ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 26ης Οκτωβρίου 2016 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ντάμπινγκ — Εκτελεστικοί κανονισμοί (ΕΕ) 1138/2011 και (ΕΕ) 1241/2012 — Εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας — Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 — Άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ — Προσαρμογή — Εργασίες παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας — Άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο — Συμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής — Αρχή της χρηστής διοικήσεως»

Στην υπόθεση C‑468/15 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2015,

PT Perindustrian dan Perdagangan Musim Semi Mas (PT Musim Mas), με έδρα το Medan (Ινδονησία), εκπροσωπούμενη από τον D. Luff, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον N. Tuominen, δικηγόρο,

καθού πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland και M. França,

η Sasol Olefins & Surfactants GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

και

η Sasol Germany GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η PT Perindustrian dan Perdagangan Musim Semi Mas (PT Musim Mas) (στο εξής: PTMM) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιουνίου 2015, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (T‑26/12, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:437), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1138/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας (ΕΕ 2011, L 293, σ. 1), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1241/2012 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1138/2011 (ΕΕ 2012, L 352, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: επίδικοι κανονισμοί).

Το νομικό πλαίσιο

2

Οι διατάξεις για την εφαρμογή μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (EK) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (EE 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικό σε EE 2010, L 7, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EE) 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012 (EE 2012, L 237, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός).

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Κοινότητας πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

[...]»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού όριζε τα ακόλουθα:

«Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο [ισχυρισμός] και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες.

[...]

θ) Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις.

Ο όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

[...]»

Το ιστορικό της διαφοράς και οι επίδικοι κανονισμοί

5

Η PTMM είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Ινδονησία και παράγει, μεταξύ άλλων, λιπαρές αλκοόλες (στο εξής: επίμαχο προϊόν). Εμπορεύεται τα προϊόντα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω, αφενός, δύο συνδεδεμένων εταιριών, εγκατεστημένων στη Σιγκαπούρη, της Inter-Continental Oils & Fats Pte Ltd (στο εξής: ICOF S), θυγατρικής ελεγχόμενης κατά 100 % από τους μετόχους που ελέγχουν και την PTMM, και της Besdale Trading Pte Ltd και, αφετέρου, μιας εταιρίας εγκατεστημένης στη Γερμανία, της ICOF Europe GmbH, την οποία κατέχει κατά 100 % η ICOF S.

6

Κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας στις 30 Ιουνίου 2010 από δύο παραγωγούς της Ένωσης, τις εταιρίες Cognis GmbH καθώς και Sasol Olefins & Surfactants GmbH, και της έρευνας που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 1138/2011. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 45,63 ευρώ ανά τόνο επί των εισαγωγών του παραγόμενου από την PTMM επίμαχου προϊόντος.

7

Για τον υπολογισμό αυτού του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ το Συμβούλιο προέβη, στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, σε προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής για τις προμήθειες που καταβλήθηκαν από την PTMM στην ICOF S σχετικά με τις πωλήσεις στην Ένωση τις οποίες πραγματοποίησε η δεύτερη εταιρία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 31 του εκτελεστικού κανονισμού 1138/2011, το Συμβούλιο απέρριψε ειδικότερα το επιχείρημα της PTMM σύμφωνα με το οποίο η εταιρία αυτή αποτελούσε ενιαία οικονομική οντότητα με την ICOF S εντός της οποίας η δεύτερη αυτή εταιρία λειτουργούσε ως εσωτερικό τμήμα εξαγωγών. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού αυτού, το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα της PTMM να γίνει η ίδια προσαρμογή της κανονικής αξίας, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του βασικού κανονισμού, καθώς η σύμβαση για την καταβολή προμήθειας στην ICOF S αφορούσε μόνον τις εξαγωγικές και όχι τις εγχώριες πωλήσεις, οι δε πωλήσεις αυτές τιμολογούνταν απευθείας από την PTMM.

8

Στις 13 Ιουνίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την PTMM ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78), προτίθετο να τροποποιήσει τον εκτελεστικό κανονισμό 1138/2011 ώστε να μεταβάλει τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε σε άλλη ινδονησιακή εταιρία, την PT Ecogreen Oleochemicals, Ecogreen Oleochemicals (Singapore) Pte. Ltd (στο εξής: Ecogreen), καθόσον η εταιρία αυτή τελούσε σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή καθώς και η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου (T‑249/06, EU:T:2009:62), και αποτελούσε ενιαία οικονομική οντότητα με την Ecogreen Oleochemicals GmbH.

9

Στις 11 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 1241/2012. Με τον κανονισμό αυτό, ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που ίσχυε για την Ecogreen μειώθηκε σε 0 ευρώ ανά τόνο. Παρά τα αιτήματα της PTMM προκειμένου να αναγνωριστεί ότι η κατάστασή της ήταν πανομοιότυπη με της Ecogreen, το Συμβούλιο διατήρησε, με τον εν λόγω κανονισμό, τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που ίσχυε για την PTMM.

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2012, η PTMM άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των επίδικων κανονισμών.

