ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 16ης Φεβρουαρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑228/16 P

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατική ενίσχυση — Άρνηση χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως διαιτητικού δικαστηρίου σχετικά με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που η Αλουμίνιον ΑΕ όφειλε να καταβάλει στη ΔΕΗ — Άρνηση εξετάσεως της καταγγελίας της ΔΕΗ σχετικά με την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε στην Αλουμίνιον ΑΕ — Μειωμένα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας»

I. Εισαγωγή

1.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Φεβρουαρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑639/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:77, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο κατήργησε τη δίκη επί της προσφυγής με αντικείμενο την ακύρωση του εγγράφου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COMP/E3/ΟΝ/AB/ark *2014/61460, της 12ης Ιουνίου 2014 (στο εξής: επίμαχο έγγραφο), με το οποίο απορρίφθηκαν οι καταγγελίες της ΔΕΗ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

2.

Με τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει, η ΔΕΗ διατείνεται ότι, καταργώντας τη δίκη, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθώς και τα επιχειρήματά της. Οι λόγοι αυτοί δεν εγείρουν κανένα νέο νομικό ζήτημα, με εξαίρεση τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

3.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος εγείρει ζητήματα ερμηνείας των αρχών που διατυπώθηκαν στη σκέψη 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[λ]αμβανομένων […] υπόψη των επιταγών της χρηστής διοικήσεως και της ασφαλείας δικαίου, καθώς και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορεί να προβεί στην ανάκληση αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο καταγγελίας αφορώσας ενίσχυση η οποία καταγγέλλεται ως παράνομη, μόνο για να επανορθώσει έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει η εν λόγω απόφαση και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί, κατόπιν μιας τέτοιας ανακλήσεως, να συνεχίσει τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο επήλθε η διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας».

II. Το ιστορικό της διαφοράς

4.

Η ΔΕΗ είναι ελληνική εταιρία, της οποίας ο πλειοψηφικός μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η κύρια δραστηριότητά της είναι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Μεταξύ των πελατών της περιλαμβάνεται, ιδίως, η Αλουμίνιον ΑΕ. Κατόπιν διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων σχετικά με το τιμολόγιο της ηλεκτρικής ενέργειας, η ελληνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας (στο εξής: ΡΑΕ) καθόρισε προσωρινό τιμολόγιο. Σε καταγγελία που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 15 Ιουνίου 2012 (στο εξής: καταγγελία του 2012), η ΔΕΗ υποστήριξε ότι το τιμολόγιο αυτό την υποχρέωνε να προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια στην Αλουμίνιον σε τιμή χαμηλότερη των τιμών της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, η ΡΑΕ χορήγησε στην εν λόγω εταιρία παράνομη κρατική ενίσχυση.

5.

Στις 31 Οκτωβρίου 2013, το διαιτητικό δικαστήριο που είχαν συστήσει η ΔΕΗ και η Αλουμίνιον καθόρισε, αναδρομικώς, την τιμή της παρεχόμενης από τη ΔΕΗ ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο ακόμη χαμηλότερο του προσωρινώς καθορισθέντος από τη ΡΑΕ.

6.

Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, η ΔΕΗ υπέβαλε δεύτερη καταγγελία στην Επιτροπή (στο εξής: καταγγελία του 2013) υποστηρίζοντας ότι η διαιτητική απόφαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

7.

Στις 6 Μαΐου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη ΔΕΗ την προκαταρκτική της εκτίμηση, κατά την οποία δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει την εξέταση της καταγγελίας του 2013, καθόσον η διαιτητική απόφαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2014 και απαντώντας στην Επιτροπή, η ΔΕΗ κατέθεσε σε αυτήν συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

8.

Με το επίμαχο έγγραφο, η Επιτροπή ενημέρωσε τη ΔΕΗ ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο από 6 Ιουνίου 2014 έγγραφό της δεν κλόνιζαν την εκτιθέμενη στο έγγραφο της 6ης Μαΐου 2014 προκαταρκτική εκτίμηση. Κατά την Επιτροπή, η διαιτητική απόφαση δεν ήταν μέτρο καταλογιστέο στο κράτος, εφόσον το τελευταίο δεν μπορούσε να υπαγορεύσει την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου ( 2 ), ούτε παρέσχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Αλουμίνιον. Κατά συνέπεια, «οι υπηρεσίες της ΓΔ Ανταγωνισμού συνήγαγαν ότι [οι πληροφορίες που περιείχε το έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2014] δεν ήσαν επαρκείς για να δικαιολογήσουν νέα εξέταση της καταγγελίας».

III. Η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά του επίμαχου εγγράφου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

9.

