Υπόθεση C‑696/15 P
Τσεχική Δημοκρατία
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αιτήσεις αναιρέσεως – Μεταφορές – Οδηγία 2010/40/ΕΕ – Ανάπτυξη συστημάτων ευφυών μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών – Άρθρο 7 – Παροχή εξουσιοδοτήσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Όρια – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 885/2013 – Παροχή υπηρεσιών πληροφορήσεως για ασφαλείς και προστατευμένες θέσεις σταθμεύσεως φορτηγών και επαγγελματικών οχημάτων – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 886/2013 – Δεδομένα και διαδικασίες για τη δωρεάν παροχή στους χρήστες ελάχιστων καθολικών πληροφοριών για την κυκλοφορία σχετικών με την οδική ασφάλεια – Άρθρο 290 ΣΛΕΕ – Σαφής καθορισμός των σκοπών, του περιεχομένου, της εκτάσεως και της διάρκειας της εξουσιοδοτήσεως – Ουσιώδες στοιχείο του ρυθμιζόμενου θέματος – Σύσταση οργανισμού ελέγχου»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Ιουλίου 2017
Μεταφορές–Οδικές μεταφορές–Συστήματα ευφυών μεταφορών–Υποχρέωση των κρατών μελών να αναπτύξουν εφαρμογές και υπηρεσίες τέτοιων συστημάτων–Δεν υφίσταται
(Οδηγία 2010/40 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμοί της Επιτροπής 885/2013 και 886/2013)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Ερμηνεία–Μέθοδοι–Ερμηνεία εκτελεστικού κανονισμού με βάση τον βασικό κανονισμό
Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Άσκηση των αρμοδιοτήτων–Αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση–Είναι αναγκαίο ο νομοθέτης της Ένωσης να οριοθετήσει σαφώς αυτήν την αρμοδιότητα στη βασική νομοθετική πράξη–Περιεχόμενο
(Άρθρο 290 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· οδηγία 2010/40 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 7)
Αναίρεση–Λόγοι–Πλημμελές σκεπτικό αποφάσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης–Διατακτικό βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους–Απόρριψη
(Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
Αναίρεση–Λόγοι–Ανεπαρκής αιτιολογία–Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μια έμμεση αιτιολογία–Επιτρέπεται–Προϋποθέσεις
(Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Άσκηση των αρμοδιοτήτων–Αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση–Υποχρέωση μη τροποποιήσεως των ουσιωδών στοιχείων της βασικής νομοθετικής πράξεως–Χαρακτηρισμός στοιχείων ως ουσιωδών–Συνεκτίμηση των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του ρυθμιζόμενου θέματος–Δικαστικός έλεγχος–Περιεχόμενο
(Άρθρο 290 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ)
Οι κανονισμοί 885/2013, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/40 για τα ευφυή συστήματα μεταφορών (ITS) όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης για ασφαλείς και προστατευμένες θέσεις στάθμευσης φορτηγών και επαγγελματικών οχημάτων, και 886/2013, προς συμπλήρωση της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τα δεδομένα και τις διαδικασίες για τη δωρεάν, ενδεχομένως, παροχή ελάχιστων καθολικών πληροφοριών για την κυκλοφορία σχετικών με την οδική ασφάλεια στους χρήστες, δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη προβλέπουσα ρητή υποχρέωση των κρατών μελών να αναπτύξουν τις εφαρμογές και τις υπηρεσίες για τα ευφυή συστήματα μεταφορών στο έδαφός τους. Από τη μνεία της οδηγίας 2010/40 στο άρθρο 1 καθενός εκ των ως άνω κανονισμών προκύπτει άνευ αμφισημίας ότι αυτοί δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να αναπτύξουν τις εφαρμογές και τις υπηρεσίες ΙTS στο έδαφός τους, αλλά απλώς και μόνο να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι προδιαγραφές που θεσπίζονται με τους εν λόγω κανονισμούς να εφαρμόζονται στις εφαρμογές και στις υπηρεσίες ITS εφόσον αυτές αναπτύσσονται.