11

Η PTMM προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

12

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού. Ο λόγος αυτός είχε δύο σκέλη. Πρώτον, η PTMM προσήπτε στο Συμβούλιο ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ότι ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας αρνούμενο να αναγνωρίσει ότι η εταιρία αυτή συναπάρτιζε ενιαία οικονομική οντότητα με την ICOF S. Δεύτερον, θεωρούσε ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν παρουσίασε κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η ICOF S ασκούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Ο λόγος αυτός είχε επίσης δύο σκέλη. Μόνον το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού είναι κρίσιμο για τους σκοπούς της υπό εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Στο πλαίσιο του εν λόγω σκέλους, η PTMM υποστήριζε ότι, προσαρμόζοντας την τιμή εξαγωγής, το Συμβούλιο προκάλεσε ασυμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να είχε προβεί σε ίδια προσαρμογή και για την κανονική αξία. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορούσαν αντιστοίχως παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παραβίαση της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων.

13

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως και την προσφυγή στο σύνολό της.

Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

14

Η PTMM ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς κρίνοντας βάσιμα τα όσα προέβαλε η PTMM ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να ακυρώσει τον δασμό αντιντάμπινγκ που της επιβλήθηκε βάσει των επίδικων κανονισμών, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο και τις παρεμβαίνουσες να φέρουν, εκτός από τα δικαστικά έξοδά τους, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η PTMM σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

15

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή και

να καταδικάσει την PTMM στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

16

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και

να καταδικάσει την PTMM στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

17

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η PTMM προβάλλει τέσσερις λόγους.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας »

18

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε επτά σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά την εφαρμογή εσφαλμένης μεθοδολογίας και τη μη συνεκτίμηση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

19

Η PTMM υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποίησε εσφαλμένη μεθοδολογία προκειμένου να αρνηθεί την εφαρμογή ως προς αυτήν της έννοιας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας». Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, από την σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι αρκεί για την απόρριψη της εφαρμογής της έννοιας αυτής η προβολή ενδείξεων που να υποδηλώνουν την ανυπαρξία ενιαίας οικονομικής οντότητας. Ωστόσο, από τη νομολογία απορρέει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής, από κοινού: θεσμικά όργανα της Ένωσης) καθώς και το Γενικό Δικαστήριο οφείλουν να εξετάζουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο παραγωγός αναθέτει στον διανομέα του τις εργασίες που υπό κανονικές συνθήκες εμπίπτουν στο εσωτερικό τμήμα πωλήσεων.

20

Δεύτερον, η PTMM υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως τα αποδεικνύοντα ότι δεν διαθέτει τμήμα προωθήσεως των πωλήσεων και πωλήσεως του επίμαχου προϊόντος και ότι στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην ICOF S για την πώλησή του είτε στην εγχώρια είτε στην διεθνή αγορά. Αντί της εξετάσεως των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε πεπλανημένως, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με βάση δήλωση της PTMM κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η PTMM, υποστηρίζοντας ότι το Συμβούλιο είχε αγνοήσει τα εν λόγω στοιχεία, επιδίωκε μόνον να στηρίξει τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Με τον τρόπο αυτό, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των επιχειρημάτων της PTMM.

21

Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση σκέλους. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα περί εφαρμογής εσφαλμένης μεθοδολογίας, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως ανέπτυξε νέα μεθοδολογία συνιστάμενη σε υποβολή ενδείξεων που να υποδηλώνουν την ανυπαρξία ενιαίας οικονομικής οντότητας προκειμένου να απορρίψει την εφαρμογή της έννοιας αυτής. Αντιθέτως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» και τις προσαρμογές βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

23

Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 43 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία αυτή. Ειδικότερα, στη σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78), κατά την οποία, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, εναπόκειται στα όργανα αυτά να αποδείξουν ή τουλάχιστον να προσκομίσουν συγκλίνουσες ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

24

Η σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί εισαγωγική σκέψη με την οποία το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε κατ’ ουσίαν ότι, λαμβανομένης υπόψη της παρατιθέμενης στις σκέψεις 43 έως 46 της αποφάσεως αυτής νομολογίας, επρόκειτο να προβεί σε ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που στήριζαν τη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι οι PTMM και ICOF S δεν συναπάρτιζαν ενιαία οικονομική οντότητα. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνεται στις σκέψεις 50 έως 71 της εν λόγω αποφάσεως.

25

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η PTMM, πρόθεση του Γενικού Δικαστηρίου ήταν ακριβώς να εξακριβώσει αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν τα στοιχεία που αποδείκνυαν, κατά την άποψη της PTMM, ότι η ίδια έχει αναθέσει στην ICOF S εργασίες που υπό κανονικές συνθήκες εμπίπτουν στο τμήμα εγχώριων πωλήσεων, προτού αποκλείσει την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας και προβεί σε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού.

26

Επομένως, το υπό εξέταση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

27

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου καθώς και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών, δεν αποτελεί, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου [απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, C-602/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2203, σκέψη 37].

28

Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει ότι οι PTMM και ICOF S δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών.

