ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2016 ( *1 )

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης BRAUWELT — Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου — Περιγραφικός χαρακτήρας — Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 — Δικαίωμα ακροάσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑56/15,

Raimund Schmitt Verpachtungsgesellschaft mbH & Co. KG, με έδρα τη Νυρεμβέργη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Höfler, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον A. Schifko,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Δεκεμβρίου 2014 (υπόθεση R 1121/2014‑4), σχετικά με την καταχώριση του λεκτικού σημείου BRAUWELT ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2015,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 2 Αυγούστου 2013, η προσφεύγουσα, Raimund Schmitt Verpachtungsgesellschaft mbH & Co. KG, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

2

Το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο BRAUWELT.

3

Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 9, 16, 32, 35, 38, 41, 42 και 43 κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

κλάση 9: «Προγράμματα πληροφορικής και λογισμικά, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων εφαρμογής (εφαρμογές, μεταφορτώσιμες)· υποθέματα δεδομένων (εγγεγραμμένα ή μη)»·

κλάση 16: «Φυλλάδια· περιοδικά· κατάλογοι· βιβλία, επίσης υπό τη μορφή συλλογής κινητών φύλλων»·

κλάση 32: «Mπύρα· εκχυλίσματα λυκίσκου για την παραγωγή μπύρας»·

κλάση 35: «Οργάνωση εμπορικών και άλλων εκθέσεων στον τομέα της ζυθοποιίας, των ποτών και των τροφίμων για οικονομικούς και διαφημιστικούς σκοπούς· υπηρεσίες τεκμηριώσεως για οικονομική χρήση· μάρκετινγκ διευθύνσεων· συλλογή και παροχή πληροφοριών στο διαδίκτυο, ήτοι πληροφοριών μάρκετινγκ και διανομής, οργάνωση και διεξαγωγή εμπορικών εκθέσεων, και σε ηλεκτρονική μορφή»·

κλάση 38: «Παροχή προσβάσεως σε πληροφορίες στο διαδίκτυο, παροχή προσβάσεως σε προγράμματα πληροφορικής και εφαρμογές (λογισμικά εφαρμογών) στο διαδίκτυο· διάθεση διαδικτυακών πυλών για λογαριασμό τρίτων· παροχή προσβάσεως σε πληροφορίες στο διαδίκτυο· συγκέντρωση, παροχή και μετάδοση μηνυμάτων στο διαδίκτυο· παροχή προσβάσεως σε βάσεις δεδομένων· παροχή προσβάσεως σε λογισμικά, δεδομένα, εικόνες, αρχεία ήχου ή/και βίντεο στο διαδίκτυο· υπηρεσία ηλεκτρονικού πίνακα ανακοινώσεων»·

κλάση 41: «Οργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων και εργαστηρίων, και σε ηλεκτρονική μορφή· αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες· οργάνωση και διεξαγωγή μουσικών, πολιτιστικών και τουριστικών εκδηλώσεων και άλλων εκδηλώσεων αναψυχής· πληροφορίες σχετικά με ψυχαγωγικές εκδηλώσεις και εκδηλώσεις αναψυχής· επιμόρφωση· ψυχαγωγία· εκδοτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών δημοσιεύσεων ηλεκτρονικών βιβλίων και περιοδικών, καθώς και συγγραφή και επιμέλεια κειμένων· διαδικτυακές προτάσεις, ειδικότερα πληροφορίες στους τομείς των τροφίμων και ποτών (διατροφική εκπαίδευση)»·

κλάση 42: «Σχεδιασμός και ανάπτυξη λογισμικού, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων εφαρμογής· διάθεση πλατφορμών στο διαδίκτυο· διάθεση πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου στο διαδίκτυο»·

κλάση 43: «Υπηρεσίες εστιάσεως».

4

Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2014, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως σήματος για το σύνολο των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, με την αιτιολογία ότι το σήμα αυτό ήταν περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, και εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

5

Στις 24 Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

6

Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Πρώτον, το ως άνω τμήμα έκρινε ότι, δεδομένου ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείτο από γερμανικές λέξεις, το ενδιαφερόμενο κοινό συνίστατο σε Γερμανούς και Αυστριακούς τελικούς καταναλωτές και επαγγελματίες. Δεύτερον, το ως άνω τμήμα διαπίστωσε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σήμαινε «κόσμος του ζυθοποιείου» ή «κόσμος της ζυθοποιίας» και περιέγραφε, για τον γερμανόφωνο καταναλωτή, ένα σημείο πωλήσεων ή μια τεράστια προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών σχετικά με τη δραστηριότητα της ζυθοποιίας. Τρίτον, το ως άνω τμήμα έκρινε ότι, ανάλογα με τα καλυπτόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δήλωνε το αντικείμενό τους ή τον θεματικό τους προσανατολισμό, το σημείο πωλήσεώς τους ή παροχής τους. Έκρινε ότι το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορούσε να αποτελεί μέρος μιας τεράστιας προσφοράς πληροφοριών και υπηρεσιών σχετικά με τα ζυθοποιεία ή τη ζυθοποιία. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό του είδους ή του αντικειμένου των καλυπτόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, καθόσον το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό, εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Πέμπτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα ήταν ανεπαρκή για να αποδείξουν τον αποκτηθέντα διά της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

Αιτήματα των διαδίκων

7

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενο την καταχώριση του σήματος για το σύνολο των καλυπτόμενων προϊόντων και υπηρεσιών·

επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενο την καταχώριση του σήματος για τα προϊόντα «εξειδικευμένα περιοδικά στον τομέα της ζυθοποιίας»·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

8

Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού του δευτέρου και του τρίτου αιτήματος

9

Το EUIPO υποστηρίζει ότι το δεύτερο και το τρίτο αίτημα της προσφυγής είναι απαράδεκτα, καθόσον με αυτά ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να του απευθύνει διαταγή.

10

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα του EUIPO εξηγώντας, αφενός, ότι το δεύτερο αίτημα συνιστά παραδεκτό αίτημα μεταρρυθμίσεως και, αφετέρου, ότι το τρίτο αίτημα αποτελεί υπό αίρεση περιορισμό του καταλόγου των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

11

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ερείδεται σε υπό αίρεση περιορισμό του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το τρίτο αίτημα αποτελεί, όπως ακριβώς και το δεύτερο, αίτημα μεταρρυθμίσεως το οποίο αποσκοπεί στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου καταχώριση του εν λόγω σήματος.

12

Συναφώς, αληθεύει, βεβαίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών. Η εν λόγω εξουσία μεταρρυθμίσεως έχει ως σκοπό να εκδώσει το Γενικό Δικαστήριο την απόφαση την οποία θα έπρεπε να έχει λάβει το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009, τούτο δε συνεπάγεται ότι το παραδεκτό αιτήματος μεταρρυθμίσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στο ως άνω τμήμα προσφυγών [διάταξη της 30ής Ιουνίου 2009, Securvita κατά ΓΕΕΑ (Natur-Aktien-Index), T‑285/08, EU:T:2009:230, σκέψεις 14 και 15].

13

Ωστόσο, μολονότι η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί συνέπεια της διαπιστώσεως ότι συντρέχει το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 45 του κανονισμού 207/2009, τα τμήματα του EUIPO που είναι αρμόδια για την καταχώριση σημάτων της Ένωσης δεν εκδίδουν, συναφώς, τυπική απόφαση που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών, το οποίο δύναται, δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο ως άνω τμήμα για να προβεί στα δέοντα, δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί αιτήματος με σκοπό την καταχώριση σήματος της Ένωσης. Κατά συνέπεια, δεν απόκειται κατά μείζονα λόγο στο Γενικό Δικαστήριο να επιληφθεί αιτήματος μεταρρυθμίσεως το οποίο αποσκοπεί στην τροποποίηση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών προς την κατεύθυνση αυτή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 30ής Ιουνίου 2009, Natur-Aktien-Index, T‑285/08, EU:T:2009:230, σκέψεις 16 έως 23).

14

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο και το τρίτο αίτημα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

2. Όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

15

Το EUIPO αμφισβητεί το παραδεκτό των παραρτημάτων K.24 έως K.30 και K.33 της προσφυγής, για τον λόγο ότι προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να έχουν συμπεριληφθεί στον φάκελο ενώπιον του EUIPO.

