ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑215/15

Vasilka Ivanova Gogova

κατά

Ilia Dimitrov Iliev

«Διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους σε διαφορές γονικής μέριμνας — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Διαφορά μεταξύ των γονέων σχετικά με τη δυνατότητα του τέκνου τους να ταξιδεύει στην αλλοδαπή και την έκδοση εγγράφων ταυτότητας — Άρθρο 1, παράγραφος 1 — Έννοια της αστικής υποθέσεως — Άρθρο 2, σημείο 7 — Έννοια της γονικής μέριμνας — Άρθρο 12 — Μη παράσταση του εναγομένου — Μη αμφισβήτηση της αρμοδιότητας από τον πληρεξούσιο του εναγομένου ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο»

1. 

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 ( 2 ). Η υπόθεση αυτή του παρέχει την ευκαιρία να διευκρινίσει τη νομολογία του σχετικά με την εφαρμογή του ανωτέρω κανονισμού επί μέτρων τα οποία, υπό το πρίσμα της έννομης τάξεως ενός κράτους μέλους, διέπονται από το δημόσιο δίκαιο.

2. 

Πρωτίστως, η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 παρεκτάσεως αρμοδιότητας, σε διαφορές γονικής μέριμνας, του δικαστηρίου του κράτους μέλους με το οποίο το τέκνο έχει στενή σχέση. Το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να κρίνει κατά πόσον ο μη παριστάμενος διάδικος δύναται να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, όταν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και δεν αμφισβητεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 3 ), όχι όμως στο πλαίσιο του κανονισμού 2201/2003.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 2201/2003:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

α)

[…]·

β)

την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.

2.   Οι υποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο βʹ, αφορούν ιδίως:

α)

το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

β)

την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς·

γ)

τον διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του·

δ)

την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα·

ε)

τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

στην αναγνώριση και προσβολή της πατρότητας·

β)

στην απόφαση για την υιοθεσία και τα προπαρασκευαστικά μέτρα υιοθεσίας καθώς και την ακύρωση και την ανάκληση της υιοθεσίας·

γ)

στο επώνυμο και το όνομα του παιδιού·

δ)

στη χειραφεσία·

ε)

στις υποχρεώσεις διατροφής·

στ)

στο εμπίστευμα και [στις] κληρονομίες·

ζ)

στα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από παιδιά.»

4.

Το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει τη «γονική μέριμνα» ως «το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας».

5.

Το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει το «δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας» ως «ιδίως το δικαίωμα μετακίνησης του παιδιού για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του».

6.

Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003:

«1.   Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

7.

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι «τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον

α)

τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού

και

β)

η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.»

8.

Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι «τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον

α)

το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους,

και

β)

η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού.»

Β — Η βουλγαρική νομοθεσία

9.

Κατά το άρθρο 127a του βουλγαρικού οικογενειακού κώδικα (Semeen kodeks, στο εξής: SK):

«1.   Τα ζητήματα που σχετίζονται με ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή και την έκδοση των απαραίτητων για τον σκοπό αυτόν εγγράφων ταυτότητας επιλύονται με κοινή συμφωνία των γονέων.

2.   Αν οι γονείς δεν μπορούν να καταλήξουν στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 συμφωνία, η μεταξύ τους διαφορά επιλύεται από το Rayonen sad [ ( 4 )] στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η τρέχουσα κατοικία του τέκνου.

3.   Η διαδικασία κινείται κατόπιν ασκήσεως αγωγής εκ μέρους του ενός γονέα. Το δικαστήριο ακούει και τον άλλον γονέα, εκτός αν αυτός δεν εμφανισθεί χωρίς σπουδαίο λόγο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων.

4.   Το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την απόφαση που θα εκδώσει προσωρινώς εκτελεστή.»

10.

Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του νόμου περί των εγγράφων ταυτότητας (Zakon za balgarskite dokumenti za samolichnost/za balgarskite lichni dokumenti, στο εξής: ZBLD) ορίζει ότι η αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου για ανηλίκους υποβάλλεται αυτοπροσώπως από αμφότερους τους γονείς.

11.

Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 76, σημείο 9, του ZBLD, ο υπουργός Δικαιοσύνης ή, κατά περίπτωση, νόμιμος εκπρόσωπός του δύναται να απαγορεύσει την έξοδο του τέκνου από την εθνική επικράτεια, εκτός αν προσκομιστεί συμβολαιογραφικώς επικυρωμένη έγγραφη συγκατάθεση των γονέων για το ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή.

12.

Κατά το άρθρο 47 του βουλγαρικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Grazhdanski protsesualen kodeks, στο εξής: GPK):

«1.   Όταν είναι αδύνατον να εντοπιστεί ο εναγόμενος στην αναγραφόμενη στη δικογραφία διεύθυνση και να βρεθεί πρόσωπο που δέχεται να παραλάβει την επίδοση, ο επιδίδων υπάλληλος επικολλά ειδοποίηση στη θύρα της κατοικίας ή στο γραμματοκιβώτιο του ενδιαφερόμενου προσώπου· αν δεν είναι δυνατή η πρόσβαση, η ειδοποίηση επικολλάται στη θύρα εισόδου του κτιρίου ή σε άλλο πλησίον εμφανές σημείο. Ο επιδίδων υπάλληλος τοποθετεί ειδοποίηση και εντός του γραμματοκιβωτίου, εφόσον έχει πρόσβαση σε αυτό.

2.   Όταν η επίδοση γίνεται από δικαστικό υπάλληλο ή από δικαστικό επιμελητή, στην ειδοποίηση σημειώνεται ότι η δικογραφία κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου· όταν γίνεται από υπάλληλο του δήμου, ότι κατατέθηκε στον δήμο, σε κάθε δε περίπτωση, σημειώνεται ότι η δικογραφία μπορεί να παραληφθεί από το σημείο της καταθέσεως εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία θυροκολλήσεως της ειδοποιήσεως.

3.   Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί για να λάβει αντίγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο ζητεί από τον ενάγοντα ενημέρωση σχετικά με τη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας του εναγομένου, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 40, παράγραφος 2, και του άρθρου 41, παράγραφος 1, στις οποίες η ειδοποίηση επισυνάπτεται στη δικογραφία. Αν η αναγραφόμενη διεύθυνση δεν συμπίπτει με τη μόνιμη ή τρέχουσα διεύθυνση του αντιδίκου, το δικαστήριο διατάσσει να γίνει επίδοση στην τρέχουσα ή μόνιμη διεύθυνση, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Αν ο επιδίδων υπάλληλος διαπιστώσει ότι ο εναγόμενος δεν κατοικεί στην αναγραφόμενη διεύθυνση, το δικαστήριο ζητεί από τον ενάγοντα ενημέρωση σχετικά με τη δηλωθείσα διεύθυνση του εναγομένου, ανεξαρτήτως της κατά την παράγραφο 1 θυροκολλήσεως της ειδοποιήσεως.

5.   Με την παρέλευση της προθεσμίας παραλαβής της δικογραφίας από τη γραμματεία του δικαστηρίου ή του δήμου, η επίδοση λογίζεται συντελεσθείσα.

6.   Αφού διαπιστώσει το νομότυπο της επιδόσεως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώρισή της στη δικογραφία και διορίζει ειδικό εκπρόσωπο του εναγομένου με δαπάνη του ενάγοντος.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Η αναιρεσείουσα, Βουλγάρα υπήκοος, ζει στην Ιταλία, όπου συζούσε επί πολλά έτη με τον Ilia Dimitrov Iliev, επίσης Βούλγαρο υπήκοο. Απέκτησαν μαζί μία κόρη, η οποία γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2004.

14.

