ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 26ης Μαΐου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινό δασμολόγιο — Δασμολογική κατάταξη — Συνδυασμένη Ονοματολογία — Κλάση 2711 — Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες — Ύλη που προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα — Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου»

Στην υπόθεση C‑286/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākā tiesa, Administratīvo lietu departaments (Λεττονία), με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Valsts ieņēmumu dienests

κατά

SIA «Latvijas propāna gāze»,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή) και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και A. Bogdanova,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Caeiros και I. Rubene,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (στο εξής: ΣΟ) που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε διαδοχικώς με τον κανονισμό (ΕΚ) 1031/2008 της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 291, σ. 1), και με τον κανονισμό (ΕΚ) 948/2009 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 287, σ. 1), και, ειδικότερα, της κλάσης 2711 του παραρτήματος αυτού, καθώς και του άρθρου 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Valsts Ieņēmumu dienests (φορολογικής αρχής, Λεττονία) και της SIA «Latvijas propāna gāze» με αντικείμενο τους καταβλητέους δασμούς για την εισαγωγή υγροποιημένου αερίου πετρελαίου (στο εξής: GPL) από τη Ρωσία στη Λεττονία.

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι τα κείμενα της ΣΟ που έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης είναι εκείνα που αφορούν τα έτη 2008 και 2009, τα οποία περιέχονται αντιστοίχως στους κανονισμούς 1031/2008 και 948/2009. Οι εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις της ΣΟ παρέμειναν ωστόσο αμετάβλητες στα δύο αυτά κείμενα.

4

Το πρώτο μέρος της ΣΟ, το οποίο αφορά τις «Προκαταρκτικές διατάξεις», περιέχει τον τίτλο Ι που προβλέπει τους «Γενικούς κανόνες», του οποίου το τμήμα A, τιτλοφορούμενο «Γενικοί κανόνες για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας», ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η κατάταξη των εμπορευμάτων στη [ΣΟ] πραγματοποιείται σύμφωνα με τις παρακάτω αρχές.

1.

Το κείμενο των τίτλων των τμημάτων, των κεφαλαίων ή των υποκεφαλαίων θεωρείται ότι έχει μόνον ενδεικτική αξία, δεδομένου ότι η κατάταξη καθορίζεται νόμιμα σύμφωνα με το κείμενο των κλάσεων και των σημειώσεων των τμημάτων ή των κεφαλαίων και σύμφωνα με τους κατωτέρω κανόνες, εφόσον αυτοί δεν είναι αντίθετοι προς το κείμενο των εν λόγω κλάσεων και σημειώσεων.

2.

[...]

β)

Κάθε αναφορά σε μία ύλη μέσα σε ορισμένη κλάση καλύπτει την ύλη αυτή, είτε σε αμιγή κατάσταση είτε αναμεμειγμένη ή και συνδυασμένη με άλλες ύλες. Επίσης, κάθε αναφορά σε τεχνουργήματα από ορισμένη ύλη καλύπτει τα τεχνουργήματα που αποτελούνται εξ ολοκλήρου ή μερικώς από την ύλη αυτή. Η κατάταξη των αναμειγμένων αυτών προϊόντων ή των συνθέτων αυτών ειδών γίνεται σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στον κανόνα 3.

3.

Όταν εμπορεύματα πρέπει, εκ πρώτης όψεως, να καταταγούν σε δύο ή περισσότερες κλάσεις, σ’ εφαρμογή του κανόνα 2[, στοιχείο] βʹ, ή σε κάθε άλλη περίπτωση, η κατάταξη γίνεται σύμφωνα με τα παρακάτω:

[...]

β)

Τα αναμεμειγμένα προϊόντα, τα τεχνουργήματα και τα είδη που αποτελούνται από διάφορες ύλες ή προκύπτουν από τη συναρμολόγηση διαφόρων αντικειμένων, καθώς και τα εμπορεύματα που παρουσιάζονται σε σύνολα συσκευασμένα για τη λιανική πώληση, στα οποία η κατάταξη δεν μπορεί να γίνει με εφαρμογή του κανόνα 3, στοιχείο αʹ, κατατάσσονται σύμφωνα με την ύλη ή το είδος που δίνει σ’ αυτά τον ουσιώδη χαρακτήρα τους, όταν είναι δυνατός αυτός ο καθορισμός.