16

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO υπό την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Επομένως, πρέπει να μη ληφθούν υπόψη τα παραρτήματα K.24 έως K.30 και K.33 της προσφυγής, παρέλκει δε η εξέταση της αποδεικτικής τους ισχύος [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

3. Επί της ουσίας

17

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ως άνω κανονισμού, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, και τρίτον, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ως άνω κανονισμού.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ίδιου κανονισμού

18

Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, ότι κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα περί περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτό αφορά και ότι προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως.

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

19

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον δεν εξέτασε εάν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό για κάθε προϊόν και για κάθε υπηρεσία που προσδιορίζεται στην αίτηση καταχωρίσεως και καθόσον αναφέρθηκε εν γένει στο σύνολο των προϊόντων που αφορά κάθε μία κλάση.

20

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

21

Κατά τη νομολογία, οσάκις η καταχώριση σήματος ζητείται για διάφορα προϊόντα ή υπηρεσίες, το τμήμα προσφυγών πρέπει να διακριβώσει in concreto ότι στην περίπτωση του σήματος αυτού δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους απαραδέκτου οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά καθένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες αυτές και μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα ανάλογα με το υπό κρίση προϊόν ή την υπό κρίση υπηρεσία. Συνεπώς, οσάκις το τμήμα προσφυγών απορρίπτει αίτηση καταχωρίσεως σήματος, υποχρεούται να παραθέτει στην απόφασή του την κρίση του για καθένα από τα προϊόντα και για καθεμία από τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως, ανεξαρτήτως της διατυπώσεως της οικείας αιτήσεως [βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Zuffa κατά ΓΕΕΑ (ULTIMATE FIGHTING CHAMPIONSHIP), T‑118/06, EU:T:2009:100, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

22

Εντούτοις, οσάκις γίνεται επίκληση του ίδιου λόγου απαραδέκτου για κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών, το τμήμα προσφυγών μπορεί να περιοριστεί στην παράθεση συνολικής αιτιολογίας για όλα τα οικεία προϊόντα ή τις οικείες υπηρεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των πραγματικών εκτιμήσεων και νομικών εκτιμήσεων που αποτελούν το σκεπτικό της επίμαχης αποφάσεως, αφενός, καθιστά επαρκώς σαφή τη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών για καθένα από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της κατηγορίας αυτής και, αφετέρου, αφορά αδιακρίτως καθένα από τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες. Το γεγονός και μόνον ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες υπάγονται στην ίδια κλάση κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας δεν αρκεί προς τούτο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, ULTIMATE FIGHTING CHAMPIONSHIP, T‑118/06, EU:T:2009:100, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Πράγματι, στο σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε στα «προγράμματα πληροφορικής», τα οποία περιλαμβάνουν το «λογισμικό», και στα «υποθέματα δεδομένων», τα οποία υπάγονται στην κλάση 9, καθώς και στα «φυλλάδια», τα «περιοδικά», τους «καταλόγους» και τα «βιβλία», τα οποία υπάγονται στην κλάση 16. Στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εξέταση επικεντρώθηκε στην «μπύρα» και στα «εκχυλίσματα λυκίσκου», τα οποία υπάγονται στην κλάση 32, καθώς και στις «υπηρεσίες εστιάσεως», οι οποίες υπάγονται στην κλάση 43. Στο σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ομαδοποίησε τις υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στην κλάση 35 σε δύο υποκατηγορίες αφορώσες, η μεν πρώτη, τον τομέα του μάρκετινγκ, η δε δεύτερη, την οργάνωση εκθέσεων. Στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογία σχετικά με τις υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 38 και 42 συναρμόζεται γύρω από τρεις υποκατηγορίες αφορώσες, καταρχάς, τη διάθεση διαδικτυακών πυλών, εν συνεχεία, την παροχή προσβάσεως σε πληροφορίες, σε προγράμματα πληροφορικής, σε βάσεις δεδομένων και, τέλος, τις αντίστοιχες υπηρεσίες προγραμματισμού. Τέλος, στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διέκρινε τέσσερις υποκατηγορίες μεταξύ των υπηρεσιών που υπάγονται στην κλάση 41, και οι οποίες αφορούν τη βασική εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση, τις αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, την ψυχαγωγία και τις εκδοτικές υπηρεσίες.

24

Εξετάζοντας τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ανά κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, τον πρόσφορο χαρακτήρα των οποίων δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω.

25

Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

Επί του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα καλυπτόμενα προϊόντα και υπηρεσίες

26

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε εσφαλμένα ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό των καλυπτόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

27

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

28

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών.

29

Κατά τη νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν επιτρέπεται να επιφυλάσσονται υπέρ μιας μόνον επιχειρήσεως τα σημεία ή οι ενδείξεις που αφορά το άρθρο αυτό λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σημάτων. Επομένως, η διάταξη αυτή επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος επιβάλλει τέτοια σημεία ή ενδείξεις να είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 31).

30

Επιπροσθέτως, σημεία ή ενδείξεις τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, για να δηλώσουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προϊόντος ή της υπηρεσίας για τα οποία ζητείται η καταχώριση αποτελούν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σημεία θεωρούμενα μη ικανά να εκπληρώσουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, ήτοι τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, ώστε να καταστεί έτσι δυνατόν για τον καταναλωτή ο οποίος αποκτά το προϊόν ή είναι αποδέκτης της υπηρεσίας που προσδιορίζεται από το σήμα να προβεί στο μέλλον στην ίδια επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί θετική, ή να προβεί σε άλλη επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί αρνητική (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 30).

31

Τα σημεία και οι ενδείξεις τα οποία αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι μόνον εκείνα τα οποία δύνανται να χρησιμεύσουν, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεως από την άποψη του ενδιαφερόμενου κοινού, για να προσδιορίσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού τους, τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, C‑383/99 P, EU:C:2001:461, σκέψη 39).

32

Ως εκ τούτου, για να εμπίπτει ένα σημείο στην απαγόρευση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να παρουσιάζει αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες, βάσει της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό δύναται να αντιληφθεί άμεσα και χωρίς περαιτέρω σκέψη την περιγραφή των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή ένα χαρακτηριστικό τους [απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, Europig κατά ΓΕΕΑ (EUROPIG), T‑207/06, EU:T:2007:179, σκέψη 27].

33

Εξάλλου, για να θεωρηθεί περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σήμα το οποίο συνίσταται σε νεολογισμό ή λέξη προκύπτουσα από συνδυασμό στοιχείων, δεν αρκεί η διαπίστωση του ενδεχόμενου περιγραφικού χαρακτήρα εκάστου των στοιχείων αυτών. Πρέπει επιπλέον να διαπιστώνεται ο περιγραφικός χαρακτήρας του ίδιου του νεολογισμού ή της λέξεως [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2005, Wieland-Werke κατά ΓΕΕΑ (SnTEM, SnPUR, SnMIX), T‑367/02 έως T‑369/02, EU:T:2005:3, σκέψη 31· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Koninklijke KPN Nederland, C‑363/99, EU:C:2004:86, σκέψη 96, και της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Campina Melkunie, C‑265/00, EU:C:2004:87, σκέψη 37].

34

Σήμα αποτελούμενο από νεολογισμό ή λέξη που συντίθεται από στοιχεία έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος είναι και το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, εκτός αν υφίσταται προφανής απόκλιση μεταξύ του νεολογισμού ή της λέξεως και του απλού αθροίσματος των συστατικών στοιχείων τους. Τούτο προϋποθέτει ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες, ο νεολογισμός ή η λέξη προκαλεί εντύπωση η οποία αφίσταται επαρκώς της προκαλούμενης από την απλή ένωση των ενδείξεων που παρέχουν τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν τον νεολογισμό ή τη λέξη, ώστε ο νεολογισμός ή η λέξη να κατισχύει του αθροίσματος των στοιχείων αυτών. Συναφώς, είναι επίσης σημαντική η ανάλυση του συγκεκριμένου όρου βάσει των κατάλληλων λεξιλογικών και γραμματικών κανόνων (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2005, SnTEM, SnPUR, SnMIX, T‑367/02 έως T‑369/02,EU:T:2005:3, σκέψη 32· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Koninklijke KPN Nederland, C‑363/99, EU:C:2004:86, σκέψη 104, και της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Campina Melkunie, C‑265/00, EU:C:2004:87, σκέψη 43).

35

Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών κατά τις οποίες, αφενός, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προορίζονται για τους τελικούς καταναλωτές καθώς και τους επαγγελματίες και, αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γερμανόφωνο κοινό της Γερμανίας και της Αυστρίας, καθόσον το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείτο από γερμανικούς όρους. Δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι εσφαλμένες, πρέπει να ληφθούν υπόψη.