Η αναιρεσείουσα και ο I. D. Iliev έχουν χωρίσει. Η αναιρεσείουσα ζει με την κόρη της στο Μιλάνο, όπου η ίδια έχει σταθερή εργασία και η κόρη της φοιτά στην τετάρτη τάξη του δημοτικού. Ο I. D. Iliev ζει επίσης στην Ιταλία, όπου και έχει σταθερή εργασία. Συναντά την κόρη του κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες.

15.

Το τέκνο έχει βουλγαρική υπηκοότητα. Του χορηγήθηκε βουλγαρικό διαβατήριο, το οποίο είχε ισχύ μέχρι τις 5 Απριλίου 2012. Ωστόσο, ο I. D. Iliev δεν παρέσχε την απαραίτητη συγκατάθεση για την ανανέωση του διαβατηρίου της κόρης του.

16.

Η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Rayonen sad de Petrich αγωγή με βάση το άρθρο 127a του SK και ζήτησε από το τελευταίο να επιλύσει τη διαφωνία μεταξύ των γονέων σχετικά με τη δυνατότητα της κόρης τους να ταξιδεύει στην αλλοδαπή και την έκδοση των απαραίτητων προς τον σκοπό αυτόν εγγράφων ταυτότητας, υποκαθιστώντας την έλλειψη συγκαταθέσεως του πατέρα.

17.

Διαπιστώνοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 47, παράγραφος 6, του GPK, το Rayonen sad διόρισε ειδικό εκπρόσωπο για τον πατέρα, την αμοιβή του οποίου, όπως αυτή καθορίστηκε από το Rayonen sad, κατέβαλε η αναιρεσείουσα. Ο ειδικός εκπρόσωπος δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του βουλγαρικού δικαστηρίου για την εκδίκαση της διαφοράς.

18.

Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2014, το Rayonen sad de Petrich απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία και περάτωσε τη διαδικασία. Διαπίστωσε ότι, δεδομένου ότι η διαφορά αφορούσε την άσκηση της γονικής μέριμνας και ότι το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ιταλία, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς είχαν μόνο τα ιταλικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού 2201/2003.

19.

Η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση κατά της από 10 Νοεμβρίου 2014 διατάξεως του Rayonen sad de Petrich.

20.

Το Okrazhen sad ( 5 ) de Blagoevgrad επικύρωσε τη διάταξη του Rayonen sad. Έκρινε, όπως και το Rayonen sad, ότι η διαφορά αφορούσε τη γονική μέριμνα και ότι, δεδομένου ότι το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ιταλία, δικαιοδοσία είχαν τα ιταλικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι δεν είχε εφαρμογή η προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού παρέκταση αρμοδιότητας, στο μέτρο που δεν παρέστη ο αναιρεσίβλητος, αλλά πληρεξούσιος που διορίστηκε από το δικαστήριο για την εκπροσώπησή του.

21.

Η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναίρεση της διατάξεως του Okrazhen sad ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad, δηλαδή του ανώτατου αναιρετικού δικαστηρίου. Το τελευταίο διερωτάται σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 2201/2003 επί της διαφοράς: συγκεκριμένα, διερωτάται αν η συγκατάθεση σε ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή και η έκδοση διαβατηρίου εμπίπτουν στην άσκηση της γονικής μέριμνας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού.

22.

Το Varhoven kasatsionen sad επισημαίνει ότι έχει εκδώσει συναφώς δύο αντιφατικές μεταξύ τους διατάξεις, εκ των οποίων μία την 1η Δεκεμβρίου 2010, στην οποία έκρινε ότι διαφορά που εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου με βάση το άρθρο 127a του SK, κατά το οποίο το δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της διαφωνίας μεταξύ των γονέων σχετικά με ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή και την έκδοση των απαραίτητων προς τον σκοπό αυτόν εγγράφων ταυτότητας, δεν εμπίπτει στην έννοια της γονικής μέριμνας κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, και άρα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου· στην άλλη διάταξη, η οποία εκδόθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2014, έκρινε ότι μια τέτοια διαφορά εμπίπτει στην έννοια της γονικής μέριμνας.

23.

Το Varhoven kasatsionen sad διερωτάται επίσης αν έχει εφαρμογή η κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 παρέκταση αρμοδιότητας, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν αμφισβήτησε μεν την αρμοδιότητα του βουλγαρικού δικαστηρίου, εκπροσωπείται όμως από πληρεξούσιο που διορίστηκε από το δικαστήριο.

24.

Κατόπιν τούτου, το Varhoven kasatsionen sad αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνιστά η εκ του νόμου προβλεπόμενη δυνατότητα του πολιτικού δικαστηρίου να κρίνει διαφορά μεταξύ γονέων που διαφωνούν ως προς το ταξίδι του τέκνου τους στην αλλοδαπή και ως προς την έκδοση εγγράφων ταυτότητας, διαδικασία σχετική με την “ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας” κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, επί της οποίας τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, στην περίπτωση όπου το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο επιβάλλει την από κοινού άσκηση αυτών των γονικών δικαιωμάτων σε σχέση με το τέκνο; και

2)

Συντρέχουν οι λόγοι στους οποίους θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία επί αστικών διαφορών γονικής μέριμνας, όταν η σχετική δικαστική απόφαση επέχει θέση νομικού γεγονότος κρίσιμου για την έκβαση διοικητικής διαδικασίας που αφορά το τέκνο, ενώ το εφαρμοστέο δίκαιο προβλέπει ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξαχθεί σε συγκεκριμένο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

3)

Πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι υφίσταται συμφωνία παρεκτάσεως αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 και τις οριζόμενες από αυτό προϋποθέσεις, όταν ο εκπρόσωπος του αναιρεσίβλητου δεν έχει αμφισβητήσει μεν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, όμως αυτός δεν έχει λάβει σχετική εξουσιοδότηση, αλλά έχει διορισθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι δεν κατέστη δυνατή λόγω δυσχερειών η ειδοποίηση του αναιρεσίβλητου προκειμένου να παραστεί αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθεί στη διαδικασία διά πληρεξουσίου τον οποίο έχει ορίσει ο ίδιος;»

25.

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Στις 20 Μαΐου 2015, το Δικαστήριο αποφάσισε να μην κάνει δεκτό το αίτημα αυτό.

26.

Με διάταξη της 3ης Ιουλίου 2015 ( 6 ), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

27.

Η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί των προδικαστικών ερωτημάτων. Η Ισπανική και η Τσεχική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.

III – Εκτίμηση

28.

Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003. Συνεπώς, κατωτέρω θα εξετάσω το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στην υπό κρίση υπόθεση. Ακολούθως, θα εξετάσω το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά μία εκ των προϋποθέσεων της κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, σε διαφορές γονικής μέριμνας, των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το τέκνο έχει στενή σχέση.

Α — Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

29.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η συγκατάθεση σε ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή και η αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου προς τον σκοπό αυτόν εμπίπτουν στην έννοια της γονικής μέριμνας κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού 2201/2003. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν η αγωγή με την οποία ένας εκ των γονέων ζητεί από το δικαστήριο να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του άλλου γονέα σε ταξίδι του τέκνου και στην αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου εμπίπτει στην έννοια των αστικών υποθέσεων κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, όταν η απόφαση του δικαστηρίου πρόκειται να ληφθεί υπόψη από την εθνική διοίκηση για την έκδοση του διαβατηρίου του τέκνου.

30.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι ο τελευταίος «εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως του είδους του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν: […] β) την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας». Ακολουθώντας το γράμμα της διατάξεως αυτής, η οποία ορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού κάνοντας αναφορά πρώτα στις αστικές υποθέσεις και έπειτα στη γονική μέριμνα, θα εξετάσω κατωτέρω αν η συγκατάθεση σε ταξίδι του τέκνου στην αλλοδαπή και η αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου προς τον σκοπό αυτόν συνιστούν «αστικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, πριν ερευνήσω αν αυτές εμπίπτουν στην έννοια της «γονικής μέριμνας» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 7, του εν λόγω κανονισμού.

