ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2018 ( *1 )

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις γαλλικές αρχές στην EDF – Χαρακτηρισμός ως εισφοράς κεφαλαίου λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσεως – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά – Δεδικασμένο – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή»

Στην υπόθεση T-747/15,

Électricité de France (EDF), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον M. Debroux, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. de Bergues, D. Colas και την J. Bousin και, στη συνέχεια, από τον D. Colas και την J. Bousin,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους É. Gippini Fournier, B. Stromsky και D. Recchia,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των άρθρων 1 έως 5 της αποφάσεως (ΕΕ) 2016/154 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002) – Κεφαλαιοποίηση των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της EDF (ΕΕ 2016, L 34, σ. 152),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, V. Kreuschitz και N. Półtorak, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Εισαγωγή

1

Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2002 (ΕΕ 2002, C 280, σ. 8, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σχετικά με το πλεονέκτημα από τη μη καταβολή του φόρου εταιριών που όφειλε η προσφεύγουσα, Électricité de France (EDF), κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της το 1997, για μέρος των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης (στο εξής: ΔΜΥΤ) και οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως εισφορά κεφαλαίου.

2

Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ 2005, L 49, σ. 9, στο εξής: αρχική απόφαση), η Επιτροπή κήρυξε το μέτρο ενισχύσεως του οποίου είχε επωφεληθεί η EDF ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και ζήτησε την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως, πλέον τόκων. Το ποσό της ενισχύσεως επεστράφη στη Γαλλική Δημοκρατία τον Φεβρουάριο 2004.

3

Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής (Τ-156/04, στο εξής: απόφαση στην υπόθεση T-156/04, EU:T:2009:505), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 3 και 4 της αρχικής αποφάσεως. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Γαλλική Δημοκρατία κατέβαλε εκ νέου στην EDF το ποσό που της είχε επιστραφεί.

4

Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C-124/10 P, στο εξής: απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, EU:C:2012:318), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04.

5

Η Επιτροπή επεξέτεινε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως με απόφαση της 2ας Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, C 186, σ. 73), με την οποία απηύθυνε πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση περί επεκτάσεως της διαδικασίας).

6

Με την απόφαση (ΕΕ) 2016/154, της 22ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002) – Κεφαλαιοποίηση των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της EDF (ΕΕ 2016, L 34, σ. 152, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή, για μία ακόμη φορά, κήρυξε εκ νέου ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά το μέτρο ενισχύσεως του οποίου είχε επωφεληθεί η EDF και ζήτησε την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως, πλέον τόκων. Το ποσό της ενισχύσεως επεστράφη στη Γαλλική Δημοκρατία στις 13 Οκτωβρίου 2015.

7

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 22 Δεκεμβρίου 2015, η EDF άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Β. Επί της δικαιούχου της ενισχύσεως

8

Η EDF συστάθηκε δυνάμει του νόμου 46‑628, της 8ης Απριλίου 1946, περί εθνικοποιήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου (JORF της 9ης Απριλίου 1946, σ. 2651), με το άρθρο 1 του οποίου εθνικοποιήθηκε η παραγωγή, η μεταφορά, η διανομή, η εισαγωγή και η εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία. Ο νόμος αυτός ανέθεσε τη διαχείριση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού σε εθνική δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Electricité de France (EDF), Service national».

9

Το άρθρο 16 του νόμου 46‑628 προέβλεπε ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που μεταβιβάστηκαν στην EDF συνιστούσε το κεφάλαιό της, αποτελούσε εθνική περιουσία, ήταν αναπαλλοτρίωτη και, σε περίπτωση απωλειών εκμεταλλεύσεως, έπρεπε να ανασυσταθεί βάσει των αποτελεσμάτων των μεταγενέστερων χρήσεων. Κατά το άρθρο 1 του διατάγματος 56‑493, της 14ης Μαΐου 1956, περί των εισφορών κεφαλαίου στην EDF (JORF της 19ης Μαΐου 1956, σ. 4613), οι εν λόγω εισφορές κεφαλαίου υπέκειντο στους κανόνες που ορίζει το άρθρο 16 του εν λόγω νόμου. Βάσει του άρθρου 2 του ιδίου διατάγματος, για τις εισφορές αυτές αποδίδονταν στο κράτος τόκοι και μέρισμα.

10

Δυνάμει του νόμου 46‑628, η EDF ήταν από την ίδρυσή της, και εξακολουθούσε να είναι το 1997, εθνική δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα μη υπαγόμενη στις διατάξεις που διέπουν τις ανώνυμες εταιρίες. Ο νόμος 2004‑803, της 9ης Αυγούστου 2004, σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (JORF της 11ης Αυγούστου 2004, σ. 14256), τροποποίησε το καθεστώς αυτό, προβλέποντας, με το άρθρο 24 αυτού, ότι η EDF, της οποίας άνω του 70 % του κεφαλαίου έπρεπε να ανήκει στο Δημόσιο, θα διεπόταν από τους ισχύοντες για τις ανώνυμες εταιρίες νόμους, πλην αντίθετων νομοθετικών διατάξεων. Το άρθρο 47 του νόμου αυτού προβλέπει επίσης τη μεταγενέστερη μετατροπή της δημόσιας επιχειρήσεως EDF σε ανώνυμη εταιρία, με την επιφύλαξη της δημοσιεύσεως διατάγματος σχετικά με το νέο καθεστώς της. Το άρθρο 46 του ίδιου νόμου διευκρινίζει ότι ο ισολογισμός της εταιρίας EDF την 31η Δεκεμβρίου 2004 θα καταρτιζόταν με βάση τον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2003 και τον λογαριασμό αποτελεσμάτων για τη χρήση 2004 της δημόσιας επιχειρήσεως EDF.

11

Η EDF μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος 2004‑1224, της 17ης Νοεμβρίου 2004, περί του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας EDF (JORF της 19ης Νοεμβρίου 2004, σ. 19505). Το καταστατικό που τίθεται ως παράρτημα του εν λόγω διατάγματος προβλέπει ότι η EDF αποτελεί στο εξής ανώνυμη εταιρία που θα διέπεται από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις εμπορικές εταιρίες, και ιδίως από τον εμπορικό κώδικα, στον βαθμό που δεν προβλέπονται παρεκκλίσεις με ειδικότερες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι όροι του καταστατικού.

12

Το άρθρο 6 του καταστατικού της EDF προβλέπει ότι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, που αρχικά ανήκε εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, ορίζεται στο ποσό των 8,129 δισεκατομμυρίων ευρώ, διαιρούμενο σε 1625800000 μετοχές αξίας 5 ευρώ εκάστη. Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας ανώνυμης εταιρίας EDF ορίσθηκε τον Νοέμβριο του 2004 σε ποσό ίσο προς το κεφάλαιο και τις εισφορές κεφαλαίου της δημόσιας επιχειρήσεως οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα EDF που είχαν συσσωρευθεί μέχρι τότε, ήτοι σε 8,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Το εν λόγω ποσό κεφαλαίου και εισφορών κεφαλαίου προέκυψε κατ’ εφαρμογήν του νόμου 97-1026, της 10ης Νοεμβρίου 1997, περί διαφόρων μέτρων οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα (JORF της 11ης Νοεμβρίου 1997, σ. 16387) και παρέμεινε αμετάβλητο από το 1997 έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

13

Ο νόμος 2004-803 και το καταστατικό της EDF προβλέπουν περαιτέρω ότι το Δημόσιο πρέπει να κατέχει οπωσδήποτε άνω του 70 % του κεφαλαίου της εταιρίας. Τον Νοέμβριο του 2005, νέες μετοχές της EDF εισήχθησαν στο Euronext με ανοικτή δημόσια προσφορά (στο εξής: OPO) και κατ’ αυτόν τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής στο κεφάλαιο της EDF και σε άλλους μετόχους εκτός από το Δημόσιο.

Γ. Επί της δημιουργίας λογιστικών προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ

14

Σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 46-628, το σύνολο των εθνικοποιημένων παραχωρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρθηκε στην EDF. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του ιδίου νόμου, για τις παραχωρήσεις αυτές, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται να τηρεί μια πρότυπη συγγραφή υποχρεώσεων. Οι διάφορες παραχωρήσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες μεταβιβάστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο από το Δημόσιο στην EDF, ενοποιήθηκαν το 1958 σε μια ενιαία παραχώρηση που καλείται ΔΜΥΤ.

15

Ελλείψει ειδικών κανόνων λογιστικής για τις παραχωρήσεις, η EDF θεώρησε, ήδη από το 1946, ότι ήταν κυρία των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το ΔΜΥΤ και τα ενέγραψε στο ενεργητικό του ισολογισμού της.

16

Βάσει του άρθρου 8 της συγγραφής υποχρεώσεων που εγκρίθηκε με το διάταγμα 56-1225, της 28ης Νοεμβρίου 1956, η EDF ήταν υποχρεωμένη να εκτελεί ιδίαις δαπάναις όλες τις εργασίες συντηρήσεως και ανανεώσεως που απαιτούνται για την άρτια κατάσταση λειτουργίας των έργων της παραχωρήσεως.

17

Το 1987, μετά από τροποποίηση του γενικού λογιστικού σχεδίου, η οποία έλαβε χώρα το 1982 και η οποία προέβλεπε ειδικούς κανόνες για τα περιουσιακά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέλθουν στο Δημόσιο κατά τη λήξη της παραχωρήσεως, η EDF τροποποίησε τη λογιστική πρακτική της για τα στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ, τα οποία μέχρι τότε θεωρούνταν ίδια στοιχεία ενεργητικού και κατέταξε τα εν λόγω στοιχεία στη θέση του ισολογισμού «Στοιχεία ενεργητικού υπό παραχώρηση». Η EDF εφάρμοσε στα ως άνω στοιχεία ενεργητικού τους ειδικούς λογιστικούς κανόνες που ισχύουν στη Γαλλία για τα υπό παραχώρηση στοιχεία ενεργητικού, τα οποία πρέπει να επιστρέφονται στο Δημόσιο κατά τη λήξη της παραχωρήσεως, και δημιούργησε, με φοροαπαλλαγή, προβλέψεις για την ανανέωση του ΔΜΥΤ.

18

Σε έκθεση του 1994, το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι, εφόσον υπάρχει ένας μοναδικός και μόνιμος παραχωρησιούχος του Δημοσίου ο οποίος ορίζεται από τον νόμο, όπως η EDF, ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία ενεργητικού τα οποία αποτελούν το ΔΜΥΤ έπρεπε να επανέλθουν στο Δημόσιο κατά τη λήξη της παραχωρήσεως, σε αντίθεση με τα ίδια στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ που ανήκουν στην EDF. Με άλλα λόγια, η τροποποίηση του ισολογισμού από την EDF το 1987, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλέψεων με φοροαπαλλαγή, δεν φαινόταν δικαιολογημένη κατά την άποψη του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ως εκ τούτου, αναλήφθηκαν ενέργειες τακτοποιήσεως της καταστάσεως της EDF από την επιχείρηση και τις εποπτικές αρχές.

19

Το 1997, η EDF είχε στους λογαριασμούς της δύο είδη προβλέψεων που είχαν δημιουργηθεί με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ: οι μη χρησιμοποιηθείσες μέχρι τότε προβλέψεις ύψους 38,5 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF) και τα δικαιώματα του παραχωρούντος, τα οποία αφορούσαν ήδη υλοποιηθείσες εργασίες ανανεώσεως, ύψους 18,345 δισεκατομμυρίων FRF.

Δ. Επί της αναταξινομήσεως των λογιστικών προβλέψεων

20

Ο νόμος 97-1026 διασαφήνισε το καθεστώς των στοιχείων ενεργητικού που αποτελούν το ΔΜΥΤ. Το άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«I.

Τα έργα του ΔΜΥΤ βρίσκονται στην κυριότητα της EDF κατόπιν της παραχωρήσεως του δικτύου αυτού στην εν λόγω εταιρία.

ΙΙ.

Για την εφαρμογή των διατάξεων του σημείου I την 1η Ιανουαρίου 1997, το ποσό που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ, όπως αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού της EDF, καταχωρίζεται, μη περιλαμβανομένων των αντίστοιχων διαφορών αναπροσαρμογής, στη θέση “Εισφορές κεφαλαίου” […]».

21

Δεν αμφισβητείται ότι η προσφυγή στον νόμο ήταν επιβεβλημένη για κάθε πράξη που αφορούσε το κεφάλαιο της EDF, δεδομένου ότι, πράγματι, στην ισχύουσα μορφή του το 1997, το άρθρο 16 του νόμου 46-628 προέβλεπε ότι το κεφάλαιο της EDF ήταν αναπαλλοτρίωτο και αποτελούσε εθνική περιουσία. Συνεπώς, οι εισφορές στο κεφάλαιο της EDF που προέκυψαν από την αναταξινόμηση των προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ υπέκειντο, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, σε αυτόν τον νόμο.

22

Ο νόμος 97-1026 καθορίζει την κυριότητα των στοιχείων ενεργητικού του ΔΜΥΤ. Ο ισολογισμός της EDF αναδιαρθρώθηκε με τον ίδιο νόμο. Οι προβλέψεις που δημιουργήθηκαν από την EDF κατά το διάστημα από το 1987 έως το 1996 για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, ενόψει της επιστροφής αυτών των στοιχείων ενεργητικού στο Δημόσιο, ανεξάρτητα από το αν είχαν χρησιμοποιηθεί, καθίστανται άνευ αντικειμένου, εάν η κυριότητα των στοιχείων ενεργητικού του ΔΜΥΤ θεωρηθεί ότι ανήκει στην EDF.

23

Σε έγγραφο του Υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας, του Υφυπουργού Προϋπολογισμού και του Υφυπουργού Βιομηχανίας, το οποίο εστάλη στην EDF στις 22 Δεκεμβρίου 1997 (στο εξής: έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997), εξηγείται, στο παράρτημα 1, η αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του νόμου 97-1026:

«Αναταξινόμηση των “δικαιωμάτων του παραχωρούντος” (18345563605 FRF):

ενσωμάτωση στις εισφορές κεφαλαίου του ποσού που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ ύψους 14119065335 FRF·

ομαδοποίηση των διαφορών αναπροσαρμογής του ΔΜΥΤ του 1959 (2425 [εκατομμύρια] FRF) και του 1976 (μη αποσβέσιμα πάγια στοιχεία ενεργητικού: 97 [εκατομμύρια FRF]) με το κονδύλιο “Διαφορές αναπροσαρμογής ΔΜΥΤ”, το ύψος του οποίου ανέρχεται πλέον από 1720 [εκατομμύρια] FRF σε 4145 [εκατομμύρια] FRF·

ομαδοποίηση των νομοθετικά καθοριζόμενων προβλέψεων που σχετίζονται με την αναπροσαρμογή των αποσβέσιμων πάγιων στοιχείων ενεργητικού του 1976 (1704 [εκατομμύρια FRF]), με αποτέλεσμα το κονδύλιο να ανέρχεται πλέον από 877 [εκατομμύρια FRF] σε 2581 [εκατομμύρια. FRF]·

αναταξινόμηση των προβλέψεων για ανανέωση που κατέστησαν αδικαιολόγητες (38520943408 FRF) με μεταφορά στο επόμενο έτος, κατ’ εφαρμογήν της γνωμοδοτήσεως του εθνικού συμβουλίου λογιστικής 97-06 της 18ης Ιουνίου 1997 σχετικά με τις λογιστικές μεταβολές.»

24

Στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές ακολούθησαν τη γνωμοδότηση 97-06 της 18ης Ιουνίου 1997 του εθνικού συμβουλίου λογιστικής (CNC), σχετικά με την αλλαγή λογιστικών μεθόδων, την αλλαγή αποτιμήσεων, την αλλαγή φορολογικών επιλογών και τη διόρθωση σφαλμάτων (στο εξής: γνωμοδότηση του εθνικού συμβουλίου λογιστικής), η οποία ορίζει ιδίως ότι οι διορθώσεις λογιστικών σφαλμάτων, τα οποία, από τη φύση τους, αφορούν τη λογιστική καταχώριση πράξεων του παρελθόντος «καταχωρίζονται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσεως εκείνης κατά την οποία διαπιστώθηκαν».

25

Σύμφωνα με τον νόμο 97-1026 και το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997, οι διαφορές αναπροσαρμογής μεταφέρθηκαν στη θέση «ίδια κεφάλαια» χωρίς φορολογικές συνέπειες, διότι αντιστοιχούσαν σε υπεραξία των αναπροσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν με φοροαπαλλαγή ή υπό καθεστώς φορολογικής ουδετερότητας δυνάμει των νόμων περί αναπροσαρμογής του 1959 και του 1976.

Ε. Επί των φορολογικών συνεπειών της αναταξινομήσεως των λογιστικών προβλέψεων

26

Στο παράρτημα 3 του εγγράφου της 22ας Δεκεμβρίου 1997 διαλαμβάνονται επίσης οι φορολογικές συνέπειες της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF. Διαπιστώνεται μεταβολή του καθαρού ενεργητικού με την αναταξινόμηση στο επόμενο έτος των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων για ανανέωση, ύψους 38,5 δισεκατομμυρίων FRF, η οποία υπόκειται σε φόρο εταιριών με συντελεστή 41,66 % ο οποίος ίσχυε το 1997. Έτσι, οι μη χρησιμοποιηθείσες ακόμη προβλέψεις ύψους 38,5 δισεκατομμυρίων FRF φορολογήθηκαν από τις γαλλικές αρχές. Ωστόσο, από το κείμενο του εν λόγω παραρτήματος φαίνεται ότι δεν επιβλήθηκε φόρος στο μέρος των προβλέψεων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, το οποίο αντιστοιχεί στα δικαιώματα του παραχωρούντος, συστάθηκε επίσης με φοροαπαλλαγή και καταχωρίστηκε στον ισολογισμό ως εισφορά κεφαλαίου.

27

Σε σημείωμα της γενικής διευθύνσεως φορολογίας της 9ης Απριλίου 2002 (στο εξής: σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002), το οποίο απηύθυναν στην Επιτροπή οι γαλλικές αρχές, αναφέρεται συναφώς ότι «τα δικαιώματα του παραχωρούντος που συνδέονται με το ΔΜΥΤ αποτελούν αχρεώστητη οφειλή, η οποία, με την ενσωμάτωσή της στο κεφάλαιο, απαλλάχθηκε από φόρο με αδικαιολόγητο τρόπο» και ότι «το απόθεμα αυτό έπρεπε, πριν από την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο, να μεταφερθεί από το παθητικό της επιχειρήσεως, όπου είχε εγγραφεί εσφαλμένα, σε έναν λογαριασμό καθαρής θέσης, με αποτέλεσμα τη θετική μεταβολή του καθαρού φορολογητέου ενεργητικού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 38‑2» του γενικού φορολογικού κώδικα. Οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν ότι «το φορολογικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο [το 1997 από την EDF] μπορεί να εκτιμηθεί σε 5,88 δισεκατομμύρια FRF (14,119 × 41,66 %)».

ΣΤ. Επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας

28

Με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σχετικά με το πλεονέκτημα που προκύπτει από τη μη καταβολή από την EDF του φόρου εταιριών ο οποίος οφειλόταν κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της το 1997 επί του μέρους των προβλέψεων που αντιστοιχεί στα δικαιώματα του παραχωρούντος.

29

Πρέπει να τονισθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατά το μέτρο που ούτε το Δικαστήριο ούτε το Γενικό Δικαστήριο έκριναν ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ήταν παράνομη, αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας τελικής αποφάσεως, ήτοι της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Ζ. Επί της αρχικής αποφάσεως της Επιτροπής

30

Με την αρχική απόφαση, η Επιτροπή κήρυξε το μέτρο ενισχύσεως του οποίου είχε επωφεληθεί η EDF ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και ζήτησε την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως, πλέον τόκων.

31

Από την αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή προς στήριξη της αρχικής αποφάσεως, πρέπει να επισημανθούν ειδικότερα τα εξής:

«95.

Οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται […] ότι η λογιστική μεταρρύθμιση του 1997 ισοδυναμεί με συμπληρωματική χορήγηση κεφαλαίων, το ύψος των οποίων ισούται με τη μερική φοροαπαλλαγή. Επομένως, από την πλευρά τους, πρόκειται για επένδυση και όχι για ενίσχυση. Ισχυρίζονται επίσης ότι κατά το διάστημα 1987-1996, η EDF κατέβαλε συνολικά στο κράτος ποσό υψηλότερο από τον φόρο εταιρειών που θα είχε καταβάλει μία εταιρεία του κοινού εμπορικού δικαίου, η οποία δεν θα είχε δημιουργήσει προβλέψεις για την ανανέωση του [ΔΜΥΤ] και θα είχε καταβάλει στους μετόχους της μέρισμα ίσο με 37,5 % του καθαρού αποτελέσματος μετά τους φόρους.

96.

Η Επιτροπή αναγκάζεται να απορρίψει τα επιχειρήματα αυτά υπενθυμίζοντας ότι η αρχή του [ιδιώτη] επενδυτή ισχύει μόνον στο πλαίσιο της άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων και όχι στο πλαίσιο της άσκησης ρυθμιστικών εξουσιών. Μία δημόσια αρχή δεν μπορεί να επικαλείται το επιχείρημα των τυχόν οικονομικών οφελών που θα μπορούσε να αποκομίσει ως κύριος μίας επιχείρησης για να αιτιολογήσει τη χορήγηση μίας ενίσχυσης, κατά διακριτικό τρόπο μέσω των προνομίων που διαθέτει ως δημοσιονομική αρχή έναντι της ίδιας επιχείρησης.

97.

Πράγματι, μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί, εκτός από την άσκηση των καθηκόντων του ως δημόσιας εξουσίας, να ενεργεί και ως μέτοχος, δεν μπορεί ωστόσο να συγχέει τα καθήκοντα του κράτους που ασκεί δημόσια εξουσία και εκείνα του κράτους-μετόχου. Εάν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τα προνόμιά τους άσκησης δημόσιας εξουσίας για την εξυπηρέτηση των επενδύσεών τους σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε απελευθερωμένες αγορές, οι κοινοτικοί κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις θα έχαναν πλήρως τη σημασία τους. Εξάλλου, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 295, η Συνθήκη τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στην κυριότητα του κεφαλαίου, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Δεν θα υπήρχε, όμως, ίση μεταχείριση δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εάν το κράτος χρησιμοποιούσε προς όφελος των επιχειρήσεων στις οποίες είναι μέτοχος, τα προνόμιά του άσκησης δημόσιας εξουσίας.»

Η. Επί της αποφάσεως στην υπόθεση T‑156/04

32

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003.

33

Με την απόφαση στην υπόθεση T‑156/04, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 3 και 4 της αρχικής αποφάσεως.

34

Στις σκέψεις 233 έως 237 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, προκειμένου να κριθεί αν η Επιτροπή όφειλε ή όχι να εξετάσει την παρέμβαση του Γαλλικού Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, έπρεπε να διαπιστωθεί εάν η εν λόγω παρέμβαση αποτελούσε, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του αντικειμένου της καθώς και του σκοπού που επιδιώκει, επένδυση δυνάμενη να πραγματοποιηθεί από ιδιώτη επενδυτή και, ως εκ τούτου, πραγματοποιήθηκε από το Δημόσιο ως επιχειρηματία που ενεργεί όπως ένας ιδιώτης επενδυτής, ή εάν αποτελούσε παρέμβαση του Δημοσίου με άσκηση δημόσιας εξουσίας και συνεπώς αποκλείεται η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο δεν πρέπει να εξεταστεί μόνο βάσει της μορφής του, δεδομένου ότι το γεγονός ότι η παρέμβαση έγινε διά νόμου δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να επιδιώκει η παρέμβαση του Δημοσίου στο κεφάλαιο επιχειρήσεως οικονομικό σκοπό τον οποίο θα μπορούσε επίσης να επιδιώκει ιδιώτης επενδυτής.

35

Στις σκέψεις 240 έως 242 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα «δικαιώματα του παραχωρούντος» ύψους 14,119 δισεκατομμυρίων FRF είχαν περιληφθεί άμεσα στη θέση για τις εισφορές κεφαλαίου χωρίς μεταφορά στον λογαριασμό αποτελεσμάτων. Υπογράμμισε ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι μόνη η μη φορολόγηση των εν λόγω δικαιωμάτων πριν την εισφορά κεφαλαίου συνιστούσε κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι όλοι οι διάδικοι συνομολογούσαν ότι οφειλόταν φόρος επί του ποσού των 14,119 δισεκατομμυρίων FRF πριν από την καταχώρισή του στη θέση «Εισφορά κεφαλαίου».

36

Στις σκέψεις 243 έως 245 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4 του νόμου 97-1026, το οποίο σκοπό είχε την αναμόρφωση του ισολογισμού της EDF και την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της, δεν αποτελούσε αμιγώς φορολογικής φύσεως διάταξη, αλλά διάταξη λογιστικής φύσεως με φορολογικές συνέπειες. Διαπίστωσε, όμως, ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει μόνο τις φορολογικές συνέπειες του εν λόγω μέτρου και ότι είχε διευκρινίσει ότι, λόγω του φορολογικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που διαπίστωσε, δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της ούτε την αύξηση κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε ούτε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι παραίτηση από φορολογική απαίτηση, όπως η επίμαχη, προκύπτει από την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

37

Στις σκέψεις 247 έως 250 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο, μόνη η φορολογική φύση της επίδικης απαιτήσεως δεν αρκούσε για να αποκλείσει η Επιτροπή την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εξακριβώσει την οικονομική ορθολογικότητα της επίμαχης επενδύσεως, εξετάζοντας αν ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί σε παρόμοιου ύψους επένδυση υπέρ της EDF, υπό τις ίδιες συνθήκες. Πράγματι, η Επιτροπή υπέχει τέτοια υποχρέωση, ανεξάρτητα από τη μορφή χορηγήσεως των κεφαλαίων από το Δημόσιο.

38

Στις σκέψεις 251 και 252 της αποφάσεως στην υπόθεση Τ-156/04, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η μορφή υπό την οποία πραγματοποιείται η επένδυση να ευθύνεται για την ύπαρξη διαφορών στο κόστος ρευστοποιήσεως και αποδόσεως του κεφαλαίου, οι οποίες αν ληφθούν υπόψη μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα πραγματοποιούσε τέτοιου είδους επένδυση. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την πραγματοποίηση οικονομικής αναλύσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, τέτοια ανάλυση ήταν δικαιολογημένη, καθόσον, αφενός, η αύξηση κεφαλαίου μπορεί να προκύψει από την ενσωμάτωση απαιτήσεως ιδιώτη μετόχου έναντι της επιχειρήσεως και, αφετέρου, η προς τούτο προσφυγή στον νόμο μπορούσε να θεωρηθεί ως αναγκαία συνέπεια του γεγονότος ότι οι σχετικοί με το κεφάλαιο της EDF κανόνες καθορίστηκαν επίσης με νόμο.

39

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 253 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εκτιμήσεως του επίδικου μέτρου εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η Επιτροπή δεν μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση των φορολογικών επιπτώσεων αλλά όφειλε συγχρόνως να εξετάσει τη βασιμότητα του επιχειρήματος ότι η παραίτηση από φορολογική απαίτηση στο πλαίσιο της αναμορφώσεως του ισολογισμού και της αυξήσεως του κεφαλαίου της EDF μπορούσε να πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

40

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 254 έως 259 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής, καθόσον το Γαλλικό Δημόσιο άσκησε εν προκειμένω προνόμια δημόσιας εξουσίας με προσφυγή σε νόμο, προκειμένου να παραιτηθεί από φορολογική απαίτηση. Συναφώς, έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστατο υποχρέωση του Δημοσίου ως φορέα δημόσιας εξουσίας και δεν ετίθετο ζήτημα εκτιμήσεως ορισμένων δαπανών που απέρρεαν από τις υποχρεώσεις δημόσιας εξουσίας του Δημοσίου.

41

Στις σκέψεις 260 έως 263 της αποφάσεως στην υπόθεση Τ-156/04, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στη μετατροπή φορολογικής απαιτήσεως σε κεφάλαιο, καθόσον ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει τέτοια απαίτηση έναντι επιχειρήσεως, αλλά μόνο ενοχική ή εμπορική απαίτηση. Αντιθέτως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, σκοπός του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είναι ακριβώς να εξακριβωθεί αν, παρά το γεγονός ότι το Δημόσιο διαθέτει μέσα τα οποία δεν διαθέτει ένας ιδιώτης επενδυτής, ο τελευταίος θα ελάμβανε υπό τις ίδιες περιστάσεις επενδυτική απόφαση ανάλογη με αυτή του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, δεν ασκούν επιρροή η φύση της απαιτήσεως και το γεγονός ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί να έχει απαίτηση φορολογικής φύσεως.

42

Στις σκέψεις 264 έως 277 της αποφάσεως στην υπόθεση Τ-156/04, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι σε ανάλογη περίσταση ένας ιδιώτης επενδυτής θα όφειλε να καταβάλει τον φόρο, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια υψηλότερο κόστος για αυτόν, δεδομένου ότι, για να εισφέρει 100 ευρώ, τέτοιος επενδυτής θα έπρεπε στην πραγματικότητα να καταβάλει 141,66 ευρώ.

43

Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία είχαν υποστηρίξει και ότι η ίδια η Επιτροπή είχε εκτιμήσει στο σημείο 51 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας ότι, κατά το γαλλικό φορολογικό δίκαιο, η μεταβολή του καθαρού ενεργητικού που επέρχεται με αύξηση κεφαλαίου διά ενσωματώσεως απαιτήσεως που έχει έναντι της επιχειρήσεως μέτοχός της δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου εταιριών και κατά συνέπεια, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η μετατροπή αυτή της απαιτήσεως σε κεφάλαιο δεν συνεπάγεται φορολόγηση με βάση επιβολής φόρου το ποσό της οικείας απαιτήσεως.

44

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα έπρεπε σε ανάλογη περίσταση να καταβάλει τον φόρο ερχόταν σε αντίθεση με το πλεονέκτημα που η ίδια είχε διαπιστώσει στην αρχική απόφαση δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό οδηγεί σε εξέταση του συνολικού κόστους που συνεπάγεται για ιδιώτη επενδυτή η επένδυση ποσού 14,119 δισεκατομμυρίων FRF, ενώ η Επιτροπή δεν είχε θεωρήσει ότι η αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος, όσον αφορά το ποσό αυτό, αποτελούσε στοιχείο ενισχύσεως.

45

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα έπρεπε σε ανάλογη περίσταση να καταβάλει τον φόρο στερούνταν συνοχής εφόσον αυτή αποδεχόταν ότι θα εξέταζε τη συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου ποσού αρκετών δισεκατομμυρίων FRF, εάν η EDF είχε προηγουμένως καταβάλει το ποσό της εισφοράς κεφαλαίου υπό μορφή φόρου και, ακολούθως, η Γαλλική Δημοκρατία της είχε επιστρέψει το ίδιο αυτό ποσό, καθόσον στην περίπτωση αυτή –και μόνο– θα μπορούσε να συγκριθεί το κόστος για το Δημόσιο με εκείνο για τον ιδιώτη επενδυτή. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση αυτή, το κόστος θα ήταν το ίδιο για το Δημόσιο και το ποσό που θα εισέπραττε η EDF θα ήταν το ίδιο με εκείνο που αυτή είχε εισπράξει βάσει του επίδικου μέτρου.

46

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, αν υποτεθεί ότι ιδιώτης επενδυτής είχε όντως υποχρεωθεί να καταβάλει τον φόρο, το κόστος εισφοράς κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση απαιτήσεως θα ήταν, ως προς αυτόν, 5,88 δισεκατομμύρια FRF και, κατά συνέπεια, όμοιο με εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε, εν προκειμένω, το Γαλλικό Δημόσιο. Επιπλέον, μόνον η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή θα καθιστούσε δυνατή την εξακρίβωση της υπάρξεως ενδεχόμενης διαφοράς κόστους.

47

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν το κόστος ανακεφαλαιοποιήσεως ποσού 14,119 δισεκατομμυρίων FRF ήταν μηδενικό για το Γαλλικό Δημόσιο και το κόστος αυτό ήταν 5,88 δισεκατομμύρια FRF για ιδιώτη επενδυτή, η διαφορά αυτή κόστους δεν εμπόδιζε την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

48

Στη σκέψη 283 της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αποδοχή της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή θα ισοδυναμούσε με έγκριση κάθε είδους φορολογικής απαλλαγής εκ μέρους των κρατών μελών. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, υπενθύμισε ότι, εν προκειμένω, δεν επρόκειτο, κατ’ αυτό, για απλή φορολογική απαλλαγή υπέρ επιχειρήσεως, αλλά παραίτηση από φορολογική απαίτηση στο πλαίσιο αυξήσεως κεφαλαίου επιχειρήσεως με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο και, αφετέρου, έκρινε ότι δεν μπορεί να προδικάζεται το αποτέλεσμα της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, ειδάλλως το κριτήριο αυτό δεν θα είχε καμία χρησιμότητα.

