23.11.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 389/21


Αναίρεση που άσκησαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 η Westfälische Drahtindustrie GmbH κ.λπ. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 15 Ιουλίου 2015 στην υπόθεση T-393/10, Westfälische Drahtindustrie GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-523/15 P)

(2015/C 389/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Westfälische Drahtindustrie GmbH, Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG, Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (εκπρόσωπος: C. Stadler, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των αναιρεσειουσών:

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον απορρίπτει τα αιτήματά τους·

2.

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να ακυρώσει το άρθρο 2, σημείο 8, της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.344 — προεντεταμένος χάλυβας), όπως τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις της Επιτροπής C(2010) 6676 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και C(2011) 2269 τελικό, της 4ης Απριλίου 2011, καθώς και το έγγραφο του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού, της 14ης Φεβρουαρίου 2011, καθόσον αφορούν τις αναιρεσείουσες·

επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες με το άρθρο 2, σημείο 8, της ανωτέρω αποφάσεως της Επιτροπής,

3.

επικουρικώς σε σχέση με τα αιτήματα υπό σημείο 1 και 2, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της υποθέσεως,

4.

να καταδικάσει την καθής πρωτοδίκως στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της αποφάσεως του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 15ης Ιουλίου 2015.

Η Westfälische Drahtindustrie GmbH, η Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και η Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG στηρίζουν την αίτηση αναιρέσεως στους ακόλουθους λόγους:

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 (1), παραβίασε το σύστημα της κατανομής αρμοδιοτήτων και της ισορροπίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων, καθώς και την αρχή της διασφαλίσεως αποτελεσματικής έννομης προστασίας, διότι δεν άσκησε δεόντως την πλήρη δικαιοδοσία του και δεν εξέτασε επί της ουσίας την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής, αλλά έλαβε δική του ανεξάρτητη απόφαση περί επιβολής προστίμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποκατέστησε τη διοίκηση και στέρησε από τις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να αμυνθούν έναντι της εσφαλμένης διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα.

Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον κρίσιμο χρόνο για την εκτίμηση της πραγματικής και νομικής καταστάσεως και, στο πλαίσιο της –όπως προαναφέρθηκε μη δέουσας– ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, στηρίχθηκε στη νομική και πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του, ήτοι σε γεγονότα που συνέβησαν κατά τα έτη 2011 έως 2013, δηλαδή έλαβε υπόψη περιστάσεις που προέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής. Οι αποφάσεις που παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο ως «συναφείς» δεν δύνανται να τεκμηριώσουν την κρίση του, αντιθέτως, από τη νομολογιακή πρακτική των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προκύπτει σαφώς ότι επιπρόσθετα στοιχεία μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφενός, μόνον προς όφελος της κρινόμενης επιχειρήσεως και, αφετέρου, μόνον εφόσον ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα των αναιρεσειουσών. Μη λαμβάνοντας υπόψη την αρχή που καθιερώνεται στο σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων, βάσει της οποίας επιχειρήσεις που καταβάλλουν το πρόστιμο σε δόσεις πρέπει να καθίσταται δυνατό να το εξοφλήσουν κατά κανόνα σε περίοδο 3 έως 5 ετών, επέβαλε στις αναιρεσείουσες δυσανάλογο πρόστιμο, το οποίο θα μπορούσαν να αποπληρώσουν στην καλύτερη περίπτωση μετά από ιδιαιτέρως μακρά χρονική περίοδο. Επιπλέον, ερμηνεύοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών που αναπτύχθηκαν για το σημείο 35 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και τον καθορισμό του κρίσιμου χρόνου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη ως προς τη συγκρισιμότητα των επίμαχων καταστάσεων.

Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε και το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα των αναιρεσειουσών σε αποτελεσματική έννομη προστασία, καθόσον, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν εξέτασε τους υπολογισμούς του προστίμου εκ μέρους της Επιτροπής και τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκαν οι διάδικοι. Τέτοιος έλεγχος όμως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του απαιτούμενου πλήρους και απεριόριστου ελέγχου από ουδέτερο όργανο για την αποτελεσματική έννομη προστασία έναντι των αποφάσεων επιβολής προστίμου που εκδίδει η Επιτροπή.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (EE L 1, σ. 1).