1. Επί της έννοιας των «αστικών υποθέσεων» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003

31.

Ο κανονισμός 2201/2003 δεν ορίζει τις αστικές υποθέσεις ούτε στα άρθρα 1 και 2, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και τον ορισμό των χρησιμοποιούμενων σε αυτόν όρων, ούτε στις αιτιολογικές του σκέψεις. Αρκείται στην απαρίθμηση, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, των υποθέσεων στις οποίες δεν έχει εφαρμογή, δηλαδή την αναγνώριση και την προσβολή της πατρότητας, την απόφαση για την υιοθεσία και τα προπαρασκευαστικά μέτρα υιοθεσίας καθώς και την ακύρωση και την ανάκληση της υιοθεσίας, το επώνυμο και το όνομα του παιδιού, τη χειραφεσία, τις υποχρεώσεις διατροφής, το εμπίστευμα και τις κληρονομίες καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από παιδιά ( 7 ).

32.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 εμπνέεται από τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 ( 8 ) (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968). Πράγματι, το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 ορίζει ότι η τελευταία «εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου». Όπως ο κανονισμός 2201/2003, έτσι και η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 δεν ορίζει τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, παρά μόνον αρνητικώς ( 9 ), μέσω των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο της 1, δεύτερο εδάφιο ( 10 ).

33.

Ουδόλως αμφισβητείται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση C ( 11 ), η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έννοια των αστικών υποθέσεων πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, διότι μόνον έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και, όπως επισήμανε η Τσεχική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών ( 12 ), είτε αυτά κατοικούν είτε όχι στο κράτος μέλος την ιθαγένεια του οποίου έχουν.

34.

Εν προκειμένω, με την αγωγή της οποίας επιλήφθηκε το αιτούν δικαστήριο ζητείται από το τελευταίο να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του πατέρα στο ταξίδι του τέκνου και στην αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου. Εντούτοις, η έκδοση διαβατηρίου είναι διοικητική πράξη. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στην έννοια των αστικών υποθέσεων, οπότε έχει επ’ αυτής εφαρμογή ο κανονισμός 2201/2003, ή αν πρέπει να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού για τον λόγο ότι συνιστά διοικητική υπόθεση.

35.

Κατά τηn άποψή μου, η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, για τους λόγους τους οποίους θα εκθέσω στη συνέχεια.

36.

Κατά πρώτον, επισημαίνω ότι η διαφορά αυτή δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες υποθέσεων τις οποίες το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τελευταίου ( 13 ).

37.

Κατά δεύτερον, παρατηρώ ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 2201/2003, ο τελευταίος δεν προώρισται να εφαρμόζεται σε «μέτρα δημοσίου δικαίου γενικού χαρακτήρα σε θέματα εκπαίδευσης και υγείας» ( 14 ). Εξ αυτού συνάγω ότι ο εν λόγω κανονισμός προώρισται να εφαρμόζεται σε μέτρα δημοσίου δικαίου άλλα από εκείνα που έχουν γενικό χαρακτήρα σε θέματα εκπαίδευσης και υγείας ( 15 ).

38.

Κατά τρίτον, τονίζω ότι ο κανονισμός 44/2001 ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι «δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις» ( 16 ). Η επιφύλαξη αυτή εισήχθη το 1978, κατά την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 ( 17 ), προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αγνοούσαν ουσιαστικά τη, διαδεδομένη στις έννομες τάξεις των αρχικών κρατών μελών, διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, και ότι έπρεπε συνεπώς να διευκρινιστεί ποιες υποθέσεις δεν θεωρούνταν ως αστικές ( 18 ). Σε αντίθεση προς τον κανονισμό 44/2001, ο κανονισμός 2201/2003 δεν προβλέπει, στο άρθρο του 1, ότι δεν εφαρμόζεται στις διοικητικές υποθέσεις. Ωστόσο, η έκδοση του κανονισμού 2201/2003, στις 27 Νοεμβρίου 2003, είναι μεταγενέστερη της εκδόσεως του κανονισμού 44/2001, στις 22 Δεκεμβρίου 2000, και κυρίως της εισαγωγής, το 1978, της επιφυλάξεως σχετικά με τις διοικητικές υποθέσεις στη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968. Κατά συνέπεια, αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εξαιρέσει τις διοικητικές υποθέσεις από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003, φρονώ ότι η εξαίρεση αυτή θα είχε προβλεφθεί ρητώς.

39.

Κατά τέταρτον, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι εξαιρεί τις διοικητικές υποθέσεις από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, η εξαίρεση αυτή δεν θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να αφορά όλες τις διοικητικές υποθέσεις: θα αφορούσε μόνον τις εκδηλώσεις προνομίων δημόσιας εξουσίας.

40.

Πράγματι, όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001 ( 19 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να κριθεί αν μια διαφορά εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001, πρέπει να εξεταστεί η φύση της έννομης σχέσεως μεταξύ των αντιδίκων και το αντικείμενο της διαφοράς. Εξ αυτού συνήγαγε ότι, καίτοι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και ιδιώτη μπορεί πράγματι να εμπίπτουν στην ως άνω έννοια, δεν ισχύει το ίδιο όταν η δημόσια αρχή ενεργεί στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας ( 20 ).

41.

Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι η έννοια των αστικών υποθέσεων κατά τον κανονισμό 2201/2003 δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο στενότερης ερμηνείας από ό,τι η έννοια της αστικής υποθέσεως κατά τον κανονισμό 44/2001, στο μέτρο που ο κανονισμός 2201/2003, σε αντίθεση προς τον κανονισμό 44/2001, δεν προβλέπει ρητώς την εξαίρεση των διοικητικών υποθέσεων. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις διοικητικές υποθέσεις, για την εξαίρεση μιας διαφοράς από την έννοια των αστικών υποθέσεων δεν θα αρκούσε απλώς το να πρόκειται για διαφορά μεταξύ δημόσιας αρχής και ιδιώτη: θα πρέπει επιπλέον η εν λόγω δημόσια αρχή να έχει ασκήσει δημόσια εξουσία.

42.

Προκειμένου να κριθεί αν μια διαφορά εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να ληφθούν υπόψη δύο κριτήρια: αφενός, η φύση της έννομης σχέσεως μεταξύ των διαδίκων (αν η έννομη αυτή σχέση είναι αμιγώς ιδιωτικού δικαίου, η διαφορά εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις), αφετέρου, το αντικείμενο της διαφοράς (αν αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι η εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, η διαφορά εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις).

43.

Όσον αφορά, πρώτον, τη φύση της έννομης σχέσεως μεταξύ των αντιδίκων, το Δικαστήριο την εξετάζει υπό το πρίσμα της ιδιότητας των διαδίκων, δημοσίων αρχών ή ιδιωτών, καθώς και της βάσεως της ασκηθείσας αγωγής και του τρόπου ασκήσεώς της ( 21 ).

44.