Με εισαγωγικό δίκης έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2014, η ΔΕΗ ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στο επίμαχο έγγραφο.

10.

Με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2014 που απευθύνθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η ΔΕΗ και η Επιτροπή ζήτησαν, από κοινού, την αναστολή της εκκρεμούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας για χρονικό διάστημα έξι μηνών, ήτοι μέχρι τις 7 Απριλίου 2015, προκειμένου να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να επανεξετάσει τα ζητήματα που τίθενται με το δικόγραφο της προσφυγής. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2014 του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου.

11.

Στις 25 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2015) 1942 τελικό, σχετική με την κρατική ενίσχυση SA.38101 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία στην Αλουμίνιον ΑΕ με τη μορφή τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας κάτω του κόστους κατόπιν διαιτητικής αποφάσεως (στο εξής: επίσημη απόφαση). Στο σημείο 12 της αποφάσεώς της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «[σ]την καταγγελία της παρούσας υπόθεσης η [ΔΕΗ] αναφέρεται επίσης [στην καταγγελία του 2012]. Στην εν λόγω καταγγελία ισχυρίστηκε ότι, με την Απόφαση 346/2012 της [ΡΑΕ], με την οποία καθορίστηκε προσωρινό τιμολόγιο για την παρεχόμενη στην Αλουμίνιον ηλεκτρική ενέργεια κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τη διευθέτηση της αντιδικίας μεταξύ των εν λόγω δύο μερών σχετικά με το τιμολόγιο, υποχρεώθηκε να προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια στην Αλουμίνιον σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς και, ως εκ τούτου, να χορηγήσει κρατική ενίσχυση στην Αλουμίνιον. Ωστόσο, επειδή η διαιτητική απόφαση αντικατέστησε πλήρως και αναδρομικώς το προσωρινό τιμολόγιο που είχε καθοριστεί από τη ΡΑΕ, η Επιτροπή θεωρεί ότι η καταγγελία [του 2012] κατέστη άνευ αντικειμένου».

12.

Με έγγραφα της 27ης Απριλίου 2015 και της 19ης Ιουνίου 2015 που απευθύνθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, κατόπιν της επίσημης αποφάσεως, η προσφυγή κατά του επίμαχου εγγράφου κατέστη πλέον άνευ αντικειμένου, καθώς και να καταργήσει τη δίκη συναφώς. Η ΔΕΗ υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος αυτού με επιστολή της 3ης Ιουλίου 2015.

13.

Με εισαγωγικό δίκης έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2015, η ΔΕΗ ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως της 25ης Μαρτίου 2015 [υπόθεση ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑352/15), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου].

14.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής ακυρώσεως που είχε ασκηθεί κατά του επίμαχου εγγράφου, εφόσον η επίσημη απόφαση το είχε καταργήσει και το είχε αντικαταστήσει τυπικώς, οπότε το έγγραφο αυτό δεν αποτελούσε πλέον μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης.

15.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τα επιχειρήματα της ΔΕΗ δεν μπορούσαν να κλονίσουν τη διαπίστωση αυτή.

16.

Πρώτον, έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί, με τη διάταξη αυτή, επί της νομιμότητας της επίσημης αποφάσεως η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, όσο αυτή δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρη. Ως εκ τούτου, απέρριψε το επιχείρημα περί ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως αυτής, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα ότι η προσφυγή στην υπόθεση T‑639/14 διατηρεί το αντικείμενό της.

17.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της ΔΕΗ ότι διατηρεί το έννομο συμφέρον της να προσβάλει το επίμαχο έγγραφο προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο να επαναληφθεί στο μέλλον η παρανομία την οποία προβάλλει και η οποία αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού της διαιτητικής αποφάσεως στο Ελληνικό Δημόσιο. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ως άνω προβαλλόμενη παρανομία δεν εντοπίζεται στο επίμαχο έγγραφο και, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αν η ΔΕΗ απέδειξε ή όχι την ύπαρξη παραβιάσεως των κανόνων περί των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής κατά της επίσημης αποφάσεως.

18.

Τέλος, τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρείλκε πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής όσον αφορά την καταγγελία του 2012, εφόσον, με την από 25 Μαρτίου 2015 απόφασή της, η Επιτροπή σιωπηρώς απέρριψε την εν λόγω καταγγελία του 2012.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η ΔΕΗ ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να διατάξει την αναπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων της στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, με τα οποία ζητεί την ακύρωση του επίμαχου εγγράφου, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

20.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη ΔΕΗ στα δικαστικά έξοδα.

V. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

Α. Επιχειρηματολογία των διαδίκων

21.

