ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2017 ( *1 )

«Φυτικές ποικιλίες – Διαδικασία ανάκλησης – Ποικιλία ζαχαρότευτλου M 02205 – Άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 – Άρθρο 7 του κανονισμού 2100/94 – Διακριτός χαρακτήρας της υποψήφιας ποικιλίας – Τεχνική εξέταση – Διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Υποχρέωση ανάλυσης όλων των κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης με επιμέλεια και αμεροληψία – Εξουσία μεταρρύθμισης»

Στην υπόθεση T‑140/15,

Aurora Srl, με έδρα την Finale Emilia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον L.‑B. Buchman, δικηγόρο, στη συνέχεια, από τους L.‑B. Buchman, R. Crespi και M. Razou, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον F. Mattina, στη συνέχεια, από τους F. Mattina και M. Ekvad, και, τέλος, από τoν F. Mattina, τον M. Ekvad και την A. Weitz,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου,

SESVanderhave NV, με έδρα το Tirlemont (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους K. Neefs και P. de Jong, στη συνέχεια, από τον P. de Jong, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ της 26ης Νοεμβρίου 2014 (υπόθεση A 010/2013), σχετικά με διαδικασία ανάκλησης μεταξύ της Aurora και SESVanderhave,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, A. Dittrich και P. G. Xuereb (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης, το οποίο κατατέθηκε από το ΚΓΦΠ στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα παρέμβασης, το οποίο κατατέθηκε από την παρεμβαίνουσα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουλίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απάντησης, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπάντησης του ΚΓΦΠ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπάντησης της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στις 20 Δεκεμβρίου 2016 και τις απαντήσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στις 22 Μαρτίου 2017 και τις απαντήσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2017,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του ΚΓΦΠ και της παρεμβαίνουσας επί του προσκομισθέντος από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εγγράφου, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2017,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στις 14 Ιουνίου 2017 και τις απαντήσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2017,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεως της 1ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία παροχής κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών

1

Στις 29 Νοεμβρίου 2002 η παρεμβαίνουσα, SESVanderhave NV, υπέβαλε ενώπιον του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) αίτηση παροχής κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας [στο εξής: ΚΔΦΠ], δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1). Η φυτική ποικιλία για την οποία ζητήθηκε η παροχή κοινοτικού δικαιώματος είναι η ποικιλία M 02205, μια ποικιλία ζαχαρότευτλου που ανήκει στο είδος Beta vulgaris L. ssp. Vulgaris var. altissima Döll.

2

Το ΚΓΦΠ ανέθεσε στο Statens utsädeskontroll (γραφείο ελέγχου και πιστοποίησης σπόρων, Σουηδία, στο εξής: γραφείο εξέτασης) την τεχνική εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. Το γραφείο εξέτασης όφειλε, ειδικότερα, να ελέγξει αν η υποψήφια ποικιλία ήταν διακριτή, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, από τις πλέον παρεμφερείς ποικιλίες των οποίων η ύπαρξη ήταν κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αίτησης παροχής ΚΔΦΠ (στο εξής: ποικιλίες αναφοράς). Στο πλαίσιο αυτό, οι ποικιλίες τεύτλου Dieck 3903 και KW 043 κρίθηκαν ως οι πλέον παρεμφερείς ποικιλίες προς την υποψηφία ποικιλία.

3

Στις 10 Δεκεμβρίου 2004 το γραφείο εξέτασης απέστειλε στο ΚΓΦΠ την τελική τεχνική έκθεση, στην οποία επισυνάπτονταν η περιγραφή της ποικιλίας και ένα έγγραφο με τίτλο «Πληροφορίες για τη διάκριση» (στο εξής: συγκριτικός πίνακας). Το τελευταίο αυτό έγγραφο περιείχε τα εξής στοιχεία:

4

Βάσει της ως άνω έκθεσης, το ΚΓΦΠ έκανε δεκτή, στις 18 Απριλίου 2005, την αίτηση της παρεμβαίνουσας για παροχή ΚΔΦΠ σε σχέση με την ποικιλία M 02205 και καταχώρισε το σχετικό δικαίωμα υπό τον αριθμό αναφοράς UE 15118. Στην απόφαση αυτή επισυνάπτονταν τα έγγραφα που είχε αποστείλει το γραφείο εξέτασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν η περιγραφή της φυτικής ποικιλίας και ο συγκριτικός πίνακας.

5

Στις 20 Απριλίου 2012 η προσφεύγουσα, Aurora Srl, ενημέρωσε το ΚΓΦΠ, αφενός, ότι εκκρεμούσε ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων μία ένδικη διαδικασία –αγωγή την οποία είχε ασκήσει εις βάρος της η παρεμβαίνουσα για παραποίηση/απομίμηση– και, αφετέρου, ότι είχε διαπιστωθεί μία αντίφαση στο πιστοποιητικό καταχώρισης της ποικιλίας M 02205, αφού ο βαθμός έκφρασης των χαρακτηριστικών «χρώμα του ελάσματος φύλλου» και «έλασμα φύλλου: κυματισμός της περιφέρειας» στην περιγραφή της φυτικής ποικιλίας δεν ήταν ίδιος με τον βαθμό έκφρασης που αναγραφόταν στον συγκριτικό πίνακα (4 αντί για 5 και 5 αντί για 4, αντίστοιχα).

6

Κατόπιν της αίτησης παροχής διευκρινίσεων την οποία υπέβαλε το ΚΓΦΠ στις 23 Απριλίου 2012, το γραφείο εξέτασης επιβεβαίωσε ότι είχε όντως εμφιλοχωρήσει λάθος στον συγκριτικό πίνακα. Εντούτοις, κατά το γραφείο εξέτασης, το λάθος αυτό δεν αναιρούσε το συμπέρασμα ως προς τον διακριτό χαρακτήρα της φυτικής ποικιλίας, κατά μείζονα δε λόγο επειδή οι πληροφορίες στην περιγραφή της φυτικής ποικιλίας ήταν ακριβείς.

7

Στις 4 Μαΐου 2012 το ΚΓΦΠ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα μια διορθωμένη εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, ενημερώνοντάς την ότι επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για σφάλμα στην αντιγραφή των πληροφοριών που προέρχονταν από την επίσημη περιγραφή της ποικιλίας αυτής.

8

Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ενημέρωσε το ΚΓΦΠ ότι είχαν διαπιστωθεί και άλλα λάθη στη διορθωμένη εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, αφού ακόμη και μετά την τροποποίηση του πίνακα, ο βαθμός έκφρασης του χαρακτηριστικού «χρώμα του ελάσματος φύλλου» δεν είχε διορθωθεί. Το ΚΓΦΠ επιβεβαίωσε επ’ αυτού, στις 11 Μαΐου 2012, ότι ο βαθμός έκφρασης της ποικιλίας M 02205, ως προς το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ήταν 4 και όχι 5. Εφόσον, κατόπιν της τελευταίας αυτής διόρθωσης, το χαρακτηριστικό «χρώμα του ελάσματος φύλλου» δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί για να διακρίνει την υποψήφια ποικιλία από την ποικιλία KW 043, δεδομένου ότι ο βαθμός έκφρασής τους ήταν πια ο ίδιος, το εν λόγω χαρακτηριστικό αφαιρέθηκε από τον συγκριτικό πίνακα.