36

Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη σημασία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και σχετικά με τον περιγραφικό του χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη τις προγενέστερες καταχωρίσεις του λεκτικού σημείου Brauwelt των οποίων η ίδια είναι δικαιούχος, καθώς και άλλων καταχωρίσεων και αποφάσεων που αφορούν πανομοιότυπα ή ανάλογα σημεία.

– Επί της σημασίας του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση

37

Πρώτον, όσον αφορά το στοιχείο «brau», η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα δέχθηκε ο εξεταστής στην απόφασή του, δεν μπορεί, βάσει του διαδικτυακού λεξικού Duden, να συναχθεί ότι το εν λόγω στοιχείο αποτελεί στοιχείο σχηματισμού λέξεων. Επιπλέον, το ως άνω στοιχείο δεν εμφανίζεται, καθεαυτό, σε άλλα εγχειρίδια. Επίσης, τα μόνα αποτελέσματα αναζητήσεων τα οποία προέκυψαν από γερμανόφωνες διαδικτυακές μηχανές αναζητήσεως αφορούν είτε τον όρο «bräu» είτε το επώνυμο της οικογένειας Brau είτε τη χρήση του στοιχείου «brau» ως σήματος ή ως εμπορικής επωνυμίας.

38

Εν πάση περιπτώσει, κατά την προσφεύγουσα, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το στοιχείο «brau» συνιστά πράγματι στοιχείο σχηματισμού λέξεων, αυτό και μόνο είναι ασθενές και στερείται συγκεκριμένης σημασίας, η δε ερμηνεία κατά την οποία αυτό αναφέρεται γενικώς στη δραστηριότητα της ζυθοποιίας είναι εξαιρετικώς αόριστη.

39

Συναφώς, στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι το στοιχείο «brau» συνιστούσε στοιχείο σχηματισμού λέξεων το οποίο, σε λεκτικούς συνδυασμούς, αναφερόταν στη δραστηριότητα της ζυθοποιίας. Προς στήριξη αυτής της διαπιστώσεως, το τμήμα προσφυγών παρέθεσε πλείστα όσα παραδείγματα σύνθετων λέξεων οι οποίες περιελάμβαναν το στοιχείο «brau», τα οποία άντλησε από τον κατάλογο των προϊόντων που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, από τα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει ενώπιόν του, καθώς και από το διαδικτυακό λεξικό Duden.

40

Τα παραδείγματα αυτά πράγματι δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι, οσάκις απαντά το στοιχείο «brau» σε σύνθετη λέξη, το ενδιαφερόμενο κοινό θα το αντιλαμβάνεται ως αναφορά στη δραστηριότητα της ζυθοποιίας, όπερ συνεπάγεται ότι η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών είναι ορθή.

41

Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Πράγματι, αφενός, καίτοι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το στοιχείο «brau» δεν εμφανίζεται καθεαυτό στα εγχειρίδια, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του εξεταστή, εντούτοις δεν αμφισβητεί την ύπαρξη και την ερμηνεία των σύνθετων λέξεων τις οποίες παραθέτει το τμήμα προσφυγών. Επιπροσθέτως, τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η ίδια σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διενεργήθηκαν με γερμανόφωνες διαδικτυακές μηχανές αναζητήσεως αφορούν τη χρήση μόνο του στοιχείου «brau», και όχι τη χρήση του σε σύνθετη λέξη, όπως ο επίμαχος εν προκειμένω όρος «brauwelt».

42

Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ερμηνεία του στοιχείου «brau» την οποία δέχθηκε το τμήμα προσφυγών έχει συγκεκριμένο σημασιολογικό περιεχόμενο, δεδομένου ότι η ζυθοποιία αποτελεί συγκεκριμένο τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας.

43

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη σημασία του στοιχείου «brau».

44

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το στοιχείο «welt» δεν είναι συνώνυμο του σημείου πωλήσεων. Επίσης, αντιθέτως προς όσα δέχθηκε ο εξεταστής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το στοιχείο «welt» δεν δηλώνει τόπο παραγωγής ζύθου, δεδομένου ότι το «Brauwelt» δεν αποτελεί τοπωνύμιο.

45

Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το λεκτικό στοιχείο «welt» σήμαινε, κατά κυριολεξία, σφαίρα ή κλειστό περιβάλλον, και ότι εχρησιμοποιείτο συχνά για να δηλώσει σημεία πωλήσεων με τεράστια ποικιλία ή προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών σε συγκεκριμένο τομέα, όπως ακριβώς και ο αντίστοιχος αγγλικός όρος «world».

46

Ωστόσο, αφενός, ενώ το τμήμα προσφυγών βασίστηκε, προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο όρος «welt» εχρησιμοποιείτο συνήθως για να δηλώσει σημείο πωλήσεως, σε παραπομπές στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και στις αποφάσεις των οργάνων του EUIPO, η προσφεύγουσα δεν στήριξε την αντίθετη δήλωσή της σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο επιχείρημα ή στοιχείο.

47

Αφετέρου, καθόσον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα αντιληφθεί το στοιχείο «welt» ως δηλωτικό τόπου παραγωγής ζύθου, το επιχείρημά της είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν επανέλαβε τη σχετική διαπίστωση του εξεταστή.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη σημασία του στοιχείου «welt».

49

Τρίτον, όσον αφορά τη συνολική σημασία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η εξέταση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών επ’ αυτού του ζητήματος είναι ανεπαρκής. Συναφώς, επαναλαμβάνει την επιχειρηματολογία της περί του ότι το στοιχείο «brau» στερείται, καθεαυτό, συγκεκριμένου σημασιολογικού περιεχομένου, όπερ συνεπάγεται ότι πρέπει πάντα, στη γερμανική γλώσσα, να συνοδεύεται από άλλο στοιχείο που να προσδιορίζει τη σημασία του. Άρα, κατά την προσφεύγουσα, στο μέτρο που το στοιχείο «welt» δεν έχει επίσης συγκεκριμένη σημασία στο πλαίσιο της ζυθοποιίας, η έκφραση «brauwelt» αποτελεί όρο εντελώς ακαθόριστο, ασυνήθη και πρωτότυπο. Κατά την προσφεύγουσα, οι σημασίες που έγιναν δεκτές από το τμήμα προσφυγών είναι εξαιρετικώς αόριστες.

50

Συναφώς, στο σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η έκφραση «brauwelt», εν όλω εξεταζόμενη, σήμαινε «κόσμος του ζυθοποιείου» ή «κόσμος της ζυθοποιίας» και ότι αναφερόταν σε σημείο πωλήσεως ή σε τεράστια προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών που συνδέονται προς τη δραστηριότητα της ζυθοποιίας.

51

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών εξέτασε τη συνολική σημασία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επιπροσθέτως, η εν λόγω εξέταση δεν πάσχει πλάνη εκτιμήσεως και δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

52

Πράγματι, επισημαίνεται ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στην απλή, σύμφωνη προς τους κανόνες του γερμανικού συντακτικού και της γερμανικής γραμματικής παράθεση δύο στοιχείων, καθένα εκ των οποίων έχει συγκεκριμένο σημασιολογικό περιεχόμενο, η δε έλλειψη μνείας της εκφράσεως «brauwelt» στα εγχειρίδια είναι άνευ σημασίας από την άποψη αυτή [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2000, DKV κατά ΓΕΕΑ (COMPANYLINE), T‑19/99, EU:T:2000:4, σκέψη 26].

53

Επιπροσθέτως, ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων δεν υπερβαίνει το άθροισμα των ενδείξεων που αυτά παρέχουν και συνιστά νεολογισμό με συγκεκριμένη συνολική σημασία, η οποία αφορά μεγάλη εμπορική προσφορά συνδεόμενη προς τον τομέα της ζυθοποιίας.

