Υπόθεση C‑270/15 P

Βασίλειο του Βελγίου

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις βελγικές αρχές για τη χρηματοδότηση των εξετάσεων ανιχνεύσεως μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών στα βοοειδή — Επιλεκτικό πλεονέκτημα — Απόφαση κρίνουσα τις ενισχύσεις αυτές εν μέρει μη συμβατές με την εσωτερική αγορά»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ης Ιουνίου 2016

  1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παρέμβαση του Δημοσίου που μειώνει τις δαπάνες οι οποίες βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως – Δαπάνες οφειλόμενες στην υποχρέωση τηρήσεως της εθνικής νομοθεσίας – Εμπίπτει – Δαπάνες συνδεόμενες με την εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση των προνομίων του δημόσιας εξουσίας – Δεν ασκεί επιρροή – Παρέμβαση του Δημοσίου σε τομείς οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εναρμονίσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Σκοπός προστασίας της δημόσιας υγείας – Δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό μέτρου ως ενισχύσεως

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Διάκριση μεταξύ της προϋποθέσεως περί επιλεκτικού χαρακτήρα και της συνακόλουθης διαπιστώσεως περί υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος, καθώς και μεταξύ καθεστώτος ενισχύσεων και ατομικής ενισχύσεως

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκομένων σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση – Δυνατότητα συγκρίσεως της καταστάσεως κλάδου υποκείμενου σε υποχρεωτικές εξετάσεις ανιχνεύσεως ασθενείας με εκείνη του συνόλου των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε υποχρεωτικούς ελέγχους – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  1.  Προκειμένου να εξετασθεί η έννοια των δαπανών που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, ο επιλεκτικός χαρακτήρας μέτρου όσον αφορά τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως, οι πρόσθετες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα, αποτελούν, ως εκ της φύσεώς τους, δαπάνες αυτού του είδους. Το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται από τις δημόσιες αρχές δεν δύναται, ως εκ τούτου, να επηρεάζει την εκτίμηση περί της φύσεως άλλων παρεμβάσεων των ιδίων αυτών αρχών, προκειμένου να καθορισθεί αν αυτές ευνοούν τις επιχειρήσεις πέραν των κανονικών συνθηκών της αγοράς.

    Δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό ως δαπανών που βαρύνουν κατά κανόνα τις επιχειρήσεις το γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές οφείλονται σε παρέμβαση της δημόσιας αρχής κατά την εκ μέρους της άσκηση των προνομίων της δημόσιας εξουσίας ή το ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αναλάβουν τις δαπάνες αυτές ελλείψει εναρμονίσεως στον οικείο τομέα.

    Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η παντελής έλλειψη εναρμονίσεως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των επίμαχων μέτρων δεν επηρεάζει τον ενδεχόμενο νομικό χαρακτηρισμό της χρηματοδοτήσεως αυτής ως οικονομικού πλεονεκτήματος. Πράγματι, ακόμη και στους τομείς όπου τα κράτη μέλη είναι αρμόδια, πρέπει να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, όσα επιτάσσουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 35, 36, 38, 39)

  2.  Ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας που επιδιώκεται με την επιβληθείσα στις επιχειρήσεις ορισμένου κλάδου υποχρεωτική διενέργεια εξετάσεων για την ανίχνευση ασθενείας δεν αρκεί προς απόρριψη του χαρακτηρισμού ως κρατικής ενισχύσεως της εκ μέρους του Δημοσίου χρηματοδοτήσεως των εξετάσεων αυτών. Πράγματι, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν προβαίνει σε διάκριση αναλόγως των αιτίων ή των σκοπών των σχετικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει αναλόγως των αποτελεσμάτων τους.

    (βλ. σκέψη 40)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 48, 49)

  4.  Προκειμένου να εξετασθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας μέτρου όσον αφορά τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως, απόκειται στην Επιτροπή να διακριβώσει αν το επίμαχο μέτρο, μολονότι με αυτό παρέχεται πλεονέκτημα γενικής ισχύος, ευνοεί αποκλειστικώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι βασίμως εκτίμησε η Επιτροπή ότι η χρηματοδότηση, εκ μέρους κράτους μέλους, των εξετάσεων για την ανίχνευση ασθενείας με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε περίπτωση κατά την οποία η κατάσταση των επιχειρήσεων του κλάδου του βοείου κρέατος, τις οποίες αφορούσε η χρηματοδότηση αυτή, συγκρινόταν, εμμέσως πλην σαφώς, με εκείνη του συνόλου των επιχειρήσεων οι οποίες, όπως και οι επιχειρήσεις του εν λόγω κλάδου, υπόκεινται σε ελέγχους τους οποίους πρέπει υποχρεωτικώς να διενεργήσουν πριν διαθέσουν στην αγορά ή στο εμπόριο τα προϊόντα τους.

    Το γεγονός ότι οι έλεγχοι ποιότητας των προϊόντων, ακόμη και των τροφίμων, διαφέρουν αναλόγως του κάθε κλάδου ως προς τη φύση, τον σκοπό, το κόστος και την περιοδικότητα διενέργειάς τους, στοιχείο που ενδέχεται να επηρεάζει τη δυνατότητα συγκρίσεως των διαφόρων αυτών κλάδων, στερείται σημασίας στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού ως κρατικών ενισχύσεων, ο οποίος δεν σχετίζεται με τους ίδιους τους ελέγχους, αλλά με τη χρηματοδότησή του με κρατικούς πόρους που έχει ως αποτέλεσμα να μειώσει τις δαπάνες που βαρύνουν τους δικαιούχους της χρηματοδοτήσεως αυτής. Ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να προβάλλεται με χωριστό λόγο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    (βλ. σκέψεις 50, 53-55)