9

Στο πλαίσιο της αλληλογραφίας που είχαν εξ αυτής της αφορμής το γραφείο εξέτασης και το ΚΓΦΠ, το τελευταίο έθεσε επίσης κάποια ερωτήματα σχετικά με το γεγονός ότι οι ποικιλίες M 02205 και KW 043 είχαν τον ίδιο βαθμό έκφρασης όσον αφορά το χαρακτηριστικό «μονοσπερμία».

10

Στις 27 Απριλίου 2012 το γραφείο εξέτασης απέστειλε στο ΚΓΦΠ τον νέο διορθωμένο συγκριτικό πίνακα, όπου είχε διατηρήσει μεν τη μνεία στο χαρακτηριστικό «μονοσπερμία», πλην όμως είχε προσθέσει, δίπλα στον βαθμό που παρέμενε ίδιος, ποσοστά τα οποία διέφεραν, ήτοι 29 % για την υποψήφια ποικιλία και 94 % για την ποικιλία αναφοράς KW 043.

11

Κατόπιν των διαδοχικών αυτών διορθώσεων, ο συγκριτικός πίνακας είχε πλέον ως εξής:

Διαδικασία ανάκλησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου οργάνου του ΚΓΦΠ

12

Στις 28 Αυγούστου 2012 η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 2001/94, αίτηση ανάκλησης του ΚΔΦΠ που είχε παρασχεθεί στην παρεμβαίνουσα, υποστηρίζοντας ότι από τις διαδοχικές διορθώσεις οι οποίες είχαν γίνει στον συγκριτικό πίνακα προέκυπτε ότι η ποικιλία M 02205 δεν πληρούσε την προϋπόθεση της «διάκρισης», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο του υπομνήματός της ενώπιον του ΚΓΦΠ, εστίαζαν στο γεγονός ότι, κατόπιν των διορθώσεων που προαναφέρθηκαν, η μόνη διάκριση μεταξύ των ποικιλιών M 02205 και KW 043 συνδεόταν με το διαφορετικό ποσοστό του βαθμού έκφρασης του χαρακτηριστικού «μονοσπερμία», το οποίο ήταν 29 % για την ποικιλία M 02205 και 94 % για την ποικιλία αναφοράς KW 043. Κατά την άποψή της, τούτο σήμαινε ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού δεν αρκούσε για να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι η υποψήφια ποικιλία ήταν διακριτή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις εξηγήσεις στο παράρτημα 1 του πρωτοκόλλου το οποίο εκδόθηκε από το ΚΓΦΠ στις 15 Νοεμβρίου 2001 για το είδος Beta vulgaris L. ssp. Vulgaris var. altissima Döll (στο εξής: πρωτόκολλο της 15ης Νοεμβρίου 2001) και το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ο διακριτός χαρακτήρας υποψήφιας ποικιλίας μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του χαρακτηριστικού «μονοσπερμία» μόνον αν υπήρχε διαφορά 2 μονάδων μεταξύ του βαθμού αυτής και του βαθμού της ποικιλίας αναφοράς –όπερ επ’ ουδενί συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση.

13

Στις 13 Μαΐου 2013 –εφόσον κατά τα φαινόμενα, κατόπιν των διορθώσεων που προαναφέρθηκαν, η διάκριση μεταξύ των ποικιλιών M 02205 και KW 043 συνδεόταν, στην πράξη, αποκλειστικώς και μόνο με το διαφορετικό ποσοστό στον βαθμό έκφρασης του χαρακτηριστικού «μονοσπερμία»– το ΚΓΦΠ επικοινώνησε με το γραφείο εξέτασης και του ζήτησε να επαληθεύσει αν το χαρακτηριστικό «μονοσπερμία» ήταν το μοναδικό το οποίο θεμελίωνε τη διάκριση μεταξύ των εν λόγω ποικιλιών, ή αν είχαν επισημανθεί και άλλα χαρακτηριστικά κατά τη διενέργεια της τεχνικής εξέτασης.

14

Στις 14 Μαΐου 2013 το γραφείο εξέτασης δημοσιοποίησε επικαιροποιημένη εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, η οποία περιείχε νέα χαρακτηριστικά που θεωρούνταν από το γραφείο εξέτασης ικανά να δικαιολογήσουν τη διάκριση μεταξύ των οικείων ποικιλιών. Η επικαιροποιημένη εκδοχή του πίνακα είχε ως εξής:

15

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, στις 16 Μαΐου 2013 το ΚΓΦΠ διαβεβαίωσε τα μέρη της διαδικασίας ανάκλησης ότι η ποικιλία M 02205 ήταν διακριτή από όλες τις κοινώς γνωστές ποικιλίες, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 2100/94. Διευκρίνισε, επιπλέον, ότι η αλλαγή που είχε επέλθει σε σχέση με τα χαρακτηριστικά οφειλόταν στο γεγονός ότι τα διάφορα γραφεία εξέτασης ακολουθούσαν διαφορετικές πρακτικές τόσο ως προς τον τρόπο με τον οποίο συνέτασσαν τις εκθέσεις για τη διάκριση όσο και ως προς την επιλογή των χαρακτηριστικών που θεωρούσαν κρίσιμα προς δικαιολόγηση του διακριτού χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας. Εξάλλου, το ΚΓΦΠ είχε δικαιολογήσει την επιλογή του χαρακτηριστικού «μονοσπερμία» ακριβώς λόγω αυτής της διαφοράς στις πρακτικές των γραφείων εξέτασης. Εντούτοις, εφόσον κατέστη σαφές ότι το χαρακτηριστικό αυτό δεν ήταν ικανό να δικαιολογήσει το συμπέρασμα σχετικά με τη διάκριση, αφαιρέθηκε εν τέλει από τον κατάλογο των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονταν στην οριστική εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, όπως καταρτίστηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2013. Η οριστική αυτή εκδοχή είχε ως εξής:

16

Λόγω των διαδοχικών τροποποιήσεων του συγκριτικού πίνακα, η προσφεύγουσα προέβαλε –στο πλαίσιο των προφορικών παρατηρήσεων που ανέπτυξε κατά την ακρόαση η οποία διεξήχθη ενώπιον του ΚΓΦΠ– συμπληρωματικά επιχειρήματα, προκειμένου να αποδείξει ότι, όταν παραχωρήθηκε το επίδικο ΚΔΦΠ, η ποικιλία M 02205 δεν ήταν διακριτή από την ποικιλία αναφοράς KW 043.

17

Ισχυρίστηκε, ειδικότερα, ότι από την προτελευταία και την τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα προέκυπτε ότι οι βαθμοί έκφρασης οι οποίοι αναγράφονταν στους αντίστοιχους πίνακες, όσον αφορά τις ποικιλίες αναφοράς KW 043 και Dieck 3903, δεν προέρχονταν από τα αποτελέσματα συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας κατά τα έτη 2003 και 2004, αλλά είχαν αντιγραφεί αυτούσιοι από την επίσημη περιγραφή των εν λόγω ποικιλιών, ως είχαν κατά τον χρόνο που τους παρασχέθηκε το ΚΔΦΠ. Κατά την προσφεύγουσα, μια τέτοια πρακτική είναι όχι μόνον ανεπίτρεπτη, αλλά και παράνομη, διότι αντιβαίνει σε όλους τους εφαρμοστέους κανόνες –που ορίζουν ότι ο διακριτός χαρακτήρας υποψήφιας ποικιλίας πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικώς και μόνον σε δεδομένα αντλούμενα από συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια δύο διαφορετικών βλαστικών περιόδων, κατόπιν της υποβολής της αίτησης καταχώρισης της υποψήφιας ποικιλίας. Κατά την άποψή της, υπήρχε μία και μοναδική εξήγηση για την απόφαση του ΚΓΦΠ να στηρίξει το συμπέρασμά του σχετικά με τον διακριτό χαρακτήρα της ποικιλίας M 02205 στην επίσημη περιγραφή των ποικιλιών αναφοράς KW 043 και Dieck 3903. Η εξήγηση είναι ότι, μετά την αφαίρεση των χαρακτηριστικών «χρώμα του ελάσματος φύλλου» και «μονοσπερμία» από τον συγκριτικό πίνακα, κανένα άλλο δεδομένο αντλούμενο από αποτέλεσμα συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας κατά τα έτη 2003 και 2004 δεν ήταν ικανό να δικαιολογήσει τον διακριτό χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας.