γ)

Στις περιπτώσεις που η κατάταξη του εμπορεύματος δεν μπορεί να γίνει σύμφωνα με τον κανόνα 3[, στοιχείο αʹ], ή 3[, στοιχείο βʹ], τότε αυτό κατατάσσεται στην τελευταία κατά σειρά αρίθμησης κλάση μεταξύ των κλάσεων που μπορούν έγκυρα να ληφθούν υπόψη.

[...]

6.

Η κατάταξη των εμπορευμάτων στις διακρίσεις μιας και της αυτής κλάσης καθορίζεται νόμιμα σύμφωνα με το κείμενο των διακρίσεων αυτών και των σημειώσεων των διακρίσεων, καθώς και αναλογικά, σύμφωνα με τους παραπάνω κανόνες, δεδομένου ότι μπορούν να συγκριθούν μόνον οι διακρίσεις του αυτού επιπέδου. Εκτός αντιθέτων διατάξεων, για τους σκοπούς του κανόνα αυτού εφαρμόζονται επίσης οι σημειώσεις των τμημάτων και των κεφαλαίων».

5

Το τιτλοφορούμενο «Πίνακας δασμών» δεύτερο μέρος της ΣΟ περιλαμβάνει το τμήμα V, το οποίο τιτλοφορείται «Ορυκτά προϊόντα» και περιέχει, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο 27 της ΣΟ που φέρει τον τίτλο «Ορυκτά καύσιμα, ορυκτά λάδια και προϊόντα της απόσταξης αυτών· ασφαλτώδεις ύλες· κεριά ορυκτά».

6

Η κλάση 2711 του κεφαλαίου αυτού έχει την εξής διάρθρωση και το εξής κείμενο:

2711

Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες:

 

— που έχουν υγροποιηθεί:

[...]

[...]

2711 12

— — Προπάνιο:

[...]

[...]

 

— — — άλλα

[...]

[...]

 

— — — — που προορίζεται για άλλες χρήσεις:

2711 12 97

— — — — — άλλα

2711 13

— — Βουτάνια:

[...]

[...]

 

— — — που προορίζονται για άλλες χρήσεις:

[...]

[...]

2711 13 97

— — — — άλλα

[...]

[...]

2711 19 00

— — άλλα

7

Το άρθρο 62, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:

«Στη διασάφηση [στο τελωνείο] πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα των οποίων η προσκόμιση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων.»

8

Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93:

«Τα έγγραφα που επισυνάπτονται στη διασάφηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία είναι:

[...]

δ)

κάθε άλλο έγγραφο που απαιτείται για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των διασαφισθέντων εμπορευμάτων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Latvijas propāna gāze κατέταξε στη δασμολογική διάκριση 2711 19 00 το GPL το οποίο εισήγαγε από τη Ρωσία στη Λεττονία από τις 20 Μαρτίου 2009 έως τις 15 Ιανουαρίου 2010 και, ως εκ τούτου, εφάρμοσε σ’ αυτό εισαγωγικό δασμό με συντελεστή 0 % επί της δασμολογητέας αξίας του. Εντούτοις, η φορολογική αρχή, βασιζόμενη στις πληροφορίες που περιέχονταν στα έγγραφα της ανωτέρω εταιρείας, έκρινε ότι οι ουσίες που υπερτερούσαν στο εν λόγω GPL ήταν το προπάνιο και το βουτάνιο, με υπεροχή του προπανίου, και κατέταξε το GPL αυτό στη δασμολογική διάκριση 2711 12 97.