54

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να επικυρωθεί η συνολική σημασία την οποία δέχθηκε το τμήμα προσφυγών για το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

– Επί του συνδέσμου μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αυτό αφορά

55

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

56

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

57

Προκαταρκτικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το στοιχείο «brau» δεν προσδιορίζει ούτε προϊόν ούτε υπηρεσία ούτε δηλώνει χαρακτηριστικό αυτών. Όσον αφορά το στοιχείο «welt», υπό την έννοια του «σημείου πωλήσεως» ή της «προσφοράς προϊόντων», αυτό δεν είναι, κατά την προσφεύγουσα, ικανό να περιγράψει τα οικεία προϊόντα και τις οικείες υπηρεσίες, ιδίως εκείνες που δεν αποτελούν εμπορικές υπηρεσίες υπαγόμενες στην κλάση 35, πολλώ δε μάλλον διότι το στοιχείο «brau» δεν καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του συγκεκριμένου προσφερόμενου προϊόντος ή της συγκεκριμένης προσφερόμενης υπηρεσίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι εξαιρετικώς αόριστο ώστε να είναι δυνατή η ύπαρξη αρκούντως άμεσης και συγκεκριμένης σχέσεως, όπως επιτάσσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

58

Η προκαταρκτική αυτή επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξέταση η οποία έγινε στις σκέψεις 37 έως 54 ανωτέρω, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εν συνόλω θεωρούμενο, αναφέρεται σε σημείο πωλήσεως ή σε τεράστια προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών συνδεομένων προς τη δραστηριότητα της ζυθοποιίας. Κατά συνέπεια, όπως κατ’ ουσίαν διαπίστωσε και το τμήμα προσφυγών στα σημεία 15 και 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από γενικής απόψεως, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι ικανό να παράσχει κάποια ένδειξη ως προς το θεματικό αντικείμενο προϊόντος ή υπηρεσίας, ως προς το είδος του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και ως προς το σημείο πωλήσεως του προϊόντος αυτού ή παροχής της υπηρεσίας αυτής.

59

Όσον αφορά το ζήτημα εάν τέτοιου είδους ενδείξεις είναι πράγματι περιγραφικές των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία εν προκειμένω αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η προσφεύγουσα αναπτύσσει σειρά επιχειρημάτων.

60

Πρώτον, υποστηρίζει ότι «ο κόσμος της ζυθοποιίας» ως θεματικό αντικείμενο των προϊόντων τα οποία υπάγονται στις κλάσεις 9 και 16 δεν υφίσταται, αντιθέτως προς όσα δέχθηκε το τμήμα προσφυγών. Προσθέτει ότι τα δεδομένα και τα υποθέματα δεδομένων, που υπάγονται στην κλάση 9, καθώς και, κατ’ επέκταση, τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στην κλάση 16 δεν προσδιορίζονται, κατά κανόνα, από το περιεχόμενό τους.

61

Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δήλωνε το θεματικό αντικείμενο, αφενός, των «προγραμμάτων πληροφορικής» και των «υποθεμάτων δεδομένων», που υπάγονται στην κλάση 9, και, αφετέρου, των «φυλλαδίων», των «περιοδικών», των «καταλόγων» και των «βιβλίων», που υπάγονται στην κλάση 16, ήτοι τον κόσμο της ζυθοποιίας.

62

Η εκτίμηση αυτή είναι ορθή, δεδομένου ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 9 και 16 είναι δυνατό να έχουν ως αντικείμενο τη δραστηριότητα της ζυθοποιίας. Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, αφενός, οσάκις το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση τίθεται επί «υποθεμάτων δεδομένων», είναι ικανό να πληροφορεί άμεσα το ενδιαφερόμενο κοινό για ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών, ήτοι το θεματικό τους αντικείμενο [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, Prana Haus κατά ΓΕΕΑ (PRANAHAUS), T‑226/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:381, σκέψη 33]. Αφετέρου, είναι σύνηθες ο τίτλος ενός βιβλίου, ενός καταλόγου ή ενός φυλλαδίου, καθώς και το όνομα περιοδικών να αναφέρονται στο θεματικό περιεχόμενο των εν λόγω εντύπων και τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επαγγελματίες κατά κανόνα επιλέγουν να διαβάσουν έντυπα κυρίως λόγω του περιεχομένου ή του αντικειμένου τους [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Reed Exhibitions κατά ΓΕΕΑ (INFOSECURITY), T‑633/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:674, σκέψη 54].

63

Δεύτερον, όσον αφορά τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στην κλάση 32 και τις υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στην κλάση 43, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα δέχθηκε ο εξεταστής, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν είναι δυνατό να γίνει αντιληπτό ως δηλωτικό του τόπου παραγωγής ζύθου, λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής των ζυθοπαραγωγών όσον αφορά τη σήμανση.

64

Συναφώς, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση γινόταν αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφερόμενο σε σημείο πωλήσεως ή παροχής, όπου προσφέρονταν η μπύρα και τα εκχυλίσματα λυκίσκου, τα οποία υπάγονται στην κλάση 32, ή οι υπηρεσίες εστιάσεως, οι οποίες υπάγονται στην κλάση 43.

65

Η εν λόγω εκτίμηση δεν είναι εσφαλμένη. Επιπροσθέτως, δεν ερείδεται στην ερμηνεία κατά την οποία το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δηλώνει τον τόπο παραγωγής της μπύρας, με αποτέλεσμα το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω να είναι αλυσιτελές.

66

Τρίτον, όσον αφορά τις υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στην κλάση 35, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών αφενός μεν παραδέχεται ότι δεν είναι σύνηθες να προσδιορίζονται αυτές βάσει του θεματικού τους προσανατολισμού, αφετέρου δε υποστηρίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιλαμβάνεται το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως ένδειξη του θέματος της διοργανωνόμενης εμπορικής ή άλλης εκθέσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, τα σήματα των εξειδικευμένων εκθέσεων είναι συχνά υπαινικτικά και δεν έχουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να είναι περιγραφικά.

67

Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προσδιόριζε το θέμα των επίμαχων υπηρεσιών, ήτοι το γεγονός ότι οι εκθέσεις ή οι παρουσιάσεις αφορούσαν τον τομέα της ζυθοποιίας και ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ προορίζονταν ειδικώς για ζυθοποιεία. Προσέθεσε δε ότι, ακόμα κι αν ενδεχομένως δεν ήταν σύνηθες να προσδιορίζονται οι επίμαχες υπηρεσίες βάσει του θεματικού τους αντικειμένου, το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν ικανό να αντιλαμβάνεται άμεσα την αναφορά αυτή όταν βρισκόταν ενώπιον του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

68

Αφενός, οι ως άνω διαπιστώσεις δεν είναι αντιφατικές, αντιθέτως προς όσα υπονοεί η προσφεύγουσα. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών δεν διαπίστωσε κατηγορηματικώς ότι ήταν ασύνηθες να προσδιορίζονται οι υπηρεσίες που υπάγονται στην κλάση 35 βάσει του θεματικού τους αντικειμένου, αλλά απλώς δέχθηκε την ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας, ενώ εν συνεχεία διευκρίνισε ότι αυτή δεν ασκούσε επίδραση στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού.

69

Αφετέρου, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών είναι ορθή. Πράγματι, καίτοι βεβαίως είναι δυνατόν τα σήματα τα οποία προσδιορίζουν τις εμπορικές εκθέσεις ή τις εξειδικευμένες εκθέσεις να είναι συχνά υπαινικτικά χωρίς να είναι περιγραφικά, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το οποίο πληροφορεί άμεσα το ενδιαφερόμενο κοινό ότι η εμπορική έκθεση αφορά τον τομέα της ζυθοποιίας. Όσον αφορά τις υπηρεσίες μάρκετινγκ, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη (μη εσφαλμένη) διαπίστωση, κατά την οποία αυτές είναι δυνατό να αφορούν ειδικώς τα ζυθοποιεία, με αποτέλεσμα να ενδέχεται το ενδιαφερόμενο κοινό να ερμηνεύει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως αναφερόμενο στο αντικείμενό τους.

70

Τέταρτον, όσον αφορά τις υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 38 και 42, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτές είναι τεχνικής φύσεως, με αποτέλεσμα το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση να μην είναι περιγραφικό ως προς αυτές, αλλά, αντιθέτως, αρκετά πρωτότυπο. Προσθέτει δε ότι το τμήμα προσφυγών συγχέει το όνομα μιας διαδικτυακής πύλης με τις τεχνικές υπηρεσίες που προσφέρονται σε τρίτους για τη λειτουργία τέτοιας διαδικτυακής πύλης, τις οποίες αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

71

Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υπηρεσίες οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 38 και 42 κατατάσσονταν σε τρεις ομάδες αφορώσες, πρώτον, τη διάθεση διαδικτυακών πυλών, δεύτερον, την παροχή προσβάσεως σε πληροφορίες, σε προγράμματα πληροφορικής και σε βάσεις δεδομένων, και, τρίτον, τις αντίστοιχες υπηρεσίες προγραμματισμού. Έκρινε δε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δήλωνε ότι οι επίμαχες υπηρεσίες προορίζονταν για διαδικτυακές πύλες με αντικείμενο τη ζυθοποιία ή αφορούσαν την πρόσβαση στις πληροφορίες στον οικείο τομέα.

