Υπόθεση C-282/15

Queisser Pharma GmbH & Co. KG

κατά

Bundesrepublik Deutschland

(αίτηση του Verwaltungsgericht Braunschweig
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρα 34 έως 36 ΣΛΕΕ – Αμιγώς εσωτερική κατάσταση – Ασφάλεια των τροφίμων – Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 – Άρθρο 6 – Αρχή της αναλύσεως των κινδύνων – Άρθρο 7 – Αρχή της προφυλάξεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1925/2006 – Νομοθεσία κράτους μέλους η οποία απαγορεύει την παρασκευή και διάθεση στην αγορά συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν αμινοξέα – Περίπτωση στην οποία η προσωρινή παρέκκλιση από την απαγόρευση αυτή εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της εθνικής αρχής»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 19ης Ιανουαρίου 2017

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ασφάλεια των τροφίμων – Κανονισμός 178/2002 – Αξιολόγηση των κινδύνων και εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως – Θέσπιση, χωρίς πλήρη ανάλυση των κινδύνων, εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει την παρασκευή και διάθεση στην αγορά ορισμένων συμπληρωμάτων διατροφής – Δυνατότητα παρεκκλίσεως κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής και μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και στην περίπτωση που οι επίμαχες ουσίες είναι ασφαλείς – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 7)

Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει την παρασκευή, επεξεργασία ή διάθεση στην αγορά κάθε συμπληρώματος διατροφής που περιέχει αμινοξέα, εκτός αν εθνική αρχή η οποία έχει συναφώς διακριτική ευχέρεια έχει χορηγήσει άδεια παρεκκλίσεως, όταν η νομοθεσία αυτή στηρίζεται σε ανάλυση κινδύνων που αφορά μόνον ορισμένα αμινοξέα, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Εν πάση περιπτώσει, τα άρθρα αυτά έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ως άνω εθνική νομοθεσία, όταν αυτή προβλέπει ότι οι παρεκκλίσεις από την απαγόρευση της εν λόγω νομοθεσίας επιτρέπονται μόνο για ορισμένη διάρκεια, ακόμη και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι μια ουσία είναι ασφαλής.

Συναφώς, η ορθή εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως προϋποθέτει, πρώτον, τον προσδιορισμό των δυνητικώς αρνητικών για την υγεία συνεπειών των οικείων ουσιών ή τροφίμων και, δεύτερον, μια συνολική αξιολόγηση του κινδύνου για την υγεία, βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ., C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 113, καθώς και της 28ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-333/08, EU:C:2010:44, σκέψη 92). Ειδικότερα, οσάκις αποδεικνύεται αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου λόγω της ανεπαρκούς, αλυσιτελούς ή ανακριβούς φύσεως των αποτελεσμάτων των μελετών, αλλά η πιθανότητα προκλήσεως πραγματικής βλάβης στη δημόσια υγεία εξακολουθεί να υπάρχει στην υποθετική περίπτωση της επελεύσεως του κινδύνου αυτού, η αρχή της προφυλάξεως δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων με την επιφύλαξη ότι τα μέτρα αυτά δεν δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και είναι αντικειμενικά (απόφαση 28ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-333/08, EU:C:2010:44, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού πρέπει να είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και να μη περιορίζουν το εμπόριο περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Ένωση, λαμβανομένων υπόψη της τεχνικής και οικονομικής βιωσιμότητας και άλλων παραγόντων, όπως αρμόζει στην εκάστοτε περίπτωση. Περαιτέρω, αυτά τα μέτρα πρέπει να αναθεωρούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ανάλογα με τη φύση του προσδιορισθέντος κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία και του είδους των επιστημονικών πληροφοριών που απαιτούνται για την άρση της επιστημονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης αξιολογήσεως του κινδύνου.

Η εν λόγω αβεβαιότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της προφυλάξεως, επηρεάζει το εύρος της διακριτικής ευχέρειας του κράτους μέλους και επιδρά έτσι στον τρόπο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος δύναται, βάσει της αρχής της προφυλάξεως, να λάβει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμείνει έως ότου αποδειχθεί πλήρως ότι οι κίνδυνοι αυτοί υφίστανται πράγματι και είναι σοβαροί. Πάντως, η εκτίμηση του κινδύνου δεν μπορεί να στηρίζεται σε αμιγώς υποθετικές θεωρήσεις (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-333/08, EU:C:2010:44, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

(βλ. σκέψεις 56, 57, 59, 60, 68 και διατακτ.)