18

Προκειμένου να αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς το σημείο αυτό, η προσφεύγουσα ζήτησε από το ΚΓΦΠ, στις 23 Μαΐου 2013, να της κοινοποιήσει όλα τα έγγραφα τα οποία προέρχονταν από το γραφείο εξέτασης και αφορούσαν τον φάκελο της ποικιλίας M 02205. Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2013, το ΚΓΦΠ ανταποκρίθηκε μεν στην αίτηση της προσφεύγουσας, πλην όμως εν μέρει, αφού της διαβίβασε μόνον τους καταλόγους των ποικιλιών που είχαν αξιολογηθεί κατά την τεχνική εξέταση η οποία διενεργήθηκε το 2003 και το 2004, όπως του είχαν κοινοποιηθεί από το ίδιο το γραφείο εξέτασης.

19

Η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΚΓΦΠ πολλές ακόμη αιτήσεις παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, ζητώντας πρόσβαση στα αποτελέσματα των δοκιμών καλλιέργειας. Οι αιτήσεις αυτές δεν στέφθηκαν ωστόσο με επιτυχία στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του ΚΓΦΠ, το οποίο προέβαλλε ως αιτιολογία ότι τα σχετικά δεδομένα τηρούνται από το γραφείο εξέτασης. Τελικά, το ΚΓΦΠ απέστειλε στην προσφεύγουσα τα αποτελέσματα των δοκιμών καλλιέργειας μόλις στις 2 Μαρτίου 2015.

20

Με την απόφαση NN 010 της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, το ΚΓΦΠ απέρριψε την αίτηση ανάκλησης την οποία είχε υποβάλει η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94, με την αιτιολογία ότι η ποικιλία M 02205 ήταν σαφώς διακριτή από τις ποικιλίες αναφοράς, μεταξύ των οποίων η KW 043. Εξήγησε ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της τελικής έκθεσης, το γραφείο εξέτασης γνώριζε τους ορθούς βαθμούς έκφρασης για όλα τα χαρακτηριστικά της υποψήφιας ποικιλίας και ότι, ως εκ τούτου, τα σφάλματα αντιγραφής στον συγκριτικό πίνακα δεν επηρέαζαν το συμπέρασμα σχετικά με τον διακριτό χαρακτήρα της συγκεκριμένης ποικιλίας· τούτο επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, και από το γραφείο εξέτασης.

21

Κατά το ΚΓΦΠ, η υποψήφια ποικιλία ήταν σαφώς διακριτή από όλες τις υπόλοιπες κοινώς γνωστές ποικιλίες ζαχαρότευτλου, και μάλιστα από πλευράς περισσότερων χαρακτηριστικών της. Επ’ αυτού, το ΚΓΦΠ υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι η επικαιροποιημένη εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, με ημερομηνία 14 Μαΐου 2013, επιβεβαίωνε το συμπέρασμα ότι η ποικιλία M 02205 ήταν διακριτή από την ποικιλία αναφοράς KW 043 λόγω τεσσάρων ακόμη χαρακτηριστικών. Εν συνεχεία, διατύπωσε την εκτίμηση, όσον αφορά το γεγονός ότι το χαρακτηριστικό «μονοσπερμία» μνημονευόταν αρχικώς στον συγκριτικό πίνακα, παρότι δεν ήταν πρόσφορο για να θεμελιώσει τον διακριτό χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας, ότι το γεγονός αυτό, καίτοι ατυχές, ουδεμία σημασία είχε για το τελικό συμπέρασμα. Πολλώ δε μάλλον αφού ο συγκριτικός πίνακας αποστέλλεται προαιρετικώς από τα γραφεία εξέτασης, για αμιγώς πληροφοριακούς σκοπούς. Τέλος, το ΚΓΦΠ διευκρίνισε ότι, άπαξ και αντιλήφθηκε ότι το χαρακτηριστικό «μονοσπερμία» δεν καταλεγόταν μεταξύ των κρίσιμων χαρακτηριστικών που έπρεπε να μνημονεύονται στην έκθεση, ζήτησε από το γραφείο εξέτασης όχι απλώς «πρόσθετα» ή «νέα» χαρακτηριστικά, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, αλλά να επιλέξει ένα άλλο χαρακτηριστικό το οποίο να έχει παρατηρηθεί κατά τις συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας και να αναδεικνύει, με πρόσφορο τρόπο, τον διακριτό χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας.

22

Κατόπιν τούτου, το ΚΓΦΠ απέρριψε την αίτηση και δεν ανακάλεσε το επίμαχο ΚΔΦΠ.

Διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ

23

Στις 4 Οκτωβρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ, δυνάμει των άρθρων 67 έως 72 του κανονισμού 2100/94, προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί της αίτησης ανάκλησης την οποία είχε υποβάλει.

24

Στο υπόμνημα με τους λόγους της προσφυγής της, εξέφρασε ειδικότερα τις αμφιβολίες της σχετικά με την προέλευση των δεδομένων τα οποία αφορούσαν την ποικιλία αναφοράς KW 043 και είχαν προστεθεί στην προτελευταία και στην τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα.

25

Όπως και κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ, επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι ο διακριτός χαρακτήρας της ποικιλίας M 02205 σε σχέση με τις ποικιλίες αναφοράς KW 043 και Dieck 3903 είχε διαπιστωθεί όχι βάσει δεδομένων που είχαν συλλεγεί κατόπιν συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, βάσει των βαθμών στα πιστοποιητικά που είχαν χορηγηθεί για τις ποικιλίες αναφοράς κατόπιν συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ήτοι στη διάρκεια των ετών 2001 και 2002 για την ποικιλία KW 043, και στη διάρκεια των ετών 2002 και 2003 για την ποικιλία Dieck 3903. Η προσφεύγουσα σημείωσε συναφώς ότι οι βαθμοί έκφρασης της ποικιλίας KW 043 όπως εμφανίζονταν στον συγκριτικό πίνακα ήταν ακριβώς οι ίδιοι όπως στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας αυτής. Είναι, όμως, κοινός τόπος μεταξύ των φορέων δοκιμών ότι, επειδή οι βαθμοί έκφρασης των ειδικών χαρακτηριστικών του ζαχαρότευτλου επηρεάζονται υπερβολικά από εξωτερικούς παράγοντες, είναι εξαιρετικά χαμηλή η πιθανότητα να προκύψουν οι ίδιοι βαθμοί έκφρασης κατόπιν συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που έχουν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια διαφορετικών ετών.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

26

Με την απόφαση A 010/2013 της 26ης Νοεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα είχε υπερτιμήσει τη σημασία του συγκριτικού πίνακα, ενώ, στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο έγγραφο περιείχε απλώς και μόνο συμπληρωματικές πληροφορίες, αντλούμενες από τα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας. Επομένως, το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό είχε διορθωθεί τρεις φορές δεν αρκούσε για να επιφέρει την ανάκληση του επίδικου ΚΔΦΠ.

