T‑77/1562015TJ0077EU:T:2016:22600011188T

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 20ής Απριλίου 2016 ( *1 )

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας — Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης SkyTec — Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα SKY — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής — Άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T-77/15,

Tronios Group International BV, με έδρα την Breda (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους R. van Leeuwen και H. Klingenberg, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την S. Crabbe και τον A. Folliard‑Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Sky plc, με έδρα το Isleworth (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Barry, solicitor, και εν συνέχεια από τους M. Schut και A. Meijboom, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 28ης Νοεμβρίου 2014 (υπόθεση R 1681/2013-4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της British Sky Broadcasting Group plc και της Tronios Group International BV,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2015,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2015, με την οποία δεν επετράπη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση ( 1 )

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 18 Νοεμβρίου 1999, η προσφεύγουσα, Tronios Group International BV, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης SkyTec (στο εξής: αμφισβητούμενο σήμα).

3

Στις 2 Μαΐου 2001, το σημείο SkyTec καταχωρίσθηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αριθ. 001386812).

4

Τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε το αμφισβητούμενο σήμα υπάγονται στις κλάσεις 9 και 11 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, όσον αφορά την κλάση 9, στην ακόλουθη περιγραφή: «Συσκευές για τη λήψη, την εγγραφή, τη μετάδοση, την επεξεργασία και την αναπαραγωγή των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών σημάτων, καθώς και μικρόφωνα και ασύρματα συστήματα· συσκευές αναπαραγωγής δίσκων, σύμπυκνων δίσκων (CD) και ψηφιακών βιντεοδίσκων (DVD)· συσκευές εγγραφών για σύμπυκνους δίσκους και ψηφιακούς βιντεοδίσκους· καλώδια, καλώδια συνδέσεως και βύσματα· συσκευές για την επεξεργασία ψηφιακού και αναλογικού ήχου, ενισχυτές ήχου χαμηλής και υψηλής ισχύος· μεγάφωνα, ηχεία και εξαρτήματα».

5

Η καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος ανανεώθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2009 και το ανανεωμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2009/047, της 25ης Νοεμβρίου 2009.

6

Στις 23 Μαρτίου 2007, η British Sky Broadcasting Group plc (στο εξής: BSkyB), η προκάτοχος της παρεμβαίνουσας, ήτοι της Sky plc, κατέθεσε, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94, αίτηση να κηρυχθεί ο δικαιούχος του αμφισβητούμενου σήματος έκπτωτος των δικαιωμάτων του. Στις 2 Απριλίου 2007, η προσφεύγουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία της χρήσεως του αμφισβητούμενου σήματος. Με την από 11 Ιουλίου 2008 απόφαση, το τμήμα ακυρώσεων έκρινε ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του αμφισβητούμενου σήματος και απέρριψε την αίτηση κηρύξεως εκπτώσεως. Η απόφαση αυτή κατέστη απρόσβλητη.

7

Στις 21 Μαρτίου 2012, η BSkyB κατέθεσε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του ως άνω κανονισμού, καθώς και δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, καθόσον το ως άνω σήμα είχε καταχωρισθεί για τα υπαγόμενα στην κλάση 9 προϊόντα, όπως αναφέρονται στην σκέψη 4 ανωτέρω.

8

Προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως ακυρότητας η BSkyB επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης SKY, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 και ανανεώθηκε έως την 1η Απριλίου 2016, με τον αριθμό 126425, καθώς και το προγενέστερο βρετανικό λεκτικό σήμα SKY, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 18 Απριλίου 1995 και ανανεώθηκε έως τις 7 Νοεμβρίου 2015, με τον αριθμό 2044507B. Τα σήματα αυτά καταχωρίσθηκαν για προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 9, 38 και 41.

9

Τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στην κλάση 9, όπως προσδιορίζονται από το προγενέστερο βρετανικό σήμα, αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Συσκευές και όργανα για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, για την εγγραφή ήχου, για την αναπαραγωγή ήχου, για τις τηλεπικοινωνίες, για τη σηματοδότηση, για τον έλεγχο (επιτήρηση), τον οπτικό έλεγχο (πλην των ιατρικών) και τη διδασκαλία· εγγεγραμμένα προγράμματα για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο· ηλεκτρονικοί υπολογιστές· προγράμματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές· μαγνητικές ταινίες, δίσκοι και καλώδια· κασέτες και φυσίγγια για χρήση από κοινού με τις προαναφερθείσες ταινίες· κωδικοποιημένες κάρτες· κενές και προεγγεγραμμένες κασέτες, ταινίες και φυσίγγια ήχου και βίντεο· σύμπυκνοι δίσκοι· δίσκοι φωνογράφου· κεραίες ραδιοφωνικού σήματος· δίσκοι αναγνώσιμοι με λέιζερ για την εγγραφή ήχου ή εικόνας· συσκευές για την αποκωδικοποίηση κωδικοποιημένων σημάτων· βιντεοπροβολείς, οθόνες βίντεο· γυαλιά ηλίου· διαδραστικά ηλεκτρονικά παιχνίδια και παιχνίδια για ηλεκτρονικούς υπολογιστές· μέρη και εξαρτήματα όλων των προαναφερθέντων προϊόντων· όλα περιλαμβανόμενα στην κλάση 9».