29

Βεβαίως, η PTMM υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των επιχειρημάτων που προέβαλε όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Πάντως, αφενός, απλώς επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε «πεπλανημένως», ότι σκοπός της επιχειρηματολογίας της ήταν να στηρίξει τον λόγο περί εκ μέρους του Συμβουλίου παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, χωρίς να διευκρινίζει σε τι συνίστατο η παραμόρφωση αυτή. Αφετέρου, δεν υποστήριξε ότι αυτή η μη συνεκτίμηση συνιστά παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε προκειμένου να καταλήξει στη διαπίστωση που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως ή ότι τα στοιχεία αυτά παραμορφώθηκαν. Επομένως, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε από την ΡΤΜΜ ουδεμία παραμόρφωση των πραγματικών στοιχείων, το υπό εξέταση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

30

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά το επιχείρημα της PTMM ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενήργησαν κατά κατάχρηση εξουσίας αρνούμενα την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας και αγνοώντας ορισμένα πραγματικά στοιχεία. Σε αυτήν την σκέψη 42, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι η εικαζόμενη κατάχρηση εξουσίας επρόκειτο να εξεταστεί στο πλαίσιο της αναλύσεως του λόγου περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Η αιτίαση αυτή αναλύθηκε, επομένως, από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 111 έως 122 της αποφάσεως αυτής. Ειδικότερα, στις σκέψεις 115 έως 120 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν τα κύρια επιχειρήματα που προέβαλε η PTMM στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας καθώς και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

31

Επομένως, το υπό εξέταση σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του εβδόμου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία αφορούν τη λήψη υπόψη ενδείξεων μη κρίσιμων για την εκτίμηση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

32

Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η PTMM υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εργασίες τις οποίες πραγματοποιούσε η ICOF S για την πώληση προϊόντων άλλων από το επίμαχο προϊόν ήταν κρίσιμες για τη διαπίστωση περί μη εφαρμογής της έννοιας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», έλαβε υπόψη εσφαλμένη ένδειξη κατά την ανάλυση της έννοιας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» και επεξέτεινε αδικαιολογήτως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού. Κατά την PTMM, το γεγονός ότι η ICOF S λειτουργεί ως εσωτερικό τμήμα προωθήσεως των πωλήσεων και πωλήσεως του επίμαχου προϊόντος δεν την εμποδίζει να συνάψει εμπορικές σχέσεις με τρίτους για προϊόντα ανάλογα ή όχι με το επίμαχο προϊόν.

33

Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η PTMM υποστηρίζει ότι, λαμβάνοντας υπόψη, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις πωλήσεις της ICOF S σε προϊόντα που προμήθευσαν τρίτοι, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, πρώτον, οι εμπορικές σχέσεις του διανομέα με άλλες επιχειρήσεις δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν τη σχέση μεταξύ του διανομέα αυτού και της μητρικής εταιρίας. Δεύτερον, εν προκειμένω, οι πωλήσεις των προϊόντων τρίτων ουδόλως σχετίζονταν με το επίμαχο προϊόν. Το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού έχει όμως ως αντικείμενο το επίμαχο προϊόν και όχι άλλα προϊόντα. Διαπιστώθηκε συναφώς, κατά την έρευνα και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι ICOF S και ICOF Europe πωλούσαν μόνον το παραγόμενο από την PTMM επίμαχο προϊόν και όχι το προερχόμενο από άλλους παραγωγούς. Τρίτον, στις σκέψεις 54 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως δημιούργησε ένα νέο αόριστο κριτήριο «εξαρτήσεως». Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε το ποσοστό των πωλήσεων προϊόντων προερχομένων από τρίτους κάτω του οποίου μπορεί να γίνει λόγος για «εξάρτηση».

34

Στο πλαίσιο του εβδόμου σκέλους, η PTMM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίπεδο των απευθείας εξαγωγικών πωλήσεών της ήταν ενδεικτικό του ότι η ίδια και η ICOF S δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο ένα τέτοιο κριτήριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ποιο είναι το όριο των απευθείας εξαγωγικών πωλήσεων πέραν του οποίου δεν μπορεί πλέον να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας.

35

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμφισβητούν το παραδεκτό καθώς και το βάσιμο αυτών των σκελών.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36

Με το δεύτερο, το τρίτο και το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, η PTMM προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατά την ανάλυση της έννοιας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», έλαβε υπόψη ενδείξεις ή παράγοντες μη κρίσιμους, ήτοι την πώληση από την ICOF S προϊόντων άλλων από το επίμαχο προϊόν και προϊόντων που προμήθευαν τρίτοι, καθώς και την απευθείας τιμολόγηση από την PTMM μέρους των εξαγωγικών πωλήσεων προς την Ένωση.

37

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας γίνεται δίκαιη σύγκριση. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής δεν μπορούν να συγκριθούν, η ίδια διάταξη προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη, υπό τη μορφή προσαρμογών, οι διαπιστωθείσες διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρισμός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητά τους.

38

Μεταξύ των παραγόντων βάσει των οποίων πραγματοποιούνται προσαρμογές, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι ο όρος «προμήθειες» καλύπτει το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή ενός παρόμοιου προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

39

Ωστόσο, δεν πραγματοποιείται προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού όταν ο εγκατεστημένος σε τρίτο κράτος παραγωγός και ο συνδεδεμένος με αυτόν διανομέας που είναι υπεύθυνος για τις εξαγωγές προς την Ένωση συναπαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα.