27

Όσον αφορά το ζήτημα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε απλώς και μόνο να υποστηρίξει ότι ουδεμία άμεση σύγκριση είχε γίνει μεταξύ της υποψήφιας ποικιλίας και των ποικιλιών αναφοράς. Αφού χαρακτήρισε την άμεση σύγκριση των ποικιλιών ως «βασικό κανόνα» στο πλαίσιο των δοκιμών αυτών, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι έγινε τέτοια άμεση σύγκριση στην προκειμένη περίπτωση, όπως είχε επιβεβαιώσει και ο C., εμπειρογνώμων του γραφείου εξέτασης, κατά την ακρόαση που διεξήχθη ενώπιον του τμήματος.

28

Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, εξάλλου, ότι τα δεδομένα που είχαν προστεθεί στον συγκριτικό πίνακα δεν θα μπορούσαν να προέρχονται παρά μόνον από τα αποτελέσματα συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί επί της υποψήφιας ποικιλίας και επί των θεωρούμενων ως των πλέον παρεμφερών προς αυτήν ποικιλιών. Επ’ αυτού, εξήγησε κατ’ αρχάς ότι, λόγω του τρόπου με τον οποίο το περιβάλλον επηρεάζει την έκφραση των χαρακτηριστικών, οι υποψήφιες ποικιλίες ήταν αδύνατο να συγκριθούν με αποτελέσματα που είχαν καταγραφεί και συλλεγεί σε προγενέστερο χρόνο. Πράγματι, είναι βασικός κανόνας, στο πλαίσιο των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας, ότι η άμεση σύγκριση της υποψήφιας ποικιλίας με τις ποικιλίες αναφοράς συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή ΚΔΦΠ. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών τόνισε ότι το γεγονός ότι όντως έγινε εν προκειμένω τέτοια άμεση σύγκριση μεταξύ των έμβιων υλικών επιβεβαιώθηκε ενώπιόν του κατά τη διεξαχθείσα ακρόαση από τον εξεταστή του γραφείου εξέτασης. Τέλος, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι το ΚΓΦΠ και το γραφείο εξέτασης ακολούθησαν την ορθή διαδικασία εξέτασης, όπως αυτή προβλέπεται στο πρωτόκολλο της 15ης Νοεμβρίου 2001.

29

Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι το ΚΓΦΠ δεν της διαβίβαζε τα καταχωρισμένα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των ετών 2003 και 2004, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της για πρόσβαση σε αυτά, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τέτοιου είδους δεδομένα έπρεπε να τηρούνται κανονικά από το γραφείο εξέτασης. Συνήγαγε, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι οι αιτήσεις της για την παροχή πρόσβασης δεν είχαν ευδοκιμήσει όχι επειδή υπήρχε κάποια κρυφή αιτία, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, λόγω κακής συνεννόησης μεταξύ του ΚΓΦΠ και του γραφείου εξέτασης.

Αιτήματα των διαδίκων

30

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να μεταρρυθμίσει την εν λόγω απόφαση, ανακαλώντας το υπ’ αριθ. UE 15118 ΚΔΦΠ·

να καταδικάσει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα.

31

Το ΚΓΦΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς, εφόσον η προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών γίνει δεκτή, να καταδικάσει το ΚΓΦΠ μόνο στα δικά του δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

32

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας·

επικουρικώς, να απορρίψει το αίτημα μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών και να καταδικάσει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας.

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

33

Κατ’ αρχάς, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο τόσο του υπομνήματος παρέμβασης όσο και του υπομνήματος ανταπάντησης που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, εφόσον η προσφεύγουσα δεν στήριξε τους λόγους της προσφυγής της στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94, το οποίο είναι, κατά την άποψη της παρεμβαίνουσας, η μοναδική ορθή νομική βάση για την ανάκληση ΚΔΦΠ.

34

Εν συνεχεία, η παρεμβαίνουσα θεωρεί ότι τα παραρτήματα 15 έως 18, τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν δικαιολόγησε την καθυστερημένη υποβολή τους.

35

Τέλος, η παρεμβαίνουσα προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι το υπόμνημα απάντησης στερείται σαφήνειας και ακρίβειας, εν αντιθέσει προς τις επιταγές της νομολογίας. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει εκεί η προσφεύγουσα δεν είναι δομημένα με λογικό και συστηματικό τρόπο, αλλά συμπλέκονται και αλληλεπικαλύπτονται, με συνέπεια να είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ουσία της θέσης την οποία η προσφεύγουσα επιθυμεί να εκφράσει, σε απάντηση όσων υποστηρίζουν το καθού και η παρεμβαίνουσα. Συνεπώς, κατά την παρεμβαίνουσα, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν το υπόμνημα απάντησης είναι απαράδεκτο λόγω των προαναφερθέντων κενών.

36

Με τις γραπτές παρατηρήσεις τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2017, σε σχέση με το έγγραφο που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησε το παραδεκτό των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, για τον λόγο ότι αυτά δεν είχαν υποβληθεί στην κρίση του τμήματος προσφυγών.

37

Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας.

38

Πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της παρεμβαίνουσας περί έλλειψης ρητής μνείας του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι δεν απαιτείται από τον διάδικο να αναφέρεται ρητώς στις διατάξεις στις οποίες στηρίζει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Αρκεί το αίτημα του διαδίκου, καθώς και τα βασικά νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται το αίτημα αυτό να προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από το δικόγραφο [βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Gigabyte Technology κατά ΓΕΕΑ – Haskins (Gigabyte), T‑451/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:13, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Η νομολογία αυτή ισχύει, mutatis mutandis, και σε περίπτωση εσφαλμένης αναφοράς των διατάξεων στις οποίες βασίζονται οι λόγοι της προσφυγής (βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Gigabyte Technology κατά ΓΕΕΑ – Haskins (Gigabyte), T‑451/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:13, σκέψεις 27 έως 30).

39

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν υπέπεσε σε σφάλμα στηρίζοντας την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 73 του κανονισμού 2100/94, και όχι στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, από το γράμμα των άρθρων 20 και 73 του κανονισμού 2100/94 συνάγεται ότι, ενώ η πρώτη διάταξη ορίζει σε ποιες περιπτώσεις το ΚΓΦΠ οφείλει να ανακαλεί τα ΚΔΦΠ και ποιες είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας ανάκλησης, η δεύτερη διάταξη εφαρμόζεται σε περίπτωση που ασκείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακύρωσης κατά απόφασης των τμημάτων προσφυγών. Επομένως, ορθώς η προσφεύγουσα στήριξε την υπό κρίση προσφυγή στο άρθρο 73 του ως άνω κανονισμού. Κατόπιν τούτου, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας περί απαραδέκτου της προσφυγής λόγω έλλειψης ρητής μνείας του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94.