10

Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων έκανε δεκτή την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος, βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, και κήρυξε μερικώς άκυρο το αμφισβητούμενο σήμα, καθόσον αυτό είχε καταχωρισθεί για τα οικεία προϊόντα της κλάσης 9.

11

Στις 27 Αυγούστου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

12

Με την από 28 Νοεμβρίου 2014 απόφαση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και απέρριψε την προσφυγή.

13

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ένσταση περί απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, που η προσφεύγουσα είχε προβάλει προς αντίκρουση της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας. Κατά το τμήμα προσφυγών, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι, κατά τον χρόνο καταθέσεως της ως άνω αιτήσεως, ήτοι στις 21 Μαρτίου 2012, η BSkyB γνώριζε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος για περισσότερο από πέντε έτη, καθόσον τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία της χρήσεως αυτής είχαν προσκομιστεί από την προσφεύγουσα στις 2 Απριλίου 2007, στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως (σημεία 15 έως 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και του προγενέστερου βρετανικού σήματος (στο εξής: αντιπαρατιθέμενα σήματα), όσον αφορά τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στην κλάση 9, κατά την έννοια του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, χωρίς να προβεί στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρότητας και των λοιπών προγενέστερων δικαιωμάτων στα οποία βασιζόταν η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας (σημεία 26 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

Αιτήματα των διαδίκων

14

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει το αίτημα περί κηρύξεως ακυρότητας·

να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα ενώπιον του EUIPO.

15

Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

«να κρίνει αβάσιμη στο σύνολό της την προσφυγή ακυρώσεως»·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να «διατηρήσει σε ισχύ την προσβαλλόμενη απόφαση».

Σκεπτικό

17

Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο λόγους, ήτοι, αφενός, παράβαση του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και, αφετέρου, πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009

18

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, κατά την οποία, πριν την 21η Μαρτίου 2007, η BSkyB δεν γνώριζε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, και έλαβε γνώση αυτής μόνον από τις 2 Απριλίου 2007.

19

Η προσφεύγουσα τονίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, έως τον χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, είχε ήδη γίνει συστηματικώς ουσιαστική χρήση του αμφισβητούμενου σήματος στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1998, και, επομένως, αυτό συνυπήρξε προς τα προγενέστερα σήματα της BSkyB για δεκατέσσερα περίπου χρόνια. Κατά την προσφεύγουσα, το χρονικό αυτό διάστημα μειώνεται στα ένδεκα περίπου χρόνια αν ληφθεί υπόψη η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως του σήματος ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 2 Μαΐου 2001, και της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, στις 21 Μαρτίου 2012, με την οποία προβλήθηκε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα, η BSkyB δεν έκρινε ότι ο κίνδυνος αυτός συνιστούσε επαρκή λόγο για να προσφύγει στη δικαιοσύνη στο παρελθόν, ούτε εκτίμησε ότι συνιστούσε επαρκή λόγο για να καταθέσει αίτηση κηρύξεως ακυρότητας κατά του αμφισβητούμενου σήματος είτε κατόπιν της αιτήσεως κηρύξεως εκπτώσεως της 23ης Μαρτίου 2007 είτε μετά τις 2 Απριλίου 2007, ήτοι αφού η προσφεύγουσα είχε αποδείξει την χρήση του σήματος και αφού η BSkyB είχε, εν πάση περιπτώσει, λάβει γνώση της ως άνω χρήσεως. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την προσφεύγουσα, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, καίτοι στην ίδια καταρχήν απόκειται να αποδείξει ότι η BSkyB γνώριζε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος, της είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να προβεί σε τέτοια απόδειξη, καθόσον πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στην ενδιάθετη σφαίρα της BSkyB. Κατά την προσφεύγουσα, η απόδειξη ή το τεκμήριο τέτοιας γνώσεως μπορούν επίσης να βασίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία, όπως την ύπαρξη επιχειρηματικής σχέσεως ή έντονου ανταγωνισμού που αποδεικνύονται, λόγου χάρη, από την παράλληλη παρουσίαση προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από τα αντιτιθέμενα σήματα επ’ αφορμή της ίδιας εμπορικής εκθέσεως. Πράγματι, από πλείστα όσα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, τα οποία εν μέρει προβλήθηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του EUIPO, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η BSkyB όφειλε να γνωρίζει το αμφισβητούμενο σήμα.