40

Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζομένου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα, η οποία οργανώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σύνολο δραστηριοτήτων, οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1993, Matsushita Electric Industrial κατά Συμβουλίου, C‑104/90, EU:C:1993:837, σκέψη 9).

41

Υπό τις περιστάσεις αυτές, με την αναγνώριση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτρέπεται το ενδεχόμενο ένα κόστος το οποίο προφανώς περιλαμβάνεται στην τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος όταν η πώληση αυτή πραγματοποιείται από τμήμα πωλήσεων ενταγμένο στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού να μην περιλαμβάνεται στην τιμή αυτή όταν η ίδια δραστηριότητα πωλήσεως του προϊόντος ασκείται από εταιρία νομικώς διακρινόμενη, καίτοι οικονομικώς ελεγχόμενη από τον παραγωγό (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Canon κατά Συμβουλίου, C‑171/87, EU:C:1992:106, σκέψη 13).

42

Επομένως, διανομέας ο οποίος συναπαρτίζει ενιαία οικονομική οντότητα με παραγωγό εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού.

43

Κατά την ανάλυση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ ενός παραγωγού και του συνδεόμενου με αυτόν διανομέα, είναι καθοριστικής σημασίας, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να εξετάζεται η οικονομική πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ του παραγωγού και του διανομέα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 55). Δεδομένης της ανάγκης διαπιστώσεως της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων μεταξύ του εν λόγω παραγωγού και του εν λόγω διανομέα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν ο διανομέας αυτός πραγματοποιεί ή όχι εργασίες τμήματος πωλήσεως ενταγμένου στον εν λόγω παραγωγό.

44

Οι παράγοντες αυτοί δεν δύναται να περιορίζονται στις εργασίες τις οποίες πραγματοποιεί ο συνδεδεμένος διανομέας σε σχέση μόνον με τις πωλήσεις του επίμαχου προϊόντος του παραγωγού που υποστηρίζει ότι συναπαρτίζει ενιαία οικονομική οντότητα με τον διανομέα αυτόν.

45

Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δικαίως λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως οι πωλήσεις από τον συνδεδεμένο διανομέα προϊόντων άλλων από το προϊόν το οποίο αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ καθώς και οι πωλήσεις από τον διανομέα αυτό προϊόντων που προμηθεύουν παραγωγοί άλλοι από τον παραγωγό με τον οποίο είναι συνδεδεμένος.

46

Ως εκ τούτου, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 51 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας, έπρεπε να λάβει υπόψη τις δραστηριότητες του συνδεδεμένου διανομέα που αφορούσαν προϊόντα άλλα από το επίμαχο προϊόν καθώς και το μερίδιο των πωλήσεων του διανομέα αυτού το οποίο αφορούσε προϊόντα προερχόμενα από μη συνδεδεμένους παραγωγούς.

47

Επιβάλλεται η διευκρίνιση, όσον αφορά τις πωλήσεις προϊόντων προερχόμενων από μη συνδεδεμένους παραγωγούς, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η PTMM, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως δημιούργησε νέο κριτήριο «εξαρτήσεως», στις σκέψεις 54 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο πράγματι επισήμανε, στη σκέψη 54 της αποφάσεως αυτής, ότι η ICOF S δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ως τελούσα σε κατάσταση εξαρτήσεως σε σχέση με τον όμιλο με τον οποίο είναι συνδεδεμένη», το δικαστήριο αυτό περιορίσθηκε, στις σκέψεις 53 έως 57 της εν λόγω αποφάσεως, να προβεί σε ανάλυση του μεριδίου των πωλήσεων του συνδεδεμένου διανομέα το οποίο αφορούσε προϊόντα προερχόμενα από μη συνδεδεμένους παραγωγούς.

48

Ειδικότερα, στη σκέψη 53 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το μερίδιο των πωλήσεων του συνδεδεμένου διανομέα το οποίο αφορούσε προϊόντα προερχόμενα από μη συνδεδεμένους παραγωγούς συνιστά σημαντικό παράγοντα προκειμένου να καθοριστεί αν ο διανομέας αυτός συναπαρτίζει ενιαία οικονομική οντότητα με τον συνδεδεμένο παραγωγό. Ακολούθως, στις σκέψεις 54 έως 57 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες της ICOF S, τόσο για το 2009 όσο και για το 2010, στηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος σε εφοδιασμό από μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις, όπερ, κατά το δικαστήριο αυτό, ήταν δηλωτικό της μη υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας.