Θ. Επί της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P

49

Η Επιτροπή άσκησε, στις 26 Φεβρουαρίου 2010, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04.

50

Με την απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, το Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αίτηση αναιρέσεως για τους ακόλουθους λόγους:

«16.

Η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές τρεις συναφείς αποφάσεις για την EDF με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2002, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 16 Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ [2002,] C 280, σ. 8). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία εξετάσεως με αντικείμενο το πλεονέκτημα που συνεπάγεται για την EDF η μη καταβολή του οφειλόμενου φόρου εταιριών για μέρος των λογιστικών προβλέψεων για ανανέωση του [ΔΜΥΤ], οι οποίες δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή.

[…]

19.

Το άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής ορίζει:

“Η μη καταβολή από την EDF, το 1997, φόρου εταιριών σε μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του [ΔΜΥΤ], που αντιστοιχεί σε 14,119 δισ. FRF ως δικαιώματα του [παραχωρούντος] που αναταξινομήθηκαν σε χορηγήσεις κεφαλαίων, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στη μη καταβολή του φόρου εταιριών ανέρχεται σε 888,89 εκατομ. ευρώ.”

[…]

21.

Όσον αφορά το φερόμενο φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ της EDF το 1997, η Επιτροπή διέλαβε στην αιτιολογία της ιδίας αποφάσεως, μεταξύ άλλων, τα εξής:

“(88)

Από την επιστολή του Υπουργού Οικονομίας, στην οποία καθορίζονται οι φορολογικές συνέπειες της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, προκύπτει ότι οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις για την ανανέωση του [ΔΜΥΤ] σε φόρο εταιριών με συντελεστή 41,66 % (συντελεστής που ίσχυε το 1997).

(89)

Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου 97-1026 […], μέρος από τις προβλέψεις αυτές, τα δικαιώματα του [παραχωρούντος], που αντιστοιχούσαν σε πράξεις ανανέωσης που είχαν ήδη εκτελεσθεί, ταξινομήθηκε ως χορήγηση κεφαλαίων ύψους 14,119 δισ. FRF, χωρίς να υποβληθεί σε φόρο εταιριών. […] Σε σημείωμα της γενικής διεύθυνσης προσόδων της 9ης Απριλίου 2002 προς την Επιτροπή, οι γαλλικές αρχές […] διαπιστώνουν ότι ‘το φορολογικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο [το 1997 από την EDF] μπορεί να εκτιμηθεί σε 5,88 δισ. [FRF] (14,119 × 41,66 %)’, δηλαδή 888,89 εκατομ. ευρώ […].

[…]

(91)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα δικαιώματα του [παραχωρούντος] έπρεπε να είχαν φορολογηθεί ταυτόχρονα και με τον ίδιο συντελεστή όπως και οι λοιπές προβλέψεις που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό των 14,119 δισ. FRF των δικαιωμάτων του εκχωρούντος έπρεπε να είχε προστεθεί στα 38,5 δισ. FRF των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων και να φορολογηθεί με τον συντελεστή του 41,66 % που εφάρμοσαν οι γαλλικές αρχές στην αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF. Αποφεύγοντας την καταβολή του συνολικού φόρου εταιρειών που οφειλόταν κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της, η EDF εξοικονόμησε 888,89 εκατομ. ευρώ.

[…]

(95)

Οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται εξάλλου ότι η λογιστική μεταρρύθμιση του 1997 ισοδυναμεί με συμπληρωματική χορήγηση κεφαλαίων, το ύψος των οποίων ισούται με τη μερική φοροαπαλλαγή. Επομένως, από την πλευρά τους, πρόκειται για επένδυση και όχι για ενίσχυση. […]

(96)

Η Επιτροπή αναγκάζεται να απορρίψει τα επιχειρήματα αυτά υπενθυμίζοντας ότι η αρχή του [ιδιώτη] επενδυτή ισχύει μόνον στο πλαίσιο της άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων και όχι στο πλαίσιο της άσκησης ρυθμιστικών εξουσιών. Μια δημόσια αρχή δεν μπορεί να επικαλείται το επιχείρημα των τυχόν οικονομικών οφελών που θα μπορούσε να αποκομίσει ως κύριος επιχείρησης, για να αιτιολογήσει τη χορήγηση ενίσχυσης, κατά διακριτικό τρόπο μέσω των προνομίων που διαθέτει ως δημοσιονομική αρχή έναντι της ίδιας επιχείρησης.

(97)

Πράγματι, μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί, εκτός από την άσκηση των καθηκόντων του ως δημόσιας εξουσίας, να ενεργεί και ως μέτοχος, δεν μπορεί ωστόσο να συγχέει τα καθήκοντα του κράτους που ασκεί δημόσια εξουσία και εκείνα του κράτους-μετόχου. Εάν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τα προνόμιά τους άσκησης δημόσιας εξουσίας για την εξυπηρέτηση των επενδύσεών τους σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε απελευθερωμένες αγορές, οι κοινοτικοί κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις θα έχαναν πλήρως τη σημασία τους. Εξάλλου, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 295, η Συνθήκη τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στην κυριότητα του κεφαλαίου, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Δεν θα υπήρχε, όμως, ίση μεταχείριση δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εάν το κράτος χρησιμοποιούσε προς όφελος των επιχειρήσεων στις οποίες είναι μέτοχος τα προνόμιά του άσκησης δημόσιας εξουσίας.”

[…]

35.

[…] στη σκέψη 253 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εκτιμήσεως του επίδικου μέτρου εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η Επιτροπή δεν μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση των φορολογικών επιπτώσεων αλλά όφειλε συγχρόνως να εξετάσει τη βασιμότητα του επιχειρήματος ότι η παραίτηση από φορολογική απαίτηση στο πλαίσιο της αναμορφώσεως του ισολογισμού και της αυξήσεως του κεφαλαίου της EDF μπορούσε να πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

[…]

51.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους, οι οποίοι αντλούνται, ο μεν πρώτος, από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, ο δε δεύτερος, από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 87 ΕΚ και, ειδικότερα, κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής και του περιεχομένου του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς.

52.

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 87 ΕΚ.

53.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

Επιχειρήματα των διαδίκων

[…]

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75.

Η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Iberdrola προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι εξέτασε την δυνατότητα εφαρμογής, εν προκειμένω, του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη, συναφώς, τον σκοπό που επιδίωκε το Γαλλικό Δημόσιο όταν θέσπισε το επίδικο μέτρο, δεύτερον, συγχέοντας τον ρόλο του Δημοσίου ως μετόχου με εκείνο του Δημοσίου ως φορέα φορολογικής εξουσίας, τρίτον, παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και, τέταρτον, παραβαίνοντας τους κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως.

76.

Από τη νομολογία προκύπτει ότι για μέτρο χορηγούμενο με χρήση κρατικών πόρων, το οποίο θέτει την επωφελούμενη επιχείρηση σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών της και το οποίο, για αυτόν τον λόγο, συγχρόνως νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, δεν μπορεί να αποκλείεται, άνευ ετέρου, η δυνατότητα χαρακτηρισμού του ως “ενισχύσεως” κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ λόγω των επιδιωκόμενων από το κράτος αυτό σκοπών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2981, σκέψη 15· της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 9ης Ιουνίου 2011, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Comitato “Venezia vuole vivere” κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-4727, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77.

Πράγματι, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (απόφαση Comitato “Venezia vuole vivere” κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78.

Προκύπτει, όμως, από επίσης πάγια νομολογία ότι οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως “ενισχύσεως” κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ δεν πληρούνται όταν η επωφελούμενη δημόσια επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος με εκείνο που τέθηκε στη διάθεσή της με χρήση κρατικών πόρων, της εκτιμήσεως αυτής πραγματοποιουμένης, όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, με εφαρμογή, κατ’ αρχήν, του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1433, σκέψη 20· της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψεις 68 έως 70, καθώς και Comitato “Venezia vuole vivere” κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79.

Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί αν ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 14, και 40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2321, σκέψη 13, καθώς και αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 22, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C‑334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1139, σκέψη 134).

80.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του ρόλου του Δημοσίου ως μετόχου επιχειρήσεως, αφενός, και του ρόλου του Δημοσίου όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αφετέρου, όπως ορθώς υποστηρίζουν η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καθώς και η Iberdrola και όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 223 έως 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

81.

Κατά συνέπεια, η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται, εν τέλει, από το αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητά του ως μέτοχος και όχι με την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας.

82.

Επομένως, εάν κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το εν λόγω κριτήριο, εν αμφιβολία, σε αυτό απόκειται να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου.

83.

Από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 71 και 72), την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση.

84.

Συναφώς, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της.

85.

Αντιθέτως, οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 71 και 72).

86.

Αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία τέτοιας φύσεως, σε αυτήν απόκειται να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τα στοιχεία που παρέσχε το συγκεκριμένο κράτος μέλος, κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν το επίμαχο μέτρο συναρτάται με την ιδιότητα του εν λόγω κράτους μέλους ως μετόχου ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, ενδέχεται να είναι κρίσιμα, συναφώς, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως η φύση του, το αντικείμενό του, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και ο επιδιωκόμενος με το μέτρο σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο.

87.

Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επιδιωκόμενος από το Γαλλικό Δημόσιο σκοπός μπορούσε να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της απαιτούμενης συνολικής εκτιμήσεως, προκειμένου να καθοριστεί αν το εν λόγω Δημόσιο έδρασε με την ιδιότητά του ως μέτοχος και αν, ως εκ τούτου, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

88.

Όσον αφορά το ζήτημα αν ήταν δυνατό, εν προκειμένω, να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, βάσει αποκλειστικά της φορολογικής φύσεως των μέσων που χρησιμοποίησε το Γαλλικό Δημόσιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, υπό οποιαδήποτε μορφή και, ανάλογα με τα αποτελέσματά τους, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89.

Επιπλέον, επισημάνθηκε στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή αποσκοπεί στο να προσδιορίσει αν το, με όποια μορφή, οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε με χρήση κρατικών πόρων σε δημόσια επιχείρηση είναι, λόγω των αποτελεσμάτων του, τέτοιας φύσεως ώστε να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

90.

Συνεπώς, η διάταξη αυτή και το κριτήριο αυτό σκοπό έχουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να βρεθεί, με χρήση κρατικών πόρων, η επωφελούμενη δημόσια επιχείρηση σε οικονομική θέση ευνοϊκότερη εκείνης των ανταγωνιστών της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14, καθώς και της 19ης Μαΐου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

91.

Η οικονομική κατάσταση της επωφελούμενης δημόσιας επιχειρήσεως δεν εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τίθεται σε εφαρμογή το πλεονέκτημα αυτό, όποια και αν είναι η φύση του, αλλά από το ύψος του ποσού από το οποίο αυτή εν τέλει επωφελείται. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, επικέντρωσε την ανάλυσή του, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, στη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της EDF εν όψει του ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρισμού στον ανταγωνισμό και στα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου επί του ανταγωνισμού και όχι στη φορολογική φύση των μέσων που χρησιμοποίησε το Γαλλικό Δημόσιο.

92.

Συνεπώς, από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκουν το άρθρο 87 παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, ένα οικονομικό πλεονέκτημα, ακόμη και αν χορηγείται με μέσα φορολογικής φύσεως, πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αν μετά τη συνολική εκτίμηση η οποία κατά περίπτωση απαιτείται προκύπτει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος, μολονότι μετέρχεται μέσων δημόσιας εξουσίας, χορήγησε εντούτοις το εν λόγω πλεονέκτημα με την ιδιότητά του ως μέτοχος της επιχειρήσεως που του ανήκει.

93.

Κατά συνέπεια, δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο η διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 250 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να εξακριβώσει εάν τα κεφάλαια χορηγήθηκαν από το Δημόσιο υπό συνθήκες αντίστοιχες προς τους συνήθεις όρους της αγοράς ισχύει ανεξαρτήτως της μορφής χορηγήσεως των κεφαλαίων από το Δημόσιο.

94.

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής, της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και της Iberdrola ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε μπορέσει να προβεί σε επένδυση, σαν αυτή στην οποία προέβη το Γαλλικό Δημόσιο, υπό παρόμοιες συνθήκες, δεδομένου ότι θα έπρεπε να καταβάλει τον φόρο και ότι μόνο το εν λόγω Δημόσιο ως φορέας φορολογικής εξουσίας μπορούσε να έχει ακόμη στη διάθεσή του τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στον φόρο αυτό, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι, όσον αφορά την επίμαχη λογιστική πράξη, υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου έχει η ευρισκόμενη στην κατάσταση της EDF ιδιωτική επιχείρηση και όχι ο μέτοχός της.

95.

Εν προκειμένω, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή θα είχε καταστήσει δυνατό να διαπιστωθεί εάν ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό ίσο προς τον οφειλόμενο φόρο σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια εκείνης της EDF.

96.

Αφετέρου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 275 και 276 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ του κόστους που βαρύνει τον ιδιώτη επενδυτή και εκείνου που βαρύνει το Δημόσιο ως επενδυτή δεν αποκλείει την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, το κριτήριο αυτό καθιστά ακριβώς δυνατή τη διαπίστωση, μεταξύ άλλων, της υπάρξεως τέτοιας διαφοράς και τη συνεκτίμησή της κατά την εξέταση του αν πληρούνται οι τιθέμενες από το εν λόγω κριτήριο προϋποθέσεις.

97.

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Iberdrola, η ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβιάζει την ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν αντιβαίνει στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

98.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και στην περίπτωση που έγινε χρήση μέσων φορολογικής φύσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

99.

Πρέπει να προστεθεί ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν προδίκασε ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής, εν προκειμένω, του κριτηρίου αυτού ούτε, όπως επισήμανε στη σκέψη 283 της αποφάσεως αυτής, το αποτέλεσμα της ενδεχόμενης εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου.

100.

Ειδικότερα, περιοριζόμενο να επαληθεύσει αν η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή πρέπει να αποκλειστεί βάσει μόνο της φορολογικής φύσεως των μέσων που χρησιμοποίησε το Γαλλικό Δημόσιο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υιοθέτησε σκεπτικό το οποίο θα κατέληγε να επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, τα πλεονεκτήματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την ιδιότητά τους ως φορέων δημόσιας εξουσίας ή υποκειμενικά στοιχεία δεκτικά χειραγωγήσεως.

101.

Όσον αφορά το ζήτημα αν, εν προκειμένω, ήταν αναγκαίο να καθοριστεί επενδυτής αναφοράς, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία την οποία επικαλούνται συναφώς η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Iberdrola αφορά την έλλειψη κάθε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως δημόσιας επιχειρήσεως με εκείνη ιδιωτικής επιχειρήσεως που δεν δραστηριοποιείται σε μη υποκείμενο στον ανταγωνισμό τομέα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, C‑83/01 P, C‑93/01 P και C‑94/01 P, Chronopost κ.λπ. κατά Ufex κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑6993, σκέψη 38).

102.

Η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Iberdrola δεν υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατη η σύγκριση της καταστάσεως της EDF με εκείνη ιδιωτικής επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης στους ίδιους με την EDF κλάδους. Επιπροσθέτως, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι, για τους σκοπούς τέτοιας συγκρίσεως, πρέπει να γίνεται εκτίμηση με αναφορά στα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

103.

Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν η Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν αποτελεί εξαίρεση η οποία εφαρμόζεται μόνο κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, όταν συντρέχουν όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, από τη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό, όταν είναι δυνατή η εφαρμογή του, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως.

104.

Κατά συνέπεια, όταν προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της εφαρμοσιμότητας όσο και της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού και δεν μπορεί να αρνηθεί την εξέταση τέτοιων πληροφοριών παρά μόνο αν τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι μεταγενέστερα της λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επίμαχης επενδύσεως.

105.

Πράγματι, επισημάνθηκε ήδη στις σκέψεις 83 έως 85 της παρούσας αποφάσεως ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, κρίσιμα είναι μόνο να στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επενδύσεως. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή εξετάζει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως σε σχέση με επένδυση η οποία δεν της ανακοινώθηκε και η οποία είχε ήδη πραγματοποιηθεί από το συγκεκριμένο κράτος μέλος κατά τον χρόνο που αυτή προβαίνει σε αυτή την εξέταση.

106.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

107.

Η Επιτροπή εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία προέβη, με το επίδικο μέτρο, στη μετατροπή φορολογικής απαιτήσεως σε κεφάλαιο. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία χορήγησε στην EDF, με το μέτρο αυτό, απαλλαγή από τον φόρο εταιριών. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι σε περίπτωση φορολογικής απαλλαγής δεν είναι κρίσιμο το στοιχείο του ιδιώτη επενδυτή.

108.

Κατά την εξέταση, όμως, του δεύτερου λόγου αναιρέσεως διαπιστώθηκε ότι, όταν κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, η φορολογική φύση της διαδικασίας με την οποία χορηγείται το εν λόγω πλεονέκτημα δεν αρκεί για να αποκλείσει εκ προοιμίου την εφαρμοσιμότητα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Από αυτό προκύπτει, κατά μείζονα λόγο, ότι η διαδικασία που επιλέχθηκε από το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν είναι πρόσφορη για την εκτίμηση της εφαρμοσιμότητας του εν λόγω κριτηρίου.

109.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προβαλλόμενη παραμόρφωση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, των πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επηρεάσει τη βασιμότητα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

110.

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.»

Ι. Επί της αποφάσεως περί επεκτάσεως της διαδικασίας

51

Κατόπιν της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση περί επεκτάσεως της διαδικασίας.

52

Πρέπει να ληφθούν, ειδικότερα, υπόψη τα σημεία 58 έως 73 της αποφάσεως περί επεκτάσεως της διαδικασίας, όπου η Επιτροπή εξετάζει, αφενός, τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, αφετέρου, επικουρικώς, την εφαρμογή του ίδιου κριτηρίου στο επίμαχο μέτρο.

53

Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα:

«66.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο στάδιο αυτό και με την επιφύλαξη των διευκρινίσεων που θα παράσχουν οι γαλλικές αρχές σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες όσον αφορά την εκ των προτέρων διάθεση ενός φορολογικού πόρου για επένδυση με εισφορά στο κεφάλαιο επιχειρήσεως όπως η EDF το 1997, καθώς και άλλων αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων που πιστοποιούν τη βούλησή τους να προβούν σε επένδυση μέσω του επίμαχου φορολογικού μέτρου, από τη συνολική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως φαίνεται ότι το εν λόγω μέτρο εντάσσεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, αποκλειομένης συνεπώς της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το [Δικαστήριο].»

54

Όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα:

«71.

[Ελλείψει στοιχείων όπως εκείνα που απαιτούνται από την απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 P], δεν διαπιστώνεται στο στάδιο αυτό ότι ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό ίσο προς τον οφειλόμενο φόρο, σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF. Ως εκ τούτου, το 1997, η μη καταβολή από την EDF [των 888,89 εκατομμυρίων ευρώ] για φόρο εταιριών δεν αποτελούσε, κατά τα φαινόμενα, παραγωγική επένδυση εκ μέρους του κράτους-μετόχου, αλλά μάλλον μέτρο παρεκκλίσεως αμιγώς φορολογικού χαρακτήρα το οποίο θα μπορούσε να προσπορίσει οικονομικό πλεονέκτημα στην EDF.

72.

Ένα τέτοιο πλεονέκτημα ενισχύει κατ’ ανάγκην τη θέση της EDF έναντι των ανταγωνιστών της, εφόσον το ύψος των ιδίων πόρων καθορίζει, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ικανότητα εξωτερικής χρηματοδοτήσεως μιας επιχειρήσεως. Επομένως, προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το πλεονέκτημα είναι κατ’ ανάγκην επιλεκτικό, εφόσον η μη καταβολή φόρου εταιριών για μέρος αυτών των λογιστικών προβλέψεων συνιστά εξαίρεση από τη φορολογική μεταχείριση που εφαρμόζεται κανονικά σε μια τέτοια πράξη και, στην προκειμένη περίπτωση, η εξαίρεση αυτή εφαρμόστηκε μόνο στην επιχείρηση EDF.»

ΙΑ. Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

55

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κήρυξε το μέτρο ενισχύσεως του οποίου είχε επωφεληθεί η EDF ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και ζήτησε την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως, πλέον τόκων.

56

Η αιτιολογία την οποία παραθέτει συναφώς η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, έχει ως ακολούθως.

57

Πρώτον, η Επιτροπή εκθέτει, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία και η EDF κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως κατόπιν της αποφάσεως περί επεκτάσεως της διαδικασίας.

58

Δεύτερον, αφού υπενθύμισε το περιεχόμενο του επίδικου μέτρου στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε κεφάλαιο συνιστά, εκ πρώτης όψεως, επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ της EDF.

59

Τρίτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει, στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία με τις από 11 Δεκεμβρίου 2002 παρατηρήσεις της κατά την οποία η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου ισοδυναμεί με συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου ισόποση με τον οφειλόμενο φόρο.

60

Τέταρτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στη σκέψη 99 της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε προδικάσει ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς ούτε το αποτέλεσμα της ενδεχόμενης εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου στο επίδικο μέτρο.

61

Πέμπτον, η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που παρέσχε συναφώς το Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 Ρ. Συγκεκριμένα, αναλύει προς τούτο, τα στοιχεία που αφορούν την εικαζόμενη επενδυτική απόφαση, τις οικονομικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό να καθορισθεί η αποδοτικότητα της εν λόγω επενδύσεως, τη φύση και το αντικείμενο του επίδικου μέτρου, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω απόφαση και τους κανόνες στους οποίους υπόκειται.

62

Η Επιτροπή ολοκληρώνει την ανάλυση αυτή, εκτιμώντας τα ακόλουθα:

«154.

Από τη συντριπτική πλειοψηφία των προαναφερθέντων στοιχείων συνάγεται σαφώς ότι [η Γαλλική Δημοκρατία] δεν έλαβε, πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη μη καταβολή του φόρου εταιρειών, την απόφαση να πραγματοποιήσει, μέσω της φοροαπαλλαγής, επένδυση στην EDF. Ως εκ τούτου, η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς φαίνεται ότι δεν έχει εφαρμογή σε αυτό το μέτρο. Οι εκτιμήσεις που ακολουθούν σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς έχουν συνεπώς επικουρικό χαρακτήρα.»

63

Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξετάζει επικουρικώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά πόσον πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, αν υποτεθεί ότι έχει εφαρμογή.

64

Η Επιτροπή ολοκληρώνει την ανάλυση αυτή, εκτιμώντας τα ακόλουθα:

«191.

Ακόμη κι αν εφαρμοζόταν η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, όσον αφορά τα έγγραφα που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές τα οποία, κατά την άποψή τους, κατέστησαν σαφείς τις προοπτικές αποδοτικότητας και τους κινδύνους που συνδέονται με την εικαζόμενη επένδυση υπό μορφή φοροαπαλλαγής, η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε επενδύσει ποσό ίσο με τον οφειλόμενο φόρο στην αύξηση κεφαλαίου της EDF το 1997.

192.

Η μη καταβολή από την EDF φόρου εταιρειών ύψους [5,88 δισεκατομμυρίων FRF] δεν φαίνεται να αποτελεί παραγωγική επένδυση εκ μέρους του κράτους-μετόχου βάσει της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Φαίνεται περισσότερο ως μέτρο παρέκκλισης ad hoc φοροαπαλλαγής που παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην EDF, ισοδύναμο με το μη καταβληθέν ποσό φόρου. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα ενισχύει αναγκαστικά τη θέση της EDF έναντι των ανταγωνιστών της, εφόσον το ύψος των ιδίων πόρων καθορίζει, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ικανότητα και τους όρους εξωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης, ενώ οι εξοικονομούμενοι με αυτό τον τρόπο πόροι μπόρεσαν, εξάλλου, να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς όπως, κυρίως, η επένδυση στη Γαλλία ή σε άλλα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιούνταν ανταγωνιστές το 1997.

193.

Επομένως, το πλεονέκτημα προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό, εφόσον η μη καταβολή του φόρου εταιριών για μέρος αυτών των λογιστικών προβλέψεων συνιστά εξαίρεση από τη φορολογική μεταχείριση που εφαρμόζεται κανονικά σε μια τέτοια πράξη και, στην προκειμένη περίπτωση, η εξαίρεση αυτή εφαρμόστηκε μόνο στην επιχείρηση EDF.»

65

Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έγινε χρήση κρατικών πόρων (αιτιολογικές σκέψεις 194 και 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι υπήρξε νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεάσθηκε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 196 έως 206 της εν λόγω αποφάσεως) και ότι η ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 215 της εν λόγω αποφάσεως), η Επιτροπή κρίνει ότι το επίδικο μέτρο συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της.

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

66

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2015, η EDF άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

67

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2016, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της EDF. Με απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της και οι κύριοι διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

68

Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

69

Η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επιδόθηκε στους διαδίκους στις 26 Σεπτεμβρίου 2016. Οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προθεσμίας τριών εβδομάδων από την επίδοση αυτή.

70

Με απόφαση που επιδόθηκε στους διαδίκους στις 19 Μαΐου 2017, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφάσισε, ελλείψει σχετικής αιτήσεως των διαδίκων, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

71

Με έγγραφο που απέστειλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, λόγω της σημασίας της υποθέσεως για την ίδια και ειδικότερα λόγω των οικονομικών συνεπειών της.

72

Με πράξη που επιδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2017, διαπιστώθηκε ότι η προθεσμία για την κατάθεση της αιτήσεως διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2016 και ότι, ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή είχε υποβληθεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας και ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε περιστάσεις προς απόδειξη της υπάρξεως τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο εφαρμόζεται στις νόμιμες προθεσμίες, όπως είναι και η επίμαχη.

73

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P (EU:C:2017:706, στο εξής: απόφαση Frucona Košice), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκηθεί κατά της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑103/14, EU:T:2016:152).

74

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε να διεξαχθεί προφορική ή γραπτή συζήτηση μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως Frucona Košice επί της παρούσας υποθέσεως.

75

Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να επαναλάβει την έγγραφη διαδικασία, να περιλάβει την αίτηση της προσφεύγουσας στη δικογραφία και κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των, κατά την άποψή τους, συνεπειών της αποφάσεως Frucona Košice επί της παρούσας υποθέσεως.

76

Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

77

Στις 9 Νοεμβρίου 2017, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος αποφάσισε να περατώσει την έγγραφη διαδικασία. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στους διαδίκους με τη διευκρίνιση ότι κατόπιν της επιδόσεως αυτής δεν άρχιζε να τρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

78

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τα άρθρα 1 έως 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 1 έως 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

79

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την EDF στα δικαστικά έξοδα και να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να φέρει τα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεώς της.

III. Σκεπτικό

80

Η EDF προβάλλει τέσσερις κύριους και δύο επικουρικούς λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της.

81

Ο πρώτος κύριος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε ούτε με το διατακτικό της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04 ούτε και με το σκεπτικό της.

82

Ο δεύτερος κύριος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε τόσο σε πλάνη περί το δίκαιο όσο και σε πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά κατά την εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

83

Ο τρίτος κύριος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε τόσο σε πλάνη περί το δίκαιο όσο και σε πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά κατά την εξέταση της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

84

Ο τέταρτος κύριος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

85

Με τον πρώτο επικουρικό λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, αφενός, ότι τα επίμαχα μέτρα, ακόμη και αν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις, πρέπει, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), στο μέτρο που εφαρμόσθηκαν πριν την ουσιαστική ελευθέρωση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, και, αφετέρου, ότι, ως προς το μεγαλύτερο μέρος τους, πρέπει να θεωρηθούν παραγεγραμμένες, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

86

Με τον δεύτερο επικουρικό λόγο ακυρώσεως η EDF υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει σειρά σφαλμάτων υπολογισμού, τα οποία πλήττουν το κύρος της.

87

Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η EDF είναι βάσιμοι, αλλά υπέβαλε παρατηρήσεις μόνον όσον αφορά τους τρεις πρώτους κύριους λόγους ακυρώσεως.

Α. Επί του πρώτου κύριου λόγου ακυρώσεως

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

88

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 266 ΣΛΕΕ διότι δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση T-156/04, στο μέτρο που, αφενός, εκτίμησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν ενέχει πλημμέλεια και ότι μπορεί, κατά συνέπεια, να αποτελέσει τη βάση για νέα απόφαση, ενώ, κατά την EDF, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας βασίζεται σε ανακριβή παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών η οποία ακριβώς οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την τελική απόφαση που είχε ως βάση την ίδια εσφαλμένη παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει τα ίδια σφάλματα και ανακρίβειες ως προς τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολόγησαν την ακύρωση της τελικής αποφάσεως.

89

Αφετέρου, κατά την EDF, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξακολουθεί να βασίζει την ανάλυσή της σε ένα μέτρο, ήτοι σε μια φορολογική δωρεά που προκύπτει από αδικαιολόγητη φορολογική ελάφρυνση της οποίας έτυχε, ενώ η εν λόγω παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών είχε ρητώς απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση T‑156/04.

90

Κατά την EDF, η Επιτροπή πράγματι συνεχίζει, ακόμη και με το υπόμνημα αντικρούσεως, να αποσυνδέει το μέτρο το οποίο τέθηκε πράγματι σε εφαρμογή, δηλαδή την αύξηση του κεφαλαίου της, η οποία προκύπτει από την καταχώριση των προβλέψεων για ανανέωση στη θέση «Εισφορές κεφαλαίου», από τις φορολογικές του επιπτώσεις, ήτοι τη μη φορολόγηση των «δικαιωμάτων του παραχωρούντος», ενώ το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσέγγιση αυτή, χαρακτηρίζοντας το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997 ως επεξηγηματικό έγγραφο του εφαρμοσθέντος μέτρου, το οποίο συνίστατο, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, στην ανακεφαλαιοποίηση της επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε με τον νόμο 97‑1026. Συγκεκριμένα, η EDF υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδέποτε διέκρινε, στο πλαίσιο του μέτρου ανακεφαλαιοποιήσεως, μεταξύ της φύσεως και της μεταχειρίσεως των διαφόρων συνιστωσών των προβλέψεων για ανανέωση.

91

Η EDF υποστηρίζει ότι η συλλογιστική της Επιτροπής στηρίζεται σε σύγχυση μεταξύ του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου, δηλαδή την ύπαρξη ή μη κρατικής ενισχύσεως, και του προσδιορισμού της. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στην πραγματικότητα επί του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου υπό το πρίσμα της δυνατότητας εφαρμογής ή της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αλλά, αντιθέτως, προσδιόρισε με ακρίβεια το εν λόγω μέτρο. Όμως, μια τέτοια διαπίστωση επί των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί μόνο απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε μεταγενέστερη νομική ανάλυση, αλλά πρωτίστως συνιστά αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο κρίνει κυριαρχικώς επί των πραγματικών περιστατικών. Ως εκ τούτου, είναι αβάσιμο το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε αμετάκλητα τα πραγματικά περιστατικά.

92

Η EDF διευκρινίζει ότι πρέπει να εξετασθεί, συναφώς, σε ποιο βαθμό η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι διαφορετική από αυτή που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο και, εν συνεχεία, αν οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών είναι λόγος που αποτελεί το αναγκαίο έρεισμα για την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως στην οποία αυτό προέβη το 2009.

93

Κατά την EDF, το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε ως επίμαχο μέτρο την ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε με τον νόμο 97‑1026, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των προβλέψεων που είχαν αναταξινομηθεί ως εισφορά κεφαλαίου, ενώ η Επιτροπή εμμένει στο να εξετάζει μόνο τη μη φορολόγηση μέρους των εν λόγω προβλέψεων. Εξ αυτού συνάγει ότι, μολονότι είναι ακριβές ότι η Επιτροπή «έλαβε υπόψη» την ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε με τον εν λόγω νόμο, εντούτοις την έλαβε υπόψη μόνο ως απλό στοιχείο του γενικότερου πλαισίου και όχι ως συστατικό στοιχείο του επίμαχου μέτρου.

94

Όμως, οι επικρίσεις ως προς τον μερικό προσδιορισμό του επίμαχου μέτρου από την Επιτροπή αποτελούν την αφετηρία και προϋπόθεση για την ίδια τη συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο και που οδήγησε στην ακύρωση της αρχικής αποφάσεως. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός του μέτρου συνιστά σαφώς νομικό ζήτημα που πράγματι και κατ’ ανάγκη επιλύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, συνιστά το αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04.

95

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

96

Πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά την αρχή του δεδικασμένου, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων (απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C-221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 86).

97

Επιπλέον, αφενός, το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ ανάγκη με την επίμαχη δικαστική απόφαση. Αφετέρου, το δεδικασμένο αυτό δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό αυτής που αποτελεί αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της, με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο (απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 87).

98

Το περιεχόμενο του δεδικασμένου της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04 πρέπει, επομένως, να προσδιορισθεί υπό το πρίσμα της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P, κατόπιν της αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C-221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 88).

99

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέθεσε τις εξής εκτιμήσεις:

«50.