Η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι, με την έκδοση της επίσημης αποφάσεως, η Επιτροπή ανακάλεσε το επίμαχο έγγραφο αγνοώντας τις επιταγές που απορρέουν από την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783). Από τις σκέψεις 70 και 71 της αποφάσεως εκείνης προκύπτει ότι επιτρέπεται η ανάκληση πράξεως προκειμένου να αρθεί η έλλειψη νομιμότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η ανακλητική πράξη ή η πράξη αντικαταστάσεως αναφέρει τη φύση της ελλείψεως νομιμότητας από την οποία πάσχει η ανακαλούμενη πράξη. Εφόσον αυτό δεν συνέβη όσον αφορά την επίσημη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 39 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την επιταγή αυτή και, ως εκ τούτου, παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

22.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι σκέψεις 38 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως περιέχουν μόνον επικουρικές αιτιολογίες. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που βάλλει κατά μιας των αιτιολογιών αυτών είναι προδήλως αλυσιτελής.

23.

Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, εφόσον η επίσημη απόφαση συνάδει πλήρως με τις επιταγές που απορρέουν από τη σκέψη 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783).

24.

Πράγματι, η Επιτροπή ανακάλεσε, με αναδρομική ισχύ, το επίμαχο έγγραφο, εφόσον αυτό έπασχε από τυπική πλημμέλεια. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει επίσημη απόφαση δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1) ( 3 ), όταν διαπιστώνει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση.

25.

Επιπλέον, μετά την ανάκληση του επίμαχου εγγράφου, η Επιτροπή δεν επανέλαβε τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο εκείνου στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρανομία. Εφόσον ο σκοπός του εγγράφου αυτού συνίστατο στην περάτωση του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, η Επιτροπή ορθώς εξέδωσε την επίσημη απόφαση ακριβώς προς τούτο, βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999. Η κατάσταση θα είχε άλλως αν η Επιτροπή είχε απλώς ανακαλέσει το επίμαχο έγγραφο χωρίς να περατώσει το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως.

26.

Τέλος, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η αρχή αυτή δεν παραβιάστηκε εφόσον, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑352/15, η ΔΕΗ θα έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την επίσημη απόφαση και να προβάλει ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιφυλάξει διαφορετική μεταχείριση στις καταγγελίες του 2012 και του 2013.

Β. Εκτίμηση

27.

Φρονώ ότι οι σκέψεις 39 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τις οποίες αφορά η αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε η ΔΕΗ, δεν περιέχουν επάλληλες αιτιολογίες, δεδομένου ότι, αν ήταν ορθή η άποψη της ΔΕΗ ως προς την ερμηνεία της σκέψεως 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταργήσει τη δίκη. Υπό την έννοια αυτή, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η ΔΕΗ δεν μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

28.

Πάντως, εκτιμώ ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους.

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.

Το δικαίωμα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανακαλούν τις πράξεις τους άπτεται ζητημάτων σχετικών, αφενός, με τις αρχές της νομιμότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, αφετέρου, με τον ευμενή ή όχι χαρακτήρα της επίμαχης πράξεως για το πρόσωπο το οποίο αυτή αφορά ( 4 ).

30.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 5 ), πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης παρέχουσα δικαιώματα δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να ανακληθεί, αν πρόκειται για νόμιμη πράξη, διότι, μετά την απόκτηση του δικαιώματος, η ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης ως προς τη σταθερότητα της κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργηθείσας καταστάσεως υπερισχύει του συμφέροντος του θεσμικού οργάνου το οποίο ενδεχομένως επιθυμεί να ανακαλέσει την απόφασή του. Η νομολογία αυτή δεν διευκρινίζει τις εξαιρετικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια νόμιμη πράξη θα μπορούσε να ανακληθεί.

31.

Αντιθέτως, θεσμικό όργανο που διαπιστώνει ότι πράξη του με την οποία παρέχονται δικαιώματα στερείται νομιμότητας δύναται να την ανακαλέσει αναδρομικώς, εντός εύλογης προθεσμίας, τηρουμένων όμως των περιορισμών που επιβάλλει η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του έλκοντος δικαίωμα από την πράξη ο οποίος πίστευσε στη νομιμότητα της πράξεως αυτής ( 6 ).

32.

Πάντως, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, οι αρχές αυτές δεν έχουν εφαρμογή στις βλαπτικές πράξεις ( 7 ). Τα θεσμικά όργανα μπορούν, πράγματι, να ανακαλέσουν αναδρομικώς τις πράξεις αυτές, μάλιστα δε ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη πράξη είναι νόμιμη ή παράνομη. Πράγματι, δεδομένου ότι η ανάκληση βλαπτικής πράξεως είναι ευμενής για τον ενδιαφερόμενο, η ανάκληση αυτή δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ( 8 ).