Επομένως, διαφορά στην οποία αμφότεροι οι διάδικοι είναι ιδιώτες είναι οπωσδήποτε σχέση αμιγώς ιδιωτικού δικαίου. Στην απόφαση Henkel, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή με την οποία μια ένωση καταναλωτών ζητεί να απαγορευτεί σε έμπορο η χρήση καταχρηστικών ρητρών εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «μια ένωση προστασίας των καταναλωτών, όπως η [επίμαχη], έχει τον χαρακτήρα οργανισμού ιδιωτικής φύσεως» ( 22 ). Ομοίως, στην απόφαση Frahuil, το Δικαστήριο έκρινε ότι εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις η αγωγή με την οποία η επιχείρηση που εγγυήθηκε έναντι των τελωνειακών αρχών την πληρωμή δασμών από μεταφορέα ζητεί την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν στον εισαγωγέα: επρόκειτο για διαφορά μεταξύ δύο προσώπων ιδιωτικού δικαίου ( 23 ). Στην απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις η αγωγή που άσκησε λιθουανικός αερομεταφορέας κατά του φορέα διαχειρίσεως λεττονικού αεροδρομίου και ενός λεττονικού αερομεταφορέα με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας που οφείλεται σε προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, μολονότι το Λεττονικό Δημόσιο είναι ο μοναδικός ή ο πλειοψηφικός μέτοχος των εναγομένων, δεν είναι διάδικος, και ότι ο ενάγων διαμαρτυρόταν για το υπερβολικό ύψος των καταβαλλόμενων για τη χρήση των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου τελών, δηλαδή για πράξη των εναγομένων ως οικονομικών φορέων, η οποία δεν συνεπάγεται την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας ( 24 ).

45.

Αν ένας εκ των διαδίκων είναι δημόσια αρχή, το γεγονός αυτό δεν έχει, από μόνο του, ως συνέπεια την εξαίρεση της διαφοράς από την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001: εξαίρεση χωρεί μόνον αν η εν λόγω δημόσια αρχή κάνει χρήση, στο πλαίσιο της διαφοράς, προνομίων δημόσιας εξουσίας. Έτσι, στην απόφαση Sunico κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή που άσκησε η βρετανική φορολογική αρχή με αντικείμενο την ικανοποίηση φορολογικής απαιτήσεως εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις, διότι, μολονότι η ενάγουσα είναι δημόσια αρχή, ενεργεί αποκλειστικά με βάση το βρετανικό δίκαιο περί αδικοπρακτικής ευθύνης ( 25 ). Ομοίως, στην απόφαση Sapir κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αποζημιώσεως θυμάτων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος κατά του Land Berlin εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις. Ειδικότερα, η αγωγή στρεφόταν κατά του Land Berlin ως ιδιοκτήτη ακινήτων που βαρύνονται με δικαιώματα αποδόσεως, οπότε αυτό είχε την ίδια υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως με ιδιώτη ιδιοκτήτη ( 26 ).

46.

Όσον αφορά, δεύτερον, το αντικείμενο της διαφοράς, η διαφορά δεν εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις όταν έχει ως αντικείμενο την εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, δηλαδή όταν η απαίτηση πηγάζει ευθέως από πράξη δημόσιας εξουσίας ( 27 ).

47.

Στο πλαίσιο αυτό, στην απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή με την οποία Έλληνες υπήκοοι ζητούν από το Γερμανικό Δημόσιο αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη σφαγή αμάχων από στρατιώτες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων το 1943 έχει ως αντικείμενο την εκδήλωση δημόσιας εξουσίας ( 28 ). Αντιθέτως, στην απόφαση Αποστολίδης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει ως αντικείμενο την εκδήλωση δημόσιας εξουσίας η αγωγή με την οποία ιδιώτης, ιδιοκτήτης ακινήτου στην Κύπρο το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στο νησί το 1974, ζητεί από τον ιδιώτη που απέκτησε το ακίνητο αυτό να του αποδώσει άμεσα την ελεύθερη κατοχή του ( 29 ). Το γεγονός ότι το Δικαστήριο υιοθετεί αντίθετες λύσεις στις δύο αποφάσεις οφείλεται, κατά την άποψή μου, στο ότι στην απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ. η αγωγή είχε ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε άμεσα από την πράξη δημόσιας εξουσίας (τη σφαγή αμάχων), ενώ στην απόφαση Αποστολίδης η αγωγή είχε ως αντικείμενο την κατοχή ενός ακινήτου που αποκτήθηκε κατόπιν της πράξεως δημόσιας εξουσίας (την εισβολή των ενόπλων δυνάμεων), οπότε ο σύνδεσμος μεταξύ της αγωγής και της πράξεως δημόσιας εξουσίας ήταν μόνον έμμεσος.

48.

Η νομολογία σχετικά με την κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έννοια της αστικής υποθέσεως μπορεί, όπως προαναφέρθηκε ( 30 ), να ισχύσει και για την έννοια των αστικών υποθέσεων κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003.

49.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών, των γονέων του τέκνου. Η μητέρα δεν δύναται προφανώς να ασκήσει έναντι του πατέρα κάποιο ειδικό προνόμιο. Συνεπώς, η έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων είναι αμιγώς ιδιωτικού δικαίου.

50.

Επιπλέον, υπογραμμίζω ότι, με την αγωγή την οποία άσκησε, η μητέρα ζητεί από το επιληφθέν δικαστήριο να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του πατέρα στην έκδοση διαβατηρίου για το τέκνο. Η διαφορά δεν έχει ως αντικείμενο την εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, στο μέτρο που δεν ζητείται από το δικαστήριο να εκδώσει το εν λόγω διαβατήριο, αλλά να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του πατέρα. Αντικείμενό της είναι μια διαφωνία μεταξύ των γονέων, καθώς η μητέρα επιθυμεί τη μετάβαση του τέκνου στη Βουλγαρία ώστε να επισκέπτεται την οικογένειά του και ο πατέρας αντιτίθεται σε αυτό ή, τουλάχιστον, δεν προβαίνει στις απαραίτητες προς τον σκοπό αυτόν ενέργειες. Επομένως, το αντικείμενο της διαφοράς είναι αμιγώς ιδιωτικού δικαίου.

2. Επί της έννοιας της «γονικής μέριμνας» κατά το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού 2201/2003

51.

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι οι αστικές υποθέσεις που αφορούν την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, στις οποίες έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός, περιλαμβάνουν ιδίως το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας. Το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας ως, ιδίως, το δικαίωμα μετακίνησης του παιδιού για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του.

52.

Η μετακίνηση του παιδιού για διακοπές στην οικογένειά του, ακόμα και σε άλλο κράτος μέλος (εφόσον το άρθρο 2, σημείο 10, κάνει λόγο απλώς για «τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του»), και η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση διαβατηρίου προς τον σκοπό αυτόν ανταποκρίνονται πλήρως, κατά τη γνώμη μου, στον ορισμό του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας.

53.

Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αγωγή με την οποία ένας εκ των γονέων ζητεί από το δικαστήριο να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του άλλου γονέα σε ταξίδι του τέκνου τους και στην αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 2, σημεία 7 και 10, του κανονισμού 2201/2003.

Β — Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

54.

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο μη παριστάμενος διάδικος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, όταν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και δεν αμφισβητεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου.

55.

Πριν εξετάσω το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, θα προβώ σε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την προβλεπόμενη από τον κανονισμό 2201/2003 απονομή αρμοδιότητας επί διαφορών γονικής μέριμνας.

56.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 απονέμει δικαιοδοσία, επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα, στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του κατά τη στιγμή της ασκήσεως της αγωγής. Ωστόσο, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «η παράγραφος 1 δεν θίγει», μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του άρθρου 12. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, προβλέπει, επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα, την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους τα οποία είναι αρμόδια βάσει του άρθρου 3 ( 31 ) να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων ( 32 ), ενώ το άρθρο 12, παράγραφος 3, προβλέπει την αρμοδιότητα, σε θέματα γονικής μέριμνας, των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση λόγω, ιδίως, του ότι έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους.

57.

Συνεπώς, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους τα οποία είναι αρμόδια να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου ή η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 2201/2003, είναι αρμοδιότητες συντρέχουσες προς αυτήν των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του ( 33 ).

58.