72

Άρα, η εν λόγω εκτίμηση είναι ορθή, δεδομένου ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση πράγματι ενδέχεται να γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως προσδιοριστικό του θέματος των διαδικτυακών πυλών ή των πληροφοριών τις οποίες αφορούν οι επίμαχες υπηρεσίες. Επιπροσθέτως, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του τμήματος προσφυγών, δεν φαίνεται να υπήρξε σύγχυση, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, μεταξύ των τεχνικών υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία διαδικτυακής πύλης με αντικείμενο τη ζυθοποιία και του ίδιου του ονόματος της διαδικτυακής πύλης.

73

Πέμπτον, όσον αφορά τις υπηρεσίες που υπάγονται στην κλάση 41, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως προς τις «αθλητικές δραστηριότητες» και την «οργάνωση και διεξαγωγή μουσικών εκδηλώσεων αναψυχής».

74

Όσον αφορά τις «αθλητικές δραστηριότητες», ορθώς το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η ζυθοποιία είναι παραδοσιακή δραστηριότητα και έχει πολιτιστική σημασία στη Γερμανία και στην Αυστρία, όπου λαμβάνουν χώρα πλείστες όσες εορταστικές εκδηλώσεις με αθλητικά στοιχεία, όπως ο διαγωνισμός κυλίσεως βαρελιών μπύρας.

75

Αληθεύει, βεβαίως, όπως προβάλλει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, ότι οι επίμαχες δραστηριότητες δεν αποτελούν ευρέως διαδεδομένα αθλήματα και ότι περιλαμβάνουν σε σημαντικό βαθμό το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Εντούτοις, αφενός, η έννοια της αθλητικής δραστηριότητας ουδόλως είναι ασύμβατη προς την έννοια της ψυχαγωγίας. Αφετέρου, οι επίμαχες δραστηριότητες ενέχουν το στοιχείο του ανταγωνισμού, καθόσον απαιτούν σωματική προσπάθεια των συμμετεχόντων, όπερ σημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντάς τες «αθλητικές δραστηριότητες».

76

Όσον αφορά την «οργάνωση και διεξαγωγή μουσικών εκδηλώσεων αναψυχής», αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, η οποία δεν στηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό με συγκεκριμένα επιχειρήματα, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επίμαχες εκδηλώσεις ήταν δυνατόν να έχουν σχέση με τον κόσμο της ζυθοποιίας, με αποτέλεσμα να ενδέχεται το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση να ερμηνεύεται από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφορά στο εν λόγω χαρακτηριστικό.

– Επί της συνεκτιμήσεως των προγενέστερων καταχωρίσεων και αποφάσεων

77

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να λάβει υπόψη προγενέστερες καταχωρίσεις του λεκτικού σημείου Brauwelt του οποίου η ίδια είναι δικαιούχος. Τονίζει ότι, καθόσον οι εν λόγω καταχωρίσεις απαγορεύουν σε τρίτους να χρησιμοποιήσουν το ως άνω σημείο, η απαίτηση περί ελεύθερης χρήσεως, στην οποία θεμελιώνεται ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν ισχύει εν προκειμένω.

78

Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών της 22ας Νοεμβρίου 2005 (υπόθεση R 137/2005-2), το σημείο Brauwelt δεν είναι περιγραφικό των υπηρεσιών που υπάγονται στις κλάσεις 35, 41 και 42 και οι οποίες είναι πανομοιότυπες ή ανάλογες προς τις επίμαχες στην προκειμένη περίπτωση.

79

Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται πλείονες καταχωρίσεις σημείων πανομοιότυπων ή ανάλογων προς το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, τις οποίες υποστηρίζει ότι επικαλέστηκε και ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

80

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

81

Κατά τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το EUIPO οφείλει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 και 74).

82

Τούτου δοθέντος, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Συνεπώς, το πρόσωπο το οποίο ζητεί την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του τυχόν παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση όμοιας αποφάσεως. Εξάλλου, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, ειδικότερα, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης, ώστε να αποτρέπεται η αντικανονική καταχώριση σημάτων. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να διακριβωθεί αν το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 75 έως 77).

83

Υπό τις περιστάσεις αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα στις σκέψεις 28 έως 76 εξέταση, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, για το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορούσε, η προσφεύγουσα δεν δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τις προγενέστερες καταχωρίσεις και αποφάσεις τις οποίες επικαλείται.

84

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι απορριπτέα η αιτίαση η οποία αντλείται από έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτό αφορά.

Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

85

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως καθόσον αναφέρθηκε για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, στο γεγονός ότι ο όρος «brau» αποτελούσε στοιχείο σχηματισμού λέξεων και, αφετέρου, ότι ο διαγωνισμός κυλίσεως βαρελιών αποτελούσε παράδειγμα αθλητικής δραστηριότητας συνδεόμενης προς τον κόσμο της ζυθοποιίας.

86

Κατά το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 το οποίο κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου των σημάτων, τη γενική αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, και ιδίως το δικαίωμα ακροάσεως, οι αποφάσεις του EUIPO μπορούν να βασίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν.

87

Εν προκειμένω, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, καίτοι ο εξεταστής δεν αναφέρθηκε ρητώς στο γεγονός ότι ο όρος «brau» αποτελούσε στοιχείο σχηματισμού λέξεων, εντούτοις εκτίμησε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιλαμβανόταν τη σημασία του ως άνω στοιχείου στο μέτρο που γνώριζε λέξεις και εκφράσεις που το περιείχαν. Επομένως, ο εξεταστής πράγματι αναφέρθηκε στη λειτουργία του στοιχείου «brau» ως στοιχείου σχηματισμού λέξεων και η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει το εν λόγω επιχείρημα, δεδομένου ότι αμφισβήτησε τόσο τη βασιμότητά του όσο και τη λυσιτέλειά του ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

88

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, αληθεύει, βεβαίως, ότι ο εξεταστής δεν αναφέρθηκε, με την απόφασή του, στον διαγωνισμό κυλίσεως βαρελιών. Εντούτοις, όπως προβάλλει και το EUIPO, το τμήμα προσφυγών ανέφερε τον διαγωνισμό αυτόν απλώς και μόνον εν είδει παραδείγματος, προκειμένου να επεξηγήσει τη γενική διαπίστωση κατά την οποία το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως αναφερόμενο στο γεγονός ότι οι «αθλητικές δραστηριότητες» οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41 είχαν σχέση με τη ζυθοποιία και, επομένως, ήταν περιγραφικό αυτών των υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Άρα, καθόσον η τελευταία αυτή διαπίστωση προέκυπτε από την απόφαση του εξεταστή, δεν μπορεί να κριθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε σε λόγο επί του οποίου η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να τοποθετηθεί.

89

Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι απορριπτέα η αιτίαση που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας.

90

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

91

Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι συνήγαγε την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση από τον περιγραφικό του χαρακτήρα χωρίς να έχει προβεί σε χωριστή εξέταση της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και χωρίς να αιτιολογήσει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα των διαφορετικών προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση χωριστά εξεταζομένων.

92

Πρέπει στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, λεκτικό σήμα το οποίο είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, στερείται οπωσδήποτε, εκ του λόγου αυτού, διακριτικού χαρακτήρα όσον αφορά τα ίδια αυτά προϊόντα ή υπηρεσίες, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού [βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004,TELEPHARMACY SOLUTIONS, T‑289/02, EU:T:2004:227, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 1ης Φεβρουαρίου 2013, Ferrari κατά ΓΕΕΑ (PERLE’), T‑104/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:51, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

93

Δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα BRAUWELT ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, μπορούσε εξ αυτού να συναγάγει, βάσει της ανωτέρω νομολογίας, ότι η καταχώριση έπρεπε επίσης να απορριφθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, χωρίς να είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της απορρίψεως αυτής.

94

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ίδιου κανονισμού

95

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των ελλείψεων που διαπίστωσε το εν λόγω τμήμα όσον αφορά τα στοιχεία που προσκομίστηκαν για να αποδειχθεί η απόκτηση του διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

96

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε αρκούντως κατά νόμον την άρνηση εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά τα εξειδικευμένα περιοδικά, τα σεμινάρια, τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τις τεχνικές υπηρεσίες και τα λοιπά προϊόντα και τις υπηρεσίες που δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

97

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, καθόσον έκρινε ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα για τα εξειδικευμένα περιοδικά, τους εκθεσιακούς καταλόγους, την οργάνωση εμπορικών εκθέσεων και την μπύρα δεν είχε αποδειχθεί.