10

Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL περιέχει μεθάνιο, αιθάνιο, αιθυλένιο, προπάνιο, προπυλένιο, βουτάνιο και βουτυλένιο. Εντούτοις, στο πιστοποιητικό ποιότητας του εν λόγω GPL (στο εξής: πιστοποιητικό ποιότητας), το οποίο εξέδωσε ο παραγωγός, ήτοι η εγκατεστημένη στο Όρεμπουργκ (Ρωσία) AAS «Gazprom», δεν γίνεται χωριστή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας καθεμίας από τις ανωτέρω ουσίες, αλλά γίνεται απλώς και μόνον μνεία της ποσότητας μεθανίου, αιθανίου και αιθυλενίου (0,32 % της πυκνότητας του εν λόγω GPL), της ποσότητας προπανίου και προπυλενίου (58,32 %), καθώς και της ποσότητας βουτανίου και βουτυλενίου (έως 39,99 %).

11

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Ρίγας (Λεττονία) εξέδωσε γνωμοδότηση κατά την οποία από το πιστοποιητικό ποιότητας δεν ήταν εφικτό να καθορισθεί ότι μια από τις συστατικές ουσίες του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL τού προσέδιδε, αυτή καθαυτήν, τον ουσιώδη χαρακτήρα του ως πηγής ενέργειας, δηλαδή τη θερμιδική του ικανότητα και την υπερπίεσή του. Κατά τη γνωμοδότηση αυτή, το προπάνιο και το προπυλένιο προσδίδουν στο εν λόγω GPL την υπερπίεση, αλλά η θερμιδική του ικανότητα καθοριζόταν από όλα τα συστατικά του συλλήβδην.

12

Η φορολογική αρχή έκρινε ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL έπρεπε να καταταχθεί βάσει της ουσίας που του προσέδιδε τον ουσιώδη χαρακτήρα του, κατ’ εφαρμογή του κανόνα 2, στοιχείο βʹ, του κανόνα 3, στοιχείο βʹ, καθώς και του κανόνα 6 των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ.

13

Η φορολογική αρχή έκρινε ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η ουσία η οποία προσδίδει στο προϊόν τον ουσιώδη χαρακτήρα είναι εκείνη που υπερτερεί αναλογικά σ’ αυτό. Ακολούθως, αφού επισήμανε ότι, κατά το πιστοποιητικό ποιότητας, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL αντιστοιχούσε σε υγροποιημένο αέριο τύπου CΠБT (SPBT) και ότι, κατά το εθνικό ρωσικό πρότυπο ΓOCT 20448-90 (GOST 20448-90), μπορούν να χαρακτηριστούν ως υγροποιημένα αέρια τύπου CΠБT (SPBT) τα αέρια εκείνα των οποίων βασικά συστατικά είναι το προπάνιο και το βουτάνιο, η ανωτέρω αρχή συνήγαγε ότι οι δύο αυτές ουσίες προσέδιδαν στο εν λόγω GPL τον ουσιώδη χαρακτήρα του, ενώ τα λοιπά συστατικά του, τουτέστιν το μεθάνιο, το αιθάνιο, το αιθυλένιο, το προπυλένιο και το βουτυλένιο, δεν ήταν δυνατόν να μεταβάλλουν τον ουσιώδη αυτό χαρακτήρα.

14

Η Latvijas propāna gāze άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της φορολογικής αρχής ενώπιον του Administratīvā apgabaltiesa (Περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου, Λεττονία).

15

Στην απόφαση που εξέδωσε στις 10 Απριλίου 2014, το ανωτέρω δικαστήριο παραπέμπει καταρχάς στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία είναι αναγκαίο, για τη δασμολογική κατάταξη ενός προϊόντος, να εξακριβωθεί ποια από τις ύλες που το συνθέτουν είναι αυτή που του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του, πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει εφόσον δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν το προϊόν, σε περίπτωση που αφαιρούνταν κάποιο συγκεκριμένο από τα συστατικά του στοιχεία, θα εξακολουθούσε να διατηρεί τις ιδιότητες που το χαρακτηρίζουν. Το γνώρισμα που προσδιορίζει τον ουσιώδη χαρακτήρα μπορεί, ανάλογα με το είδος του προϊόντος, να προκύπτει για παράδειγμα από τη φύση της ύλης του προϊόντος ή των συστατικών μερών του, από τον όγκο τους, τον αριθμό τους, το βάρος τους, την αξία τους ή τη σπουδαιότητα μιας από τις συστατικές ύλες σε σχέση με τη χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτού (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, Kloosterboer Services, C‑173/08, EU:C:2009:382, σκέψεις 31 και 32).

