ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)
της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Πρόστιμα — Υπολογισμός του ύψους των προστίμων — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Σημείο 35 — Πλήρης δικαιοδοσία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 47 — Δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προσφυγή εντός ευλόγου χρόνου»
Στην υπόθεση C‑519/15 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2015,
Trafilerie Meridionali SpA, με έδρα την Pescara (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Ferrari και G. Lamicela, avvocati,
αναιρεσείουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Bottka, G. Conte και P. Rossi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, J. C. Bonichot και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
|
1 |
Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Trafilerie Meridionali SpA (στο εξής: Trame) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Ιουλίου 2015, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής (T-422/10, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:512), με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση και μεταρρύθμιση της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 – Προεντεταμένος χάλυβας), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011 (στο εξής: επίδικη απόφαση). |
Το νομικό πλαίσιο
|
2 |
Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), ορίζουν όσον αφορά τη «δυνατότητα πληρωμής» τα εξής:
|
Το ιστορικό της υποθέσεως
|
3 |
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τον τομέα του προεντεταμένου χάλυβα (στο εξής: APC). Με τον όρο αυτόν προσδιορίζονται μεταλλικά καλώδια και συρματόσχοινα από χονδρόσυρμα, ιδίως δε ο χάλυβας για προεντεταμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπαλκονιών, θεμελίων ή αγωγών και ο χάλυβας για μετεντεταμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται για βιομηχανικές κατασκευές, υπόγειες κατασκευές ή για την κατασκευή γεφυρών. |
|
4 |
Η Trame είναι ιταλική επιχείρηση παραγωγής συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων, καθώς και άλλων ειδών χάλυβα. Τουλάχιστον από τις αρχές του 1997 και έως το τέλος του 2002, διάστημα κατά το οποίο η εταιρία αυτή έφερε την επωνυμία «Trafilerie Meridionali SpA», το κεφάλαιό της κατείχε κατά πλειοψηφία μια οικογένεια. Στις 28 Απριλίου 2008, η εταιρία αυτή μετονομάστηκε σε Emme Holding SpA και ίδρυσε θυγατρική με την επωνυμία «Trafilerie Meridionali Srl», η οποία και ανέλαβε τις κατασκευαστικές δραστηριότητες της μητρικής της εταιρίας. Στις 11 Νοεμβρίου 2013, η Emme Holding απορρόφησε την εν λόγω θυγατρική και ανέκτησε την επωνυμία «Trafilerie Meridionali SpA». |
|
5 |
Στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002 η Επιτροπή, έχοντας λάβει πληροφορίες από την Bundeskartellamt (ομοσπονδιακή αρχή ανταγωνισμού, Γερμανία) και από έναν κατασκευαστή APC για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους στα γραφεία πολλών επιχειρήσεων. |
|
6 |
Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η Επιτροπή εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία κοινοποίησε σε πολλές εταιρίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η Trame. Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αυτής υπέβαλαν όλοι έγγραφες παρατηρήσεις σε απάντηση των διατυπωμένων από την Επιτροπή αιτιάσεων. Στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 2009 πραγματοποιήθηκε ακρόαση στην οποία έλαβε μέρος η Trame. |
|
7 |
Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι πολλοί προμηθευτές APC είχαν παραβεί το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), μετέχοντας σε σύμπραξη ευρωπαϊκού, εθνικού και περιφερειακού επιπέδου, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1984 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002. |
|
8 |
Η εν λόγω σύμπραξη συνίστατο, μεταξύ άλλων, στις εξής συνεννοήσεις:
|
|
9 |
Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Trame είχε μετάσχει στην ομάδα Ιταλίας κατά την περίοδο μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 και ότι, από τις 15 Μαΐου 2000, η Trame «γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τα διάφορα επίπεδα της συμπράξεως» και ειδικότερα την ομάδα Ευρώπης. Η Επιτροπή καταλόγισε, συνεπώς, ευθύνη στην Trame λόγω της συμμετοχής της στη σύμπραξη για την εν λόγω περίοδο από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. |
|
10 |