98

Περαιτέρω, στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δηλώνει επικουρικώς ότι, σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το κύριο αίτημά της, ζητεί την καταχώριση του επίμαχου σήματος βάσει της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για τα «εξειδικευμένα περιοδικά στον τομέα της ζυθοποιίας» και ότι αποσύρει την αίτηση καταχωρίσεως σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία το σημείο Brauwelt δεν είναι δυνατό να τύχει προστασίας.

99

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

100

Πριν δοθεί απάντηση στις τρεις αιτιάσεις της προσφεύγουσας, πρέπει προκαταρκτικώς να εξεταστεί το αντικείμενο της διαφοράς όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, αφετέρου, των δηλώσεων της προσφεύγουσας όπως συνοψίστηκαν στη σκέψη 98 ανωτέρω.

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

101

Πρώτον, όσον αφορά την έκταση του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι αποκτήθηκε διακριτικός χαρακτήρας διά της χρήσεως και, συνεπώς, το αντικείμενο του τρίτου λόγου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην εισαγωγική παράγραφο του τμήματος V του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε συνοπτικώς σε αυτήν καθεαυτήν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

102

Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς να αναγνωριστεί ο ως άνω διακριτικός χαρακτήρας αποκλειστικώς και μόνον όσον αφορά τα εξειδικευμένα περιοδικά, τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τα σεμινάρια και τα βιβλία. Επιπροσθέτως, προέβαλε «εκτεταμένη χρήση» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσον αφορά τους εκθεσιακούς καταλόγους, τις υπηρεσίες οργανώσεως εμπορικών εκθέσεων, την μπύρα και την εκμετάλλευση ιστοσελίδων στον τομέα της ζυθοποιίας. Καίτοι ισχυρίστηκε ότι, λόγω της χρήσεως αυτής, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχε γίνει «γνωστό», δεν προσδιόρισε ρητώς τις έννομες συνέπειες οι οποίες θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι απορρέουν από το γεγονός αυτό.

103

Το τμήμα προσφυγών ανέφερε, στο σημείο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε ζητηθεί να αναγνωριστεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για τα εξειδικευμένα περιοδικά, τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τα σεμινάρια και τα βιβλία. Επιπροσθέτως, παρά το ότι δεν είχε ζητηθεί ρητώς, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε αν αποκτήθηκε διακριτικός χαρακτήρας διά της χρήσεως όσον αφορά τους εκθεσιακούς καταλόγους, τις υπηρεσίες οργανώσεως εμπορικών και άλλων εκθέσεων και την μπύρα.

104

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξεταστούν μόνον οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας οι οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αντιστοιχούν στις κατηγορίες που απαριθμήθηκαν στη σκέψη 103 ανωτέρω. Πράγματι, η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν διατυπώθηκε ρητώς ή εμμέσως αίτημα αναγνωρίσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως δεν αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, συνεπώς, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

105

Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το αντικείμενο της διαφοράς όσον αφορά τον τρίτο λόγο δεν περιλαμβάνει τις τεχνικές υπηρεσίες του τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής, οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 38 και 42. Πράγματι, αφενός, οι υπηρεσίες αυτές δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο σαφούς αιτήματος περί αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως. Αφετέρου, τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν συνιστούν έμμεσο αίτημα αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, δεδομένου ότι το μόνο στοιχείο το οποίο συνδέεται, σε ορισμένο βαθμό, προς τις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική, ήτοι η εκμετάλλευση ιστοσελίδων από την προσφεύγουσα, εντάσσεται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών πληροφορήσεως και όχι τεχνικών υπηρεσιών.

106

Δεύτερον, από το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την αναγνώριση και επιδίωξε την απόδειξη της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για την υποκατηγορία «εξειδικευμένα περιοδικά», και όχι για την ευρύτερη κατηγορία των περιοδικών, η οποία εμφανίζεται στον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

107

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ του εν λόγω κανονισμού δεν εμποδίζουν την καταχώριση ενός σήματος αν αυτό έχει αποκτήσει, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

108

Κατά συνέπεια, καταρχήν, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως πρέπει να αποδεικνύεται για ολόκληρη την κατηγορία των προϊόντων ή των υπηρεσιών την οποία αφορούσε ο οικείος λόγος απαραδέκτου, όπως αυτή εμφανίζεται στον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών τις οποίες αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και όχι σε σχέση με υποκατηγορία.

109

Ο κανόνας αυτός ισχύει με την επιφύλαξη ότι, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο αιτών την καταχώριση σήματος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποσύρει την αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτή περιλαμβάνει.

110

Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς την αναγνώριση αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για την υποκατηγορία «εξειδικευμένα περιοδικά», δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως από το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ότι, ταυτοχρόνως, περιόρισε την κατηγορία των «περιοδικών», η οποία εμφανίζεται στον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, κατά τον ίδιο τρόπο.

111

Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως έπρεπε να αποδειχθεί για την κατηγορία «περιοδικά».

112

Τρίτον, όσον αφορά τον επικουρικό περιορισμό της κατηγορίας «περιοδικά» στα «εξειδικευμένα περιοδικά στον τομέα της ζυθοποιίας» και την υπό αίρεση απόσυρση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες ως προς τα οποία το σημείο Brauwelt δεν είναι δυνατό να προστατευθεί, αιτήματα τα οποία η προσφεύγουσα διατύπωσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεώς τους, αυτά εντάσσονται στο τρίτο αίτημα της προσφυγής. Δεδομένου όμως ότι το συγκεκριμένο αίτημα κρίθηκε απαράδεκτο για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 11 έως 14 ανωτέρω, τα επίμαχα αιτήματα στερούνται αντικειμένου.

113

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο περιορισμός της κατηγορίας «περιοδικά» εντάσσεται στο πρώτο αίτημα, υπενθυμίζεται ότι περιορισμός κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ο οποίος επιχειρείται σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο εφόσον ο αιτών απλώς και μόνον περιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, αφαιρώντας ορισμένες κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών από τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρατίθενται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Αντιθέτως, οσάκις ο περιορισμός αυτός άγει σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς, επαγόμενος την εισαγωγή νέων στοιχείων τα οποία δεν είχαν υποβληθεί στον έλεγχο του τμήματος προσφυγών ενόψει της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν, καταρχήν, να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο. Τούτο ισχύει ιδίως όταν ο περιορισμός των προϊόντων και των υπηρεσιών συνίσταται σε εξειδικεύσεις ικανές να επηρεάσουν τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού και, κατά συνέπεια, ικανές να τροποποιήσουν το πραγματικό πλαίσιο το οποίο εκτέθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2008, Citigroup κατά ΓΕΕΑ – Link Interchange Network (WORLDLINK), T‑325/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:51, σκέψεις 26 και 27].

114

Στην προκειμένη περίπτωση, ο περιορισμός που επιχειρεί η προσφεύγουσα συνίσταται στην εξειδίκευση της κατηγορίας «περιοδικά», διά της προσθήκης της διευκρινίσεως «εξειδικευμένα στον τομέα της ζυθοποιίας». Αυτή η εξειδίκευση επηρεάζει τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, καθόσον αποκλείει από αυτό το ευρύ κοινό και τροποποιεί, κατά συνέπεια, το πραγματικό πλαίσιο που ετέθη υπόψη του τμήματος προσφυγών. Επομένως, δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

115

Όσον αφορά την υπό αίρεση απόσυρση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος για τις λοιπές κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, η δυνατότητα πραγματοποιήσεώς της συναρτάται ρητώς προς το αποτέλεσμα της εξετάσεως της βασιμότητας της προσφυγής, με αποτέλεσμα να μην είναι ικανή να επηρεάσει την έκταση της ένδικης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, ούτε αυτή είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

116

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, καθόσον μπορεί να γίνει επίκληση του διακριτικού χαρακτήρα που έχει αποκτηθεί διά της χρήσεως, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το στάδιο στο οποίο ζήτησε την εφαρμογή αυτής της διατάξεως δεν μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ίδια. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε είτε να είχε ακούσει την άποψή της επί του ζητήματος της προβαλλόμενης ανεπάρκειας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είτε να είχε αναπέμψει την απόφαση ενώπιον του εξεταστή, ώστε αυτός να αποφανθεί σχετικώς σε πρώτο βαθμό. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, καθόσον απεφάνθη άμεσα επί της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 75 του ίδιου κανονισμού, και παρέλειψε, εις βάρος της προσφεύγουσας, ένα στάδιο της διαδικασίας.