40

Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της παρεμβαίνουσας περί ασάφειας και αοριστίας του υπομνήματος απάντησης, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απάντησης είναι αρκούντως σαφής και κατανοητή, όπερ επιβεβαιώνεται άλλωστε από το γεγονός ότι το ΚΓΦΠ την συνόψισε λεπτομερώς χωρίς να αναφερθεί καθόλου σε τυχόν προβλήματα κατανόησης.

41

Το Γενικό Δικαστήριο θα αναλύσει παρακάτω κατά πόσον είναι σκόπιμο να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων της παρεμβαίνουσας περί απαραδέκτου, αφενός, των παραρτημάτων 15 έως 18, τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά από την προσφεύγουσα με το υπόμνημα απάντησης, και, αφετέρου, των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης

42

Προς στήριξη της προσφυγής προβάλλονται τρεις λόγοι ακύρωσης. Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι κακώς το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι η ποικιλία M 02205 ήταν διακριτή από την ποικιλία αναφοράς KW 043. Κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού 2100/94, για τον λόγο ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω η βασική προϋπόθεση ότι η υποψήφια ποικιλία πρέπει να είναι «διακριτή» από τις ποικιλίες αναφοράς. Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κρίνοντας ότι το ΚΓΦΠ μπορούσε να τροποποιήσει αναδρομικώς τα χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προς δικαιολόγηση της παροχής ΚΔΦΠ. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε, κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών κατά την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 4, του κανονισμού 2100/94.

43

Τρίτον, με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι στοιχειοθετείται, στην περίπτωση της προσβαλλόμενης απόφασης, παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα. Στηρίζεται δε σε τρεις αιτιάσεις.

44

Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη της προτελευταίας και της τελευταίας εκδοχής του συγκριτικού πίνακα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν τηρήθηκε εν προκειμένω η υποχρέωση να θεμελιώνεται η σύγκριση της υποψήφιας ποικιλίας με τις ποικιλίες αναφοράς σε δεδομένα αντλούμενα από συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας.

45

Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η διαδικασία εξέτασης δεν διεξήχθη υπό συνθήκες διαφάνειας, αφού, στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της, το ΚΓΦΠ δεν της κοινοποίησε τα έγγραφα με τα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που είχαν πραγματοποιηθεί από το γραφείο εξέτασης στη διάρκεια των ετών 2003 και 2004, βάσει των οποίων θα μπορούσε να ελεγχθεί η τήρηση της προαναφερθείσας στη σκέψη 44 υποχρέωσης. Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα επικαλείται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα.

46

Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στο τμήμα προσφυγών ότι δεν προέβη στους απαραίτητους ελέγχους, παρά τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η ίδια προς απόδειξη των σφαλμάτων του γραφείου εξέτασης, αλλά επαναπαύθηκε στις προφορικές δηλώσεις του C. ότι πραγματοποιήθηκαν δοκιμές καλλιέργειας το 2003 και το 2004. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το τμήμα προσφυγών, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη την υποχρέωση αμεροληψίας η οποία απορρέει από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης].

47

Θα πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς ο τρίτος λόγος ακύρωσης, και δη η πρώτη και η τρίτη αιτίαση που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού.

48

Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ειδικότερα, στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης, ότι από την προτελευταία και την τελευταία επικαιροποιημένη εκδοχή του συγκριτικού πίνακα καθίστατο σαφές ότι το συμπέρασμα για τον διακριτό χαρακτήρα της ποικιλίας M 02205 είχε βασιστεί, εν μέρει, σε δεδομένα μη προερχόμενα από τις συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004 – όπερ προσκρούει στους εφαρμοστέους κανόνες που ορίζουν ότι η αντιπαραβολή της υποψήφιας ποικιλίας με τις ποικιλίες αναφοράς πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο σε δεδομένα αντλούμενα από συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας.

49

Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα διατυπώνει αμφιβολίες ως προς την προέλευση των χαρακτηριστικών που προστέθηκαν στις τελευταίες αυτές εκδοχές του συγκριτικού πίνακα, όσον αφορά την ποικιλία αναφοράς KW 043. Υποστηρίζει συναφώς ότι από προσεκτική εξέταση των βαθμών έκφρασης οι οποίοι αναγράφονται στις τελευταίες αυτές εκδοχές, ως προς την ποικιλία KW 043, προκύπτει ότι οι εν λόγω βαθμοί έκφρασης συμπίπτουν με τα καταγεγραμμένα δεδομένα στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας KW 043, όπως καταρτίστηκε το 2002, κατόπιν συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν το 2000 και το 2001. Μια τέτοια σύμπτωση είναι όμως εντελώς απίθανη, λόγω του αντίκτυπου τον οποίο μπορούν να έχουν οι εποχές επί της φαινοτυπικής έκφρασης.

50

Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην προτελευταία και στην τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, όσον αφορά την ποικιλία αναφοράς KW 043, δεν προέρχονταν από συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας, αλλά είχαν αντιγραφεί από την επίσημη περιγραφή της ως άνω ποικιλίας αναφοράς, η οποία είχε καταρτιστεί όταν παρασχέθηκε ΚΔΦΠ στην ποικιλία αυτήν.

51

Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι πραγματοποιήθηκαν συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας το 2003 και το 2004. Εντούτοις, στο πλαίσιο της τρίτης αιτίασης, προσάπτει στο ΚΓΦΠ κυρίως ότι, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η ίδια του προσκόμισε, το τμήμα προσφυγών επαναπαύθηκε στις προφορικές δηλώσεις του εμπειρογνώμονα του γραφείου εξέτασης, C., χωρίς να προχωρήσει στον παραμικρό έλεγχο των σφαλμάτων που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι διέπραξε το γραφείο.

52

Το ΚΓΦΠ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Κατ’ αρχάς, ερμηνεύει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας υπό την έννοια ότι η τελευταία ισχυρίζεται ότι το γραφείο εξέτασης ουδέποτε προέβη σε άμεση σύγκριση της υποψήφιας ποικιλίας με τις ποικιλίες αναφοράς. Επ’ αυτού, διευκρινίζει ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ο εμπειρογνώμων του γραφείου εξέτασης ο οποίος διενήργησε την τεχνική ανάλυση επιβεβαίωσε, κατά την ακρόαση που διεξήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών, αφενός, ότι η ποικιλία M 02205 είχε εξεταστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρωτόκολλο της 15ης Νοεμβρίου 2001 και, αφετέρου, ότι η υποψήφια ποικιλία είχε συγκριθεί με όλες τις ποικιλίες αναφοράς, στη διάρκεια δύο διαδοχικών κύκλων δοκιμών καλλιέργειας.

53

Επιπλέον, το ΚΓΦΠ επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν είχε κανέναν λόγο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων στις οποίες προέβη, κατά την ακρόαση ενώπιόν του, ο C. σχετικά με τη διενέργεια της τεχνικής εξέτασης, ούτε ειδικότερα την εκ μέρους του διαβεβαίωση ότι η ποικιλία M 02205 συγκρίθηκε άμεσα, στο πλαίσιο των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας, με όλες τις άλλες κοινώς γνωστές ποικιλίες τεύτλων.

54

Η παρεμβαίνουσα, από την πλευρά της, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, χωρίς όμως να το αποδείξει, ότι οι πληροφορίες οι οποίες καταγράφονταν στην τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, όσον αφορά την ποικιλία KW 043, δεν προέρχονταν από συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004. Όπως όμως προκύπτει από την απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ (C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 57), απόκειται στον αιτούντα την ανάκληση να προσκομίσει ουσιώδη αποδεικτικά και πραγματικά στοιχεία, ικανά να εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της παροχής του αμφισβητούμενου ΚΔΦΠ. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης το οποίο έφερε.