Εκτιμώ ότι, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το τρίτο ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί ( 34 ) κατά τρόπον ώστε να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, και όχι της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής. Κατωτέρω θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η αναδιατύπωση αυτή και ακολούθως θα εξετάσω το ερώτημα αυτό καθεαυτό, δηλαδή το αν ο διάδικος που δεν παρίσταται, αλλά εκπροσωπείται από πληρεξούσιο ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και δεν αμφισβητεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού κατά την έννοια, πλέον, του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003.

1. Επί της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003

59.

Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, αρμοδιότητα επί θεμάτων γονικής μέριμνας του δικαστηρίου του κράτους μέλους το οποίο είναι αρμόδιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, να αποφασίσει για μια αίτηση διαζυγίου. Ωστόσο, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως διαλαμβάνεται ότι η V. I. Gogova και ο Ι. D. Iliev απλώς συζούσαν, πράγμα από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι οι δυο τους δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

60.

Αντιθέτως, η αρμοδιότητα των βουλγαρικών δικαστηρίων πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, το οποίο θέτει άλλωστε την ίδια προϋπόθεση όπως και το άρθρο 12, παράγραφος 1, δηλαδή την αποδοχή της αρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι «αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1», εφόσον, πρώτον, το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, «λόγω, ιδίως, του ότι […] το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους», δεύτερον, η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού ( 35 ). Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το παιδί έχει βουλγαρική υπηκοότητα: άρα πληρούται η πρώτη προϋπόθεση της κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 παρεκτάσεως αρμοδιότητας.

61.

Διευκρινίζω ότι, στην απόφαση L, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρέκταση αρμοδιότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 σε διαφορές γονικής μέριμνας μπορεί να ισχύσει χωρίς να είναι απαραίτητο η διαδικασία επί του ζητήματος αυτού να συνδέεται με άλλη διαδικασία που εκκρεμεί ήδη ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ του οποίου ζητείται η παρέκταση αρμοδιότητας ( 36 ). Ως εκ τούτου, ουδεμία σημασία έχει το γεγονός ότι δεν εκκρεμεί αίτηση διαζυγίου ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων: η περίσταση αυτή δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 ( 37 ).

62.

Επομένως, το τρίτο ερώτημα διατηρεί τη σημασία του. Ειδικότερα, η παράγραφος 1 και η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του κανονισμού 2201/2003 εξαρτούν την παρέκταση αρμοδιότητας από την ίδια προϋπόθεση: την ρητή ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδοχή της αρμοδιότητας αυτής από «τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας» (παράγραφος 1) ή από «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας» (παράγραφος 3). Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, αρκεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα της παραγράφου 3, και όχι της παραγράφου 1, το ζήτημα αν ο διάδικος που δεν παρίσταται και εκπροσωπείται από πληρεξούσιο ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και δεν αμφισβητεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του όσον αφορά την αρμοδιότητα αυτού.

2. Επί της ρητής ή ανεπιφύλακτης αποδοχής της αρμοδιότητας

63.

Κατά τη γνώμη μου, εναγόμενος που δεν παρίσταται δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε την αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 απλώς και μόνο για τον λόγο ότι, επειδή δεν κατέστη δυνατή η κοινοποίηση σε αυτόν του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το δικαστήριο διόρισε αυτεπαγγέλτως πληρεξούσιο για την εκπροσώπησή του και ο πληρεξούσιος αυτός προέβαλε αμυντικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας χωρίς να προτείνει την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου.

α) Επί της ελεύθερης επιλογής των διαδίκων ως θεμελίου της παρεκτάσεως αρμοδιότητας

64.

Επισημαίνω ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επιτρέψει στους διαδίκους να επιλέξουν το κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια θα είναι αρμόδια να αποφανθούν επί της γονικής μέριμνας. Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 επιτρέπει στους διαδίκους να παρεκκλίνουν από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του υπέρ των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση. Επομένως, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προωθήσει την αυτονομία των διαδίκων, παρέχοντάς τους μια δυνατότητα επιλογής, εξαρτώμενη βεβαίως από την προϋπόθεση ότι το παιδί έχει στενή σχέση με το κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια επιλέγονται ( 38 ), αλλά πάντως μια υπαρκτή δυνατότητα επιλογής. Αυτό προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως κανονισμού που παρουσίασε η Επιτροπή, κατά την οποία το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 «στοχεύει να προωθήσει την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ακόμα και αν αυτή αφορά μόνο το δικαστήριο που θα εξετάσει την υπόθεση, παρέχοντας επίσης κάποιο περιθώριο ευελιξίας στους δικαιούχους γονικής μέριμνας» ( 39 ).

65.

Εντούτοις, εφόσον η αρμοδιότητα του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου στηρίζεται στη βούληση των διαδίκων, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι έδωσαν όντως τη συγκατάθεσή τους για την αρμοδιότητα αυτή ( 40 ). Η πρόθεση του νομοθέτη, δηλαδή η προώθηση της αυτονομίας των διαδίκων, συνηγορεί υπέρ της στενής ερμηνείας της «ρητ[ή]ς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο» αποδοχής της αρμοδιότητας του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου ( 41 ).

66.

Τονίζω ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους που επιλέγεται από τους διαδίκους πρέπει να είναι «προς το συμφέρον του παιδιού». Φρονώ ότι η τελευταία αυτή διευκρίνιση, λαμβανομένου υπόψη του κομβικού χαρακτήρα του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού στο πλαίσιο του συστήματος απονομής της αρμοδιότητας που θεσπίζει ο κανονισμός 2201/2003 ( 42 ), πρέπει να θεωρηθεί ως εισάγουσα αληθινή υποχρέωση του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου να βεβαιώνεται ότι οι διάδικοι δεν έκαναν χρήση της αυτονομίας τους σε βάρος του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού ( 43 ). Η υποχρέωση αυτή επιβεβαιώνει την απαίτηση περί στενής ερμηνείας της αποδοχής της αρμοδιότητας των κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, επιλαμβανόμενων δικαστηρίων.

67.

Κατά την άποψή μου, το να θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος αποδέχτηκε την αρμοδιότητα των βουλγαρικών δικαστηρίων, μολονότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν κατέστη δυνατόν να του κοινοποιηθεί, για τον λόγο ότι ο διορισθείς από το δικαστήριο πληρεξούσιος δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση στενής ερμηνείας της προβλεπόμενης στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 προϋποθέσεως της αποδοχής.

68.

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το βουλγαρικό δικαστήριο κατέφυγε στον διορισμό πληρεξουσίου για την εκπροσώπηση του εναγομένου, ενώ από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι ο πατέρας συναντά την κόρη του κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες. Σημειώνω ότι, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 4, του GPK ( 44 ), όταν το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εναγόμενος δεν κατοικεί στην αναγραφόμενη στη δικογραφία διεύθυνση, «ζητεί από τον ενάγοντα ενημέρωση» για το θέμα αυτό. Είναι τουλάχιστον παράξενο το γεγονός ότι η μητέρα εμπιστεύεται τακτικά το τέκνο στον πατέρα του, αλλά αγνοεί τη διεύθυνση του τελευταίου. Επισημαίνω ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι το δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή ότι «καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για τον σκοπό αυτό» ( 45 ).

69.

Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς ο εναγόμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του όσον αφορά την αρμοδιότητα των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους αν αυτός αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη της ένδικης διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του ( 46 ). Αμφιβάλλω επίσης αν ένας πληρεξούσιος που διορίστηκε από το δικαστήριο δύναται εγκύρως να δώσει συγκατάθεση όσον αφορά την αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού, εφόσον δεν έχει καμία επαφή με τον εναγόμενο και συνεπώς δεν διαθέτει τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να εκτιμήσει την αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου ( 47 ).

β) Επί της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος του ενάγοντος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία

70.