33.

Είμαι της γνώμης ότι αυτό ισχύει επίσης για τη μερική ανάκληση βλαπτικής πράξεως. Πράγματι, ακόμη και αν η βλάβη εξακολουθεί να υφίσταται, η μερική ανάκληση της πράξεως είναι ευμενής για τον ενδιαφερόμενο, εφόσον περιορίζει την έκταση της διαφωνίας ή της (των) αιτιάσεως (αιτιάσεων).

2.   Η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783)

34.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση αφορούσε, όπως η υπό κρίση υπόθεση, τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δηλαδή μια καταγγελία της Αθηναϊκής Τεχνικής ΑΕ περί κρατικής ενισχύσεως που το Ελληνικό Δημόσιο φερόταν να έχει χορηγήσει στην κοινοπραξία Hyatt Regency, στο πλαίσιο της δημόσιας συμβάσεως για το «Casino Mont Parnès». Στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, η Επιτροπή αποφάσισε αρχικώς να θέσει στο αρχείο την καταγγελία της Αθηναϊκής Τεχνικής, αλλά, κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422) ( 9 ), ανακάλεσε την απόφασή της περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο και άνοιξε εκ νέου τον φάκελο της υποθέσεως, καλώντας εκ νέου την Αθηναϊκή Τεχνική να προσκομίσει στοιχεία που δείχνουν τη χορήγηση παράνομης κρατικής ενισχύσεως.

35.

Κατά συνέπεια, επανέλαβε εξ αρχής τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως της καταγγελίας της Αθηναϊκής Τεχνικής, αντί να την επαναλάβει από το σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η διαπιστωθείσα με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422), παρανομία, δηλαδή από το σημείο στο οποίο η Επιτροπή έπρεπε να αποφασίσει είτε να διαπιστώσει ότι δεν υφίστατο ενίσχυση είτε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις είτε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 έως 4, και του άρθρου 20, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999.

36.

Πάντως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στο σημείο 101 των προτάσεών του στην υπόθεση Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:492), η Επιτροπή, καλώντας εκ νέου την Αθηναϊκή Τεχνική να προσκομίσει στοιχεία που δείχνουν τη χορήγηση παράνομης ενισχύσεως, την υποχρέωνε να επανέρχεται συνεχώς στην ίδια αφετηρία, δεδομένου ότι, «[α]ν γινόταν δεκτό […] ότι μια τέτοια ανάκληση είναι νόμιμη, τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στην Επιτροπή να αδρανεί, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθόσον […] θα αρκούσε το οικείο θεσμικό όργανο να θέσει στο αρχείο την καταγγελία που κατατίθεται από ενδιαφερόμενο, στη συνέχεια, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής από τον εν λόγω ενδιαφερόμενο, να κινήσει νέα προκαταρκτική έρευνα, και να επαναλάβει τις εν λόγω ενέργειες όσες φορές χρειάζεται, για να εκφύγει η δράση του οποιονδήποτε δικαστικό έλεγχο».

37.

Το Δικαστήριο ρητώς επιδοκίμασε την εν λόγω ανάλυση του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 68 της αποφάσεώς του της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), ότι, «[α]ν η Επιτροπή εδικαιούτο να ανακαλέσει μια πράξη όπως η προσβαλλόμενη πράξη υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα μπορούσε να διαιωνίσει μια κατάσταση αδράνειας κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως κατά τρόπο αντίθετο προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13, παράγραφος 1, και 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 και να αποφύγει κάθε δικαστικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 101 των προτάσεών του, θα αρκούσε το οικείο θεσμικό όργανο να θέσει στο αρχείο την καταγγελία που κατατίθεται από ενδιαφερόμενο, στη συνέχεια, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής από τον εν λόγω ενδιαφερόμενο, να ανακαλέσει την απόφαση περί θέσεως στο αρχείο, να κινήσει εκ νέου το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως και να επαναλάβει τις εν λόγω ενέργειες όσες φορές χρειάζεται, προκειμένου να αποφύγει οποιονδήποτε δικαστικό έλεγχο της δράσεώς του».

38.

Κατά συνέπεια, ακριβώς για να αποφύγει τη δημιουργία μιας τέτοιας καταστάσεως, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καταστρατήγηση διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 70 της ως άνω αποφάσεως, ότι, «[λ]αμβανομένων […] υπόψη των επιταγών της χρηστής διοικήσεως και της ασφαλείας δικαίου, καθώς και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορεί να προβεί στην ανάκληση αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο καταγγελίας αφορώσας ενίσχυση η οποία καταγγέλλεται ως παράνομη, μόνο για να επανορθώσει έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει η εν λόγω απόφαση και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί, κατόπιν μιας τέτοιας ανακλήσεως, να συνεχίσει τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο επήλθε η διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας».