Για την παράβαση αυτή επιβλήθηκε στην Trame πρόστιμο ύψους 3,249 εκατομμυρίων ευρώ. Συναφώς, η Επιτροπή κατ’ αρχάς εκτίμησε το βασικό ποσό του προστίμου σε 10 εκατομμύρια ευρώ και στη συνέχεια μείωσε το βασικό αυτό ποσό σε 9,5 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος ρόλος που είχε διαδραματίσει η εταιρία αυτή στην επίμαχη σύμπραξη. Τέλος, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η Trame κατά το έτος 2009, δηλαδή περίπου 32,5 εκατομμύρια ευρώ, η Επιτροπή καθόρισε το τελικό ποσό του προστίμου σε 3,249 εκατομμύρια ευρώ. |
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
|
11 |
Με δικόγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, η Trame άσκησε προσφυγή αιτούμενη την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση της επίδικης αποφάσεως. |
|
12 |
Προς στήριξη της προσφυγής της, η Trame προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν τη συμμετοχή της στη σύμπραξη και τη σημασία της συμμετοχής αυτής για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Ειδικότερα, ο πρώτος λόγος στηριζόταν στο ότι η Επιτροπή τής είχε εσφαλμένως προσάψει συμμετοχή σε ενιαία παράβαση. Κατόπιν εκδόσεως της αποφάσεως C(2011) 2269 τελικό, η Trame τροποποίησε τους λόγους ακυρώσεώς της, προβάλλοντας επίσης παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, λόγω του ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η μεταχείριση της ArcelorMittal SA και της Ori Martin SA ήταν διαφορετική από τη μεταχείριση που είχε η ίδια από την Επιτροπή. Η Trame προέβαλε τέλος, με έκτο λόγο ακυρώσεως, ότι δεν είχε την δυνατότητα πληρωμής του προστίμου. |
|
13 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που η Επιτροπή, αφενός, είχε δεχτεί τη συμμετοχή της Trame στην πανευρωπαϊκή πτυχή της επίμαχης παραβάσεως κατά την περίοδο μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 9ης Οκτωβρίου 2000, είχε κρίνει ότι η συμμετοχή αυτή αφορούσε τον κλώνο τριών συρμάτων κατά την περίοδο μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 28ης Φεβρουαρίου 2000, και είχε διαπιστώσει τη συμμετοχή της Trame στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές κατά την περίοδο μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002, και, αφετέρου, επέβαλε στην Trame δυσανάλογο πρόστιμο ως κύρωση για τη συμμετοχή της στην ενιαία παράβαση κατά την περίοδο μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002. |
|
14 |
Ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ένα πρόστιμο ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ παρείχε τη δυνατότητα αποτελεσματικού κολασμού της παράνομης συμπεριφοράς της Trame. Εντούτοις, λόγω του προβλεπομένου στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ανωτάτου ορίου του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το τελικό ποσό του επιβαλλομένου στην Trame προστίμου δεν μπορούσε να υπερβεί τα 3,2 εκατομμύρια ευρώ και καθόρισε, συνεπώς, το πρόστιμο αυτό στο τελευταίο αυτό ποσό. |
|
15 |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
|
16 |
Το Γενικό Δικαστήριο, με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2015, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής (T‑422/10 REC, EU:T:2015:857), προέβη σε διόρθωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από την Επιτροπή για επακριβέστερη στρογγυλοποίηση του τελικού ποσού του επιβληθέντος στην Trame προστίμου, λαμβανομένων υπόψη των συναφώς αναγραφομένων στην επίδικη απόφαση στοιχείων, τα οποία περιέχονταν και στη σκέψη 20 της ανωτέρω αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατόπιν τούτου, ότι οι σκέψεις 407 και 408 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και το σημείο 3 του διατακτικού της έπρεπε να εκληφθούν ως ορίζοντα το ύψος του προστίμου αυτού σε 3,249 εκατομμύρια ευρώ. |
Αιτήματα των διαδίκων
|
17 |
Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
|
18 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
|
19 |
Η αναιρεσείουσα προβάλλει, προς στήριξη της αιτήσεώς της, πέντε λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο καταλόγισε στην αναιρεσείουσα ότι συμμετείχε στην ομάδα Ευρώπης. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα ενδεχόμενης μειώσεως του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου λόγω της εκ μέρους της αδυναμίας πληρωμής του. Ο τρίτος λόγος αφορά τη μεθοδολογία που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για την επανεξέταση του επιβληθέντος προστίμου. Ο τέταρτος λόγος αφορά τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εντός ευλόγου χρόνου. |
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