Επισημαίνω ότι, αποφαινόμενο επί της ερμηνείας του άρθρου 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001, το οποίο προβλέπει ότι «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία», το Δικαστήριο έκρινε, στην πρόσφατη απόφαση Α, ότι η παράσταση του επιτρόπου ο οποίος διορίστηκε, απόντος του εναγομένου, από αυστριακό δικαστήριο δεν συνιστά παράσταση του εναγομένου αυτού κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 24, δηλαδή δεν θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου ( 48 ).

71.

Κατά την άποψή μου, στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να δοθεί η ίδια ερμηνεία όπως και στο άρθρο 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001.

72.

Ειδικότερα, αφενός, το άρθρο 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001 προβλέπει, όπως και το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, διεθνή δικαιοδοσία η οποία στηρίζεται σε οικειοθελή επιλογή των διαδίκων ( 49 ).

73.

Αφετέρου, στην απόφαση Α, το Δικαστήριο προέβη σε στάθμιση των δικαιωμάτων άμυνας με το δικαίωμα του ενάγοντος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 50 ). Επισήμανε ότι, βεβαίως, ο εναγόμενος ήταν αγνώστου διαμονής, πράγμα που εμπόδιζε τους ενάγοντες να προσδιορίσουν το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο και να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική ένδικη προστασία. Ωστόσο, στη συνέχεια του συλλογισμού του, υπογράμμισε ότι, αν η παράσταση του επιτρόπου του απόντος εναγομένου θεωρηθεί ότι συνιστά παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001, τότε ο εναγόμενος δεν θεωρείται ερημοδικήσας. Δεν θεωρείται ερημοδικήσας ούτε κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού αλλά ούτε και κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 2, το οποίο ορίζει ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν κοινοποιηθεί στον εναγόμενο. Κατά συνέπεια, ο εναγόμενος δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 34, σημείο 2, προκειμένου να προσβάλει την αναγνώριση της αποφάσεως. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001 δεν οδηγεί σε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του ενάγοντος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία και των δικαιωμάτων άμυνας ( 51 ).

74.

Εν προκειμένω, επισημαίνω ότι η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, είναι αρμοδιότητα συντρέχουσα με αυτήν των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, αν τα βουλγαρικά δικαστήρια εκτιμούσαν ότι είναι αναρμόδια για τον λόγο ότι ο πατέρας δεν αποδέχτηκε την αρμοδιότητά τους, η μητέρα θα μπορούσε να προσφύγει ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων: δεν θα υπήρχε αρνησιδικία.

75.

Επιπλέον, υπογραμμίζω ότι, αν τα βουλγαρικά δικαστήρια εκτιμούσαν ότι είναι αρμόδια με βάση το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, θα ήταν αδύνατον για τον πατέρα να ασκήσει ένδικο βοήθημα.

76.

Πράγματι, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι απόφαση εκδιδόμενη σε κράτος μέλος, για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητάς της και χωρίς η αναγνώριση να μπορεί να προσβληθεί. Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, η κοινοποίηση του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης στον εναγόμενο αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του ανωτέρω πιστοποιητικού. Ωστόσο, αν θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος αποδέχτηκε την αρμοδιότητα των βουλγαρικών δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, αυτό σημαίνει ότι δεν θεωρείται ερημοδικήσας: δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ερημοδικήσας κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, αν τα βουλγαρικά δικαστήρια θεωρούνταν αρμόδια με βάση το άρθρο 12, παράγραφος 3, τότε θα εξέδιδαν το πιστοποιητικό που επιτρέπει την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως στην Ιταλία.

77.

Αν ίσχυαν τα παραπάνω, ο πατέρας δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στην εκτέλεση της αποφάσεως των βουλγαρικών δικαστηρίων. Αφενός, το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι η έκδοση πιστοποιητικού δεν είναι δεκτική καμίας προσφυγής. Αφετέρου, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι δεν είναι δυνατή η εναντίωση στην αναγνώριση αποφάσεως η οποία έχει πιστοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως ( 52 ).

78.

Κατά συνέπεια, αν θεωρούνταν ότι ο πατέρας αποδέχτηκε την αρμοδιότητα των βουλγαρικών δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, τα δικαιώματα άμυνάς του θα υφίσταντο, κατά τη γνώμη μου, δυσανάλογης βαρύτητας προσβολή.

79.

Εναντίον του ως άνω συμπεράσματος δεν δύναται να αντληθεί επιχείρημα από την απόφαση Hypoteční banka, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντιβαίνει στον κανονισμό 44/2001 εθνική διάταξη βάσει της οποίας επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης κατά εναγομένου αγνώστου διαμονής με τον διορισμό επιτρόπου από το επιλαμβανόμενο δικαστήριο ( 53 ). Πράγματι, όπως τονίζει ρητώς το Δικαστήριο στην απόφαση Α, ενώ στην απόφαση Hypoteční banka ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να εναντιωθεί στην αναγνώριση της αποφάσεως βάσει του άρθρου 34, σημείο 2, η δυνατότητα αυτή δεν υφίστατο στην απόφαση Α. Ειδικότερα, η δυνατότητα επικλήσεως του εν λόγω άρθρου 34, σημείο 2, «προϋποθέτει […] την ερημοδικία του εναγομένου και ότι οι δικονομικές πράξεις του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν ισοδυναμούν με παράσταση του δευτέρου κατά την έννοια του […] κανονισμού [44/2001]» ( 54 ). Ωστόσο, αν το επιλαμβανόμενο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού, τότε ο εναγόμενος δεν θεωρείται ερημοδικήσας.

IV – Πρόταση

80.

Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Varhoven kasatsionen sad ως εξής:

«1)

Η αγωγή με την οποία ένας εκ των γονέων ζητεί από το δικαστήριο να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκαταθέσεως του άλλου γονέα σε ταξίδι του τέκνου τους στην αλλοδαπή και στην αίτηση εκδόσεως διαβατηρίου προς τον σκοπό αυτόν εμπίπτει στις αστικές υποθέσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 2, σημεία 7 και 10, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000.

2)

Ο εναγόμενος που δεν παρίσταται δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε κατά τρόπο ανεπιφύλακτο την αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 απλώς και μόνο για τον λόγο ότι, επειδή δεν κατέστη δυνατή η κοινοποίηση σε αυτόν του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το δικαστήριο διόρισε αυτεπαγγέλτως πληρεξούσιο και ο πληρεξούσιος αυτός προέβαλε αμυντικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας χωρίς να προτείνει την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου.»


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 )   ΕΕ L 338, σ. 1.

( 3 )   ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 4 )   Το Rayonen sad είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

( 5 )   Το Okrazhen sad είναι περιφερειακό δικαστήριο.

( 6 )   Διάταξη Ivanova Gogova (C‑215/15, EU:C:2015:466).

( 7 )   Συναφώς, επισημαίνω ότι ο ορισμός του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής με αναφορά στις αστικές υποθέσεις εισήχθη, όσον αφορά τους σχετικούς με τη γονική μέριμνα κανόνες, από τον κανονισμό 2201/2003. Ειδικότερα, η έννοια των αστικών υποθέσεων δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων (ΕΕ L 160, σ. 19), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 2201/2003. Δεν περιλαμβάνεται ούτε στη Σύμβαση που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, της 28ης Μαΐου 1998 (ΕΕ 1998, C 221, σ. 2, στο εξής: Σύμβαση Βρυξέλλες ΙΙ), η οποία αντικαταστάθηκε, ως προς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, από τον κανονισμό 1347/2000. Τόσο ο κανονισμός 1347/2000 όσο και η Σύμβαση Βρυξέλλες ΙΙ προβλέπουν ότι εφαρμόζονται στις «αστικές διαδικασίες» που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γονική μέριμνα, διευκρινίζουν δε ότι εξομοιώνονται προς τέτοιες διαδικασίες οι μη δικαστικές διαδικασίες που αναγνωρίζονται επισήμως σε ένα κράτος μέλος (βλ. άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 1347/2000, καθώς και άρθρο 1 της Συμβάσεως Βρυξέλλες ΙΙ).

