21.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 311/17


Αναίρεση που άσκησε στις 8 Ιουνίου 2015 η Sea Handling SpA, υπό εκκαθάριση, νυν Sea Handling SpA, κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 25 Μαρτίου 2015 στην υπόθεση T-456/13, Sea Handling κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-271/15 P)

(2015/C 311/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Sea Handling SpA, υπό εκκαθάριση, ήδη Sea Handling SpA (εκπρόσωποι: B. Nascimbene και M. Merola, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 25ης Μαρτίου 2015, στην υπόθεση T-456/13·

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ref. Ares(2013)2028929, της 12ης Ιουνίου 2013, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της SEA Handling για πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο της διαδικασίας SA.21420 — Italia/SEA Handling·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1.

Πρώτος λόγος: Πλάνη περί το δίκαιο, αντιφατική και πλημμελής αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση της εξαιρέσεως περί προστασίας του σκοπού της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (1).

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κατά το μέτρο που έκρινε νόμιμη την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας όσον άφορα μια αίτηση προσβάσεως σε συγκεκριμένα έγγραφα. H ερμηνεία της εξαιρέσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την προστασία του σκοπού της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εισάγει περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα (i) δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 και (ii) μη δεόντως αιτιολογημένο.

Με την πρώτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αντιτάσσει το γενικό τεκμήριο σε αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα στο πλαίσιο διαδικασίας περί κρατικών ενισχύσεων κατά την οποία προσδιορίζονται επακριβώς και λεπτομερώς τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν, σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της υπό κρίση υποθέσεως, το οποίο χαρακτηρίζεται από αποδοκιμαστέες διαδικαστικές παραβάσεις που καταλογίζονται στην Επιτροπή, μια τέτοιου είδους ενέργεια έχει ως συνέπεια να μετατρέπεται το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας σε αμάχητο τεκμήριο, χωρίς να παρέχεται δυνατότητα αμφισβητήσεως στον αιτούντα την πρόσβαση στα έγγραφα, κατά παράβαση του γράμματος του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

Με τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ορθώς αιτιολογημένη, κατά το μέτρο που δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι χωρεί εφαρμογή της αρχής που διατυπώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C-139/07 P, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (EE:C:2010:376), σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αίτηση προσβάσεως δεν αφορά ολόκληρο τον φάκελο αλλά συγκεκριμένα και μεμονωμένα έγγραφα.

2.

Δεύτερος λόγος: Πλάνη περί το δίκαιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κατά το μέτρο που αποκλείει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως στα έγγραφα.

Το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η εφαρμογή του αμάχητου τεκμηρίου δικαιολογούσε την άρνηση γνωστοποιήσεως των οικείων εγγράφων, εξουσιοδοτώντας την Επιτροπή να μην παράσχει μερική πρόσβαση σε αυτά. Εν προκειμένω, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο κατά το παρελθόν είχε απορρίψει τη μερική πρόσβαση σε έγγραφα που καλύπτονται από τα γενικά τεκμήρια εμπιστευτικότητας και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε θεμιτώς να απορρίψει τη μερική πρόσβαση για τον λόγο και μόνον ότι τα οικεία έγγραφα περιλαμβάνονταν στον διοικητικό φάκελο υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου κρατικών ενισχύσεων.

3.

Τρίτος λόγος: Πλάνη περί το δίκαιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε την υποχρέωσή του εξετάσεως των εγγράφων στα οποία απαγορεύθηκε η πρόσβαση.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που δεν τήρησε την υποχρέωσή του εξετάσεως των εγγράφων στα οποία απαγορεύθηκε η πρόσβαση, κρίνοντας ότι ήταν σε θέση να ελέγξει το έργο της Επιτροπής χωρίς να εξετάσει τα επίμαχα έγγραφα.

4.

Τέταρτος λόγος: Αντιφατικότητα και πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή στάθμιση των διαδικαστικών πλημμελειών που διαπράχθηκαν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέτρο που δεν δέχθηκε ότι οι διαδικαστικές πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή είχαν συνέπειες στη δυνατότητα της αιτούσας να προβάλει στην υπό κρίση υπόθεση την άποψή της σε σχέση με την εφαρμογή του τεκμηρίου εμπιστευτικότητας. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του ότι οι εν λόγω πλημμέλειες έθιξαν τα διαδικαστικά δικαιώματα της αιτούσας και, εν τοις πράγμασι, μετέτρεψαν το γενικό τεκμήριο προσβολής των δραστηριοτήτων έρευνας από μαχητό τεκμήριο σε αμάχητο.

5.

Πέμπτος λόγος: Πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δυνάμενο να αντιταχθεί στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να λάβει δεόντως υπόψη του τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα επί του σημείου αυτού.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).