(βλ. σκέψεις 25, 30)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 33)
Καίτοι, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2010/40, περί πλαισίου ανάπτυξης των Συστημάτων Ευφυών Μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και των διεπαφών με άλλους τρόπους μεταφοράς, η Επιτροπή υποχρεούται να θεσπίζει προδιαγραφές ώστε να εξασφαλιστεί η συμβατότητα, η διαλειτουργικότητα και η συνέχεια της αναπτύξεως και λειτουργικής χρήσεως των ITS για τις δράσεις προτεραιότητας., εντούτοις, υπό το πρίσμα του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η εξουσιοδότηση του άρθρου 7 δεν δύναται να ερμηνευθεί ως παρέχουσα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να υπερβεί το πλαίσιο που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω οδηγίας, το οποίο καθορίζει ρητώς όχι μόνο, στην παράγραφο 1, τον σκοπό των προδιαγραφών, αλλά και το περιεχόμενο και την έκτασή τους, προσδιορίζοντας σαφώς, ιδίως στην παράγραφο 4, τα μέτρα που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αυτών των προδιαγραφών.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 290, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι νομοθετικές πράξεις οριοθετούν ρητώς όχι μόνο τους στόχους, αλλά και το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της εξουσιοδοτήσεως. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι η εξουσιοδότηση αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων που εντάσσονται στο κανονιστικό πλαίσιο όπως αυτό ορίζεται από τη βασική νομοθετική πράξη. Επιπροσθέτως, η παρεχόμενη εξουσιοδότηση πρέπει να είναι αρκούντως σαφής, υπό την έννοια ότι πρέπει να επισημαίνει εναργώς τα όρια της παρεχόμενης εξουσίας και να είναι τέτοια ώστε να καθιστά δυνατό τον έλεγχο της χρήσεως που θα της γίνει από την Επιτροπή βάσει αντικειμενικών κριτηρίων καθορισμένων από τον νομοθέτη της Ένωσης. Συναφώς, δεν δύναται να υποστηριχθεί ότι ο μόνος περιορισμός που βαρύνει τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο εξουσιοδοτήσεως συνίσταται στην απαγόρευση μεταβιβάσεως της εξουσίας ρυθμίσεως ουσιωδών στοιχείων του οικείου τομέα. Βεβαίως, το άρθρο 290, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ επιτρέπει στον νομοθέτη της Ένωσης να παρέχει στην Επιτροπή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να ασκήσει την εξουσία που της μεταβιβάζει, το οποίο δύναται, αναλόγως των χαρακτηριστικών του οικείου αντικειμένου, να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευρύ. Εντούτοις, κάθε νομοθετική εξουσιοδότηση υπό την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ –και κάθε τυχόν περιθώριο εκτιμήσεως που αυτή καταλείπει– πρέπει να οριοθετείται από το πλαίσιο που τίθεται με τη βασική πράξη.
(βλ. σκέψεις 47-50, 52)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 56)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 72)
Κατά το άρθρο 290, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα ρυθμίζονται αποκλειστικώς με νομοθετική πράξη και, συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως. Ένα στοιχείο είναι ουσιώδες, υπό την έννοια αυτής της διατάξεως, ιδίως εάν η έγκρισή του προϋποθέτει πολιτικές επιλογές εμπίπτουσες στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης, καθόσον αυτές συνεπάγονται στάθμιση των υφιστάμενων εν προκειμένω αποκλινόντων συμφερόντων βάσει διαφόρων εκτιμήσεων ή εάν ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων προσώπων σε βαθμό που να επιβάλλει την επέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης.
Συναφώς, το άρθρο 290, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, προβλέποντας σαφώς ότι τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα ρυθμίζονται αποκλειστικώς με νομοθετική πράξη και, συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως, θέτει όρια στην ευχέρεια της οποίας απολαύει ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο μιας εξουσιοδοτήσεως. Πράγματι, αυτή η διάταξη σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις που αφορούν τέτοια στοιχεία μπορούν να εκδοθούν μόνον από τον νομοθέτη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που ο δικαστής της Ένωσης δεν εξετάζει εάν μια συγκεκριμένη πτυχή συνιστά ή όχι ουσιώδες στοιχείο αυτής, αλλά αρκείται στο να παραπέμψει στην έκταση της εξουσιοδοτήσεως που περιλαμβάνεται στην λόγω νομοθετική πράξη, διαπιστώνεται ότι παραβαίνει το άρθρο 290, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ. Έτσι, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η διάταξη αυτή, ο δικαστής της Ένωσης δεν διακρίβωσε εάν, εν προκειμένω, η θέσπιση κανόνων που αφορούν ουσιώδη στοιχεία του οικείου τομέα παρέμενε στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης και δεν είχε αποτελέσει το αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως.
(βλ. σκέψεις 75, 78, 81-83)