39.

Με βάση τα ανωτέρω, έκρινε, στη σκέψη 74 της αποφάσεως εκείνης, ότι η Επιτροπή δεν εδικαιούτο να προβεί στην ανάκληση της προσβαλλομένης πράξεως και ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο κατήργησε τη δίκη.

40.

Επομένως, με τη σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της συζητήσεως όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το Δικαστήριο έθεσε παρατακτικά δύο προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να είναι νόμιμη η ανάκληση αποφάσεως περί θέσεως καταγγελίας στο αρχείο.

3.   Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

α)  Κυρίως

41.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή, στο πεδίο της ανακλήσεως πράξεων, του κλασικού κανόνα ότι μια βλαπτική πράξη ανακαλείται ελεύθερα πρέπει να αποκλειστεί στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες, κατά την περάτωση της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως καταγγελίας, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση ή δεν διατυπώνονται αντιρρήσεις. Πράγματι, το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 επιβάλλει στην Επιτροπή να λάβει απόφαση κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής.

42.

Toύτων λεχθέντων, από την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο είχε την πρόθεση να επιβάλει νέο κανόνα στο πεδίο της ανακλήσεως των πράξεων για τη μοναδική περίπτωση των αποφάσεων να τεθούν στο αρχείο καταγγελίες περί κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, γραμματική ερμηνεία της σκέψεως 70 της αποφάσεως αυτής υπό την έννοια ότι η πρώτη προϋπόθεση την οποία επιβάλλει, δηλαδή ότι η ανάκληση αποφάσεως δεν χωρεί «que pour réparer une illégalité affectant ladite décision» ( 10 ), θα σήμαινε ότι η ανάκληση είναι αδύνατη για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

43.

Φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή, η οποία θα εμπόδιζε κάθε ανάκληση νόμιμης βλαπτικής πράξεως, είναι υπερβολικά άκαμπτη, λαμβανομένου υπόψη του λόγου που οδήγησε το Δικαστήριο να τάμει τη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), κατά τον τρόπο που το έπραξε στη σκέψη 70 της αποφάσεως αυτής.

44.

Πράγματι, όπως εξέθεσα στα σημεία 36 και 37 των παρουσών προτάσεων, ανακαλώντας την απόφασή της περί θέσεως της καταγγελίας της Αθηναϊκής Τεχνικής στο αρχείο και καλώντας την να υποβάλει εκ νέου παρατηρήσεις, η Επιτροπή, αφενός, παρέτεινε μια κατάσταση αδράνειας σε σχέση με την απορρέουσα από το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 υποχρέωσή της να λάβει απόφαση, δηλαδή είτε να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται η ενίσχυση είτε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις είτε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Αφετέρου, υποχρέωνε την Αθηναϊκή Τεχνική να επανέρχεται συνεχώς στην ίδια αφετηρία, εφόσον η διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως άρχιζε εκ νέου από το μηδέν.

45.

Κρίνοντας, στη σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή μπορεί να προβεί στην ανάκληση αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο καταγγελίας αφορώσας ενίσχυση η οποία καταγγέλλεται ως παράνομη, μόνο για να επανορθώσει έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει η εν λόγω απόφαση», το Δικαστήριο εστίασε στην εν λόγω κατάσταση αδράνειας στην οποία περιήλθε η Επιτροπή, ενώ το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 την υποχρέωνε να λάβει απόφαση. Αυτό προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 64 και 68 της εν λόγω αποφάσεως, όπου το Δικαστήριο ρητώς αναφέρεται στον κίνδυνο «να διαιωνιστεί μια κατάσταση αδράνειας», καθώς και από το σημείο 101 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:492).

46.

Είμαι της γνώμης ότι, βάσει τελολογικής και εύλογης ερμηνείας της σκέψεως 70 της εν λόγω αποφάσεως και βάσει των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στα σημεία 29 έως 33 των παρουσών προτάσεων, νόμιμη απόφαση περί θέσεως καταγγελίας στο αρχείο, ληφθείσα δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, θα μπορούσε να ανακληθεί, εφόσον η ανάκληση αυτή δεν οδηγεί σε κατάσταση αδράνειας της Επιτροπής, πράγμα που δεν θα συμβαίνει όταν η απόφαση αυτή αντικαθίσταται από άλλη απόφαση περί θέσεως καταγγελίας στο αρχείο ή από απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ή ακόμη από απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

47.

Αυτό δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση.

48.