[…] είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ των ήδη χρησιμοποιηθεισών και των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων που ανέρχονταν αντίστοιχα σε 18345 εκατομμύρια FRF και 38521 εκατομμύρια FRF στο τέλος του 1997.

51.

Επί συνολικού ποσού των χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων, 14119 εκατομμύρια FRF αναταξινομήθηκαν στη θέση του ισολογισμού “Εισφορές κεφαλαίου” και το υπόλοιπο των 4226 εκατομμυρίων FRF ήταν εγγεγραμμένο σε διάφορους λογαριασμούς αναπροσαρμογών. Δεδομένου ότι η αναταξινόμηση δεν μεταφέρθηκε μέσω του λογαριασμού κερδών και ζημιών και ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου δεν θεωρείται ότι συνιστούν αύξηση του καθαρού ενεργητικού της εταιρίας για τον υπολογισμό του φόρου εταιριών, η αναταξινόμηση αυτή παγίωσε τη φορολογική ελάφρυνση της οποίας απέλαυε η EDF για τις προβλέψεις αυτές.

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το πλεονέκτημα του οποίου επωφελήθηκε η EDF όσον αφορά την φορολογική ελάφρυνση μπορεί να εκτιμηθεί στο ποσό των 5883 εκατομμυρίων FRF [14119 × 41,67 %].»

100

Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 91 και 99 της αρχικής αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι «[…] τα δικαιώματα του εκχωρούντος έπρεπε να είχαν φορολογηθεί ταυτόχρονα και με τον ίδιο συντελεστή όπως και οι λοιπές προβλέψεις που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή», ότι «αυτό σημαίνει ότι το ποσό των 14,119 δισεκατομμυρίων FRF των δικαιωμάτων του εκχωρούντος έπρεπε να είχε προστεθεί στα 38,5 δισεκατομμύρια FRF των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων και να φορολογηθεί με τον συντελεστή του 41,66 % που εφάρμοσαν οι γαλλικές αρχές στην αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF», ότι, «αποφεύγοντας την καταβολή του συνολικού φόρου εταιρειών που οφειλόταν κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της, η EDF εξοικονόμησε 888,89 εκατομμύρια ευρώ» και ότι «η μη καταβολή από την EDF, το 1997, φόρων ύψους 888,89 εκατομμυρίων ευρώ συνιστ[ούσε], επομένως, πλεονέκτημα για τον όμιλο».

101

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν εξετάσεως της υποθέσεως, ότι «[η] μη καταβολή από την EDF, το 1997, φόρου εταιρειών σε μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του [ΔΜΥΤ], που αντιστοιχεί σε 14,119 δισεκατομμυρίων[FRF] δικαιωμάτων του εκχωρούντος που αναταξινομήθηκαν σε χορηγήσεις κεφαλαίων, συνιστ[ούσε] κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά» (άρθρο 3 της αρχικής αποφάσεως).

102

Τρίτον, με την απόφασή του στην υπόθεση T‑156/04, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι:

«111.

[…] η Επιτροπή εξέτασε, τόσο με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη φορολογική μεταχείριση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος στο πλαίσιο της τροποποιήσεως του ισολογισμού της EDF που επέφερε ο νόμος 97-1026 (στο εξής: επίδικο μέτρο) και ότι, ως εκ τούτου, το πλαίσιο εξετάσεως [συνέπιπτε] στις δύο αυτές αποφάσεις.»

103

Με την απόφασή του στην υπόθεση T-156/04, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι:

«253.

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εκτιμήσεως του επίδικου μέτρου εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η Επιτροπή δεν μπορούσε, συνεπώς, να περιοριστεί στην εξέταση των φορολογικών επιπτώσεων των διατάξεων που θέσπισε η Γαλλική Δημοκρατία χωρίς να εξετάσει συγχρόνως –και ενδεχομένως να απορρίψει κατόπιν της εξετάσεως– τη βασιμότητα του επιχειρήματος της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η παραίτηση από τη φορολογική απαίτηση στο πλαίσιο της τροποποιήσεως του ισολογισμού και της αυξήσεως του κεφαλαίου της EDF, που αποτελούσε αντικείμενο του άρθρου 4 του νόμου 97‑1026, μπορούσε να θεωρηθεί ως πράξη εκπληρώνουσα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.»

104

Διαπιστώνεται ότι το επίδικο μέτρο, όπως καθορίσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, αφορά τη «φορολογική μεταχείριση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος στο πλαίσιο της τροποποιήσεως του ισολογισμού της EDF» και ότι το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι απέρριψε κάθε εξέταση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εξαιτίας και μόνον του φορολογικού χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου το οποίο, κατά την άποψή της, είχε ληφθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία με την ιδιότητά της ως φορέα δημόσιας εξουσίας και ότι παρέλειψε να εξετάσει το μέτρο αυτό στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται, ήτοι της ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή είχε εφαρμογή εν προκειμένω, χωρίς ο φορολογικός χαρακτήρας του μέτρου να αποκλείει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα επικλήσεως του κριτηρίου αυτού από το Δημόσιο.

105

Τέταρτον, πρέπει, αφενός, να ληφθούν υπόψη οι σκέψεις 16, 19, 21 και 35 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω), στις οποίες εκτίθεται το περιεχόμενο του πλεονεκτήματος όπως προσδιορίσθηκε από την Επιτροπή και από το Γενικό Δικαστήριο, και, αφετέρου, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 99 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, με την απόφαση στην υπόθεση T‑156/04, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε προδικάσει, εν προκειμένω, ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή ούτε το αποτέλεσμα της ενδεχόμενης εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου.

106

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η EDF, δεν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση στην υπόθεση T-156/04, υπό το πρίσμα, ιδίως, των σκέψεων 87, 92, 93, 98 έως 100 και 108 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P (οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 50 ανωτέρω), ότι το μέτρο που έπρεπε να εξετασθεί στην πραγματικότητα δεν ήταν η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος, αλλά «η ανακεφαλαιοποίηση της EDF που επήλθε με τον νόμο 97-1026, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των προβλέψεων που είχαν αναταξινομηθεί ως εισφορά κεφαλαίου» (σημείο 9 του δικογράφου της προσφυγής και σημεία 7 και 17 του υπομνήματος απαντήσεως) ή «[…] ένα μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως επιχειρήσεως στην οποία το Δημόσιο είναι μέτοχος», το οποίο «εκ φύσεως, [θα είχε κριθεί από το Γενικό Δικαστήριο ότι έχει ως σκοπό] να αποδείξει ότι “το Δημόσιο επιδίωκε επενδυτικό σκοπό που μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο ενός ιδιώτη επενδυτή”» (σημείο 86 του δικογράφου της προσφυγής).

107

Επομένως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη ούτε να παραβεί την αρχή του δεδικασμένου της αποφάσεως στην υπόθεση T-156/04, η Επιτροπή, αφού επανέλαβε τη διοικητική διαδικασία, εξέτασε στην προσβαλλόμενη απόφαση τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή επί του μέτρου με το οποίο η Γαλλική Δημοκρατία παραιτήθηκε από την είσπραξη του φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου (αιτιολογικές σκέψεις 117, 188 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μέτρο το οποίο εξάλλου, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, έχει σαφώς και αναμφισβήτητα προσδιορισθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία ως το επίδικο μέτρο, με το σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002 που απηύθυνε στην Επιτροπή (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

108

Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β. Επί του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως

109

Ο δεύτερος κύριος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο η EDF υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, διαιρείται σε πέντε σκέλη.

110

Προς στήριξη του πρώτου σκέλους, η EDF υποστηρίζει ότι, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή παρέλειψε, χωρίς αιτιολογία, να λάβει υπόψη της πολλά έγγραφα και στοιχεία που της είχαν κοινοποιηθεί.

111

Με το δεύτερο σκέλος υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 P, διαρκώς συγχέει τα στοιχεία που αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή με εκείνα που αφορούν την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου.

112

Η EDF υποστηρίζει, με το τρίτο σκέλος, ότι η Επιτροπή κακώς απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε ιδίως υπόψη εκτιμήσεις απτόμενες της ιδιότητάς της ως φορέα δημοσίας εξουσίας, από κοινού με εκτιμήσεις απτόμενες της ιδιότητάς της ως μετόχου.

113

Προς στήριξη του τέταρτου σκέλους, η EDF υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι συνέτρεχε υποχρέωση να υπάρχει επίσημο επιχειρηματικό σχέδιο που θα δικαιολογεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

114

Τέλος, προς στήριξη του πέμπτου σκέλους, η EDF υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εάν δεν είχε υποπέσει στα διάφορα αυτά νομικά και πραγματικά σφάλματα, θα είχε συμπεράνει ότι μπορούσε να εφαρμοσθεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του αντικειμένου του εν λόγω μέτρου, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του επιδιωκόμενου σκοπού και των κανόνων στους οποίους αυτό υπόκειται.

1.   Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

115

Αφού υπενθύμισε το περιεχόμενο του επίδικου μέτρου στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 154 της αποφάσεως αυτής, τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στο εν λόγω μέτρο ως εξής:

«126.

Για να αποφασιστεί αν πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, πρέπει να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής αξιολόγησης, εάν η φορολογική απαλλαγή χορηγήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία με την ιδιότητά της ως μετόχου ή ως φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012 διάφορα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε αυτή τη σφαιρική αξιολόγηση. Τα εν λόγω στοιχεία, που εξετάζονται διεξοδικότερα στη συνέχεια σε σχέση με τα περιστατικά της υπόθεσης, είναι τα ακόλουθα:

σε περίπτωση αμφιβολίας, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου· από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση·

συναφώς, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής, ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της· η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να εξετάσει αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα από τη λήψη της απόφασης για πραγματοποίηση της επίμαχης επένδυσης·

ενδέχεται να είναι συναφή η φύση και το αντικείμενο του μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και ο σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο·

η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή θα είχε καταστήσει δυνατό να διαπιστωθεί εάν ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό ίσο προς τον οφειλόμενο φόρο σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF.

127.

Στις παρατηρήσεις τους της 11ης Δεκεμβρίου 2002 που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 42, οι γαλλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι είχαν κρίνει πιο αποτελεσματικό και ουδέτερο για την EDF να μετατρέψουν απευθείας ολόκληρο το ποσό των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε ίδια κεφάλαια, χωρίς την καταβολή του φόρου εταιρειών. Ωστόσο, κανένα από τα προγενέστερα ή σύγχρονα έγγραφα της εικαζόμενης απόφασης να μην εισπραχθεί ο φόρος, που [υποβλήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία] ή την EDF για να στηρίξουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, δεν περιέχει άμεση ή έμμεση αναφορά στην εικαζόμενη επενδυτική απόφαση, στις συνέπειες, τα πλεονεκτήματα και τις ελλείψεις της ή σε ανάλογη απόφαση να αυξηθεί το ποσό των εισφορών κεφαλαίου μέσω της μη είσπραξης του φόρου. Τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τις γαλλικές αρχές και αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108 δεν αναφέρουν και, κατά μείζονα λόγο, δεν αναλύουν τα πλεονεκτήματα και τα προβλήματα που συνεπάγεται για το Δημόσιο η απόφαση να μην εισπραχθεί ο φόρος εταιρειών για το μέρος των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος που αναταξινομήθηκαν ως εισφορές κεφαλαίου της EDF βάσει του νόμου αριθ. 97‑1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997.

128.

Εναπόκειται [στη Γαλλική Δημοκρατία], σε περίπτωση αμφιβολιών για τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, όπως αυτές που διατύπωσε η Επιτροπή, να αποδείξει πλήρως και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά [της] ως μετόχου. Όμως, βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, φαίνεται ότι η απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης, με παραίτηση από την είσπραξη του οφειλόμενου από την EDF φόρου εταιρειών πρέπει να θεωρηθεί ότι λήφθηκε σιωπηρά, χωρίς αιτιολογημένη νομική πράξη που θα επέτρεπε να γνωστοποιηθούν ή να επαληθευτούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της απόφασης, οι λόγοι και η νομική βάση που τη στηρίζουν και από ποια αρμόδια αρχή και σε ποια ημερομηνία λήφθηκε. Όσον αφορά τα στοιχεία που όρισε το Δικαστήριο για να επαληθευτεί η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, δηλαδή ιδίως η ανάγκη ύπαρξης αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων, ένα μέτρο που έχει εφαρμοστεί πραγματικά ή προγενέστερες οικονομικές αξιολογήσεις, η απουσία παραπομπών ή υλικών αποδείξεων πρέπει να θεωρηθεί ως μια πρώτη ένδειξη της μη δυνατότητας εφαρμογής αυτής της αρχής.

129.

Ελλείψει εγγράφων που θα επέτρεπαν τον εντοπισμό της εικαζόμενης απόφασης, πρέπει να περιγραφεί το πιθανό επενδυτικό μέτρο που θα είχε θέσει σε εφαρμογή το γαλλικό κράτος. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς θα επέτρεπε να διαπιστωθεί εάν ένας ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, 5,88 δισεκατομμύρια FRF σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF. Ενδεχόμενη επένδυση από [τη Γαλλική Δημοκρατία] θα συνεπαγόταν την παραίτηση από την είσπραξη αυτού του ποσού με σκοπό την αποκόμιση κέρδους που θα υπερέβαινε τους αρχικά διατεθέντες πόρους. Η ανάλυση πρέπει, συνεπώς, να διεξαχθεί σε συνάρτηση με το οφειλόμενο ποσό του φόρου εταιρειών.

130.

Συναφώς, το γεγονός ότι τα υποβληθέντα από τη [Γαλλική Δημοκρατία] ή την EDF στοιχεία δεν περιέχουν ειδικές μελέτες, παραπομπές ή αναλύσεις της αποδοτικότητας της επένδυσης για το ποσό της απαλλαγής από τον φόρο, δυσχεραίνει την προσπάθεια εντοπισμού των επιπτώσεων της εικαζόμενης επένδυσης. Η δυσκολία αυτή δεν είναι ανυπέρβλητη εφόσον, για τις ανάγκες της ανάλυσης των περισσότερων παραγόντων που έχουν συνάφεια για την επαλήθευση της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, θεωρείται ότι η επιπλέον εισφορά στο κεφάλαιο της EDF για το ποσό του μη εισπραχθέντος φόρου ωφέλησε τα δικαιώματα που συνδέονταν με το σύνολο των εισφορών. Συνεπώς, εάν οι εισφορές κεφαλαίου αμείβονταν με ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, το επιτόκιο αυτό θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί, και εκ των πραγμάτων εφαρμόστηκε κατά τον χρόνο της μη είσπραξης του φόρου. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που λαμβάνεται υπόψη η οριακή ή η πρόσθετη επίπτωση, τα στοιχεία που υπέβαλε η [Γαλλική Δημοκρατία] ή η EDF δεν επιτρέπουν να φανεί εκ πρώτης όψεως η επίπτωση της μη είσπραξης που ήταν να αυξηθεί το ποσό των εισφορών κατά το ποσό του μη εισπραχθέντος φόρου.

131.

Η μη είσπραξη του φόρου είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της εισφοράς κεφαλαίου στην EDF και, κατ’ επέκταση, των ιδίων κεφαλαίων της EDF κατά επιπλέον 5,88 δισεκατομμύρια FRF εντός του συνολικού ποσού των 14,119 δισεκατομμυρίων FRF των προβλέψεων που κεφαλαιοποιήθηκαν. Οι εν λόγω προβλέψεις, που δεν αντιστοιχούσαν σε εκ των προτέρων εισφορά νέου χρήματος από το κράτος‑μέτοχο, αναταξινομήθηκαν ως εισφορές κεφαλαίου, με εγγραφή τους στην αντίστοιχη θέση του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, μαζί με τα άλλα ίδια κεφάλαια (κεφάλαιο, εισφορές κ.λπ. –πίνακας 2–). Χωρίς τη φοροαπαλλαγή, τα ίδια κεφάλαια της EDF, τα οποία έπρεπε να ανέλθουν σε 79,8 δισεκατομμύρια FRF το 1997, θα ανέρχονταν σε 72,1 δισεκατομμύρια FRF, σύμφωνα με τα έγγραφα που εξετάστηκαν εκείνη την περίοδο (αιτιολογική σκέψη 100, πίνακας 2). Αντί των 50,7 δισεκατομμυρίων FRF, οι εισφορές του Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF θα ανέρχονταν σε 44,8 δισεκατομμύρια FRF.

Εικαζόμενη επενδυτική απόφαση: στοιχεία ανάλυσης

132.

Καταρχάς, όπως υπογραμμίζουν οι γαλλικές αρχές, εφόσον η ενσωμάτωση του ποσού του μη καταβληθέντος φόρου αύξανε τη φορολογική βάση των εισφορών και αυτή αμειβόταν με σταθερό επιτόκιο (3 %), η απόλυτη τιμή της αμοιβής του Δημοσίου αυξήθηκε με την απαλλαγή από τον φόρο ή τη μη είσπραξη φόρου (αιτιολογική σκέψη 83). Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση της εισφοράς κεφαλαίου που αντιστοιχεί στη φοροαπαλλαγή δεν αποτυπώθηκε σε αύξηση της αμοιβής του Δημοσίου. Ως προς αυτό, κατά πάγια διαπίστωση, η αμοιβή των εισφορών του Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF προβλέπεται από το διάταγμα αριθ. 56-1360 της 30ής Δεκεμβρίου 1956 (αιτιολογικές σκέψεις 18 και 103). Εξάλλου, οι προγενέστερες και μεταγενέστερες της σύμβασης της περιόδου 1997‑2000 συμβάσεις επιχείρησης προέβλεπαν την καταβολή αμοιβών, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 93 και 102. Η αρχή της αμοιβής προϋπήρχε της εικαζόμενης απόφασης και διατηρήθηκε και μετά από αυτήν.

133.

Επιπλέον, η εξέταση των πραγματικών περιστατικών καταδεικνύει ότι η εν λόγω φοροαπαλλαγή είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής της επένδυσης του Δημοσίου. Από την έκθεση της Εθνοσυνέλευσης του Σεπτεμβρίου 1997 συνάγεται χωρίς καμία αμφιβολία ότι η αύξηση του συνολικού ποσού της εισφοράς είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής της με σκοπό να μην “αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση της EDF” (αιτιολογική σκέψη 103). Η έκθεση της Γερουσίας επικύρωσε αυτή τη μείωση που επιθυμούσαν οι δημόσιες αρχές (αιτιολογική σκέψη 108).

134.

Από το 1991 έως το 1996, η EDF παρείχε στο κράτος υψηλότερη αμοιβή για μικρότερη βάση εισφορών κεφαλαίου σε σχέση με αυτήν που προβλεπόταν για το διάστημα 1997 έως 2000 για μεγαλύτερη φορολογική βάση. Η μέση ετήσια αμοιβή σε απόλυτες τιμές ύψους 3,41 δισεκατομμυρίων FRF για την περίοδο 1991-1996, κατά την οποία το ποσό των εισφορών ανήλθε σε 36,6 δισεκατομμύρια FRF, ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αμοιβή των 2,35 δισεκατομμυρίων FRF που είχε προβλεφθεί για διευρυμένη βάση των 50,7 δισεκατομμυρίων FRF κατά την περίοδο 1997-2000 (αιτιολογικές σκέψεις 92 και 102-103, πίνακας 3). Κατά συνέπεια, η τρέχουσα οριακή απόδοση της αύξησης του ποσού της εισφοράς κεφαλαίου ύψους 5,88 δισεκατομμυρίων FRF που αναμενόταν για την περίοδο 1997-2000 από το κράτος-μέτοχο θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική σε σχέση με την απόδοση της περιόδου 1991‑1996.

135.

Πράγματι, οι γαλλικές αρχές μερίμνησαν ώστε η καταβαλλόμενη στο γαλλικό κράτος απόλυτη και σχετική αμοιβή για την εισφορά κεφαλαίου να είναι τόσο χαμηλότερη σε απόλυτες και σχετικές τιμές όσο αυξανόταν η βάση της εισφοράς, όπως καταδεικνύουν αναμφίβολα οι εκθέσεις που συνέταξαν η Εθνοσυνέλευση και η Γερουσία. Κατά συνέπεια, αυξάνοντας το ποσό της συνολικής εισφοράς για την οποία η καταβαλλόμενη αμοιβή ήταν χαμηλότερη από εκείνη της εισφοράς που ίσχυε πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026, η απόφαση για τη χορήγηση φοροαπαλλαγής δεν φαίνεται να συνιστά αναγκαστικά επένδυση.

136.

Δεύτερον, ο τρόπος πρόβλεψης και καθορισμού της αμοιβής για την αύξηση των κεφαλαιακών εισφορών δεν είναι αυτός τον οποίο θα επέλεγε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς.

137.

Πράγματι, όπως δείχνουν οι παραπομπές τόσο στις επιστολές των εποπτευόντων υπουργών όσο και στις κοινοβουλευτικές εκθέσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 97, 103 και 106, κατά την εξέταση το 1997 της αμοιβής του Γαλλικού Δημοσίου μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές συνεκτίμησαν ταυτόχρονα την αμοιβή των εισφορών στο κεφάλαιο που προορίζεται για το κράτος-μέτοχο με τη στενή έννοια του όρου και το προσδοκώμενο ποσό φόρου που θα εισέπραττε το κράτος από το 1997 μετά από πολλά έτη μεταφοράς φορολογικών ελλειμμάτων στο κράτος ως φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας για την είσπραξη του φόρου. Όπως καταδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 93, η αμοιβή των εισφορών […], με τη σειρά της, απαλλασσόταν από τον φόρο εταιρειών, κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο.

138.

Το σχέδιο που εξετάστηκε και υιοθετήθηκε από τις γαλλικές αρχές το 1997 ήταν, συνεπώς, αυτό του αθροιστικού υπολογισμού της συνολικής επιβάρυνσης της EDF με τον φόρο και την αμοιβή του μετόχου. Το συνολικό ποσό του εισπραχθέντος φόρου επί της EDF, ακόμη και μετά την επίμαχη απαλλαγή, βάσει των φορολογικών προνομίων, και η αμοιβή που καταβλήθηκε στο κράτος ως μέτοχο παρουσιάζονται χωρίς διάκριση μεταξύ τους στα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές. Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω έγγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη επενδυτικής απόφασης. Αντιθέτως, αυτός ο συστηματικός συνυπολογισμός της πληρωμής των οφειλόμενων από την EDF φόρων στον εισπρακτικό μηχανισμό του Δημοσίου, και μέσω της διευθέτησης και εκκαθάρισης του μη εισπραχθέντος φόρου πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026 με σκοπό την εξέταση και τον καθορισμό της αμοιβής του κράτους-μετόχου, υποδηλώνει ότι η επίμαχη φοροαπαλλαγή παραχωρήθηκε από το κράτος κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και όχι από το κράτος με την ιδιότητα του επενδυτή.

139.

Η ένδειξη αυτή ενισχύεται, εξάλλου, από τη φύση των στόχων που καθόρισε το κράτος για την EDF το 1997 βάσει εκτιμήσεων και στόχων ενός φορέ[α] άσκησης δημόσιας εξουσίας και όχι ενός μετόχου. Οι ανησυχίες αυτές είναι πρόδηλες στον καθορισμό των τιμολογίων της EDF, όπως συμφωνήθηκε στη σύμβαση επιχείρησης για την περίοδο 1997-2000, από τον οποίο εξαρτιόταν η αμοιβή του κράτους-μετόχου. Πράγματι, το κράτος ζητούσε από την EDF να συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γαλλικής βιομηχανίας και της αγοραστικής δύναμης των γαλλικών νοικοκυριών. Πέραν του ότι τέτοιου είδους προβληματισμοί είναι άσχετοι με τα κίνητρα συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, είναι, επιπλέον, και αντίθετοι με τα οικονομικά συμφέροντα αυτού του υποθετικού επενδυτή. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον στόχο που καθορίστηκε για την EDF στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000, να θέσει σε εφαρμογή μια φιλόδοξη πολιτική για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης με το να τεθεί στην υπηρεσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (αιτιολογικές σκέψεις 89 και 95).

Οικονομικές εκτιμήσεις για τους σκοπούς του καθορισμού της αποδοτικότητας της εικαζόμενης επένδυσης

140.

Η σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF που υπογράφηκε στις 8 Απριλίου 1997 περιείχε αξιολογήσεις προγενέστερες του χρηματοοικονομικού σεναρίου, οι οποίες περιείχαν προβλέψεις απόδοσης των επενδύσεων του κράτους-μετόχου σε εισφορές κεφαλαίου στην EDF (αιτιολογική σκέψη 92). Τα έγγραφα αυτά και οι αναλύσεις που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές αφορούν τις αναμενόμενες επιπτώσεις της κεφαλαιοποίησης όλων των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν από την EDF, ανεξάρτητα από το αν είχαν επιβληθεί ή όχι και από το αν ήταν ή όχι αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου αριθ. 97-1026. Η μόνη συστηματική αξιολόγηση που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και περιέχεται στο υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 92) είναι γενική και περιορίζεται στην κανονιστική ρύθμιση που εφαρμόζεται στις εισφορές κεφαλαίου, που περιλαμβάνουν και εκείνες που προηγήθηκαν της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, αλλά δεν περιλαμβάνουν την αμοιβή του κεφαλαίου εκτός εισφορών ούτε την αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων.

141.

Κανένα έγγραφο από αυτά που υπέβαλαν [η Γαλλική Δημοκρατία] και η EDF δεν αποδεικνύει ότι η επενδυτική απόφαση που υποτίθεται ότι ελήφθη, δηλαδή να χορηγηθεί μεγαλύτερη εισφορά κεφαλαίου στην EDF μέσω της μη είσπραξης φόρου επί της αναταξινόμησης, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης ή ειδικών μελετών ή αναλύσεων. Παρ’ όλα αυτά, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ποσών, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα πραγματοποιούσε κατά πάσα πιθανότητα χρηματοοικονομική και οικονομική ανάλυση, πριν λάβει απόφαση για το κατά πόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες ρυθμίσεις σχετικά με την απόδοση των κεφαλαιακών εισφορών, το ποσό των 5,88 δισεκατομμυρίων FRF της φοροαπαλλαγής ήταν αναγκαίο για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη απόδοση της συνολικής επένδυσης της επιχείρησης και για την ικανοποιητική αμοιβή του μετόχου για τον σκοπό αυτό. Δεν υπάρχει τέτοια προγενέστερη οικονομική μελέτη, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί στη σκέψη 84 της απόφασής του ως ένα από τα στοιχεία που επιτρέπουν να διαπιστωθεί η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

142.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ότι, πέραν της αμοιβής που θα χορηγούνταν στο Δημόσιο κατά την περίοδο 1997-2000, δεν πραγματοποιήθηκε καμία μελέτη σχετικά με την αμοιβή ούτε την πιο μακροπρόθεσμη κερδοφορία, ενώ η [Γαλλική Δημοκρατία] ισχυρίζεται ακριβώς ότι πραγματοποίησε μια μακροπρόθεσμη επένδυση. Όμως, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα πραγματοποιούσε οπωσδήποτε ανάλυση αποδοτικότητας για την περίοδο μετά το έτος 2000.

143.

Εφόσον θεωρείται λογικό να λάβει υπόψη του ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς τις επιπτώσεις της μείωσης του ποσοστού του χρέους της EDF, αυτό οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επίκληση του πλεονεκτήματος της EDF να δανείζεται με χαμηλότερο κόστος λόγω του βελτιωμένου δείκτη χρέους προς ίδια κεφάλαια είναι γενικόλογη σε ορισμένα έγγραφα που υπέβαλαν η [Γαλλική Δημοκρατία] (αιτιολογικές σκέψεις 101 και 105) και η EDF. Παρ’ όλα αυτά, κανένα στοιχείο δεν αναφέρει τα πλεονεκτήματα και την αποδοτικότητα που συνεπάγεται για το κράτος-μέτοχο μια μείωση του κόστους δανεισμού της EDF ή ένας χαμηλότερος δείκτης χρέους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της περιόδου εκείνης που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 101, ο δείκτης καθαρού χρέους προς ίδια κεφάλαια της EDF έπρεπε να βρίσκεται στο 148 % με τη νέα εισφορά κεφαλαίου στο σύνολό της, η οποία ανερχόταν σε 50,7 δισεκατομμύρια FRF, στα οποία περιλαμβάνονται τα 5,88 δισεκατομμύρια FRF της επίμαχης φοροαπαλλαγής. Χωρίς τη φοροαπαλλαγή, ο δείκτης αυτός θα ανερχόταν περίπου στο 163 %, θα ήταν δηλαδή τρεις φορές χαμηλότερος από τον δείκτη του 480 % πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026. Εάν εξεταστεί απομονωμένα από τις άλλες επιπτώσεις της ανακατάταξης των διαφόρων προβλέψεων, η συμβολή της φοροαπαλλαγής στη βελτίωση αυτού του δείκτη είναι σχεδόν ασήμαντη και το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της στη μείωση του κόστους δανεισμού για την EDF πολύ αμφίβολο (αιτιολογικές σκέψεις 170 έως 172). Σε κάθε περίπτωση, τα υποβληθέντα από τις γαλλικές αρχές έγγραφα δεν αναφέρουν ούτε αναλύουν ως επένδυση ούτε την αμοιβή του μετόχου που θα προέκυπτε από έναν δείκτη 148 % ούτε, πολύ περισσότερο, την αμοιβή που θα προέκυπτε από έναν δείκτη 163 %. Δεν υπάρχει, όσον αφορά το θέμα αυτό, καμία προγενέστερη οικονομική αξιολόγηση συγκρίσιμη με αυτές τις οποίες θα είχε διενεργήσει ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς, όπως αυτή που αναφέρει το Δικαστήριο στη σκέψη 84 της απόφασής του.

144.

Συναφώς, η οικονομική μελέτη που υπέβαλε η EDF για να στηρίξει τις παρατηρήσεις της (αιτιολογικές σκέψεις 69-70) δεν αποδεικνύει ότι η [Γαλλική Δημοκρατία] ενήργησε ως επενδυτής και όχι ως φορέας άσκησης δημόσιας εξουσίας. Η μελέτη συντάχθηκε μετά την εικαζόμενη επενδυτική απόφαση που λήφθηκε το 1997 και δεν εξετάστηκε από τις αρμόδιες αρχές για να ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, η μελέτη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Δικαστηρίου (αιτιολογική σκέψη 126, σκέψη 104 της απόφασης της 5ης Ιουνίου). Το γεγονός ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε βάσει αυθεντικών βασικών δεδομένων που ήταν διαθέσιμα την εποχή εκείνη δεν μπορεί να ακυρώσει αυτό το συμπέρασμα. Η παραγγελία της μελέτης έγινε για τις ανάγκες της υπόθεσης μετά την επέκταση της διαδικασίας τον Μάιο του 2013 και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν κατά τα φαινόμενα γνωστά στην EDF τον Ιούλιο του 2013, ενώ η μελέτη είναι του Οκτωβρίου 2013. Εξάλλου, τα αριθμητικά αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η μελέτη ήταν άκυρα και για άλλους λόγους και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν το έρεισμα των συμπερασμάτων που συνάγει από αυτά η EDF για να στηρίξει τις παρατηρήσεις της, και συγκεκριμένα:

Η μελέτη τροφοδοτείται με βασικά δεδομένα σχεδόν εξ ολοκλήρου της περιόδου εκείνης και εφαρμόζει γενικά αποδεκτές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την αποτίμηση της αξίας των επιχειρήσεων, με τις σημαντικές επιφυλάξεις που διατυπώνονται κατωτέρω. Παρ’ όλα αυτά, είναι παράλληλα μια ιδιαίτερα σύνθετη οικονομική αξιολόγηση, μετά από μια σχετικά διεξοδική αναζήτηση δεδομένων, για την υλοποίηση και επικύρωσή της οποίας απαιτήθηκε διάστημα περίπου τριών μηνών. Η εν λόγω επεξεργασία περιέχει διαδοχικές και πολλαπλές μεθοδολογικές επιλογές, ορισμένες φορές αμφισβητήσιμες. Χωρίς την εν λόγω επεξεργασία, είναι απολύτως αδύνατο, με αφετηρία βασικά δεδομένα, διάσπαρτα και προερχόμενα από διάφορες πηγές, να διαμορφωθεί μια συνοπτική εικόνα ή πιθανή πρόβλεψη των ποσοτικά προσδιορισμένων αποτελεσμάτων που θα παρουσίαζε η μελέτη όσον αφορά την απόδοση που θα μπορούσε να αναμένει το γαλλικό κράτος το 1997. Ωστόσο, το Δικαστήριο απαιτεί η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς να βασίζεται στις προβλέψιμες αξιολογήσεις κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (σκέψη 105 της απόφασης της 5ης Ιουνίου 2012). Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της EDF, το γεγονός καθαυτό ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του γαλλικού κράτους δεν διενήργησαν από μόνες τους ούτε ανέθεσαν τη σύνταξη μιας μελέτης αυτής της κλίμακας και πολυπλοκότητας, με βάση τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα το 1996-1997, αποτελεί ένδειξη ότι το κατάλληλο κριτήριο για να λάβουν οι γαλλικές αρχές την απόφασή τους δεν ήταν αποκλειστικά η απόδοση της εικαζόμενης επένδυσης για τον μέτοχο.