49

Όπως τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν υπόψη τις πωλήσεις προϊόντων άλλων από το επίμαχο προϊόν του συνδεδεμένου παραγωγού προκειμένου να διαπιστώσουν την ύπαρξη οικονομικής οντότητας, η απευθείας τιμολόγηση από τον εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος παραγωγό μέρους των εξαγωγικών πωλήσεων προς την Ένωση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα τον οποίο τα όργανα αυτά πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη. Συναφώς, ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όσο σημαντικότερη είναι η αναλογία αυτών των απευθείας πωλήσεων τόσο δυσκολότερο είναι να υποστηριχθεί ότι ο συνδεδεμένος διανομέας πραγματοποιεί εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η PTMM, η σκέψη 69 της αποφάσεως αυτής δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

50

Επομένως, το δεύτερο, το τρίτο και το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Επί του τετάρτου και του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία αφορούν τη συναφθείσα σύμβαση μεταξύ της PTMM και της ICOF S

– Επιχειρήματα των διαδίκων

51

Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η PTMM υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα νομικά και πραγματικά τεκμήρια όσον αφορά την ύπαρξη συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της ίδιας και της ICOF S, προβλέπουσας την καταβολή προμηθειών στην τελευταία. Προσάπτει, ειδικότερα, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμβαση αυτή συνιστούσε κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας.

52

Συγκεκριμένα, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε πεπλανημένως ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας γραπτής συμβάσεως και μιας «σειράς προφορικών συμφωνιών», όπως εκείνων που συνάφθηκαν μεταξύ της Ecogreen και του συνδεδεμένου με αυτήν εμπόρου. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τεκμηρίωναν ότι υφίσταντο διάφοροι συμψηφιστικοί διακανονισμοί μεταξύ των PTMM και ICOF S. Τρίτον, μια συμφωνία καθορισμού των τιμών μεταβιβάσεως μεταξύ δύο συνδεδεμένων επιχειρήσεων συνιστά πρόσθετη απόδειξη του ότι αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Μια τέτοια συμφωνία κατανέμει το περιθώριο κινδύνου και κέρδους στο εσωτερικό ενός ομίλου επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε διαφορετικές χώρες. Αυτή η κατανομή των περιθωρίων αποδεικνύει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ των δύο επιχειρήσεων οι οποίες είναι συνυπεύθυνες για τη συνολική κερδοφορία του ομίλου στον οποίο ανήκουν. Επιπλέον, όλες οι διεθνώς δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις συνήθως συνάπτουν με τους συνδεδεμένους διανομείς τους που είναι εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή συμφωνίες καθορισμού των τιμών μεταβιβάσεως ανάλογου τύπου με την υφιστάμενη μεταξύ των PTMM και ICOF S. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε την ουσιαστική πραγματικότητα του διεθνούς εμπορίου και των μεταβιβάσεων εντός ομίλου.

53

Στο πλαίσιο του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η PTMM προβάλλει ότι, στις σκέψεις 62 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων της συμβάσεως, και δη του άρθρου 7.3., που αποτελεί μια τυποποιημένη ρήτρα για την αποφυγή της αλληλέγγυας ευθύνης των δύο επιχειρήσεων έναντι τρίτων. Αυτή δεν αφορούσε την κατανομή των εργασιών μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων.

54

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι τα υπό εξέταση σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα και ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι αβάσιμα.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55

Με το τέταρτο και το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, η PTMM αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, το ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση για να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει ενιαία οικονομική οντότητα καθώς και την ανάλυση της συμβάσεως αυτής από το εν λόγω δικαστήριο.

56

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, κρίθηκε ήδη, στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, ότι, δεδομένης της ανάγκης διαπιστώσεως της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων μεταξύ του παραγωγού και του συνδεδεμένου με αυτόν διανομέα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν ο διανομέας αυτός πραγματοποιεί εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Η ύπαρξη συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του παραγωγού και του συνδεδεμένου με αυτόν διανομέα, η οποία προβλέπει την καταβολή προμήθειας στον δεύτερο, αποτελεί σημαντικό στοιχείο όσον αφορά τις σχέσεις των δύο αυτών εταιριών. Η αγνόησή του θα ισοδυναμούσε με συγκάλυψη μέρους της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων αυτών.

57

Επομένως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ύπαρξη συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ των PTMM και ICOF S και προβλέπουσας την καταβολή προμηθειών στη δεύτερη αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι δύο αυτές εταιρίες συναπαρτίζουν ή όχι ενιαία οικονομική οντότητα.

58

Επομένως, το επιχείρημα ότι η μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο κατά την εκτίμηση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

59

Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τη φερόμενη μη ύπαρξη διαφοράς μεταξύ γραπτής συμβάσεως και «σειράς προφορικών συμφωνιών», όπως αυτές που συνάφθηκαν μεταξύ της Ecogreen και του συνδεδεμένου με αυτήν διανομέα, με τη μη συνεκτίμηση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων, τη μη λήψη υπόψη της πραγματικότητας του διεθνούς εμπορίου και των εντός ομίλου μεταβιβάσεων καθώς και με την εσφαλμένη ερμηνεία διατάξεων της συμβάσεως, στις σκέψεις 62 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά.

60

Όμως, με τα εν λόγω επιχειρήματα η PTMM αμφισβητεί τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 62 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση, χωρίς όμως να επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

61

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το τέταρτο και το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως επιβάλλεται να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη αδικαιολογήτως σε υποκατάσταση αιτιολογίας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

62

Η PTMM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας στηριζόμενο, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε συγκεκριμένες διατάξεις της συμβάσεως που είχε συνάψει με την ICOF S προκειμένου να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο ευλόγως θεώρησε ότι οι διατάξεις αυτές ήταν ενδεικτικές του ότι η PTMM και η ICOF S δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έλαβαν υπόψη τους όρους της συμβάσεως ούτε κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιντάμπινγκ ούτε μεταγενέστερα.

