26.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 354/22


Προσφυγή της 6ης Αυγούστου 2015 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-433/15)

(2015/C 354/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Rossi, D. Nardi, J. Guillem Carrau)

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Κυβέρνηση, μη διασφαλίζοντας την επιβολή της οφειλόμενης συμπληρωματικής εισφοράς επί της υπερβαίνουσας την εθνική ποσόστωση παραγωγής στην Ιταλία, από την πρώτη περίοδο κατά την οποία πράγματι επιβλήθηκε η συμπληρωματική εισφορά στην Ιταλία (1995/1996) έως την τελευταία περίοδο κατά την οποία διαπιστώθηκε πλεονάζουσα παραγωγή στην Ιταλία (2008/2009), στους μεμονωμένους παραγωγούς που είχαν συντελέσει σε κάθε μία από τις υπερβάσεις παραγωγής, καθώς και την άνευ καθυστερήσεων καταβολή της, κατόπιν κοινοποιήσεως του οφειλόμενου ποσού, από τους αγοραστές ή από τους παραγωγούς σε περίπτωση απευθείας πωλήσεων, ή, σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, την καταχώριση και εν τέλει αναγκαστική είσπραξή της από τους εν λόγω αγοραστές ή παραγωγούς, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ίσχυαν κατά τις οικείες περιόδους, και ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) 3950/92 (1), του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1788/2003 (2), των άρθρων 79, 80 και 83 του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 (3)· καθώς και, όσον αφορά τις εκτελεστικές διατάξεις της Επιτροπής, του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 536/1993 (4), του άρθρου 11, παράγραφοι 1, και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1392/2001 (5) και, τέλος, των άρθρων 15 και 17 του κανονισμού (ΕΚ) 595/2004 (6)·

β)

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από τα προσκομισθέντα από τις ιταλικές αρχές στοιχεία ή τα κτηθέντα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία προκύπτει ότι το υπολειπόμενο προς είσπραξη ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς ανέρχεται σε 1  343 εκατομμύρια ευρώ. Το πράγματι εισπραχθέν συνολικό ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς αντιστοιχεί σε περίπου 282 εκατομμύρια ευρώ από το συνολικώς καταλογισθέν ποσό της εισφοράς περίπου 2  305 εκατομμυρίων ευρώ, για το διάστημα από την πρώτη περίοδο εμπορίας οπότε και άρχισε να λειτουργεί επισήμως το σύστημα συμπληρωματικής εισφοράς στην Ιταλία (περίοδος 1995/1996) έως την τελευταία περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώθηκε πλεονάζουσα παραγωγή (περίοδος 2008/2009). Μετά την αφαίρεση των ποσών που καλύπτονται από τα χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής (469 εκατομμύρια ευρώ) και των ποσών που κηρύχθηκαν μη ανακτήσιμα (211 εκατομμύρια ευρώ), η αναλογία μεταξύ της εισφοράς που πράγματι εισπράχθηκε και του προς είσπραξη υπολοίπου, μη συμπεριλαμβανομένων των ποσών που καλύπτονται από χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής και των ποσών που κηρύχθηκαν μη ανακτήσιμα, αντιστοιχεί σε 21 %. Κατ' ουσίαν, τα ποσά που πράγματι ανακτήθηκαν αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 1/4 του προς ανάκτηση ποσού κατά την ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη ημερομηνία.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ποσοστό των πράγματι ανακτηθέντων ποσών σε σχέση προς το ποσοστό των καταλογισθέντων ποσών, για κάθε οικεία περίοδο εμπορίας, μη συμπεριλαμβανομένων των ποσών των καλυπτόμενων από χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής και των κηρυχθέντων μη ανακτήσιμων, καταδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα του συστήματος επιβολής της συμπληρωματικής εισφοράς, καθόσον ήταν σε γενικές γραμμές κάτω του 21 % κατά τις οικείες περιόδους και παρά το γεγονός ότι κατά τη λήξη της καθορισθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη περιόδου είχαν παρέλθει περισσότερα από 5 έτη από τη λήξη της τελευταίας περιόδου εμπορίας κατά την οποία είχε σημειωθεί πλεονάζουσα παραγωγή στην Ιταλία.

Όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους που προέβαλε η Ιταλία, σύμφωνα με τους οποίους η ανάκτηση των οφειλομένων ποσών της εισφοράς είχε παρεμποδισθεί στην πράξη από διάφορες εκκρεμείς προσφυγές τις οποίες είχαν ασκήσει οι οφειλέτες κατά των απαιτήσεων πληρωμής, η Επιτροπή προσκόμισε στοιχεία σχετικά με τα πράγματι ανακτηθέντα ποσά έναντι των προς είσπραξη ποσών τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί, για εκάστη των οικείων περιόδων εμπορίας. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι από το καταβλητέο ποσό των περίπου 1  068 εκατομμυρίων ευρώ, μόνον 241 εκατομμύρια ευρώ έχουν ανακτηθεί, όπερ αντιστοιχεί στο 23 % του αξιούμενου ποσού, γεγονός για το οποίο δεν συντρέχει κάποια δικαιολόγηση.

Δεδομένου ότι σκοπός της συμπληρωματικής εισφοράς είναι η αποτροπή παραγωγής γάλακτος υπερβαίνουσας τις εθνικές ποσοστώσεις αναφοράς (ΕΠΑ), εξαιτίας της συνεχιζόμενης μη ανακτήσεως των εν λόγω σημαντικών ποσών 20 έτη από την εισαγωγή στην Ιταλία του καθεστώτος ποσοστώσεων για την παραγωγή και έξι έτη από την τελευταία καταχωρισθείσα υπέρβαση των ιταλικών ΕΠΑ το σύστημα συμπληρωματικής εισφοράς έχει απωλέσει την πρακτική αποτελεσματικότητα την οποία επιδίωκε ο νομοθέτης, όπως προκύπτει και από τις επανειλημμένες υπερβάσεις που διαπιστώθηκαν για κάθε περίοδο από 1995/1996 έως 2008/2009.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μη ανάκτηση τόσο σημαντικών ποσών της συμπληρωματικής εισφοράς οφείλεται σε συγκεκριμένες αμέλειες της Ιταλικής Δημοκρατίας, όπερ εξηγεί την αναποτελεσματικότητα του συστήματος επιβολής συμπληρωματικής εισφοράς στην Ιταλία για το οικείο διάστημα.

Πρώτον, η νομοθετική σύγχυση η οποία χαρακτηρίζει την ιταλική εκτελεστική νομοθεσία έχει προκαλέσει καθυστέρηση στην πραγματική εφαρμογή του συστήματος εισφοράς στην Ιταλία και έναν ασυνήθη όγκο δικαστικών υποθέσεων, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ανάκτηση της οφειλόμενης εισφοράς εξαιτίας της αναστολής των πληρωμών που διατάσσουν τα εθνικά δικαστήρια ως προληπτικό μέτρο.

Δεύτερον, η Ιταλία δεν έχει χρησιμοποιήσει αποτελεσματικώς όλους τους διαθέσιμους διοικητικούς μηχανισμούς για την πραγματική ανάκτηση των οφειλομένων ποσών της εισφοράς, όπως την αντιστάθμιση. Η δυνατότητα αντισταθμίσεως των προς είσπραξη εισφορών με ενισχύσεις στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής έχει θεσπιστεί κατά τρόπο αναποτελεσματικό και με καθυστέρηση, ενώ ισχύει έως σήμερα νομοθεσία η οποία παρεμποδίζει την εφαρμογή του συστήματος αυτού.

Τρίτον, οι διαδικασίες ανακτήσεως έχουν ως επί το πλείστον ανασταλεί από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου 33/2009 έως σήμερα, λόγω της απουσίας εκτελεστικών διατάξεων ή συνάψεως συμφωνιών μεταξύ των αρχών και των οργάνων που απαιτούνται για την επανεκκίνηση των εν λόγω διαδικασιών.

Τέταρτον, η Επιτροπή δέχεται ότι, εξαιτίας μεθοδολογικών σφαλμάτων των αρμοδίων αρχών για τη διαδικασία ανακτήσεως, απαιτητά ποσά θεωρούνται εσφαλμένως μη ανακτήσιμα, με αποτέλεσμα να καθίσταται περαιτέρω αναποτελεσματική η ανάκτηση της συμπληρωματικής εισφοράς.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 405, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1788/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 270, σ. 123).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ L 299, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 187, σ. 19).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) 595/2004 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1788/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 94, σ. 22).