55

Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως ορίζει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94, το ΚΓΦΠ ανακαλεί το ΚΔΦΠ αν διαπιστωθεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 10 δεν πληρούνταν κατά τον χρόνο παροχής του ΚΔΦΠ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, «[μ]ια ποικιλία θεωρείται ότι είναι διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτει από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία της αιτήσεως που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 51».

56

Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι οι προϋποθέσεις που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τον διακριτό χαρακτήρα της ποικιλίας είναι, δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, sine qua non προϋποθέσεις για την παροχή κοινοτικού δικαιώματος. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, η παροχή κοινοτικού δικαιώματος είναι παράνομη και η ανάκλησή του είναι προς το γενικό συμφέρον (απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 52).

57

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επίσης ότι το ΚΓΦΠ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης σε σχέση με την ανάκληση ΚΔΦΠ κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού 2100/94. Επομένως, μόνο σοβαρές αμφιβολίες περί του κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 10 του ως άνω κανονισμού κατά τον χρόνο διενέργειας της εξέτασης την οποία προβλέπουν τα άρθρα 54 και 55 του κανονισμού αυτού μπορούν να δικαιολογήσουν ενδεχόμενη επανεξέταση της προστατευόμενης ποικιλίας μέσω της διαδικασίας ανάκλησης του άρθρου 20 του κανονισμού 2100/94 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 56).

58

Στο πλαίσιο αυτό, όποιος τρίτος ζητεί την ανάκληση κοινοτικού δικαιώματος πρέπει να προσκομίσει ουσιώδη αποδεικτικά και πραγματικά στοιχεία, ικανά να εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του ΚΔΦΠ που παρασχέθηκε κατόπιν της εξέτασης την οποία προβλέπουν τα άρθρα 54 και 55 του κανονισμού 2100/94 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 57).

59

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα όφειλε να προσκομίσει, προς στήριξη της αίτησης ανάκλησης, ουσιώδη αποδεικτικά και πραγματικά στοιχεία, ικανά να δημιουργήσουν στο τμήμα προσφυγών σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του ΚΔΦΠ το οποίο είχε παρασχεθεί εν προκειμένω.

60

Κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα αν τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε συναφώς η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών αρκούσαν για να δημιουργήσουν σε αυτό σοβαρές αμφιβολίες, οι οποίες ήταν άρα ικανές να δικαιολογήσουν επανεξέταση της ποικιλίας M 02205 μέσω της διαδικασίας ανάκλησης, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94.

61

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχάς να ελεγχθούν οι απαιτήσεις του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου όσον αφορά τους βαθμούς έκφρασης, στους οποίους πρέπει να στηρίζονται τα συμπεράσματα σχετικά με τον διακριτό, ή μη, χαρακτήρα μιας φυτικής ποικιλίας. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αναλυθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, προκειμένου να κριθεί αν ήταν ικανά να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες στο τμήμα προσφυγών. Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών εκπλήρωσε προσηκόντως τις υποχρεώσεις του ενόψει τέτοιων σοβαρών αμφιβολιών.

62

Κατά πρώτον, όσον αφορά τις απαιτήσεις του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου, διαπιστώνεται ότι, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, οι τεχνικές εξετάσεις πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα τόσο με τις κατευθυντήριες αρχές που θέτει το διοικητικό συμβούλιο όσο και με τις οδηγίες που δίνει το ΚΓΦΠ. Επ’ αυτού, γίνεται δεκτό ότι η ευρεία εξουσία εκτίμησης την οποία διαθέτει το ΚΓΦΠ κατά την άσκηση του έργου του δεν του επιτρέπει να αποδεσμεύεται από τους τεχνικούς κανόνες που διέπουν τη διενέργεια των τεχνικών εξετάσεων, διότι άλλως συντρέχει παράβαση του καθήκοντος χρηστής διοίκησης, καθώς και της υποχρέωσής του να ενεργεί με επιμέλεια και αμεροληψία (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 79).

63

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το ΚΓΦΠ εξέδωσε, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 56, παράγραφος 2, το πρωτόκολλο της 15ης Νοεμβρίου 2001 για να θέσει τις κατευθυντήριες αρχές οι οποίες διέπουν την τεχνική ανάλυση και τις προϋποθέσεις καταχώρισης των ποικιλιών που ανήκουν στο είδος τεύτλου Beta vulgaris L. ssp. Vulgaris var. altissima Döll. Βάσει του πρωτοκόλλου, και ειδικότερα του σημείου III 2, το οποίο επιγράφεται «Υλικό προς εξέταση» (material to be examined), και του σημείου III 5, το οποίο επιγράφεται «Δοκιμές και συνθήκες ανάπτυξης» (trial designs and growing conditions), οι υποψήφιες ποικιλίες και οι ποικιλίες αναφοράς πρέπει να συγκρίνονται άμεσα υπό συνθήκες καλλιέργειας, συνήθως στη διάρκεια δύο διαφορετικών βλαστικών περιόδων. Άλλωστε, και το ίδιο το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, πόσο σημαντικό είναι να τηρείται αυτή η απαίτηση, η οποία συνιστά, κατά τη δική του διατύπωση, απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή ΚΔΦΠ (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω).

64

Επομένως, οι βαθμοί έκφρασης στον συγκριτικό πίνακα, οι οποίοι αποτελούν τη βάση για τη διαπίστωση του διακριτού χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας, πρέπει να αντιστοιχούν στους βαθμούς που καταγράφηκαν κατόπιν συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια δύο ετήσιων βλαστικών περιόδων, κατόπιν της υποβολής της αίτησης για την παροχή ΚΔΦΠ στην υποψήφια ποικιλία.

65

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, από τη δικογραφία προκύπτει ότι αυτή ισχυρίστηκε, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ότι το γεγονός ότι οι βαθμοί έκφρασης οι οποίοι αναγράφονταν για την ποικιλία KW 043 στον συγκριτικό πίνακα ήταν ακριβώς οι ίδιοι όπως στην επίσημη περιγραφή της ως άνω ποικιλίας ενίσχυε την εικασία ότι οι βαθμοί είχαν αντιγραφεί από την εν λόγω επίσημη περιγραφή και δεν προέρχονταν από τις συγκριτικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004, ενόψει της παροχής κοινοτικού δικαιώματος στην ποικιλία M 02205. Επίσης, προβάλλοντας συγκεκριμένα παραδείγματα από επίσημες περιγραφές άλλων ποικιλιών, η προσφεύγουσα επιχείρησε να αποδείξει ότι ήταν πολύ χαμηλή η πιθανότητα να λάβει μία ποικιλία ζαχαρότευτλου τους ίδιους βαθμούς σε δύο διαφορετικά έτη.

