29.3.2016 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 111/26 |
Αναίρεση που άσκησε στις 16 Δεκεμβρίου 2015 ο DD κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 8 Οκτωβρίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-106/13 και F-25/14 DD κατά FRA
(Υπόθεση T-742/15 P)
(2016/C 111/32)
Γλώσσα διαδικασίαςse: English
Διάδικοι
Αναιρεσείων: DD (Βιέννη, Αυστρία) (εκπρόσωποι: L. Levi και M. Vandenbussche, δικηγόροι)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA)
Αιτήματα
Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει εν μέρει την απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-106/13 και F-25/14 της 8ης Οκτωβρίου 2015· |
— |
κατά συνέπεια:
|
— |
να καταδικάσει τον FRA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων προβάλλει δύο λόγους.
1. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξετάζοντας μόνον τον διαδικαστικό λόγο ακυρώσεως περί ελλείψεως ακροάσεως που είχε ως συνέπεια την ακύρωση τόσο της αποφάσεως περί επιπλήξεως όσο και της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως και αρνούμενο να εξετάσει όλους τους άλλους λόγους που προβλήθηκαν στην προσφυγή. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προέβη σε ελλιπή εξέταση των πραγματικών περιστατικών, υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σε παραβίαση της αρχής της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, σε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. |
2. |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί μη υλικής ζημίας σε σχέση τόσο με την απόφαση περί επιπλήξεως όσο και με την απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεως.
|
(1) Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ 2000, L 180, σ. 22).