Η μελέτη αναλύει τη συμπεριφορά του γαλλικού κράτους σε σχέση με την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς βάσει πολύ διαφορετικών πληροφοριών και παραδοχών από αυτές που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108 και οι οποίες, κατά τις γαλλικές αρχές, αποτέλεσαν το κίνητρο και την αιτιολόγηση της απόφασης που υποτίθεται ότι έχει ληφθεί. Όμως, την απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης δεν την έλαβε η EDF και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου (σκέψεις 82 και 83 της απόφασής του της 5ης Ιουνίου 2012), το γαλλικό κράτος είναι αυτό που οφείλει να προβάλει τα στοιχεία που αναδεικνύουν τη φύση και το πλαίσιο της ληφθείσας απόφασης. Εφόσον η [Γαλλική Δημοκρατία] ισχυρίζεται ότι έλαβε την απόφασή της με βάση τις πληροφορίες και τα δεδομένα που υπέβαλε, η μελέτη και, κατά συνέπεια η EDF, υποκαθιστούν εκ των πραγμάτων τον υποτιθέμενο επενδυτή και ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα απ’ ό,τι το γαλλικό κράτος τις εκτιμήσεις και τα στοιχεία που αποτέλεσαν το πραγματικό κίνητρο για την απόφαση που είχε ήδη ληφθεί και τις παραδοχές που αυτό έλαβε υπόψη. Ως εκ τούτου, η μελέτη βασίζεται σε εικασίες σχετικά με τα δεδομένα, τις πληροφορίες και τις παραδοχές τις οποίες οι γαλλικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει υπόψη –και μεταξύ άλλων δεν μπορούν να αποκλειστούν– το 1997 και, κατά συνέπεια, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ το 2015 (ή τον Οκτώβριο του 2013 όταν πραγματοποιήθηκε), ώστε να εξηγήσουν και να διασαφηνίσουν την απόφαση που πράγματι έλαβαν οι γαλλικές αρχές το 1997, την οποία οι εν λόγω αρχές εξηγούν βάσει διαφορετικών δεδομένων και παραδοχών.

Αυτή η απουσία αποδεικτικής αξίας είναι ακόμη περισσότερο εμφανής για τον λόγο ότι, για να καταλήξει στα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 70, η μελέτη βασίζεται σε υποθέσεις είτε αυθαίρετες είτε παρακινδυνευμένες, που είτε δεν επιβεβαιώνονται από τα πραγματικά περιστατικά είτε είναι αντίθετες με τα στοιχεία που συνάγονται από τα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και τα οποία, κατά την άποψή τους, καταδεικνύουν τη δυνατότητα εφαρμογής και τη θετική εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Έτσι, καταρχάς, η μελέτη εικάζει ότι, μετά το 2000, η αμοιβή που έλαβε το κράτος-μέτοχος δεν διέπεται από διάταγμα ούτε αποτυπώνεται σε σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του κράτους και της EDF, αλλά καθορίστηκε με αναφορά στα μερίσματα τα οποία κατέβαλλαν άλλες επιχειρήσεις του κλάδου το 1996-1997. Ωστόσο, η αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου στην EDF είχε ρυθμιστεί με διάταγμα από το 1956 (αιτιολογική σκέψη 102) και καθορίστηκε με κανονιστική διάταξη και αποτυπωνόταν σε πολυετείς συμβάσεις επιχείρησης πριν και μετά το 1997, σε συνάρτηση με εκτιμήσεις άσχετες με τα μερίσματα που κατέβαλλαν επιχειρήσεις του κλάδου οι οποίες δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές εκτός της [Γαλλικής Δημοκρατίας] (αιτιολογικές σκέψεις 94 και 95). Δεύτερον, η μελέτη επανεισήγαγε χωρίς αιτιολόγηση στον λογαριασμό αποτελεσμάτων της EDF προβλέψεις που προέρχονταν από τους λογαριασμούς της εταιρείας EDF για ποσό 11,6 δισεκατομμυρίων FRF (χωρίς φόρους) και 7,3 δισεκατομμυρίων [FRF] (μετά φόρων), αυξάνοντας τεχνητά κατά το ποσό αυτό [την] αξία της EDF, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διαθέσιμες πληροφορίες και οι προβλέψιμες εξελίξεις το 1997 ως προς το βάρος των υποχρεώσεων της EDF στο συνταξιοδοτικό σύστημα του προσωπικού της (αιτιολογικές σκέψεις 168 και 169).

Τρίτον, η αύξηση της αξίας της EDF που προέκυψε από την αύξηση των επιστροφών και των κερδών στη μελέτη υπολογίζεται με βάση τις «προσδοκίες της αγοράς» το 1997. Οι γαλλικές αρχές διέθεταν προβλέψεις εσόδων και ειδικών και ποσοτικά προσδιορισμένων αποτελεσμάτων για την EDF για την περίοδο 1997 έως 2000, που επιβεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της επεξεργασίας της σύμβασης επιχείρησης για την ίδια περίοδο και ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν σε αυτές τις προβλέψεις και τα στοιχεία για να λάβουν την απόφασή τους (αιτιολογικές σκέψεις 78-79, 90, 94, 96), και παράλληλα είχαν καλή γνώση [, το 1997,] της επιχείρησης και των χρηματοοικονομικών προοπτικών της (αιτιολογική σκέψη 77). Η χρήση “προσδοκιών της αγοράς” προερχόμενων από τρίτους για τον τελικό καθορισμό μιας εκτίμησης της αξίας της EDF σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι ούτε αποδεδειγμένη ούτε σύμφωνη με τα επιχειρήματα που προβάλλει η [Γαλλική Δημοκρατία] για να εξηγήσει και να τεκμηριώσει την απόφαση που υποτίθεται ότι είχαν λάβει προηγουμένως οι αρχές της. Και αυτό κυρίως διότι οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η βασική δραστηριότητα της EDF ασκούνταν κυρίως στη Γαλλία σε ρυθμιζόμενες [τιμές] το 1997 (αιτιολογική σκέψη 85). Εξάλλου, οι τιμές αυτές είχαν καθοριστεί σε χαμηλό επίπεδο με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γαλλικής βιομηχανίας και της αγοραστικής δύναμης των γαλλικών νοικοκυριών (αιτιολογικές σκέψεις 89 και 95). Η μελέτη δεν εξηγεί, και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί πειστικά, γιατί η αμοιβή, τα μερίσματα και τα κέρδη επιχειρήσεων που είχαν συσταθεί ως εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες δεν είχαν σημαντική παρουσία στη Γαλλία και λειτουργούσαν σε αγορές με διαφορετικούς ανταγωνιστικούς και κανονιστικούς περιορισμούς ([παραδείγματος χάριν] Endesa, Gas Natural και Union Fenosa στην Ισπανία, RWE, EON και Verbund στη Γερμανία, Fluxys στο Βέλγιο κ.λπ.), μπορούσαν να καθορίσουν τα αποτελέσματα, την αμοιβή και τα μερίσματα της EDF, που περιλαμβάνονται στις υποθέσεις από τις οποίες εξαρτώνται τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 70.

Τέλος, τέταρτον, η μελέτη υποστηρίζει χωρίς καμία αιτιολόγηση ότι μια αύξηση της εισφοράς στο κεφάλαιο της EDF το 1997 ισοδυναμούσε, τουλάχιστον εν μέρει, με την απόκτηση ενός ρευστού χρηματοοικονομικού στοιχείου. Παρ’ όλα αυτά, η EDF ήταν το 1997 δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο (αιτιολογική σκέψη 19), ενώ οι γαλλικές αρχές και η EDF ισχυρίζονταν [τότε] ότι θα διατηρούσε το ίδιο καθεστώς στο μέλλον (αιτιολογικές σκέψεις 95 και 105). Ο παρακινδυνευμένος χαρακτήρας αυτού του ισχυρισμού, από τον οποίο εξαρτώνται, παρ’ όλα αυτά, σε καθοριστικό βαθμό τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύεται διεξοδικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις 179 έως 181.

Φύση και αντικείμενο του μέτρου, πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και κανόνες στους οποίους υπόκειται το μέτρο.

145.

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η φύση του μέτρου που έχει ληφθεί αποτελεί μέρος των σχετικών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί θετικά η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς (σκέψη 86 της απόφασης). Η απόφαση χορήγησης πρόσθετου ποσού εισφοράς κεφαλαίου στην EDF χωρίς την είσπραξη φόρου για την αναταξινόμηση παράτυπων προβλέψεων που αφορούν το ΔΜΥΤ είναι ταυτόχρονα μια απόφαση λογιστικού χαρακτήρα για ανακατανομή των πιστώσεων μεταξύ θέσεων του ισολογισμού της EDF (αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 105) και απόφαση φορολογικού χαρακτήρα, εφόσον οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι ο φόρος εταιρειών θα έπρεπε να εισπράττεται πριν από την αναταξινόμηση (αιτιολογική σκέψη 35), ενώ ο φόρος έχει καταβληθεί για άλλες αναταξινομηθείσες λογιστικές προβλέψεις. Δεν έχει, συνεπώς, διαπιστωθεί, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, ότι το λογιστικό και φορολογικό σκέλος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα σε ένα ενιαίο μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από τον νόμο αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997.

146.

Το άρθρο 4, παράγραφος 2 του νόμου προέβλεπε ότι το ποσό που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ, όπως αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού της EDF έπρεπε να καταχωριστεί, χωρίς τις αντίστοιχες διαφορές αναπροσαρμογής, στη θέση “Εισφορές κεφαλαίου” (αιτιολογική σκέψη 28). Μπορεί να συναχθεί ότι ο νόμος προέβλεπε ότι, εκτός από τυχόν διαφορές αναπροσαρμογής, καμία λογιστική και φορολογική αναθεώρηση δεν έπρεπε να περικόψει το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτό που θα έπρεπε να εγγραφεί ως εισφορά στο κεφάλαιο της EDF. Η απόφαση, ωστόσο, της είσπραξης ή μη του φόρου από την EDF δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου βάσει του άρθρου 34 του [Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας] και ο νόμος αριθ. 97-1026 δεν θα μπορούσε να περιέχει έγκυρη διάταξη σχετική με αυτό το ζήτημα. Το εν λόγω άρθρο περιορίζει τις νομοθετικές αρμοδιότητες του κοινοβουλίου σε φορολογικά θέματα στον καθορισμό της φορολογητέας βάσης, του συντελεστή φορολόγησης και των τρόπων είσπραξης των φορολογικών απαιτήσεων πάσης φύσεως. Συνεπώς, η EDF κατέβαλλε τον φόρο εταιρειών για ορισμένες λογιστικές προβλέψεις αλλά όχι για κάποιες άλλες ως επακόλουθο της ίδιας πράξης αναταξινόμησης βάσει του νόμου.

147.

Τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 104 προπαρασκευαστικά έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές καταδεικνύουν, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο Επικρατείας είχε την άποψη το 1997 ότι οι διατάξεις μη νομοθετικού χαρακτήρα έπρεπε να μη περιληφθούν στο κείμενο του νομοσχεδίου· επιπλέον, απορρίφθηκε και ένα νομοσχέδιο για την τροποποίηση του κυβερνητικού νομοσχεδίου που αποσκοπούσε στον περιορισμό των φόρων τους οποίους θα μπορούσε να εισπράξει το Δημόσιο από την EDF κατ’ εφαρμογή του νόμου. Τέλος, οι αρμόδιοι υπουργοί έκριναν, τον Απρίλιο του 1997, ότι για τις λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής της αναδιάρθρωσης της EDF σε λογιστικό και σε φορολογικό επίπεδο θα έπρεπε να γίνουν πρόσθετες διαβουλεύσεις μεταξύ των εποπτικών αρχών και της επιχείρησης (αιτιολογική σκέψη 98).

148.

Από τα στοιχεία, που διευκρινίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά [στο έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997], μετά την έκδοση του νόμου (αιτιολογική σκέψη 31), συνάγεται ότι οι φορολογικές πτυχές της εφαρμογής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις διατάξεις του νόμου αριθ. 97‑1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997. Οι εν λόγω υπουργοί, στην επιστολή τους προς την EDF, εξηγούν την αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997 και φαίνεται ότι αποφάσισαν σιωπηρά τις φορολογικές επιπτώσεις της εν λόγω αναδιάρθρωσης, χωρίς να τίθεται ζήτημα για οποιαδήποτε αποδοτική επένδυση ούτε για απαρέγκλιτες διατάξεις του νόμου.

149.

Όσον αφορά το πλαίσιο του μέτρου, που το Δικαστήριο προβάλλει ως συναφές στοιχείο μεταξύ άλλων για την αξιολόγηση της ενδεχόμενης δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, οι προπαρασκευαστικές συσκέψεις και τα δικαιολογητικά έγγραφα της περιόδου που οδήγησαν στην υπογραφή της σύμβασης επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF στις 8 Απριλίου 1997, δείχνουν ότι η κεφαλαιοποίηση των προβλέψεων εντασσόταν στο πλαίσιο της προοπτικής της μερικής απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση, που είχε αποφασιστεί ήδη από το 1996. Επίσης, στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000 και στα προπαρασκευαστικά της έγγραφα, αποτυπώνεται η βούληση για την περαιτέρω διεθνοποίηση των δραστηριοτήτων της EDF, όπως εξάλλου και στα έγγραφα του κοινοβουλίου. Η ίδια η σύμβαση επιχείρησης προϋποθέτει ότι για την εκτέλεσή της απαιτείται η έκδοση νομοθετικής πράξης τακτοποίησης, παρόμοιας με αυτήν που προβλέπει ο νόμος αριθ. 97-1026, που να διαπιστώνει μια εκ των πραγμάτων συνέχεια μεταξύ των στόχων της σύμβασης και των στόχων του νομοθέτη. Όμως, ούτε η σύμβαση που συνάφθηκε τον Απρίλιο του 1997 ούτε τα προπαρασκευαστικά έγγραφα και οι διαβουλεύσεις με τις εποπτικές αρχές της EDF διατυπώνουν θέση για το συγκεκριμένο ποσό του φόρου.

150.

Το πλαίσιο αυτό, το οποίο συνάγεται από τα στοιχεία που [παρέθεσε η Γαλλική Δημοκρατία] στις παρατηρήσεις [της], δεν επιτρέπει, ωστόσο, να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι το μέτρο είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς ενός μετόχου που πραγματοποιεί μια επένδυση. Πράγματι, η ανάγκη εξάλειψης των παρατυπιών που διαπίστωσε το [γαλλικό] Ελεγκτικό Συνέδριο τον Οκτώβριο του 1994 εντάσσεται επίσης σε αυτό το πλαίσιο. Ενώ, από τη μία πλευρά, έπρεπε να διορθωθεί μια λογιστική παρατυπία που είχε επιτρέψει στην EDF να μην καταβάλλει τον φόρο εταιρειών για διάστημα πολλών ετών, οι γαλλικές αρχές υπογράμμιζαν ότι το διατακτικό δεν έθετε υπό αμφισβήτηση το μονοπώλιο της EDF (αιτιολογική σκέψη 105) και ότι το σταθερό πλαίσιο που δημιουργήθηκε με την απελευθέρωση της αγοράς έπρεπε να διατηρηθεί (αιτιολογική σκέψη 95). Πράγματι, η απελευθέρωση της αγοράς δημιουργούσε προοπτικές επέκτασης στις εθνικές αγορές άλλων κρατών μελών και είχαν προβλεφθεί ορισμένες ενέργειες στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000 με σκοπό την περαιτέρω διεθνοποίηση της EDF. Επιπλέον, η μέριμνα των δημόσιων αρχών να ενισχύσουν τις εθνικές επιχειρήσεις με μέτρα χρηματοοικονομικής στήριξης ενόψει απελευθέρωσης της αγοράς δεν περιορίστηκε μόνο στις δημόσιες επιχειρήσεις, ούτε αποτελεί στοιχείο συμπεριφοράς ενός συνετού μετόχου δημόσιας επιχείρησης.

151.

Τέλος, το [Δικαστήριο] αναφέρει ότι η εξέταση των κανόνων στους οποίους υπόκειται το επίμαχο μέτρο είναι κατάλληλη για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του είτε ως επένδυσης από το κράτος-μέτοχο είτε ως προνομίου άσκησης δημόσιας εξουσίας από αυτό. Για την ταξινόμηση του μέτρου στη μία ή την άλλη κατηγορία μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη η τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων στους οποίους υπόκειται. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν οι κανόνες που διέπουν την επένδυση φορολογικών πόρων σε επιχειρήσεις όπως η EDF. Χωρίς το επίμαχο μέτρο, το μη εισπραχθέν προϊόν του φόρου εταιρειών θα είχε καταβληθεί στα γενικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού της Γαλλίας του 1997. Όπως προβλέπει το άρθρο 18 του διατάγματος αριθ. 59-2 της 2ας Ιανουαρίου 1959 περί οργανικού νόμου σχετικά με τους νόμους του προϋπολογισμού, που ίσχυε την περίοδο εκείνη, το σύνολο των εσόδων που διασφαλίζουν την εκτέλεση του συνόλου των δαπανών, όλα τα έσοδα και όλες οι δαπάνες του κράτους καταλογίζονται σε έναν ενιαίο λογαριασμό, που ονομάζεται γενικός προϋπολογισμός. Έτσι, τα έσοδα από τον φόρο καταβάλλονται στον προϋπολογισμό και προς όφελος του Δημοσίου και όχι προς όφελος των δημοσίων επιχειρήσεων.

152.

Ο εν λόγω προϋπολογισμός υπόκειται στη συνταγματική αρχή της καθολικότητας βάσει της οποίας το σύνολο των εσόδων και το σύνολο των πιστώσεων εγγράφονται σε δύο χωριστές ενότητες, χωρίς τη θέσπιση καμίας ειδικής σύνδεσης, π.χ. μεταξύ ενός εσόδου από τον φόρο εταιρειών και μιας χρήσης όπως η εισφορά κεφαλαίου προς όφελος μιας δημόσιας επιχείρησης όπως η EDF. Ασφαλώς, ο προορισμός ενός φορολογικού πόρου για ένα νομικό πρόσωπο πλην του κράτους, υπό μορφή επιχορήγησης ή για επενδυτικούς σκοπούς, επιτρέπεται κατά το γαλλικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι ο προορισμός αυτός προβλέπεται ρητά από κάποια διάταξη. Το άρθρο 18 του διατάγματος αριθ. 59-2 προέβλεπε ότι, με εξαίρεση ιδίως τα δάνεια και τις προκαταβολές, ο προορισμός εσόδων του Δημοσίου είναι έκτακτος και μπορεί να προκύψει μόνον από διάταξη του νόμου του προϋπολογισμού με πρωτοβουλία της κυβέρνησης.

153.

Ωστόσο, ο [νόμος 97‑1026] δεν ήταν νόμος του προϋπολογισμού και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να προορίσει ένα φορολογικό έσοδο προς όφελος του μετοχικού κεφαλαίου της EDF. Εξάλλου, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις με πρωτοβουλία της κυβέρνησης σε νόμο περί των δημοσίων οικονομικών εφαρμοστέο στον προϋπολογισμό του 1997 για τον προορισμό του προϊόντος του οφειλόμενου από την EDF φόρου στις δαπάνες του Γαλλικού Δημοσίου για οποιαδήποτε επένδυση στο κεφάλαιο της EDF στο πλαίσιο του ίδιου προϋπολογισμού. Αυτός ο κανόνας που επιτρέπει την επένδυση ενός φορολογικού πόρου που δημιουργείται προς όφελος του κράτους, σε ένα νομικό πρόσωπο διακριτό από το κράτος, όπως η EDF, δεν φαίνεται να έχει εφαρμοστεί.

154.

Από τη συντριπτική πλειοψηφία των προαναφερθέντων στοιχείων συνάγεται σαφώς ότι [η Γαλλική Δημοκρατία] δεν έλαβε, πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη μη καταβολή του φόρου εταιρειών, την απόφαση να πραγματοποιήσει, μέσω της φοροαπαλλαγής, επένδυση στην EDF. Ως εκ τούτου, η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς φαίνεται ότι δεν έχει εφαρμογή σε αυτό το μέτρο. Οι εκτιμήσεις που ακολουθούν σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς έχουν συνεπώς επικουρικό χαρακτήρα.»

2.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

116

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη, κρίνοντας, στις αιτιολογικές σκέψεις 113 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν ότι έπρεπε να εξετάσει αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή είχε εφαρμογή στο επίδικο μέτρο το οποίο σαφώς προσδιοριζόταν ως η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος από τη Γαλλική Δημοκρατία, όπως αυτή περιγράφεται στο σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002 (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω).

117

Επιβάλλεται, επομένως, να απορριφθούν εκ προοιμίου τα διάφορα επιχειρήματα που επαναλήφθηκαν από την EDF προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει όχι την παραίτηση από την είσπραξη του φόρου, αλλά το μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των προβλέψεων που αναταξινομήθηκαν ως εισφορά κεφαλαίου.

3.   Επί του πρώτου σκέλους

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

118

Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, η EDF υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να λάβει υπόψη στην ανάλυσή της το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων, τόσο κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου όσο και κατά το στάδιο εκτιμήσεως της εφαρμογής του, επειδή περιορίσθηκε να στηριχθεί στις πληροφορίες και τα στοιχεία που διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία και δεν έλαβε υπόψη της εκείνα που η EDF της είχε κοινοποιήσει, κάτι που η Επιτροπή δικαιολόγησε προβάλλοντας την ύπαρξη δήθεν αντιφάσεων μεταξύ των εγγράφων που παρασχέθηκαν από το γαλλικό Δημόσιο και εκείνων που διαβιβάσθηκαν από την EDF.

119

Η EDF αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι «η Επιτροπή […] ανέφερε παρεμπιπτόντως τα στοιχεία που της [είχαν] διαβιβασθεί από την EDF» και παραπέμπει συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναφέρει «σαράντα περίπου έγγραφα της περιόδου εκείνης που επισύναψε η EDF στις επιστολές της».

120

Η EDF υποστηρίζει ωστόσο ότι σαράντα περίπου από τα 53 έγγραφα της ίδιας περιόδου που γνωστοποίησε στην Επιτροπή δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν εξετάσθηκαν, χωρίς η Επιτροπή να εξηγήσει γιατί ήταν αντιφατικά σε σχέση με τα έγγραφα που διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία ή άσχετα με την υπόθεση.

121

Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι αναμφισβήτητο, κατά την άποψή της, ότι τα μόνα στοιχεία που εξετάσθηκαν εν προκειμένω από την Επιτροπή είναι εκείνα που διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία, πράγμα που αποδεικνύει ότι η Επιτροπή εκουσίως αρνήθηκε να εξετάσει τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από την EDF κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει.

122

Η EDF υποστηρίζει επίσης ότι ορισμένα στοιχεία που προκύπτουν από ορισμένα από τα έγγραφα που κοινοποίησε στην Επιτροπή καταδεικνύουν ότι, εάν είχαν ληφθεί υπόψη, θα είχαν οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα που δέχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Αναφέρει συναφώς τα στοιχεία που περιέχονται στο έγγραφο αριθ. 18 (επιστολή της EDF στον Υπουργό Οικονομίας σχετικά με το λογιστικό και φορολογικό καθεστώς της EDF), στο έγγραφο αριθ. 20 (σημειώσεις από τη συνάντηση της 27ης Οκτωβρίου 1995 στο Υπουργείο Οικονομικών), στο έγγραφο αριθ. 22 (επιστολή από την EDF προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Σχεδιασμού, που περιέχει παράρτημα με τίτλο «Αναθεώρηση του ισολογισμού της EDF στις 31.12.1994), στο έγγραφο αριθ. 23 (επιστολή της EDF προς το Υπουργείο Προϋπολογισμού, με την οποία διαβίβασε παράρτημα με τίτλο «Πρόταση αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF»), στο έγγραφο αριθ. 32 (επιστολή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Βιομηχανίας, Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών) επισημαίνοντας ότι το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί υπόψη στην εν λόγω απόφαση, στα έγγραφα αριθ. 50 έως 56 (γνωμοδοτήσεις οργανισμών αξιολογήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας της ίδιας περιόδου, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη στη μελέτη της Oxera του 2013) και στο έγγραφο αριθ. 57 (μελέτη με τίτλο «Pan‑European utilities»), τα οποία απαριθμούνται στον πίνακα που παρατίθεται στο σημείο 77 του δικογράφου της προσφυγής.

123

Η EDF προσθέτει ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι έλαβε υπόψη τα έγγραφα αυτά είναι ψευδή και ότι τα δύο μόνα έγγραφα που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και παρουσιάζονται ως έγγραφα τα οποία της διαβίβασε είναι, στην πραγματικότητα, στοιχεία που διαβιβάσθηκαν και από τη Γαλλική Δημοκρατία.

124

Η EDF θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η απόφαση και μόνο να μη λάβει υπόψη τα έγγραφα που της διαβίβασε, συνιστά αφ’ εαυτής απόδειξη διεξοδικής αναλύσεως.

125

Η EDF υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑103/14, EU:T:2016:152), και της 26ης Μαΐου 2016, Γαλλία και IFP Énergies nouvelles κατά Επιτροπής (T‑479/11 και T‑157/12, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:320), ενισχύουν τα επιχειρήματά της, σύμφωνα με τα οποία, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή εναπόκειται να λάβει υπόψη κάθε σχετικό στοιχείο, έστω και αν αυτό δεν διαβιβάσθηκε από αυτόν που έλαβε το μέτρο, δηλαδή το οικείο κράτος μέλος.

126

Επιπλέον, η EDF προβάλλει ότι μια αντικειμενική και αμερόληπτη ανάγνωση των εγγράφων τα οποία μνημονεύονται στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής αποδεικνύει σαφώς ότι το επίμαχο μέτρο είναι πράγματι η απόφαση της ανακεφαλαιοποιήσεώς της, η οποία προσδιορίσθηκε, για παράδειγμα, κατά την άποψή της, με το έγγραφο αριθ. 20 που κοινοποίησε στην Επιτροπή.

127

Τέλος, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Frucona Košice, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή, δεδομένου ότι υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υπέρβαση των στοιχείων που παρασχέθηκαν από το κράτος και αγνόηση την υποκειμενικής γνώμης του, δεν μπορούσε συνεπώς να αγνοήσει τα στοιχεία που της είχαν κοινοποιηθεί από το κράτος και από την EDF.

128

Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της EDF, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως απλώς περιγράφουν τα εννέα έγγραφα που είχαν επισυναφθεί στις παρατηρήσεις τις οποίες απηύθυναν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή την 1η Ιουλίου 2013, αλλά δεν εξηγούν τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα αυτά οδηγούν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί εν προκειμένω.

129

Η Γαλλική Δημοκρατία προσκομίζει έναν πίνακα (παράρτημα 10 του υπομνήματος παρεμβάσεως) στον οποίο σχολιάζει τα προσκομισθέντα από την ίδια και από την EDF έγγραφα τα οποία η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ενώ, κατ’ αυτήν, τα εν λόγω έγγραφα περιείχαν κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου εν προκειμένω.

130

Η Γαλλική Δημοκρατία παραθέτει συναφώς τρία παραδείγματα.

131

Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπει σε επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 1997 του οικονομικού διευθυντή της EDF στον προϊστάμενο της υπηρεσίας χρηματοδοτήσεων και συμμετοχών, υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών, την οποία η Επιτροπή απλώς αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις 88 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να τη λαμβάνει υπόψη στη συλλογιστική της, ενώ η επιστολή αυτή καταδείκνυε ότι, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της συμβάσεως επιχειρήσεως 1997-2000 που συνήφθη μεταξύ του Γαλλικού Δημοσίου και της EDF στις 8 Απριλίου 1997 (στο εξής: σύμβαση επιχειρήσεως), το Δημόσιο είχε εξετάσει την αμοιβή που θα εισέπραττε ως μέτοχος για την περίοδο 1997-2000 και η οποία στηριζόταν, ιδίως, σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εκτιμήσεις. Η επιστολή αυτή εξέθετε τις προβολές που βασίζονταν στις παραδοχές της εν λόγω συμβάσεως επιχειρήσεως (εξέλιξη των τιμών, τρόπος αμοιβής του κράτους-μετόχου, επενδυτικοί στόχοι και στόχοι μειώσεως του χρέους).

132

Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει ένα επεξηγηματικό σημείωμα της EDF της 27ης Ιουλίου 1996, που διαβιβάσθηκε στη γαλλική Γερουσία κατόπιν αιτήματός της στις 15 Σεπτεμβρίου 1997 και το οποίο η Επιτροπή απλώς αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ το σημείωμα αυτό καταδείκνυε ότι, κατά τη θέσπιση του επίμαχου μέτρου, οι ανησυχίες του Γαλλικού Δημοσίου ήταν εκείνες ενός δημόσιου μετόχου. Το σημείωμα αυτό εξέταζε, ειδικότερα, τις προοπτικές αμοιβής του δημόσιου μετόχου υπό το πρίσμα των ισολογισμών των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων του τομέα.

133

Τρίτον, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται την επιστολή που απευθύνθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1995 από την EDF στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Σχεδιασμού, η οποία περιέχει παράρτημα με τίτλο «Αναθεώρηση του ισολογισμού της EDF στις 31.12.1994», που δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και το οποίο περιλαμβάνει λογιστικές αναλύσεις που καταδείκνυαν ότι η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου της EDF και οι συνέπειές της είχαν εξετασθεί λεπτομερώς από το Γαλλικό Δημόσιο ήδη από το 1995.

134

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

135

Η EDF υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στο επίδικο μέτρο, η Επιτροπή, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, δεν έλαβε υπόψη της μεγάλο αριθμό εγγράφων που της είχαν κοινοποιηθεί και περιορίσθηκε, χωρίς άλλη εξήγηση, να εξετάσει εκείνα που της είχε διαβιβάσει η Γαλλική Δημοκρατία, ενώ τα στοιχεία που προέκυπταν από τα έγγραφα αυτά θα έπρεπε να την οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω κριτήριο μπορούσε να εφαρμοσθεί.

136

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν κράτος μέλος επικαλείται κατά τη διοικητική διαδικασία το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, σε αυτό εναπόκειται, σε περίπτωση αμφιβολίας, να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων της κρίσιμης περιόδου, ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου και ότι βασίζεται σε προηγούμενες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως απαιτείται (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψεις 82, 85 και 104).

137

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας η οποία είναι συμφυής με την αρχή της χρηστής διοικήσεως και έχει γενικώς εφαρμογή επί της δράσεως της ενωσιακής διοικήσεως στις σχέσεις της με το κοινό απαιτεί η διοίκηση να ενεργεί με επιμέλεια και φρόνηση (απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C-337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 34).

138

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλει την άποψή του καθώς και το δικαίωμά του να εκδοθεί επί της υποθέσεώς του επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δύνανται να ελέγχουν εάν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14).

139

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις αρχές διεξαγωγής των αποδείξεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των προσαπτόμενων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως που διαπιστώνει την ύπαρξη και, ενδεχομένως, την ασυμβατότητα ή παρανομία της ενισχύσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140

Τρίτον, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 54, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 91).

141

Τέλος, τέταρτον, αν, στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, το κράτος μέλος οφείλει, δυνάμει του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να παρέχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που της επιτρέπουν να αποφανθεί σχετικά με τη φύση του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή υποχρεούται, βάσει του καθήκοντος επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως, να εξετάζει επιμελώς τα στοιχεία που της παρέχει το κράτος μέλος. Σύμφωνα με το πνεύμα της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, που αναθέτει στους ενδιαφερομένους τον ρόλο της πηγής πληροφοριών της Επιτροπής, η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται και στην Επιτροπή όσον αφορά τις πληροφορίες που της ανακοινώνουν οι ενδιαφερόμενοι (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία επικαλέσθηκε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ήδη κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. αιτιολογική σκέψη 95 της αρχικής αποφάσεως, σκέψη 31 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, εναπέκειτο στην ίδια να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων της κρίσιμης περιόδου ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάτο με την ιδιότητά της ως μετόχου και ότι βασιζόταν στις απαιτούμενες προηγούμενες οικονομικές εκτιμήσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψεις 82, 85 και 104).

143

Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προσάπτει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του πρώτου αυτού σκέλους, ότι δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε η EDF ως προς το ζήτημα αυτό και ότι περιορίσθηκε στο να εξετάσει, εν όλω ή εν μέρει, εκείνα που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία.

144

Πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι τα επιχειρήματα της EDF είναι άκρως γενικόλογα και εντελώς αόριστα όσον αφορά τον προσδιορισμό των φερόμενων ως σημαντικών στοιχείων στα έγγραφα που η ίδια υπέβαλε στην Επιτροπή και τα οποία, όπως υποστηρίζει, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη.

