1.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 178/17


Προσφυγή της 12ης Μαρτίου 2015 — Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-122/15)

(2015/C 178/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank (Καρλσρούη, Γερμανία) (εκπρόσωποι: A. Glos, K. Lackhoff και M. Benzing, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της 5ης Ιανουαρίου 2015 (αριθ. ECB/SSM/15/1 — 0SK1ILSPWNVBNQWU0W18/3) που διατάσσει τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αντικαταστάσεως της αποφάσεως της ΕΚΤ της 1ης Σεπτεμβρίου 2014 (αριθ. ECB/SSM/14/1 — 0SK1ILSPWNVBNQWU0W18/1)·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από εφαρμογή εσφαλμένου κριτηρίου ελέγχου από την ΕΚΤ κατά την εκτίμηση ειδικών περιστάσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε τέσσερα διαφορετικά και ασυμβίβαστα μεταξύ τους κριτήρια ελέγχου για να εκτιμήσει κατά πόσον η προσφεύγουσα, παρότι πληροί το κριτήριο του μεγέθους, έπρεπε να χαρακτηριστεί λόγω ειδικών περιστάσεων ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, εδάφιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 (1) σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 (2). Καθένα από αυτά τα κριτήρια ελέγχου είναι αυτό καθεαυτό εσφαλμένο.

Η προσφεύγουσα διατείνεται επίσης ότι, βάσει του άρθρου 70 , παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 περί της υπάρξεως ειδικών περιστάσεων, έχει καθοριστική σημασία να συντρέχουν «ιδιαίτερες και πραγματικές συνθήκες» που να καθιστούν «ακατάλληλο» τον χαρακτηρισμό ως σημαντικό ίδρυμα και, συνακόλουθα, την συγκεντρωτική εποπτεία από την ΕΚΤ. Κατά την προσφεύγουσα, ο χαρακτηρισμός ενός ιδρύματος ως σημαντικού βάσει μόνον του κριτηρίου του μεγέθους είναι «ακατάλληλος» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, όταν δεν είναι απαραίτητος για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού 468/2014, ενώ η εποπτεία από την αρμόδια εθνική αρχή, υπό την μακροοικονομική προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ, θα αρκούσε για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

Στο πλαίσιο αυτού του λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβλεψε το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως σημαντικού ιδρύματος, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της ακροάσεως και της διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου επανεξετάσεως, δεν είναι σε καμία περίπτωση απαραίτητος για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού 1024/2013, και ότι ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως σημαντικού ιδρύματος δεν συνάδει με τις αρχές του κανονισμού 1024/2013. Η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι δεν συνέτρεχαν ειδικές περιστάσεις είναι προδήλως εσφαλμένη.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ενδογενώς ασυνάρτητη και αντιφατική. Η ΕΚΤ παραθέτει συνολικά τέσσερα κριτήρια ελέγχου, τα οποία είναι ασύνδετα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτουν με σαφήνεια από αυτήν Αντιθέτως, οι παρατηρήσεις της ΕΚΤ περιορίστηκαν σε απλές εικασίες και αρνήσεις.

Επίσης, η απόφαση εσφαλμένως δεν λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ δεν τεκμηριώνει τον λόγο για τον οποίο οι νομικές και πραγματικές περιστάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν το τεκμήριο του άρθρου 6, παράγραφος 4, εδάφιο 2, του κανονισμού 1024/2013.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας λόγω παράνομης ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας.

Στο πλαίσιο αυτού του λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση να ασκεί την παρεχόμενη σε αυτή, βάσει των άρθρων 6, παράγραφος 4, εδάφιο 2, του κανονισμού 1024/2013 και 70 του κανονισμού 468/2014, διακριτική της ευχέρεια κατά περίπτωση. Συνεπώς, η ΕΚΤ προέβη σε κατάχρηση εξουσίας.

5.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως εξετάσεως και συνεκτιμήσεως όλων των σχετικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει και να συνεκτιμήσει, επιμελώς και αμερολήπτως, όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Συγκεκριμένα, παρέλειψε να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, σ. 63).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Απριλίου 2014 που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ L 141, σ. 1)