[παραλειπόμενα]

27

Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητούν την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι είναι απαράδεκτα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η προσφεύγουσα προσκομίζει για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

28

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές ότι, κατόπιν της καταθέσεως από την BSkyB αιτήσεως κηρύξεως εκπτώσεως αναφορικά με το αμφισβητούμενο σήμα, στις 23 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα προσκόμισε τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία της χρήσεως του ως άνω σήματος στις 2 Απριλίου 2007. Επιπροσθέτως, η BSkyB κατέθεσε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στις 21 Μαρτίου 2012, ήτοι εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των πέντε ετών από την πρώτη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων της χρήσεως.

29

Εντούτοις, οι διάδικοι διαφωνούν επί του ζητήματος εάν θα έπρεπε να αντιταχθεί στην BSkyB η παρέλευση της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, λόγω του ότι η τελευταία γνώριζε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος τουλάχιστον πριν από τις 21 Μαρτίου 2007.

30

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τέσσερις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής σε περίπτωση χρήσεως μεταγενέστερου σήματος πανομοιότυπου με προγενέστερο ή παρεμφερές σήμα σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση. Πρώτον, το μεταγενέστερο σήμα πρέπει να έχει καταχωρισθεί, δεύτερον, η κατάθεση μεταγενέστερου σήματος πρέπει να γίνεται καλόπιστα από τον δικαιούχο του, τρίτον, το σήμα πρέπει να χρησιμοποιείται εντός του κράτους μέλους στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο σήμα και, τέλος, τέταρτον, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος πρέπει να γνωρίζει τη χρήση του σήματος αυτού μετά την καταχώρισή του [αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Basile και I Marchi Italiani κατά ΓΕΕΑ – Osra (B. Antonio Basile 1952), T‑134/09, EU:T:2012:328, σκέψη 30, και της 23ης Οκτωβρίου 2013, SFC –Jardibric κατά ΓΕΕΑ – Aqua Center Europa (AQUA FLOW), T-417/12, EU:T:2013:550, σκέψη 19· Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C-482/09, Συλλογή, EU:C:2011:605, σκέψεις 54 και 56 έως 58].

31

Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι σκοπός του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 είναι η επιβολή κυρώσεως στους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων, οι οποίοι γνώριζαν αλλά ανέχθηκαν τη χρήση μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί πέντε συνεχή έτη, με την απώλεια της δυνατότητάς τους να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας ή να αντιταχθούν στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος. Έτσι, η διάταξη αυτή σκοπεί στην εξισορρόπηση του συμφέροντος του δικαιούχου του σήματος να διασφαλίσει τη βασική λειτουργία του σήματος και του συμφέροντος άλλων επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Ο σκοπός αυτός επάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί αυτή η βασική λειτουργία, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος πρέπει να είναι σε θέση να αντιταχθεί στη χρήση μεταγενέστερου σήματος πανομοιότυπου ή παρεμφερούς προς το δικό του. Πράγματι, μόνον από τη χρονική στιγμή που ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος γνωρίζει τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τη δυνατότητα να μην την ανεχθεί και, συνεπώς, να αντιταχθεί σε αυτή ή να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος, τότε, δε, αρχίζει να τρέχει και η προθεσμία απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση B. Antonio Basile 1952, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2012:328, σκέψεις 32 και 33, και απόφαση AQUA FLOW, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2013:550, σκέψεις 20 και 21· βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Budějovický Budvar, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:C:2011:605, σκέψεις 46 έως 48).

32

Επομένως, από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για την έναρξη της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής είναι το χρονικό σημείο γνώσεως της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση B. Antonio Basile 1952, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2012:328, σκέψη 33).

