μιας εξ αυτών (η οποία είναι η κρίσιμη εν προκειμένω) είναι «διατραπεζικές προμήθειες».

( 3 ) Στο εξής: ΠΔΠ.

( 4 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterdCard κατά Επιτροπής (C-382/12 P, EU:C:2014:2201).

( 5 ) Ως συνώνυμο των «συστημάτων καρτών πληρωμής» χρησιμοποιείται η φράση «δίκτυα καρτών πληρωμής».

( 6 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ 2015, L 123, σ. 1· στο εξής: κανονισμός).

( 7 ) Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών είναι το διοικητικό όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή του κανονισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο.

( 8 ) Στο εν λόγω έγγραφο, το οποίο εκπόνησαν οι διάδικοι από κοινού, εκτίθενται οι λόγοι που δικαιολογούν την προδικαστική παραπομπή καθώς και τα ερωτήματα που θα πρέπει να υποβληθούν.

( 9 ) Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C-491/01, EU:C:2002:741, σκέψεις 32 έως 41)· της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψεις 30 έως 35)· της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C-343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 13 έως 26)· της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brand κ.λπ. (C-547/14, EU:C:2016:325, σκέψεις 30 έως 36), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C-477/14, EU:C:2016:324, σκέψεις 14 έως 31).

( 10 ) Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στις υποθέσεις στις οποίες τέθηκε ζήτημα κύρους ή ερμηνείας ορισμένων οδηγιών πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς τους στο εθνικό δίκαιο.

( 11 ) Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Ως εκ τούτου, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι η αιτούμενη ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 24 και 25· της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψεις 15 και 16· της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov, C-614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 19· της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C-268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 54· και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 50 και 155).

( 12 ) Βλ. υποσημείωση 9.

( 13 ) Η απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ. (C-58/08, EU:C:2010:321), αποτελεί παράδειγμα περιπτώσεως στην οποία προδικαστικό ερώτημα επί κανονισμού, υποβληθέν στο πλαίσιο βρετανικής διαδικασίας δικαστικού ελέγχου (judicial review), κρίθηκε παραδεκτό. Στην εν λόγω υπόθεση, οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων κινητών τηλεφωνίας προσέφυγαν στο High Court of Justice of England & Wales, Queen’s Bench Division (Administrative Court) (ανώτερο δικαστήριο Αγγλίας και Ουαλίας, τμήμα Queen’s Bench – Διοικητικό Δικαστήριο) κατά του κανονισμού του 2007 για την περιαγωγή στην κινητή τηλεφωνία (Mobile Roaming Regulations 2007), ο οποίος μετέφερε ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 717/2007 στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Εντούτοις, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί, αφενός, ότι εκείνη η προσφυγή, εν αντιθέσει προς την υπό κρίση, έβαλε κατά εθνικών κανόνων εφαρμογής κανονισμού και, αφετέρου, ότι σε εκείνη υφίστατο πραγματική διαφορά μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως δικτύων κινητής τηλεφωνίας και της βρετανικής διοικήσεως. Η βρετανική διοίκηση υποστήριξε ότι η προσφυγή ήταν αβάσιμη και αντιτάχθηκε στην υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων.

( 14 ) Το άρθρο 13 του κανονισμού εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να ορίσουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές για την εφαρμογή του. Επιπλέον, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανόνες του κανονισμού, για να αποφευχθεί κάθε καταστρατήγησή του από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Επιπλέον, το άρθρο 14 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τις κυρώσεις που αντιστοιχούν στις παραβάσεις του κανονισμού.

( 15 ) Παράδειγμα αποτελεί η απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ. (C-58/08, EU:C:2010:321).

( 16 ) Στη δεύτερη σελίδα της διατάξεως περί παραπομπής στην αγγλική γλώσσα επισημαίνονται τα εξής: «And upon permission to proceed with the claim for judicial review having been granted by the Order of Mr Justice Blake of 24 September 2015».