63

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το υπό εξέταση σκέλος δεν είναι βάσιμο. Η Επιτροπή υποστηρίζει κυρίως ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο και, επικουρικώς, ότι είναι αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64

Στον βαθμό που η PTMM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη (απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Netherlands Maritime Technology Association κατά Επιτροπής, C‑100/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:254, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις οι οποίες δύσκολα συμβιβάζονται με την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτελούμενης από τις δύο αυτές εταιρίες. Όπως αναφέρει η PTMM, στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε σε συγκεκριμένες διατάξεις της συμβάσεως αυτής, ήτοι στα άρθρα 7.3 και 12, που καταδεικνύουν, σύμφωνα με το εν λόγω δικαστήριο, μη ύπαρξη αλληλέγγυας ευθύνης των PTMM και ICOF S και, συνεπώς, είναι ενδεικτικές του ότι αυτές οι δύο εταιρίες δεν συναπαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα.

66

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η PTMM, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 31 του εκτελεστικού κανονισμού 1138/2011 και από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 31 του εκτελεστικού κανονισμού 1241/2012 απορρέει ότι η μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση όντως λήφθηκε υπόψη από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις, η ύπαρξη της εν λόγω συμβάσεως, η οποία προέβλεπε την καταβολή προμήθειας στην ICOF S –υπό τη μορφή σταθερού περιθωρίου– επί των εξαγωγικών πωλήσεων, υποδηλώνει ότι οι PTMM και ICOF S δεν συναπαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα, αλλά ότι οι εργασίες της δεύτερης είναι παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

67

Επομένως, το υπό εξέταση σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, όπως επίσης και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο απέδειξε με επάρκεια ότι οι εργασίες της ICOF S είναι ανάλογες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας

68

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά ανεπαρκή και εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις αιτιολογία και κακή χρήση των αποδεικτικών στοιχείων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

69

Η PTMM υποστηρίζει ότι η αιτιολογία στις σκέψεις 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Επιπλέον, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις ως άνω σκέψεις δεν στηρίζουν τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου αλλά, αντίθετα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη του ότι η ICOF S της χρησιμεύει ως εσωτερικό τμήμα προωθήσεως των πωλήσεων και πωλήσεως τω προϊόντων της.

70

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται κυρίως ότι το υπό εξέταση σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και, επικουρικώς, αβάσιμο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

71

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο ισχύει για το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και με το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν του επιβάλλει να εκθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και, ως εκ τούτου, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 105, καθώς και της 19ης Μαρτίου 2015, MEGA Brands International κατά ΓΕΕΑ, C‑182/14 P, EU:C:2015:187, σκέψη 54).

72

Εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και από τις σκέψεις 79, 81 και 83 έως 85 της αποφάσεως αυτής ότι η απόρριψη του σκέλους που αφορούσε την πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο διαπιστώνοντας ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού πληρούνταν, ήταν αρκούντως αιτιολογημένη ώστε να επιτρέπει, αφενός, στο Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο νομιμότητάς της και, αφετέρου, στην PTMM να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόρριψη αυτή.

73

Επομένως, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και εισάγει δυσμενείς διακρίσεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

74

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αφορά κακή χρήση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά.

75

Ενώ, όμως, η PTMM αμφισβητεί τα πραγματικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου βάσει των εν λόγω πραγματικών στοιχείων, εντούτοις δεν επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

76

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά παράβαση των κανόνων περί κατανομής του βάρους αποδείξεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού

– Επιχειρήματα των διαδίκων

77

Η PTMM εκτιμά ότι, στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στις σκέψεις 80 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού.

78

Συγκεκριμένα, στον βασικό κανονισμό περιλαμβάνεται το τεκμήριο ότι δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν ούτε διευθύνονται κατά τρόπο ανεξάρτητο και ότι συνδέονται με συμψηφιστικούς διακανονισμούς. Ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού αυτού επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός τέτοιου τεκμηρίου.

79

Ως εκ τούτου, η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του εν λόγω κανονισμού προσαρμογή προϋποθέτει απόδειξη περί του ότι τα καταβαλλόμενα από τον παραγωγό στον διανομέα ποσά συνιστούν «προμήθεια» ή «περιθώριο» όπως εκείνα που ένας επιχειρηματίας καταβάλλει σε τρίτο αντιπρόσωπο για τις εμπορικές εργασίες τις οποίες αναλαμβάνει ο εν λόγω αντιπρόσωπος. Επιπλέον, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι δύο οντότητες λειτουργούν και διευθύνονται κατά τρόπο ανεξάρτητο. Εν προκειμένω, όμως, το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι υπήρχε πλαίσιο διοικήσεως δυνάμει του οποίου η διαχείριση της ICOF S και η διαχείριση της PTMM ήταν διακριτές και ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις αδυνατούσαν νομικά να επέμβουν στις υποθέσεις της άλλης. Το Συμβούλιο δεν απέδειξε περαιτέρω ότι η υφιστάμενη αντιστάθμιση μεταξύ των ICOF S και PTMM αποτελούσε προμήθεια την οποία λαμβάνει ανεξάρτητος αντιπρόσωπος και δεν απέρρεε από συμψηφιστικούς διακανονισμούς μεταξύ των δύο συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

80

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι το υπό εξέταση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η PTMM υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι υφίσταται τεκμήριο, κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν ούτε διευθύνονται κατά τρόπο ανεξάρτητο. Ως εκ τούτου, στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις σκέψεις 80 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως.