16

Ακολούθως, εφαρμόζοντας το ως άνω σκεπτικό στη διαφορά της κύριας δίκης, το Administratīvā apgabaltiesa έκρινε ότι η φορολογική αρχή δεν είχε αποδείξει ούτε ποιος ήταν ο ουσιώδης χαρακτήρας του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL ούτε ότι το προπάνιο ή το βουτάνιο έπρεπε να εκληφθούν ως η ουσία εκείνη που του προσδίδει τέτοιον χαρακτήρα. Επ’ αυτού, αφού υπογράμμισε ότι στο πιστοποιητικό ποιότητας δεν γινόταν χωριστή μνεία των ποσοτήτων προπανίου και βουτανίου που περιείχε το εν λόγω GPL, το ανωτέρω δικαστήριο παρέπεμψε στη γνωμοδότηση του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Ρίγας, κατά την οποία δεν ήταν εφικτό να προσδιορισθεί ότι μια από τις ουσίες που περιέχονται στη σύνθεση του εν λόγω GPL μπορούσε, αυτή καθαυτήν, να του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του. Τέλος, το προμνησθέν δικαστήριο παρατήρησε, εξετάζοντας τα πιστοποιητικά ποιότητας που υπέβαλε η Latvijas propāna gāze σε σχέση με το GPL που αγοράστηκε σε άλλες περιπτώσεις στη Λιθουανία, ότι η περιεκτικότητα του GPL σε προπυλένιο μπορούσε ενίοτε να είναι υψηλότερη από την περιεκτικότητά του σε προπάνιο.

17

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο ενώπιον του οποίου η φορολογική αρχή άσκησε αίτηση αναίρεσης, από τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης προκύπτει ότι, ακόμη και αν είναι το προπάνιο η ουσία εκείνη που υπερτερεί, σε πυκνότητα, στο επίμαχο στην υπόθεση της κύρια δίκης GPL, τα διάφορα συστατικά του εν λόγω GPL είναι εκείνα που, από κοινού, του προσδίδουν, ως πηγή ενέργειας, τη θερμιδική του ικανότητα. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επομένως αμφιβολίες ως προς το βάσιμο των επιχειρημάτων της λεττονικής φορολογικής αρχής, κατά τα οποία η ουσία που υπερτερεί αναλογικά προσδίδει στο οικείο GPL τον ουσιώδη χαρακτήρα του, και προσθέτει ότι, σε περίπτωση απόρριψης των επιχειρημάτων αυτών, τα GPL στη σύνθεση των οποίων υπερτερεί το προπάνιο ή το βουτάνιο θα έπρεπε να κατατάσσονται πάντα στη δασμολογική διάκριση 2711 19 00, στην οποίο επιβάλλεται εισαγωγικός δασμός με συντελεστή 0 % επί της δασμολογικής αξίας του εμπορεύματος.

18

Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2454/93, πρόσωπο που προτίθεται να εισαγάγει GPL και να το κατατάξει σε δασμολογική κλάση στην οποία αντιστοιχεί ευνοϊκότερος για αυτό συντελεστής, οφείλει, κατά την εισαγωγή, να υποβάλει στις οικείες τελωνειακές αρχές αποδείξεις που να αίρουν κάθε αμφιβολία όσον αφορά την κατάταξη αυτή. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να καθορισθεί κατά πόσον η ως άνω διάταξη συνεπάγεται ότι ένας εισαγωγέας GPL, όπως αυτός στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποχρεούται να δηλώνει επακριβώς το ποσοστό της ουσίας που υπερτερεί στη σύνθεση του εν λόγω GPL.