( 17 ) Κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί τη βάση της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο ο εθνικός δικαστής να διασαφηνίζει, στην αίτηση αυτή, το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να παρέχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία καθώς και όσον αφορά τη σχέση που εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (βλ., ιδίως, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C-235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 115· και διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, Google Ireland, C-322/15, EU:C:2016:672, σκέψη 18).

( 18 ) Η έλλειψη ορισμένων προγενέστερων διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αν, παρά τις ελλείψεις αυτές, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, εκτιμά ότι είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, Google Ireland, C-322/15, EU:C:2016:672, σκέψη 24, και απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, CASTA κ.λπ., C-50/14, EU:C:2016:56, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 19 ) Το Δικαστήριο απέρριψε την κριτική αυτή στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C-343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 13 έως 26).

( 20 ) Κατά πάγια νομολογία, όταν ιδιώτης διαθέτει αναμφισβήτητα ενεργητική νομιμοποίηση για να προσβάλει κανονιστική πράξη της Ένωσης, μέσω της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητά της στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf, C‑188/92, EU:C:1994:90, σκέψεις 23 έως 25· της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe, C‑239/99, EU:C:2001:101, σκέψεις 36 και 37· της 29ης Ιουνίου 2010, E και F, C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 46, και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 128).

( 21 ) Για λόγους σαφήνειας, θα χρησιμοποιώ για τα εν λόγω πρόσωπα τον όρο «εκδότρια τράπεζα», καίτοι κάρτες μπορούν να εκδίδουν και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

( 22 ) Βλ. αναλυση του Guibert Echenique, S., «Consideraciones críticas sobre la legislación de tasas de intercambio en las operaciones de pago con tarjeta de crédito y débito», Diario La Ley, αριθ. 8566, 22 Ιουνίου 2015, σ. 1 έως 3.

( 23 ) Βλ. περιγραφή των εν λόγω συστημάτων στην απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterdCard κατά Επιτροπής (C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 4)· στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-111/08, EU:T:2012:260, σκέψη 17), και στην απόφαση C(2007) 6474 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/34.579 – MasterCard, υπόθεση COMP/36.518 – EuroCommerce, υπόθεση COMP/38.580 – Εταιρικές κάρτες), αιτιολογικές σκέψεις 234 έως 249.

( 24 ) Για παράδειγμα, η κάρτα του συστήματος Amex η οποία διατίθεται στο πλαίσιο από κοινού προωθήσεως εμπορικού σήματος ως Amex/Iberia ή Amex/British Airways.

( 25 ) Βλ. το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Commission Staff Working Document. Impact Assessment. Accompanying the document Proposal for a directive of the European Parliament and of the Council on payment services in the internal market and amending Directives 2002/65/EC, 2013/36/UE and 2009/110/EC and repealing Directive 2007/64/EC and Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on interchange fees for card-based payment transactions SWD(2013) 288 final, σ. 96 έως 108.

( 26 ) Βλ. απόφαση 2002/914/ΕΚ, της 24ης Ιουλίου 2002 (υπόθεση COMP/29.373 – Visa International – Πολυμερής διατραπεζική προμήθεια) (ΕΕ 2002, L 318, σ. 17), με την οποία χορηγήθηκε απαλλαγή για τις ενδοπεριφερειακές ΠΔΠ της Visa εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για πενταετή περίοδο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκ των οποίων η σημαντικότερη ήταν οι προμήθειες να συνδέονται με και να έχουν ως ανώτατο όριο ορισμένα έξοδα. Στις 8 Δεκεμβρίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη απόφαση Visa (COMP/D-1/39.398, Visa MIF) με την οποία κατέστησαν υποχρεωτικές οι δεσμεύσεις τις οποίες πρότεινε η Visa, όπως, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός των ΠΔΠ της μέχρις ενός ανωτάτου ορίου.

( 27 ) Απόφαση C(2007) 6474 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/34.579 – MasterCard, υπόθεση COMP/36.518 – EuroCommerce, υπόθεση COMP/38.580 – Εταιρικές κάρτες).