20 |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι, για να της καταλογίσει συμμετοχή στην πανευρωπαϊκή πτυχή της επίμαχης συμπράξεως κατά την περίοδο μεταξύ 9ης Οκτωβρίου 2000 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 128 έως 132 καθώς και από τις σκέψεις 144 και 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε δύο στοιχεία και συγκεκριμένα, αφενός, στο γεγονός ότι στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας, στις 15 Μαΐου 2000, υπήρξε αναφορά στην ομάδα Ευρώπης και, αφετέρου, στο γεγονός ότι στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας, στις 9 Οκτωβρίου 2000, παρίσταντο δύο επιχειρήσεις που εμπλέκονταν μόνο στην ομάδα Ευρώπης, δηλαδή η Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI) και η Nedri Spanstaal BV (στο εξής: Nedri), καθώς και επιχειρήσεις παραγωγής οι οποίες δεν ενδιαφέρονταν κυρίως για την Ιταλία, δηλαδή η DWK Drahtwerk Köln GmbH και Saarstahl AG (στο εξής: DWK). |
|
21 |
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κυρίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και ερμήνευσε κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο τα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας ότι η Nedri είχε συμμετάσχει μόνο στην ομάδα Ευρώπης και όχι στην ομάδα Ιταλίας. Όπως προέκυπτε από τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα, από τους μήνες Ιούλιο έως Σεπτέμβριο του έτους 2000 η Nedri είχε δηλώσει την πρόθεσή της να λάβει τις αναγκαίες άδειες για την εμπορία των προϊόντων της στην Ιταλία. Η αναιρεσείουσα θα μπορούσε, συνεπώς, να θεωρήσει την εν λόγω εταιρία, όχι ως μέλος της ομάδας Ευρώπης, αλλά ως τρίτη εταιρία, η οποία ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στην ομάδα Ιταλίας, ενόψει της επικείμενης εισόδου της στην ιταλική αγορά. |
|
22 |
Ομοίως, η σχέση που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ της DWK και της ομάδας Ευρώπης υπήρξε επίσης αποτέλεσμα παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 816 της επίδικης αποφάσεως, η DWK δραστηριοποιούνταν στην εθνική επικράτεια, γεγονός το οποίο εξηγεί γιατί η Επιτροπή την έκρινε συνολικώς υπεύθυνη για την ομάδα Ιταλίας, τουλάχιστον κατά την περίοδο μεταξύ 24ης Φεβρουαρίου 1997 και 6ης Νοεμβρίου 2000. Θα ήταν, συνεπώς, φυσικό να παρίσταται η DWK στη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000. |
|
23 |
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνον ότι στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας, στις 15 Μαΐου 2000, έγινε δύο φορές αναφορά στην ομάδα Ευρώπης κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, μία ρητώς και μία σιωπηρώς, δεν αρκεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 133 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για να καταλογιστεί στην αναιρεσείουσα η συμμετοχή της στη συγκεκριμένη ομάδα. |
|
24 |
Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι από τα δύο στοιχεία στα οποία στηρίζεται το Γενικό Δικαστήριο για να της καταλογίσει συμμετοχή στην πανευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως, τα οποία εκτίθενται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί το πολύ να γίνει δεκτό ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε την ύπαρξη της ομάδας Ευρώπης. Όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 63 της αποφάσεως της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Aalberts Industries κ.λπ. (C-287/11 P, EU:C:2013:445), και τη σκέψη 42 της αποφάσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C-441/11 P, EU:C:2012:778), προκειμένου να καταλογιστεί σε επιχείρηση παράβαση στην οποία αυτή δεν είχε άμεση συμμετοχή πρέπει να αποδειχθεί, αφενός, ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει τις ενέργειες των άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο αυτό και, αφετέρου, ότι είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων. |
|
25 |
Η αναιρεσείουσα είναι της γνώμης ότι τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύουν ούτε ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει τη συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ομάδας Ευρώπης ούτε ότι είχε πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στην ομάδα αυτή. Η περιεχόμενη στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα «ήταν σε θέση να γνωρίζει τη φύση και τους σκοπούς που επιδίωκε η ομάδα Ευρώπης» υπήρξε, συνεπώς, αποτέλεσμα παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων. |
|
26 |
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εσφαλμένη ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αυτό, είναι ακόμη εμφανέστερη δεδομένου, αφενός, ότι οι αγορές εκτός Ιταλίας δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτή, καθόσον, αφού δεν είχε λάβει τις αναγκαίες άδειες, εμπορευόταν το προϊόν της αποκλειστικώς και μόνο στην ιταλική αγορά, και, αφετέρου, ότι είχε περιθωριακό ρόλο ακόμη και εντός της ομάδας Ιταλίας. |