33

Ομοίως, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ερμηνεία αυτή επιτάσσει ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής γνώσεως της χρήσεως του εν λόγω σήματος από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος, ελλείψει της οποίας ο τελευταίος δεν θα ήταν σε θέση να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος. Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζει συναφώς το EUIPO, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αντίστοιχος κανόνας απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2008, L 299, σ. 25), σχετικά με τον οποίον η αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/95) αναφέρει ότι ο ως άνω λόγος απώλειας δικαιώματος εφαρμόζεται εφόσον ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος «εν γνώσει του ανέχθηκε τη χρήση αυτή για μεγάλο διάστημα», φράση που σημαίνει «εκούσια» ή «έχοντας επίγνωση» (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Budějovický Budvar, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:C:2011:605, σκέψεις 46 και 47, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Budějovický Budvar, C-482/09, Συλλογή, EU:C:2011:46, σημείο 82). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή εφαρμόζεται mutatis mutandis στο άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, του οποίου το γράμμα αντιστοιχεί στο γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, των οδηγιών 89/104 και 2008/95.

34

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ότι αρκεί να αποδειχθεί η δυνητική γνώση από μέρους της BSkyB της χρήσεως του αμφισβητούμενου σήματος ή να προκύψουν συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες τεκμαίρεται η ύπαρξη τέτοιας γνώσεως.

35

Εντούτοις, πρέπει να εξετασθεί εάν η προσφεύγουσα απέδειξε εν πάση περιπτώσει ότι, το αργότερο στις 21 Μαρτίου 2007, η BSkyB είχε όντως λάβει γνώση της χρήσεως του αμφισβητούμενου σήματος.

36

Προκαταρκτικώς, όπως ορθώς ζητεί η παρεμβαίνουσα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα τα παραρτήματα της προσφυγής τα οποία η προσφεύγουσα προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, από το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO ελέγχοντας την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από αυτά υπό το πρίσμα, ιδίως, των στοιχείων που προσκομίστηκαν στα ως άνω τμήματα. Επομένως, πραγματικά περιστατικά τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ενώπιον των οργάνων του EUIPO δεν μπορούν πλέον να τα επικαλεστούν στο στάδιο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, εκτός εάν πρόκειται για πραγματικά περιστατικά τα οποία θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τα όργανα του EUIPO, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2011, LG Electronics κατά ΓΕΕΑ, C-88/11 P, EU:C:2011:727, σκέψεις 23 έως 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 19, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Wilo κατά ΓΕΕΑ (Pioneering for You), T-601/13, EU:T:2014:1067, σκέψη 12]. Στην προκειμένη περίπτωση, τα νέα πραγματικά στοιχεία και τα νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται στοιχεία για τις πωλήσεις και κατάλογοι, εμπίπτουν στη δική της σφαίρα ευθύνης, η δε προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί αυτεπαγγέλτως. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να θίξουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει να απορριφθούν χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί η αποδεικτική τους ισχύς.

37

Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση από το τμήμα προσφυγών των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO (σημεία 21 και 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν αποτελεί προϊόν πλάνης, δεδομένου ότι στην προσφεύγουσα απόκειτο να αποδείξει την πραγματική γνώση της χρήσεως του αμφισβητούμενου σήματος από την BSkyB, και όχι απλώς τη γνώση της καταχωρίσεως του ως άνω σήματος (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). Εντούτοις, με τα επιχειρήματά της, η προσφεύγουσα επιχειρεί να συναγάγει την πραγματική γνώση, από την BSkyB, τέτοιας χρήσεως αποκλειστικώς από την αποδεδειγμένη γνώση της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος και μόνον ή από ορισμένες ενδείξεις από τις οποίες, κατά την προσφεύγουσα, δύναται να τεκμαρθεί η ύπαρξη γνώσεως της χρήσεως, μεταξύ των οποίων η προληπτική στρατηγική που έχει αναπτύξει η BSkyB προκειμένου να προστατεύσει τα σήματά της έναντι πανομοιότυπων ή παρεμφερών σημάτων τα οποία περιλαμβάνουν το στοιχείο «sky».

[παραλειπόμενα]

44

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών βασίμως έκρινε, στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO ήταν μεν πρόσφορα να αποδείξουν ορισμένη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος, ωστόσο ήταν ανεπαρκή για να αποδείξουν την πραγματική γνώση της ως άνω χρήσεως από την BSkyB πριν τις 21 Μαρτίου 2007.

[παραλειπόμενα]

47

Επομένως, ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού

[παραλειπόμενα]

62

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί επίσης ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

63

Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του κυρίου αιτήματος του EUIPO, με το οποίο κατ’ ουσίαν ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να επικυρώσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σημείο 63 του υπομνήματος αντικρούσεως), καθώς και του κυρίου αιτήματος της παρεμβαίνουσας, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

65

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του EUIPO.

66

Δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα παρέλειψε να διατυπώσει αντίστοιχο αίτημα, κρίνεται ότι πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η Tronios Group International BV φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

 

3)

Η Sky plc φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Απριλίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.