( 28 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 112).

( 29 ) Βλ. Andrea Lista, EU Competititon Law and Financial Service Sector, Routledge, 2013, σ. 145 έως 188.

( 30 ) Βλ. τη δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, The Interchange Fees Regulation, Competition Policy Brief 2015-3, Ιούνιος 2015.

( 31 ) Πρόκειται για τα μη αμιγώς τριμερή συστήματα, δεδομένου ότι παρεμβαίνει επιπλέον σε αυτά ένας πάροχος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον τριγωνικό χαρακτήρα τους. Οι προμήθειες που ανταλλάσσονται μεταξύ των προσώπων των εν λόγω συστημάτων μπορούν εύκολα να εξομοιωθούν με διατραπεζικές προμήθειες.

( 32 ) Όπως προεκτέθηκε, δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω μη αμιγώς τριμερή συστήματα (όπως, για παράδειγμα, οι κάρτες της Banco Santander/Amex, στις οποίες η τράπεζα ενεργεί ως εκδότης) εξομοιώνονται με τετραμερή συστήματα.

( 33 ) Για παράδειγμα, οι κάρτες της Amex/Air France ή της Amex/Costco.

( 34 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 2, του κανονισμού, ως «εκδότης» νοείται «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής που συνάπτει σύμβαση να παρέχει σε πληρωτή μέσο πληρωμής με σκοπό την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμών με κάρτα του πληρωτή».

( 35 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού, ως «αποδέκτης» νοείται «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής που συνάπτει σύμβαση με έναν δικαιούχο πληρωμής να αποδέχεται και να επεξεργάζεται πράξεις πληρωμών με κάρτα, που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κεφαλαίων προς τον δικαιούχο πληρωμής».

( 36 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 24, του κανονισμού, ως «πάροχος υπηρεσιών πληρωμής» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμής που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 2007/64/ΕΚ ή που αναγνωρίζεται ως εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ. Ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμής μπορεί να είναι εκδότης ή αποδέκτης ή και τα δύο».

( 37 ) Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η οποία παρατίθεται στο σημείο 7, «[ο] εκδότης διαθέτει κάρτες πληρωμής στον πληρωτή, εξουσιοδοτεί τις πράξεις σε τερματικά ή ισοδύναμά τους μέσα και μπορεί να εγγυάται στον αποδέκτη την πληρωμή για πράξεις που είναι σύμφωνες με τους κανόνες του αντίστοιχου συστήματος». Στην τελευταία φράση διευκρινίζεται ότι, «[ω]ς εκ τούτου, η απλή διανομή καρτών πληρωμής ή τεχνικών υπηρεσιών, όπως και η απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, δεν συνιστούν έκδοση».

( 38 ) Κατά την οποία, «[γ]ια την αναγνώριση της ύπαρξης έμμεσων διατραπεζικών προμηθειών και για τη συμβολή στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού, τα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής που χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ως εκδότες ή αποδέκτες θα πρέπει να θεωρούνται τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής και να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες».

( 39 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Kozłowski (C-66/08, EU:C:2008:437, σκέψη 42)· της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C-108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 28), και της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης (C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 28).

( 40 ) Με τον όρο «από κοινού προώθηση σήματος» νοείται ότι περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα πληρωμών και τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα που δεν αφορά πληρωμές στο ίδιο μέσο πληρωμής με κάρτα.

( 41 ) Στη σκέψη 28 της διατάξεως περί παραπομπής μνημονεύονται τα εμπορικά σήματα «British Airways», «Nectar» και «Costco».

( 42 ) Αυτό επιβεβαιώνεται στη δημοσίευση του UK Financial Conduct Authority, Credits card market study: final findings report, Ιούλιος 2016, σ. 252, όπου οι «affinity or co-brand partners» ορίζονται ως «typically charities, membership groups or commercial businesses not directly involved in issuing credit cards or processing transactions but lend their brands and give access to their customers or members to card issuers in return for a share of revenues or profits».