117

Το EUIPO αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

118

Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα εάν το τμήμα προσφυγών υπεχρεούτο να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του εξεταστή, αληθεύει, βεβαίως, ότι καμία διάταξη του κανονισμού 207/2009 δεν απαγορεύει να ζητηθεί για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών η αναγνώριση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, ως αντίδραση στην απόφαση του εξεταστή κατά την οποία το επίμαχο σήμα εμπίπτει ως εκ της φύσεώς του σε έναν από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του ίδιου κανονισμού.

119

Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής και μπορεί, στο πλαίσιο αυτό, να ασκήσει τις αρμοδιότητες του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατόπιν προσφυγής κατά της αποφάσεως του εξεταστή περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως, το τμήμα προσφυγών μπορεί να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της αιτήσεως καταχωρίσεως, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2013, Airbus κατά ΓΕΕΑ (NEO), T‑236/12, EU:T:2013:343, σκέψη 21]. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, για να επιληφθεί αιτήματος αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

120

Άρα, το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να απεκδυθεί την αρμοδιότητα αυτή απλώς και μόνον για τον λόγο ότι ο αιτών την καταχώριση του σήματος επέλεξε να ζητήσει την αναγνώριση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για πρώτη φορά στο πλαίσιο της διαδικασίας της ένδικης προσφυγής. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, η απώλεια σταδίου της διαδικασίας, την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα, προκύπτει αποκλειστικώς και μόνον από τη συμπεριφορά της αιτούσας την καταχώριση του σήματος, και όχι από οποιαδήποτε προσβολή των διαδικαστικών της δικαιωμάτων από τα όργανα του EUIPO.

121

Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπεχρεούτο να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του εξεταστή.

122

Δεύτερον, όσον αφορά το εάν το τμήμα προσφυγών υπεχρεούτο να ακούσει την άποψη της προσφεύγουσας επί του ζητήματος της ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που αυτή προσκόμισε, ήδη στη σκέψη 86 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι στο άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 κατοχυρώνεται, στο πλαίσιο του δικαίου των σημάτων, η γενική αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, και ιδίως το δικαίωμα ακροάσεως.

123

Εντούτοις, το δικαίωμα αυτό δεν επάγεται υποχρέωση του τμήματος προσφυγών, πριν λάβει την τελική του θέση όσον αφορά την εκτίμηση των στοιχείων που προσκομίζουν οι αντίδικοι, να τους παράσχει νέα δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των εν λόγω στοιχείων (βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012, ΓΕΕΑ κατά Nike International, C‑53/11 P, EU:C:2012:27, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124

Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών δεν υπεχρεούτο ούτε να ενημερώσει την προσφεύγουσα ότι θεωρούσε τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αυτή προσκόμισε ως ανεπαρκή ούτε να της παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσει νέες παρατηρήσεις και να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία.

125

Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό, εσφαλμένα υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι το τμήμα προσφυγών υπεχρεούτο να ακούσει προηγουμένως την άποψή της εάν σκόπευε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, να λάβει υπόψη του νέο λόγο απαραδέκτου, αντλούμενο από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη, της οποίας η εφαρμογή πρέπει να ζητηθεί από τον αιτούντα την καταχώριση του σήματος, δεν συνιστά απόλυτο λόγο απαραδέκτου, αλλά, αντιθέτως, εξαίρεση από τους λόγους αυτούς, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του ως άνω κανονισμού.

126

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

127

Πρώτον, κατόπιν των διαπιστώσεων των σκέψεων 101 έως 105 ανωτέρω όσον αφορά το περιεχόμενο του αιτήματος αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, παρέλκει η εξέταση του λόγου ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που δεν αντιστοιχούν στις κατηγορίες που παρατίθενται στη σκέψη 103 ανωτέρω, και ιδίως όσον αφορά τις τεχνικές υπηρεσίες.

128

Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, στα σημεία 26 έως 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για το εξειδικευμένο περιοδικό Brauwelt, όπως αυτή προέκυπτε από τα σχετικώς προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδίως από τα στοιχεία για τις πωλήσεις του ως άνω περιοδικού. Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως όσον αφορά την κατηγορία «περιοδικά».

129

Τρίτον, στο υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι, καθόσον τα περιοδικά χρησίμευαν για τη μετάδοση πληροφοριών σε διάφορους τομείς, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως όσον αφορά τα «περιοδικά» εκτεινόταν επίσης στις υπηρεσίες πληροφορήσεως, στα βιβλία και στα σεμινάρια. Το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας επαναλήφθηκε στη σύνοψη της επιχειρηματολογίας της, η οποία παρατίθεται στο σημείο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτιολογία που παρέθεσε το τμήμα προσφυγών στα σημεία 26 έως 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την κατηγορία «περιοδικά» βρίσκει εφαρμογή, εμμέσως μεν αλλά κατ’ ανάγκην, στις υπηρεσίες πληροφορήσεως, στα βιβλία και στα σεμινάρια, και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι το σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται όχι μόνο στα προϊόντα, αλλά επίσης στις υπηρεσίες ως προς τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση.

130

Συναφώς, αληθεύει, βεβαίως, ότι η προσφεύγουσα στήριξε το αίτημά της περί αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα όσον αφορά τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τα βιβλία και τα σεμινάρια με συμπληρωματικά στοιχεία, ήτοι, αφενός, ένορκη βεβαίωση του S. (στο εξής: ένορκη βεβαίωση) η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη δημοσίευση των βιβλίων και την εκμετάλλευση ιστοσελίδων αφιερωμένων στον τομέα της ζυθοποιίας και, αφετέρου, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο για σεμινάριο το οποίο αφορούσε τον ίδιο τομέα και το οποίο διοργάνωσε η προσφεύγουσα (στο εξής: φυλλάδιο).

131

Ωστόσο, γίνεται μνεία της ένορκης βεβαιώσεως και του φυλλαδίου, ως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα, στο σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπερ επάγεται ότι αποτελούν στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία που παρέθεσε το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 26 έως 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως ισχύει και για τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προορίζονται να αποδείξουν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως για τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τα βιβλία και τα σεμινάρια.

132

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Επί της αποδείξεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως

133

Από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του ίδιου κανονισμού δεν αποκλείουν την καταχώριση σήματος, αν αυτό έχει αποκτήσει, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως που του έχει γίνει.

134

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι για να θεωρηθεί ότι το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του απαιτείται ένα σημαντικό τουλάχιστον τμήμα του οικείου κοινού να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από συγκεκριμένη επιχείρηση [βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μιας φιάλης μπύρας), T‑399/02, EU:T:2004:120, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

135

Εν προκειμένω, για να στηρίξει το αίτημά της περί αναγνωρίσεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως, η προσφεύγουσα προσκόμισε στο τμήμα προσφυγών τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

έρευνα διεξαχθείσα από εταιρία μεταξύ 200 Γερμανών και Αυστριακών επαγγελματιών του τομέα της ζυθοποιίας (στο εξής: έρευνα),

την ένορκη βεβαίωση,

άρθρο από τη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια «Wikipedia» σχετικά με το περιοδικό Brauwelt,

αντίτυπο του περιοδικού Brauwelt,

αποσπάσματα εντύπων σχετικά με την έκθεση «drinktec»,

φωτογραφίες εκθεσιακού περιπτέρου,

τον τελικό απολογισμό της εκθέσεως «drinktec» και απόσπασμα της ιστοσελίδας της εκθέσεως «BrauBeviale»,

διαφημιστικό φυλλάδιο για σεμινάριο ζυθοποιίας,

ετικέτες φιαλών μπύρας.

136

Στα σημεία 26 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ανεπαρκή για να αποδείξουν ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία είχε ζητηθεί η αναγνώριση αποκτήσεως τέτοιου διακριτικού χαρακτήρα.

137

Πρώτον, προς αμφισβήτηση αυτής της εκτιμήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για το ομώνυμο περιοδικό επιβεβαιώνεται από την έρευνα, την ένορκη βεβαίωση, το άρθρο της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας «Wikipedia» και το αντίτυπο του προαναφερθέντος περιοδικού.