19

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, τέλος, ότι δεν είναι πλέον εφικτό να γίνει δειγματοληψία από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης GPL και, επομένως, να πραγματοποιηθεί ανάλυση του εν λόγω GPL στα τελωνειακά εργαστήρια της λεττονικής φορολογικής αρχής προκειμένου να εξακριβωθεί η σύνθεσή του. Κατά συνέπεια, για τον ορθό καθορισμό της εφαρμοστέας δασμολογικής κλάσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ήδη έχουν αποδειχθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης.

20

Λαμβανομένων υπόψη των προηγηθεισών εκτιμήσεων, το Augstākā tiesa, Administratīvo lietu departaments (Ανώτατο Δικαστήριο, τμήμα διοικητικών υποθέσεων, Λεττονία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν οι γενικοί κανόνες 2, στοιχείο βʹ, και 3, στοιχείο βʹ, για την ερμηνεία της ΣΟ την έννοια ότι, εάν ο ουσιώδης χαρακτήρας του εμπορεύματος (GPL) καθορίζεται από όλα τα συστατικά του αέριου μείγματος στο σύνολό του και δεν μπορεί να προσδιορισθεί χωριστά κανένα συστατικό του εμπορεύματος ως γνώρισμα που προσδίδει στο εν λόγω αέριο τον ουσιώδη χαρακτήρα του, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γνώρισμα που προσδίδει στο εμπόρευμα τον ουσιώδη χαρακτήρα του, κατά τον προμνησθέντα γενικό κανόνα 3, στοιχείο βʹ, είναι η ουσία που υπερτερεί αναλογικά στο μείγμα;

2)

Προκύπτει από το άρθρο 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2454/93 υποχρέωση του υποβάλλοντος την τελωνειακή διασάφηση του εμπορεύματος (GPL) να κάνει επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας των ουσιών που υπερτερούν στο μείγμα;

3)

Εάν ο υποβάλλων την τελωνειακή διασάφηση του εμπορεύματος δεν έκανε επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας των ουσιών που υπερτερούν στο μείγμα, πρέπει να εφαρμοσθεί σε αέριο του οποίου η σύνθεση περιλαμβάνει κατά 0,32 % άθροισμα μεθανίου, αιθανίου και αιθυλενίου, κατά 58,32 % άθροισμα προπανίου και προπυλενίου και έως 39,99 % άθροισμα βουτανίου και βουτυλενίου, ο κωδικός 2711 19 00 της συνδυασμένης ονοματολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον οποίο εφάρμοσε ο υποβάλλων την τελωνειακή διασάφηση στο εμπόρευμα στην υπό κρίση υπόθεση, ή ο κωδικός 2711 12 97, τον οποίο εφάρμοσε η Valsts ieņēmumu dienests (λεττονική φορολογική αρχή);»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

21

Πρέπει να δοθεί απάντηση, καταρχάς, στο πρώτο ερώτημα, στη συνέχεια στο τρίτο ερώτημα και, τέλος, στο δεύτερο ερώτημα.

Επί του πρώτου ερωτήματος, σχετικά με τον καθορισμό της ουσίας που προσδίδει στο προϊόν τον ουσιώδη χαρακτήρα του

22

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον ο κανόνας 2, στοιχείο βʹ, και ο κανόνας 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση που τα συστατικά ενός GPL του προσδίδουν από κοινού τον ουσιώδη χαρακτήρα του και δεν είναι εφικτό να απομονωθεί εκείνο από τα συστατικά του που του προσδίδει, αυτό καθαυτό, τον ουσιώδη χαρακτήρα του, πρέπει να τεκμαίρεται ότι το συστατικό που προσδίδει στο εν λόγω GPL τον ουσιώδη χαρακτήρα του, κατά την έννοια του προμνησθέντος κανόνα 3, στοιχείο βʹ, είναι εκείνο που υπερτερεί αναλογικά σ’ αυτό.

23

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τον κανόνα 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ, «[τ]α αναμεμειγμένα προϊόντα, τα τεχνουργήματα και τα είδη που αποτελούνται από διάφορες ύλες ή προκύπτουν από τη συναρμολόγηση διαφόρων αντικειμένων […] κατατάσσονται σύμφωνα με την ύλη ή το είδος που δίνει σ’ αυτά τον ουσιώδη χαρακτήρα τους, όταν είναι δυνατός αυτός ο καθορισμός».