145

Πράγματι, η EDF περιορίζεται να περιλάβει, στο σημείο 77 του δικογράφου της προσφυγής, πίνακα στον οποίο παραθέτει κατάλογο 50 εγγράφων (και όχι 53 όπως προβάλλει στο σημείο 78 του δικογράφου της προσφυγής) που διαβίβασε στην Επιτροπή. Επισημαίνει ότι, όσον αφορά δέκα από αυτά, γίνεται αναφορά τους στην προσβαλλόμενη απόφαση και, για τα λοιπά, υποστηρίζει απλώς ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε σε αυτά και, κατά μείζονα λόγο, δεν τα ανέλυσε. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκαν, κατά την άποψή της, αδικαιολόγητα, μολονότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία.

146

Στη συνέχεια, στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής, η EDF αναφέρει «ορισμένα στοιχεία απορρίφθηκαν χωρίς αιτιολογία», τα οποία, δεδομένου ότι προέκυπταν από τα συνημμένα έγγραφα στο παράρτημα A-7 του δικογράφου της προσφυγής, έπρεπε, κατά την άποψή της, να οδηγήσουν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορούσε να εφαρμοσθεί στο επίδικο μέτρο:

«Έγγραφο [αριθ.] 18: “Καλύτερη ισορροπία μεταξύ των ρόλων του μετόχου‑ιδιοκτήτη, ρυθμιστή και παραχωρούντος”·

Έγγραφο [αριθ.] 20: “Κεφαλαιοποίηση της EDF με μετατροπή σε κεφάλαιο των δικαιωμάτων του παραχωρούντος Δημοσίου και των σχετικών προβλέψεων για ανανέωση και με ενοποίηση των εισφορών κεφαλαίου, προκειμένου να καθορισθεί μία μόνιμη βάση της αμοιβής του μετόχου”·

Έγγραφο [αριθ.] 22: “Πρόταση για την εξέλιξη του ισολογισμού της EDF στις 31.12.1994, ΔΜΥΤ σε ίδια κεφάλαια, αναθεώρηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος [δημόσιας διανομής]”·

Έγγραφο [αριθ.] 23: “Αναδιάρθρωση ιδίων κεφαλαίων στο παθητικό του ισολογισμού” (βλ. σημείο 1.1,1.2 και 1.3)·

Έγγραφο [αριθ.] 32: “Φιλόδοξος στόχος για την αμοιβή του κράτους”·

Έγγραφα [αριθ.] 50-56: εκθέσεις οργανισμών αξιολογήσεως πιστοληπτικής ικανότητας που σχολιάζουν την απόδοση και τις προοπτικές των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούνται ως μέτρο συγκρίσεως στην ανάλυση που διενήργησε η Oxera (καταρτίσθηκε το 2013). Τα έγγραφα αυτά παρέχουν στοιχεία για το οικονομικό πλαίσιο στην Ευρώπη, καθώς και περιγραφή των μέτρων που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν τις νέες αυτές προοπτικές. Πρόκειται για σημαντικά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη χωρίς αιτιολογία.

Έγγραφο [αριθ.] 57: “Morgan Stanley, pan‑European utilities”: αυτό το ουσιώδες έγγραφο της κρίσιμης περιόδου το οποίο εκθέτει σαφώς τη μεθοδολογία και τις παραμέτρους που θα είχαν υιοθετηθεί από ιδιώτη επενδυτή αγνοήθηκε ανεξήγητα από την Επιτροπή».

147

Η EDF καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή σκοπίμως απέρριψε έγγραφα τα οποία ήταν αντίθετα προς την άποψή της, τούτο δε αδικαιολόγητα.

148

Πρώτον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, βάσει του καθήκοντος επιμέλειας, όπως αυτό υπομνήσθηκε στη σκέψη 138 ανωτέρω, να αναφέρει ή να λάβει θέση, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για καθένα από τα έγγραφα τα οποία της διαβιβάσθηκαν από την EDF, η οποία εξακολουθεί να μην αποδεικνύει την κρισιμότητά τους όσον αφορά την εξέταση την οποία όφειλε να πραγματοποιήσει η Επιτροπή.

149

Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέβη το καθήκον επιμέλειας ως προς το ζήτημα αυτό.

150

Επιπλέον, και στο μέτρο που η EDF υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, κατά τρόπον, αφενός, που να παρέχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας και, αφετέρου, να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, για να μπορούν να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους και να εξακριβώνουν αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση για όλα τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, EU:T:2003: 57, σκέψεις 278 έως 280).

151

Ως εκ τούτου, δεν απέκειτο στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, να λάβει θέση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για καθένα από τα έγγραφα που της διαβιβάσθηκαν από την EDF.

152

Συνεπώς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της EDF ούτε όσον αφορά την ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας.

153

Δεύτερον, όσον αφορά τα έγγραφα που ανέφερε η EDF στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής τα οποία, όπως επικαλείται, περιέχουν «στοιχεία» που η Επιτροπή αγνόησε ή παραμέλησε, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι τα αν μη τι άλλο λακωνικά παραθέματα που επικαλείται η EDF δεν αναφέρονται στο επίδικο μέτρο που εξετάσθηκε από την Επιτροπή, αλλά στο μέτρο όπως το ερμηνεύει εσφαλμένα η EDF, δηλαδή στην ανακεφαλαιοποίηση της EDF. Αφετέρου, ακόμη και αν αναχθεί κανείς σε ολόκληρο το κείμενό τους, κανένα από τα αναφερθέντα έγγραφα δεν μνημονεύει, έστω παρεμπιπτόντως, το επίδικο μέτρο. Επομένως, η επιχειρηματολογία της EDF είναι αβάσιμη.

154

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η EDF δεν παρέχει οποιαδήποτε εξήγηση βάσει της οποίας θα μπορούσε να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο τα «στοιχεία» που επικαλείται στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής ήταν ικανά να ανατρέψουν ριζικά, όπως υποστηρίζει, ή ακόμη και να μεταβάλουν την ανάλυση περί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή.

155

Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ακόμη και αν δεν γίνεται ρητή αναφορά όλων των εγγράφων που παρέθεσε η EDF, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι τα στοιχεία που αυτή προέβαλε και τα οποία φέρεται ότι αγνοήθηκαν, είχαν ληφθεί υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

156

Πράγματι, λόγος για την αποσαφήνιση μεταξύ των διαφορετικών ρόλων του Γαλλικού Δημοσίου, ως μετόχου, παραχωρούντος και ρυθμιστή (παράρτημα Α‑7‑18 του δικογράφου της προσφυγής) και ο «φιλόδοξος» στόχος για την αμοιβή του Δημοσίου (παράρτημα Α‑7‑32 του δικογράφου της προσφυγής) γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 89 και στην αιτιολογική σκέψη 95, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

157

Η πράξη ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF, με βάση την αμοιβή του κράτους‑μετόχου (παράρτημα Α‑7‑20 του δικογράφου της προσφυγής), οι προτάσεις που αφορούν την εξέλιξη του ισολογισμού (παράρτημα Α‑7‑22 του δικογράφου της προσφυγής) καθώς και η αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων της EDF (παράρτημα Α‑7‑23 του δικογράφου της προσφυγής) περιγράφονται, στο πλαίσιο της διενέργειας της ανακεφαλαιοποιήσεως το οποίο καθόρισε η Γαλλική Δημοκρατία, στις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 30 και 100 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

158

Αναφορά στις εργασίες και τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 1995 μεταξύ της EDF και των εποπτικών αρχών, από τις οποίες προέρχονται τα έγγραφα που ανέφερε η EDF στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής, γίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28, 89 και 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή επικεντρώθηκε στα συμπεράσματά τους και όχι στη διεξαγωγή τους, πράγμα που δεν μπορεί να επικριθεί.

159

Εξάλλου, όσον αφορά τις εκθέσεις αξιολογήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας που ελήφθησαν υπόψη κατά την κατάρτιση της μελέτης της Oxera (παραρτήματα Α‑7‑50 έως Α‑7‑56 του δικογράφου της προσφυγής), εκθέσεις που βεβαίως ήταν της κρίσιμης περιόδου, σε αντίθεση με τη μελέτη της Oxera που χρονολογείται από το 2013, επισημαίνεται ότι αυτές δεν αφορούν ειδικώς την EDF, ακόμη δε λιγότερο το επίμαχο μέτρο.

160

Η πρώτη έκθεση, η οποία προέρχεται από οργανισμό αξιολογήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας, φέρει τον τίτλο «Rating methodology – European electric utilities» και αφορά τη γενική ανάλυση του, μετεξελισσόμενου το 1999, τομέα. Δεν περιέχει καμία ανάλυση της λογιστικής και φορολογικής καταστάσεως της EDF που να προκύπτει από τη δομή του ισολογισμού της και τις προβλέψεις για ανανέωση. Δεν κάνει καν λόγο για ανακεφαλαιοποίηση της επιχειρήσεως ούτε για αναδιάρθρωση του ισολογισμού της. Μόνο σε μία σελίδα, υπ’ αριθ. 875 στην αρίθμηση των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής, παρουσιάζει σχηματικά ορισμένες πληροφορίες γενικού χαρακτήρα σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της επιχειρήσεως.

161

Τα παραρτήματα A-7-51 έως A-7-55 του δικογράφου της προσφυγής αποτελούνται από πέντε αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν από οργανισμό αξιολογήσεως πιστοληπτικής ικανότητας σε σχέση, αντίστοιχα, με επιχειρήσεις διαφορετικές από την EDF.

162

Αυτές οι διάφορες εκθέσεις δεν έχουν συνεπώς καμία σημασία προκειμένου να εξηγήσουν τους δικαιολογητικούς λόγους ή ακόμη για να γίνει κατανοητό το επίμαχο μέτρο καθεαυτό και συνιστούν, το πολύ, στοιχεία του πλαισίου επί του οποίου βασίσθηκε η μελέτη της Oxera.

163

Όσον αφορά τη μελέτη της Oxera, καθαυτή, η οποία καταρτίσθηκε το 2013, αυτή παρουσιάζεται μαζί με την αξιολόγησή της στην αιτιολογική σκέψη 144, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή.

164

Τέλος, όσον αφορά την έκθεση τράπεζας που αφορά το σύνολο του ευρωπαϊκού τομέα ενέργειας και όχι, ειδικώς, την EDF (παράρτημα Α‑7‑57 του δικογράφου της προσφυγής), πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 144, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα μερίσματα που καταβάλλονται από άλλες επιχειρήσεις πλην της EDF δεν είχαν χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για την αμοιβή που καταβάλλεται στο Γαλλικό Δημόσιο για τις εισφορές κεφαλαίου στην EDF, καθότι, σύμφωνα με την ίδια τη Γαλλική Δημοκρατία, λήφθηκαν υπόψη άλλες εκτιμήσεις και δικαιολόγησαν την απόφασή της (και παραπέμπει, συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 87, στην αιτιολογική σκέψη 102, τρίτη περίπτωση, στην αιτιολογική σκέψη 107, όγδοη περίπτωση, και στην αιτιολογική σκέψη 161 της εν λόγω αποφάσεως).

165

Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι τα τρία έγγραφα που ανέφερε η Γαλλική Δημοκρατία στο υπόμνημα παρεμβάσεως ελήφθησαν επίσης υπόψη από την Επιτροπή.

166

Πράγματι, διαπιστώνεται, κατά πρώτον, ότι το περιεχόμενο της επιστολής του οικονομικού διευθυντή της EDF της 19ης Φεβρουαρίου 1997 που αφορά «τις βασικές υποθέσεις του χρηματοοικονομικού σεναρίου σε σχέση με τη σύμβαση επιχείρησης» εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η επιστολή αυτή δεν αναφέρει σε οποιοδήποτε σημείο το επίδικο μέτρο και βάσει των στοιχείων που περιέχει δεν μπορεί να συναχθεί δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, όπως εξηγεί, εξάλλου, η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 132 επ. της εν λόγω αποφάσεως.

167

Κατά δεύτερον, το επεξηγηματικό σημείωμα της EDF της 27ης Ιουλίου 1996 περιέχει μόνο πολύ γενικές αναπτύξεις σε σχέση με τη συμπεριφορά των ρυθμιστικών αρχών και την αμοιβή των μετόχων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο εξωτερικό χωρίς συμπέρασμα όσον αφορά την EDF.

168

Τέλος, κατά τρίτον, όσον αφορά την επιστολή της EDF της 26ης Δεκεμβρίου 1995, και ειδικότερα το παράρτημά της με τίτλο «Αναθεώρηση του ισολογισμού της EDF στις 31.12.1994», πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα.

169

Πλείονα έγγραφα επισυνάπτονται στην επιστολή της EDF της 26ης Δεκεμβρίου 1995. Πρώτον, πολλά διαγράμματα αποτυπώνουν τις θέσεις στον ισολογισμό, πριν και μετά την αναταξινόμηση, των «παραχωρήσεων δημοσίας διανομής» (αποκαλούμενες επίσης παραχωρήσεις των τοπικών αρχών), οι οποίες είναι ανεξάρτητες από την παραχώρηση του ΔΜΥΤ, όπως πιστοποιούν τα παραρτήματα A-7-23 και A-7-24 του δικογράφου της προσφυγής, από τα οποία προκύπτει σαφώς η διαφορετική μεταχείριση αυτών των δύο ειδών παραχωρήσεως για την οποία γίνεται σύντομη αναφορά στην έκθεση του γενικού εισηγητή D. Migaud, εξ ονόματος της επιτροπής οικονομικών, αριθ. 204 όπως διορθώθηκε (στο εξής: έκθεση Migaud) (παράρτημα Ι-8 του υπομνήματος παρεμβάσεως). Δεύτερον, όσον αφορά τις ίδιες παραχωρήσεις, περιλαμβάνεται «σύγκριση του υπάρχοντος λογιστικού συστήματος και του νέου προτεινόμενου συστήματος». Τρίτον, εξετάζονται οι «χρηματοδοτήσεις του παραχωρούντος και του παραχωρησιούχου, που χρησίμευσαν ως βάση για τους υπολογισμούς των αποσβέσεων και τον προσδιορισμό του αντίστοιχου τμήματος της απομειώσεως που φέρουν αμφότερα τα μέρη», όσον αφορά τις εν λόγω παραχωρήσεις. Τέταρτον, προσκομίζεται παράρτημα με τίτλο «Αναθεώρηση του ισολογισμού της 31.12.1994». Το εν λόγω παράρτημα αποτελείται από τρία επιμέρους τμήματα: κατά πρώτον, από «έναν αναθεωρημένο αναλυτικό ισολογισμό σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις της EDF όσον αφορά την παραχώρηση και την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της», όπου γίνεται διάκριση μεταξύ των παραχωρήσεων «F.H.» και των παραχωρήσεων δημόσιας διανομής (όσον αφορά τον πίνακα που επεξηγεί το πρώτο αυτό τμήμα, εκεί εμφανίζονται μεν οι αλλαγές που περιλαμβάνονται στο παθητικό του ισολογισμού μετά την αλλαγή του καθεστώτος του ΔΜΥΤ, οι οποίες είναι παρόμοιες με εκείνες που έγιναν το 1997, αλλά δεν αναφέρονται οι φορολογικές επιπτώσεις της αναταξινομήσεως των χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων)· κατά δεύτερον, από «τον ίδιο ισολογισμό, ο οποίος παρουσιάσθηκε κατά τρόπον ώστε να καταδειχθούν οι αναθεωρήσεις που αφορούν τις παραχωρήσεις [δημόσιας διανομής]»· κατά τρίτον, από «έναν τρίτο πίνακα επί του οποίου έχουν απομονωθεί οι θέσεις του ισολογισμού που αφορούν τις παραχωρήσεις [δημόσιας διανομής] (σκιασμένα στον προηγούμενο πίνακα), ώστε να καταστεί εμφανής η λογική των αναθεωρήσεων που αφορούν τις συμβάσεις παραχωρήσεως [δημόσιας διανομής]». Πέμπτον, παρουσιάζονται «οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις των λογαριασμών παραχωρήσεως [δημόσιας διανομής] στον ισολογισμό της EDF» με ορισμένες συνοπτικές προβολές έως το 2015.

170

Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην επιστολή της EDF της 26ης Δεκεμβρίου 1995 και τα παραρτήματά της δεν γίνεται καμία αναφορά στο επίδικο μέτρο.

171

Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή περιέλαβε τα ελάχιστα κρίσιμα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην επιστολή της EDF της 26ης Δεκεμβρίου 1995 στις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 30 και 100 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αναφέρει, εξάλλου, στις αιτιολογικές σκέψεις 26, 89 και 90, την ύπαρξη εργασιών και συναντήσεων από το 1995 μεταξύ του Γαλλικού Δημοσίου και της EDF. Στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις εκτίθενται λεπτομερώς οι λογιστικές και φορολογικές πτυχές του επίδικου μέτρου, ως προς το οποίο δεν προβλήθηκε καν ότι είναι εσφαλμένες.

172

Τέλος, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επικεντρώθηκε στα πορίσματα των διαφόρων προπαρασκευαστικών εργασιών του νόμου 97-1026 που έλαβαν χώρα μεταξύ της EDF και του Γαλλικού Δημοσίου και όχι στη διεξαγωγή των εργασιών αυτών, εφόσον δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπόψη το επίδικο μέτρο και τα φερόμενα αποτελέσματά του υπό επενδυτικούς όρους.

173

Κατά τα λοιπά, όσον αφορά τον πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα 10 του υπομνήματος παρεμβάσεως και περιέχει σχολιασμένα αποσπάσματα εγγράφων τα οποία υποστηρίζεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη, χωρίς να χρειάζεται το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με το παραδεκτό μιας τέτοιας παραπομπής σε πίνακα που παρατίθεται σε παράρτημα του υπομνήματος παρεμβάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα ανωτέρω αποσπάσματα ή σχόλια δεν αναφέρεται στο επίδικο μέτρο.

174

Τα αποσπάσματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 173 ανωτέρω αφορούν, το πολύ, το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο αυτό, πλαίσιο που δεν προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή.

175

Εν κατακλείδι, η EDF δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον επιμέλειας, επειδή δεν εξέτασε ή δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που της είχαν διαβιβασθεί, πολλώ δε μάλλον καθόσον δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

176

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, ως εν μέρει ουσία αβάσιμο και, κατά τα λοιπά, ως παντελώς αβάσιμο.

4.   Επί του δεύτερου σκέλους

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

177

Προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από σύγχυση των στοιχείων που αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και εκείνων που σχετίζονται με την εφαρμογή του, η EDF υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, στο μέτρο που η Γαλλική Δημοκρατία δεν«έλαβε, πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη μη καταβολή του φόρου εταιριών, την απόφαση να πραγματοποιήσει, μέσω της φοροαπαλλαγής, επένδυση στην EDF».

178

Κατά την EDF, όμως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε διάφορες ανακρίβειες κατά την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων και δεν λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις στις υποθέσεις T‑156/04 και C‑124/10 P.

179

Κατά την EDF, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται από την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί το Δημόσιο, δηλαδή από το αν ενεργεί ως μέτοχος ή ως φορέας δημόσιας εξουσίας.

180

Επιπλέον, με δεδομένο ότι το επίμαχο μέτρο είναι μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως επιχειρήσεως στην οποία το Δημόσιο είναι μέτοχος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατά την άποψή της, ότι, ως εκ της φύσεώς του, το μέτρο αυτό σκοπεί να αποδείξει ότι το Δημόσιο επιδίωκε επενδυτικό σκοπό συγκρίσιμο με εκείνον ιδιώτη επενδυτή.

181

Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την απόφαση στην υπόθεση T-156/04 όσον αφορά την άποψη περί «φορολογικής δωρεάς» και συγχέει επιπλέον κατά τρόπο σχεδόν συστηματικό τις προϋποθέσεις που αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου και εκείνες που αφορούν την εφαρμογή του.

182

Συναφώς, η EDF υποστηρίζει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την αύξηση της αμοιβής του κράτους, αφορούν την εφαρμογή του κριτηρίου και όχι τη δυνατότητα εφαρμογής του, όπως και οι αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 144 της εν λόγω αποφάσεως όπου εξετάζεται το ζήτημα της αποδοτικότητας της επίμαχης επενδύσεως.

183

Τέλος, η EDF προσθέτει, αφενός, ότι οι σκέψεις 82 και 84 της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P δεν έχουν το περιεχόμενο που τους προσδίδει η Επιτροπή και επιβάλλουν τη σύνδεση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου με την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε το Δημόσιο και, αφετέρου, ότι η απόδοση της επενδυτικής αποφάσεως διακρίνεται από την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε το Δημόσιο και αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, υποστηρίζοντας το αντίθετο, παρέβη την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑124/10 P.

184

Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί, από τη πλευρά της, ότι η Επιτροπή όφειλε κατ’ αρχάς να προσδιορίσει, κατά τρόπο αυτοτελή, εάν η απόφαση για την ανακεφαλαιοποίηση της EDF ήταν μια απόφαση που ελήφθη από το Δημόσιο ως δημόσιο μέτοχο ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας και, στη συνέχεια, θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα της αποδοτικότητας, το οποίο εντάσσεται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου.

185

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

186

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή συστηματικά συγχέει την απαιτούμενη ανάλυση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή με εκείνη που αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού.

187

Συναφώς, η EDF υποστηρίζει τα εξής.

188

Αφενός, η EDF υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται από το αν το Δημόσιο ενεργεί υπό την ιδιότητα του μετόχου ή της δημόσιας αρχής. Κατά την άποψή της, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο είναι μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως επιχειρήσεως στην οποία το Δημόσιο είναι μέτοχος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 259 της αποφάσεως στην υπόθεση T‑156/04, ότι, ως εκ της φύσεώς του, το μέτρο αυτό τείνει να αποδείξει ότι το Δημόσιο επιδίωκε επενδυτικό σκοπό συγκρίσιμο με εκείνον ιδιώτη επενδυτή.

189

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

190

Πράγματι, το επίμαχο μέτρο δεν συνίσταται, αντίθετα προς ό, τι υποστηρίζει η EDF, σε μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως της εν λόγω επιχειρήσεως, αλλά στην παραίτηση από την είσπραξη φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος (βλ. σκέψεις 106 έως 107 ανωτέρω). Το εν λόγω επιχείρημα στηρίζεται, συνεπώς, σε εσφαλμένη κατανόηση των αποφάσεων στις υποθέσεις T-156/04 και C‑124/10 P.

191

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω επιχείρημα ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι από τις αποφάσεις στις υποθέσεις T-156/04 και C-124/10 P προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο είναι μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως, το Δημόσιο ενήργησε κατά συνέπεια με την ιδιότητα του μετόχου, επιδιώκοντας κατά τον τρόπο αυτόν επενδυτικό σκοπό ως εκ της φύσεώς του συγκρίσιμο με τον σκοπό ιδιώτη επενδυτή, όπερ έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο μπορούσε να εφαρμοσθεί.

192

Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις στις υποθέσεις T-156/04 και C‑124/10 P δεν προδίκασαν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

193

Αντιθέτως, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την απόφασή του στην υπόθεση C‑124/10 P, ότι:

«82.

[…] εάν κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το εν λόγω κριτήριο, εν αμφιβολία, σε αυτό απόκειται να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου.

83.

Από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος […], την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση.»

194

Με άλλα λόγια, δεν αρκεί το Δημόσιο να υποστηρίξει ότι έλαβε την απόφαση να προβεί σε επένδυση και ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου, αλλά οφείλει να το αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων της κρίσιμης περιόδου.

195

Η εν λόγω επιχειρηματολογία στηρίζεται, συνεπώς, σε εσφαλμένη κατανόηση των αποφάσεων στις υποθέσεις T-156/04 και C-124/10 P.

196

Αφετέρου, η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προέβη, στο πλαίσιο της εξετάσεως της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου, σε εκτίμηση της αυξήσεως της αμοιβής του Γαλλικού Δημοσίου, καθώς και της αποδοτικότητας του μέτρου (το οποίο χαρακτηρίζεται εσφαλμένα από την EDF ως «επένδυση»), δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά αφορούν, κατά την άποψή της, την εφαρμογή του κριτηρίου.

197

Όμως, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του στην υπόθεση C-124/10 P, ότι:

«84.

Συναφώς, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της.

85.

Αντιθέτως, οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόσθηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 71 και 72)».

198

Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι επικεντρώθηκε, ήδη από το στάδιο της εκτιμήσεως της δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου, στην αποδοτικότητα της εικαζόμενης επενδύσεως.

199

Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί στο σύνολό του το δεύτερο σκέλος του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως.

5.   Επί του τρίτου σκέλους

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

200

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει, προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, ότι κακώς η Επιτροπή απέκλεισε εν προκειμένω τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι η Γαλλική Δημοκρατία ενήργησε συγχέοντας τις ιδιότητές της ως δημόσια αρχή και ως επενδυτής, δηλαδή ότι έλαβε το επίδικο μέτρο βάσει τόσο εκτιμήσεων που αφορούν την ιδιότητα του μετόχου όσο και εκτιμήσεων που άπτονται της δημόσιας εξουσίας, όπερ αποδεικνύει, κατά την Επιτροπή, η παρουσίαση, χωρίς διάκριση, των εκτιμήσεων που σχετίζονται με την αμοιβή του Δημοσίου με τις εκτιμήσεις που σχετίζονται με το ποσό του φόρου που θα έπρεπε να καταβληθεί μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF στα έγγραφα που κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές.

201

Η EDF υποστηρίζει ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται τόσο σε σφάλματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά λόγω επιλεκτικής και μεροληπτικής ερμηνείας των εγγράφων όσο και σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την ίδια τη φύση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

202

Όσον αφορά τα σφάλματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά, η EDF υποστηρίζει ότι πολυάριθμα έγγραφα, και ειδικότερα τα έγγραφα αριθ. 23 έως 25 που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή τον Ιούλιο 2013 (παραρτήματα Α-7-23 έως Α-7-25 του δικογράφου της προσφυγής), αποδεικνύουν ότι οι συνέπειες της σχεδιαζόμενης αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού επί του οφειλόμενου φόρου εξετάσθηκαν παράλληλα, πλην όμως διακριτά, από τις συνέπειες για την αμοιβή του Δημοσίου ως μετόχου και δεν πιστοποιούν οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ των φορολογικών και των επενδυτικών εκτιμήσεων που θα κατηύθυναν το Δημόσιο.

203

Όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο, η EDF υποστηρίζει ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στη Γαλλική Δημοκρατία προσάπτεται, στην πραγματικότητα, ότι είχε εξετάσει τις συνέπειες της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της επί της φορολογικής καταστάσεως της επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, επί των μελλοντικών φορολογικών εσόδων, όπως αυτά θα μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο εκείνο, παρά το γεγονός ότι πραγματοποίησε μεν την εξέταση αυτή, αλλά παράλληλα και κατά τρόπο διακριτό σε σχέση με την εξέταση των συνεπειών όσον αφορά την αμοιβή του Δημοσίου ως μετόχου. Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 24 Σεπτεμβρίου 2008, Kahla/Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, T‑20/03, EU:T:2008:395).

204

Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής μαρτυρεί, κατά την EDF, παρανόηση της φύσεως του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και καταλήγει σε άνιση μεταχείριση μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών επενδυτών. Ειδικότερα, δικαιολογητικός λόγος του κριτηρίου είναι η παροχή της δυνατότητας διακρίσεως μεταξύ των αποφάσεων τις οποίες το Δημόσιο μπορεί να λάβει ως επενδυτής και εκείνων που μπορεί να λάβει ως φορέας δημόσιας εξουσίας, η δε δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί για τον λόγο ότι οι πρώτες ενδέχεται να συνυπάρχουν με τις δεύτερες. Η συλλογιστική αυτή της Επιτροπής μαρτυρεί εκ νέου την υπερβολική τυπολατρία για την οποία την επέκρινε το Γενικό Δικαστήριο.

205

Το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να αποκλεισθεί μόνο όταν το Δημόσιο έχει ενεργήσει υπό την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας, ενώ, όταν το Δημόσιο λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες κατά τη λήψη της επενδυτικής του αποφάσεως, το κριτήριο όχι μόνο εφαρμόζεται, αλλά είναι απαραίτητο για τη διάκριση μεταξύ των παραγόντων οικονομικής φύσεως, που πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, και των λοιπών, όπως επεξηγείται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1).

206

Κατά την EDF, το μόνο ζήτημα που η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει είναι κατά πόσον ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του Δημοσίου θα είχε προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση βάσει της προσδοκώμενης αποδοτικότητάς της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις φορολογικές εκτιμήσεις τις οποίες το Δημόσιο μπορούσε να εξετάσει διακριτά, ή, με άλλα λόγια, αν, αφού απομονωθούν τα στοιχεία που έχουν σχέση με τον ορισμό του μέτρου και με την ιδιότητα υπό την οποία αυτό λαμβάνεται (ανακεφαλαιοποίηση που αποφασίσθηκε από το Δημόσιο υπό την ιδιότητα του ως μετόχου) και με την αποδοτικότητά του, το κριτήριο μπορούσε να εφαρμοσθεί και αν εφαρμόσθηκε ορθώς.

207

Η EDF προσθέτει ότι η συνύπαρξη τέτοιων εκτιμήσεων δημόσιας εξουσίας και επενδυτή δεν εμπόδισε την Επιτροπή να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή στην απόφασή της C(2015) 4569 τελικό, της 7ης Ιουλίου 2015, σχετικά με εικαζόμενη χορήγηση ενισχύσεως υπέρ της Altrad, στην οποία δεν αρνήθηκε την κατ’ αρχήν δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αλλά έλεγξε την ορθή εφαρμογή του. Κατά την άποψη της EDF, η νομολογία εξαρτά ειδικότερα τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου από την ιδιότητα υπό την οποία το Δημόσιο έλαβε το μέτρο, αλλά δεν απαγορεύει στο Δημόσιο να προβεί, παράλληλα, και με διακριτή ανάλυση, στην εξέταση του συνόλου των συνεπειών που απορρέουν από αυτό.

208

Κατά την EDF, λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 52 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682), ναι μεν δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εκτιμήσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως φορέα δημόσιας εξουσίας, αλλά αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως το συμπέρασμα ότι το εν λόγω κριτήριο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί απλώς και μόνον λόγω της υπάρξεως τέτοιων εκτιμήσεων, παράλληλα με τις οικονομικές εκτιμήσεις. Συνεπώς, η μη λήψη υπόψη των εκτιμήσεων αυτών κατά το στάδιο της εφαρμογής του ως άνω κριτηρίου δεν συνεπάγεται την άρνηση της υπάρξεώς τους κατά το στάδιο της εξετάσεως της δυνατότητας εφαρμογής του ιδίου κριτηρίου.

209

Η EDF φρονεί, επίσης, ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως είναι αναπόσπαστες από το μέτρο που ελήφθη με τον νόμο 97-1026, συνιστά απλώς λήψη του ζητουμένου και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η ανακεφαλαιοποίηση υλοποιήθηκε με τον εν λόγω νόμο, ενώ οι υπόλοιπες εκτιμήσεις (μειώσεις των τιμών, στήριξη της απασχολήσεως) καθορίζονται στη σύμβαση επιχειρήσεως.

210

Τέλος, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως Frucona Košice, η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον αντικειμενικό χαρακτήρα της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως και έκρινε ότι η υποκειμενική αντίληψη που το Δημόσιο μπορεί να έχει για το μέτρο που εφαρμόζει δεν ασκεί επιρροή. Εξ αυτών προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε διακρίνει σαφώς μεταξύ των φορολογικών και των επενδυτικών εκτιμήσεων, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα αυτό ούτως ή άλλως δεν ασκεί επιρροή για την ανάλυση που έπρεπε να πραγματοποιηθεί εν προκειμένω.

211

Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι διάφορα έγγραφα τα οποία κοινοποίησε στην Επιτροπή αποδεικνύουν ότι, όταν έλαβε το επίμαχο μέτρο, κατ’ αρχάς στηρίχθηκε σε εκτιμήσεις μετόχου.

212

Η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται, πρώτον, τη σύμβαση επιχειρήσεως, η οποία, στο μέρος της με τίτλο «Δίκαιη χρηματοδότηση της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», ρυθμίζει ειδικά τις λεπτομέρειες χρηματοδοτήσεως των υπηρεσιών αυτών, γεγονός που καταδεικνύει, κατά την άποψή της, τη βούληση του Γαλλικού Δημοσίου να διαχωρίσει τις εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας από εκείνες που αφορούν υπό την ιδιότητά του ως μετόχου.