Πράγματι, στην παρούσα υπόθεση, με το επίμαχο έγγραφο, η Επιτροπή ενημέρωσε τη ΔΕΗ για την απόφασή της να μη συνεχίσει την εξέταση της καταγγελίας του 2013, εφόσον η διαιτητική απόφαση, η οποία είχε αντικαταστήσει με νέο τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας το τιμολόγιο το οποίο αφορούσε η καταγγελία του 2012, δεν αποτελούσε μέτρο καταλογιστέο στο κράτος, δεν παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Αλουμίνιον και, κατά συνέπεια, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή δεν αδράνησε κατά τρόπο τέτοιο που να υποχρεώνεται η ΔΕΗ να επανέρχεται συνεχώς στην ίδια αφετηρία ούτε κίνησε εκ νέου το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως.

49.

Κατά συνέπεια, η ανάκληση του επίμαχου εγγράφου ήταν νόμιμη και φρονώ ότι δικαιολογημένα το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, κατήργησε τη δίκη.

β)  Επικουρικώς

50.

Αν το Δικαστήριο απορρίψει την τελολογική ερμηνεία της σκέψεως 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), και εμμείνει σε γραμματική ερμηνεία, πρέπει να εξεταστεί αν, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή προέβη στην ανάκληση του επίμαχου εγγράφου «για να επανορθώσει έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει [το] εν λόγω [έγγραφο] και, αφετέρου, αν δεν μπορεί, κατόπιν μιας τέτοιας ανακλήσεως, να συνεχίσει τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο επήλθε η διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας», πράγμα που συνεπάγεται ανάλυση της επίσημης αποφάσεως.

51.

Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή τροποποίησε το επίμαχο έγγραφο ως προς δύο σημεία, χωρίς όμως να αλλάξει ούτε τον προσανατολισμό ούτε το αποτέλεσμα της αποφάσεώς της.

52.

Πρώτον, η επίσημη απόφαση τροποποίησε τον τύπο τον οποίο είχε περιβληθεί το επίμαχο έγγραφο. Το τελευταίο, το οποίο περιέχει την απόφαση κατά την οποία η διαιτητική απόφαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, είχε τη μορφή εγγράφου υπογεγραμμένου από υπάλληλο της Επιτροπής, ενώ η επίσημη απόφαση ήταν υπογεγραμμένη από το αρμόδιο για τις κρατικές ενισχύσεις μέλος της Επιτροπής.

53.

Δεύτερον, χωρίς να μεταβάλει το αποτέλεσμα της αποφάσεώς της κατά την οποία η διαιτητική απόφαση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, η επίσημη απόφαση τροποποίησε την αιτιολογία του επίμαχου εγγράφου, καθόσον η Επιτροπή εγκατέλειψε την επιχειρηματολογία της ότι η διαιτητική απόφαση δεν ήταν μέτρο καταλογιστέο στο κράτος. Με την επίσημη απόφασή της, η Επιτροπή εξέτασε απλώς, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αν η διαιτητική απόφαση παρέσχε πλεονέκτημα στην Αλουμίνιον.

1) Τροποποίηση του τύπου της αποφάσεως

54.

Όσον αφορά την τροποποίηση του τύπου της αποφάσεως της Επιτροπής κατά την οποία η διαιτητική απόφαση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι, «[ε]φόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση» ( 11 ). Όσον αφορά τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων όπως η ΔΕΗ, το άρθρο 20, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, «[ε]φόσον η Επιτροπή λάβει απόφαση για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της παρασχεθείσας πληροφορίας, αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης αυτής στο ενδιαφερόμενο μέρος» ( 12 ).

55.

Στο σημείο 31 του υπομνήματός της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το επίμαχο έγγραφο πάσχει από έλλειψη νομιμότητας εφόσον δεν έχει περιβληθεί τον τύπο που απαιτεί ο κανονισμός 659/1999 και ότι η ΔΕΗ είχε επίγνωση της εν λόγω τυπικής πλημμέλειας, εφόσον την είχε προβάλει ως πρώτο λόγο ακυρώσεως του επίμαχου εγγράφου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

56.

Ανεξαρτήτως της στενής και γραμματικής ή ευρείας και τελολογικής ερμηνείας της σκέψεως 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), η ανάκληση παράνομης βλαπτικής πράξεως είναι βεβαίως δυνατή προς άρση της εν λόγω παρανομίας. Ο ενδιαφερόμενος δεν δύναται να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση της ισχύος παράνομης πράξεως, εφόσον αυτό θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας προς την οποία οφείλουν να συμμορφώνονται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

57.

Εξάλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι η Επιτροπή δεν επανέλαβε τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο εκείνου κατά το οποίο εμφιλοχώρησε η τυπική πλημμέλεια. Τόσο το επίμαχο έγγραφο όσο και η επίσημη απόφαση περατώνουν το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως.

