Υπόθεση C‑379/15
Association France Nature Environnement
κατά
Premier ministre
και
Ministre de l’Écologie, du Développement durable et de l'Énergie
[αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2001/42/ΕΚ — Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων — Ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης εθνική πράξη — Έννομες συνέπειες — Εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να διατηρεί προσωρινώς ορισμένα αποτελέσματα της εν λόγω πράξεως — Άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 28ης Ιουλίου 2016
Περιβάλλον – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων – Οδηγία 2001/42 – Ακύρωση από το εθνικό δικαστήριο διατάξεων του εσωτερικού δικαίου ασύμβατων με τις απορρέουσες από την οδηγία υποχρεώσεις – Δυνατότητα διατηρήσεως των αποτελεσμάτων των επίμαχων διατάξεων – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 3, εδ. 3, ΣΕΕ· άρθρο 191 §§ 1 και 2 ΣΛΕΕ· οδηγία 2001/42 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 3)
Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Ζητήματα ερμηνείας – Υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος – Περιεχόμενο – Ερώτημα σχετικό με τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που έχουν κριθεί ασύμβατες με το δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης –Περιλαμβάνεται – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 267, εδ. 3, ΣΛΕΕ)
Το εθνικό δικαστήριο, όταν το εσωτερικό δίκαιο του το επιτρέπει, δύναται, κατ’ εξαίρεση και κατά περίπτωση, να περιορίζει από απόψεως χρονικής ενέργειας ορισμένα από τα αποτελέσματα αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται ο παράνομος χαρακτήρας διατάξεως του εθνικού δικαίου που έχει θεσπιστεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία 2001/42, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, ιδίως όσων απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 3, αυτής, υπό τον όρο ότι ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται από επιτακτικό λόγο αναγόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος και εφόσον ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Πάντως, η εν λόγω εξαιρετική δυνατότητα μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα εφόσον:
— |
η προσβαλλόμενη διάταξη του εθνικού δικαίου αποτελεί μέτρο για την ορθή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, |
— |
η έκδοση και η εφαρμογή νέας διατάξεως του εθνικού δικαίου δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που θα είχε για το περιβάλλον η ακύρωση της προσβαλλομένης διατάξεως του εθνικού δικαίου, |
— |
η ακύρωση της προσβαλλομένης διατάξεως του εθνικού δικαίου έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κενού δικαίου όσον αφορά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, πράγμα το οποίο θα προκαλούσε μεγαλύτερη βλάβη στο περιβάλλον υπό την έννοια ότι η ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η προβλεπόμενη προστασία και, επομένως, θα ήταν αντίθετη προς τον σχετικό θεμελιώδη σκοπό του δικαίου της Ένωσης, και |
— |
τα έννομα αποτελέσματα της ως άνω πράξεως διατηρούνται κατ’ εξαίρεση μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν τα μέτρα που καθιστούν δυνατή τη θεραπεία της διαπιστωθείσας παρανομίας. |
(βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1)
Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα υποχρεούται καταρχήν να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ώστε αυτό να εκτιμήσει αν, κατ’ εξαίρεση, η ισχύς διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που έχουν κριθεί αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί προσωρινώς να διατηρηθεί βάσει επιτακτικού λόγου αναγόμενου στην προστασία του περιβάλλοντος και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο αυτό. Το εν λόγω εθνικό δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνον εφόσον έχει σχηματίσει την πεποίθηση –πράγμα που οφείλει να αποδείξει με εμπεριστατωμένο τρόπο– ότι δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων που προκύπτουν από την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11).
(βλ. σκέψη 53, διατακτ. 2)