213

Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει την «έκθεση Migaud», η οποία υποβλήθηκε από τον βουλευτή D. Migaud, στις 12 Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με το σχέδιο νόμου αριθ. 201, όπου γίνεται χωριστή προσέγγιση των εκτιμήσεων δημόσιας εξουσίας και των εκτιμήσεων μετόχου. Κατά την άποψή της, η έκθεση αυτή παρουσιάζει το αποτέλεσμα της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF επί των λόγων ακαθάριστου χρέους/ιδίων κεφαλαίων και καθαρού χρέους/ιδίων κεφαλαίων και, στη συνέχεια, συγκρίνει τις αναλογίες αυτές, με και χωρίς αναδιάρθρωση, με εκείνες των κυριότερων ανταγωνιστών της EDF στην Ευρώπη, αναδεικνύοντας το δυσανάλογο επίπεδο χρέους της EDF σε σχέση με το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων της, σε σύγκριση με εκείνο των ανταγωνιστών της στην Ευρώπη. Η έκθεση αυτή καταδεικνύει, συνεπώς, ότι το Γαλλικό Δημόσιο στηρίχθηκε κατ’ αρχάς σε εκτιμήσεις μετόχου.

214

Η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται στη συνέχεια την επιστολή της 4ης Απριλίου 1995 την οποία απέστειλαν στην EDF οι διευθυντές των γραφείων των Υπουργών Οικονομίας, Βιομηχανίας, Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών και Εξωτερικού Εμπορίου, και Προϋπολογισμού, σχετικά με πρόγραμμα εργασίας για τις συμβάσεις παραχωρήσεως (παράρτημα Α-7-17 του δικογράφου της προσφυγής, στο εξής: επιστολή της 4ης Απριλίου 1995), η οποία δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή και αποδεικνύει ότι, μεταξύ άλλων, μέλημα του Γαλλικού Δημοσίου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ήταν να διευκρινισθεί αν αυτό ήταν σύμφωνο με τα συμφέροντα του Δημοσίου ως μετόχου. Κατά την άποψή της, στην πραγματικότητα επρόκειτο, ιδίως, για τον προσδιορισμό «κατά περίπτωση των τροποποιήσεων που θα έπρεπε να γίνουν στο ισχύον πλαίσιο για καλύτερη προστασία των συμφερόντων του κράτους‑μετόχου ενόψει ενός ενδεχόμενου ανοίγματος των μονοπωλίων». Επισημαίνει ότι, σε αυτό το πλαίσιο, ζήτησε από την EDF να της παράσχει οικονομικές αναλύσεις.

215

Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπει στην επιστολή της EDF της 31ης Οκτωβρίου 1995 (παράρτημα Α-7-23 του δικογράφου της προσφυγής, στο εξής: επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995) προς τον Υπουργό Προϋπολογισμού, με την οποία διαβίβασε, μεταξύ άλλων, παράρτημα με τίτλο «Πρόταση αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF» που αποδεικνύει, κατά την άποψή της, ότι το Γαλλικό Δημόσιο επιδίωκε πρωτίστως πραγματική κερδοφορία της EDF και βελτίωση της οικονομικής εικόνας της επιχειρήσεως.

216

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

217

Η EDF υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρερμήνευσε τα πραγματικά περιστατικά και διάφορα έγγραφα που της είχαν υποβληθεί, επειδή απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε το μέτρο επί τη βάσει, ταυτόχρονα, εκτιμήσεων που αφορούν την ιδιότητα του μετόχου και εκτιμήσεων που άπτονται της δημόσιας εξουσίας.

1) Επί της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο

218

Η EDF υποστηρίζει, αφενός, ότι η Γαλλική Δημοκρατία εξέτασε μεν τις συνέπειες της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της επιχειρήσεως επί των μελλοντικών φορολογικών εσόδων, αλλά διεξήγαγε την εξέταση αυτή παράλληλα και διακριτά από την εξέταση των συνεπειών του μέτρου αυτού όσον αφορά την αμοιβή του Γαλλικού Δημοσίου. Αφετέρου, προβάλλει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει μόνο αν ιδιώτης επενδυτής θα προέβαινε σε συγκρίσιμη επένδυση, υπό το πρίσμα της αποδοτικότητάς της, χωρίς να λάβει υπόψη τις φορολογικές παραμέτρους που ενδεχομένως εξετάστηκαν διακριτά από το εν λόγω Δημόσιο, απομονώνοντας τα στοιχεία που έχουν σχέση με τον προσδιορισμό του μέτρου και την ιδιότητα υπό την οποία ελήφθη, δηλαδή εν προκειμένω την ανακεφαλαιοποίηση που αποφασίσθηκε από το Δημόσιο υπό την ιδιότητα του μετόχου. Ειδικότερα, το κριτήριο αυτό σκοπό έχει να καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ των αποφάσεων τις οποίες το Δημόσιο μπορεί να λάβει ως επενδυτής και εκείνων τις οποίες μπορεί να λάβει ως φορέας δημόσιας εξουσίας, χωρίς η ενδεχόμενη συνύπαρξη των δύο ειδών εκτιμήσεων να μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της δυνατότητας εφαρμογής του. Επιπλέον, κατά την EDF, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποκειμενική αντίληψη που θα μπορούσε να έχει το Δημόσιο για το μέτρο το οποίο θέτει σε εφαρμογή δεν ασκεί επιρροή και επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν διέκρινε σαφώς μεταξύ των φορολογικών και των επενδυτικών εκτιμήσεων, πράγμα που δεν συμβαίνει, η περίσταση αυτή ούτως ή άλλως δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ανάλυση που θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί εν προκειμένω.

219

Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι το επίδικο μέτρο συνίσταται στην παραίτηση, εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, από τη φορολόγηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος, δηλαδή των προβλέψεων για ανανέωση που καταχώριζε η EDF, κατά την αναταξινόμησή τους ως κεφάλαιο.

220

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι ο φόρος από την είσπραξη του οποίου είχε παραιτηθεί συνιστούσε συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου, ότι είχε ενεργήσει ως μέτοχος της EDF και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να εφαρμοσθεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

221

Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 80 και 81 της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P, που παρατέθηκαν στη σκέψη 50 ανωτέρω, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του Δημοσίου ως μετόχου και του Δημοσίου όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, η δε δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται από το αν το πλεονέκτημα χορηγήθηκε σε επιχείρηση από το Δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως μετόχου και όχι με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας.

222

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τις σκέψεις 82 και 83 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P, δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε, κατά τη διοικητική διαδικασία, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, σ’ αυτήν απέκειτο επομένως να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά της ως μετόχου, από τα στοιχεία δε αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι είχε λάβει την απόφαση να προβεί, με το μέτρο αυτό, σε επένδυση στην EDF, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος, δηλαδή, εν προκειμένω, με την παραίτηση από την είσπραξη του φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου.

223

Επιπλέον, για τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τη σκέψη 84 της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P, η Γαλλική Δημοκρατία, προκειμένου να αποδείξει την οικονομική φύση των ενεργειών της, μπορούσε να υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ένας ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια προς εκείνη της Γαλλικής Δημοκρατίας, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της.

224

Τα στοιχεία αυτά πρέπει να συμπίπτουν χρονικά με το επίδικο μέτρο. Πράγματι, σύμφωνα με τη σκέψη 85 της αποφάσεως στην υπόθεση C‑124/10 P, οικονομικές εκτιμήσεις που γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόσθηκε, δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος.

225

Επιπλέον, σύμφωνα με τη σκέψη 86 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P, εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία τέτοιας φύσεως, σε αυτήν εναπόκειται να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τα στοιχεία που παρέσχε το κράτος μέλος αυτό, κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν το επίμαχο μέτρο συναρτάται με την ιδιότητα του εν λόγω κράτους μέλους ως μετόχου ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, ενδέχεται να είναι κρίσιμα συναφώς η φύση και το αντικείμενο του εν λόγω μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και ο επιδιωκόμενος σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο.

226

Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία και η EDF διαβίβασαν διάφορα στοιχεία στην Επιτροπή για να αποδείξουν ότι το μέτρο που εφαρμόσθηκε συναρτάτο με την ιδιότητα του Γαλλικού Δημοσίου ως μετόχου.

227

Η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία που της είχαν διαβιβασθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία και την EDF δεν αποδείκνυαν πλήρως ότι η απόφαση για επένδυση είχε ληφθεί από το Γαλλικό Δημόσιο διά της παραιτήσεως από την είσπραξη φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου (βλ. ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 131, 138 και 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

228

Πράγματι, η Επιτροπή εκτίμησε το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεσή της, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν εκείνων που παρέσχε η Γαλλική Δημοκρατία, τα κρίσιμα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την EDF, προκειμένου να διαπιστώσει αν το επίμαχο μέτρο συναρτάτο με την ιδιότητα του Γαλλικού Δημοσίου ως μετόχου ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας, και εξέτασε, μεταξύ άλλων, τη φύση και το αντικείμενο του εν λόγω μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και τον επιδιωκόμενο σκοπό και τους κανόνες οι οποίοι το διέπουν (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 145 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), αφού προηγουμένως εξέτασε τα λοιπά στοιχεία που της είχαν υποβληθεί.

229

Η Επιτροπή, επομένως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο εφάρμοσε τις προϋποθέσεις που διέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

230

Πράγματι, η άποψη που υποστηρίζουν η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει μόνο αν ιδιώτης επενδυτής θα προέβαινε, υπό το πρίσμα της κερδοφορίας της, σε παρόμοια επένδυση, χωρίς να λάβει υπόψη τις φορολογικές εκτιμήσεις που φέρεται ότι εξετάσθηκαν από το Δημόσιο «διακριτά», απομονώνοντας τα στοιχεία που έχουν σχέση με τον ορισμό του μέτρου και την ιδιότητα υπό την οποία αυτό ελήφθη, ήτοι εν προκειμένω την ανακεφαλαιοποίηση που αποφασίσθηκε από το Δημόσιο υπό την ιδιότητα του μετόχου, στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση των σκέψεων 80 έως 86 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P.

231

Η Επιτροπή δεν δύναται να αγνοήσει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη εκτιμήσεων δημόσιας εξουσίας και να εξετάσει μόνο τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη για τυχόν επένδυση. Μια τέτοια προσέγγιση θα σήμαινε ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίμαχο μέτρο συναρτάται με την ιδιότητα του κράτους μέλους ως μετόχου ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως το πλαίσιο και η φύση του επίδικου μέτρου.

232

Βεβαίως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να συνυπάρχουν εκτιμήσεις δημοσίας εξουσίας με εκτιμήσεις μετόχου, αλλά δεν μπορούν, ωστόσο, να ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του αν το ίδιο μέτρο ελήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς από ιδιώτη επενδυτή ευρισκόμενο σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα οφέλη και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την κατάσταση του τελευταίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 P, σκέψη 79).

233

Εν προκειμένω, ούτε η Γαλλική Δημοκρατία ούτε η EDF απέδειξαν ότι, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση ποσού ισοδύναμου με το ποσό του φόρου από τον οποίο έγινε παραίτηση επί τη ευκαιρία της αναταξινομήσεως των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου, το Γαλλικό Δημόσιο έλαβε την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση, ούτε απέδειξαν ότι η εν λόγω απόφαση είχε ληφθεί επί τη βάσει προηγούμενων οικονομικών εκτιμήσεων, παρόμοιων με εκείνες στις οποίες θα είχε προβεί, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ένας ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προβεί στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψεις 83, 84 και 104).

234

Εάν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχουν τέτοιες εκτιμήσεις μετόχου, η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή πρέπει να αποκλεισθεί από την Επιτροπή.

235

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία που προβάλλει η EDF όσον αφορά την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682), η οποία, όπως προκύπτει, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα από το Δικαστήριο στη σκέψη 52 της αποφάσεως αυτής αφορούν ειδικώς την εφαρμογή και όχι τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη λήψη υπόψη μόνο των εκτιμήσεων μετόχου για τους σκοπούς της εξετάσεως της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου.

236

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τα επιχειρήματα που προέβαλε η EDF, τα οποία αντλούνται από την απόφαση της Επιτροπής C(2015) 4569 τελικό, της 7ης Ιουλίου 2015, σχετικά με εικαζόμενη χορήγηση ενισχύσεως υπέρ της Altrad.

237

Πράγματι, αφενός, το επίμαχο μέτρο ήταν, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής, μια άμεση εγγραφή στο μετοχικό κεφάλαιο της Altrad από το Στρατηγικό Ταμείο Επενδύσεων μαζί με δικαίωμα προαιρέσεως για συμπληρωματικό ποσό και η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι η πράξη αποτελούσε επένδυση.

238

Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πράξεις ήταν συγκρίσιμες, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι αντικειμενική έννοια, η οποία προϋποθέτει ότι το μέτρο, για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, θα πρέπει να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, εκτιμάται την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει την απόφασή της και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Η πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα αυτό, ως προς την οποία οι διάδικοι διαφωνούν κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T‑445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 145 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Todaro Nunziatina & C., C‑138/09, EU:C:2010:291, σκέψη 21).

239

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τα επιχειρήματα που προέβαλε η EDF, κατόπιν της αποφάσεως Frucona Košice, ότι δεν ασκεί επιρροή η «υποκειμενική αντίληψη» που έχει για το μέτρο η Γαλλική Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να μην έχει συνέπειες η ενδεχόμενη έλλειψη σαφήνειας στη διάκριση μεταξύ των εκτιμήσεων μετόχου και των εκτιμήσεων δημόσιας εξουσίας κατά τη λήψη του επίδικου μέτρου.

240

Πράγματι, όσον αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως Frucona Košice, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή ή επενδυτή δεν αποτελεί εξαίρεση η οποία εφαρμόζεται μόνο κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, όταν είναι δυνατή η εφαρμογή του, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως (απόφαση Frucona Košice, σκέψη 23 και απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψη 103).

241

Κατά συνέπεια, όταν προκύπτει ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, εναπόκειται στην Επιτροπή να εξετάζει το ενδεχόμενο αυτό, ανεξάρτητα από κάθε σχετικό αίτημα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, ουδόλως αποκλείεται το ενδεχόμενο ο δικαιούχος της ενισχύσεως να επικαλεσθεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Frucona Košice, σκέψεις 25 και 26).

242

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, στις οποίες το κράτος μέλος δεν επικαλείται το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, πρέπει, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μπορεί να τύχει εφαρμογής το εν λόγω κριτήριο, να εκληφθεί ως σημείο αφετηρίας ο οικονομικός χαρακτήρας της ενέργειας του κράτους μέλους και όχι ο τρόπος με τον οποίο, υποκειμενικώς, το κράτος μέλος θεωρούσε ότι ενεργούσε ή οι εναλλακτικές λύσεις τις οποίες αυτό εξέτασε πριν από τη λήψη του επίμαχου μέτρου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Frucona Košice, σκέψεις 12 και 27).

243

Το Δικαστήριο έχει, όμως, αποφανθεί ότι, εάν κράτος μέλος επικαλείται το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή κατά τη διοικητική διαδικασία, σε αυτό απόκειται, εν αμφιβολία, να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου και από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψεις 82 και 83).

244

Αντιθέτως, οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόσθηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση στην υπόθεση C-124/10 P, σκέψεις 85 και 104).

245

Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 232 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν το ίδιο μέτρο θα λαμβανόταν υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς από ιδιώτη επενδυτή ευρισκόμενο σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα οφέλη και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την κατάσταση του τελευταίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 P, σκέψη 79).

246

Επομένως, απέκειτο στην Επιτροπή να εξετάσει, προκειμένου να διαπιστώσει αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορούσε πράγματι να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, εάν η Γαλλική Δημοκρατία είχε αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων της κρίσιμης περιόδου ότι το μέτρο που εφαρμόσθηκε συναρτάτο με την ιδιότητά της ως μετόχου και εάν αυτή προέβαλε προς τούτο στοιχεία που να καθιστούν σαφές ότι είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος και βάσει προηγούμενης οικονομικής εκτιμήσεως της αποδοτικότητας, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην EDF.

247

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προέβη σε τέτοια εξέταση στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

248

Η επιχειρηματολογία της EDF, την οποία υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, δεν μπορεί συνεπώς να ευδοκιμήσει.

249

Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της EDF ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε μόνο στην «παρουσίαση, χωρίς διάκριση», των εκτιμήσεων μετόχου και δημόσιας εξουσίας για να κρίνει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί.

250

Πράγματι η Επιτροπή κατέληξε κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως και κατόπιν εξετάσεως όλων των κρίσιμων στοιχείων στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν συνιστούσε επένδυση εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, λόγω ελλείψεως εκτιμήσεων μετόχου βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων της κρίσιμης περιόδου, όπως απαιτεί το Δικαστήριο στις σκέψεις 82 έως 85 της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P.

251

Τα επιχειρήματα της EDF και της Γαλλικής Δημοκρατίας τα οποία αντλούνται από πλάνη της Επιτροπής περί το δίκαιο πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν.

2) Επί των προβαλλομένων σφαλμάτων περί τα πραγματικά περιστατικά

252

Η EDF υποστηρίζει ότι πολυάριθμα έγγραφα, και ειδικότερα τα έγγραφα αριθ. 23 έως 25 (παράρτημα Α-7-23 έως Α-7-25) που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις της οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή τον Ιούλιο του 2013, αποδεικνύουν ότι οι συνέπειες της σχεδιαζόμενης αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού επί του φόρου που αυτή όφειλε, εξετάσθηκαν παράλληλα, αλλά διακριτά, από τις συνέπειες επί της αμοιβής του κράτους-μετόχου και ότι τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν απόδειξη οποιασδήποτε αλληλοεπικαλύψεως των φορολογικών και των επενδυτικών εκτιμήσεων που κατηύθυναν το Γαλλικό Δημόσιο. Η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται επίσης ότι διάφορα έγγραφα τα οποία κοινοποίησε στην Επιτροπή αποδεικνύουν ότι, όταν έλαβε το επίμαχο μέτρο, κατ’ αρχάς στηρίχθηκε σε εκτιμήσεις μετόχου.

253

Πρέπει να τονισθεί, εκ προοιμίου, ότι από τα έγγραφα που επικαλέσθηκε η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία, κανένα έγγραφο προγενέστερο της απαντήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας στην Επιτροπή το 2002 δεν αναφέρει ότι ο φόρος οφειλόταν για τα δικαιώματα του παραχωρούντος, δηλαδή τις προβλέψεις που χρησιμοποιήθηκαν από την EDF κατά την αναταξινόμησή τους ως εισφοράς κεφαλαίου, ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου θα έπρεπε να εκληφθεί ως συμπληρωματική επένδυση στο κεφάλαιο της EDF, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 128 και 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

254

Όσον αφορά τα έγγραφα που ανέφερε η EDF, τα οποία, κατά την άποψή της, αποδεικνύουν ότι δεν παρουσιάζονταν χωρίς διάκριση οι φορολογικές εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις σχετικά με την αμοιβή του κράτους, επισημαίνονται τα εξής.

255

Το παράρτημα A-7-23 του δικογράφου της προσφυγής είναι η επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995 η οποία απεστάλη στο Υπουργείο Προϋπολογισμού λίγο περισσότερο από δύο έτη πριν από τη θέσπιση του νόμου 97-1026 και περιλαμβάνει δύο παραρτήματα, ήτοι τρισέλιδο έγγραφο με τίτλο «Προτάσεις αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF» και έναν πίνακα με τίτλο «Πρόταση για την εξέλιξη του ισολογισμού της EDF».

256

Το τρισέλιδο έγγραφο που είχε επισυναφθεί στην επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995 περιλαμβάνει τρία σημεία τα οποία αφορούν, αντιστοίχως και σε γενικές γραμμές, την «[α]ναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων στο παθητικό του ισολογισμού» και, ειδικότερα, την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως κεφάλαιο, την «[π]ροσαρμογή των δικαιωμάτων των παραχωρούντων “οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως” όσον αφορά τις συμβάσεις παραχωρήσεως [δημόσιας διανομής]» και, τέλος, την «[ε]κκαθάριση των μεταφερόμενων σε νέο έτος φορολογικών ζημιών».

257

Το σημείο 1.1 του επίμαχου εγγράφου αφορά την «αναταξινόμηση ως κεφάλαιο των δικαιωμάτων του παραχωρούντος “Δημοσίου” και των συνδεόμενων με αυτά προβλέψεων για ανανέωση». Σε αυτό αναφέρεται η πρόταση για «ενίσχυση των κεφαλαίων της EDF […], διά της μετατροπής σε κεφάλαιο των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως προς το ΔΜΥΤ και του ποσού της συναφούς προβλέψεως για ανανέωση», «πράξη [που οδηγεί] στην επαναφορά της προ του 1987 λογιστικής αναλύσεως».

258

Το σημείο 1.2 του εν λόγω εγγράφου, με τίτλο «Ενσωμάτωση των εισφορών κεφαλαίου στο κεφάλαιο της EDF» αναφέρει ότι «[η ενσωμάτωση των εισφορών κεφαλαίου] θα ενίσχυε τη φύση της “εισφοράς μετόχου” που εμπεριέχουν» στον βαθμό που αυτές είχαν «χαρακτήρα αυξήσεως κεφαλαίου, μολονότι το διάταγμα του 1956 τις εξομο[ίωνε] μάλλον προς έντοκο δάνειο».

259

Το σημείο 1.3 του επίμαχου εγγράφου αφορά «τις συνέπειες αυτών των δύο μέτρων» και επισημαίνει ότι παρουσιάζουν «τα δύο ακόλουθα πλεονεκτήματα»:

«το Δημόσιο θα μπορούσε να επιδιώξει πραγματική αποδοτικότητα για την EDF υπό τη μορφή μερίσματος επί του κεφαλαίου της επιχειρήσεως, δηλαδή επί των ποσών που θεωρούνται ότι τα εισφέρει ο μέτοχος. Όσον αφορά την ενσωμάτωση στο κεφάλαιο, θα παύσει η διχογνωμία που προέκυψε μετά τους φορολογικούς ελέγχους του 1982 επί του χαρακτήρα “μερίσματος” ή “τόκου” της καταβαλλόμενης αμοιβής για τα ποσά αυτά»·

«η EDF θα βελτίωνε τη χρηματοοικονομική της εικόνα, δεδομένου ότι θα εμφάνιζε κεφάλαιο ύψους 85 [δισεκατομμυρίων FRF] περίπου (έναντι 2,6 [δισεκατομμυρίων FRF] σήμερα) και καθαρή θέση 80 [δισεκατομμυρίων FRF] (έναντι 19,9 [δισεκατομμυρίων FRF] σήμερα) πριν ληφθούν υπόψη μέτρα για τη μείωση των μεταφερόμενων σε νέο έτος ζημιών. Οι αναταξινομήσεις αυτές ανταποκρίνονται επίσης στις επικρίσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο δεν δέχεται ότι οι κρατικές συμβάσεις παραχωρήσεως έχουν χαρακτήρα πραγματικής παραχωρήσεως».

260

Αφενός, επισημαίνεται ότι το ζήτημα της «εισφοράς κεφαλαίου», το οποίο ακροθιγώς αναφέρεται στην επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995, δεν αφορά σε καμία περίπτωση την παραίτηση από την είσπραξη του φόρου που οφείλεται για τα δικαιώματα του παραχωρούντος, η οποία δεν θίγεται καθόλου.

261

Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λογιστικές και φορολογικές εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις μετόχου συνυπάρχουν στενά στο τρισέλιδο έγγραφο που ήταν συνημμένο στην επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995 το οποίο, επιπλέον, δεν περιλαμβάνει καμία αξιολόγηση, ούτε καν εκτίμηση της αποδοτικότητας της αναταξινομήσεως των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε κεφάλαιο.

262

Το παράρτημα A-7-24 του δικογράφου της προσφυγής είναι ένα δισέλιδο εσωτερικό σημείωμα της EDF, της 7ης Δεκεμβρίου 1995, με τίτλο «Προέλευση, περιεχόμενο και συνέπειες των προτάσεων αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF» (στο εξής: εσωτερικό σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1995).

263

Μετά από υπόμνηση, στο πρώτο μέρος του εσωτερικού σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 1995, των ελέγχων του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου και των επιπτώσεών τους στις προβλέψεις για την ανανέωση, καθώς και του ελέγχου που διενεργήθηκε από τη φορολογική αρχή το 1994, και στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος, σε τρία σημεία, του σκοπού των προτάσεων προς το Υπουργείο για αναδιάρθρωση του παθητικού του ισολογισμού, στο σημείωμα γίνεται λόγος για τη «διττή προσέγγιση» που πρότεινε η EDF: αφενός, αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της, που θα σήμαινε ιδίως εξυγίανση των «οικονομικών σχέσεων μεταξύ της EDF και του [Γαλλικού] Δημοσίου. Το τελευταίο θα μπορούσε πλέον να επιδιώξει μια πραγματική αποδοτικότητα της EDF, υπό τη μορφή μερίσματος που δικαιολογείται από το κεφάλαιο της επιχειρήσεως». Πρόκειται, αφετέρου, να «ξεκαθαρίσει τη λογιστική παρουσίαση των παραχωρήσεων δημοσίας διανομής».

264

Επιβάλλεται εκ νέου η διαπίστωση ότι στο εσωτερικό σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1995 γίνεται το πολύ ελάχιστη αναφορά, χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση, στην αποδοτικότητα της αναταξινομήσεως των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε κεφάλαιο και, εν πάση περιπτώσει, δεν γίνεται σε αυτό οποιαδήποτε μνεία της παραιτήσεως από την είσπραξη φόρου επί των εν λόγω δικαιωμάτων του παραχωρούντος.

265

Το εσωτερικό σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1995, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούσε να θεωρηθεί ως διακριτή και «παράλληλη» ανάλυση των επιπτώσεων της ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF, είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την εξέταση του επίδικου μέτρου και παρέχει το πολύ μια ένδειξη ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου αυτό λήφθηκε.

266

Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε και από το εσωτερικό σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1995, το περιεχόμενο του οποίου εν τέλει είναι παρόμοιο με εκείνο της επιστολής της 31ης Οκτωβρίου 1995, προκύπτει ενδελεχής ανάλυση των εκτιμήσεων μετόχου και αμοιβής ή κερδοφορίας, εκ μέρους του Δημοσίου ή για λογαριασμό του, ενόψει της ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF.

267

Τέλος, το παράρτημα A-7-25 του δικογράφου της προσφυγής είναι μια επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 που απέστειλε η EDF σε προϊστάμενο γραφείου στο Υπουργείο Οικονομικών (στο εξής: επιστολή της 10ης Απριλίου 1997) και περιλαμβάνει παράρτημα μίας σελίδας με διάγραμμα που επιγράφεται «Υποθετικές προβλέψεις καταβολών προς το Δημόσιο το 1997 και το 1998».

268

Μολονότι η επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 μπορεί να αποτελεί ένδειξη μινιμαλιστικής παρουσιάσεως της αμοιβής που μπορεί να ληφθεί από το Γαλλικό Δημόσιο, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η παρουσίαση αυτή βασίζεται ταυτόχρονα και εξ ολοκλήρου στις φορολογικές συνέπειες που θα απέρρεαν από τις καταβολές που θα πραγματοποιούνταν προς όφελος του Δημοσίου.

269

Εκτός κι αν ληφθεί υπόψη αποσπασματικά, είναι αδύνατο συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 αποτελεί διακριτή και «παράλληλη» ανάλυση σχετικά με την αμοιβή του κράτους-μετόχου, όπως υποστηρίζει η EDF.

270

Τα έγγραφα που επικαλείται η EDF δεν αποδεικνύουν, επομένως, την ύπαρξη, ως προς το επίμαχο μέτρο, διακριτής και αυτοτελούς αναλύσεως των εκτιμήσεων του Γαλλικού Δημοσίου υπό την ιδιότητά του ως μετόχου ούτε, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η EDF, αποδεικνύουν ότι δεν έγινε παρουσίαση χωρίς διάκριση των φορολογικών εκτιμήσεων με εκείνες που αφορούν την αμοιβή του εν λόγω Δημοσίου.

271

Στη συνέχεια, όσον αφορά τα στοιχεία που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, επισημαίνεται ότι αυτή παραπέμπει, αφενός, σε έναν πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 11 του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο οποίος είναι σχεδόν πανομοιότυπη αναπαραγωγή των παραθέσεων και των σχολίων που περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος 10 του εν λόγω υπομνήματος ο οποίος προσκομίζεται προς στήριξη των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, και στον οποίο παρατίθενται αποσπάσματα από διάφορα έγγραφα, και, αφετέρου, στο υπόμνημα αυτό, σε πολλά από τα έγγραφα αυτά που αναφέρονται «ενδεικτικά».

272

Μεταξύ των εγγράφων που αναφέρονται ενδεικτικά περιλαμβάνονται, πρώτον, η σύμβαση επιχειρήσεως.

273

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στη σύμβαση επιχειρήσεως, οι εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας όχι μόνο συνυπάρχουν στενά με τις εκτιμήσεις μετόχου, αλλά υπερισχύουν σαφώς.

274

Οι εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας που περιλαμβάνονται στη σύμβαση επιχειρήσεως οι οποίες αφορούν ιδίως την εφαρμογή της κρατικής ενεργειακής πολιτικής, την ανάγκη διασφαλίσεως του εφοδιασμού με σεβασμό του περιβάλλοντος και με μικρότερο κόστος, καθώς και ποιοτικής παροχής ενέργειας προς τον καταναλωτή, οπουδήποτε και αν είναι εγκατεστημένος, την υποστήριξη της απασχολήσεως και της οικονομικής δραστηριότητας, τις υπηρεσίες αλληλεγγύης για τους πλέον άπορους, τη χωροταξία, εκτίθενται στον τίτλο I της εν λόγω συμβάσεως, ο οποίος επιγράφεται «Επιβεβαίωση των βασικών καθηκόντων της δημόσιας επιχειρήσεως» και έχει τρία τμήματα που επιγράφονται «Πέντε καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας που ανανεώνονται και ενισχύονται», «Συμβολή στη χωροταξία και την αλληλεγγύη» και «Προς μια νέα νομοθεσία στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας».

275

Ο τίτλος II της συμβάσεως επιχειρήσεως αποσκοπεί να «[π]ροετοιμάσει σήμερα το μέλλον της επιχειρήσεως», εξασφαλίζοντας την ανάπτυξή της στη Γαλλία (μέσω της βελτιώσεως των επιδόσεων και την κατά προτεραιότητα διάθεση των κερδών παραγωγικότητας στη μείωση των τιμών, μέσω της μειώσεως των χρεώσεων για την οποία απαιτείται προσαρμογή της δομής τους, μέσω της σχέσεως της EDF με τους ανεξάρτητους παραγωγούς και μέσω της αναπτύξεως των υπηρεσιών, ιδίως μέσω δράσεων διατηρήσεως της πελατείας, καλύτερης τοποθετήσεως στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και στις συναφείς αγορές και τούτο με κατάλληλα εμπορικά μέσα, δηλαδή με «επιχειρηματικές ενισχύσεις» ύψους 2,8 δισεκατομμυρίων FRF), την κατάκτηση νέων αγορών στο εξωτερικό (ως προς τις οποίες κάνει λόγο μόνο για την ανάγκη να ληφθεί υπόψη «η αποδοτικότητα των επενδυμένων ιδίων κεφαλαίων», χωρίς οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση επ’ αυτού), τη συμβολή στις καινοτομίες και στις τεχνολογικές εξελίξεις (έρευνα και ανάπτυξη, εταιρική σχέση με τις γαλλικές επιχειρήσεις), καθώς και «τη συμβολή όλης της επιχειρήσεως στην ανάπτυξη» (τμήμα όπου εξετάζονται ζητήματα που αφορούν τους ανθρώπινους πόρους: διαχείριση ανθρωπίνων πόρων, επιμόρφωση, βελτίωση της οργανώσεως της εργασίας, της ασφάλειας, πολιτική αποδοχών του προσωπικού, κοινωνική συνοχή κ.λπ.).

276

Οι εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας που περιλαμβάνονται στον τίτλο II της συμβάσεως επιχειρήσεως, συνεπώς, συνυπάρχουν στενά με εκτιμήσεις οι οποίες είναι αρκετά γενικές και αφορούν τη μελλοντική εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εκτιμήσεις μετόχου με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας μιας επενδύσεως και ακόμη λιγότερο μιας επενδύσεως που έλαβε χώρα μέσω της εφαρμογής του επίδικου μέτρου.

277

Τέλος, στον τίτλο III της συμβάσεως επιχειρήσεως, με τίτλο «Ένταξη της επιχειρήσεως σε ένα ανανεωμένο χρηματοοικονομικό και θεσμικό πλαίσιο», γίνεται αναφορά, διαδοχικώς, σε τρεις σελίδες, των ακόλουθων στόχων: «[σ]ταθεροποίηση της σχέσεως με το κράτος‑μέτοχο», «[ε]παρκής χρηματοδότηση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος», «[π]ροετοιμασία των απαραίτητων εργαλείων για την εξέλιξη της νομοθεσίας», «[δ]ημιουργία πόρων για να προετοιμασθεί το μέλλον» και «[δ]ιαδικασίες παρακολουθήσεως των στόχων και των δεσμεύσεων».

278

Επί των επίμαχων τριών σελίδων, μόνο δύο παράγραφοι αφορούν την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF, εκ των οποίων η μία αναφέρει, κατά τρόπο τουλάχιστον σιβυλλικό, την αμοιβή του Γαλλικού Δημοσίου.