82

Συναφώς, όσον αφορά αυτήν την κατανομή του βάρους αποδείξεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αν ένας ενδιαφερόμενος ζητεί, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές για να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής με σκοπό τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, ο ως άνω ενδιαφερόμενος οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 58).

83

Επιπλέον, το βάρος της αποδείξεως του ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν οι ειδικές προσαρμογές που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχεία αʹ έως κʹ, του βασικού κανονισμού φέρουν εκείνοι που θεωρούν αναγκαίες αυτές τις προσαρμογές (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 60).

84

Συνεπώς, όταν ένας παραγωγός ζητεί προσαρμογή, καταρχήν προς τα κάτω, της κανονικής αξίας ή, λογικά προς τα άνω, των τιμών εξαγωγής, σ’ αυτόν εναπόκειται να επισημάνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσαρμογής. Αντιστρόφως, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, διότι μια εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, στα όργανα αυτά εναπόκειται να προσκομίσουν τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 61).

85

Επομένως, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν προσκομίσει συγκλίνουσες ενδείξεις ότι ο συνδεδεμένος με έναν παραγωγό διανομέας πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, στον διανομέα ή τον παραγωγό εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν είναι δικαιολογημένη η προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, για παράδειγμα, αποδεικνύοντας ότι συναπαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα. Προς τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα μπορούσαν μεταξύ άλλων να αποδείξουν ότι δεν λειτουργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο και ότι συνδέονται με συμψηφιστικούς διακανονισμούς.

86

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η PTMM, δεν υφίσταται, κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, τεκμήριο ότι δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο και ότι συνδέονται με συμψηφιστικούς διακανονισμούς, ούτως ώστε να εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, προκειμένου να μπορέσουν να προβούν σε προσαρμογή βάσει της διατάξεως αυτής, να αποδείξουν ότι οι δύο οντότητες τελούν υπό ανεξάρτητη διεύθυνση.

87

Πράγματι, η ερμηνεία την οποία προτείνει η PTMM δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στον βασικό κανονισμό, καθώς το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του κανονισμού αυτού δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά σε ένα τέτοιο τεκμήριο. Η διάταξη αυτή ορίζει μόνον ότι πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις και διευκρινίζει ότι ο όρος «προμήθειες» εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

88

Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει η PTMM, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού στηρίζεται στο τεκμήριο ότι δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι η τιμή εξαγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη όταν υπάρχει κάποιος σύνδεσμος ή συμψηφιστικός διακανονισμός μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Εντούτοις, δεν μπορεί να αντληθεί κανένα συμπέρασμα, δυνάμενο να εφαρμοστεί στην ανάλυση στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού αυτού. Ενώ η δεύτερη αυτή διάταξη αφορά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής και αναγνωρίζει ότι η σχέση μεταξύ του εξαγωγέα και του διανομέα μπορεί να νοθεύσει την τιμή αυτή, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, επικεντρώνεται, όχι στη σχέση μεταξύ του εξαγωγέα και του διανομέα, αλλά στις εργασίες που πραγματοποιεί ο διανομέας.

89

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο εξακρίβωσε, στις σκέψεις 80 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο διέθετε συγκλίνουσες ενδείξεις ότι οι εργασίες που πραγματοποιούσε η ICOF S ήταν παρόμοιες με εκείνες του αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Το Γενικό Δικαστήριο συμμορφώθηκε, επομένως, στους κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως που υπέχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και δεν υπέπεσε συναφώς σε πλάνη περί το δίκαιο.

90

Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, όπως επίσης και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

91

Η PTMM εκτιμά ότι, κρίνοντας στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η PTMM δεν απέδειξε ότι η ICOF S επιβαρυνόταν με τις δαπάνες για το σύνολο των πωλήσεων και ότι οι εγχώριες πωλήσεις χρηματοδοτούνταν από τα έσοδα των προμηθειών επί των εξαγωγικών πωλήσεων, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ. Εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη τα διαθέσιμα και προσκομισθέντα από την PTMM αποδεικτικά στοιχεία, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο είχε οπωσδήποτε ανατρέψει τη συμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

92

Το Συμβούλιο φρονεί, κυρίως, ότι ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, επικουρικώς, αβάσιμος. Η Επιτροπή είναι επίσης της απόψεως ότι, κατά κύριο λόγο, ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Επικουρικώς, εκτιμά ότι είναι αλυσιτελής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93

Επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προκειμένου να είναι δικαιολογημένη η προς τα κάτω προσαρμογή της κανονικής αξίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, εναπόκειτο στην PTMM να αποδείξει ότι η ICOF S πραγματοποιούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής. Στη σκέψη 97 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ ουσίαν ότι η PTMM απλώς υποστήριξε ότι η ICOF S επιβαρυνόταν με τις δαπάνες για το σύνολο των πωλήσεων, χωρίς όμως να προσκομίσει οποιαδήποτε σχετική απόδειξη. Επισήμανε, επιπλέον, ότι η μεταξύ των PTMM και ICOF S σύμβαση δεν περιείχε διατάξεις ή ενδείξεις ικανές να τεκμηριώσουν τον εν λόγω ισχυρισμό.

