Υπόθεση C‑386/15 P(R)

Alcogroup SA

και

Alcodis SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Διάταξη ασφαλιστικών μέτρων — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Διαταγή περί υποβολής σε έλεγχο — Προσβολή του επαγγελματικού απορρήτου — Άρνηση αναστολής των μέτρων έρευνας — Ανάγκη χορηγήσεως προσωρινών μέτρων — Δεν υφίσταται — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίουτης 17ης Σεπτεμβρίου 2015

  1. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Ζημία προκληθείσα από το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση εμπιστευτικών εγγράφων τα οποία συμβουλεύθηκε στη διάρκεια ελέγχου διενεργηθέντος βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 – Δεν υφίσταται ζημία σε περίπτωση μη αποκαλύψεως και μη χρησιμοποιήσεως των πληροφοριών που συνελέγησαν

    (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ και 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 160 § 3· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

  2. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Αίτημα λήψεως μέτρων που κινούνται εντός του πλαισίου της διαφοράς της κύριας δίκης – Δεν υφίσταται – Απαράδεκτο – Παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δεν συντρέχει

    (Άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 160 § 3· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

  3. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Συμφέρον του αιτούντος να του χορηγηθεί η ζητούμενη αναστολή – Αίτηση η οποία έχει ως αντικείμενο πράξη στον τομέα του ανταγωνισμού ήδη εκτελεσθείσα – Ζημία που έχει ήδη επέλθει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μη δυνάμενη να εμποδίσει την επέλευση νέας ζημίας – Δεν ασκεί επιρροή – Απαράδεκτο

    (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 160 § 3)

  4. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Συμφέρον του αιτούντος να του χορηγηθεί η ζητούμενη αναστολή – Αίτηση τρεφόμενη κατά αρνητικής διοικητικής αποφάσεως – Αναστολή μη δυνάμενη να μεταβάλει την κατάσταση του αιτούντος – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 160 § 3)

  1.  Το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε απλώς γνώση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε έγγραφα που φέρονται να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν αρκεί για την απόδειξη της ανάγκης χορηγήσεως προσωρινών μέτρων, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν αποκαλυφθεί σε τρίτους και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπροσθέτως, το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Επιτροπή πιο διευρυμένη γνώση των επίμαχων εγγράφων δεν αρκεί για να αποδειχθεί το υποστατό σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας των οικείων εταιριών.

    Επομένως, το γεγονός ότι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν γνώση, στη διάρκεια του ελέγχου, εγγράφων που καλύπτονται μεν από το επαγγελματικό απόρρητο, τα οποία όμως δεν διατηρεί στην κατοχή της η Επιτροπή μετά τον έλεγχο αυτό, κατά μείζονα λόγο δεν αρκεί για την απόδειξη της ανάγκης χορηγήσεως προσωρινών μέτρων προς διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εκδοθησομένης αποφάσεως περί ενδεχόμενης ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου. Πράγματι, δεν υφίσταται καμία δυνατότητα να αποκαλύψει η Επιτροπή τα στοιχεία αυτά, τα οποία δεν έχει πλέον στη διάθεσή της, σε τρίτους ούτε να γίνει επίκληση των ως άνω στοιχείων προκειμένου να αποδειχθεί παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψεις 24, 25)

  2.  Δεν μπορεί να ζητείται από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να υπερβεί τις αρμοδιότητές του, προεξοφλώντας τις συνέπειες που θα αντλούσε η Επιτροπή στην περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο θα ακύρωνε δύο αποφάσεις της Επιτροπής, εκ των οποίων η πρώτη διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 και η δεύτερη απορρίπτει αίτηση άμεσης αναστολής οποιασδήποτε πράξεως έρευνας σχετικά με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ο έλεγχος. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη των αποφάσεων που πρόκειται να εκδώσουν σε μεταγενέστερο χρόνο, ο μεν δικαστής της ουσίας της Ένωσης στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η δε Επιτροπή σε διοικητικό επίπεδο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ληφθούν στο μέλλον, σε περίπτωση ανάγκης, πρόσφορα μέτρα τα οποία συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην απομάκρυνση ορισμένων εμπιστευτικών εγγράφων από τον φάκελο της Επιτροπής τα οποία περιήλθαν σε γνώση αυτής στη διάρκεια του εν λόγω ελέγχου, προκειμένου να αποκατασταθεί ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Δεν μπορεί επίσης να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να αποφασίσει η Επιτροπή να μη δώσει καμία συνέχεια στις έρευνές της.

    (βλ. σκέψεις 27, 30)

  3.  Στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος σχετικά με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, ειδικότερα, του ζητήματος εάν το προσωρινό μέτρο είναι αναγκαίο προς διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εκδοθησομένης αποφάσεως περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων με την κύρια προσφυγή αποφάσεων, διαπιστώνεται ότι ενδεχόμενη χρήση σε μεταγενέστερο χρόνο, για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, εγγράφων που κατασχέθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχου στον τομέα του ανταγωνισμού, εξεταζομένων υπό το πρίσμα πληροφοριών που συνελέγησαν παρανόμως, ενδέχεται να προκαλέσει πρόσθετη ζημία στην οικεία επιχείρηση. Εντούτοις, ακόμη και αν ο δικαστής της Ένωσης είχε διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία είχε εκτελεστεί με τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού, μια τέτοια αναστολή δεν θα εμπόδιζε την επέλευση της νέας αυτής ζημίας, εφόσον δεν θα είχε ούτε ως αντικείμενο ούτε καν ως αποτέλεσμα να απαγορεύσει στην Επιτροπή να συνεχίσει την ανάλυση των ήδη κατασχεθέντων εγγράφων.

    (βλ. σκέψη 35)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 38)