58.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά την τροποποίηση του τύπου της αποφάσεώς της κατά την οποία η διαιτητική απόφαση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, η επίσημη απόφαση της Επιτροπής τηρεί τις αρχές στις οποίες αναφέρεται το Δικαστήριο με τη σκέψη 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783).

2) Τροποποίηση της αιτιολογίας της αποφάσεως

59.

Όσον αφορά την τροποποίηση της αιτιολογίας της αποφάσεώς της, η Επιτροπή δεν δέχεται ότι η αιτιολογία του επίμαχου εγγράφου πάσχει από έλλειψη νομιμότητας. Μην επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα ότι η διαιτητική απόφαση δεν είναι καταλογιστέα στο κράτος, η Επιτροπή απλώς αποφάσισε να εγκαταλείψει το επιχείρημα αυτό.

60.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και στηριζόμενη στη σκέψη 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783), η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι η ανάκληση του επίμαχου εγγράφου είναι παράνομη, εφόσον η ανάκληση αυτή επιτρέπεται μόνον προς άρση παρανομίας και υπό την προϋπόθεση ότι η ανακλητική πράξη ή πράξη αντικαταστάσεως αναφέρει τη φύση της ελλείψεως νομιμότητας από την οποία πάσχει η ανακαλούμενη πράξη.

61.

Είμαι της γνώμης, για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 40 έως 46 των παρουσών προτάσεων, ότι οι αρχές που διατυπώνονται στη σκέψη 70 της ως άνω αποφάσεως δεν εμπόδιζαν την Επιτροπή να ανακαλέσει το επίμαχο έγγραφο και να τροποποιήσει την αιτιολογία της θέσεως της καταγγελίας της ΔΕΗ στο αρχείο κατά τον τρόπο με τον οποίο το έπραξε, εφόσον η ανάκληση αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα να διαιωνίσει μια κατάσταση αδράνειας εκ μέρους της Επιτροπής και έτσι να υποχρεώσει τη ΔΕΗ να επανέρχεται συνεχώς στην ίδια αφετηρία ( 13 ).

62.

Η επίσημη απόφαση όχι μόνο περατώνει τη διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, αλλά κινείται στην ίδια κατεύθυνση με το επίμαχο έγγραφο και παρέχει στη ΔΕΗ μια συλλογιστική προδήλως πιο λεπτομερή και ενδελεχή από εκείνη που περιλαμβάνεται στο επίμαχο έγγραφο ως προς την έλλειψη πλεονεκτήματος. Έτσι, η επίσημη απόφαση τηρεί την αρχή της χρηστής διοικήσεως την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 41, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο γ’, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

63.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή κατά της επίσημης αποφάσεως, που αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑352/15), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο της δίκης αυτής, η ΔΕΗ θα έχει την ευκαιρία να προβάλει ότι η Επιτροπή έπρεπε να δώσει διαφορετική συνέχεια στις καταγγελίες της. Υπό την έννοια αυτή, δεν υπάρχει καμία παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

64.

Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα της ΔΕΗ ότι η ανάκληση της επίμαχης αποφάσεως είχε ως συνέπεια να της στερήσει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αδυναμία καταλογισμού της διαιτητικής αποφάσεως στο κράτος, όπως η Επιτροπή την επικαλείται στο έγγραφο αυτό.

65.

Επισημαίνω συναφώς ότι, στην πραγματικότητα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση κρατικής ενισχύσεως πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς ( 14 ), η τροποποίηση της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής να μη δώσει συνέχεια στις καταγγελίες της ΔΕΗ ουδόλως τη θίγει, εφόσον, με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή περιόρισε την έκταση της αναλύσεως των δύο κριτηρίων σε ένα και μόνο κριτήριο, δηλαδή σε αυτό της υπάρξεως πλεονεκτήματος. Υπό την έννοια αυτή, η μερική ανάκληση της βλαπτικής πράξεως ευνοεί τη ΔΕΗ και δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

66.

Η απάντηση θα μπορούσε ίσως να είναι διαφορετική αν, κατόπιν ενδεχόμενης ακυρώσεως της επίσημης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέδιδε νέα απόφαση στο ίδιο πνεύμα με την επίσημη απόφαση και στηριζόμενη στην αδυναμία καταλογισμού της διαιτητικής αποφάσεως στο κράτος. Πάντως, αυτό δεν έχει (ακόμη) συμβεί στην παρούσα υπόθεση και δεν μπορεί να κριθεί στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως.

67.