66

Στο σημείο αυτό, διαπιστώνεται ότι, όπως υπογραμμίστηκε ήδη στις σκέψεις 18 και 19 ανωτέρω, μολονότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει επανειλημμένως να της επιτραπεί η πρόσβαση στον φάκελο της ποικιλίας M 02205, ο οποίος περιείχε και τα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004, τα αποτελέσματα αυτά της διαβιβάστηκαν από το ΚΓΦΠ μόλις στις 2 Μαρτίου 2015, δηλαδή αφότου το τμήμα προσφυγών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να στηριχθεί σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία πέραν εκείνων που προσκόμισε ενώπιον των οργάνων του ΚΓΦΠ, ήτοι στη σύγκριση μεταξύ των δεδομένων που περιλαμβάνονταν στον συγκριτικό πίνακα και των δεδομένων που είχαν καταγραφεί στις αντίστοιχες επίσημες περιγραφές των ποικιλιών M 02205 και KW 043, καθώς και, ενδεικτικώς, σε δεδομένα τα οποία είχαν αντληθεί από τις επίσημες περιγραφές άλλων ποικιλιών.

67

Επιπλέον, ορθώς η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών τα πολλά λάθη στον συγκριτικό πίνακα, τα οποία προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 5 έως 15 ανωτέρω και οδήγησαν σε πλείονες διαδοχικές διορθώσεις του πίνακα αυτού, ήταν δε ικανά να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες στο τμήμα προσφυγών, τουλάχιστον ως προς την αξιοπιστία των βαθμών έκφρασης των χαρακτηριστικών που είχαν προστεθεί στον συγκριτικό πίνακα. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι διορθώσεις αυτές έγιναν με καθυστέρηση μπορούσε να θεωρηθεί, όπως τόνισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ότι ενίσχυε ακόμη περισσότερο τις σχετικές αμφιβολίες.

68

Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ουσιώδη πραγματικά στοιχεία, τα οποία αρκούσαν για να εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ενδεχόμενο να είχαν χρησιμοποιηθεί για την ποικιλία αναφοράς KW 043 δεδομένα που είχαν αντιγραφεί από την επίσημη περιγραφή της ποικιλίας αυτής. Επομένως, το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να ελέγξει τη βασιμότητα του ισχυρισμού και να αντλήσει τις ανάλογες συνέπειες για την προσφυγή της προσφεύγουσας.

69

Σημειωτέον επίσης ότι το ΚΓΦΠ αναγνώρισε, με τις απαντήσεις του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι βαθμοί έκφρασης των χαρακτηριστικών της ποικιλίας αναφοράς KW 043, όπως προστέθηκαν στην προτελευταία και στην τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, δεν αντιστοιχούσαν στα δεδομένα τα οποία συνελέγησαν κατόπιν των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004, αλλά είχαν αντιγραφεί αυτούσιοι από την επίσημη περιγραφή της ποικιλίας KW 043.

70

Κατά τρίτον, ως προς το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών εκπλήρωσε προσηκόντως τις υποχρεώσεις του ενόψει τέτοιων σοβαρών αμφιβολιών, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το έργο του ΚΓΦΠ χαρακτηρίζεται από επιστημονική και τεχνική πολυπλοκότητα σε ό,τι αφορά τους όρους εξέτασης των αιτήσεων για την παροχή κοινοτικού δικαιώματος, οπότε πρέπει να του αναγνωρίζεται περιθώριο εκτίμησης κατά την άσκηση των καθηκόντων του (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga, C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η εξουσία εκτίμησης καλύπτει, μεταξύ άλλων, και τον έλεγχο του διακριτικού χαρακτήρα των ποικιλιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71

Δεύτερον, το ΚΓΦΠ, ως οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, βάσει της οποίας υποχρεούται να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κάθε αίτησης παροχής κοινοτικού δικαιώματος και να συγκεντρώνει όλα τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει. Επιπροσθέτως, οφείλει να εξασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που εφαρμόζει (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72

Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 76 του κανονισμού 2100/94 προβλέπει ότι, «[σ]τις ενώπιόν του διαδικασίες, το [ΚΓΦΠ] διερευνά τα πραγματικά περιστατικά αυτεπαγγέλτως, καθόσον αυτά υπόκεινται σε εξέταση σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55».

73

Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΚ) 874/2009 της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του [ΚΓΦΠ] (ΕΕ 2009, L 251, σ. 3), οι διατάξεις που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον του ΚΓΦΠ έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στις διαδικασίες προσφυγής (απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 46).

74

Έτσι, αφενός, η αρχή της αυτεπάγγελτης διερεύνησης των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών (απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 46). Αφετέρου, το τμήμα προσφυγών δεσμεύεται επίσης από την αρχή της χρηστής διοίκησης, που συνεπάγεται υποχρέωσή του να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης της οποίας επιλαμβάνεται.

75

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έλαβε απλώς και μόνο θέση επί του ζητήματος αν όντως πραγματοποιήθηκαν συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας το 2003 και το 2004 –γεγονός που επιβεβαιώθηκε, κατά την άποψή του, από τον εμπειρογνώμονα του γραφείου εξέτασης, C., κατά την ακρόαση η οποία διεξήχθη ενώπιον του τμήματος. Όπως όμως επισημάνθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, από την έκθεση των λόγων του υπομνήματος που κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών καθίσταται ότι αυτή δεν αμφισβητούσε γενικώς ότι πραγματοποιήθηκαν συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας, αλλά, πιο συγκεκριμένα, το κατά πόσον το συμπέρασμα περί του διακριτού χαρακτήρα της ποικιλίας M 02205 θεμελιώθηκε σε αποτελέσματα τα οποία προέρχονταν από αυτές τις δοκιμές. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τα πρακτικά της ακρόασης ενώπιον του τμήματος προσφυγών μπορεί να συναχθεί αν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ζητήθηκαν από τον C. άλλες διευκρινίσεις πέραν των ερωτήσεων σχετικά με τη διαδικασία την οποία ακολουθεί συνήθως το γραφείο εξέτασης για τη σύγκριση των ζαχαρότευτλων.

76

Κατά συνέπεια, ενόψει ενός τέτοιου ισχυρισμού, του οποίου η βασιμότητα επιβεβαιώθηκε κατόπιν από το ΚΓΦΠ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διαβεβαιώσεις του εμπειρογνώμονα του γραφείου εξέτασης ότι πραγματοποιήθηκαν συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας το 2003 και το 2004 δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να θεωρηθούν επαρκείς για να κρίνει το τμήμα προσφυγών ότι η πλήρωση της προϋπόθεσης του διακριτού χαρακτήρα είχε αποδειχθεί βάσει δεδομένων σύμφωνων με τους εφαρμοστέους τεχνικούς κανόνες και για να απορρίψει την προσφυγή της προσφεύγουσας.

77

Αντιθέτως, όφειλε να κάνει χρήση της ευρείας εξουσίας διερεύνησης που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 76 του κανονισμού 2100/94, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της νομολογίας που προαναφέρθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, προκειμένου να ελέγξει την προέλευση των βαθμών έκφρασης των χαρακτηριστικών της ποικιλίας KW 043, οι οποίοι αναγράφονταν στην προτελευταία και στην τελευταία εκδοχή του συγκριτικού πίνακα, και να πράξει τα δέοντα. Ειδικότερα, η αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, επέβαλλε να εξετάσει το τμήμα προσφυγών με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για την εκτίμηση του κύρους του επίδικου κοινοτικού δικαιώματος και να συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία για την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης της οποίας απολαύει (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 84).

78

Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να βεβαιωθεί ότι είχε στη διάθεσή του, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όλα τα κρίσιμα στοιχεία –και, πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας του 2003 και του 2004– προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει, βάσει των στοιχείων που είχαν σημασία για την υπόθεση, αν είχε διενεργηθεί σύμφωνα με τους εφαρμοστέους τεχνικούς κανόνες η εξέταση του διακριτού χαρακτήρα της ποικιλίας M 02205, σε σύγκριση με την ποικιλία αναφοράς KW 043.