( 8 )   ΕΕ 1998, C 27, σ. 1.

( 9 )   Συναφώς, στην έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, που καταρτίστηκε από τον P. Jenard (EE 1986, C 298, σ. 29, στο εξής: έκθεση Jenard) επισημαίνεται ότι η επιτροπή ειδικών η οποία συνέταξε την εν λόγω Σύμβαση «δεν διευκρίνισε τι πρέπει να νοείται ως “αστική και εμπορική υπόθεση” ούτε διευθέτησε το ζήτημα του εν λόγω χαρακτηρισμού προσδιορίζοντας το δίκαιο σύμφωνα με το οποίο πρέπει να εκτιμάται το περιεχόμενο της ως άνω φράσεως. Κατά τούτο, η επιτροπή ευθυγραμμίστηκε με τη μέθοδο που είχε υιοθετηθεί στις προϋπάρχουσες Συμβάσεις» (σ. 37).

( 10 )   Το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της, πρώτον, την προσωπική κατάσταση και την ικανότητα των φυσικών προσώπων, τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και τις κληρονομικές σχέσεις, δεύτερον, τις πτωχεύσεις, τους πτωχευτικούς συμβιβασμούς και άλλες ανάλογες διαδικασίες, τρίτον, την κοινωνική ασφάλιση, και, τέταρτον, τη διαιτησία.

( 11 )   C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 46.

( 12 )   Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 2201/2003.

( 13 )   Βλ. σημείο 3 της παρούσας γνώμης.

( 14 )   Επισημαίνω ότι η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 2201/2003 είναι πανομοιότυπη με το άρθρο 4, στοιχείο ηʹ, της Συμβάσεως της Χάγης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών, η οποία συνήφθη στις 19 Οκτωβρίου 1996 (ΕΕ 2008, L 151, σ. 39, στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1996). Κατά το άρθρο 4, στοιχείο ηʹ, της Συμβάσεως της Χάγης του 1996, η τελευταία δεν εφαρμόζεται στα «δημόσια μέτρα γενικού χαρακτήρα σε θέματα εκπαίδευσης και υγείας». Συναφώς, η επεξηγηματική έκθεση του Paul Lagarde σχετικά με τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 (διαθέσιμη στον ιστότοπο της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.hcch.net/index_fr.php) διευκρινίζει ότι ως τέτοια μέτρα νοούνται, για παράδειγμα, τα μέτρα «που επιβάλλουν την υποχρεωτική φοίτηση στο σχολείο ή τον υποχρεωτικό εμβολιασμό».

( 15 )   Βλ. αποφάσεις C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 52), και A (C‑523/07, EU:C:2009:225, σκέψη 28).

( 16 )   Η υπογράμμιση δική μου. Διευκρινίζω ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 351, σ. 1), ο οποίος καταργεί τον κανονισμό 44/2001, ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ότι «δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii)». Ο κανονισμός 1215/2012 επαναλαμβάνει στο σημείο αυτό μια νομολογία επί της οποίας θα επανέλθω κατωτέρω.

( 17 )   Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και το Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο, η οποία υπεγράφη στις 9 Οκτωβρίου 1978 (ΕΕ 1978, L 304, σ. 1). Βλ. άρθρο 3 της Συμβάσεως αυτής.

( 18 )   Συναφώς, στην έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και το Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο, η οποία υπεγράφη στις 9 Οκτωβρίου 1978, που καταρτίστηκε από τον καθηγητή P. Schlosser (EE 1979, C 59, σ. 71), διευκρινίζεται ότι «η διάκριση μεταξύ, αφενός, αστικών και εμπορικών υποθέσεων και, αφετέρου, υποθέσεων δημοσίου δικαίου είναι πολύ γνωστή στις έννομες τάξεις των αρχικών κρατών μελών. Παρά ορισμένες σημαντικές διαφορές, η διάκριση αυτή γίνεται, σε γενικές γραμμές, βάσει παρεμφερών κριτηρίων [...]. Γι’ αυτό οι συντάκτες του αρχικού κειμένου της Συμβάσεως και η έκθεση Jenard δεν εξειδίκευσαν ποιες είναι οι αστικές και εμπορικές υποθέσεις […]. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αγνοούν ουσιαστικά την —διαδεδομένη στις έννομες τάξεις των αρχικών κρατών μελών— διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, τα συναφή προβλήματα προσαρμογής δεν μπορούσαν να επιλυθούν με απλή παραπομπή στις αρχές που διέπουν τον νομικό χαρακτηρισμό. Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση [LTU, 29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 3], η οποία εκδόθηκε κατά το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων και τάσσεται υπέρ μιας ερμηνείας μη βασιζόμενης σε ένα “εφαρμοστέο” εθνικό δίκαιο, η ομάδα αρκέστηκε στη διευκρίνιση, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι οι φορολογικές, τελωνειακές και [διοικητικές] υποθέσεις δεν συνιστούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια της Συμβάσεως» (σημείο 23).

( 19 )   Το Δικαστήριο σπανίως κλήθηκε να αποφανθεί επί της έννοιας των αστικών υποθέσεων κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003. Στις αποφάσεις C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 51)· A (C‑523/07, EU:C:2009:225, σκέψη 27) και C. (C‑92/12 PPU, EU:C:2012:255, σκέψη 60), έκρινε ότι η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έννοια των αστικών υποθέσεων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να καταλαμβάνει και μέτρα τα οποία, υπό το πρίσμα της έννομης τάξεως ενός κράτους μέλους, διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Ωστόσο, και οι τρεις αυτές αποφάσεις αφορούσαν απόφαση περί αφαιρέσεως της επιμέλειας παιδιού, είτε πρόκειται για απόφαση των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας ενός δήμου περί αναθέσεως παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια (αποφάσεις C, C‑435/06, EU:C:2007:714, και A, C‑523/07, EU:C:2009:225) είτε για δικαστική απόφαση περί τοποθετήσεως παιδιού σε κλειστό ίδρυμα θεραπευτικής και εκπαιδευτικής φροντίδας (απόφαση C., C‑92/12 PPU, EU:C:2012:255). Όμως, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ρητώς ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην «τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα». Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί από τις ανωτέρω τρεις αποφάσεις ότι ο κανονισμός 2201/2003 εφαρμόζεται σε όλες τις διοικητικές υποθέσεις, όποιες κι αν είναι αυτές. Για τον λόγο αυτό εκτιμώ ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον η εξέταση της νομολογίας σχετικά με την έννοια της αστικής υποθέσεως κατά τον κανονισμό 44/2001.

( 20 )   Αποφάσεις LTU (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4)· Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψεις 8 και 14)· Rich (C‑190/89, EU:C:1991:319, σκέψη 26)· Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 20)· Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 26)· Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψεις 29 και 30)·Préservatrice foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψεις 21 και 22)·Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 20)· Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψεις 30 και 31)· Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψεις 42 έως 44)·Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 39)·Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψεις 32 και 33)·Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψεις 33 και 34), και flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψεις 26 και 30).

( 21 )   Αποφάσεις Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψη 31)·Préservatrice foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 23)·Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 20)·Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 34)·Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 35), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:231, σημείο 41).

( 22 )   C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 30.

( 23 )   C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 21.

( 24 )   C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψεις 28, 29 και 37.

( 25 )   C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψεις 37 έως 40.

( 26 )   C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψεις 35 και 36. Βλ., επίσης, αποφάσεις Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 22)·Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψεις 31 έως 37), και Préservatrice foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψεις 30 έως 36).