Επαλλήλως, προσθέτω ότι, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα της ΔΕΗ δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν ακόμη και βάσει λίαν αυστηρής και γραμματικής ερμηνείας της σκέψεως 70 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783). Πρώτον, έλαβε χώρα ανάκληση του επίμαχου εγγράφου προς άρση μιας παρανομίας, δηλαδή της τυπικής πλημμέλειας. Δεύτερον, με την έκδοση της επίσημης αποφάσεως κατόπιν της ανακλήσεως του επίμαχου εγγράφου, η Επιτροπή δεν επανέλαβε τη διαδικασία από στάδιο προγενέστερο του συγκεκριμένου χρονικού σημείου στο οποίο εμφιλοχώρησε η τυπική πλημμέλεια.

68.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ανάκληση της αποφάσεως περί θέσεως καταγγελίας στο αρχείο προς άρση παρανομίας χωρίς επανάληψη της διαδικασίας από στάδιο προγενέστερο του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρανομία δεν καθίσταται παράνομη αν, στη νέα πράξη, ο συντάκτης της τροποποίησε την αιτιολογία προς κατεύθυνση ευνοϊκή για τον ενδιαφερόμενο.

VI. Πρόταση

69. 

Για τους λόγους αυτούς και χωρίς να θίγεται η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) «[…] the State does not seem to have had the possibility to dictate the decision of the arbitration tribunal».

( 3 ) Από τον Οκτώβριο του 2015, ο κανονισμός αυτός έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Στις παρούσες προτάσεις, θα αναφέρομαι στην κωδικοποιημένη έκδοση του κανονισμού 659/1999, η οποία ίσχυε κατά την ημερομηνία του επίμαχου εγγράφου, δηλαδή στις 12 Ιουνίου 2014.

( 4 ) Βλ. Craig, P., EU Administrative Law, 2η έκδ., Oxford University Press, 2012, κεφάλαιο 16.

( 5 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1957, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως (7/56 και 3/57 έως 7/57, EU:C:1957:7)· της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (42/59 και 49/59, EU:C:1961:5)· της 13ης Ιουλίου 1965, Lemmerz-Werke κατά Ανωτάτης Αρχής (111/63, EU:C:1965:76), και της 22ας Σεπτεμβρίου 1983, Verli-Wallace κατά Επιτροπής (159/82, EU:C:1983:242, σκέψη 8).

( 6 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Herpels κατά Επιτροπής (54/77, EU:C:1978:45, σκέψη 38)· της 3ης Μαρτίου 1982, Alpha Steel κατά Επιτροπής (14/81, EU:C:1982:76, σκέψη 10)· της 26ης Φεβρουαρίου 1987, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής (15/85, EU:C:1987:111, σκέψη 12), και της 17ης Απριλίου 1997, de Compte κατά Κοινοβουλίου (C‑90/95 P, EU:C:1997:198, σκέψη 35).

( 7 ) Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783, σκέψη 60). Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, σημείο 80 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:492).

( 8 ) Βλ. Craig, P., όπ.π., σ. 558.

( 9 ) Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Αθηναϊκή Τεχνική άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως μη παράγουσας έννομα αποτελέσματα και, επομένως, μη δυνάμενης να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, αναίρεσε τη διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2009, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (T‑94/05 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:471), και ανέπεμψε στο Γενικό Δικαστήριο την υπόθεση προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του αιτήματος της Αθηναϊκής Τεχνικής περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής να θέσει στο αρχείο την καταγγελία της Αθηναϊκής Τεχνικής.

( 10 ) Πιστή μετάφραση του ελληνικού κειμένου της εν λόγω αποφάσεως –δεδομένου ότι η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα διαδικασίας στην υπόθεση εκείνη– το οποίο αναφέρει ότι η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει μια τέτοια απόφαση «μόνο για να επανορθώσει έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει η εν λόγω απόφαση». Η υπογράμμιση είναι δική μου.

( 11 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 12 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 13 ) Βλ. την παραστατική έκφραση του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στο σημείο 101 των προτάσεών του στην υπόθεση Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:492). Βλ., επίσης, σημεία 36 και 37 των παρουσών προτάσεων.

( 14 ) Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να μπορέσει ένα μέτρο, ως κρατική ενίσχυση, να εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει, πρώτον, να συνίσταται σε παρέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων (προϋπόθεση που είναι επίμαχη εν προκειμένω)· δεύτερον, να είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών· τρίτον, να παρέχει πλεονέκτημα στον αποδέκτη του (προϋπόθεση η οποία συντρέχει στην αιτιολογία της επίσημης αποφάσεως) και, τέταρτον, να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, οι δε προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Βλ., στο πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 16ης Απριλίου 2015, Τράπεζα Eurobank Ergasias (C‑690/13, EU:C:2015:235, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).