279

Η πρώτη παράγραφος, από την οποία δεν μπορεί να αντληθεί κανένα συμπέρασμα, περιλαμβάνεται στο εισαγωγικό τμήμα του τίτλου III της συμβάσεως επιχειρήσεως και έχει ως εξής:

«Επίκειται τροποποίηση του ισολογισμού της EDF με σκοπό, αφενός, την ενίσχυση της καθαρής θέσεως της επιχειρήσεως και, αφετέρου, τη σταθεροποίηση της χρηματοοικονομικής σχέσεώς της με το Δημόσιο σε βάσεις συναφείς προς το κοινό δίκαιο.»

280

Η δεύτερη παράγραφος, που περιλαμβάνεται υπό τον υπότιτλο «Σταθεροποίηση της σχέσεως με το κράτος-μέτοχο» του τίτλου III της συμβάσεως επιχειρήσεως, έχει ως εξής:

«Η αμοιβή του κράτους θα αποτελείται από δύο στοιχεία:

αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου με επιτόκιο 3 %·

πρόσθετη αμοιβή, ίση με το 40 % του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της επιχειρήσεως».

281

Επισημαίνεται ότι, στις εν λόγω παραγράφους, δεν γίνεται καμία αναφορά σε πρόσθετη επένδυση μέχρι του ύψους του ποσού της φορολογικής απαιτήσεως του Γαλλικού Δημοσίου, ούτε γίνεται αναφορά στην κερδοφορία της, στο πλαίσιο των περιορισμένων αυτών πληροφοριών σχετικά με την αμοιβή του εν λόγω Δημοσίου.

282

Η σύμβαση επιχειρήσεως φαίνεται συνεπώς να είναι όλως αλυσιτελής για να αποδείξει ότι η αμοιβή του Γαλλικού Δημοσίου και οι εκτιμήσεις μετόχου, χωρίς καν να γίνεται λόγος για εκτιμήσεις σχετικά με το επίδικο μέτρο, είχαν αναλυθεί αυτοτελώς και διακριτά σε σχέση με τις εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας.

283

Το δεύτερο έγγραφο που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία είναι απόσπασμα από την «έκθεση Migaud» προς την Εθνοσυνέλευση, η οποία υποβλήθηκε ενόψει της θεσπίσεως του νόμου 97-1026.

284

Το πρώτο μέρος της «εκθέσεως Migaud», περιγράφει τις ιστορικές συνθήκες που περιβάλλουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παραχωρηθέντων στοιχείων ενεργητικού (σύμβαση παραχωρήσεως των στοιχείων ενεργητικού, λογιστικές συνέπειες και θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου), οι οποίες οδήγησαν στην υποβολή του σχεδίου νόμου.

285

Το δεύτερο μέρος της «εκθέσεως Migaud» παρουσιάζει τη «λογιστική αναθεώρηση» η οποία επιβάλλεται από τη γνωμοδότηση του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναθεώρηση η οποία συνεπάγεται «τροποποιήσεις στις χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και της EDF».

286

Στο πρώτο επιμέρους τμήμα της «εκθέσεως Migaud» εκτίθενται οι λογιστικές συνέπειες από την αναγνώριση της κυριότητας του ΔΜΥΤ και από τη συνακόλουθη μεταβολή της δομής των ιδίων κεφαλαίων της EDF: «η αξία των παραχωρηθέντων στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο της παραχωρήσεως του ΔΜΥΤ που καταχωρίζεται στα ίδια κεφάλαια στην κατηγορία “Άλλα ίδια κεφάλαια” αναβιβάζεται στην κατηγορία “Ίδια κεφάλαια” προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ιδιοκτησιακό καθεστώς των έργων.»

287

Στην «έκθεση Migaud» περιγράφονται στη συνέχεια οι συγκεκριμένες λογιστικές κινήσεις που πρέπει να γίνουν βάσει του επίδικου μέτρου (οι οποίες εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

288

Ωστόσο, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, με την ευκαιρία αυτή, στην παραίτηση από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος.

289

Το δεύτερο επιμέρους τμήμα της «εκθέσεως Migaud» αφορά τροποποιήσεις των οικονομικών σχέσεων μεταξύ του Γαλλικού Δημοσίου και της EDF και καθορίζει τις λεπτομέρειες της αμοιβής του Δημοσίου μετά την επέλευση των λογιστικών τροποποιήσεων:

«Η αμοιβή αυτή περιλαμβάνει δύο στοιχεία.

Αφενός, αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου με επιτόκιο που καθορίζεται ετησίως με διυπουργική απόφαση. Το διάταγμα καθορίζει το ανώτατο όριο του επιτοκίου αυτού σε 8 %. Από το 1989, καθορίζεται σε 5 %.

Αφετέρου, εισπράττεται συμπληρωματική αμοιβή (“μέρισμα”) επί του αποτελέσματος μετά την αφαίρεση των φόρων και των σταθερών τόκων.

Ο συντελεστής του καθορίζεται με απόφαση βάσει του αποτελέσματος που αναγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της επιχειρήσεως.

[…]

Με δεδομένο ότι οι εισφορές κεφαλαίου συνιστούν τη βάση υπολογισμού των σταθερών τόκων, η αύξησή τους που εισάγεται με το παρόν άρθρο ήταν πιθανό να αυξήσει τη φορολογική επιβάρυνση της EDF. Επομένως, τροποποίηση των όρων αμοιβής προβλέπεται στη σύμβαση επιχειρήσεως 1997-2000, η οποία υπογράφηκε στις 8 Απριλίου 1997.

Το σταθερό επιτόκιο μειώνεται σε 3 % με σκοπό να αντισταθμισθεί η επίπτωση της αυξήσεως της βάσεως υπολογισμού του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ετήσιο ποσό των σταθερών τόκων θα μειωθεί από 1816 εκατομμύρια [FRF] σε 1522 εκατομμύρια [FRF].

Η πρόσθετη αμοιβή του κράτους καθορίζεται σε 40 % του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της επιχειρήσεως.

Τέλος, διευκρινίζεται ότι το συνολικό ποσό των δύο αυτών στοιχείων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 6 % των εισφορών κεφαλαίου (δηλ. ανώτατο όριο 3044 εκατομμυρίων [FRF] λαμβανομένων υπόψη των εισφορών κεφαλαίου, όπως αυτές προβλέπονται στο παρόν άρθρο).»

290

Στη συνέχεια, στην «έκθεση Migaud» περιγράφονται οι φορολογικές συνέπειες των προβλεπόμενων τροποποιήσεων.

291

Στην «έκθεση Migaud» διευκρινίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η αύξηση των μεταφερόμενων στο επόμενο έτος προβλέψεων που συνδέονται με την παραχώρηση του ΔΜΥΤ θα οδηγήσει σε άμεση εκκαθάριση των μεταφερόμενων στο επόμενο έτος λογιστικών και φορολογικών ελλειμμάτων.

Αφενός, η άμεση αύξηση κατά 38,5 δισεκατομμύρια [FRF] έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στο επόμενο έτος πιστωτικού υπολοίπου 18,3 δισεκατομμυρίων [FRF], επιφέροντας αύξηση του καθαρού ενεργητικού που υπόκειται σε [φόρο εταιριών]. Το άρθρο 38-2 του [γενικού φορολογικού κώδικα] ορίζει πράγματι ότι το καθαρό κέρδος αποτελείται από τη διαφορά μεταξύ της αξίας του καθαρού ενεργητικού κατά τη λήξη και της αξίας κατά την έναρξη της χρήσεως. Στον βαθμό που “ως καθαρά στοιχεία ενεργητικού νοούνται οι πλεονάζουσες αξίες ενεργητικού ως προς το σύνολο το οποίο αποτελούν στο παθητικό οι οφειλές προς τρίτους, οι αποσβέσεις και οι δικαιολογημένες προβλέψεις”, η αύξηση των προβλέψεων συνεπάγεται αυτομάτως αύξηση του καθαρού κέρδους.

Αφετέρου, για να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις συμβάσεις παραχωρήσεως “Υδροηλεκτρική Ισχύς” και “Δημόσια διανομή”, η EDF θα προβεί σε λογιστικές προσαρμογές που συνεπάγονται μείωση 14 δισεκατομμυρίων [FRF] των μεταφερόμενων στο επόμενο έτος φορολογικών ζημιών.

Συνολικά, το μεταφερόμενο ποσό αναμένεται, επομένως, να αποκτήσει θετικό πρόσημο και να ανέλθει στο ύψος των 3,4 δισεκατομμυρίων [FRF].

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το Υπουργείο Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας στον γενικό εισηγητή, ο φόρος εταιριών τον οποίο θα πρέπει να καταβάλει η δημόσια επιχείρηση [μετά] τις μεταρρυθμίσεις αυτές ανέρχεται σε 3 δισεκατομμύρια [FRF] το 1997 και σε 2,5 δισεκατομμύρια [FRF] το 1998.»

292

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τις λογιστικές προσαρμογές, στην «έκθεση Migaud» δεν γίνεται μνεία, στο πλαίσιο των φορολογικών επιπτώσεων, της παραιτήσεως από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος κατά την αναταξινόμησή τους ως εισφοράς κεφαλαίου, απαίτηση η οποία θα προέκυπτε ωστόσο επίσης, σύμφωνα με την απάντηση που απέστειλε η Γαλλική Δημοκρατία στην Επιτροπή με το σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002, από τη μεταβολή του καθαρού ενεργητικού.

293

Εξάλλου, είναι αληθές ότι η «έκθεση Migaud» περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία σχετικά με την αμοιβή την οποία αναμένει το Δημόσιο από την ανακεφαλαιοποίηση της EDF, αμοιβή η οποία κατά τα λοιπά μειώνεται ονομαστικά μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποιήσεως. Ωστόσο, από την ανάγνωση του εγγράφου αυτού προκύπτει σαφώς ότι τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο τμήμα των εκτιμήσεων, κυρίως δημόσιας εξουσίας, οι οποίες οδήγησαν στη θέσπιση του νόμου 97-1026.

294

Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το περιεχόμενο της «εκθέσεως Migaud» αποτελεί τη βάση των αιτιολογικών σκέψεων 23 και επόμενων της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά εκτιμήσεως ελήφθησαν όντως υπόψη από την Επιτροπή.

295

Το τρίτο έγγραφο που ανέφερε η Γαλλική Δημοκρατία είναι η επιστολή της 4ης Απριλίου 1995. Πρόκειται για ένα έγγραφο τεσσάρων σελίδων, συμπεριλαμβανομένου του συνημμένου σε αυτό εγγράφου, το οποίο απευθύνθηκε στην EDF από τους διευθυντές των γραφείων των υπουργών Οικονομίας, Βιομηχανίας, Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών και Εξωτερικού Εμπορίου, και Προϋπολογισμού με αντικείμενο την κατάρτιση «προγράμματος εργασίας» ενόψει της υποβολής και της εγκρίσεως των μέτρων που επιβάλλει το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο όσον αφορά τις παραχωρήσεις της EDF.

296

Στην επιστολή της 4ης Απριλίου 1995 αναφορά στο κράτος-μέτοχο γίνεται δύο μόνο φορές και κατά τρόπο εξαιρετικά σύντομο:

στη σελίδα 1 του παραρτήματος της εν λόγω επιστολής, όπου, μεταξύ των στόχων του προγράμματος εργασίας, αναφέρεται «[το υπάρχον σύστημα] είναι […] συμβατό με τα συμφέροντα του κράτους-μετόχου;»·

στη σελίδα 3 του εν λόγω παραρτήματος, όπου γίνεται αναφορά των εξεταστέων ζητημάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η «προβληματική σχετικά με την περιουσία», ως προς την οποία αναφέρεται ότι: «προσδιορισμός, κατά περίπτωση, των τροποποιήσεων που θα έπρεπε να επέλθουν στο ισχύον πλαίσιο για καλύτερη προστασία των συμφερόντων του κράτους-μετόχου ενόψει ενδεχόμενου ανοίγματος των μονοπωλίων».

297

Τα υπόλοιπα σημεία προβληματισμού που θίγονται στην επιστολή της 4ης Απριλίου 1995 (η οποία κατά τα λοιπά αφορά μόνο ένα πρόγραμμα εργασίας και όχι τα συμπεράσματά του) συνιστούν στην πραγματικότητα κυρίως εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας και επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εν λόγω επιστολή δεν προκύπτει διακριτή και αυτοτελής ανάλυση των εκτιμήσεων μετόχου.

298

Τέλος, το τελευταίο έγγραφο που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία είναι η επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 1995 και, για ανάλυση του εγγράφου αυτού, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 168 επ. ανωτέρω.

299

Επιπλέον, και χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού απλής παραπομπής που γίνεται σε πίνακα που περιέχεται σε παράρτημα του υπομνήματος παρεμβάσεως, όπου παρατίθενται αποσπάσματα εγγράφων, ενίοτε σχολιασμένα, τα οποία δεν μνημονεύονται στο εν λόγω υπόμνημα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σε κανένα από τα χωρία ή σχόλια αυτά δεν γίνεται μνεία του επίδικου μέτρου.

300

Τα αποσπάσματα από τα έγγραφα για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 299 ανωτέρω αφορούν, το πολύ, το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη το επίδικο μέτρο, για το οποίο δεν έχει προβληθεί καν ότι δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, η οποία, για την περιγραφή του, στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στα εν λόγω έγγραφα.

301

Επιπλέον, και όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση, από την ανάγνωση των αποσπασμάτων των εγγράφων για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 299 ανωτέρω και τα οποία περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα, ότι οι εκτιμήσεις μετόχου είναι πολύ δευτερεύουσες σε σχέση με τις εκτιμήσεις δημόσιας εξουσίας.

302

Τέλος, τα αποσπάσματα αυτά δεν περιέχουν την παραμικρή εμπεριστατωμένη ανάλυση όσον αφορά εκτιμήσεις μετόχου με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας επενδύσεως και ακόμη λιγότερο επενδύσεως μέσω της εφαρμογής του επίδικου μέτρου.

303

Τα έγγραφα που ανέφερε η Γαλλική Δημοκρατία, όπως και τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση από την EDF, δεν μαρτυρούν επομένως την ύπαρξη «διακριτής και αυτοτελούς» αναλύσεως των εκτιμήσεων του Δημοσίου υπό την ιδιότητα του μετόχου ούτε αποδεικνύουν ότι δεν παρουσιάστηκαν χωρίς διάκριση οι εκτιμήσεις που αφορούν το φόρο σε σχέση με εκείνες που αφορούν την αμοιβή του Δημοσίου.

304

Εν κατακλείδι, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως.

6.   Επί του τετάρτου σκέλους

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

305

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι η επενδυτική απόφαση δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελετών, αναφορών, ειδικών αναλύσεων ή επιχειρηματικού σχεδίου ως προς την αποδοτικότητα της επενδύσεως για το ποσό της απαλλαγής από τον φόρο, όπερ κατά την άποψη της Επιτροπής δυσχεραίνει τις προσπάθειες εντοπισμού των αποτελεσμάτων της επενδύσεως στις πληροφορίες που υπέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία ή η EDF (αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

306

Κατά την EDF, η ανάλυση της Επιτροπής στηρίζεται στην παραδοχή ότι το επίμαχο μέτρο είναι μόνο η απαλλαγή από τον φόρο, η οποία, όπως η ίδια υποστήριξε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δεν συνιστά το μέτρο που πρέπει να εξετασθεί.

307

Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η εκτίμηση της Επιτροπής που αφορά, κατ’ ουσίαν, την έλλειψη επισήμου επιχειρηματικού σχεδίου είναι συγχρόνως αβάσιμη, στον βαθμό που ένα τέτοιο σχέδιο, αφενός, δεν απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, δεν ήταν ούτως ή άλλως αναγκαίο, δεδομένου ότι το Γαλλικό Δημόσιο ήταν μέτοχος κατά το 100 %, γνώριζε άριστα την επιχείρηση και, σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε ιδιώτης επενδυτής θα είχε καταρτίσει τέτοιο σχέδιο.

308

Επιπροσθέτως, η εκτίμηση της Επιτροπής που αφορά, κατ’ ουσίαν, την έλλειψη επισήμου επιχειρηματικού σχεδίου, δεν συνάδει με τα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι διάφορα έγγραφα τα οποία καταρτίσθηκαν σε ανύποπτο χρόνο και υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή το 2013, αποτελούν την ουσία τέτοιου σχεδιασμού. Ειδικότερα, από αυτά προκύπτει σαφώς ότι το Γαλλικό Δημόσιο είχε σκοπό να πραγματοποιήσει επένδυση στην επιχείρηση και ότι προέβη σε πολυάριθμες αναλύσεις και αξιολογήσεις των προοπτικών.

309

Η Γαλλική Δημοκρατία, από την πλευρά της, επικαλείται, συναφώς, τον πίνακα 3 που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 12 του υπομνήματος παρεμβάσεως και ο οποίος περιέχει αποσπάσματα διαφόρων εγγράφων τα οποία, ενίοτε, συνοδεύονται από σχόλια και αναφέρεται, «ενδεικτικά», σε τρία από τα έγγραφα αυτά στο εν λόγω υπόμνημα.

310

Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται την από 10 Απριλίου 1997 επιστολή, καθώς και το σημείωμα που επισυνάπτεται σε αυτή με τίτλο «Προσωρινές εκτιμήσεις σχετικά με τις καταβολές προς το Δημόσιο το 1997 και το 1998». Κατά την άποψή της, το εν λόγω έγγραφο αποδεικνύει ότι το Δημόσιο ζήτησε από την EDF μια ανάλυση της εξελίξεως της αμοιβής του και ότι οι οικονομικές εκτιμήσεις της σχεδιαζόμενης αναδιαρθρώσεως εξειδικεύθηκαν και διευκρινίσθηκαν ενόψει της λήψεως του επίμαχου μέτρου.

311

Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει το έγγραφο του διευθυντή των οικονομικών και νομικών υπηρεσιών της EDF της 9ης Φεβρουαρίου 1996 προς το διοικητικό συμβούλιο της EDF, το οποίο περιλαμβάνει παράρτημα με τίτλο «Η αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF» (παράρτημα Α-7-30 του δικογράφου της προσφυγής, στο εξής: έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996) που περιλαμβάνει οικονομική αξιολόγηση της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF.

312

Τέλος, τρίτον, η Γαλλική Δημοκρατία παραθέτει το στρατηγικό σχέδιο 1996-1998 (παράρτημα Α-7-34 του δικογράφου της προσφυγής, στο εξής: στρατηγικό σχέδιο) που είχε ληφθεί υπόψη από το Δημόσιο κατά τη θέσπιση του επίμαχου μέτρου, σχέδιο το είδος του οποίου θα μπορούσε γενικώς να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

313

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

314

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η ανάλυση της Επιτροπής που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, δεδομένου ότι το επίδικο μέτρο δεν είναι μόνον η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου επί των προβλέψεων για ανανέωση τις οποίες καταχώρισε η EDF, δεύτερον, ότι η Επιτροπή κακώς απαίτησε εν προκειμένω την ύπαρξη επίσημου επιχειρηματικού σχεδίου και, τρίτον, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη τέτοιου επίσημου επιχειρηματικού σχεδίου δεν συνάδει προς τα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι διάφορα έγγραφα της περιόδου εκείνης αποτελούν την ουσία του εν λόγω επίσημου επιχειρηματικού σχεδίου. Η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρεται συναφώς σε τέσσερα έγγραφα τα οποία, κατά την άποψή της, αποδεικνύουν την ύπαρξη αναλύσεων και αξιολογήσεων των προοπτικών της επενδύσεως.

315

Πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η EDF, δεδομένου ότι το επίδικο μέτρο είναι η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου.

316

Πρέπει επίσης να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της EDF με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή κακώς απαίτησε εν προκειμένω επίσημο επιχειρηματικό σχέδιο, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

317

Πράγματι, η Επιτροπή διαπιστώνει, κατ’ ουσίαν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν υπάρχει το παραμικρό έγγραφο εκείνης της περιόδου το οποίο να περιέχει οποιαδήποτε εκτίμηση της αποδοτικότητας της επενδύσεως η οποία φέρεται ότι γίνεται μέσω της παραιτήσεως από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος.

318

Ασφαλώς υπάρχουν έγγραφα τα οποία αξιολογούν, με αρκετά συνοπτικό τρόπο, την αμοιβή του Γαλλικού Δημοσίου όπως αυτή προκύπτει από την ανακεφαλαιοποίηση της EDF και, ως εκ τούτου, την αποδοτικότητα της πράξεως αυτής, αλλά τίποτε περισσότερο.

319

Όμως, μολονότι η ανακεφαλαιοποίηση της EDF αποτελεί ασφαλώς το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εντάσσεται η εκτίμηση του επίδικου μέτρου, εντούτοις, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση C‑124/10 P, απόκειται στη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει, μεταξύ άλλων, «στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ένας ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της», αλλά «οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος αυτό ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος» (σκέψεις 84 και 85 της αποφάσεως αυτής).

320

Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διαπιστώνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το γεγονός ότι τα υποβληθέντα από τη [Γαλλική Δημοκρατία] ή την EDF στοιχεία δεν περιέχουν ειδικές μελέτες, παραπομπές ή αναλύσεις της αποδοτικότητας της επένδυσης για το ποσό της απαλλαγής από τον φόρο, δυσχεραίνει την προσπάθεια εντοπισμού των επιπτώσεων της εικαζομένης επένδυσης».

321

Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία με την οποία η EDF επιχειρεί παραλληλισμούς με την απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής (T-305/13, EU:T:2015:435), στο μέτρο που, στην υπόθεση εκείνη, η απουσία λεπτομερούς επιχειρηματικού σχεδίου εντασσόταν σε πλαίσιο οικονομικής κρίσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε μεν ότι, στην περίπτωση εκείνη, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι ήταν αδύνατο να προβλεφθεί κατά τρόπο αξιόπιστο και εμπεριστατωμένο η εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεως και των αποτελεσμάτων των διαφόρων επιχειρηματιών, έκρινε εντούτοις ότι «η αδυναμία πραγματοποιήσεως λεπτομερών και πλήρων προβλέψεων δεν μπορεί να απαλλάξει έναν δημόσιο επενδυτή από την υποχρέωση να προβεί σε προσήκουσα εκ των προτέρων εκτίμηση της αποδοτικότητας της επενδύσεώς του, συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε παραπλήσια κατάσταση, βάσει των διαθέσιμων και προβλέψιμων στοιχείων».

322

Εν συνεχεία, πρέπει να εξετασθούν τα έγγραφα, τα οποία, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, αποτελούν ή περιλαμβάνουν οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες θα είχε προβεί ένας ιδιώτης επενδυτής πριν από την εφαρμογή του επίδικου μέτρου, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία του.

323

Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει την επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 καθώς και το συνημμένο σε αυτή σημείωμα που τιτλοφορείται «Προσωρινές εκτιμήσεις σχετικά με τις καταβολές προς το Δημόσιο το 1997 και το 1998» (παράρτημα Α-7-25 του δικογράφου της προσφυγής).

324

Η επιστολή της 10ης Απριλίου 1997, η οποία αποτελείται από τρεις γραμμές, περιορίζεται να απευθύνει το παράρτημα στον προϊστάμενο γραφείου του υπουργείου Οικονομικών. Με το παράρτημα αυτό, η προσφεύγουσα παρουσιάζει, σε μία σελίδα και με διάγραμμα, τις παραδοχές για την καταβολή στο Γαλλικό Δημόσιο σε πέντε γραμμές ακολουθούμενες από έναν αριθμό για κάθε υπό εξέταση έτος: λογιστικό αποτέλεσμα προ φόρων και πρόσθετης αμοιβής, φορολογικό αποτέλεσμα, αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου, φόρος εταιριών και συμπληρωματικές αμοιβές.

325

Ουδεμία διευκρίνιση υπάρχει στην επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 όσον αφορά την ίδια την αμοιβή για τα δικαιώματα του παραχωρούντος ούτε όσον αφορά τον φόρο, που θεωρητικώς μετατράπηκε σε επένδυση και από την είσπραξη του οποίου παραιτήθηκε το Γαλλικό Δημόσιο.

326

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιστολή της 10ης Απριλίου 1997 δεν ασκεί καμία επιρροή, δεν συνιστά ούτε περιλαμβάνει οικονομική εκτίμηση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ιδιώτης επενδυτής πριν από την εφαρμογή του επίδικου μέτρου, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία του.

327

Η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει στη συνέχεια στο έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996, το οποίο περιλαμβάνει παράρτημα με τίτλο «Η αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF» (παράρτημα Α-7-30 του δικογράφου της προσφυγής) που περιέχει οικονομική αξιολόγηση της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF.

328

Με το έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996, που προέρχεται από τον διευθυντή των οικονομικών και νομικών υπηρεσιών της EDF, απλώς διαβιβάζεται στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της EDF, ένα «συνοπτικό δελτίο» μίας σελίδας που εκθέτει «το σημείο όπου βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις με το Δημόσιο».

329

Το «συνοπτικό δελτίο» που διαβιβάσθηκε με το έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996 αναφέρει τα εξής, υπό τον τίτλο «Ενίσχυση των πάγιων στοιχείων ενεργητικού της EDF»:

«Η τρέχουσα αναδιάρθρωση περιλαμβάνει τρία σκέλη:

την ενσωμάτωση των εισφορών κεφαλαίου εκ μέρους του Δημοσίου στο stricto sensu κεφάλαιο·

την ενσωμάτωση στο κεφάλαιο των εισφορών που πραγματοποιήθηκαν από το Δημόσιο (ή για λογαριασμό του) στο πλαίσιο της συμβάσεως παραχωρήσεως του ΔΜΥΤ καθώς και των προβλέψεων στο πλαίσιο της παραχωρήσεως αυτής. Η πράξη αυτή θέτει τέλος στην πολύ λεπτή διάκριση μεταξύ των εισφορών κεφαλαίου και των εισφορών κατά παραχώρηση του Δημοσίου·

εκκαθάριση των μεταφερόμενων στο επόμενο έτος ζημιών οι οποίες βαρύνουν σήμερα την καθαρή θέση της EDF.

Τα μέτρα αυτά θα καταστήσουν δυνατή την ενίσχυση της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως, αυξάνοντας το κεφάλαιο από 2,6 σε 85 δισεκατομμύρια [FRF] και την καθαρή θέση της από 20 σε 90 δισεκατομμύρια [FRF], όπερ συνάδει καλύτερα με το ενεργητικό της, και την παρουσίαση εικόνας συγκρίσιμης με εκείνη των λοιπών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας.

[…]

Εμφανίζοντας, στο εξής, ίδια κεφάλαια εκατό δισεκατομμυρίων [FRF] και αποσαφηνίζοντας την περιγραφή των παραχωρήσεων αυτών, η EDF θα διαθέτει επομένως έναν ισολογισμό που αντικατοπτρίζει καλύτερα την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως.»

330

Στο έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996 δεν γίνεται μνεία ούτε των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ούτε της παραιτήσεως από την είσπραξη του φόρου κατά την ενσωμάτωσή τους στο κεφάλαιο.

331

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 1996 δεν ασκεί καμία επιρροή, δεν συνιστά ούτε περιλαμβάνει οικονομική εκτίμηση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ιδιώτης επενδυτής πριν από την εφαρμογή του επίδικου μέτρου, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία του.

332

Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει το στρατηγικό σχέδιο που ελήφθη υπόψη από αυτή κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου. Κατά την άποψή της, σχέδια τέτοιου τύπου λαμβάνονται κατά κανόνα υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

333

Το στρατηγικό σχέδιο είναι ένα έγγραφο 36 σελίδων το οποίο παρουσιάζει, απευθυνόμενο, κατά τα φαινόμενα, στο προσωπικό της επιχειρήσεως, τους προσανατολισμούς της επιχειρήσεως και τις δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν μέχρι το 1998.

334

Το στρατηγικό σχέδιο δεν περιέχει καμία αναφορά ούτε στην παραίτηση του Γαλλικού Δημοσίου από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ούτε στα δικαιώματα του παραχωρούντος ούτε στις προβλέψεις που σχετίζονταν με την παραχώρηση του ΔΜΥΤ ούτε στο ιδιοκτησιακό, λογιστικό και φορολογικό καθεστώς του ΔΜΥΤ ούτε καν στην ανακεφαλαιοποίηση της EDF που αποτελεί το αντικείμενο του νόμου 97-1026.

335

Το στρατηγικό σχέδιο, κατά τα φαινόμενα, δεν ασκεί καμία επιρροή, δεν συνιστά ούτε περιλαμβάνει οικονομική εκτίμηση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ιδιώτης επενδυτής πριν από την εφαρμογή του επίδικου μέτρου, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία του.

336

Επιπλέον, και χωρίς να απαιτείται το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με το παραδεκτό μιας απλής παραπομπής που γίνεται σε πίνακα που περιέχεται σε παράρτημα του υπομνήματος παρεμβάσεως, όπου παρατίθενται αποσπάσματα εγγράφων, ενίοτε σχολιασμένα, τα οποία δεν μνημονεύονται στο εν λόγω υπόμνημα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σε κανένα από τα ανωτέρω αποσπάσματα ή σχόλια που περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος 12 του ως άνω υπομνήματος δεν γίνεται μνεία του επίδικου μέτρου.

337

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του το τέταρτο σκέλος του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως.

7.   Επί του πέμπτου σκέλους

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

338

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει, κατ’ ουσίαν και εν κατακλείδι, ότι, όπως καταδεικνύουν, κατά την άποψή της, τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη των δύο πρώτων κύριων λόγων ακυρώσεως, κακώς η Επιτροπή απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εν προκειμένω. Ειδικότερα, μια αμερόληπτη και αντικειμενική ανάλυση σχετικά με τη φύση και το αντικείμενο του μέτρου, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται, καθώς και του επιδιωκόμενου με το μέτρο σκοπού και των κανόνων που εφαρμόζονται επ’ αυτού, θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στη διαπίστωση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου επί του επίμαχου μέτρου.

339

Όσον αφορά τη φύση και το αντικείμενο του επίμαχου μέτρου, πρόκειται για ένα μέτρο ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF από τη Γαλλική Δημοκρατία η οποία ήταν ο μοναδικός μέτοχος.

340

Όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο, αυτό περιγράφεται σαφώς στις σκέψεις 9 έως 36 της αποφάσεως στην υπόθεση T‑156/04 και χαρακτηριζόταν, το 1997, από την προοπτική του προσεχούς ανοίγματος στον ανταγωνισμό της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως, στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα της EDF να αντιμετωπίσει αυτήν την ελευθέρωση και να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες διεθνών επενδύσεων περιοριζόταν από την κατάσταση του ισολογισμού της.

341

Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο νόμος 97-1026 «σκοπεί στην τροποποίηση του ισολογισμού της EDF και στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της» και επιδίωκε «σκοπ[ό] ανακεφαλαιοποιήσεως της EDF», σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση T‑156/04 (σκέψεις 243 και 247).

342

Τέλος, όσον αφορά τους κανόνες που το διέπουν, το μέτρο, καθόσον συνίσταται σε ανακεφαλαιοποίηση της EDF το κεφάλαιο της οποίας είχε καθορισθεί με νόμο, δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί παρά μόνο με νόμο, όπως αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 252 της αποφάσεώς του στην υπόθεση T-156/04.

343

Η EDF καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με την έκδοση του νόμου 97-1026, που αποσκοπούσε στην ανακεφαλαιοποίησή της, η Γαλλική Δημοκρατία συμπεριφέρθηκε ως μέτοχος, όπως αποδεικνύουν τα έγγραφα της περιόδου εκείνης, τα οποία διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή και το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να αναγνωρίσει τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

344

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

345

Η EDF, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν και εν κατακλείδι, ότι, όπως καταδεικνύουν, κατά την άποψή της, τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του πρώτου κύριου λόγου ακυρώσεως και των τεσσάρων πρώτων σκελών του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, κακώς η Επιτροπή απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εν προκειμένω. Ειδικότερα, μια αντικειμενική και αμερόληπτη ανάλυση σχετικά με τη φύση και το αντικείμενο του μέτρου, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται καθώς και του επιδιωκόμενου με το μέτρο σκοπού και των κανόνων που ισχύουν γι’ αυτό θα έπρεπε να την οδηγήσουν στη διαπίστωση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου επί του επίμαχου μέτρου.

346

Η επιχειρηματολογία που προέβαλε η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία, στην πραγματικότητα, αποσκοπεί στη διαπίστωση της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή επί τη βάσει και μόνον στοιχείων σχετικών με τη φύση και το αντικείμενο του μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και τον επιδιωκόμενο σκοπό και τους κανόνες στους οποίους αυτό υπόκειται.

347

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό που παρατέθηκε στο πλαίσιο των τεσσάρων πρώτων σκελών του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως, τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να στοιχειοθετηθεί η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία δεν προέβαλαν στοιχεία που να παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί πλήρως ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος, δηλαδή, εν προκειμένω, την παραίτηση από την είσπραξη του φόρου κατά την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο αυτό, σε επένδυση στην EDF και ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η Γαλλική Δημοκρατία είχε εκτιμήσει, όπως θα είχε πράξει ιδιώτης επενδυτής, την αποδοτικότητα της επενδύσεως που θα συνίστατο στη χορήγηση τέτοιου πλεονεκτήματος στην EDF.