94

Επομένως, οι περιεχόμενες στη σκέψη 97 διαπιστώσεις, τις οποίες η PTMM αμφισβητεί στο πλαίσιο του υπό εξέταση σκέλους της αναιρέσεως, εμπίπτουν στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, η εκτίμηση αυτή εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου.

95

Καθόσον η PTMM ουδόλως επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

96

Η PTMM εκτιμά, πρώτον, ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βασίζεται σε εικασίες και δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε τα έγγραφα στα οποία αναφερόταν όταν επισήμανε ότι προέκυπτε «από τα στοιχεία του φακέλου που εξέτασε το Συμβούλιο, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι επεξηγήσεις της [PTMM] δεν ήταν τεκμηριωμένες και, εν πάση περιπτώσει, ήταν άνευ σημασίας». Τέτοια στοιχεία δεν υπήρχαν και το Γενικό Δικαστήριο απλώς στηρίχθηκε σε σχετικές εικασίες. Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η PTMM παρέσχε όλες τις ζητηθείσες εξηγήσεις στο πλαίσιο της έρευνας. Οι εξηγήσεις αυτές επαληθεύτηκαν και έπρεπε να θεωρηθούν αδιαμφισβήτητες. Το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε, επομένως, σε μη συνεπείς διαπιστώσεις δεδομένων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων.

97

Δεύτερον, στην ίδια σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένως ότι το Συμβούλιο αγνόησε αποδεικτικά στοιχεία και επιχειρήματα που προέβαλε η PTMM κατά την έρευνα, διότι «εν πάση περιπτώσει, ήταν άνευ σημασίας». Επρόκειτο, ωστόσο, για ουσιαστικά επιχειρήματα τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και επί των οποίων το Συμβούλιο δεν αποφάνθηκε, παραβιάζοντας την αρχή της χρηστής διοικήσεως και χωρίς να αιτιολογήσει γιατί ήταν άνευ σημασίας.

98

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει αλυσιτελής. Η Επιτροπή φρονεί κατά κύριο λόγο ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και, επικουρικώς, αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

99

Πρώτον, η PTMM προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, δεν προσδιόρισε τα έγγραφα στα οποία αναφερόταν όταν επισήμανε ότι προέκυπτε «από τα στοιχεία του φακέλου ότι το Συμβούλιο είχε θεωρήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι επεξηγήσεις της [PTMM] δεν ήταν τεκμηριωμένες και, εν πάση περιπτώσει, ήταν άνευ σημασίας».

100

Επιβάλλεται συναφώς η διευκρίνιση ότι οι περιεχόμενες στη σκέψη 117 της αποφάσεως αυτής αναπτύξεις αφορούν ειδικώς τα επιχειρήματα της PTMM σύμφωνα με τα οποία τιμολογεί τις πωλήσεις στην ινδονησιακή αγορά για λόγους φορολογικής φύσεως, οι δε προμήθειες που καταβάλλονται στην ICOF S προορίζονται για την κάλυψη όλων των δαπανών της εταιρίας αυτής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούνται για την εμπορία των προϊόντων στην εγχώρια αγορά.

101

Καίτοι, όμως, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε, στη σκέψη 117 της εν λόγω αποφάσεως, τα έγγραφα στα οποία αναφερόταν, απορρέει εντούτοις από τις σκέψεις 64 και 97 της ίδιας αποφάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο επεξήγησε τους λόγους αλλά και προσδιόρισε τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε προκειμένου να διαπιστώσει ότι τα επιχειρήματα της PTMM δεν ήταν τεκμηριωμένα.

102

Επομένως, το υπό εξέταση επιχείρημα που αφορά μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

103

Δεύτερον, η PTMM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε, πεπλανημένως, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο αγνόησε τα αποδεικτικά στοιχεία και επιχειρήματα που προέβαλε η PTMM κατά τη διάρκεια της έρευνας, με το σκεπτικό ότι «εν πάση περιπτώσει, ήταν άνευ σημασίας».

104

Η PTMM αμφισβητεί με τον τρόπο αυτόν τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη 117. Σύμφωνα, όμως, με την παρατιθέμενη στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, οι εκτιμήσεις αυτές εκφεύγουν του ελέγχου του Δικαστηρίου.

105

Δεδομένου ότι η PTMM ουδόλως επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων, η υπό εξέταση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

106

Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

107

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η PTMM δεν μπορεί να γίνει δεκτός και, κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

108

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η PTMM ηττήθηκε και το Συμβούλιο είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, η PTMM πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το εν λόγω θεσμικό όργανο.

109

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

110

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Η PT Perindustrian dan Perdagangan Musim Semi Mas (PT Musim Mas) φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.