( 27 )   Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:231, σημείο 46): «μόνον όταν η προβαλλόμενη αξίωση πηγάζει από πράξη δημόσιας εξουσίας, η υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστική και εμπορική. Ωστόσο, η υπόθεση δεν αρκεί να έχει οποιουδήποτε είδους σχέση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η συγκεκριμένη πράξη, η οποία αποτελεί γενεσιουργό λόγο ευθύνης, θα πρέπει να συνίσταται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας».

( 28 )   C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψεις 37 και 38. Βλ., επίσης, απόφαση LTU (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4).

( 29 )   C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 45.

( 30 )   Βλ. σημείο 41 της παρούσας γνώμης.

( 31 )   Το άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003 αφορά τη γενική δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου.

( 32 )   Χάριν ευκολίας, στο εξής θα χρησιμοποιούνται οι εκφράσεις αίτηση διαζυγίου ή διαδικασία διαζυγίου, με τις οποίες θα πρέπει να νοείται η αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή η διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου.

( 33 )   Συναφώς, βλ. Gallant, Ε., «Règlement Bruxelles II bis (matières matrimoniales et responsabilité parentale)», παράγραφος 138, σε Répertoire Dalloz de droit international· Corneloup, S., «Les règles de compétence relatives à la responsabilité parentale», παράγραφοι 8 και 11, σε Le nouveau droit communautaire du divorce et de la responsabilité parentale, Dalloz, 2005, και Joubert, Ν., «Autorité parentale — Conflits de juridictions», παράγραφος 31, Jurisclasseur Droit international, τεύχος 549-20.

( 34 )   Απόφαση Abcur (C‑544/13 και C‑545/13, EU:C:2015:481, σκέψη 33).

( 35 )   Διευκρινίζω ότι η δυνατότητα των διαδίκων να προσφύγουν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση δεν προβλεπόταν ούτε στον κανονισμό 1347/2000 ούτε στη Σύμβαση της Χάγης του 1996: εισήχθη με τον κανονισμό 2201/2003.

( 36 )   C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 45.

( 37 )   Πριν το Δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτού στην απόφαση L, η οποία μνημονεύεται στην προηγούμενη υποσημείωση, το ζήτημα αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 παρέκταση αρμοδιότητας έχει εφαρμογή ελλείψει εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων. Βλ., συναφώς, Gallant, Ε., Responsabilité parentale et protection des enfants en droit international privé, Defrénois, 2004, παράγραφος 226. Βλ. επίσης Corneloup, S., «Les règles de compétence relatives à la responsabilité parentale», σημείωση 39, σε Le nouveau droit communautaire du divorce et de la responsabilité parentale, Dalloz, 2005.

( 38 )   Βλ., για το θέμα αυτό, Gallant, E., Responsabilité parentale et protection des enfants en droit international privé, Defrénois, 2004, παράγραφος 227.

( 39 )   Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 όσον αφορά τα θέματα διατροφής, Αιτιολογική έκθεση, [COM 2002 (222) final/2].

( 40 )   Πολλώ δε μάλλον που στο ιδιωτικό διεθνές οικογενειακό δίκαιο σπανίως προβλέπεται μηχανισμός στηριζόμενος στη βούληση των διαδίκων. Βλ., για το θέμα αυτό, Pataut, É., «Article 12», παράγραφος 45, σε European Commentaries on Private International Law — Brussels II Regulation, επιμέλεια Magnus, U., και Mankowski, P., Sellier European Law Publishers, 2012.

( 41 )   Υπέρ της στενής ερμηνείας, βλ. απόφαση E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 48): «δεδομένου ότι σκοπός του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 3, είναι να παρέχεται στους δικαιούχους της γονικής μέριμνας η δυνατότητα να υποβάλλουν, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους και υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, στην κρίση ορισμένου δικαστηρίου ζητήματα που αφορούν τη γονική μέριμνα, για την εξέταση των οποίων το δικαστήριο αυτό δεν έχει καταρχήν δικαιοδοσία, δεν μπορεί να γίνεται κατά τεκμήριο δεκτό ότι η συμφωνία αυτή εξακολουθεί οπωσδήποτε να ισχύει, ακόμη και μετά την περάτωση της οικείας διαδικασίας, καθώς και σε σχέση με άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν μεταγενέστερα».

( 42 )   Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2201/2003, η οποία διευκρινίζει ότι «οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας». Βλ., επίσης, άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το οποίο προβλέπει ότι τα αρμόδια δυνάμει του κανονισμού αυτού δικαστήρια ενός κράτους μέλους μπορούν να αρνηθούν την αρμοδιότητά τους υπέρ του δικαστηρίου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί «έχει ιδιαίτερη σχέση», «και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού». Βλ., τέλος, απόφαση L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 49) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση A (C‑184/14, EU:C:2015:244, υποσημείωση 13).

( 43 )   Βλ. απόφαση Ε. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 47): «όταν ένα δικαστήριο επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού διασφαλίζεται μόνο εφόσον εξετάζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η επιδιωκόμενη παρέκταση δικαιοδοσίας εξυπηρετεί το συμφέρον αυτό».

( 44 )   Βλ. σημείο 12 της παρούσας γνώμης.

( 45 )   Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση G (C‑292/10, EU:C:2012:142, σκέψεις 53 έως 55).

( 46 )   Βλ., συναφώς, απόφαση Hendrikman και Feyen (C‑78/95, EU:C:1996:380, σκέψη 18): «ο εναγόμενος που αγνοεί την κατ’ αυτού κινηθείσα ένδικη διαδικασία και για τον οποίο παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου προελεύσεως δικηγόρος που δεν έχει λάβει εντολή βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία να αμυνθεί».

( 47 )   Βλ. απόφαση A (C‑112/13, EU:C:2014:2195), επί της οποίας θα επανέλθω, και ιδίως σκέψη 55: «απών εναγόμενος που αγνοεί την αγωγή που ασκήθηκε κατά αυτού και τον διορισμό επιτρόπου απόντος εναγομένου αδυνατεί να παράσχει στον επίτροπο αυτό όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως ή να γίνει αυτή δεκτή μετά λόγου γνώσεως».

( 48 )   C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 61.

( 49 )   Όπ.π., σκέψη 54, όπου το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «η σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001 στηρίζεται σε οικειοθελή επιλογή των διαδίκων όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία». Είναι αλήθεια ότι η διεθνής δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 στηρίζεται αποκλειστικώς στην επιλογή των διαδίκων, ενώ εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 στηρίζεται όχι μόνον στην επιλογή των διαδίκων αλλά και στη στενή σχέση του παιδιού με το κράτος μέλος των επιλεγόμενων δικαστηρίων.

( 50 )   Όπ.π. (σκέψη 58).

( 51 )   Απόφαση A (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 60): «η δυνατότητα αυτή ένδικης προστασίας βάσει του άρθρου 34, σημείο 2, του […] κανονισμού [44/2001] προϋποθέτει εντούτοις […] την ερημοδικία του εναγομένου και ότι οι δικονομικές πράξεις του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν ισοδυναμούν με παράσταση του δευτέρου κατά την έννοια του ιδίου κανονισμού. Αντιθέτως, εν προκειμένω, οι δικονομικές πράξεις στις οποίες προβαίνει ο επίτροπος του απόντος εναγομένου δυνάμει [του εθνικού δικαίου] έχουν ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτό, κατά την εθνική ρύθμιση, ότι ο A παρέστη ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως». Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση A (C‑112/13, EU:C:2014:207, σημείο 50): «ο εναγόμενος, δηλαδή ο A, δεν θα έχει πλέον τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων εάν γίνει δεκτό ότι ο επίτροπος απόντος εναγομένου παρίσταται κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001».

( 52 )   Βλ. απόφαση Aguirre Zarraga (C‑491/10 PPU, EU:C:2010:828, σκέψη 56).

( 53 )   C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψεις 48 έως 55.

( 54 )   C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 60.