|
27 |
Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει, συνεπώς, πλάνη όσον αφορά την κύρωση που της επιβλήθηκε. |
|
28 |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
29 |
Πρώτον, όσον αφορά τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 21 έως 23 της παρούσας αποφάσεως κύρια επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, η αναιρεσείουσα επιδιώκει στην πραγματικότητα την εκ μέρους του Δικαστηρίου νέα εκτίμηση των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων ενώπιό του αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τους δεσμούς που υπήρχαν, αφενός, μεταξύ της Nedri και της ομάδας Ευρώπης και, αφετέρου, της DWK και της ομάδας αυτής. Τα εν λόγω επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν, διότι είναι απαράδεκτα στο στάδιο της αναιρέσεως. |
|
30 |
Όσον αφορά, δεύτερον, την επικουρικώς προβαλλόμενη επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 24 έως 26 της παρούσας αποφάσεως , πρέπει να παρατηρηθεί ότι με την επιχειρηματολογία αυτή η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της παρατιθέμενης στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, αλλά την εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίπτωση. |
|
31 |
Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία επιχείρηση που έχει μετάσχει σε ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί συνεπώς να είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως, όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές που σχεδίαζαν ή τις οποίες επέδειξαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens,C-441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 42). |
|
32 |
Στη συνέχεια το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 108 έως 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού εξέτασε λεπτομερώς τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του σχετικά με τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην επίμαχη ενιαία παράβαση, αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 144 και 145 της αποφάσεως αυτής, ότι, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η Trame, από τις 9 Οκτωβρίου 2000, «είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων στη σύμπραξη […] και ότι γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές που σχεδίαζαν ή τις οποίες επέδειξαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο». |
|
33 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα, αμφισβητώντας την αξία που προσέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να κλονίσει τα συμπεράσματα στα οποία αυτό κατέληξε συναφώς, ζητεί για άλλη μια φορά, με την επιχειρηματολογία της, από το Δικαστήριο να προβεί σε διαφορετική ερμηνεία των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων από εκείνη στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της κυριαρχικής εκ μέρους του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. |
|
34 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος στο σύνολό του και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί. |
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
35 |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν εξήγησε τους λόγους απορρίψεως του πρωτοδίκως προβληθέντος λόγου ακυρώσεως περί παραβιάσεως εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της μειώσεως των προστίμων ελλείψει δυνατότητας πληρωμής του προστίμου. |
|
36 |
Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τον λόγο ότι η Επιτροπή, μειώνοντας το πρόστιμο της CB καθώς και της Itas και αρνούμενη να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ίδια, ενώ η οικονομική κατάστασή της ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη της CB και της Itas, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Όμως, παρά τα συγκεκριμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν συναφώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο περιορίστηκε απλώς στο να επισημάνει, στις σκέψεις 391 και 392 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει εάν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κριτηρίου της αδυναμίας πληρωμής του προστίμου, είχε λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση κάθε επιχειρήσεως και όχι τον τρόπο συμμετοχής τους στην παράβαση. Το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέλυσε κανένα από τα πολυάριθμα και ακριβή στοιχεία που παρέσχε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με την οικονομική και περιουσιακή της κατάσταση. |
|
37 |
Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα εν λόγω επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προκύπτει, κατά την άποψή της, και από τη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε εσφαλμένως και αποσπασματικώς την άποψη που αυτή ανέπτυξε συναφώς στο δικόγραφο της προσφυγής. |
|
38 |
Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει, συνεπώς, και όσον αφορά την κύρωση που της επιβλήθηκε. |
|
39 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
40 |
Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, με τα επιχειρήματα που προβάλλει στο πλαίσιο του λόγου αυτού, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον, στις σκέψεις 391 και 392 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δεν απάντησε επαρκώς κατά νόμον στα προβληθέντα επιχειρήματα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
41 |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων, την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 36 και του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν του επιβάλλει να παραθέτει αιτιολογία η οποία να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό τον όρο να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την εκ μέρους του άσκηση του αναιρετικού ελέγχου (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 38). |
|
42 |
Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περιεχόμενη στις σκέψεις 391 και 392 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους, και στην αναιρεσείουσα ειδικότερα, τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. |
|
43 |
Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, αρκεί να επισημανθεί ότι, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι η Trame προέβαλε πρωτοδίκως τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως επιχειρήματα τα οποία μόνον εν μέρει περιελήφθησαν στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμα. |
|
44 |
Πράγματι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 355 έως 390 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση να καταβάλει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, μπορούσε απλώς να απαντήσει στην προβληθείσα ενώπιόν του αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αποφαινόμενο, στη σκέψη 391 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατάσταση της CB και διέφερε από την κατάσταση της Itas από οικονομικής απόψεως και ότι «η Επιτροπή [είχε κρίνει], λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών και όχι βάσει του τρόπου συμμετοχής των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην παράβαση, ότι έπρεπε να μειωθεί μερικώς το ποσό του επίμαχου προστίμου, το οποίο είχε υπολογιστεί κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την αδυναμία καταβολής κάθε επιχειρήσεως». |
|
45 |
Η εκτίμηση αυτή είναι, αφενός, απαλλαγμένη από τυχόν πλάνη περί το δίκαιο και δεν φαίνεται, αφετέρου, να πάσχει οποιοδήποτε άλλο σφάλμα το οποίο θα ήταν δυνατό να προκύψει από ενδεχόμενη μη συνεκτίμηση κάποιου στοιχείου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. |
|
46 |
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
47 |
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία κατά το μέρος που αφορά τον υπολογισμό του προστίμου. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να συναχθεί από το γράμμα της αποφάσεως αυτής η μέθοδος υπολογισμού που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για τον καθορισμό του ύψους του εν λόγω προστίμου. Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στη σκέψη 398 της εν λόγω αποφάσεως, μπορεί εντούτοις ευλόγως να θεωρηθεί ότι η εν λόγω μέθοδος δεν είναι αυτή που χρησιμοποίησε η ίδια η Επιτροπή. |
|
48 |
Η έλλειψη επαρκών εξηγήσεων, ιδίως όσον αφορά την αποδιδόμενη σε κάθε σχετικό πραγματικό στοιχείο «βαρύτητα», στέρησε από την αναιρεσείουσα, κατά την άποψή της, τη δυνατότητα να συγκρίνει μεταξύ, αφενός, του εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμού των προστίμων εις βάρος άλλων επιχειρήσεων αποδεκτριών της επίδικης αποφάσεως, οι οποίες είτε δεν άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είτε άσκησαν μεν προσφυγή, αλλά τα σχετικά με το πρόστιμο επιχειρήματά τους απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, και, αφετέρου, του υπολογισμού των προστίμων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που έγιναν δεκτά ανάλογα προς τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας επιχειρήματα άλλων επιχειρήσεων αποδεκτριών της αποφάσεως αυτής, επαγόμενα αναθεώρηση του προστίμου. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση επιβολής κυρώσεων σε πολλές επιχειρήσεις λόγω της ίδιας παραβάσεως. |
|
49 |
Στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Weig κατά Επιτροπής (C‑280/98 P, EU:C:2000:627, σκέψεις 52 έως 68), και της 16ης Νοεμβρίου 2000, Sarrió κατά Επιτροπής (C-291/98P, EU:C:2000:631, σκέψεις 91 έως 100), η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλά νομολογιακά προηγούμενα στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, διότι τούτο είχε εφαρμόσει, κατά την αναθεώρηση του προστίμου, μέθοδο υπολογισμού διαφορετική από εκείνη της Επιτροπής ή του ιδίου του Γενικού Δικαστηρίου έναντι άλλων επιχειρήσεων εμπλεκομένων στην οικεία παράβαση. Μολονότι το Δικαστήριο όντως αποφάνθηκε, ιδίως στη σκέψη 181 της αποφάσεώς του της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C-295/12P, EU:C:2014:2062), ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να παραθέτει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου, υπογράμμισε εντούτοις ότι είναι τουλάχιστον «ευκταίο» να επισημαίνεται ο τρόπος καθορισμού του ύψους της κυρώσεως |
|
50 |
Η λακωνική αναφορά, στη σκέψη 399 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα κριτήρια που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως καθώς και στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών δεν αρκεί για την κάλυψη του κενού αυτού, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη της περιπλοκότητας της συγκεκριμένης περιπτώσεως και του αριθμού των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη. |
|
51 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
52 |
Πρέπει να διαπιστωθεί ότι, δεδομένης της παρατιθέμενης στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πληροί τις απαιτήσεις αιτιολογήσεως που βαρύνουν το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον τούτο εξέθεσε λεπτομερώς, στις σκέψεις 401 έως 407 της αποφάσεως αυτής, τους παράγοντες που έλαβε υπόψη για την απόφασή του περί καθορισμού του ύψους του προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής,C-89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 133). |
|
53 |
Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε, στις σκέψεις 398 έως 408 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, το ύψος του επιβληθέντος στην Trame προστίμου λαμβάνοντας υπόψη της συμμετοχή της στην ενιαία παράβαση. Στις σκέψεις 401 έως 405 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τις σχετικές με την κατάσταση της αναιρεσείουσας περιστάσεις που έκρινε συναφώς κρίσιμες όσον αφορά, ιδίως, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση. Από τη σκέψη 406 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του συγκεκριμένου προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη την αναγκαιότητα διασφαλίσεως ενός επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματός του καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. |
|
54 |
Από τις σκέψεις 398 έως 406 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δεσμεύεται ούτε από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της, αλλά προέβη σε δική του εκτίμηση του ύψους του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως. |
|
55 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα δεν δύναται να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ανεπαρκή αιτιολογία, επειδή δεν προσδιόρισε τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσε ούτε, ειδικότερα, διευκρίνισε την εκ μέρους του αποδιδόμενη «βαρύτητα» σε κάθε πραγματικό στοιχείο της συγκεκριμένης υποθέσεως που έλαβε συναφώς υπόψη. |
|
56 |
Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως δεν είναι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική σε σημείο που να την καθιστά δυσανάλογη, διαπιστώνεται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους προστίμου (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C-295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 205 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
57 |
Η παρατεθείσα από το Γενικό Δικαστήριο αιτιολογία κατά την εκτίμηση του ύψους του προστίμου εν προκειμένω παρέσχε τη δυνατότητα στην αναιρεσείουσα να προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ενδεχόμενη δυσαναλογία, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. |
|
58 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
59 |
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι προσαπτόμενη στο Γενικό Δικαστήριο πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως βαρύνει και το συμπέρασμα στο οποίο τούτο κατέληξε, στις σκέψεις 411 και 412 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
|
60 |
Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συντρέχει συναφώς λόγος μεταρρυθμίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