24

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη GPL περιέχει μεθάνιο, αιθάνιο, αιθυλένιο, προπάνιο, προπυλένιο, βουτάνιο και βουτυλένιο. Κατά τη γνωμοδότηση του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Ρίγας, στην οποία παρέπεμψε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι εφικτό να αποδειχθεί ότι μια από τις ανωτέρω ουσίες προσέδιδε, αυτή καθαυτήν, στο προϊόν αυτό τον ουσιώδη χαρακτήρα του, δηλαδή τη θερμιδική του ικανότητα ή την υπερπίεσή του. Αντιθέτως, από τη γνωμοδότηση αυτή προκύπτει ότι η θερμιδική ικανότητα του εν λόγω προϊόντος καθορίζεται από όλα τα συστατικά του αέριου μείγματος, και όχι από ένα μεμονωμένο συστατικό.

25

Στο μέτρο που η επιστημονική αυτή γνωμοδότηση μπορεί να ληφθεί υπόψη, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, πρέπει να συναχθεί εξ αυτής ότι δεν είναι εφικτό να καθορισθεί, βάσει του κανόνα 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ, ποιο είναι το συστατικό εκείνο του GPL το οποίο προσδίδει στο μείγμα τις φυσικο-χημικές του ιδιότητες και, ειδικότερα, τη θερμιδική ικανότητά του.

26

Σε κάθε περίπτωση, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν είναι εφικτό να προσδιορισθεί η ακριβής ποσότητα καθενός εκ των συστατικών του επίμαχου στην κύρια δίκη GPL, δεδομένου ότι, στο πιστοποιητικό ποιότητας των εμπορευμάτων, το ποσοστό των συστατικών αερίων του GPL προσδιορίζεται ανά ομάδα αερίων, εκ των οποίων η πρώτη αποτελείται από μεθάνιο, αιθάνιο και αιθυλένιο, η δεύτερη από προπάνιο και προπυλένιο, και η τρίτη από βουτάνιο και βουτυλένιο.

27

Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την αγορά GPL άλλης προέλευσης, είναι προφανές ότι, στην ομάδα που αποτελείται από προπάνιο ή προπυλένιο, το προπυλένιο ενδέχεται να υπερτερεί ποσοτικά του προπανίου. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι, οσάκις η σημαντικότερη ομάδα αερίων είναι αυτή που αποτελείται από προπάνιο και προπυλένιο, το προπάνιο πρέπει να εκλαμβάνεται ως το κυρίαρχο στοιχείο του μείγματος.

28

Τέλος, οι γενικοί κανόνες για την ερμηνεία της ΣΟ περιλαμβάνουν τον κανόνα 3, στοιχείο γʹ, ο οποίος εφαρμόζεται στην περίπτωση που η κατάταξη του οικείου εμπορεύματος δεν μπορεί να γίνει ούτε σύμφωνα με τον κανόνα 3, στοιχείο αʹ, ούτε σύμφωνα με τον κανόνα 3, στοιχείο βʹ, και κατά τον οποίο το εμπόρευμα πρέπει να κατατάσσεται στην τελευταία κατά σειρά αρίθμησης κλάση μεταξύ των κλάσεων που μπορούν έγκυρα να ληφθούν υπόψη.

29

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι απαραίτητη η χρήση τεκμηρίου για τον καθορισμό της ουσίας που προσδίδει στο μείγμα τον ουσιώδη χαρακτήρα του.

30

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανόνας 2, στοιχείο βʹ, και ο κανόνας 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ έχουν την έννοια ότι, εφόσον όλα τα συστατικά ενός μείγματος αερίων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη GPL, του προσδίδουν από κοινού τον ουσιώδη χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό να προσδιοριστεί το συστατικό εκείνο που προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα, και εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εφικτό να προσδιορισθεί η ακριβής ποσότητα καθενός εκ των συστατικών του επίμαχου GPL, δεν μπορεί να γίνει χρήση τεκμηρίου κατά το οποίο η ουσία που προσδίδει στο προϊόν τον ουσιώδη χαρακτήρα του, κατά την έννοια του κανόνα 3, στοιχείο βʹ, των γενικών αυτών κανόνων, είναι εκείνη που υπερτερεί αναλογικά στο μείγμα.