( 43 )

( 44 ) Η χορήγηση βαθμών, εκ μέρους της American Express, για το πρόγραμμα τακτικών πελατών της αεροπορικής εταιρίας στις κάρτες από κοινού προωθήσεως σήματος (Amex/Alitalia, Amex/Iberia, Amex/Air France κ.λπ.) θα αποτελούσε ένα παράδειγμα του συγκεκριμένου είδους έμμεσων προμηθειών οι οποίες έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο των διατραπεζικών προμηθειών.

( 45 ) Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η MasterCard μνημονεύει, ως παράδειγμα του πλεονεκτήματος αυτού, τη διαφορετική μεταχείριση την οποία εφαρμόζει, από τις 9 Δεκεμβρίου 2015, η Alitalia στις κάρτες από κοινού προωθήσεως σήματος MasterCard (0,5 μίλι ανά ευρώ δαπάνης) και Amex (1 μίλι ανά ευρώ δαπάνης). Μνημονεύει επίσης την κάρτα πληρωμής BNL Duo: καίτοι παρέχει τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως πληρωμών με MasterCard και με Amex κάνοντας χρήση του ίδιου PIN, η τράπεζα BNL εισάγει διάκριση στο πρόγραμμα τακτικών πελατών BNL PAYBACK μεταξύ των πληρωμών με MasterCard (1 βαθμός για κάθε 2 ευρώ δαπάνης) και των πληρωμών με Amex (2 βαθμοί για κάθε 2 ευρώ δαπάνης).

( 46 ) Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μνημόνευσε τον κίνδυνο αναδιοργανώσεως τετραμερών συστημάτων σε τριμερή συστήματα με επέκταση με πράκτορα (το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καθίσταται πράκτορας) για την καταστρατήγηση των περιορισμών των διατραπεζικών προμηθειών που καθορίζονται στον κανονισμό.

( 47 ) Η μόνη διαφορά η οποία γίνεται δεκτή υπέρ μη αμιγώς τριμερών συστημάτων είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 5, in fine, του κανονισμού, κατά το οποίο «[…] έως τις 9 Δεκεμβρίου 2018 σε σχέση με τις εγχώριες πράξεις πληρωμής, ένα τέτοιο τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής μπορεί να εξαιρείται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κεφάλαιο II, υπό τον όρο ότι οι πράξεις πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται σε κράτος μέλος υπό ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνουν ετησίως το 3 % της αξίας όλων των πράξεων πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται στο εν λόγω κράτος μέλος».

( 48 ) Η MasterCard επισημαίνει στις παρατηρήσεις της τις περιπτώσεις καρτών πληρωμής στις οποίες η ίδια κάρτα από κοινού προωθήσεως σήματος χρησιμοποιείται από τριμερές σύστημα και από τετραμερές σύστημα. Συγκεκριμένα, παραπέμπει στις περιπτώσεις των καρτών Virgin Atlantic White Card και Virgin Atlantic Black Card, οι οποίες εκδίδονται σε σύστημα από κοινού προωθήσεως σήματος από την Amex και από τη Visa με την αεροπορική εταιρία Virgin, καθώς και των καρτών TSB Avios και Premier Avios, οι οποίες εκδίδονται από την Amex και την MasterCard με εταίρο από κοινού προωθήσεως του σήματος τη βρετανική τράπεζα TSB.

( 49 ) Η πρόταση περιέχεται στο έγγραφο COM(2013) 550 τελικό, της 24ης Ιουλίου 2013, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με τη χρήση καρτών. Η μελέτη επιπτώσεων περιέχεται στο έγγραφο Commission Staff Working Document, SWD(2013) 288 final, της 24ης Ιουλίου 2013, Impact Assessment accompanying the document Proposal for a directive of the European Parliament and of the Council on payment services in the internal market and amending Directives 2002/65/EC, 2013/36/UE and 2009/110/EC and repealing Directive 2007/64/EC and Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on interchange fees for card-based payment transactions.