61 |
Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι εξαρτάται από την ευδοκίμηση του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ή ενός εξ αυτών, οι δε λόγοι αυτοί έχουν απορριφθεί. |
Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
62 |
Στηριζόμενη στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C-580/12 P, EU:C:2014:2363), η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, όταν είναι πρόδηλο ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη κατάφωρα την υποχρέωση που υπέχει, δυνάμει του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, να εκδικάσει την υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αίτημα αποκαταστάσεως της σχετικής ζημίας. |
|
63 |
Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω. Ειδικότερα, μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της προσφυγής, δηλαδή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, και της ημερομηνίας επιδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή της 23ης Ιουλίου 2015, παρήλθαν σχεδόν πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένου ενός χρονικού διαστήματος αδράνειας της Επιτροπής άνω της διετίας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της ανταπαντήσεως και της ημερομηνίας κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο κοινοποίησε στους διαδίκους τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας. Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι τα εν λόγω χρονικά διαστήματα είναι υπερβολικά και αδικαιολόγητα. |
|
64 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος, καθόσον η αναιρεσείουσα, ζητώντας από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, δεν επιδιώκει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Μολονότι το Δικαστήριο έχει ενίοτε κρίνει, σε ορισμένες αποφάσεις, ως obiter dictum, ότι η διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν υπερβολική, οι διαπιστώσεις αυτές ουδέποτε κατέληξαν σε αυτοτελείς κρίσεις περιλαμβανόμενες στο διατακτικό των εν λόγω αποφάσεων. Επιπροσθέτως, η συγκεκριμένη περίπτωση διαφέρει από τις προηγούμενες, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα, για να ζητήσει την εν λόγω αυτοτελή κρίση, διατύπωσε ειδικό αίτημα προβάλλοντας επίσης ειδικό λόγο αναιρέσεως. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
65 |
Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να επιληφθεί του αιτήματός της αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη λόγω της προβαλλόμενης παραβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει από τη διάταξη αυτή να εκδικάζει τις υποβαλλόμενες στην κρίση του υποθέσεις εντός ευλόγου προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή του δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως. Συνεπώς, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε λόγω υπερβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C-40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψεις 89 και 90· της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12P, EU:C:2013:770, σκέψεις 83 και 84, καθώς και της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C-295/12P, EU:C:2014:2062, σκέψη 66). |
|
66 |
Το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και έχει επιληφθεί αιτήματος αποζημιώσεως, οφείλει να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό από εκείνον που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς η διάρκεια της διαδικασίας επί της οποίας επικρίνεται (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψη 90, και της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C-295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 67). |
|
67 |
Παρά ταύτα, σε περίπτωση που είναι πρόδηλο, χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη κατάφωρα την υποχρέωσή του να εκδικάσει την υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, το Δικαστήριο μπορεί να το αναγνωρίσει (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
68 |
Εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Πράγματι, στην υπό κρίση υπόθεση, η εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων είναι αναγκαία για να μπορεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ευλόγου ή μη διάρκειας της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. |
|
69 |
Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
|
70 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
71 |
Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. |
|
72 |
Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. |
|
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.