Επί του τρίτου ερωτήματος, σχετικά με την κατάταξη μείγματος GPL

31

Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον, στην περίπτωση που ο υποβάλλων την τελωνειακή διασάφηση δεν έκανε επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας των ουσιών ενός GPL, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, του οποίου η σύνθεση περιλαμβάνει κατά 0,32 % μεθάνιο, αιθάνιο και αιθυλένιο, κατά 58,32 % προπάνιο και προπυλένιο και έως 39,99 % βουτάνιο και βουτυλένιο, η ΣΟ έχει την έννοια ότι το εν λόγω GPL πρέπει να καταταχθεί στη διάκριση 2711 19 00, ως «Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες· που έχουν υγροποιηθεί· άλλα», ή στη διάκριση 2711 12 97, ως «Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες· που έχουν υγροποιηθεί· Προπάνιο· άλλα· που προορίζεται για άλλες χρήσεις: άλλα».

32

Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διευκόλυνση των ελέγχων, το καθοριστικό κριτήριο για τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων πρέπει γενικά να αναζητείται στα αντικειμενικά τους χαρακτηριστικά και στις αντικειμενικές τους ιδιότητες, όπως ορίζονται από το γράμμα της κλάσεως της ΣΟ και των σημειώσεων του οικείου τμήματος ή κεφαλαίου (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1982, Wünsche, 145/81, EU:C:1982:254, σκέψη 12· της 20ής Νοεμβρίου 1997, Wiener SI, C‑338/95, EU:C:1997:552, σκέψη 10· της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Intermodal Transports, C‑495/03, EU:C:2005:552, σκέψη 47· της 20ής Νοεμβρίου 2008, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading, C‑375/07, EU:C:2008:645, σκέψη 43, καθώς και της 10ης Δεκεμβρίου 2015, TSI, C‑183/15, EU:C:2015:808, σκέψη 24).

33

Αυτά τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και αυτές οι αντικειμενικές ιδιότητες πρέπει να είναι εξακριβώσιμες κατά το χρονικό σημείο του εκτελωνισμού (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Foods Import, C‑38/95, EU:C:1996:488, σκέψη 17· της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Medion και Canon Deutschland, C‑208/06 και C‑209/06, EU:C:2007:553, σκέψη 36, και της 23ης Απριλίου 2015, ALKA, C‑635/13, EU:C:2015:268, σκέψη 37).

34

Εν προκειμένω, η διάκριση 2711 12 της ΣΟ αφορά το προπάνιο. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, μολονότι το προπάνιο είναι το αέριο εκείνο που υπερτερεί αναλογικά σε ένα GPL όπως το περιγραφόμενο από το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι το εν λόγω αέριο του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του.

35

Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά συστατικά αέρια του εν λόγω GPL, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η κατάταξή του στις διακρίσεις 2711 13 («Βουτάνιο») ή 2711 14 00 («Αιθυλένιο, προπυλένιο, βουτυλένιο και βουταδιένιο»).

36

Δεδομένου ότι ο κανόνας 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της ΣΟ δεν καθιστά δυνατή την κατάταξη αέριου μείγματος όπως το GPL που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εφαρμοσθεί ο υπομνησθείς στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως κανόνας 3, στοιχείο γʹ, των κανόνων αυτών, κατά τον οποίο το εμπόρευμα πρέπει να κατατάσσεται στην τελευταία κατά σειρά αρίθμησης κλάση μεταξύ των κλάσεων που μπορούν έγκυρα να ληφθούν υπόψη, δηλαδή, εν προκειμένω, όπως προτείνει η Επιτροπή, στη διάκριση 2711 19 00 της ΣΟ, ως «Άλλα αέρια πετρελαίου που έχουν υγροποιηθεί».