( 50 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 22 και άρθρο 1, παράγραφος 3, και άρθρο 2, παράγραφος 15, της προτάσεως κανονισμού καθώς και σημείο 6.2.1.5, σ. 56, της μελέτης επιπτώσεων και παράρτημα 9 αυτής, σημείο 2.6, σ. 194.

( 51 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑63/12, EU:C:2013:752, σκέψεις 98 και 99), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 70).

( 52 ) Βλ., αντί άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2015, Εσθονία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-508/13, EU:C:2015:403, σκέψη 60), και της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-26/15 P, EU:C:2016:132, σκέψεις 30 και 31).

( 53 ) Αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (C-440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 77)· της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου (C-266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 33)· της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C-127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 57)· της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ. (C-58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 52), και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible (C-101/12, EU:C:2013:661, σκέψη 47).

( 54 ) Κατ’ αυτήν, δεν είναι λογικό να θεωρείται ότι τριμερές σύστημα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τετραμερές σύστημα για τον μόνο λόγο της συνάψεως συμφωνιών από κοινού προωθήσεως σήματος ή πρακτορείας, δεδομένου ότι κανένας εκ των μηχανισμών αυτών δεν μεταβάλλει τη θεμελιώδη φύση του τριμερούς συστήματος. Το σύστημα ασκεί τα καθήκοντα εκδότη των καρτών και αποδέκτη των πληρωμών με τον ίδιο τρόπο και από τα ίδια μέρη όπως και στις περιπτώσεις των αμιγώς τριμερών συστημάτων, όπως θα συνέβαινε απουσία των εν λόγω συμφωνιών. Η εξομοίωση των δύο συστημάτων είναι επιζήμια για τους καταναλωτές και για τον ανταγωνισμό, καθόσον αποτρέπει τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών από τα τριμερή συστήματα. Το αποτέλεσμα θα είναι να περιοριστούν οι επιλογές για τους καταναλωτές και να καταργηθούν τα οφέλη από τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ συστημάτων πληρωμών.

( 55 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C-491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 122)· της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C-62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 67 και 91), και της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-358/14, EU:C:2016:323, σκέψεις 78 και 79).

( 56 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ. (C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψεις 82 και 83)· της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C-491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 123)· της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ. (C-58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 52), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C-477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 49).

( 57 ) Συντάσσομαι με τα ενδιαφέροντα επιχειρήματα που προβάλλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην παράγραφο 58 των γραπτών παρατηρήσεών του: εάν οι επεκτάσεις από κοινού προωθήσεως του σήματος και πράκτορα δεν συνεπάγονται καμία άμεση ή έμμεση αμοιβή των εταίρων ή των πρακτόρων του τριμερούς συστήματος, δεν θα εφαρμόζονται τα ανώτατα όρια του κανονισμού, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει διατραπεζική προμήθεια ή άλλη προμήθεια με ισοδύναμο αποτέλεσμα.

( 58 ) Αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Deutsches Weintor (C-544/10, EU:C:2012:526, σκέψη 54), και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Neptune Distribution (C-157/14, EU:C:2013:823, σκέψεις 66 και 68).

( 59 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού, «[τ]α ανώτατα όρια του παρόντος κανονισμού βασίζονται στη λεγόμενη “δοκιμή του αδιάφορου εμπόρου”, που αναπτύχθηκε στην οικονομική θεωρία, η οποία προσδιορίζει το επίπεδο προμήθειας που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ένας έμπορος εάν αυτός συγκρίνει το κόστος της χρήσης από τον καταναλωτή μιας κάρτας πληρωμών με αυτό της πληρωμής άνευ κάρτας (με μετρητά)». Επομένως, τα ανώτατα όρια των διατραπεζικών προμηθειών υπολογίζονται έτσι ώστε να μην αποτρέπεται η χρήση καρτών έναντι της πληρωμής με μετρητά ή άλλα μέσα.