79

Διαπιστώνεται όμως ότι το ΚΓΦΠ παραδέχθηκε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών δεν είχε στη διάθεσή του τα αποτελέσματα των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας του 2003 και του 2004. Τα δεδομένα αυτά απεστάλησαν στο ΚΓΦΠ μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

80

Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν εκπλήρωσε προσηκόντως τις υποχρεώσεις του, αφού η εξέταση στην οποία προέβη δεν ήταν κατάλληλη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο διακριτός χαρακτήρας της ποικιλίας M 02205, σε σύγκριση με τις ποικιλίες αναφοράς, είχε αποδειχθεί βάσει δεδομένων προερχόμενων από τις συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004.

81

Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει το ΚΓΦΠ.

82

Πρώτον, στο πλαίσιο των απαντήσεών του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το ΚΓΦΠ προέβαλε ως επιχείρημα, αφενός, τους μεταγενέστερους βαθμούς έκφρασης του χαρακτηριστικού «μήκος της ρίζας», οι οποίοι προέκυψαν από τη μέθοδο υπολογισμού βάσει του λεγόμενου κριτηρίου της «ελάχιστης σημαντικής διαφοράς», που αναλύθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ποικιλίες M 02205 και KW 043 είναι, κατά την άποψή του, αδιαμφισβήτητα διακριτές, βάσει των αποτελεσμάτων των συγκριτικών δοκιμών καλλιέργειας του 2003 και του 2004, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του χαρακτηριστικού «χρώμα του ελάσματος φύλλου».

83

Στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι η νομιμότητα προσβαλλόμενης πράξης μπορεί να κριθεί μόνο με γνώμονα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να δεχθεί τη σχετική πρόταση του ΚΓΦΠ και να αντικαταστήσει, κατ’ ουσίαν, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2013, North Drilling κατά Συμβουλίου, T‑552/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:590, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά αφορούν την εξουσία μεταρρύθμισης την οποία έχει το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι η άσκηση της εξουσίας μεταρρύθμισης πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, είναι σε θέση να κρίνει, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου και των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, ποια απόφαση έπρεπε να είχε λάβει το τελευταίο [βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Schräder κατά ΚΓΦΠ – Hansson (LEMON SYMPHONY), T‑133/08, T‑134/08, T‑177/08 και T‑242/09, EU:T:2012:430, σκέψη 250 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Δεδομένου όμως ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών ουδεμία εκτίμηση διατύπωσε επί της μεθόδου υπολογισμού βάσει του κριτηρίου «ελάχιστης σημαντικής διαφοράς», ούτε επί των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας του 2003 και του 2004, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τα επιχειρήματα αυτά στο πλαίσιο της εξουσίας μεταρρύθμισης την οποία διαθέτει.

84

Εξάλλου, όσον αφορά το χαρακτηριστικό «χρώμα του ελάσματος φύλλου», επισημαίνεται ότι το επιχείρημα του ΚΓΦΠ αντιφάσκει προς την –προαναφερθείσα στη σκέψη 8 ανωτέρω– εκτίμηση την οποία είχε διατυπώσει το ίδιο, ότι δηλαδή το χαρακτηριστικό «χρώμα του ελάσματος φύλλου» δεν ήταν κρίσιμο στο πλαίσιο της διαπίστωσης του διακριτού, ή μη, χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά του ΚΓΦΠ είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα.

85

Δεύτερον, η απαίτηση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 63 ανωτέρω δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το επιχείρημα του ΚΓΦΠ ότι, χάριν «συνέπειας», οι βαθμοί έκφρασης των ποικιλιών αναφοράς οι οποίοι εμφανίζονταν στους συγκριτικούς πίνακες έπρεπε να αντιγραφούν από την επίσημη περιγραφή των αντίστοιχων ποικιλιών.

86

Συνεπώς, η πρώτη και η τρίτη αιτίαση που προβάλλονται προς στήριξη του τρίτου λόγου ακύρωσης είναι βάσιμες. Κατόπιν τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται το Γενικό Δικαστήριο να λάβει θέση επί των υπόλοιπων αιτιάσεων και λόγων που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου αιτήματός της.

Επί του δεύτερου αιτήματος της προσφεύγουσας, με το οποίο ζητείται η μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης

87

Στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματός της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών και να ανακαλέσει το υπ’ αριθ. UE 15118 ΚΔΦΠ.

88

Το ΚΓΦΠ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει, στην προκειμένη περίπτωση, την ευχέρεια να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, το ΚΓΦΠ αμφισβητεί ακόμη και κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λάβει θέση επί του δεύτερου αιτήματος της προσφεύγουσας. Κατά την άποψή του, το αίτημα της προσφεύγουσας περί μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, στον βαθμό που η εκτίμηση του διακριτού χαρακτήρα μιας φυτικής ποικιλίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού 2100/94 χαρακτηρίζεται από τέτοια τεχνική και επιστημονική πολυπλοκότητα, ώστε να δικαιολογείται περιορισμός της έκτασης του δικαστικού ελέγχου.

89

Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας από το γράμμα του άρθρου 73, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, το Γενικό Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

90

Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι η εξουσία μεταρρύθμισης που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να αντικαταστήσει, με τη δική του κρίση, την κρίση του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ, ούτε, περαιτέρω, να αποφανθεί επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη λάβει θέση το εν λόγω τμήμα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO, C‑226/15 P, EU:C:2016:582, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91

Επομένως, η άσκηση της εξουσίας μεταρρύθμισης πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, είναι σε θέση να κρίνει, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου και των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, ποια απόφαση έπρεπε να είχε λάβει το τελευταίο (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, LEMON SYMPHONY, T‑133/08, T‑134/08, T‑177/08 και T‑242/09, EU:T:2012:430, σκέψη 250 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε θέση απλώς και μόνον επί του ζητήματος αν όντως πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2004 οι συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας. Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι ο διακριτός χαρακτήρας της ποικιλίας M 02205 είχε διαπιστωθεί βάσει δεδομένων τα οποία αφορούσαν την ποικιλία KW 043 και είχαν αντληθεί από την επίσημη περιγραφή της, χωρίς να στηρίζονται σε αποτελέσματα που προέκυψαν από τις συγκριτικές δοκιμές καλλιέργειας του 2003 και του 2004.

93

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να προβεί το ίδιο σε μια τέτοια εκτίμηση. Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο τμήμα προσφυγών, ώστε αυτό να αποφανθεί, υπό το πρίσμα του προεκτεθέντος σκεπτικού, επί της προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης του ΚΓΦΠ επί της αίτησης ανάκλησης. Άρα είναι απορριπτέο το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας περί μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης.

94

Κατόπιν τούτου, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού τόσο των παραρτημάτων 15 έως 18, που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, όσο και των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

95

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

96

Εν προκειμένω, το ΚΓΦΠ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων τους. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί μόνον το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα, πρέπει, αφενός, το τελευταίο να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα και, αφετέρου, η παρεμβαίνουσα να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 26ης Νοεμβρίου 2014 (υπόθεση A 010/2013).

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

ΤΟ ΚΓΦΠ φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Aurora Srl.

 

4)

Η SESVanderhave NVφέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Γρατσίας

Dittrich

Xuereb

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Νοεμβρίου 2017.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.