37

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ΣΟ έχει την έννοια ότι ένα GPL, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο περιλαμβάνει κατά 0,32 % μεθάνιο, αιθάνιο και αιθυλένιο, κατά 58,32 % προπάνιο και προπυλένιο και έως 39,99 % βουτάνιο και βουτυλένιο, και ως προς το οποίο είναι αδύνατο να προσδιορισθεί ποια από τις συστατικές του ουσίες του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του, εμπίπτει στη διάκριση 2711 19 00, ως «Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες· που έχουν υγροποιηθεί· άλλα».

Επί του δεύτερου ερωτήματος

38

Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2454/93 έχει την έννοια ότι επιβάλλει υποχρέωση σε υποβάλλοντας τελωνειακή διασάφηση για GPL, όπως ο υποβάλλων στην υπόθεση της κύριας δίκης, να κάνει επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας της ουσίας που υπερτερεί στο εν λόγω GPL.

39

Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε επί του πρώτου ερωτήματος, δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι, στην περίπτωση που ένα GPL, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποτελείται από περισσότερες ουσίες, η ουσία που του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του είναι εκείνη που υπερτερεί αναλογικά στο εν λόγω GPL.

40

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την απάντηση επί του τρίτου ερωτήματος και όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η απουσία επακριβούς μνείας της ποσοστιαίας αναλογίας των ουσιών που συνθέτουν ένα GPL, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των κανόνων περί δασμολογικής κατάταξης.

41

Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2454/93 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει υποχρέωση σε υποβάλλοντα τελωνειακή διασάφηση για GPL, όπως ο υποβάλλων στην υπόθεση της κύριας δίκης, να κάνει επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας της συστατικής ουσίας που υπερτερεί στο εν λόγω GPL.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Ο κανόνας 2, στοιχείο βʹ, και ο κανόνας 3, στοιχείο βʹ, των γενικών κανόνων για την ερμηνεία της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικώς με τον κανονισμό (ΕΚ) 1031/2008 της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2008, και με τον κανονισμό (ΕΚ) 948/2009 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, έχουν την έννοια ότι, εφόσον όλα τα συστατικά ενός μείγματος αερίων, όπως του επίμαχου στην κύρια δίκη υγροποιημένου αερίου πετρελαίου, του προσδίδουν από κοινού τον ουσιώδη χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό να προσδιοριστεί το συστατικό εκείνο που προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα, και εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εφικτό να προσδιορισθεί η ακριβής ποσότητα καθενός εκ των συστατικών του επίμαχου υγροποιημένου αερίου πετρελαίου, δεν μπορεί να γίνει χρήση τεκμηρίου κατά το οποίο η ουσία που προσδίδει στο προϊόν τον ουσιώδη χαρακτήρα του, κατά την έννοια του κανόνα 3, στοιχείο βʹ, των γενικών αυτών κανόνων, είναι εκείνη που υπερτερεί αναλογικά στο μείγμα.

 

2)

Η προμνησθείσα Συνδυασμένη Ονοματολογία έχει την έννοια ότι ένα υγροποιημένο αέριο πετρελαίου, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο περιλαμβάνει κατά 0,32 % μεθάνιο, αιθάνιο και αιθυλένιο, κατά 58,32 % προπάνιο και προπυλένιο και έως 39,99 % βουτάνιο και βουτυλένιο, και ως προς το οποίο είναι αδύνατο να προσδιορισθεί ποια από τις συστατικές του ουσίες του προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα του, εμπίπτει στη διάκριση 2711 19 00, ως «Αέρια πετρελαίου και άλλοι αέριοι υδρογονάνθρακες· που έχουν υγροποιηθεί· άλλα».

 

3)

Το άρθρο 218, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει υποχρέωση σε υποβάλλοντα τελωνειακή διασάφηση για υγροποιημένο αέριο πετρελαίου, όπως ο υποβάλλων στην υπόθεση της κύριας δίκης, να κάνει επακριβή μνεία της ποσοστιαίας αναλογίας της συστατικής ουσίας που υπερτερεί στο εν λόγω υγροποιημένο αέριο πετρελαίου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.