348

Επομένως, το πέμπτο σκέλος του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

8.   Συμπέρασμα επί του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως

349

Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Γ. Επί του τρίτου κύριου λόγου ακυρώσεως

350

Ο τρίτος κύριος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, λόγω διαφόρων σφαλμάτων στα οποία υποστηρίζεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

351

Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί εν προκειμένω και ανέλυσε τις συνθήκες εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου μόνον επικουρικώς.

352

Επομένως, δεδομένου, αφενός, ότι η EDF δεν απέδειξε ότι κακώς η Επιτροπή απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, αφετέρου, ότι ως εκ τούτου απορρίφθηκε ο δεύτερος κύριος λόγος ακυρώσεως, ο τρίτος κύριος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Δ. Επί του τέταρτου κύριου λόγου ακυρώσεως

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

353

Η EDF υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, παραβαίνοντας την υποχρέωσή της να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του πλεονεκτήματος, όπερ, κατά την άποψή της, αποδείχθηκε στο πλαίσιο των τριών πρώτων κύριων λόγων ακυρώσεως, παρέβη επίσης την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Η προσφεύγουσα προσάπτει συναφώς στην Επιτροπή ότι απέρριψε χωρίς εξήγηση, αφενός, τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το επίμαχο μέτρο δεν ήταν μια υποτιθέμενη απόφαση περί μη φορολογήσεως των δικαιωμάτων του παραχωρούντος και, αφετέρου, τα έγγραφα που διευκρίνιζαν τη μεθοδολογία που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

354

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

355

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να καθιστά δυνατό στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας και, αφετέρου, να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, ώστε να μπορούν να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους και να εξακριβώνουν αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου της καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και Τ‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, EU:T:2003: 57, σκέψεις 278 έως 280).

356

Η EDF προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέρριψε, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απόφαση περί μη φορολογήσεως των δικαιωμάτων του παραχωρούντος.

357

Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 35, 74 και 112 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε, επί τη βάσει των στοιχείων που κοινοποίησε η Γαλλική Δημοκρατία και ιδιαίτερα του σημειώματος της 9ης Απριλίου 2002 (βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της εν λόγω αποφάσεως), ότι η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου επί των δικαιωμάτων του παραχωρούντος κατά την αναταξινόμησή τους ως εισφοράς κεφαλαίου συνιστούσε πλεονέκτημα υπέρ της EDF. Συνεπώς, η απόφαση αυτή ουδόλως ενέχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς το σημείο αυτό.

358

Η EDF προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έγγραφα που διαφωτίζουν τη μεθοδολογία που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

359

Εφόσον η εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή έγινε μόνον επικουρικώς και η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, έκρινε ότι το εν λόγω κριτήριο δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί αλυσιτελής η επιχειρηματολογία της EDF ως προς το ζήτημα αυτό.

360

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος κύριος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και ως εν μέρει αλυσιτελής.

Ε. Επί του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρώσεως

361

Με τον πρώτο επικουρικό λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, αφενός, ότι ορισμένες ενισχύσεις έπρεπε να θεωρηθούν υφιστάμενες και, αφετέρου, ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, και του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

1.   Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Κατά την αιτιολογική σκέψη 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, ο κανόνας της παραγραφής δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Βεβαίως, η EDF δημιούργησε τις προβλέψεις με φοροαπαλλαγή από το 1987 έως το 1996. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί αφενός ότι, σύμφωνα με το εθνικό συμβούλιο λογιστικής, οι διορθώσεις σφαλμάτων που αφορούν από τη φύση τους τη λογιστική καταχώρηση πράξεων του παρελθόντος, πρέπει να καταχωρούνται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσης κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώνονται, και αφετέρου ότι ο νόμος που ορίζει ότι τα δικαιώματα του παραχωρούντος αναταξινομούνται σε χορηγήσεις κεφαλαίων χωρίς να υπόκεινται σε εταιρικό φόρο χρονολογείται από τις 10 Νοεμβρίου 1997. Συνεπώς, το φορολογικό πλεονέκτημα χρονολογείται από το 1997 και η παραγραφή δεν εφαρμόζεται σε μια νέα ενίσχυση που καταβλήθηκε εκείνη την ημερομηνία, εφόσον η πρώτη πράξη της Επιτροπής σχετικά με αυτό το μέτρο χρονολογείται από τις 10 Ιουλίου 2001. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού […] 659/1999, η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων.»

2.   Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

362

Η EDF υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο, ακόμη και αν χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση.

363

Η EDF υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, ενισχύσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή σε έναν τομέα που αρχικά ήταν κλειστός στον ανταγωνισμό, συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις, χάνουν δε αυτόν τον χαρακτηρισμό μόνον κατά την ημερομηνία που έχει καθορισθεί για την ελευθέρωση του τομέα.

364

Η EDF θεωρεί ότι η λύση την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 143 της αποφάσεως της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως T-607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, EU:T:2000:151), μπορεί να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας ελευθερώθηκε με την οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 19 Φεβρουαρίου 1997 και προέβλεπε προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο η οποία έληγε στις 19 Φεβρουαρίου 1999. Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο από τη Γαλλική Δημοκρατία στις 10 Φεβρουαρίου 2000.

365

Η EDF υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, κάθε μέτρο που θεσπίσθηκε ή τέθηκε σε εφαρμογή πριν από την ημερομηνία αυτή, ακόμη και αν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρείται υφιστάμενη ενίσχυση και δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει αντικείμενο διαταγής ανακτήσεως. Αυτό ισχύει, κατά την άποψή της, για τον νόμο 97-1026, ο οποίος εκδόθηκε δεκαπέντε μήνες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς που ορίζεται στην οδηγία, ελλείψει εθνικού μέτρου μεταφοράς πριν από τον εν λόγω νόμο.

366

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

367

Υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 659/1999, «για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του δικαίου, είναι σκόπιμο να καθοριστούν με ποιες προϋποθέσεις μια ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως υπάρχουσα ενίσχυση· […] η ολοκλήρωση και η ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς είναι μια προοδευτική διαδικασία, που αντικατοπτρίζεται στη μόνιμη ανάπτυξη της πολιτικής για τις κρατικές ενισχύσεις· […] συνεπεία αυτών των εξελίξεων, ορισμένα μέτρα, τα οποία κατά τη στιγμή που τίθενται σε εφαρμογή δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι δυνατόν να μετατραπούν σε ενίσχυση.»

368

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά ότι έγινε ενίσχυση στη συνέχεια, λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Τα μέτρα που καθίστανται ενισχύσεις λόγω της ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθερώσεως.

369

Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, η ημερομηνία ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, μετά την ημερομηνία αυτή, ένα μέτρο το οποίο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση πριν από την ελευθέρωση από το κοινοτικό δίκαιο, να χαρακτηρισθεί στη συνέχεια ως υφιστάμενη ενίσχυση. Αντιθέτως, η ύπαρξη ημερομηνίας ελευθερώσεως που προβλέπεται σε οδηγία όπως η επίμαχη εν προκειμένω δεν αρκεί για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση, εφόσον, βάσει του κριτηρίου της εξελίξεως της αγοράς, μπορεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο είχε ληφθεί σε μια αγορά που ήταν ήδη, εν όλω ή εν μέρει, ανοιχτή στον ανταγωνισμό πριν από την ημερομηνία ελευθερώσεως της εν λόγω δραστηριότητας από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Απριλίου 2001, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, Τ-288/97, EU:T:2001:115, σκέψη 95).

370

Η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 196 έως 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και χωρίς τούτο να αμφισβητείται από την EDF, η οποία είχε προβάλει σχετικό λόγο ακυρώσεως στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση T‑156/04, ο οποίος απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 134 έως 155 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η ενίσχυση είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο ενός τομέα που άνοιξε σταδιακά στον ανταγωνισμό, στον οποίο, ήδη πριν από το 1997, η EDF εξήγαγε ηλεκτρική ενέργεια σε άλλα κράτη μέλη, δραστηριοποιούνταν μέσω θυγατρικών εταιριών σε αγορές υπηρεσιών ανοικτές στον ανταγωνισμό, βρισκόταν σε πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε άλλα κράτη μέλη και βρισκόταν σε ανταγωνισμό στη Γαλλία με προμηθευτές άλλων μορφών ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο.

371

Υπό τις συνθήκες αυτές, το επίδικο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προϋφιστάμενο μέτρο το οποίο δεν συνιστούσε ενίσχυση όταν τέθηκε σε ισχύ και το οποίο κατέστη ενίσχυση στη συνέχεια, λόγω της εξελίξεως της αγοράς, κατά τη λήξη της περιόδου μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 92/96.

372

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρώσεως.

3.   Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

373

Η EDF υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι η πολυπλοκότητα και η αβεβαιότητα που επικρατούσαν σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ΔΜΥΤ αντιμετωπίσθηκαν με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 97-1026 το οποίο ορίζει ότι το ΔΜΥΤ θεωρείται ότι ανήκει στην κυριότητα της EDF από τον χρόνο της παραχωρήσεως του δικτύου αυτού στην εν λόγω εταιρία.

374

Η EDF υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα, όπως έπραξε η Επιτροπή στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας (παράγραφοι 45, 49 και 52), ότι, από τη δημιουργία προβλέψεων για ανανέωση από το 1987 έως το 1996, είχε τύχει στην πραγματικότητα αδικαιολόγητου φορολογικού πλεονεκτήματος για κάθε έτος από το 1987 έως το 1996 το οποίο εξουδετερώθηκε εν μέρει μόνο από τις λογιστικές προσαρμογές και αναταξινομήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1997.

375

Με δεδομένο ότι η πρώτη πράξη έρευνας διενεργήθηκε από την Επιτροπή στις 10 Ιουλίου 2001, καμία πρόβλεψη που δημιουργήθηκε πριν από τις 10 Ιουλίου 1991 δεν μπορούσε συνεπώς να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του μέτρου του οποίου επωφελήθηκε η EDF, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

376

Η αξία των δικαιωμάτων του παραχωρούντος που συστάθηκαν μετά την 10η Ιουλίου 1991 και το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση, ανέρχεται στην περίπτωση αυτή μόνο στο ποσό 7,976 δισεκατομμυρίων FRF επί συνόλου 14,119 δισεκατομμυρίων FRF.

377

Επιπλέον, η EDF υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τροποποίησε την ανάλυσή της για το επίμαχο μέτρο μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να παρακάμψει την παραγραφή. Κατά την άποψή της, από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι η ενίσχυση ετίθετο σε εφαρμογή κάθε χρόνο από το 1987. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην έννοια της παγιώσεως της ενισχύσεως, εκτιμώντας ότι η μη φορολόγηση των προβλέψεων που είχαν συσταθεί στο παρελθόν αποτελούσε ενίσχυση κατά την ημερομηνία της εν λόγω μη φορολογήσεως, δηλαδή το 1997.

378

Η EDF υποστηρίζει ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η οποία αποτελεί τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επαναλαμβάνεται στην πραγματικότητα η άποψη περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος που της χορηγήθηκε κατά την περίοδο 1987‑1996 και επισημαίνει ότι το ύψος του πλεονεκτήματος αυτού αντιστοιχεί «[σ]τη διαφορά μεταξύ της κεφαλαιοποιηθείσας αξίας του φόρου εταιρειών που δεν καταβλήθηκε για τις προβλέψεις της ίδιας περιόδου και του ποσού του φόρου εταιρειών που κατέβαλε η EDF το 1997, μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97‑1026.»

379

Όμως, η μέθοδος υπολογισμού την οποία έλαβε τελικώς υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εδράζεται στη διαφορά μεταξύ της κεφαλαιοποιημένης αξίας του φόρου εταιριών που δεν καταβλήθηκε για τις προβλέψεις της ίδιας περιόδου και του ποσού του φόρου εταιριών που κατέβαλε η EDF το 1997. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 220 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το ποσό «που καταβλήθηκε υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο εταιριών για ποσό 5882849762 FRF σε σχέση με την κεφαλαιοποίηση μέρους των προβλέψεων ποσού ύψους 14119065335 FRF».

380

Επιπλέον, η Επιτροπή παρερμηνεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια της υφιστάμενης ενισχύσεως, χαρακτηρίζοντας ως νέα ενίσχυση μέτρο που εξουδετερώνει μόνο εν μέρει τα πλεονεκτήματα που είχαν προηγουμένως χορηγηθεί (παράγραφος 49 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας).

381

Τέλος, η EDF υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί εθνικό κανόνα λογιστικής για να αντικρούσει την επιχειρηματολογία της σχετικά με την ύπαρξη νέας ενισχύσεως.

382

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

β)   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

383

Η EDF υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μεγάλο μέρος της ενισχύσεως είναι παραγεγραμμένο, καθόσον, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας (παράγραφοι 45, 49 και 52), η Επιτροπή έκρινε ότι, με τη δημιουργία προβλέψεων για ανανέωση από το 1987 έως το 1996, είχε τύχει στην πραγματικότητα αδικαιολόγητου φορολογικού πλεονεκτήματος για κάθε έτος από το 1987 έως το 1996, το οποίο είχε μόνον εν μέρει εξουδετερωθεί από τις λογιστικές αναπροσαρμογές και αναταξινομήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1997, ενώ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει σκοπίμως τροποποιήσει την ανάλυσή του προκειμένου να κρίνει ότι το πλεονέκτημα παγιώθηκε με τον νόμο 97-1026.

384

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές ακολούθησαν τη γνωμοδότηση του εθνικού συμβουλίου λογιστικής, η οποία ορίζει ότι οι διορθώσεις λογιστικών σφαλμάτων τα οποία, από τη φύση τους, αφορούν τη λογιστική καταχώριση πράξεων του παρελθόντος «καταχωρίζονται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσεως εκείνης κατά την οποία διαπιστώθηκαν». Το στοιχείο αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία.

385

Επίσης επισημαίνεται ότι από το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) προκύπτει ότι, όσον αφορά τις προβλέψεις «για ανανέωση που κατέστησαν αδικαιολόγητες (38520943408 FRF) [δηλαδή τις μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις, οι οποίες αναταξινομούνται] με μεταφορά στο επόμενο έτος, κατ’ εφαρμογήν της [της γνωμοδοτήσεως του εθνικού συμβουλίου λογιστικής]».

386

Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002 (παράρτημα D.2 του υπομνήματος ανταπαντήσεως), η Γαλλική Δημοκρατία επισήμανε ότι «τα δικαιώματα του παραχωρούντος [που αντιστοιχούν στις χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις για ανανέωση] σχετικά με το ΔΜΥΤ [αντιπροσώπευαν] αχρεώστητη οφειλή [της EDF προς το Δημόσιο όπως αποτυπωνόταν στον ισολογισμό], η οποία [είχε] απαλλαγεί από τον φόρο κατά τρόπο αδικαιολόγητο διά της ενσωματώσεως στο κεφάλαιο». Στο ίδιο σημείωμα διευκρίνισε ότι, «δεδομένου ότι το ΔΜΥΤ αποτελείται από ίδια στοιχεία ενεργητικού, η EDF δεν είχε έναντι του Δημοσίου καμία υποχρέωση αποδόσεως των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, οπότε τα αντίστοιχα ποσά που περιλαμβάνονται στη θέση “δικαιώματα του παραχωρούντος” δεν [αποτελούσαν] πραγματικό παθητικό, αλλά αποθεματικό μη απαλλασσόμενο από φόρο» και ότι, «[υ]πό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω αποθεματικό έπρεπε, πριν από την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο, να μεταφερθεί από το παθητικό της επιχειρήσεως, όπου κακώς αποτυπωνόταν, προς ένα λογαριασμό καθαρής θέσεως, με συνέπεια τη θετική μεταβολή του καθαρού φορολογητέου ενεργητικού […] το δε φορολογικό πλεονέκτημα που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο [μπορεί] να εκτιμηθεί σε 5,88 δισεκατομμύρια [FRF] (14,119 × 41,67 %)». Σε υποσημείωση διευκρινίζονται, όσον αφορά τα αριθμητικά αυτά στοιχεία, τα εξής: «Κανονικός συντελεστής φόρου εταιριών (31,1/3 %), προσαυξημένος τις συμπληρωματικές εισφορές που ίσχυαν για τις οικονομικές χρήσεις που έληξαν από την 1η Ιανουαρίου 1997 έως την 1η Ιανουαρίου 1999».

387

Δεν υπάρχει κατά συνέπεια αμφιβολία ότι η αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου, η οποία έγινε την 1η Ιανουαρίου 1997, συνιστούσε τη γενεσιουργό αιτία του φόρου.

388

Υπό τις συνθήκες αυτές, η παραγραφή δεν είχε επέλθει, δεδομένου ότι η Επιτροπή διενήργησε την πρώτη πράξη έρευνας στις 10 Ιουλίου 2001.

389

Δεύτερον, και ως εκ περισσού, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή οφείλει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, προβλέποντας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων, στο μέτρο που, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως, έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου χρηματοοικονομικού μέτρου με την κοινή αγορά. Συνεπώς, στη σχετική με την κίνηση της διαδικασίας αυτής ανακοίνωση, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει ολοκληρωμένη ανάλυση όσον αφορά την επίμαχη ενίσχυση, αλλά αρκεί να προσδιορίσει επαρκώς το πλαίσιο της εξετάσεώς της, προκειμένου να μην καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ. απόφαση στην υπόθεση Τ-156/04, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

390

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μπορεί να περιορίζεται στην επανάληψη των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων, στην παράθεση προσωρινής εκτιμήσεως του επίμαχου κρατικού μέτρου προκειμένου να προσδιοριστεί αν το μέτρο ενέχει χαρακτήρα ενισχύσεως και στην παράθεση των λόγων που γεννούν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση στην υπόθεση Τ-156/04, σκέψη 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

391

Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να μετέχουν αποτελεσματικά στην επίσημη διαδικασία εξετάσεως, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή στην προσωρινή διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά (βλ. απόφαση στην υπόθεση Τ‑156/04, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

392

Επομένως, η ανάλυση του μέτρου που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας είναι μια προσωρινή ανάλυση, που μπορεί συνεπώς να αποσαφηνισθεί ή να διορθωθεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο της τελικής αποφάσεως.

393

Η ανάλυση του επίμαχου μέτρου που περιέχεται, εν προκειμένω, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, δεν ήταν συνεπώς οριστική και η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διευκρινίσει ή να διορθώσει την εν λόγω ανάλυση στην προσβαλλόμενη απόφαση.

394

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην παράγραφο 71 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε εν πάση περιπτώσει ήδη εκτιμήσει ότι «οι λογιστικές αναταξινομήσεις και προσαρμογές που [είχαν] παγιώσει μέρος του πλεονεκτήματος, το οποίο η EDF είχε διασφαλίσει μέσω της παράτυπης δημιουργίας προβλέψεων για ανανέωση του ΔΜΥΤ υψηλής τάσεως, [είχαν] καταχωρισθεί το 1997, κατόπιν της θεσπίσεως από το γαλλικό Κοινοβούλιο του άρθρου 4 του νόμου 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997», ότι «[τ]ο στοιχείο ενισχύσεως, το οποίο συνίστατο στην κεφαλαιοποιημένη αξία του πλεονεκτήματος που δεν εξουδετερώθηκε από τις εν λόγω αναταξινομήσεις και προσαρμογές, [είχε] ως εκ τούτου χορηγηθεί με την έγκριση των γαλλικών αρχών κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 και κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης» και ότι «[τ]ο στοιχείο αυτό ενισχύσεως [αποτελούσε] συνεπώς νέα ενίσχυση.»

395

Τέλος, τρίτον, η επιχειρηματολογία σχετικά με τον χαρακτήρα νέας ενισχύσεως που προβάλλεται προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους συγχέεται, κατά τα λοιπά, με εκείνη που προβάλλει η EDF προς στήριξη του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει επίσης να απορριφθεί, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 367 έως 372 ανωτέρω.

396

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρώσεως.

ΣΤ. Επί του δεύτερου επικουρικού λόγου ακυρώσεως

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

397

Η EDF υποστηρίζει, αφενός, προς στήριξη του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη ποσό 56886 εκατομμυρίων FRF, προσθέτοντας στο συνολικό ποσό των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων για ανανέωση στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 1996 (38520 εκατομμύρια FRF) τα ποσά που αναταξινομήθηκαν ως ίδια κεφάλαια (18345 εκατομμύρια FRF). Όμως, κατά την προσφεύγουσα, το συνολικό ποσό των προβλέψεων για ανανέωση που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1987-1996 ανέρχεται σε 47943 εκατομμύρια FRF, τα οποία κατανέμονταν ως εξής: 9423 εκατομμύρια FRF ως δικαιώματα του παραχωρούντος επ’ ευκαιρία των πράξεων ανανεώσεως των έργων του ΔΜΥΤ στις οποίες προέβη μεταξύ 1987 και 1996· το υπόλοιπο, δηλαδή 38520 εκατομμύρια FRF, σε λογαριασμό αποθεματικών, χωρίς να μεταφερθούν μέσω του λογαριασμού αποτελεσμάτων κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού.

398

Η EDF διευκρινίζει ότι η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των ποσών που αναταξινομήθηκαν ως ίδια κεφάλαια (18345 εκατομμύρια FRF) και της χρήσεως της προβλέψεως για ανανέωση ποσού για τα δικαιώματα του παραχωρούντος (9423 εκατομμύρια FRF) αποτελείται από διαφορές αναπροσαρμογής (4226 εκατομμύρια FRF) και από χρηματοδοτήσεις από την παραχωρούσα αρχή ορισμένων έργων του ΔΜΥΤ (4696 εκατομμύρια FRF) κατά την περίοδο από το 1987 έως το 1996.

399

Αφετέρου, προς στήριξη του δεύτερου σκέλους, η EDF υποστηρίζει ότι ο συντελεστής φόρου εταιριών που έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί για τον υπολογισμό του ποσού της επιστροφής είναι εκείνος του 1996 και όχι εκείνος του 1997. Κατά την άποψή της, το άρθρο 1 του νόμου 97-1026 καθιέρωσε νέα συμπληρωματική εισφορά επί του φόρου εταιριών, ίση με το 15 % του εν λόγω φόρου για τις οικονομικές χρήσεις που έληξαν την 1η Ιανουαρίου 1997 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, η οποία, επομένως, δεν υφίστατο προηγουμένως. Μόνο η πρόσθετη εισφορά 10 % επί του φόρου εταιριών ήταν σε ισχύ.

400

Η EDF υποστηρίζει ότι οι τακτοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν επ’ ευκαιρία της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της φορολογήθηκαν με τον συντελεστή του φόρου εταιριών του 1997, ήτοι 33,33 %, αυξημένο με δύο συμπληρωματικές εισφορές, αντιστοίχως, 10 % και 15 % (άρθρα 235 ter ZA και ter ZB του γενικού φορολογικού κώδικα), δηλαδή με συνολικό συντελεστή της τάξεως του 41,67 %.

401

Όμως, η τακτοποίηση έπρεπε να είχε γίνει βάσει της χρήσεως του 1996 με συνολικό συντελεστή 36,67 %. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 του νόμου 97-1026 προβλέπει ρητώς ότι τα έργα του ΔΜΥΤ ηλεκτρικής ενέργειας θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα της EDF από τον χρόνο της παραχωρήσεως του δικτύου αυτού στην εν λόγω εταιρία.

402

Κατά την EDF, έπρεπε επομένως να γίνει δεκτό ότι είχε πάντοτε την κυριότητα του ΔΜΥΤ, ήτοι ότι ουδέποτε είχε δημιουργήσει προβλέψεις για την ανανέωση αυτών των στοιχείων ενεργητικού. Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν αυτή δεν είχε δημιουργήσει τις προβλέψεις αυτές, θα είχε καταστεί υπόχρεη καταβολής του φόρου για τη χρήση του 1996, με συνέπεια το φορολογικό της αποτέλεσμα μετά τον καταλογισμό των μεταφερόμενων ποσών από προηγούμενα έτη να γίνει θετικό στις 31 Δεκεμβρίου 1996, λαμβανομένων επίσης υπόψη των λοιπών διορθώσεων που σχετίζονται με τη λογιστική της μεταρρύθμιση. Επομένως, κατά την EDF, για την τακτοποίηση έπρεπε να εφαρμοσθεί ο συντελεστής που ίσχυε για τη χρήση του 1996 και, κατά μείζονα λόγο, για τη συνολική αξιολόγηση του κατά πόσον συντρέχει ελλιπής φορολόγηση.

403

Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ισολογισμός που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την αναδιάρθρωση είναι ο ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου 1996, ότι ο φόρος που καταβλήθηκε το 1997 στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως αυτής υπολογίσθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της χρήσεως του 1997 και ότι επί του φόρου αυτού υπολογίσθηκαν οι εκπτώσεις φόρου που ήταν διαθέσιμες μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1996.

404

Εν κατακλείδι, η EDF θεωρεί ότι το ποσό των δικαιωμάτων του παραχωρούντος που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση, αν ακολουθηθεί ο συλλογισμός αυτός, ανέρχεται στο ποσό των 7655 εκατομμυρίων FRF, επί του οποίου πρέπει να εφαρμοσθεί ο συντελεστής του φόρου εταιριών του 1996, ήτοι 36,67 %. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί ο επιπλέον φόρος που επιβλήθηκε επί του ποσού των 38520 εκατομμυρίων FRF λόγω της εφαρμογής συντελεστή 41,67 % αντί για 36,67 %, δηλαδή ποσό 1926 εκατομμύρια FRF. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ποσό της ενισχύσεως ανέρχεται, κατά την άποψή της, σε: [7976 x 36,67 %] - [38520 × (41,67 - 36,67) = 998,80 εκατομμύρια FRF, ήτοι 151 εκατομμύρια ευρώ.

405

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.   Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

406

Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου επικουρικού λόγου ακυρώσεως, η EDF υποστηρίζει ότι διαπράχθηκαν σφάλματα υπολογισμού κατά τον καθορισμό του ποσού των προβλέψεων για ανανέωση.

407

Η EDF υποστηρίζει, εξάλλου, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ότι κακώς επελέγη ο φορολογικός συντελεστής του 1997 για τον υπολογισμό του φορολογικού πλεονεκτήματος του οποίου έτυχε και ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής που ίσχυε το 1996 ο οποίος ήταν ευνοϊκότερος.

408

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), διευκρινίζει όσον αφορά τα δικαιώματα του παραχωρούντος: «ενσωμάτωση στις εισφορές κεφαλαίου του ποσού που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ ύψους 14119065335 FRF».

409

Δεύτερον, στο σημείωμα της 9ης Απριλίου 2002 (παράρτημα D.2 του υπομνήματος ανταπαντήσεως), η Γαλλική Δημοκρατία ανέφερε τα εξής:

«[…] επιβάλλεται […] η διάκριση της αναθεωρήσεως των χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων για ανανέωση που περιλαμβάνονταν, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η EDF στη θέση “δικαιώματα του παραχωρούντος” για ποσό 14,119 [δισεκατομμυρίων FRF] και όχι 18,345 [δισεκατομμυρίων FRF] από τις αναθεωρήσεις των προβλέψεων που δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί και αφορούν ποσό 38,5 [δισεκατομμυρίων FRF].

Τα δικαιώματα του παραχωρούντος [που αντιστοιχούν στις χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις για ανανέωση] σχετικά με το ΔΜΥΤ αντιπροσωπεύουν αχρεώστητη οφειλή [της EDF προς το Γαλλικό Δημόσιο όπως εμφανιζόταν στον ισολογισμό] η οποία [είχε] απαλλαγεί από τον φόρο κατά τρόπο αδικαιολόγητο διά της ενσωματώσεως στο κεφάλαιο.

[…] δεδομένου ότι το ΔΜΥΤ αποτελείται από ίδια στοιχεία ενεργητικού, η EDF δεν είχε έναντι του Δημοσίου καμία υποχρέωση αποδόσεως των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, οπότε τα αντίστοιχα ποσά που περιλαμβάνονται στη θέση “Δικαιώματα του παραχωρούντος” δεν αποτελούν πραγματικό παθητικό, αλλά αποθεματικό μη απαλλασσόμενο από φόρο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω αποθεματικό έπρεπε, πριν από την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο, να μεταφερθεί από το παθητικό της επιχειρήσεως, όπου κακώς αποτυπωνόταν, προς ένα λογαριασμό καθαρής θέσεως, με συνέπεια τη θετική μεταβολή του καθαρού φορολογητέου ενεργητικού […] το δε φορολογικό πλεονέκτημα που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο [μπορεί] να εκτιμηθεί σε 5,88 δισεκατομμύρια [FRF] (14,119 × 41,67 %)».

410

Υποσημείωση του σημειώματος της 9ης Απριλίου 2002 διευκρινίζει, σχετικά με τα αριθμητικά αυτά στοιχεία: «Κανονικός συντελεστής φόρου εταιριών (31,1/3 %), προσαυξημένος με τις συμπληρωματικές εισφορές που ίσχυαν για τις οικονομικές χρήσεις που έληξαν από την 1η Ιανουαρίου 1997 έως την 1η Ιανουαρίου 1999».

411

Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές ακολούθησαν τη γνωμοδότηση του εθνικού συμβουλίου λογιστικής η οποία ορίζει ότι οι διορθώσεις λογιστικών σφαλμάτων που από τη φύση τους αφορούν τη λογιστική καταχώριση πράξεων του παρελθόντος «καταχωρίζονται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσεως εκείνης κατά την οποία διαπιστώθηκαν» (βλ. παράρτημα Ι-8 του υπομνήματος παρεμβάσεως).

412

Το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1997 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) διευκρινίζει συναφώς ότι οι αναταξινομούνται οι προβλέψεις «για ανανέωση που κατέστησαν αδικαιολόγητες (38520943408 FRF) με μεταφορά στο επόμενο έτος, κατ’ εφαρμογή της [γνωμοδοτήσεως του εθνικού συμβουλίου λογιστικής]». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το παράρτημα 3 του εγγράφου αυτού, η αναταξινόμηση των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων οδήγησε σε μεταβολή του καθαρού φορολογητέου ενεργητικού, το οποίο υπόκειται σε φόρο εταιριών με συντελεστή 41,66 %, ο οποίος δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι ήταν ο εφαρμοστέος το 1997 φορολογικός συντελεστής.

413

Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε για την εκτίμηση του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως σε πληροφορίες σχετικά, ιδίως, με το ποσό των προβλέψεων για ανανέωση ή με τον εφαρμοστέο φορολογικό συντελεστή τις οποίες της παρέσχε η Γαλλική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία και France Télécom κατά Επιτροπής, T-427/04 και T‑17/05, EU:T:2009:474, σκέψεις 302 και 303, που επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψεις 102 έως 104).

414

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα δύο σκέλη του δεύτερου επικουρικού λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

Επί των δικαστικών εξόδων

415

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Επιπλέον, το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

416

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η EDF και η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το αίτημά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η Électricité de France (EDF) φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πλην εκείνων στα οποία αυτή υποβλήθηκε λόγω της παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

 

3)

Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή λόγω της παρεμβάσεώς της.

 

Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιανουαρίου 2018.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

I. Ιστορικό της διαφοράς

 

Α. Εισαγωγή

 

Β. Επί της δικαιούχου της ενισχύσεως

 

Γ. Επί της δημιουργίας λογιστικών προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ

 

Δ. Επί της αναταξινομήσεως των λογιστικών προβλέψεων

 

Ε. Επί των φορολογικών συνεπειών της αναταξινομήσεως των λογιστικών προβλέψεων

 

ΣΤ. Επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας

 

Ζ. Επί της αρχικής αποφάσεως της Επιτροπής

 

Η. Επί της αποφάσεως στην υπόθεση T‑156/04

 

Θ. Επί της αποφάσεως στην υπόθεση C-124/10 P

 

Ι. Επί της αποφάσεως περί επεκτάσεως της διαδικασίας

 

ΙΑ. Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

III. Σκεπτικό

 

Α. Επί του πρώτου κύριου λόγου ακυρώσεως

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Β. Επί του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως

 

1. Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

2. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

3. Επί του πρώτου σκέλους

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

4. Επί του δεύτερου σκέλους

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

5. Επί του τρίτου σκέλους

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

1) Επί της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο

 

2) Επί των προβαλλομένων σφαλμάτων περί τα πραγματικά περιστατικά

 

6. Επί του τετάρτου σκέλους

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

7. Επί του πέμπτου σκέλους

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

8. Συμπέρασμα επί του δεύτερου κύριου λόγου ακυρώσεως

 

Γ. Επί του τρίτου κύριου λόγου ακυρώσεως

 

Δ. Επί του τέταρτου κύριου λόγου ακυρώσεως

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Ε. Επί του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρώσεως

 

1. Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

2. Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

3. Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

ΣΤ. Επί του δεύτερου επικουρικού λόγου ακυρώσεως

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.