138

Συναφώς, διαπιστώθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως έπρεπε να αποδειχθεί για την κατηγορία «περιοδικά». Καθόσον η εν λόγω κατηγορία προϊόντων απευθύνεται τόσο στους επαγγελματίες όσο και στο ευρύ κοινό, το ενδιαφερόμενο κοινό σε σχέση με το οποίο έπρεπε να αποδειχθεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα περιλαμβάνει αυτές τις δύο ομάδες καταναλωτών, όπως διαπίστωσε και το τμήμα προσφυγών στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

139

Άρα, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, καθόσον το περιοδικό «Brauwelt» το οποίο εκδίδεται από την προσφεύγουσα είναι εξειδικευμένο περιοδικό, τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε επιβεβαιώνουν αποκλειστικώς τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τον τρόπο με τον οποίο αυτό γίνεται αντιληπτό από το επαγγελματικό κοινό, στοιχείο το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα.

140

Δεύτερον, καθόσον η προσφεύγουσα ζητεί την αναγνώριση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα για τις υπηρεσίες πληροφορήσεως, τα σεμινάρια και τα βιβλία, βάσει της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για τα εξειδικευμένα περιοδικά, ισχύει και πάλι η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών στα σημεία 26 έως 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω και κατά την οποία η εν λόγω χρήση αποδεικνύεται αποκλειστικώς όσον αφορά τμήμα μόνο του ενδιαφερόμενου κοινού. Πράγματι, όπως ακριβώς ισχύει και για τα περιοδικά, οι τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών δύνανται να απευθύνονται τόσο στο εξειδικευμένο κοινό όσο και στο ευρύ κοινό.

141

Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και τα οποία αφορούν τις τρεις κατηγορίες οικείων προϊόντων και υπηρεσιών. Πράγματι, καταρχάς, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οι ενδείξεις σχετικά με την εκμετάλλευση ιστοσελίδων οι οποίες παρατίθενται στην ένορκη βεβαίωση αφορούν την κατηγορία των υπηρεσιών πληροφορήσεως, δεν άγουν στο συμπέρασμα ότι επισκέπτεται τις επίμαχες ιστοσελίδες ή ότι τις γνωρίζει σημαντικό τμήμα του ευρέος κοινού. Εν συνεχεία, από τις πληροφορίες που περιέχει το διαφημιστικό φυλλάδιο προκύπτει ότι το σεμινάριο το οποίο διοργανώθηκε από την προσφεύγουσα προοριζόταν για εξειδικευμένο κοινό, ιδίως τους ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων ζυθοποιείων. Τέλος, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση, τα βιβλία τα οποία εκδόθηκαν από την προσφεύγουσα υπό το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι εξειδικευμένα βιβλία και, συνεπώς, δεν προορίζονται για το ευρύ κοινό.

142

Τρίτον, όσον αφορά τους εκθεσιακούς καταλόγους και τις υπηρεσίες διοργανώσεως εμπορικών και άλλων εκθέσεων, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αρνήσεως του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη την ένορκη βεβαίωση, από την οποία προκύπτει ότι θα εξέδιδε τους εκθεσιακούς καταλόγους «BrauBeviale» και «drinktec», τα αποσπάσματα των δύο εκδόσεων για την έκθεση «drinktec» και τις φωτογραφίες εκθεσιακού περιπτέρου για να αναγνωρίσει την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

143

Συναφώς, πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ότι η ένορκη βεβαίωση προέρχεται από πρόσωπο το οποίο συνδέεται επαγγελματικώς προς την προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί καθεαυτή να αποτελέσει επαρκές αποδεικτικό στοιχείο της αποκτήσεως από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, BIC κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο), T‑262/04, EU:T:2005:463, σκέψη 79]. Άρα, δεδομένου ότι τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα δεν συνδέονταν προς την έκθεση «BrauBeviale», η προβαλλόμενη δημοσίευση καταλόγων για αυτήν από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

144

Εν συνεχεία, όσον αφορά τις εκδόσεις σχετικά με την έκθεση «drinktec», η προσφεύγουσα βάλλει κατά της διαπιστώσεως του τμήματος προσφυγών κατά την οποία η ένδειξη «σε συνεργασία», η οποία εμφανίζεται στο εσώφυλλό τους, δεν καθιστά δυνατό να προσδιορισθεί η σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του διοργανωτή της ως άνω εκθέσεως. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα αντιλαμβάνεται την ως άνω μνεία ως ένδειξη ότι η προσφεύγουσα αναμείχθηκε στη διοργάνωση της επίμαχης εκθέσεως και στην έκδοση του καταλόγου της, δεδομένου ότι τα προσκομισθέντα αποσπάσματα δεν περιλαμβάνουν σχετικές ενδείξεις. Αντιθέτως, εκ των υποχρεωτικών κατά νόμο στοιχείων της εκδόσεως σχετικά με την έκθεση «drinktec 2013» προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για ειδικό συμπλήρωμα του περιοδικού Brauwelt, το οποίο εκδόθηκε από την προσφεύγουσα επ’ αφορμή της ως άνω εκθέσεως. Επομένως, δεν προκύπτει από τις εκδόσεις σχετικά με την έκθεση «drinktec» ούτε ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τη διοργάνωση της εν λόγω εκθέσεως ούτε ότι εξέδωσε και διένειμε, επ’ αφορμή αυτής, κατάλογο ανεξάρτητο του προαναφερθέντος περιοδικού.

145

Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι φωτογραφίες εκθεσιακού περιπτέρου τις οποίες προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν αποδείκνυαν τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για τους καταλόγους της εκθέσεως και τις υπηρεσίες οργανώσεως εμπορικών και άλλων εκθέσεων, αλλά, το πολύ, για τα εξειδικευμένα περιοδικά και για τις εξειδικευμένες εκδοτικές υπηρεσίες. Πράγματι, το επίμαχο εκθεσιακό περίπτερο δεν εμφανίζει κανένα στοιχείο το οποίο να άγει στο συμπέρασμα ότι ανήκει στον διοργανωτή της εκθέσεως ή ότι χρησιμεύει για τη διανομή των καταλόγων αυτού. Αντιθέτως, ο εκθέτης προσδιορίζεται σαφώς ως «εξειδικευμένος εκδότης» και το εκθεσιακό περίπτερο περιλαμβάνει χώρο αφιερωμένο στην «υπηρεσία συνδρομών».

146

Τέταρτον, όσον αφορά την μπύρα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία οι ετικέτες φιαλών τις οποίες παράγει η ίδια άγουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για διαφημιστικά δώρα και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο κύκλος εργασιών από την πώληση της μπύρας δεν αποδείχθηκε. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι επίμαχες ετικέτες αποδεικνύουν ότι είναι παρούσα στην αγορά από 150ετίας, και ως εκ τούτου απολαύει μεγάλης φήμης. Προσθέτει ότι η πώληση μπύρας δεν είναι αναγκαία για να αποδειχθεί ο διακριτικός χαρακτήρας που έχει αποκτηθεί διά της χρήσεως όσον αφορά το εν λόγω προϊόν.

147

Συναφώς, από την ένορκη βεβαίωση που προσκομίστηκε από την ίδια την προσφεύγουσα προκύπτει ότι η επίμαχη μπύρα παρήχθη δύο φορές, σε συνολική ποσότητα 1350 φιαλών, προκειμένου να προσφερθεί στους πελάτες επ’ αφορμή της 150ής επετείου του περιοδικού Brauwelt. Εντούτοις, όπως δέχθηκε και το τμήμα προσφυγών, τέτοια χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτει στις δραστηριότητες προωθήσεως του ως άνω περιοδικού και όχι στη χρήση στο πλαίσιο της πωλήσεως της μπύρας και είναι, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκής για να αποδείξει ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα για σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού όσον αφορά το ως άνω προϊόν.

148

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

149

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

150

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του EUIPO.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Raimund Schmitt Verpachtungsgesellschaft mbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

 

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

1. Επί του παραδεκτού του δευτέρου και του τρίτου αιτήματος

 

2. Όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

 

3. Επί της ουσίας

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ίδιου κανονισμού

 

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 

Επί του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα καλυπτόμενα προϊόντα και υπηρεσίες

 

– Επί της σημασίας του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση

 

– Επί του συνδέσμου μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αυτό αφορά

 

– Επί της συνεκτιμήσεως των προγενέστερων καταχωρίσεων και αποφάσεων

 

Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

 

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

 

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό προς το άρθρο 75 του ίδιου κανονισμού

 

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

 

Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

 

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 

Επί της αποδείξεως της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.